Pages

24.5.18

Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο... στο fractalart.gr



Τα όνειρα που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
Έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
Νίκος Θέμελης

…το τέλος βρίσκεται παντού…
Κάτι άλλο θα αρχίσει – και σίγουρα έχει ήδη αρχίσει με έναν μη ορατό τρόπο.
Jean-Luc Nancy (σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος)
 
….Και γινόμουνα δυο πλάσματα, σε δυο, λες θηλυκά πλάσματα είχα χωριστεί. Η μάντισσα από τη μια, η πριγκίπισσα από την άλλη.
Η μια να ορά ότι η άλλη θα ζούσε. Η Μαύρη Άμμος σε ποια από τις δυο ανήκε;
Εγώ ήμουνα και η μια… Εγώ και η άλλη.
Η Κασσάνδρα εγώ είμαι.

Η λογοτεχνική μου συναναστροφή με τον σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα Μάνο Κοντολέων μετρά πάνω από τριάντα χρόνια. Σε χρόνο εξακολουθητικό, τα έργα του αποτελούν μία σταθερή αξία αναγνωστικής απόλαυσης, έργα δίκαια βραβευμένα, άξια αγαπημένα, βαθιά ανθρώπινα, ουσιωδώς πρωτότυπα, ταιριαστά τολμηρά, ευφυέστατα στη σύλληψη, λεπτοδουλεμένα στην εκτέλεσή τους. Ο Μάνος Κοντολέων, ίσως από τους σπουδαιότερους της γενιάς του, διακρίνεται από μία συγγραφική virtuosité και αυτό γιατί καταφέρνει να παραμένει επίκαιρος, με ένα πνεύμα ανήσυχο, με μία γραφή άμεση αλλά ταυτόχρονα έμπλεη ουσίας, νοημάτων, σκέψεων που λειτουργούν πλέον σχεδόν αυτόνομα, κλέβουν την καρδιά του αναγνώστη και εισάγουν προβληματισμούς, θέτουν ερωτήματα,  δημιουργώντας κάθε φορά ένα λογοτεχνικό σύμπαν που δονείται από δραματουργικές κορυφώσεις, καλώντας μας να σταθούμε και να αναρωτηθούμε για όσα συμβαίνουν εντός μας, γύρω μας.
Άξιος λογοτέχνης, ικανός «να μετατρέπει το πεζό τώρα σε διαχρονική μαγεία», ο Μάνος Κοντολέων είναι εραστής, κατ’αρχήν, της ίδιας της ζωής. Κάτω από την απόλαυση της γραφής του κρύβεται ένας λόγος ζωντανός, χειμαρρώδης, γεμάτος εικόνες, χρώματα, μυρωδιές, μία πνευματικότητα που πατά όμως σταθερά στη γη, μ’ένα βλέμμα άλλοτε τρυφερό, άλλοτε με παράπονο, άλλοτε επικριτικό, πάντα όμως αληθινό. Ένας συγγραφέας που πάνω από όλα σέβεται, νοιάζεται, παρατηρεί και καταγράφει με επιμονή και αφοσίωση όλα όσα τον αγγίζουν, όσα τον πληγώνουν, όσα τον απασχολούν. Τα βιβλία του δεν φανερώνονται πάντα εύκολα γιατί το μελάνι είναι βαθιά βουτηγμένο σε αλήθειες που κάποτε ίσως και να μας ξεβολεύουν από την νυσταγμένη απάθειά μας. Αυτό όμως είναι ο στόχος του, αυτή είναι η ανταμοιβή μας.
Η Κασσάνδρα.
Ενικός αριθμός. Ενίοτε  όμως και πληθυντικός αριθμός. Η Κασσάνδρα η μάντισσα, η Κασσάνδρα η πριγκίπισσα. Η κάθε μία ξεχωριστά αλλά και οι δυο μαζί. Ή μήπως πάλι…
Στο τελευταίο του βιβλίο ο Μάνος Κοντολέων τολμά, ακόμη μια φορά. Καταβυθίζεται στον αρχαίο μύθο με μια ανάσα και φέρνει εδώ κοντά μας μία ιστορία σχεδόν τριών χιλιάδων ετών να τη βιώσουμε με διαφορετικό τρόπο πια, ανεβοκατεβαίνοντας τους αιώνες, ανακαλύπτοντας μια ζωή που είναι τελικά, συγκλονιστικά, σύγχρονη. Ο συγγραφέας υποκλίνεται στην τραγικότερη των αρχαίων ηρωίδων, την Κασσάνδρα, την πριγκίπισσα, τη μάντισσα. Μια μάντισσα-πριγκίπισσα, θύμα της μοίρας της,  που της στέρησαν τη δυνατότητα να είναι γυναίκα,  που πέρα από το να μαντεύει μπορεί και κατανοεί. Αυτή που υψώνει το δικό της «θέλω» απέναντι στο θεϊκό «επιθυμώ» και επιλέγει να παραμείνει θνητή, κοντά στους ανθρώπους που αγαπά παρά να γίνει ημίθεη στο πλάι του Απόλλωνα. Το τίμημα βαρύ. Ο θεός της την τιμωρεί στερώντας της την πειθώ. Και οι λέξεις, ο λόγος της, γίνονται ευχή και κατάρα μαζί.
Η «Κασσάνδρα….» είναι ένα βιβλίο εξαίσιας συγγραφικής ωριμότητας, ξεχωριστό, βαθιά στοχαστικό, σπαρακτικά προσωπικό, που προσεγγίζει θέματα – σταθερές στη θεματολογία του συγγραφέα, την αξία της μνήμης, την υπεροχή του να υπερασπιζόμαστε αυτά που εκτιμούμε ως αξίες απαράβατες μίας κοινωνίας δίκαιης και ηθικής, την αγωνία ενός πνευματικού ανθρώπου για όσα συμβαίνουν γύρω μας, την έγνοια για τον άλλο, τον έρωτα με τα κείμενα-σταθμούς της ελληνικής γραμματείας, συνταιριάζοντας απόλυτα τη συγγραφική του ταυτότητα με την ατομική, με την τόσο ιδιαίτερη ικανότητα να μετατρέπει ένα εξαιρετικά δουλεμένο έργο σε ζωτικό παλμό που δονείται ολόκληρος γεμάτος πάθος και που παγιδεύει τον αναγνώστη σε μία ανάγνωση βαθιά απολαυστική, μεστή, ολοκληρωμένη.
Το έργο συνδιαλέγεται μαζί μας σε ένα δημιουργικό διάλογο, κείμενο και αναγνώστης αλληλεπιδρούν σε μία διαδικασία αναζήτησης καινούργιων νοημάτων. Η Κασσάνδρα ψυχανεμίζεται την αλήθεια, προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει τους άλλους γύρω της, να τους αποκαλύψει τα μελλούμενα, να ξεσκεπάσει το δήθεν λογικό ως παράλογο. Οι ιστορίες μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη, στο τώρα και στο τότε, στο εκεί και στο εδώ, στο χρόνο και στον τόπο που διαδραματίζεται το λογοτεχνικό κείμενο. Ο συγγραφέας συντονίζει την εμπειρία της μνήμης, η Κασσάνδρα βρίσκεται ένα βήμα σχεδόν πριν το δικό της θάνατο και αναλογίζεται τα όσα έχουν προηγηθεί. Ο συγγραφέας αποδομεί το μύθο, ανατέμνει την καθεστηκυία επική παράδοση και μας διηγείται την ιστορία της Κασσάνδρας από την αρχή. Η ηρωίδα  κατανοεί, παρατηρώντας πια μέσα από το φακό της εμπειρίας της, και, εν τέλει, βρίσκει τη δική της θέση στην ιστορία ενώ, ταυτόχρονα, δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να συμμετάσχει σε αυτή τη νέα δραματουργική εξέλιξη.
Τηρώντας την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η Κασσάνδρα στέκεται μπροστά μας σε μία σπαρακτική, ενίοτε παραληρηματική εξομολόγηση. Ο συγγραφέας την παρακολουθεί μια ανάσα μακριά, η ηρωίδα κάποτε μιλά και εξ’ονόματός του. Τα λόγια της Κασσάνδρας, γεμάτα λυρισμό, δημιουργούν ένα περιβάλλον εξαιρετικά έντονων συναισθημάτων. Η Μαύρη Άμμος παντού γύρω της αλλά και εντός της, η Τροία, καμμένη γη και η φύση της άσπορη, ξερή, στέρφα. Όλα όσα η Κασσάνδρα εκπροσωπεί, ο κόσμος ο παλιός, η ζωή όπως την ξέραμε έως σήμερα αλλά και η ψηλάφηση της γνώσης με τα ακροδάκτυλα της ψυχής μας, αλώνονται. Η ηρωίδα πεθαίνει την ίδια στιγμή που καταρρέει και ο κόσμος της.
Ασφαλώς, οι πιστοί αναγνώστες του Μάνου Κοντολέων περιμένουν πολλά. Και ο συγγραφέας δεν τους απογοητεύει... Στην «Κασσάνδρα…» πηγαίνει ακόμη πιο μακριά από προηγούμενα έργα του τόσο από πλευράς τεχνικής επεξεργασίας του κειμένου, όσο και σε λογοτεχνικό βάθος, η ανάγνωση κινείται σε  πολλαπλά επίπεδα, χρόνους, τόπους,  οι φράσεις συχνά κοφτές, ένας ρυθμός που ακολουθεί την αγωνία της ηρωίδας, η σύνταξη απρόσμενα ελκυστική, τα σημεία στίξης απόλυτα λειτουργικά, η αλλαγή γραμμής γίνεται αναγνωστική ανάσα, όλα συντελούν σε ένα αποτέλεσμα άξιο ουσιαστικής, σχολαστικής, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, μελέτης. Οι περιγραφές ολοζώντανες, οι εικόνες περνούν μπροστά μας σχεδόν σαν κινηματογραφική ταινία, οι αισθήσεις ξυπνούν και συμμετέχουν ενεργά, μυρωδιές, αφή, σ’ένα ταίριασμα μοναδικό της γήινης φύσης μας και της πέραν της ύλης θεώρησης του κόσμου τούτου «το μέγιστο πάθος των ανθρώπων…τη σάρκα» (σελ.46).
