Pages

31.10.18

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Η ιδιωτική μου αντωνυμία»


Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
«Η ιδιωτική μου αντωνυμία»
Εκδόσεις Κίχλη



Το έκτο βιβλίο του εκ του Δήμου Πέλλας προερχόμενου πεζογράφου, Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, είναι αυτή η συλλογή ‘μικρών πεζών’ (όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τα σύντομα κείμενα που απαρτίζουν το σώμα του συγκεκριμένου βιβλίου) με τον απρόσμενο τίτλο «Η ιδιωτική μου αντωνυμία».
Αντωνυμία –φροντίζει να μας ενημερώσει η γραμματική-  είναι ένα από τα κλιτά μέρη του λόγου που χρησιμοποιείται για να δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο που παραλείπεται (π.χ αυτός, μου, εαυτός, ποιος, πάντες, έκαστος, άλλος, δικός, τούτος, εγώ).
Και στη συνέχεια διευκρινίζει περισσότερο πως οι αντωνυμίες χωρίζονται σε 9 υποκατηγορίες:
προσωπικές (εγώ, εσύ, εμείς, εσείς)
δεικτικές (τούτος, εκείνος)
οριστικές (αυτός)
κτητικές (μου, σου, μας, σας)
αυτοπαθείς (σ' αυτόν)
αλληλοπαθητικές (αλλήλων, αλλήλοις, αλλήλους)
ερωτηματικές (πόσο, ποιος)
αόριστες (πάντες, έκαστος, άλλος, έτερος)
αναφορικές (ό,τι, όσος)
Σε αντίστοιχα εννέα μέρη και ο Χατζημωυσιάδης χωρίζει τη συλλογή των μικρών πεζών.
Όλα μαζί αποτελούν μια άτυπη –ίσως όμως και απολύτως ουσιαστική- καταγραφή της αυτοβιογραφίας του.
Είναι, βέβαια, ασυνήθιστο ένας άντρας 48 χρονών (ο Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970) να γράφει τη βιογραφία του. Κάτι τέτοιο αναμένει κανείς να γίνεται από άτομο που  βαδίζει προς το γέρμα του βίου του.
Όμως η πέμπτη δεκαετία της ζωής μας είναι με τον δικό της τρόπο καίρια –σηματοδοτεί το πέρας της συλλογής  εμπειριών και την αρχή μιας βαθύτερης επεξεργασίας τους.
Οπότε και πολύ εύστοχος ο τίτλος – «Η ιδιωτική μου αντωνυμία». Με άλλα λόγια μια προσωπική επιλογή μικρών λεπτομερειών που στην καθημερινότητα παραλείπονται (ναι, ιδιωτικές αντωνυμίες!).
Δεν μπορώ παρά να παραθέσω τους στίχους από το ποίημα του Ουράνη  «Nel mezzo del' cammin» (εμπνευσμένους ασφαλώς από τις πρώτες γραμμές της ‘Κόλασης’ του Δάντη)...
 Να 'μαι κ' εγώ στο μέσο της ζωής μου,
μα δάσο σκοτεινό δε βλέπω μπρος μου
κι ούτε το φάντασμα του Βιργιλίου,
να γίνει παραστάτης κι οδηγός μου.
Ούτε δάσο, ούτε φάντασμα! Μονάχα
μια πένθιμη ερημία που με παγώνει.
'Οσο βαδίζω, τόσο και πλαταίνει
της σιωπής ο κύκλος που με ζώνει...
Σαν ξένη, σαν απίθανη ιστορία
σ' ένα παλιό βιβλίο ιστορημένη
και που θαμπά την κράτησεν η μνήμη ―
όλη η ζωή μου, τώρα, η περασμένη.
Αυτή λοιπόν την ζωή που κάπως θαμπά κρατά η μνήμη, ο Χατζημωυσιάδης αναζήτησε τρόπους να της δώσει  συγκεκριμένο σχήμα και ουσιαστικό βάθος. Και την έκανε λογοτεχνία.
Σε εννέα μέρη χώρισε τα κείμενα. Ακριβώς όσες είναι και οι κατηγορίες των αντωνυμιών.
Κι έτσι στην πρώτη διακρίνει κάτι από άλλα παρόμοια (οριστική αντωνυμία), στη δεύτερη αναζητά αυτό το κάτι σε ποιον ανήκει (κτητική αντωνυμία), στη συνέχεια φανερώνει το τι δείχνει αυτό το κάτι (δεικτική αντωνυμία) και ακολουθούν κείμενα που μιλούν για αντικαταστάσεις (προσωπική αντωνυμία), αμοιβαίες ενέργειες (αλληλοπαθής αντωνυμία), κείμενα που θέτουν ερωτήσεις (ερωτηματική αντωνυμία), πεζά που δεν τολμούν ξεκάθαρα να δώσουν όνομα στη μνήμη (αόριστη αντωνυμία), προτάσεις αναζήτησης δευτερευουσών καταστάσεων (αναφορική αντωνυμία) και τέλος η ολοκλήρωση της εμπειρίας (αυτοπαθής αντωνυμία).
Με μια τέτοια, λοιπόν, δόμηση ο αναγνώστης της συλλογής από τη μια γνωρίζει  τον ψυχικό κόσμο όχι  βέβαια μόνο του συγγραφέα, αλλά και κυρίως, ενός μέσου άνδρα που γεννήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου και έχει εισέλθει στον 21ο χωρίς να μπορεί να συμβιβαστεί με όλες αυτές τις αλλαγές σε αξίες και συναισθήματα που συντελούνται και από την άλλη αναγνωρίζει (ασχέτως συγκεκριμένης ηλικίας) και δικές του εμπειρίες –πράξεις, σκέψεις, αντιδράσεις, απογοητεύσεις, ενοχές και ελπίδες.
Πάντα –ας το σημειώσω και με αυτόν τον τρόπο- οι αντωνυμίες χρησιμοποιούνται με ιδιωτική διάθεση
Τα κείμενα της συλλογής μπορούν να διαβαστούν το ένα μετά το άλλο, μπορούν και μεμονωμένα, σε όποια σειρά. Αποτελούν όλα τους ολοκληρωμένα λογοτεχνικά μπονζάι. Σπαραχτικά τις περισσότερες φορές…
Άλλωστε, κάπου σε μια από τις τελευταίες αυτοπαθείς αντωνυμίες, διαβάζουμε:
«… γράφω πάει να πει αλητεύω. Κατά προτίμηση τις νύχτες. Όταν γδύνω τις αναμνήσεις»

Πρώτη ανάρτηση:
http://fractalart.gr/i-idiwtiki-mou-antwnymia/?fbclid=IwAR1pOmWBSV-EABiFwFpNxazMsB-oLaoNUqYOwjdkekVKt58iiGG_aBoTpHM

Ο Φωκιών ή ο «Θούριος» γραμμένος στο σήμερα….





