Pages

25.4.20

Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος»


Χαν Γκανγκ
«Η χορτοφάγος»
Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη

                                      Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα, περιλαμβάνεται ο Μάνος Κοντολέων

Η πενηντάχρονη Χαν Γκανγκ  γεννήθηκε και ζει στη Νότια Κορέα. Κόρη συγγραφέα, πανεπιστημιακή καθηγήτρια, αλλά και η ίδια  συγγραφέας δύο συλλογών διηγημάτων και έξι μυθιστορημάτων.
Έχει κάνει την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα από το 1993, αλλά  γίνεται γνωστή σε παγκόσμιο επίπεδο όταν κερδίζει το Man Booker International Prize του 2016 με το μυθιστόρημα της «Η χορτοφάγος», που στη Νότια Κορέα είχε κυκλοφορήσει από το 2007.
Το μυθιστόρημα δομείται σε τρία μέρη -το καθένα περιγράφει και ένα στάδιο της αμετάκλητης απόφασης της ηρωίδας να αλλάξει ολότελα τις διατροφικές της συνήθειες.
Η ΓιόνγκΧιε, μια μεσοαστή νέα γυναίκα της Νότιας Κορέας ζει με τον άνδρα της, ένα τυπικό υπάλληλο, ενώ και  την ίδια δεν τη χαρακτηρίζει κανένα ιδιαίτερο πάθος ή η όποια ανησυχία. Αυτά ως τη μέρα όπου η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει να γίνει χορτοφάγος.
Μια απόφαση που την πήρε μετά από ένα όνειρο άκρας βιαιότητας και πλυμμηρισμένο στο αίμα.
Αλλά ένα όνειρο δεν μπορεί να πείσει μήτε το σύζυγο, μήτε το κοινωνικό περιβάλλον, μήτε και την ευρύτερη οικογένεια της. Η άρνηση να τρέφεται με οτιδήποτε ζωικό μαζί με την νέα της επίσης τάση να μη συμμετέχει σε προκαθορισμένης μορφής σχέσεις, προκαλεί έντονες αντιδράσεις εκ μέρους των άλλων που θα σταθούν και η αιτία η νεαρά γυναίκα να κάνει μια ατελέσφορη προσπάθεια να δώσει τέλος στη ζωή της.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που το κάνει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο σύζυγος.
Στο δεύτερο μέρος, η τριτοπρόσωπη πλέον αφήγηση εστιάζεται στην στάση του συζύγου της αδελφής της ΓιόνγκΧιε και ξεκινά δύο περίπου χρόνια από το τέλος του πρώτου μέρους.
Ο άνδρας αυτός είναι φωτογράφος και δημιουργός καλλιτεχνικών βίντεο. Η όλη στάση της κουνιάδας του και ο ιδιότυπος ερωτισμός που εκπέμπει το άσαρκο σώμα της, τον ερεθίζουν τόσο σεξουαλικά όσο και καλλιτεχνικά. Συμφωνεί μαζί της να της ζωγραφίζει το σώμα με λουλούδια και στη συνέχεια να το βιντεοσκοπίσει και μετά από κάποιες συναντήσεις, θα σκεφτεί και ο ίδιος το ίδιο να κάνει με το δικό του σώμα και στο τέλος να ενωθούν τα δυο κορμιά ως δυο φυτά που πλέκονται το ένα με το άλλο. Το δεύτερο αυτό μέρος ολοκληρώνεται καθώς η αδελφή και σύζυγος ανακαλύπτει τους δυο εραστές και αυτοί θα προσπαθήσουν -και πάλι ανεπιτυχώς- να αυτοκτονήσουν.
Το τρίτο μέρος ανήκει στη ματιά της αδελφής της ΓιόνγκΧιε. Έχουν περάσει άλλα περίπου δυο χρόνια, η ΓιόνγκΧιε είναι κλεισμένη σε μια ιδιωτική νευρολογική κλινική μιας και πλέον όχι μόνο αρνείται να τραφεί με κάθε ζωικό υλικό, αλλά το μόνο που επιζητά είναι το νερό.  Θεωρεί πως είναι  -ή θέλει να γίνει- ένα δέντρο.
Η αδελφή της της συμπαραστέκεται και προσπαθεί να κατανοήσει το γιατί όλα αυτά έχουν συμβεί. Μέσα όμως στη κλινική, οι γιατροί  πιέζουν με βασανιστικό τρόπο τη ΓιόνγκΧιε να δεχτεί τροφή με τη μορφή χυλού,  τελικά την τραυματίζουν και η αδελφή της, σχεδόν ημιθανή τη μεταφέρει σε ένα γενικό νοσοκομείο.