Το περιβάλλον συμμετέχει ενεργά με ρόλο πρωταγωνιστικό. Οι περιγραφές από το Μάνο Κοντολέων το μετατρέπουν σε σκηνικό ολοζώντανο, γεμάτο σημάδια, έννοιες, μεταφορές. Η Κασσάνδρα βρίσκεται στο πλοίο του Αγαμέμνονα ταξιδεύοντας προς τις Μυκήνες, το τέλος της καραδοκεί. Γύρω, ομίχλη, υγρασία, άπνοια, ο αναγνώστης νιώθει σα να βρίσκεται ο ίδιος πάνω στο καράβι, ακούει τους ήχους των κυμάτων, αισθάνεται στο δέρμα του πάνω το νερό, την αρμύρα της θάλασσας, σήψη στα ξύλα, στο κορμί, στην ψυχή της ηρωίδας, τα σύννεφα έρχονται μαζί με τους εφιάλτες, αίμα κόκκινο βάφει το χώμα, κοκκινωπά αγκωνάρια στη στεριά, δάδες με κοκκινωπές φλόγες καίνε στη σκηνή του Αχιλλέα. Το νερό και η φωτιά, αέναη πάλη εξουσίας, και τα δύο δίνουν και παίρνουν ζωή. Αλλά το πώς θα τα χρησιμοποιήσει κανείς, αυτό είναι που κάνει τη διαφορά. Έτσι και τα λόγια της Κασσάνδρας, οι προρρήσεις της μπορούσαν να προσφέρουν σωτηρία. Μα κανείς δεν την άκουσε…..
Η αφήγηση δεν ακολουθεί μία γραμμική σειρά, οι χρόνοι εναλλάσσονται καθώς οδηγούμενη στο θάνατό της επαναφέρει στη μνήμη της το παρελθόν, αυτή τη μνήμη-γνώση που θα χαθεί μαζί της. Συχνά τα λόγια της είναι κατακερματισμένα, μόλις και αγγίζουν τα όρια ενός λόγου που χαρακτηρίζεται από κανονικότητα. Η Κασσάνδρα συνειδητοποιεί ότι είναι παντελώς αδύναμη όχι μόνο να σώσει τους άλλους αλλά ούτε καν τον εαυτό της δεν επιθυμεί να γλιτώσει από το κακό. Μόνη της περιουσία, το όνομά της, Κασσάνδρα, «αυτή που υπερέχει σε κλέος των ανδρών». Μάταιη υπεροχή του γεμάτου ενσυναίσθηση θηλυκού έναντι του σκληρού αρσενικού. Εξάλλου, τι αξία έχει να ζει πλέον μέσα σε έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζει ως δικό της;
Σε αυτή την επανερμηνεία του μύθου όλες οι έννοιες φανερώνονται σε δίπολα, από τη μια πλευρά οι σιωπές, ο εσωτερικός μονόλογος, ο πόθος, ο πόνος, η αγωνία και από την άλλη η ένταση, το πείσμα, οι διάλογοι, η αίσθηση της αμαρτίας, η αξιοπρέπεια, η ηθική ανωτερότητα, η δύναμη να υπερασπιστείς έως τέλους τις αξίες σου αναγνωρίζοντας «αυτή τη μικρή, ασήμαντη θεότητα που κανείς δεν τη μνημονεύει και  κανείς δεν θυσιάζει στη χάρη της : την ευθύνη» (σελ. 33). Ο λόγος της Κασσάνδρας σπαράσσεται από εσωτερικότητα που αλληλοσυμπληρώνεται με τη σωματικοποίηση του ψυχικού άλγους. Η ηρωίδα πεθαίνει, τσακισμένη από την ανίσχυρη συνειδητοποίηση του ότι η ίδια μπορεί και βλέπει με λογική, μπορεί να ερμηνεύει σωστά (σελ. 28) αυτά που οι άλλοι πράττουν με παραλογισμό. Παρούσα σε όλο το κείμενο, η ομηρική έννοια της γνώσης, της αναγνώρισης, της κατανόησης έναντι της άγνοιας, του παραλογισμού, των μοιραίων, ασυλλόγιστων, αποφάσεων.
Γύρω από την κεντρική ηρωίδα στοιχίζονται ή καλύτερα αναμετρώνται μαζί της, οι υπόλοιποι ήρωες: ο Απόλλωνας, θεός-αρχέτυπο αρσενικό, εκπρόσωπος της λογικής θεώρησης του κόσμου, ο Πρίαμος και ο Αγαμέμνονας, βασιλείς-έρμαια της θέσης τους, καταδικασμένοι να ηττηθούν από όσα οι ίδιοι πρεσβεύουν, το μεγαλείο της δόξας, την κυριαρχία επί του άλλου, η Εκάβη, βασίλισσα, το αιώνιο θηλυκό, σύζυγος, μητέρα, ερωμένη, τίποτε από αυτά δεν διεκδίκησε η Κασσάνδρα για τον εαυτό της, η Ελένη, το απόλυτο λάφυρο εξουσίας, αυτό που η Κασσάνδρα αρνείται πεισματικά να γίνει, η Θέτις, μητέρα, η Κασσάνδρα άτεκνη, ο Έκτορας, μορφή ηρωική, πεθαίνει ένδοξα, ο Αχιλλέας, μορφή τραγική, πεθαίνει άδοξα, η Κλυταιμνήστρα, βασίλισσα-δολοφόνος για χάρη της εξουσίας, η Κασσάνδρα, πριγκίπισσα-θύμα αρνείται την εξουσία, ο Έλενος, δίδυμος αδελφός, οιωνοσκόπος, καιροσκόπος, ταυτισμένος με το ψέμα, η ηρωίδα, μάντισσα ανώτερη, ταυτισμένη με τη μόνη αλήθεια.
Το τελευταίο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων, ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αποτελεί, εν τέλει, από μόνο του σχολή. Τα αρχαία κείμενα παραμένουν ζωντανά γιατί κάθε εποχή αναγνωρίζει σε αυτά αλήθειες πανανθρώπινες, πέρα από τα σύνορα του τόπου και του χρόνου. Πρόσφορα για μελέτη, περιμένουν το σύγχρονο μελετητή να ασχοληθεί μαζί τους, να αναδείξει και να φέρει στο φως νέα ευρήματα, να συνομιλήσει μαζί τους δημιουργικά, να τολμήσει να δώσει τη δική του ερμηνεία, να μαγέψει τον αναγνώστη θυμίζοντάς του ότι η ιστορία έρχεται ξανά και ξανά σε αέναους κύκλους και ότι όλοι είμαστε δεμένοι με αόρατες κλωστές με πανάρχαια θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης φύσης μας.
Η «Κασσάνδρα….» είναι ένα έργο μοναδικής ομορφιάς, με λογοτεχνική πρωτοτυπία και υπεροχή που επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά πως ο Μάνος Κοντολέων είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς, τηρώντας μία πάντα φρέσκια ματιά, έτοιμος να μας ξαφνιάσει ευχάριστα και να μας οδηγήσει σε μονοπάτια εσωτερικής θεώρησης του κόσμου μας αλλά, κυρίως, του εγώ μας. Στήνει με δεξιοτεχνία ένα δίχτυ με λέξεις και νοήματα, επιλέγει το σύμβολο του απόλυτα τραγικού ανθρώπου για να μιλήσει, να παρακινήσει, να αφυπνίσει τις συνειδήσεις, να καταδικάσει μία κοινωνία που έχει πάψει να στοχάζεται, να παλεύει, να επιμένει. Η μνήμη ξεθωριάζει, η ευθύνη παραγράφεται, η ανωτερότητα και η ηθική θεωρούνται ξεπερασμένες, η ύλη από μέσο γίνεται σκοπός, η βεβήλωση δεν στοχεύει στην ανασύνθεση αλλά στην πλήρη καταστροφή, η συνέπεια ζωής, έννοια ξεχασμένη.
Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε ότι η «Κασσάνδρα» είναι ένα λογοτεχνικό έργο που, παρότι εμπεριέχει ένα βαθύτερο φιλοσοφικό προσανατολισμό, είναι ένα ισχυρό, σύγχρονο μανιφέστο όπου  η έννοια του «εγώ» αναμετράται με την έννοια του «εμείς», υποδηλώνοντας ότι η έννοια της ύπαρξης  είναι στην ουσία συν-ύπαρξη, απηχώντας έννοιες απόλυτα σχετικές με ψυχαναλυτικά, πολιτικά και οικονομικά κριτήρια. Ο συγγραφέας ξαναδιαβάζει το μύθο προσπαθώντας να αναδείξει τη σημασία του ατόμου εντός της κοινωνίας, σε μία εποχή όπου  το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος για την ανθρωπότητα δείχνει να υποχωρεί μπροστά στα αδιέξοδα που δημιούργησε ένας κόσμος που, ικανοποιώντας μία αλόγιστη δίψα για περισσότερες και όχι ποιοτικότερες κατακτήσεις, σε όλα τα επίπεδα, καταστρέφει το ανθρώπινο νόημα της ύπαρξής του. Η Κασσάνδρα τελειώνει το ταξίδι της, ταξίδι πραγματικό και μεταφορικό, καθώς φθάνει στο τέλος της ζωής της.  Όλα όσα βιώνουμε σήμερα, είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση του τέλους του ορίζοντα, όπου ότι ήταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί και ο άνθρωπος μένει μετέωρος, ανίκανος να δει την δική του μοναδικότητα ως καταλυτική δύναμη σε μία αλλαγή πορείας. Ως υπεύθυνης για το σύνολο, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, ως αφετηρία και διέξοδος προς μία πορεία αναστροφής, σε μία προσπάθεια για την ανάκτηση ενός κοινού δρόμου, όπου η ευθύνη και η μνήμη, σε έναν ακριβή συγχρονισμό, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις της ελευθερίας, τόσο της ατομικής, όσο και της συλλογικής.
«Ό,τι θυμάσαι δεν έχει βάρος. Συνώνυμη της ελευθερίας είναι η ανάμνηση». (σελ. 28)  «Μπορείς - αν θες - να βοηθήσεις τα άτομα…. Ανθρώπους συγκεκριμένους και με όνομα μπορεί ένας άνθρωπος μοναχά να σώσει…. Να προσπαθήσει έστω…». (σελ.133)