της Βασιλικής Ρεσβάνη
Εκπαιδευτικός, Υπ. Διδ. Παν/μίου Πατρών

«Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι», ένα βιβλίο διαχρονικό, γραμμένο και αφιερωμένο με την αγάπη και την έγνοια του γονιού που θέλει να ιστορήσει με τρόπο εύληπτο και κατανοητό στο παιδί του αξίες, ιδανικά…. Να εμπνεύσει.
Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι,  αλλά ένα παιδί που είχε μάθει από τους γονείς του να είναι ελεύθερο και να κρίνει όσα βλέπει. Ο Φωκίων παρόλο που ζούσε σε μια κοινωνία που δεν την κατανοούσε, δεν τον εξέφραζε, ήταν ωστόσο ελεύθερος. Έπαιρνε πρωτοβουλίες, σκεφτόταν… Όσο και να θέλεις να περιχαρακώσεις ένα ελεύθερο πνεύμα, μια ψυχή που πάλλεται στους ρυθμούς της Ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, δεν θα το πετύχεις. Ο Φωκίων είναι σαν… ένα ελάφι. Μοναδικός, διαφορετικός, σπάνιος και παράλληλα γρήγορος, ενεργεί χωρίς φραγμούς και θέλει να παρατηρεί τα πάντα.
«Βλέπει» ότι πρέπει να δράσει, να βοηθήσει το συνάνθρωπό του που τον έχει ανάγκη.
Ξέρει ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις αν δεν ακολουθήσει το σύστημα που όλοι οι άλλοι άβουλα υπηρετούν για να μην δεχθούν τις συνέπειες.
Αισθάνεται την προδιαγεγραμμένη πορεία αν αντισταθεί στην αδικία
Επαναστατεί κάνοντας έρανο για να βοηθήσει, αλλά αυτό επιφέρει την φυγή…
Φεύγει ο Φωκίων κυνηγημένος από αυτό που προκάλεσε ο ίδιος.
Αποφασίζει να βρει τη χώρα με το Μεγάλο Σχολείο.
Θυμάται πάντοτε τα λόγια του πατέρα του «Μια μέρα θα ζούμε ελεύθεροι!» (σ.13
Μαθαίνει μέσα από την περιπλάνησή του για να βρει τη δασκάλα του, την Βάγια Κουκουβάγια, (όπως οι γονείς του τού είχαν πει), ότι πολλοί λαοί σε άλλες χώρες δοκιμάζονται με πόλεμους.
Επιστρέφει στον τόπο του με νέες ιδέες, γνώση, με εμπειρία.
Οι συμβολισμοί (σε αυτό το παραμύθι που γράφτηκε πριν 40 χρόνια και μάς προσφέρθηκε από τον Μάνο Κοντολέων τόσο όμορφα σε αυτή την νέα του εκδοχή) είναι πάρα πολλοί.
Ο Φωκίων ζει σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι επικοινωνούν με τα ζώα,  αλληλοεπιδρούν. Ο Φωκίων είναι φίλος με τον Αλέξη το πιστό και αγαπημένο του άλογο. Ο ενήλικος αναγνώστης βρίσκεται σε ένα διαρκές παιχνίδι διερεύνησης των χαρακτηριστικών των ζώων και πως εμπλέκονται με την ροή της ιστορίας. Οι γύπες, φρουροί της άρχουσα; τάξης, οι κίσσες σπιούνοι του συστήματος, αλλά και ο Λευτέρης ο σπουργίτης και το περιστέρι (καθόλου τυχαία η επιλογή και ο συμβολισμός).
Μέσα από τους συμβολισμούς αυτούς ο αναγνώστης  μπορεί να δει μεγάλα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ελλάδα - Χούντα, Πολυτεχνείο, εισβολή στην Κύπρο. Αδικία, πείνα, πόλεμος, σφαγές, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων…
Ίσως αυτό το ΔΕΝ που έχει προστεθεί στον τίτλο του βιβλίου να είναι μια διαπίστωση της ωριμότητας του συγγραφέα ο οποίος δανειζόμενος στίχους του Τάσου Λειβαδίτη «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος…» μας προτρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε.
ΔΕΝ πρέπει να τα περιμένουμε όλα από άλλους.
ΔΕΝ πρέπει να συνεχίζουμε κάτι που δεν είναι σωστό απλώς για να μην αντισταθούμε και δεχθούμε επιπτώσεις. 
Παρόλο που το ΔΕΝ αποτελεί αρνητικό σύνδεσμο στην γραμματική, στο βιβλίο αυτό αποτελεί προτροπή για αγώνα.             Μην αφήνεστε στο λήθαργο του ότι όλα είναι καλά ή έτσι πρέπει να είναι. Σκεφτείτε…. Μελετήστε… Αναζητήστε τη Βάγια Κούκουβάγια με όποια μορφή έχει σήμερα - διαδίκτυο, λογοτεχνικά βιβλία, δάσκαλοι.
Πλούσιο το παραμύθι αυτό σε αλληγορίες και συμβολισμούς. Ο Μάνος Κοντολέων άλλωστε δεν δίνει ποτέ ξεκάθαρα τις ιδέες που θέλει να πει μέσα από τα έργα του. Είναι αυτό το διαρκές παιχνίδι αλληλεπίδρασης με τον αναγνώστη αλλά και με τους ήρωες των βιβλίων του. Συνομιλεί μαζί τους και μαζί μας. Μας κλείνει το μάτι σίγουρα όταν καταλαβαίνουμε όσα θέλει να μας μεταφέρει.
Ένα παραμύθι διαχρονικό, γραμμένο από ένα συγγραφέα  που ξέρει καλά πώς να μας μεταφέρει στο χτες μέσα από μια σύγχρονη ματιά. Ένα επαναστατικό κείμενο αφύπνισης ή ένας άλλος «Θούριος» όσο κι αν είναι επαναστατικό και ριψοκίνδυνο να τα συνδέει κανείς στις μέρες μας….

Πρώτη ανάρτηση:

26.10.18

"Ολομόναχος" Νίκος Παναγιωτόπουλος



Το φάντασμα του πατέρα



 Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γράφει μυθιστορήματα, βιβλία για παιδιά, σενάρια, μεταφράζει… ‘Ένα ανήσυχο άτομο που κυκλοφορεί ανάμεσα σε κατασκευές που τις δημιουργούν οι λέξεις.  Αναζητώντας τρόπο να πλησιάσω το νέο του βιβλίο, στάθηκα στον χαρακτηρισμό που ο ίδιος του έχει δώσει. Όχι μυθιστόρημα – πώς θα μπορούσε, άλλωστε,  να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο για ένα  κείμενο που μόλις και απλώνεται σε 100 σελίδες και αυτές αρκούντως αραιογραμμένες; Αφήγημα, τότε; Σίγουρα. Όμως ο ίδιος ο συγγραφέας του δίνει ένα  πλέον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό– αυτοβιογραφική προφητεία. Δυο λέξεις που στην ουσία η μια αμφισβητεί την άλλη. Κάθε τι αυτοβιογραφικό αναφέρεται στο παρελθόν. Κάθε τι προφητικό έχει να κάνει με το μέλλον. Ανάμεσα στο χτες και το αύριο υπάρχει το τώρα. Κι σ΄ αυτή τη διαδοχή -αν θέλουμε να της προσδώσουμε κάτι περισσότερο εσωτερικό, κάτι που θα την μετατρέψει από μια απλή παράθεση γεγονότων σε μια βασική ανάπτυξη στενών, στενότατων σχέσεων-  μπορούμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στο κέντρο (το τώρα) και τον πατέρα μας από την μια άκρη (το παρελθόν) και το γιο μας από την άλλη (το αύριο). Να, λοιπόν, και το θέμα του κειμένου. Ο γιος αναζητά το παρελθόν του πατέρα για να μπορέσει να διαμορφώσει με μεγαλύτερη υπευθυνότητα το πώς ο δικός του γιος θα σταθεί μπροστά στη ζωή εκείνου που τον γέννησε. Τρεις γενιές και μια από τις πλέον δυνατές σχέσεις που μπορεί να συνδέσουν άντρες μεταξύ τους. Αυτή του πατέρα με τον γιο… Ή του γιου με τον πατέρα. Ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος θα αναφέρει φράσεις του Μπρικνέρ από το έργο ‘ ’Ένας καλό γιος’. «Δεν υπάρχει δυσκολότερο απ’ το να είναι κανείς πατέρας. Αν είναι ήρωας, συντρίβει με τη δόξα του, αν είναι κάθαρμα, με την αχρειότητά του, κι αν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, με την μετριότητά του. Ό,τι κι αν κάνει έχει άδικο -είτε είναι υπερβολικό είτε δεν είναι αρκετό».  Το ‘Ολομόναχος’ είναι ένα κείμενο που, με εφόδια την απλότητα μα και το βάθος των συναισθημάτων, κρατά αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα φέρνει στο φως ουσιαστικούς  και διαχρονικούς προβληματισμούς που έχουν να κάνουν με την κοινωνική θέση του άντρα ως πατέρα και ακόμα με τις μορφές επικοινωνίας ανάμεσα σε γονείς και παιδιά του ίδιου φύλου. Παράλληλα αναζητά τρόπους αμφισβήτησης του θανάτου, διεκδικεί το δικαίωμα σε μια ανατροφή χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις βασισμένες σε παλαιότερες προκαταλήψεις. Ο Παναγιωτόπουλος γράφει την ιστορία του δικού του πατέρα μια φορά έτσι όπως εκείνος νόμιζε πως την ήξερε και άλλη μια φορά έτσι όπως τα ίδια τα γεγονότα την είχαν διαμορφώσει. Στο τέλος θα αναγνωρίσει και θα συμφιλιωθεί με το πεπρωμένο κάθε ύπαρξης –τη μοναξιά. Μόνοι ζούμε και συναισθανόμαστε την ίδια ώρα που προσφέρουμε τους εαυτούς μας στους αγαπημένους άλλους. Μοίρα της συνύπαρξης; Νόμος που διέπει κάθε σχέση; Ό,τι κι αν είναι, αξίζει να την αναγνωρίσουμε.  Να συγχωρέσουμε και να συγχωρεθούμε. «Θα με μισήσεις θα δεις… Όπως μίσησα εγώ τον πατέρα μου, για να τον ξαναγαπήσω κάποτε –πολύ αργά. Όπως μίσησε κι εκείνος τον δικό του. Θα με μισήσεις και θα μου φύγεις. Θα νιώσεις ολομόναχος. Θα νιώσεις αδικημένος. Δεν θα είναι δικό σου το φταίξιμο. Ούτε δικό μου ήταν. Ούτε δικό του. Κανείς μας δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς…» Κανείς δεν θα μπορούσε; Το φάντασμα του πατέρα πάντα θα συντροφεύει τους απογόνους; Στο ερώτημα αυτό  ο Νίκος Παναγιωτόπουλος προσπαθεί να απαντήσει αμφισβητώντας αυτό το ‘κανείς’, όπως πριν από αυτόν κι άλλοι δημιουργοί προσπάθησαν- από τον Σοφοκλή ως τον Σαίξπηρ, από τον Ντοστογιέφσκι ως τον Ροθ. «… Αλλιώς, θα έρθει το φάντασμά μου να σε βρει, μια μέρα που θα’  σαι ολομόναχος, και θα σου πιάσει τρυφερά το χέρι και θα σου πει όσα εγώ δεν πρόφτασα. Ή θα διαβάσεις αυτό το βιβλιαράκι»  
Πρώτη ανάρτηση:

Ο Φωκίων στο Elniplex Και στο Talk





Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι, του Μάνου Κοντολέων
Από Απόστολος Πάππος - 24/10/2018

Πριν σαράντα χρόνια, ο Φωκίων ήταν ελάφι. Ζούσε σε μια χώρα που υπέφερε από τη βία των Αρχόντων της κι όταν στάθηκε με περηφάνια έναντι της καταπίεσης και του παραλογισμού τους, αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να αποφύγει την τιμωρία που του επιφύλασσαν. Τότε ήταν που ταξίδεψε και γνώρισε χώρες και λαούς, σκέψεις και ιδέες, τότε ήταν που αντάμωσε με πλάσματα σαν κι αυτόν που αγωνίζονταν για την ελευθερία και στέκονταν πάντα όρθιοι απέναντι σε κάθε αδικία, βία, αυθαιρεσία. Κατάφερε ο Φωκίων ως ελάφι εκείνη την πρωταρχική επανάσταση που συμβαίνει μέσα μας, όταν συνειδητοποιείς έννοιες και ιδέες, τις κατοχυρώνεις σημασιολογικά κι ύστερα τις διεκδικείς στον κόσμο για σένα και για όλους. Κι έγινε ο Φωκίων, το ελάφι, ένας ταχύς δρομέας που κουβάλησε στη ράχη του πολέμους και εξεγέρσεις, τραγωδίες και καταστροφές: Βιετνάμ, Χούντα και Πολυτεχνείο, Αττίλας και Κύπρος. Ήταν βλέπεις 1979 τότε και εκείνα τα γεγονότα είχαν μόλις κατακαθίσει μπροστά στα βλέμματα όσων έβλεπαν κι ένιωθαν, με χώμα, άρτι αφιχθέν νέφος και αίμα. Κι αν τα δύο πρώτα ίσως τα συνηθίζεις, το τρίτο κόμπο σε δένει κι ας είσαι ο Φωκίων το ελάφι με τη μεγάλη καρδιά και τα μακριά κανιά.

Σαράντα χρόνια μετά, ο Φωκίων μεγάλωσε. Κι όταν μεγαλώνεις γίνεσαι από ελάφι άνθρωπος. Γιατί ο συγγραφέας που τον γέννησε, πάτησε στέρεα στη γη των λέξεων και των ιδεών, τον πήρε και τον μεταμόρφωσε για να τρέξει τις αλήθειες του πιο γρήγορα κι από τα ελάφια. Ο Φωκίων είναι άνθρωπος. Ζει σε μια όμορφη, τοσηδά πολιτειούλα που ανήκε στους ακατάδεκτους και κατσούφηδες Άρχοντες, την πιο Παλιά Οικογένεια του τόπου, οι οποίοι κυβερνούσαν με άδικους φόρους, κατασχέσεις σοδειών, φρουρούς και σπιούνους, επιβολή και αυθαιρεσία. Κι ύστερα ο Φωκίων φεύγει για την Άλλη Χώρα, θέλει να σπουδάσει, εδώ δεν υπάρχει χώρος για γράμματα και μόρφωση. Μα και πέρα από τη δική του πολιτειούλα, ο κόσμος δεν ήταν όπως θα περίμενε. Ίσως πουθενά δεν είναι όπως τον περιμένεις.

«Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.» *

Μόνο που εδώ δε φταίει η Πόλις που κουβαλάς μέσα σου εσύ, μα οι άνθρωποι που τις φτιάχνουν. Πόλεις με στρατιώτες Σαύρες που φυλακίζουν τους ελεύθερα εκλεγμένους ηγέτες τους και αρπάζουν την εξουσία για λογαριασμό υστερόβουλων τυχοδιωκτών. Πόλεις που τις καταστρέφει ο πόλεμος, νησιά που χωρίζονται στα δυο κι όσοι ζούσαν κάποτε μονιασμένα τώρα βρήκαν λόγους να πολεμούν μεταξύ τους.

«Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους». **

Για ακόμα μία φορά, ένας από τους σημαντικότερους τεχνίτες του λόγου που έχουμε στην Ελλάδα, ο Μάνος Κοντολέων, προβαίνει σε μια τολμηρή συνομιλία με ένα παλιό του βιβλίο (το πρώτο του και βραβευμένο μάλιστα, 1979), το ξαναδιαβάζει, το επαναγράφει με τη σημερινή του ωριμότητα και δεξιότητα, το αναιρεί με ένα ΔΕΝ ήδη από τον τίτλο και αμέσως αναιρεί την αναίρεσή του, καθώς η ιστορία διατηρεί τους ίδιους κώδικες και τον ίδιο εννοιολογικό χάρτη και με νέα θεμέλια προχωρά σε σθεναρές δηλώσεις. Θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο ή υπότιτλο «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος»***, καθώς ο Φωκίων, και ο παλιός και ο καινούριος, είναι ένας αλληγορικός οδηγός αξιοπρέπειας και μια αισιόδοξη ωδή στους ανθρώπους που αντιστέκονται στα νοσηρά αποφθέγματα «έτσι τα βρήκαμε» και «δε θα αλλάξουμε εμείς τον κόσμο». Ο Φωκίων, άνθρωπος πια, σαράντα χρόνια μετά, μας βεβαιώνει πως είτε αλλάξει, είτε όχι, εμείς θα έχουμε σταθεί έντιμοι και όρθιοι απέναντι στη φθορά της απραξίας.

Αν λοιπόν, νέε αναγνώστη ή μεγαλύτερε, που διαβάζεις αυτές τις αράδες, θέλεις να εξηγήσεις τι έγινε στην Κύπρο το 1974, στην Ελλάδα το 1967-1973, στο Βιετνάμ το 1973-1975 και κυρίως να αισθανθείς τι σημαίνει και που σωβεί η λέξη ελευθερία, εμπιστεύσου ετούτον τον Φωκιώνα και τον συγγραφέα του, που δεν ανήλθε στο θρόνο ενός ώριμου σοφού για να διδάσκει, δεν διαβαίνει τους σίγουρους δρόμους και δεν μοιράζει συγκινητικά αποφθέγματα για καρτ ποστάλ στα social media. Γιατί εδώ η συν-κίνηση είναι πάντα παρούσα.

Με ένα φανταστικό εξώφυλλο και τα ασπρόμαυρα σχέδια με την εικαστική αρτιότητα της Μυρτώς Δεληβοριά να κρέμονται στην αρχή κάθε κεφαλαίου, Ο Φωκίων Δεν Ήταν Ελάφι σαγηνεύει και γεμίζει την ψυχή με αξίες μεστές. Τα υπόλοιπα τα λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, στο βιβλίο και λίγα εδώ, παρακάτω…



THE BOOK SECRET
Ο Μάνος Κοντολέων στο ELNIPLEX για το βιβλίο «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι«:

«Καθώς σε λίγο συμπληρώνονται 40 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου που έγραψα –«Ο Φωκίων ήταν ελάφι», εικονογράφηση της Διατσέντας Παρίση, Εκδ. Καστανιώτη- θέλησα να επιστρέψω σε αυτό και να προσπαθήσω να το επαναγράψω τόσο σε επίπεδο γλωσσικών εκφράσεων, όσο όμως -και κυρίως- με τη τωρινή μου άποψη πάνω στα θέματα που αναπτύσσονται μέσα στην ιστορία.
Και όσον αφορά τη γλώσσα διαπίστωσα τις ατέλειες ενός πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου και τις επεξεργάστηκα με την εμπειρία που πλέον διαθέτω.
Αλλά η στάση μου πάνω στην ιδεολογική ουσία του έργου όχι μόνο παραμένει η ίδια, αλλά έχει γίνει και πιο απαιτητική.
Η αξιοπρέπεια του ατόμου, η ελευθερία των λαών και η τόλμη να αγωνίζεσαι όχι μόνο για το δικό σου δίκιο, αλλά και των άλλων εξακολουθεί να είναι βάση των ‘πιστεύω’ μου. Κι αν τότε αυτή τη στάση με μια διστακτικότητα θέλησα να την καλύψω χρησιμοποιώντας ως φορείς της ζώα για ήρωές μου, τώρα με μια –τολμώ να πω- προκλητικότητα τη φωτίζω άπλετα. Γιατί δεν μας παίρνει άλλο να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Οπότε … Ο Φωκίων ΔΕΝ ήταν ελάφι. Αυτό το ΔΕΝ είναι μια ξεκάθαρη δήλωση. Ίσως είναι και η προτροπή μιας σαραντάχρονης συγγραφικής εμπειρίας προς τους σημερινούς νέους – αναζητήστε την αληθινή σας ταυτότητα και απαιτείστε από τους άλλους να τη σεβαστούνε.»

* & ** Η Πόλις, Κ.Π. Καβάφης, Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

*** Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, 1979

Soundtrack

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Βιετνάμ γιέ-γιέ

Για την Κύπρο





Ο ΦΩΚΙΩΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΛΑΦΙ

Πελιώ Παπαδιά/ Οκτώβριος 11, 2018
https://www.talcmag.gr/vivlio/o-fokion-den-itan-elafi/

Ένα γεμάτο δράση, αλλά και συναίσθημα παραμύθι, που ανήκει πλέον στα κλασικά κείμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά ανανέωσε μ’ έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων.  Το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα κυκλοφόρησε το 1979 µε τίτλο «Ο Φωκίων ήταν ελάφι», του οποίου απόσπασμα θα βρείτε και στο βιβλίο της γλώσσας της Πέμπτης Δημοτικού. Καθώς συµπληρώνονται σαράντα χρόνια από τότε, το ίδιο εκείνο βιβλίο επανακυκλοφορεί αλλά µε µια εντελώς νέα µορφή, τόσο ως προς το κείµενο όσο και ως προς την εικονογράφηση, και µε άλλον τίτλο – «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι» (εκδόσεις Πατάκη, εικονογράφηση Μυρτώ Δεληβοριά). Τι σημαίνει, όμως, αυτό το δεν που εισχώρησε στον τίτλο;
Μέσα στα σαράντα αυτά χρόνια ο Μάνος Κοντολέων έχει γράψει πάρα πολλά βιβλία (για παιδιά, νέους, ενήλικες). Κάποια από αυτά έχουν µεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Κάποια έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ο ίδιος απέκτησε παιδιά κι εγγόνι. Από τότε µέχρι σήµερα έχει γίνει πιο µαχητικός – υποστηρίζει µε πάθος τις αξίες της ελευθερίας και του σεβασµού. Οπότε και αποφάσισε µε ένα δεν αυτό το πιστεύω του να το εκφράσει.


«Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι» είναι μια συµβολική ιστορία που μεταφέρει στο σήμερα και στο αύριο μια ιστορία 45 χρόνων και αναφέρεται στον οικουμενικό αγώνα των ανθρώπων για δικαιοσύνη και ελευθερία. Ο Φωκίων -ένα παλικάρι που μοιάζει με ελάφι- έρχεται από μια φανταστική χώρα, όπου οι άνθρωποι συνομιλούν με τα ζώα. Ο Φωκίων συνειδητοποιεί πως υπάρχουν τόποι όπου κάποιοι στερούν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των άλλων κατοίκων. Και αποφασίζει να δράσει. Οι περιπέτειες οι δικές του και των φίλων του φέρνουν στον νου του αναγνώστη συνθήκες παρόμοιες με αυτές που έχουμε ζήσει και στον τόπο μας -χούντα των συνταγματαρχών και εξέγερση του Πολυτεχνείου, τουρκική εισβολή στην Κύπρο- αλλά και σε άλλα μέρη της γης.