Αυτή είναι με λίγες λέξεις η ιστορία που η Χαν Γκανγκ στήνει στην προσπάθειά της να μιλήσει από τη μια για το δικαίωμα ενός ανθρώπου (και δη γυναίκας) να διαχειριστεί την ίδια του τη ζωή, και από την άλλη για τον τρόπο που ο έτερος κάθε μορφής και σχέσης  ζητά να επέμβει στις επιλογές του άλλου, όταν αυτές ξεφεύγουν από μια αναγνωρίσιμη κατάσταση.
Η απόφαση της ΓιόνγκΧιε να ακολουθήσει ότι  ένα όνειρο (εφιάλτης ή πρόταση διεξόδου από τον εφιάλτη) της έχει αποκαλύψει, θα τη φέρει αντιμέτωπη με τηn παράδοση (οικογένεια και κοινωνία), θα χρησιμοποιηθεί από την Τέχνη που αυτάρεσκα σκέφτεται μόνο μια έμπνευση δίχως αντίκρισμα προς τον άνθρωπο, θα υποστεί τη βιαιότητα της επιστήμης που δεν αναγνωρίζει την ισοτιμία μεταξύ της επιλογής ζωής ή θανάτου.
Κάποια στιγμή (εκεί προς το τέλος του τρίτου μέρους που είναι και εκείνο το οποίο προσφέρει και τα περισσότερα κλειδιά κατανόησης των θέσεων του έργου) η ΓιόνγκΧιε θα ψιθυρίσει:
Αυτό που προσπαθώ να πω… Ίσως όλο αυτό είναι κάτι σαν όνειρο
 Στην ουσία αναφέρεται σε ένα όνειρο όχι απλώς άρνησης της όποιας βίας, όχι απλώς επιστροφής σε ένα πλέον φυσικό τρόπο διαβίωσης, αλλά στην -ουτοπική ασφαλώς- ένωση του ανθρώπου με την Φύση.
Αλλά σε μια τέτοια κατάσταση εγκλωβισμού σε όνειρο μπορεί ο καθένας μας να βρεθεί κάποια στιγμή –η Χαν Γκανγκ, τουλάχιστον, μας ζητά να το αντιμετωπίσουμε. Και ως εκ τούτου, ο καθένας μας μπορεί, καθώς θα προσπαθεί να κρατηθεί από το λεπτό σχοινί  που μας διατηρεί σε επαφή με την καθημερινότητα, να χάσει την ισορροπία του και να πέσει.
Αν κάτι, σε μια τέτοια στιγμή θα μπορούσε να βοηθήσει, είναι μια ουσιαστική σχέση. Η ΓιόνγκΧιε δεν την αξιώθηκε ή και δεν τόλμησε να την δημιουργήσει. Θύμα κι αυτή συνθηκών αλλοτρίωσης και θύμα ακόμα της διαφυγής προς ένα αδιέξοδο όνειρο.
Μυθιστόρημα μιας ιδιαίτερης σύλληψης όσο και άποψης.
Μπορεί να εκφράζει και τον τρόπο σκέψης ανθρώπων που έχουν άλλες προσλαμβάνουσες και άλλα φιλοσοφικά κληροδοτήματα.
Ο βαθμός που ένα τέτοιο έργο μπορεί με επάρκεια να επικοινωνήσει με αναγνώστες διαφορετικών δομών σκέψης και καθημερινότητας, εξαρτάται και από την μετάφραση.
Η κριτική για τη ‘Χορτοφάγο» στην αγγλική της έκδοση έχει επισημάνει  πως ευτύχησε όσον  αφορά τη μεταφορά της στα αγγλικά. Έχει, όμως, επίσης γραφτεί και πως κορεάτες αναγνώστες κατηγόρησαν για αυθαιρεσίες την μεταφράστρια Deborah Smith (το μυθιστόρημα το έδωσαν σε κυκλοφορία οι εκδόσεις Portobello Books).
Η Smith απάντησε πως μια λογοτεχνική μετάφραση δεν μπορεί να μένει πιστή τόσο στη σύνταξη των προτάσεων , όσο στο ύφος του κειμένου. Και πως άλλωστε εργάστηκε έχοντας δίπλα της την ίδια τη συγγραφέα.
Οι Εκδόσεις Καστανιώτη ανέθεσαν τη μετάφραση του μυθιστορήματος στην Αμαλία Τζιώτη η οποία χρησιμοποίησε το κορεάτικο κείμενο. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν και η ίδια ακολούθησε τη θέση της Smith. Σε κάθε περίπτωση η ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου μου κράτησε το ενδιαφέρον, οι συχνά έντονες σκηνές ερωτισμού ή βίας νομίζω πως με μεγάλη δεξιοτεχνία αποδόθηκαν στη γλώσσα μας, όπως άλλωστε και οι λεπτές αποχρώσεις των θέσεων της Χαν Γκανγ μπόρεσαν να εδραιωθούν στη σκέψη μου και στα συναισθήματά μου.
(πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοδρόμιο των Νέων, 25/4/2020)