Νάντια Τράτα



Πρώτη ανάρτηση: http://fractalart.gr/i-kassandra-sti-mayri-ammo/

22.5.18

Συνέντευξη στο Nakas Group - {σελίδες} για βιβλιόφιλους




Nakas Group - {σελίδες} για βιβλιόφιλους
Μάνος Κοντολέων, Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο, εκδόσεις Πατάκη



1.     Πώς προέκυψε η επιλογή της μάντισσας ως πρωταγωνιστικού προσώπου του νέου σας βιβλίου; Πώς σχετίζεται η δίψα του αρχαίου ανθρώπου να μάθει τα μελλούμενα με τη σύγχρονη ανάγκη για πληροφόρηση σε μια εποχή όπου τίποτα αλλά και ίσως όλα μένουν κρυφά;

Η προσωπικότητα της Κασσάνδρας με απασχολεί εδώ και χρόνια. Στην ουσία δεν ήταν τόσο η προσωπικότητα, όσο αυτό που το όνομα ‘Κασσάνδρα’ συμβολίζει στον καιρό μας. Δηλαδή τον άνθρωπο που λέει πάντα πως κάτι δυσάρεστο θα συμβεί. Μα η Κασσάνδρα ότι είχε προβλέψει συνέβηκε. Κι αυτό γιατί κανείς δεν άκουγε τη φωνή της, που ήταν η φωνή της λογικής. Άρα για μένα η Κασσάνδρα είναι το σύμβολο του ανθρώπου που με λογική βλέπει αυτό που ο παραλογισμός του όποιου φανατισμού των πολλών δεν μπορεί να διακρίνει.
Αυτός ήταν ο λόγος που με έκανε να θελήσω να πλησιάσω τη γυναίκα - σύμβολο με διάθεση να την μετατρέψω σε ηρωίδα μυθιστορήματος.
Άλλωστε σήμερα το μέγιστο πρόβλημα δεν είναι πόσα μένουν κρυφά, αλλά το πόσο έντονα έχει πέσει πάνω στις κρίσεις μας η παραπληροφόρηση.

2.     Αν τελικά «οι άνθρωποι δε θα καταφέρουν ποτέ να διδάσκονται από τα όσα πιο πριν συνέβησαν» (σελ. 23) τι ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η Ιστορία και η διδασκαλία της; Επιπλέον, με αυτό το δεδομένο, ποιος μπορεί να είναι ο παιδαγωγικός ρόλος της λογοτεχνικής παράδοσης;

Η Ιστορία αυτό που θέλει να διδάξει το διδάσκει. Η Ιστορία είναι Μνήμη και η Κασσάνδρα λέει πως : «Η Μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Είναι τόπος όπου όλα τα λόγια γίνονται σιωπή». Δηλαδή προτείνει την περισυλλογή.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσο έχουμε αληθινή Ιστορία ή μια δήθεν ιστορία. Κι ακόμα υπάρχει και το θέμα του πως πλησιάζουμε την Ιστορία. Ως άτομα και ως ομάδες.
Σε γενικό επίπεδο πιστεύω πως οι λαοί δεν διδάσκονται την Ιστορία που θα τους ωριμάσει, αλλά εκείνη που θα τους κρατά σε ένα έλεγχο εκ μέρους των κατεχόντων την Εξουσία. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να το κάνει η λογοτεχνία. Μέσα από την Τέχνη του Λόγου η Ιστορία θα πρέπει να μπορεί να δείξει το γνήσιο πρόσωπό της – χωρίς φτιασίδια παραπλανητικά.

3.     Η επιλογή και επιβολή ρόλου και κατεύθυνσης ζωής από τους γονείς είναι μια σταθερή και διαχρονική άσκηση γονεϊκής εξουσίας. Βλέπετε να έχουν γίνει θετικά βήματα στις μέρες μας και πώς αντιμετωπίζει η ηρωίδα σας την επιβολή της μοίρας της;

Αναφέρεστε στην Κασσάνδρα ως ηρωίδα του μυθιστορήματος μου «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο». Γιατί εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως αυτό που συγγραφικά τόλμησα δεν είναι κάτι που συχνά ένας έλληνας συγγραφέας το επιχειρεί. Το να πάρει, δηλαδή, κάποια πρόσωπα που αποτελούν τις βάσεις κλασσικής ελληνικής παιδείας και να τα αντιμετωπίσει με μια ελευθερία, με τη ματιά μιας σύγχρονης ανάγνωσης του παρελθόντος. Αλλά γιατί όχι;  Ας θυμηθούμε τον ίδιο τον Ευριπίδη και το πως το ίδιο μυθικό πρόσωπο –την Ελένη- το σκιαγραφεί στις «Τρωάδες» και πως στην ομώνυμη τραγωδία «Ελένη». Ο συγγραφέας έχει δικαίωμα να ανασκαλεύει τους μύθους και να τους φέρνει μέσα στην εποχή του. 
Έτσι, λοιπόν, μπορεί μέσα στο δικό μου το συγκεκριμένο μυθιστόρημα να αναφέρω πως ήταν απόφαση του Πρίαμου και της Εκάβης να προσφέρουν στον Απόλλωνα την θυγατέρα τους, αλλά τελικά θα είναι η ίδια η Κασσάνδρα που θα πάρει στα χέρια της τη μοίρα της καθώς θα αποφασίσει να παραμείνει ανάμεσα στους θνητούς και να μην μετατραπεί σε ημίθεη αποδεχόμενη την ερωτική πρόταση του Φοίβου. Με άλλα λόγια παίρνει μια καθαρά προσωπική όσο πολιτική απόφαση που θα την υποστηρίξει (αν και με μέγα πόνο) έως το τέλος. Λέει κάπου η ίδια  -«Τις πράξεις των ανθρώπων δεν τις κατανοώ. Απλώς μπορώ να φανταστώ τα αποτελέσματά τους» και ασφαλώς υπονοεί πως μήτε την δικιά της απόφαση κατανόησε, αλλά όμως είχε φανταστεί το που θα την οδηγούσε. Παρέμεινε γυναίκα, ενώ έζησε ως μάντισσα.

4.     Σύμφωνα με τη μάντισσα: «Όχι μόνο να παρακολουθώ λαμπερές πορείες πλασμάτων, αλλά και το πώς θα παρεμβαίνω για να τις οδηγώ πίσω από την προστασία ενός βράχου,…» (σελ. 38-39). Ποια, λοιπόν, τα περιθώρια προσωπικής παρέμβασης, της ίδιας της μάντισσας ή ευρύτερα της ανθρώπινης, στην ανατροπή της ροής των προμηνυόμενων γεγονότων;

Η μαντεία της Κασσάνδρας λειτουργούσε –ή τουλάχιστον εκείνη ήθελε να λειτουργεί-  ως συμβουλή. Έχει μάθει να διακρίνει που οδηγούν τα βήματα των ανθρώπων –σε γκρεμό ή σε ασφαλές καταφύγιο.  Δεν μπορεί να τα αλλάξει. Στην ουσία δε θέλει να τα αλλάξει και γι αυτό άλλωστε δεν δέχτηκε να γίνει ερωμένη του Απόλλωνα και να της χαριστεί η ικανότητα της πειθούς. Αντίθετα ήθελε να βοηθήσει τους άλλους –πιο σωστά τον άλλον στην κατανόηση των πράξεών του. Πάλι θα δανειστώ τα λόγια της: «Μπορείς –αν θες-να βοηθήσεις τα άτομα… Ανθρώπους συγκεκριμένους  και με όνομα μπορεί ένας άνθρωπος να σώσει… Να προσπαθήσει έστω…»


5.     Σταθερή επιλογή η ηρωίδα-γυναίκα στη μυθιστορηματική πορεία σας. Με ποιον τρόπο την προσεγγίζετε;

Ναι, σταθερή επιλογή στα τελευταία μου μυθιστορήματα. Όχι όμως και στα προηγούμενα. Πάντως ομολογώ πως με γυναίκα ηρωίδα ξεκίνησα τα μυθιστορήματά μου – ήταν η Θάλεια στο «Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων»- αλλά στη συνέχεια ασχολήθηκα με άνδρες . Ο άνδρας και ο έρωτας, ο άνδρας και η εξουσία, ο άνδρας και η ταυτότητά του  Ήταν τα χρόνια που κι εγώ ο ίδιος αναζητούσα –ως άνδρας- την απάντηση σε όλα αυτά. Μάλλον δε θα τη βρήκα ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου με μένα φύλου. Κι έτσι πλέον –με την ωρίμανση των ετών- στράφηκα  σε γυναικείες μορφές  και καθώς της έπλαθα αναζητούσα μέσα στη δική τους ματιά να διακρίνω πως εκείνες βλέπανε τους άρρενες. Έτσι τις προσεγγίζω. Ταυτίζομαι μαζί τους –γιατί ο μόνος τρόπος να καταλάβεις τον εαυτό σου είναι να δεις πως σε βλέπουν οι άλλοι και κυρίως όσοι ιδιαιτέρως έχεις ανάγκη την παρουσία τους στη ζωή σου. Ως άνδρας έχω απόλυτη ανάγκη να συνυπάρχω με τη γυναίκα –τη μητέρα, την σύντροφο, την κόρη, την αδελφή, τη φίλη…  Στο τέλος εκείνη που θα μου δείξει τον τρόπο αντικειμενικής  σκέψης είναι μια μάντισσα… Μια Κασσάνδρα, δηλαδή.