19.10.18

Ρόμπερτ Κόρμιερ «Μετά τον πρώτο θάνατο»


Ρόμπερτ Κόρμιερ
«Μετά τον πρώτο θάνατο»
Μετάφραση Κώστια Κοντολέων
Ψυχογιός, 2018


Το 1973 κυκλοφορεί στις ΗΠΑ το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Κόρμιερ Ο πόλεμος της σοκολάτας και αμέσως σχεδόν θεωρείται ως το μυθιστόρημα που, με τρόπο ξεκάθαρο ως προς τις συγγραφικές του προθέσεις, ορίζει τα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού εκείνου είδους που το ονομάζουμε crossover μυθιστόρημα.
Ο Κόρμιερ (1925-2000) συνεχίζει να γράφει μυθιστορήματα αυτής της κατηγορίας, και μάλιστα τους προσδίδει και χαρακτηριστικά μιας δικής του άποψης για το πώς αξίζει να είναι μια λογοτεχνία που αφορά πολλαπλά τον άνθρωπο την περίοδο της νεότητάς του. Η έντονη πλοκή, η στοχευμένη βία, η ψυχαναλυτική ανάπτυξη των ηρώων και εν τέλει μια καταγγελία της κοινωνικής ταυτότητας του δυτικού πολιτισμού θα είναι οι κεντρικοί άξονες όλων σχεδόν των έργων που υπογράφει. Η συγγραφική του ματιά θα επηρεάσει τους μετά από αυτόν συγγραφείς που θα θελήσουν να ασχοληθούν με αυτό το είδος μυθιστορημάτων.
Στην Ελλάδα, ο Κόρμιερ αργεί να εκδοθεί. Το 1994 μεταφράζεται από τη Μαρία Κονδύλη Ο πόλεμος της σοκολάτας και εγκαινιάζει στην ουσία μια καινοτόμο για την εποχή της σειρά βιβλίων για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες, τις «Παρουσίες». Εκδότης ο Πατάκης και διευθυντής της σειράς ο Μάνος Κοντολέων. Την ίδια χρονιά και στην ίδια σειρά θα κυκλοφορήσει ένα ακόμα δικό του μυθιστόρημα, το Είμαι το τυρί (μετάφραση Κώστια Κοντολέων) και στη συνέχεια, το 1997, από τον Καστανιώτη και σε μετάφραση Ρένας Χατχούτ θα κυκλοφορήσει και το Μετά τον πρώτο θάνατο. Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα, σε μια νέα μετάφραση της Κώστιας Κοντολέων, εκδόθηκε πρόσφατα από τον Ψυχογιό.
Είναι στ’ αλήθεια κρίμα που ένας τόσο ενδιαφέρων και στην ουσία πρωτοπόρος συγγραφέας δεν έχει στη χώρα μας τύχει μεγαλύτερης προσοχής. Αλλά κάτι τέτοιο συμβαίνει και γενικότερα σε όλους τους τίτλους (ελληνικούς ή μεταφρασμένους) που έχουν κυκλοφορήσει ως νεανική ή crossover λογοτεχνία. Η ελληνική κοινωνία και ειδικότερα ο βιβλιοφιλικός κόσμος μας δεν μπορεί να αναγνωρίσει το γεγονός πως ένα λογοτεχνικό έργο δεν ταυτοποιείται τόσο από το κοινό στο οποίο εκδοτικά απευθύνεται, αλλά από τη δυναμική της ίδιας του της εκφραστικής οντότητας.
Η πλοκή στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαθέτει απλότητα όσο και ένταση. Μια ομάδα τρομοκρατών (η χώρα προέλευσής τους δε δηλώνεται, παρά μόνο το γεγονός πως δεν είναι ελεύθερη) καταλαμβάνει ένα λεωφορείο με μικρούς μαθητές και ζητά την απελευθέρωση συμπατριωτών τους. Όλα αυτά σε μια περιοχή των ΗΠΑ. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται ανάμεσα στον υπαρχηγό των τρομοκρατών και σε στρατηγό διοικητή μιας κοντινής βάσης. Οι δυο άνδρες υποστηρίζουν με φανατισμό ο καθένας τον κόσμο του και θα φτάσουν στο σημείο, για να δούνε –ο καθένας από τη δική του μεριά– να κερδίζει η δικιά του ηθική, να θυσιάσουν ακόμα και τα πλέον κοντινά τους πρόσωπα.
Το θέμα στο Μετά τον πρώτο θάνατο είναι η σύγκρουση στην ουσία δύο πολιτισμών, έτσι όπως οι πολιτικές συνθήκες τούς έχουν διαμορφώσει. Από τη μια η αυτάρεσκη κοινωνία της Δύσης και από την άλλη η καταπιεσμένη και γι’ αυτό μη ελεγχόμενη από κανόνες ηθικής ομάδα των ατόμων από χώρες που κάποιοι θέλουν –ή ήδη το έχουν κάνει– να τις διαγράψουν από τον χάρτη. Ο Κόρμιερ στην ουσία έχει γράψει ένα ακόμα μυθιστόρημα για τη σύγχρονη τρομοκρατία – μην όμως ξεχνάμε την εποχή που εκείνος «οσμίστηκε» αυτή τη σύγκρουση· δεκαετία του ’70.
Μεγάλος τεχνίτης στο να στήνει ένα καθαρόαιμο θρίλερ, καταφέρνει να κρατά σε αγχωτική εγρήγορση το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά παράλληλα και να αφήνει τον ρόλο του κεντρικού συντονιστή στις ψυχολογικές εντάσεις που καθορίζουν τα πρόσωπα και τις αντιδράσεις τους. Και βέβαια –ακριβώς γιατί υπήρξε ένας καθαρά πολιτικοποιημένος αλλά δυναμικά ταλαντούχος συγγραφέας– μετατρέπει την πάλη των συστημάτων και τις υπόγειες στρεβλώσεις των ενδοοικογενειακών σχέσεων σε έναν πολιτικό σχολιασμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Το τέλος του μυθιστορήματος κρύβει όχι τόσο και μόνο την ανατροπή, αλλά κυρίως τη μυθιστορηματική υλοποίηση του πολιτικού σχολιασμού. Τέλος ευρηματικό –όπως σχεδόν σε όλα τα έργα του– καταφέρνει όχι μόνο να φωτίσει με μια ακόμα μεγαλύτερη ένταση το από πού μπορεί να προέρχεται η βία και το πού μπορεί να φτάσει, αλλά και να φέρει στην επιφάνεια το ριζικό σύστημα που τροφοδοτεί με χυμούς τις συγκρούσεις κοινωνικών ομάδων. Για τον Κόρμιερ, το άτομο πολύ λίγο μετρά στον, περιπλεγμένο πολιτικά και με επίπλαστο ήθος, κόσμο μας. Πέρα από τις σχέσεις, πέρα από τα συναισθήματα υπάρχει η διεστραμμένη έννοια της επιβίωσης όχι των ανθρώπων, αλλά των υποστηριχτών των διαφόρων συστημάτων.
Η νέα μετάφραση –προσαρμοσμένη στην ασυνείδητη γνώση που πλέον όλοι μας διαθέτουμε για τις τρομοκρατικές πράξεις– εστιάζεται στις εσωτερικές συγκρούσεις, ενώ παράλληλα περιγράφει με ανατριχιαστικό ρεαλισμό όλα τα στάδια της βίας.

18.10.18

Κώστας Ακρίβος «Γάλα Μαγνησίας»


Κώστας Ακρίβος
«Γάλα Μαγνησίας»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
                               



Ιδιότυπο, σαφέστατα πρωτότυπο το νέο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου.
Το θέμα του διαχρονικό –η ευθύνη* ατομική και ομαδική.
Οι ήρωές του –οι έφηβοι μαθητές ενός εκκλησιαστικού οικοτροφείου.
Τόπος και χρόνος  (ή το ‘Γάλα Μαγνησίας’ ως κοινωνική τροφή της προσωπικότητας) – ο Βόλος, στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Τα δομικά αυτά στοιχεία αποτελούν ένα ιδανικό , θα έλεγα, περίγραμμα για να στηθεί ένα καθαρό μυθιστόρημα cross over, δηλαδή μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Η αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι πολλαπλών εκφράσεων διαπροσωπικές σχέσεις, η αναγνώριση της σεξουαλικότητας, οι εφηβικές αντιδράσεις, η ελευθερία του ατόμου απέναντι στην καταπίεση του συστήματος. Και ασφαλώς μια ρέουσα γραφή που πατά πάνω σε νεανικούς τρόπους έκφρασης και σκέψης. Μαζί –τέλος- με τη  χρήση τεχνικών όπου το απρόοπτο τέλος ενώ εξαρχής δηλώνεται, σταδιακά και σε επιλεγμένα σημεία της αφηγηματικής ροής αποκαλύπτεται.
Και εδώ ακριβώς –στην πλήρη ανάπτυξη της ανατροπής – είναι που το μυθιστόρημα εγκαταλείπει τη διάθεσή του να ενταχθεί σε μια κατηγορία μυθιστορημάτων ενηλικίωσης  και αποφασίζει πως θέλει να είναι  -και γίνεται- μυθιστόρημα ενήλικης ενδοσκόπησης.
Η αφήγηση είναι κυρίως πρωτοπρόσωπη –ένας από τους τέσσερεις φίλους εξιστορεί, μετά από σαράντα περίπου χρόνια, την καθημερινότητα τους καθώς και οι τέσσερεις ήταν οικότροφοι σε εκκλησιαστικό ίδρυμα, πηγαίνανε σε δημόσιο γυμνάσιο και όλοι τους προερχόντουσαν από χωριά της Μαγνησίας, παιδιά φτωχών οικογενειών.  Ο λόγος του  αφηγητή έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γλωσσικής έκφρασης  εφήβου των λαϊκών τάξεων εκείνης της εποχής –γνήσιος λόγος νεαρού άρρενος.
Ενδιάμεσα σε αυτή την βασική αφηγηματική ραχοκοκαλιά παρεμβάλλονται τριτοπρόσωπες εξιστορήσεις τραγικού γεγονότος που θα σημαδέψει το μέλλον αυτών των τεσσάρων κεντρικών προσώπων του έργου. Και που θα είναι η αναζήτηση του γιατί και πως συνέβη ότι είχε συμβεί που θα αποτελέσει και το τέλος της όλης μυθιστορηματικής καταγραφής.
Το μυθιστόρημα απλώνεται σε περίπου τριακόσιες σελίδες και από αυτές μόνο οι τριάντα περίπου έχουν να κάνουν με την ενήλικη ενδοσκόπηση, αλλά όμως δείχνουν πως διαθέτουν τη δυναμική για να επιτύχουν την μετατόπιση  της κατάταξης του έργου από ‘μυθιστόρημα εφηβείας'  σε ‘μυθιστόρημα ωριμότητας’
Χαρακτήρισα λίγο πιο πριν το «Γάλα Μαγνησίας» ως ιδιότυπο. Αυτή την ιδιοτυπία είχα κατά νου, αλλά και μια ακόμα. 
Το κεντρικό σώμα του μυθιστορήματος ενώ συνεχώς ασχολείται με τις καθημερινές λεπτομέρειες της ζωής αγοριών σε μια επαρχιακή πόλη, δεν θέλει να εισχωρήσει σε  βαθύτερες αναλύσεις της ψυχοσύνθεσης κάθε ήρωα πέρα  από τις πλέον χαρακτηριστικές –γονείς αγρότες ή χωρισμένοι, οικογένειες σε χωρική απόσταση, δύσκολες οικονομικές συνθήκες, φίλοι ή και αντίζηλοι μέσα στη σχολική ζωή, εκπαιδευτικοί που εκπροσωπούν την αυταρχικότητα του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι  εκείνης της εποχής.
Κι όμως η γέννηση και γιγάντωση τα πράξης που θα έρθει και θα στοιχειώσει της ενήλικες ζωές των ηρώων σε εκείνη την περίοδο συντελείται.  Μα μετά από χρόνια θα σχολιαστεί και αφού προηγουμένως θα  έχει , στην ουσία, καταστρέψει τις ζωές των τριών από τους τέσσερεις φίλους.
Ο τέταρτος –αυτός που είναι και ο αφηγητής- φαίνεται να έχει ‘ θάψει ' μέσα του το αποτέλεσμα της  δικής του καθοριστικής παρέμβασης.  Όμως θα είναι και αυτός που εξελίχτηκε διαφορετικά από τους άλλους. Έγινε συγγραφέας. Και είναι αυτός που θα αφηγηθεί όλη την ιστορία –από το τότε έως το τώρα. Μα που τελικά δε θα έχει καταφέρει και να συνειδητοποιήσει πως η αφροντισιά των πρώτων χρόνων της ζωής ενός ανθρώπου, η έλλειψη σωστής παιδείας, η απομάκρυνση από την οικογενειακή φροντίδα είναι στοιχεία που αφήνουν ευάλωτο το άτομο και που ίσως να οδηγήσουν σε ναυάγιο την μετέπειτα ζωή του.
Γύρω τα κύματα πάλευαν να μας χωρίσουν, μα δεν τα κατάφερναν. Τόσο γερά με είχε κρατημένο, σχεδόν αγκαλιασμένο
Είναι οι τελευταίες φράσεις του μυθιστορήματος –οι δυο πρώην συμμαθητές, ώριμοι άντρες πλέον αγκαλιασμένοι στο πέλαγο* στην απομόνωση και στους όποιους κινδύνους της.
Έτσι κι αλλιώς, ο ένας, αν και άτομο με μέση παιδεία, είχε από καιρό επιλέξει την απόσυρση από κάθε μορφής εγκόσμιο. Ο άλλος, αν και άτομο της σκέψης και του στοχασμού, με καθυστέρηση θα αναζητήσει την ίδια λύση.
Χαρακτήρισα πιο πάνω και ως πρωτότυπο αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα του Ακρίβου. Ναι –γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Επειδή η ίδια η αφηγηματική ροή του αποτελεί  ή μάλλον υπηρετεί (ή μήπως ενσαρκώνει;) και το θέμα του. Την ευθύνη.