6.     Στο επιλογικό σημείωμα εύστοχα επισημαίνετε τη διαχρονικότητα των ηρώων των αρχαϊκών μύθων και της λογοτεχνικής παράδοσης εν γένει. Θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει ένα πιο ισχυρό στοιχείο, από αυτό της βιολογικής συνέχειας, σύνδεσης του σύγχρονου Έλληνα με τους αρχαίους προγόνους που τόσο ανακαλεί και θαυμάζει;

Ναι, θα μπορούσε κάτι τέτοιο να λειτουργήσει ως δρόμος κατανόησης της διαχρονικής ουσίας του πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων. Μόνο αν κατεβάσεις από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης τα έργα, μόνο αν προσκαλέσεις στην καθημερινότητά σου τα πρόσωπα του παρελθόντος, μόνο τότε μπορείς να μυηθείς στο δικό τους διαχρονικό ήθος και να κατανοήσεις πως η πολιτιστική κληρονομιά της Δύσης δεν έχει εθνική ταυτότητα, αλλά πανανθρώπινη  διάσταση. Και ασφαλώς διαχρονική.

7.     Γράφετε κάτι αυτό το διάστημα ή σκέφτεστε να γράψετε κάτι; Αν ναι, θα θέλατε να μας πείτε το κεντρικό του θέμα;

Πάντα κάτι γράφω. Για μένα γράφω σημαίνει υπάρχω και υπάρχω σημαίνει γράφω.
Λίγο πριν το μυθιστόρημα της Κασσάνδρας, είχαν κυκλοφορήσει δυο άλλα μου μυθιστορήματα –για μεγάλα παιδιά  αλλά και για κάθε ηλικίας αναγνώστη. Βασισμένα και τα δυο σε κλασικά κείμενα –στον «Γαργαντούα» του Ραμπελαί και στον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Στην ουσία είναι κι αυτά  πολύ κοντά στον συγγραφικό προβληματισμό της Κασσάνδρας. Να ξαναδώ, δηλαδή,  με σύγχρονη ματιά κλασικά κείμενα που διαμόρφωσαν τον λογοτεχνικό κανόνα της Δύσης.
Τώρα, λοιπόν, εργάζομαι πάνω σε ένα τρίτο αυτής της σειράς. Αλλά δε θα ήθελα ακόμα να μιλήσω γι αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.

8.     Πού μπορούμε να σας συναντήσουμε διαδικτυακά αλλά και από κοντά;

Διαδικτυακά στο www.kontoleon.gr και στο http://manoskontoleon2.blogspot.gr/
Από κοντά;… Ας εμπιστευθώ το FB - https://www.facebook.com/manos.d.kontoleon/



Σας ευχαριστούμε

20.5.18

Νι Πι Ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου


Γιώργος Χατζόπουλος
«Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το Νερό της Ζωής»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
                       

Τα μυθιστορήματα με έντονη δράση και πλούσιες περιπέτειες ήταν πάντα ιδιαιτέρως αγαπητά σε ένα αναγνωστικό κοινό  νεαρής ηλικίας.
Είναι δε χαρακτηριστικό πως τα πρώτα μυθιστορήματα  του 19ου αιώνα που κατά τη διάρκεια του 20ου θεωρήθηκαν πως μπορούν να απευθύνονται σε παιδιά αν και ήταν γραμμένα για ενήλικες, ήταν  τέτοια περιπετειώδη μυθιστορήματα – «Το νησί των θησαυρών» για παράδειγμα ή «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» κ.α.
Στην Ελλάδα παράδοση τέτοιου είδους μυθιστορημάτων δεν έχουμε. Ασφαλώς και δεν ξεχνώ μήτε τα έργα της Πηνελόπης Δέλτα, μήτε και άλλων νεώτερων συγγραφέων (Τάκης Λάππας, Χάρης Σακελλαρίου κ.α.). Αλλά όλα αυτά,  καθώς στηριζόντουσαν σε ιστορικές στιγμές του πρόσφατου εθνικού παρελθόντος, είχαν γραφτεί με στόχο να μεταφέρουν πρώτιστα τη γνώση της Ιστορίας και δευτερευόντως  την δημιουργία μιας σειράς περιπετειών που θα κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον των παιδιών.
Στην ουσία είχαμε μια λογοτεχνία στρατευμένη στη Διδαχή και ήταν πλέον ζήτημα που είχε να κάνει με το πόσο μεγάλο ή όχι ήταν  το ταλέντο των μυθιστοριογράφων, για να αποφασίσει ο χρόνος αν τα έργα  εκείνα διέθεταν επαρκή λογοτεχνική αξία ή μη.
Στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα πληθύνανε τα μυθιστορήματα  που στηρίχτηκαν σε ιστορικά γεγονότα. Κι ανάμεσά τους, τα παιδιά εκείνων των χρόνων έτυχε να διαβάσουν,  και έργα καλογραμμένα (ας θυμηθώ εδώ την Ελένη Βαλαβάνη, και την Γαλάτεια Σουρέλη), όπως βέβαια και άλλα μυθιστορήματα που ήταν τα ιστορικά γεγονότα μιας πρόσφατης ιστορίας που τα ενεργοποιούσαν, αλλά που αφήναν στην άκρη την περιπέτεια καθώς αναζητούσαν έναν άλλο στόχο –το πώς το χτες επεμβαίνει στην διαμόρφωση του παρόντος (ας θυμηθώ εδώ συγγραφείς όπως την Άλκη Ζέη, τη Ζωρζ Σαρή, τη Λότη Πέτροβιτς).
Σε κάθε περίπτωση ελληνικό μυθιστόρημα με ιστορικό καμβά και έντονη περιπέτεια δεν νομίζω πως μπορώ να θυμηθώ.
Ασφαλώς εξαιρώ εκείνα τα μυθιστορήματα που κυρίως τα τελευταία χρόνια έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αναφέρονται στις περιπέτειες μιας ομάδας παιδιών κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους,  όπου ανακαλύπτουν το ιστορικό παρελθόν ενός τόπου καθώς άλλοτε βοηθούν στη σύλληψη συμμορίας αρχαιοκάπηλων , άλλοτε στην ανακάλυψη κάποιου αρχαίου αντικειμένου κλπ.  Πρόκειται για έργα που χρησιμοποιούν την περιπέτεια και δεν στηρίζονται σε αυτή.
Όλες αυτές οι σκέψεις μου δημιουργήθηκαν μετά από την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής το Αιγαίου και το Νερό της Ζωής».
Ο συγγραφέας του – ο Γιώργος Χατζόπουλος- είναι πρωτοεμφανιζόμενος στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά, ενώ διαθέτει μια εμπειρία στη συγγραφή θεατρικών κειμένων.
Με το μυθιστόρημα του αυτό, λοιπόν, με κάνει να θεωρώ –στο βαθμό που οι όποιες γνώσεις μου με καλύπτουν-  πως μάλλον πρέπει να είναι ο πρώτος έλληνας συγγραφέας (τουλάχιστον της νεώτερης γενιάς) που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια περίοδο της πρόσφατης ιστορίας του ελληνικού κράτους (συγκεκριμένα το 1828) χωρίς να θέλει να εξηγήσει τις  όποιες πολιτικές – κοινωνικές  συνθήκες επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια. Και ακόμα να έχει την ιδέα να στηρίξει τη δράση του έργου του από τη μια στην ύπαρξη  πειρατών στις ελληνικές θάλασσες και από την άλλη να σμίξει δυο διαφορετικούς τρόπους αφηγηματικών τεχνικών.
Αλλά προτού αναφερθώ σε αυτές τις δυο τεχνικές, θέλω να τονίσω την απόλυτη έλλειψη κάθε διάθεσης εξωραϊσμού των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο Χατζόπουλος δε θέλει να ‘διδάξει’ ιστορία, αλλά να γράψει ένα βιβλίο με πειρατές, ναυμαχίες, άγριες μάχες, μεγάλους έρωτες, σκληροτράχηλους ναυτικούς και επίορκους δημόσιους λειτουργούς.
Δείχνει να έχει καλά διαβάσει τα κλασικά έργα του είδους. Και –να η πρώτη τεχνική- χρησιμοποιεί μια γλώσσα πλούσια, χωρίς αυτοπεριορισμούς και αυτολογοκρισία  για να περιγράψει συναισθήματα και καταστάσεις. Οι κεντρικοί ήρωες, όπως και τα δεύτερα πρόσωπα περιγράφονται με ρεαλισμό. Όσα έζησαν φωτίζουν την εποχή χωρίς να την εξωραΐζουν.  Και με τη συνταγή των παλιών μυθιστοριογράφων τολμά να αφήνει συχνά τον κεντρικό άξονα της αφήγησης για να περιγράψει στιγμές παρελθόντος από τις ζωές χαρακτήρων που δεν πρόκειται να επηρεάσουν την συνέχεια των γεγονότων. Αλλά έτσι καταφέρνει να φωτίσει πλουραλιστικά αυτό που λίγο πιο πριν σημείωσα –την εποχή και τους ανθρώπους της.
Παράλληλα όμως με αυτήν την τεχνική, χρησιμοποιεί και μια άλλη –όχι περιγραφές, αλλά κοφτούς διαλόγους. Τις περισσότερες φορές διαλόγους αυτοσαρκαστικούς, συχνά χιουμοριστικούς, φερμένους λες από τη σειρά των ταινιών «Οι πειρατές της Καραϊβικής».
Και η δημιουργική μίμηση αυτής της κινηματογραφικής γλώσσας προχωρά και στον τρόπο που σκιαγραφούνται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος –τα χαρακτηριστικά τους, τα ονόματά τους, οι συμπεριφορές τους. Συχνά και μικρές δόσεις εξωπραγματικών συνθηκών επιστρατεύονται.
Μια λοιπόν συνύπαρξη παραδοσιακής και νεωτερικής αφήγησης, όπως και επίσης η απόλυτη άρνηση να υποκύψει στην παροχή ιστορικής πληροφόρησης με τη μορφή της προγραμματισμένης εξήγησης και της κατανόησης, είναι τα βασικά συστατικά που κάνουν αυτό το μυθιστόρημα αξιοπρόσεχτο. Και πιστεύω αξιοδιάβαστο.
ΥΓ Ιδιαιτέρως χρήσιμο το γλωσσάρι όλων των ναυτικών και άλλων όρων. Σημαντική ακόμα, στα πλαίσια της ενδοκειμενικότητας, η χρήση μικρών προτάσεων από έργα του Καρκαβίτσα και του Παπαδιαμάντη.
Μια μόνο –ας την πούμε- ένσταση. Η απότομη και χωρίς –θεωρώ- λόγο ύπαρξης αποκάλυψη του πότε γίνεται η όλη αφήγηση της ιστορίας εκ μέρους του πρωταγωνιστή. Ξαφνικά η περιπέτεια από το χώρο συγκατοίκησης ρεαλισμού και φαντασίας, μετακομίζει στα δώματα των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Και ο Πι Νι από παράτολμος πειρατής μετατρέπεται σε σεβάσμιο γέροντα και τρυφερό παππού.
Λογική εξέλιξη –εγώ ο ίδιος αντικρούω τον εαυτό μου. Παρόλα αυτά, όμως,  εξακολουθώ να προτιμώ τους πειρατές ως πειρατές και μόνο να τους θυμάμαι.

 Πρώτη ανάρτηση:
 https://diastixo.gr/kritikes/efivika/9892-ni-pi




"στόμαστομαστό" - Ιστορίες - θρίλερ- καθημερινών ανθρώπων



Ροζίτα Σπινάσα
«στόμαστομαστό»
Διηγήματα
Εκδόσεις Κέδρος

        
           

Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω  δυο συλλογές διηγημάτων όπου το κεντρικό θέμα όλων των κειμένων ήταν η ενοχή. Και πιο συγκεκριμένα η ατομική ενοχή μέσα σε μια εποχή πολλαπλής και πολυδύναμης κοινωνικής αναταραχής.
Αναφέρομε στο «Ο έτερος εχθρός « της Ελισάβετ Χρονοπούλου  (Πόλις) και στο «Το τέρας στο μετρό» της Βασιλικής Ηλιοπούλου (Πατάκης)
Η Κατοχή στο πρώτο, η σύγχρονη εποχή στο δεύτερο γίνονται η σκηνή όπου ξεδιπλώνονται μη ελεγχόμενες ατομικές παρεκτροπές. Τα άτομα επηρεάζονται από τις συνθήκες  και οδηγούνται σε πράξεις που στο μέλλον θα προτιμήσουν να τις αγνοούν.
Η πρωτοεμφανιζόμενη Ροζίτα Σπινάσα κάποια παρόμοια θεματική έχει χρησιμοποιήσει.
Τα πρόσωπα –ήρωές της είναι επιλεγμένα από ένα πλήθος καθημερινών ατόμων, αλλά η συγγραφέας τα παρακολουθεί  σε στιγμές όπου το καθημερινό μετατρέπεται σε εξαίρεση –συνήθως αρνητική.
Άλλοτε θα είναι ο συλλέκτης δίσκων που το πάθος του θα τον οδηγήσει στην καταπάτηση της φιλίας, άλλοτε θα είναι η ηλικιωμένη άρρωστη όπου η οικονομική ανέχεια θα την μετατρέψει σε άκαρδη δήθεν προστάτιδα περιστεριών, άλλοτε ο αδελφός που προδίδει την ανάπηρη αδελφή για να μην υποστεί τον σχολικό εκφοβισμό, άλλοτε κάποιοι που δε θα διστάσουν μήτε μπροστά σε ένα φόνο αν πρόκειται να κερδίσουν ένα σπίτι, άλλοτε…
Αλλά τελικά δεν είναι οι επιμέρους περιπτώσεις που η Ροζίτα Σπινάσα θα αναζητήσει να τις φωτίσει σε βάθος, όσο ο τρόπος που θα χρησιμοποιεί τον φωτισμό αυτόν.
Η κοινωνική αποξένωση είναι δεδομένη. Και μέσα σε αυτήν  τα άτομα θα οδηγηθούν σε πράξεις πολύ ή λίγο σκληρές ή και αποτρόπαιες ακόμα.
Ενοχές μιας κοινωνίας ή ενοχή κάθε ατόμου;  Το ερώτημα πλανάται, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται.
Και στο σημείο αυτό επεμβαίνει η γραφή.  Ξεγελά με κάποιες τρυφερές περιγραφές, αλλά καθώς φλερτάρει λες με τον εφησυχασμό, ξαφνικά οι λέξεις γίνονται σκληρές, οι φράσεις κοφτερές. Και άλλοτε προσφέρουν τον τρόμο κι άλλοτε αναζητούν τον σαρκασμό.
Ιδιότυπα ατομικά θρίλερ –ένας κάπως αδόκιμος,  ίσως, χαρακτηρισμός αυτών των διηγημάτων. Αλλά θεωρώ πως είναι εύστοχος.
Και εν τέλει αποτελεσματικός. Ο σαρκασμός προς τους άλλους, θα συνυπάρξει  με την εγρήγορση του αναγνώστη.
Με δυο λόγια –αυτό που μου κράτησε αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον ήταν η σχεδόν κινηματογραφική αφήγηση και η ευρηματικότητα των περιπτώσεων.
Ο διπλανός –γείτονας ή τυχαίος περαστικός- μπορεί να κρύβει ένα κάποιο αμαρτωλό μυστικό.
Αυτός… Μπορεί κι εγώ.
Η Ροζίτα Σπινάσα δείχνει πως ξέρει να κυκλοφορεί –ως συγγραφέας- ανάμεσά μας. Και να καταγράφει αυτά που θέλουμε να κρύψουμε.

 Πρώτη ανάρτηση:
 https://www.literature.gr/istories-thriler-kathimerinon-anthropon-grafei-o-manos-kontoleon-stomastomasto-rozita-spinasa/






14.5.18

Στη Μαύρη Άμμο της αναπόδραστης μοίρας




Του Μιχάλη Μακρόπουλου

https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/kontoleon-manos-patakis-i-kassandra-sti-mauri-ammo-makropoulos

Στο επίμετρο του μυθιστορήματός του Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο, ο Μάνος Κοντολέων λέει πως σκέφτηκε για πρώτη φορά να πλάσει μια ιστορία με πρωταγωνίστρια την τραγική μάντισσα το 1965, όταν παρακολούθησε στο Ηρώδειο μια παράσταση του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου σκηνοθετημένη από τον Αλέξη Μινωτή, όπου ερμήνευε την Κασσάνδρα η Ελένη Χατζηαργύρη – την «ενσάρκωνε», γράφει ο Κοντολέων, και το ρήμα μοιάζει να μην είναι τυχαίο, γιατί η Κασσάνδρα στο μυθιστόρημά του έχει φύση λιγότερο πνευματική και περισσότερο σαρκική, είναι μάντισσα παρά τη θέλησή της, ενώ παλεύει ενάντια στη μοίρα που της ορίστηκε, ώστε να καταχτήσει τη γυναικεία πληρότητα που άθελά της στερήθηκε.
Η Μαύρη Άμμος του τίτλου είναι σύμβολο αφενός της μαντικής τέχνης της, ο τόπος όπου κατοικούν οι τρομερές εικόνες που βλέπει η Κασσάνδρα δίχως να μπορεί να τις αλλάξει, κι αφετέρου της στειρότητας που της επιβλήθηκε ενώ η ίδια λαχταρούσε τη μητρότητα και τη θνητότητα.
Και τούτη η Μαύρη Άμμος του τίτλου είναι σύμβολο αφενός της μαντικής τέχνης της, ο τόπος όπου κατοικούν οι τρομερές εικόνες που βλέπει η Κασσάνδρα δίχως να μπορεί να τις αλλάξει, κι αφετέρου της στειρότητας που της επιβλήθηκε ενώ η ίδια λαχταρούσε τη μητρότητα και τη θνητότητα, αρνούμενη την πρόταση του θεού να τον ακολουθήσει και τιμωρούμενη γι’ αυτό με το να μη γίνονται πιστευτές οι προρρήσεις της. Είναι η Μαύρη Άμμος ταυτόχρονα μια μεταφορά για το τραγικό πεπρωμένο της Κασσάνδρας και για την ολέθρια μοίρα της πόλης της και του γένους του Πριάμου. Και τούτη η πολυσήμαντη Μαύρη Άμμος εντέλει είναι η μοιραία κατάληξη όσων θέλησαν κατά πρώτον να μάθουν τι τους έμελλε και κατά δεύτερον να πάρουν αυτή τη μοίρα στα χέρια τους και να την ορίσουν οι ίδιοι, αλλάζοντάς την.
«Γεμάτος ο τόπος ολόγυρα από σημεία –τρίστρατα, μικροί τύμβοι, θάμνοι αειθαλών φυτών– όπου κάποτε σκορπίστηκαν οι στάχτες ανώνυμων νεκρών», λέγεται κάπου. «Στα ίδια σημεία και στις γύρω περιοχές, άλλοι περιπατούν, κάποιοι φιλοσοφούν, άλλοι σπέρνουν, ενίοτε και κάποιοι αφοδεύουν, υπάρχουν και εκείνοι που τυχόν αναζητούν πέτρες να χτίσουν τα σπίτια τους.
»Πεθαίνουν –και ο θάνατός τους εγγράφεται στη ζωή που συνεχίζεται– μόνο όσοι επωνύμως επισκέπτονται τόπους όπως η Μαύρη Άμμος μου – οι υπερφίαλοι, οι αλαζόνες, οι ποιητές και… Οι ηγεμόνες».
Η αλαζονεία της επωνυμίας, του ξεχωρίσματος από το ανώνυμο πλήθος, καθρεφτίζεται σαν σε σκοτεινό καθρέφτη στη Μαύρη Άμμο της μάντισσας που δεν ήθελε κανείς ν’ ακούσει, της Κασσάνδρας.