 (πρώτη ανάρτηση: https://www.literature.gr/me-kentriko-axona-tin-eythyni-grafei-o-manos-kontoleon-gala-magnisias-kostas-akrivos/?fbclid=IwAR2E3aYBh0omOQD95FqEn4Z7PsLiB3tyy_QBAo1eEv8hp-JiyhBp4y4YEhg )

10.10.18

Η Ελένη Γκίκα για την Κασσάνδρα





‘Όλα αυτά που γράφω βρίσκονται στη μεθόριο. Μονάχα στη μεθόριο μπορεί να παρουσιαστεί κάτι. Στη μεθόριο του χρόνου εμφανίζεται η αιωνιότητα…’  έγραφε σε ανύποπτο χρόνο ο Πήτερ Χάντκε και ο Μάνος Κοντολέων στο τελευταίο του μυθιστόρημα ‘Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο’, το επιτυγχάνει ακριβώς.  Πατώντας σε ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο, στην Κασσάνδρα, και καταλύοντας χρόνο και χώρο, κατορθώνει να επισημάνει την έννοια του αναπόδραστου και του δεδικασμένου, το βέβαιο της ήττας και της πτώσης λαών και ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο: η εποχή τους τέλειωσε ενώ δεν έχει αρχίσει ακόμα η νέα εποχή.  Θέτοντας επί χάρτου ζητήματα όπως η Ιστορία και ο Χρόνος ‘Εικόνες ή προαισθήματα; Δεν τα ταξινομώ… Κι άλλωστε η αιωνιότητα δε συμπίπτει με τον παρόντα χρόνο’, ‘Έμαθα πως οι άνθρωποι δε θα καταφέρουν ποτέ να διδάσκονται από τα όσα πιο πριν συνέβησαν’, ο συγγραφέας επιχειρεί και το κατορθώνει να κινείται στην γραμμή του αιώνιου χρόνου, εκείνος και η Κασσάνδρα του γνωρίζουν ήδη τα πάντα, αλλά δεν τους ακούει κανείς.  ‘Κάθε γενιά από την αρχή ξεκινά και η πείρα είναι μια γνώση που ο καθένας μας την παίρνει μαζί του, τη φυλακίζει στα σκοτεινά ανάκτορα του Πλούτωνα’.  Η Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης, με τον δίδυμο αδελφό της Έλενο, γεννήθηκε ήδη με δεδικασμένη ζωή. Μεγαλωμένοι και οι δυο στο ναό του Απόλλωνα, προορίζονταν ήδη ο Έλενος για μέγας σύμβουλος και μάντης δίπλα στον πρωτότοκο Έκτορα, που θα ήταν ούτως ή άλλος ο διάδοχος του θρόνου και η Κασσάνδρα, μάντισσα, αλλ’ όταν αρνήθηκε να ακολουθήσει τον Φοίβο, ο Απόλλων την τιμώρησε ώστε ναι μεν να έχει το χάρισμα της προφητείας αλλά να μη την πιστεύει κανείς!  Ζώντας, μια ζωή, ανάμεσα στον πραγματικό χρόνο, στην εποχή της και στη μαύρη άμμο της, -υποσυνείδητο; αιώνιος χρόνος όπου όλα έχουν ήδη συμβεί; κάτι σαν ταρκοφσκικό Σολάρις όπου αντανακλάται ο χαρακτήρας μας, οι κινήσεις και οι προθέσεις μας και όλα τα συνακόλουθά τους; - η Κασσάνδρα γνώριζε εκ των προτέρων την συμφορά που θα τους συμβεί. Αλλά η Τροία, τελικά θα πέσει. Κι εκείνη θα συρθεί σκλάβα του Αγαμέμνονα αλλά όσο και να φωνάζει, δεν θα την ακούει κανείς.  Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός απολύτως τραγικού προσώπου ο Κοντολέων, πλησιάζει τα μεγάλα διαχρονικά ερωτηματικά:  ‘Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν υπάρχει μια μοίρα για τον καθένα μας ή μήπως ο καθένας μας έχει την ελευθερία να διαλέγει από μόνος του τη ζωή που θα ζήσει’, όχι τόσο για να δώσει απάντηση, όσο για να αρθρώσει καθαρά και εκ των υστέρων, δηλαδή, μετά λόγου γνώσεως, τις βασικές υπαρξιακές ερωτήσεις: νόημα, ελεύθερη επιλογή, χρέος, πεπρωμένο, Ευθύνη…  Η Κασσάνδρα του, θα είναι το σύμβολο του ανθρώπου που υφίσταται όλα τα δεινά της εποχής του, με ανοιχτά μάτια, ενώ ξέρει, αναγκασμένος να βαδίσει προς τον χαμό επειδή δεν τον ακούει, μπορεί και να είναι αργά για να τον ακούσει, κανείς. Επιδιώκοντας να επεκτείνει τα βασικά σε κάθε εποχή, εννοείται και στη δική μας αναπόδραστη πια και ήδη δεδικασμένη εποχή. Οι επιλογές έχουν γίνει, και όσο και αν η Κασσάνδρα ή η κάθε Κασσάνδρα προβλέπει την συμφορά και θρηνεί, οι συνέπειες είναι εκείνες που απομένουν και αυτές θα τις βιώσουμε, εκόντες άκοντες, όλοι μαζί. Επιτελώντας ένα γλωσσικό άθλο ο Κοντολέων ακολουθεί έμμετρα τα μεγάλα έργα, πιστός σε ύφος και ήθος στον Αισχύλο και τον Όμηρο, συνθέτει την δική του ηττημένη Κασσάνδρεια Ιλιάδα, επικεντρώνοντας στην πτώση με αξιοπρέπεια, αποδοχή, σεβασμό και υπεροχή. Αποδίδοντας στις λέξεις την χαμένη τους βαρύτητα και εγκιβωτίζοντας αποσπάσματα από τον ‘Αγαμέμνονα’ του Αισχύλου και τις ‘Τρωάδες’ και την ‘Εκάβη’ του Ευριπίδη, χρησιμοποιώντας στοιχεία και μέτρο από την Ιλιάδα και Ορφικούς Ύμνους, επιτυγχάνει να κάνει τον αρχαίο χρησμό, διαχρονικό χρησμό. Έτσι αλλάζουν πλευρό οι εποχές και κατ’ αυτό τον τρόπο βουλιάζουν λαοί και αυτοκρατορίες, οι Κασσάνδρες υπήρξαν πλην όμως το αναπόδραστο πεπρωμένο δυστυχώς αφορούσε [και αφορά] κι αυτές. Μια εξαιρετική τραγωδία τόσο παλιά όσο κι ο κόσμος και τόσο φρέσκια όπως η σημερινή ήττα που αποτελεί και αλληγορία γραφής: Και οι ιστορίες προηγούνται της εποχής και του συγγραφέα τους, ωστόσο αποτελούν για τους πολλούς παραμυθία και μύθο, την αλήθεια δεν την αντιλαμβάνεται ούτε ο δημιουργός τους και εδώ θα πρέπει να κάνουμε μνεία της τολμηρής πεζογραφικής πορείας του συγγραφέα, ανατρέχοντας σε εκείνο το εξίσου εξαιρετικό ‘Ιστορία ευνούχου’, τολμώντας να αγγίζει και τα ζητήματα εξουσίας, αποτελώντας κατά συνέπεια κάθε του μυθιστόρημα και σχόλιο Πολιτικό: ‘Στα ίδια σημεία και στις γύρω περιοχές, άλλοι περιπατούν, κάποιοι φιλοσοφούν, άλλοι σπέρνουν, ενίοτε και κάποιοι αφοδεύουν, υπάρχουν και εκείνοι που τυχόν αναζητούν πέτρες να χτίσουν τα σπίτια τους. Πεθαίνουν –και ο θάνατός τους εγγράφεται στη ζωή που συνεχίζεται– μόνο όσοι επωνύμως επισκέπτονται τόπους όπως η Μαύρη Άμμος μου – οι υπερφίαλοι, οι αλαζόνες, οι ποιητές και… Οι ηγεμόνες’.          