Την ιστορία της την αφηγείται η ίδια, με ένθετα εδώ κι εκεί στο λόγο της μικρά ή μεγαλύτερα αποσπάσματα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου στις μεταφράσεις του Τάσου Ρούσσου και του Γρυπάρη, από τις Τρωάδες του Ευριπίδη στις μεταφράσεις του Ρούσσου και του Θρασύβουλου Σταύρου, από την Εκάβη του Ευριπίδη, πρωτίστως από την Ιλιάδα στις μεταφράσεις του Μαρωνίτη και του Πολυλά.
Ο Κοντολέων δίνει τον πρωτοπρόσωπο λόγο της με σύντομες ως επί το πλείστον προτάσεις συχνά αντεστραμμένες με το ρήμα στο τέλος, με απουσία των αορίστων άρθρων, με συχνή χρήση αποσιωπητικών, επιδιώκοντας κάπως να μεταφέρει την ποιητική φωνή της τραγωδίας στην πιο πεζή του μυθιστορήματος· κι αλλού ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα συμβάντα του μύθου κι αλλού αυθαιρετεί, όπως στο επεισόδιο όπου η Θέτις οδηγεί την Κασσάνδρα στη σκηνή του Αχιλλέα. Παρουσιάζει την Κασσάνδρα διχασμένη και σ’ ένα δίπολο πάντα. «Με κάτι τέτοια τερτίπια εμπόδιζα τους λυγμούς της άλλης, της μισητής μάντισσας», λέει η ίδια για τον εαυτό της, μοιρασμένη ανάμεσα στις δυο φύσεις της: τη μαντική στην υπηρεσία του θεού και τη γυναικεία, και οι θλιβερές της διαπιστώσεις αντανακλούν τούτο το διχασμό. «Εικόνες ή προαισθήματα;» αναρωτιέται. «Δεν τα ταξινομώ… Κι άλλωστε η αιωνιότητα δε συμπίπτει με τον παρόντα χρόνο». Κι αλλού: «…θα προσπαθούσα να κατανοήσω τα κίνητρα –πάει να πει τα μελλούμενα– των ανθρώπων». Η ίδια της η κατάρα, να μη γίνεται πιστευτή, τη διχάζει κάνοντάς την να είναι κάτι που στην ουσία δεν είναι, γιατί το χάρισμά της είναι ανώφελο. «Άλλο να μαντεύεις κι άλλο να πείθεις», λέει και, ακόμα περισσότερο: «Άλλο να μαντεύεις κι άλλο να κατανοείς».
Το δίπολο της ύπαρξής της υπάρχει κατά πρώτον απέναντι στον εαυτό της τον ίδιο, μα σ’ όλες τις σκηνές στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται επίσης ως το ένα σκέλος ενός διπόλου, αντιμέτωπη με τον Έκτορα, που τον ποθεί κρυφά κι ας είναι αδερφός της, με τον άλλο της αδερφό τον Έλενο, μάντη επίσης αλλά ήσσονα, και προδότη της πατρίδας του όπως παρουσιάζεται στη Μαύρη Άμμο, με τη μητέρα της την Εκάβη, που η Κασσάνδρα μοιάζει να τη ζηλεύει γιατί έγινε ό,τι η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει.
Η μαντική της τέχνη δεν της χαρίζει καμία ανακουφιστική εξαΰλωση σε αντιστάθμισμα για τη θυσιασμένη γυναικεία της πληρότητα. “Μια πικρή γεύση μούλιασε τη γλώσσα μου κι έφτυσα πάνω στο σανίδι. Σάλιο που μύριζε μούχλα. Σάπια τα σπλάχνα μου”.
«Δεν έχω τους μαστούς της μάνας μου», λέει. «Τα δικά μου στήθη είναι μικρά. Δε φτιάχτηκαν για να θηλάσουν. Και τα λαγόνια μου στενά – αν κάποιος θελήσει να τα αναγκάσει να αποδεχτούν μια κυοφορία, εκείνα θα αδιαφορήσουν. Θα τον περιγελάσουν».
Και στη μοίρα της Κασσάνδρας αποτυπώνονται τα δεινά του πολέμου, γεννημένα από την αυθαιρεσία και τη φενάκη της εξουσίας. «Ο Πρίαμος σφαγιάστηκε, η Εκάβη ξεσχίστηκε από τα αγριόσκυλα, ο μικρός Αστυάναξ ρίχτηκε στον γκρεμό, η Πολυξένη θυσιάστηκε…» λέει η Κασσάνδρα. «Μουλιάσανε στο αίμα οι δρόμοι της Τροίας».
Τούτο το αίμα, μαζί με το σάλιο των πληγωμένων, το σπέρμα του Αγαμέμνονα όταν έχει πάρει παλλακίδα του την Κασσάνδρα, τον ιδρώτα των κορμιών, όλα βαραίνουν εδώ με την υλικότητά τους την Κασσάνδρα και την ιστορία της όπως αυτή την αφηγείται. Η μαντική της τέχνη δεν της χαρίζει καμία ανακουφιστική εξαΰλωση σε αντιστάθμισμα για τη θυσιασμένη γυναικεία της πληρότητα. «Μια πικρή γεύση μούλιασε τη γλώσσα μου κι έφτυσα πάνω στο σανίδι», λέει. «Σάλιο που μύριζε μούχλα. Σάπια τα σπλάχνα μου».
Δεν είναι τυχαίο πως σ’ όλη τη Μαύρη Άμμο επανέρχονται οι λέξεις «υγρός», «υγρό», «υγρασία», εννοώντας πάντα την ακαταπράυντη ύλη που τελικά προοιωνίζεται το θάνατο. Η Κασσάνδρα έχει το «χάρισμα» να προμαντεύει τον δικό της – μόνη αυτή, ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους, που δίνει βάση στις βέβαιες προρρήσεις της.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μεσημέρι πλέον.
Μέρα με ήλιο. Πού πήγανε οι βοριάδες και οι νεροποντές των προηγούμενων ημερών;
Λουσμένη, καθαρή, μυρωμένη εγώ… Με ετοιμάσανε για την τελική θυσία.
Και η γριά σκλάβα ρίχνει σκούρα πανιά στα παράθυρα να κρατήσει έξω την κάψα του μεσημεριού.
Να μην ιδρώσω.
Τελευταία νύχτα αυτή πριν πατήσουμε στις Μυκήνες.
Σίγουρα ο Αγαμέμνων θα με αναζητήσει.
Ως λάφυρο θα με θεωρεί.
Το κτέρισμά του θα είμαι».

13.5.18

Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο - Ημερολόγιο Αρχαίας Τραγωδίας



Γράφει ο Κώστας Δρουγαλάς

Ο Μάνος Κοντολέων δεν χρειάζεται συστάσεις: θαλερός και πολυγραφότατος πεζογράφος (και όχι μόνο), καταθέτει το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο (Πατάκης, 2018). Το μυθιστόρημα αποτελεί μια καταγραφή ημερολογιακού τύπου (ημερολόγιο αρχαίας τραγωδίας;), με τον συγγραφέα να επινοεί –και σε κάποιες περιπτώσεις να «διορθώνει»– το μυθολογικό πρόσωπο της Κασσάνδρας, όπως το γνωρίζουμε από τον Όμηρο, τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο. Η Κασσάνδρα λοιπόν είναι η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, κι αυτό από μόνο του αποτελεί μια πρωτοτυπία: η ιέρεια του Απόλλωνα βγαίνει από το φόντο των μυθολογικών και ιστορικών γεγονότων, απεκδύεται τον χαρακτήρα της μάντισσας δυσοίωνων προβλέψεων, και γίνεται ένας κεντρικός ήρωας που μιλάει για την οικογένεια, τον έρωτα, την εξουσία και τον φόβο. Μία γυναίκα που αποφασίζει να ανταμώσει τον γήινο πυρήνα της ύπαρξης, όπου ο άνθρωπος ματώνει από τον πόθο και το μίσος. Ο Κοντολέων φροντίζει από τον πρόλογο του βιβλίου να μας εισάγει με έναν πολύ προσωπικό τρόπο στη «ζωή» της ηρωίδας, όπως την ξέρουμε, για να την ανασκευάσει στη συνέχεια: η Κασσάνδρα, τέκνο του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης, μεγαλώνει στο ιερό του Απόλλωνα μαζί με τον Έλενο, τον δίδυμο αδερφό της, με σκοπό να γίνουν μάντεις. Ερωτευμένη με τον Έκτορα, τον μεγαλύτερο αδερφό της, παρακολουθούμε την ιστορία μιας γυναίκας που σέρνεται ως τρόπαιο του Αγαμέμνονα μετά την πτώση της Τροίας: έτσι αρχίζει κι έτσι τελειώνει η ιστορία μας· η ιστορία της κόρης ενός βασιλιά που θα κατέληγε παλλακίδα ενός άλλου. Η Κασσάνδρα απαρνείται τη θεϊκή συντροφιά του Απόλλωνα και την προσδοκία της αθανασίας για να τη ρουφήξουν στην τρομερή χοάνη οι ηδονές και οι οδύνες της ανθρώπινης κατάστασης: η Κασσάνδρα του Κοντολέων είναι ανθρώπινη, φτιαγμένη από λάσπη και όνειρα· είναι ένας άνθρωπος που θέλει να ζήσει στα ρείθρα της ζωής, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της ανθρωπινότητας, αρνούμενη τα στενά όρια που θα της χάριζε ο Απόλλωνας. Ποια είναι όμως η Μαύρη Άμμος, την οποία ανακαλεί ουκ ολίγες φορές η Κασσάνδρα του μυθιστορήματος; Ίσως είναι η μοίρα, ατομική ή συλλογική· ίσως το μέλλον· ίσως είναι ο πόλεμος: οι αναφορές στην Τροία και στη δεκαετή σύγκρουση Αχαιών και Τρώων είναι πανταχού παρούσες. Θα μπορούσε όμως να είναι και το υποσυνείδητο, αφού οι αναφορές στη Μαύρη Άμμο συνδέονται με τη μνήμη και τα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας. Σε κάθε περίπτωση δημιουργείται μία αντίθεση ανάμεσα στο πάλλευκο ιερό του Απόλλωνα και στη Μαύρη Άμμο, τα δύο μέρη που η Κασσάνδρα διάγει τον βίο της: ίσως αυτό από μόνο του συνιστά μία αντίθεση ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Η γλώσσα του βιβλίου είναι εκφραστική, η σύνταξη των προτάσεων παραπέμπει ευθέως στην αρχαία τραγωδία με την αλλαγή του ρήματος μέσα στις προτάσεις, το ύφος είναι καλαίσθητο και η ατμόσφαιρα ιδιαιτέρως υποβλητική –ακριβώς όπως θα ταίριαζε σε ένα μυθιστόρημα που θα «έπαιζε» με την αρχαία τραγωδία. Το μυθιστορηματικό κείμενο είναι διανθισμένο με αποσπάσματα από την Ιλιάδα (είτε στη μετάφραση του Μαρωνίτη είτε σε αυτή των Καζαντζάκη-Κακριδή), καθώς και από τις τραγωδίες Αγαμέμνων του Αισχύλου κι από τις Τρωάδες του Ευριπίδη. Όπως αναφέραμε και στον πρόλογο αυτού του σημειώματος, ο Μάνος Κοντολέων δεν χρειάζεται συστάσεις, ωστόσο θα ήμασταν άδικοι αν δεν αναφέραμε πως Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο, κατά πάσα πιθανότητα, είναι το καλύτερό του έργο –τουλάχιστον μέχρι το επόμενο.   


https://www.literature.gr/i-kassandra-sti-mayri-ammo-manos-kontoleon/

Κ. Π.Καβάφης και εφηβεία


Κι αυτός τους κλείνει το μάτι.               

Ανήκω στη γενιά εκείνη – πιο σωστά σε μια από τις γενιές των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα-  που γνωρίσανε τον Καβάφη μέσα από τα σχολικά βιβλία.
Ότι μας έδινε η σχολική καθημερινότητα με τη μορφή Τέχνης μας φαινότανε κουραστικό  ή αδιάφορο ή γλυκερό ή τέλος πάντων  -αυτό το υποψιαζόμαστε- κάτι που ήθελε να μετατρέψει το ελεύθερο συναίσθημα σε ελεγχόμενη ιδέα.
Γι αυτό αποδεχόμαστε, μεν,  το μέγεθος ενός Σολωμού, ενός Παλαμά,  ενός Σικελιανού, αλλά δεν μπορούσαμε να το κάνουμε δικό μας.
Η εφηβεία μας έμενε ορφανή από την Ποίηση.
Κι όμως κάπου μέσα στις σελίδες των Ανθολόγιων, κάτι αισθανόμαστε να σπαρταρά…
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις…
Στίχοι –κι αυτοί;- που μπορούσαν να υπηρετήσουν τις προτροπές του συστήματος.
Τους αποστηθίζαμε, τους αναλύαμε αλλά ενώ είμαστε και έτοιμοι να τους  βάλουμε στην άκρη, κάτι μας έκανε να διστάζουμε. Κάτι ακόμα υπήρχε, υποψιαζόμαστε. Κάτι κρυμμένο… Που όμως εξέπεμπε το σήμα του
… και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής
Όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά
Οι αποκλεισμένοι στίχοι φτάναν ως εμάς ως υποψία.  Υποψία μιας ποιητικής τόνωσης της εφηβικής ανησυχίας μας.
Κ. Π. Καβάφης -αυτός ο ποιητής λες και μας έκλεινε ραντεβού σε  μια ιδιότυπη καφετέρια, σε μια μυστική πλατεία.
Κι έτσι τον αγαπήσαμε. Γιατί  ο Καβάφης αμφισβητεί  κοινωνικές συμβάσεις ενώ δείχνει πως υποτάσσεται σ’  αυτές.
Κι έτσι από τη μια ξεγελά την κεντρική εξουσία της εκπαίδευσης και την κάνει να πιστέψει πως βρήκε στο έργο του ένα σύμμαχο να περάσει τις ιδέες της…
Τιμή σ΄ εκείνους όπου στην ζωή των
Ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
Και από την άλλη  ο ίδιος πάλι κλείνει το μάτι στους αναγνώστες που το εκπαιδευτικό σύστημα τους αναγκάζει μονόπατα να τον γνωρίσουν και με αυτό το σινιάλο σαλπίζει την υπόγεια αμφισβήτηση του κατεστημένου…
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ
Να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως να είναι μια νέα τυραννία.
Ναι. Μπορούσαμε να τον εμπιστευθούμε. Να εμπιστευθούμε τις ενοχές και τα όνειρά μας.
Οι πολλά γνωρίζοντες –ενήλικες πάντα- υποστηρίζανε πως ήταν μεγάλος ποιητής γιατί στοχαζότανε πάνω στα παιχνίδια της Ιστορίας.
Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
Κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί…
Αλλά εμείς ξαναμμένοι από του έρωτα τα πάθη –καθόλου δε διαχωρίζαμε αυτά τα πάθη με τους κανόνες μιας κοινωνικής  ηθικής που θέλει να αγνοεί τις απαιτήσεις της σάρκας-  θέλαμε να μοιραστούμε το όνειρο ή την απογοήτευση  από τη στάση της καλής  ή του καλού μας και μουρμουρίζαμε, παρακαλούσαμε…
Διαβάτη αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
Του βίου μας* τι θέρμη έχει* τι ηδονή υπέρτατη.
                     **************
Ναι, ο Καβάφης ίσως είναι ο πιο κοντινός ποιητής  στη ψυχοσύνθεση των εφήβων –αγοριών και κοριτσιών.
Νομίζουμε –όταν πλέον έχουμε  ενηλικιωθεί-  πως ο αναστοχασμός  πάνω στην ερωτική επιθυμία είναι συνήθεια ενήλικων ατόμων.
Μα τι πλάνη ! Θέλουμε να ξεχάσουμε την αγωνία πριν από το πρώτο ραντεβού, το αβέβαιο μιας πρώτης σεξουαλικής επαφής, το αδιέξοδο μιας απόρριψης…  Και ξεχνάμε αυτό που στ΄ αλήθεια βλέπαμε, αυτό που συναισθανόμαστε καθώς η εικόνα του άλλου που θέλαμε να τον έχουμε δίπλα μας, πολύ δίπλα μας, μόνο με κάτι τέτοιους στίχους μπορούσε  να περιγραφεί-
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα*
Πάντα έμορφα κι αχτένιστα σαν είναι
Και πέφτουν λίγο επάνω στ΄ άσπρα μέτωπα.
Λοιπόν… Προσωπικά το έχω αποδεχτεί. Και το χαίρομαι.
Ως σύμβολο της εφηβείας από την ποίηση παρμένο, κάποιο ποίημα του Καβάφη θα διάλεγα. Σχεδόν το όποιο ποίημα… Την όποια στροφή…
Γιατί; -αναρωτιέστε! Πώς γίνεται και κάτι τέτοιο  δύναται να ισχύει; Ο γέροντας ο αμαρτωλός να γράφει τον στίχο που θα συντροφεύσει το συναίσθημα ενός εφήβου;
Ναι, λοιπόν! Γιατί όχι. Ας το σκεφτούμε.
Ο γέροντας που τολμά να περιγράφει το νεανικό πάθος που ποτέ δεν έχει ξεχάσει. Και από νοσταλγία το μετατρέπει σε επανάσταση -
Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
Που ηύρα και που κράτησα την ηδονή ως την ήθελα
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
Την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
Ρουτίνα!
Και ο έφηβος  -το παλικαράκι και η κοπελιά-  αρπάζει τις λέξεις αυτές και τις συμπληρώνει με κάποιες ακόμα-
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
Το προσέξατε; Από τον ίδιο ποιητή το πάθος του έρωτα και ο τρόμος της επιβολής της τάξης.
Και οι αναγνώστες – παραλήπτες του μηνύματος;  Ποιοι;… Μα οι έφηβοι και όσοι δεν έχουν πάψει ως έφηβοι να στοχάζονται, να ζουν και να πεθαίνουν.
Αυτοί που ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι-
οι βάρβαροι ήσαν μια κάποια λύσις
Αυτοί –όσοι, έστω- μπορούν να τολμήσουν την υιοθεσία κάποιων στίχων, όπως…
Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παραίτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία —
αλλ’ είναι είκοσι τριώ ετών, κι είν’ έμορφος πολύ·
και σήμερα το απόγευμα πέρασ’ ο έρως
στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη.
Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή
η θέρμη πέρασεν η ερωτική·
χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως…
Ναι, οι έφηβοι αναγνώστες αναγνωρίζουν  τον εαυτό τους στην περιγραφή που κάνει ένα γέροντας.
Αισθάνονται ως και να τους κλείνει –συνωμοτικά- το μάτι.
Λογικό δεν είναι να τον λατρέψουν;