Πρώτη ανάρτηση: Fractal 10 – 10 - 2018                                                                                                

1.10.18

Elniplex -γράφει ο Απόστολος Πάππος







Να λοιπόν και η Sin City  του Μάνου Κοντολέων. Κι όπου Sin City, η αριστουργηματική, βραβευμένη neo-noir crime ταινία και comic των Frank Miller και Robert Rodriguez. Συνομιλεί με την ταινία το cross over* μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων; Προφανώς και το κάνει, υπερβαίνοντας όμως το απλό κλείσιμο του ματιού σε ένα και μόνο δημιούργημα όπως το παραπάνω. Ο συγγραφέας φτιάχνει επί της ουσίας μια σύγχρονη κινηματογραφική ταινία στρωμένη σε λέξεις και σελίδες. Οι εικόνες που ορθώνει αλλεπάλληλα, το κοντανάσαιμα της κοφτής αφήγησης και της ροής της συνείδησης τεχνικής, όπου οι σκέψεις, οι στίξεις, οι ίδιες οι λέξεις λαμβάνουν μια πρωτόλεια μορφή, σαν ανεπεξέργαστες, δημιουργούν μια ιδιαιτέρως ζωντανή και αυθόρμητη ατμόσφαιρα στον αναγνώστη. Μένεις με την αίσθηση ότι συνεχείς λήψεις διαδέχονται η μία την άλλη, με αφηγήσεις ισοβαρείς και χαρακτήρες μελετημένους.

Τι είναι η αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων; Είναι μια πόλη τωρινή, σημερινή, σε βεβαιώ και αυριανή. Είναι τρεις άνθρωποι, η Στεφανία, ο πατέρας Κλεάνθης κι ο Τονίνο. Τέσσερις. Και η Χρύσα. Ίσως πέντε. Κι ο Κωνσταντής. Είναι ένας κόσμος που φοβάσαι ότι θα σου συμβεί και τελικά σου συμβαίνει. Είναι οι αυτοεκπληρούμενες προφητείες (self-fulfilling prophecies) που τις χτίζεις γιατί τις φοβάσαι και τις ζεις γιατί τις έχτισες. Είναι η ζωή, το έργο που ρίχνεσαι να παίξεις χωρίς πρόβα, όπως έλεγε ο Δ. Μπουραντάς. Καθώς οι άνθρωποι απομακρυνόμαστε από τα βασικά ένστικτα αυτοσυντήρησης και θέτουμε ως κυρίαρχες έννοιες όπως "επιτυχία" και "ξεχώρισμα", οι κρίσεις σαν ετούτη που μας έλαχε κι ακολούθησε "τα χρόνια της μεγάλης αυταπάτης" μας βρίσκει θλιβερά ανυπεράσπιστους. Όχι όλους. Ανθρώπους σαν την Στεφανία και την οικογένειά της. Τους γονείς της που χωρίζουν γιατί όλο ετούτο τους χτύπησε βαριά και δεν μπόρεσαν να το αντέξουν. Η Στεφανία μένει σχεδόν μόνη, με έναν μπαμπά στην κατάθλιψη και μια προχωρημένη εφηβεία που της λέει "είσαι γυναίκα πια, πάρε τη ζωή στα χέρια σου". Και την παίρνει. Μαζί με τον Τονίνο με τις ερωτικές ιδιαιτερότητες, το γιο μιας έκπτωτης μιούζικ σταρ, βγαίνουν στην πόλη, την πόλη τη ζωντανή με τα φώτα και τον ασθμαίνοντα πλούτο στις βιτρίνες, την πόλη με την "αμαρτία" διάχυτη, τα επτά αμαρτήματα του Seven να σου χαμογελούν, να αναβλύζουν απ' όπου μπορείς να φανταστείς. Αναζητούν τη ζωή. Τη βρίσκουν. Έτσι φαίνεται, έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Μα έχει κίνδυνο, ρίσκο, αμαρτία, πόνο, φθορά και χάσιμο μεγάλο η ιστορία. Σε κάθε γωνιά της πόλης. Εκεί όπου κρύβονται οι άστεγοι, εκεί που παραμονεύει η σεξουάλικη εκμετάλλευση ενός νέου κοριτσιού, εκεί που διαθέτεις τον εαυτό σου και περιμένεις το τίμημα, εκεί όπου η παραβατικότητα γίνεται φύση και η ενηλικίωση συνδιαλέγεται με τη μοναξιά, τους στόχους που ματαιώνονται και το νόημα που κυνηγάς να αδράξεις. Μα πώς να την αδράξεις τη ρημάδα τη ζωή! Νόημα δεν έχει έτοιμο, εσύ της δίνεις ένα πρόχειρο που θα σε ενθουσιάσει.

Η διακειμενικότητα, αυτή η πολυτροπική συνομιλία του Μ. Κοντολέων με βιβλία, ταινίες και τραγούδια είναι θαυμαστή. Καλλιτεχνήματα στριφογυρίζουν το ένα πλάι στο άλλο, εικόνες και ήχοι παντρεύονται ταιριαστά, οι Ιταλοί νεορεαλιστές κινηματογραφιστές μπαίνουν σε ένα κάδρο όπου παραπέρα βρίσκεται η Στεφανία του Φίνου και της Νέλλης Θεοδώρου, οι Κακές Συνήθειες του Μ. Πασχαλίδη, η Πορνογραφία του Δαβαράκη και του Μάνου, η Λένα Πλάτωνος, ο Ζακ Μπρελ και η Έντιθ Πιαφ. Όλα στον τοίχο που φτιάχνει το φόντο μιας πόλης αμαρτωλής.

Ωραίος, πλούσιος, δουλεμένος λόγος, κοφτός, παραληρηματικός κάπου κάπου. Χαρακτήρες ζυγισμένοι, νέοι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Πλούτος αφηγηματικών σχημάτων, τρεχαλητή ροή, ένα μυθιστόρημα που σε κρατά κεφάλαιο το κεφάλαιο κοντά του δεμένο.

Το κόμικ εξώφυλλο του Φώτη Πεχλιβανίδη σε σπρώχνει την Αμαρτωλή Πόλη του Μίλλερ. Κάνε κι αλλιώς άμα μπορείς.

Για αναγνώστες από 15-16 περίπου ετών (το 18 το θεωρώ πολύ). Από τις εκδόσεις Πατάκη.

* Crossover λογοτεχνικά έργα είναι εκείνα που, μολονότι θίγουν εφηβικά/νεανικά θέματα, η γλώσσα, η αφήγηση και ο τρόπος διαπραγμάτευσης τους, μοιάζουν να απευθύνονται σε ενήλικο κοινό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε μπορούν να διαβαστούν από εφήβους/νέους ή και πολύ μεγαλύτερο ηλικιακά αναγνωστικό κοινό.


http://www.elniplex.com/%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%89%CE%BB%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CF%89%CE%BD/

http://www.elniplex.com/%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%89%CE%BB%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CF%89%CE%BD/