(ΙΑΝΟΣ, Αφι΄ρωμα στον Καβάφη -10/5/2018)
Πρώτη ανάρτηση: https://www.literature.gr/i-efiveia-strefetai-pros-ton-kavafi-ki-aytos-tis-kleinei-synomotika-to-mati-grafei-o-manos-kontoleon/

2.5.18

Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια


Πρώτη δημοσίευση:
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/9721-elafra-tragoudia


Καθώς ο 20ος αιώνας ολοένα και περισσότερο αποκτά  τις διαστάσεις (συναισθηματικές όσο και ιστορικές)  μιας παρελθούσης εποχής, τα βιώματα όσων  συγγραφέων  αποφασίζουν να μυθιστορηματοποιήσουν περιόδους του αιώνα εκείνου, αναμφίβολα επεμβαίνουν στη διαμόρφωση της θέσης με την οποία θα γίνει η εξιστόρηση.
Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, στην πλειοψηφία της, όταν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το παρελθόν, στρέφεται κατά κύριο λόγο σε παλαιότερες εποχές – χαρακτηριστικά παραδείγματα  τα έργα των  Πριοβόλου, Ζουργού, Καλπούζου κ.α.
Τα χρόνια από την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου έως τη μεταπολίτευση –χρόνια που χαρακτηρίζονται από μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αστικοποίηση της χώρας- δεν δείχνουν  να ενεργοποιούν πολλές συγγραφικές προσπάθειες. Και από όλα εκείνα τα χρόνια, η δεκαετία του ’50 μοιάζει να είναι εκείνη που λιγότερο έχει απασχολήσει τους συγγραφικούς προβληματισμούς νέων ή και νεότατων συγγραφέων μας.
Από αυτούς,  άλλοι ως παιδιά τη ζήσανε και κάποια στιγμή δημιουργήσανε μυθιστορηματικά πρόσωπα που κατοικούν στις αθηναϊκές συνοικίες  του τότε -πχ. Πόλυ Μηλιώρη «Ο αιώνας του Περικλή και της Λαβίνιας Πλαγιάννου», Μάρω  Κερασιώτη «Η Μπουγάδα»
Άλλοι, πάλι, αν και έχουν γεννηθεί μετά το ΄60, αναζητάνε στην εποχή του ’50 τα σημάδια που κάποια στιγμή διαμόρφωσαν τη δική τους  ταυτότητα  -πχ. Χρήστος Χωμενίδης «Νίκη», Ηλίας Μαγκλίνης «Πρωινή Γαλήνη»- και με τη σειρά τους κι αυτοί πλάθουν  ή ανασυνθέτουν χαρακτήρες που σε εκείνα τα χρόνια  ζήσανε και έδρασαν.
Όμως και στις δυο αυτές περιπτώσεις, το μυθιστορηματικό στοιχείο υπερισχύει των ιστορικών γεγονότων ακόμα κι αν δείχνει να είναι αυτό που προωθεί την όποια δράση.
Η ίδια η δεκαετία δεν φανερώνει το εύρος της, δεν διεκδικεί  το ποσοστό συμμετοχής της στις εξελίξεις των χρόνων που τη διαδέχτηκαν.
Η δεκαετία του ’50, σφηνωμένη ανάμεσα στην αιματοβαμμένη δεκαετία του ’40 και στην διπρόσωπη του ’60, κάπου ξεχνιέται…  Κάποιοι λες και θέλουν να τοποθετηθεί σε ένα περιθώριο, σε σεντούκι παρόμοιο  με αυτό που κλείνονται οι ενοχές μας.
Γιατί αυτή η δεκαετία ήταν  εκείνη που από τη μια ονειρευότανε και από την άλλη πρόδιδε* από τη μια θρηνούσε και από την άλλη ξεφάντωνε. Η δεκαετία των εκτελέσεων και των τραγουδιών που σε ταξιδεύανε σε μαγικά νησιά.
Λοιπόν, αυτές τις ενοχές έρχεται να ξεσκεπάσει ο Αλέξης Πανσέληνος με το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια»
Ο ίδιος πέρασε την παιδική του ηλικία μέσα στην εποχή του ’50, μέσα σε αθηναϊκούς δρόμους και γειτονιές μεγάλωσε και παρακολούθησε με το ένστιχτο ενός παιδιού (γαλουχημένου μάλιστα από γονείς προοδευτικών απόψεων) αυτόν τον πόλεμο των αντιθέσεων: ανάλαφρα τραγούδια - αγωνία για τον επιούσιο της επόμενης μέρας* παπούτσια με πέταλα στα τακούνια – καπέλα από τσόχα ή βελούδο* πολιτικές εκτελέσεις  -  διοργάνωση καλλιστείων.
Μια εποχή όπου όλοι θέλανε να ξεχάσουν το χτες και αναζητούσαν μοντέλα να δημιουργήσουν το αύριο.
Πώς μπορεί ένας συγγραφέας να περιγράψει αυτά τα χρόνια; Πώς θα καταφέρει να σημειώσει τις πιθανές έντονες σχέσεις των όσων συμβαίνανε τότε, με αυτά που σήμερα μας κατατρέχουν;
Ο Πανσέληνος –έτσι κι αλλιώς συγγραφέας των μεγάλων συνθέσεων- αποφάσισε να ορίσει ως κεντρικό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του… την ίδια την εποχή.  Και από τα πολλά χαρακτηριστικά της, διάλεξε στίχους των ελαφρών τραγουδιών να τοποθετεί στην αρχή κάθε κεφαλαίου.
Και έγραψε ένα έργο που μόνο ως τοιχογραφία μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει, χωρίς να μειώσει το βάθος και το εύρος των στόχων  του, αλλά και του τελικού αποτελέσματός.
Όλη η σύνθεση  αποτελείται από σχετικά σύντομα κεφάλαια, τα περισσότερα των οποίων μπορούν και να διαβαστούν με μια σχετικά αυτονομία καθώς αναφέρονται σε καταστάσεις που  χαρακτηρίζανε την καθημερινότητα από το 1950 έως το 1953 (τα χρονικά όρια της εξιστόρησης).
Άλλα πρόσωπα έχουν από τον ίδιο τον συγγραφέα επινοηθεί, άλλα βασίζονται σε πραγματικούς  χαρακτήρες, κάποια  είναι απολύτως αναγνωρίσιμα. Άλλα προλαβαίνουν να γίνουν γνωστά στον αναγνώστη. Άλλα όχι –έρχονται και φεύγουν και ανασαίνουν λίγες μόνο σελίδες.
Στόχος του Πανσέληνου δεν είναι να παρασύρει τον αναγνώστη του σε μια ταύτιση με ένα ή δυο κεντρικούς χαρακτήρες. Αντίθετα θέλει να φωτίσει τις συνθήκες εκείνες που από τη μια αποτελούσανε κατάλοιπα μιας καθαρά ελληνικής τραγωδίας (Κατοχή, Εμφύλιος, Επεμβάσεις Ξένων Δυνάμεων) και από την άλλη μια υποταγή  στο πρότυπο ενός τρόπου ζωής που ερχότανε από τη Δύση.
Είναι χαρακτηριστικό το τέλος του μυθιστορήματος – η ολοζώντανη περιγραφή των καλλιστείων πρώτα και μετά των παραστάσεων ενός φημισμένου ιταλικού θιάσου μαριονέτας , θα συνυπάρξουν με την υποσημείωση για μια σειρά δολοφονιών προσώπων που άλλα από αυτά είχαν κατηγορηθεί για συνεργασία με τους Γερμανούς και άλλα πως είχαν καταδώσει μέλη της Αντίστασης στους Τσολιάδες.
Έτσι όπως χωρίς κάποιο αυθύπαρκτο σκοπό,  μα μήτε και κέρδος η χώρα συμμετείχε στον αμφιλεγόμενο πόλεμο της Κορέας, με τον ίδιο τρόπο προχωρούσε προς το μέλλον της –δενότανε στο άρμα μιας νέας δύναμης, χωρίς προηγουμένως να τακτοποιήσει τις εσωτερικές ισορροπίες της.
Μυθιστόρημα που ενώ έχει σχεδιαστεί με σαφέστατο εγκεφαλικό τρόπο, έχει γραφτεί με  τρυφερή αναπόληση,  αλλά και μια υποδόρια σάτιρα.
Μα κάπως με ένα τέτοιο τρόπο δεν έχει νόημα να διαβάζουμε την Ιστορία μέσα από τη Λογοτεχνία;