11.4.20

Σαμάντα Σβέμπλιν «Απόσταση Ασφαλείας»


Σαμάντα Σβέμπλιν
«Απόσταση Ασφαλείας»
Εκδόσεις Πατάκη


 Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο
Η Σαμάντα Σβέμπλιν γεννήθηκε το 1978 στο Μπουένος Άιρες και τώρα πλέον ζει στο Βερολίνο. Έγινε γνωστή τόσο στην πατρίδα  της όσο και γενικότερα στις ισπανόφωνες χώρες από συλλογές διηγημάτων, οι οποίες έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες και έχουν διακριθεί με διάφορα βραβεία.
Το 2014 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα –«Απόσταση Ασφαλείας» που  θα της προσφέρει την  αναγραφή του ονόματός της στη τελική λίστα του Man Booker.
Πέρα από το ότι έχει αναγνωριστεί ως μια από τις πλέον σημαντικές νέες συγγραφείς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, δημιουργοί  όπως ο Mario Vargas Liosa και ο J. M. Coetzee έχουν εκφραστεί ευμενώς για το έργο της και την αναγνωρίζουν ως μια σύγχρονη εκδοχή της ματιάς ενός Κάφκα και της θέασης του κόσμου ενός Μπόρχες.
Με το μυθιστόρημα «Απόσταση Ασφαλείας» το ελληνικό κοινό έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με αυτήν την τόσο ιδιότυπη συγγραφέα.
Και νομίζω πως αυτή η πρώτη επαφή δημιουργεί ένα απρόσμενο και ιδιόμορφο ξάφνιασμα,  όπως και ένα πλατύτερο προβληματισμό πάνω στα όρια της λογοτεχνικής συνύπαρξης από τη μια τεχνικών γραφής και από την άλλη ανάπτυξης κεντρικών ζητημάτων που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και τη σύνδεση του ανθρώπου με τη Φύση.
Το έργο στην ουσία αποτελείται από μια αδιάκοπη συνομιλία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα -της Αμάντα, μητέρας ενός κοριτσιού, της Νίνα και του έφηβου  Νταβίντ.
Μαθαίνουμε πως ενώ η Αμάντα και η κόρης της βρισκόντουσαν σε διακοπές,  θα γνωρίσουν την Κλάρα και το γιο της.
Μα η Κλάρα αν και έχει υποψιαστεί αυτό που έχει πλήξει τον τόπο, μήτε το γιο της έχει καταφέρει να προστατέψει, μήτε και τις δυο παραθερίστριες θα ενημερώσει. Άλλωστε η ίδια στη θέση της λογικής αντιμετώπισης μιας ανορθόδοξης κατάστασης είχε επιλέξει μεταφυσικές μεθόδους που απέτυχαν.
Η Αμάντα, πλέον, κείτεται σχεδόν τυφλή και ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου και στα πόδια της ο Νταβίντ -μετενσάρκωση ενός άλλου αγοριού που πλέον δεν υπάρχει- την πιέζει να αφηγηθεί αυτό που την έφερε σε μια τέτοια κατάσταση. Στην ουσία πρόκειται για μια ανάκριση με στόχο την αυτογνωσία και τον καταλογισμό ευθυνών.
Αλλά εντός αυτής της ανελέητης ανάκρισης, μόνιμα εισέρχεται ένας άλλος, διάλογος που μια μέρα πιο πριν είχε διαμειφθεί-αυτός της Αμάντα με την Κλάρα, τη μητέρα του Νταβίντ.
Σιγά, σιγά η Αμάντα θα αναλύει ολοένα και πιο βαθιά τη σχέση της με την Κλάρα, που αν και κράτησε μόνο μια μέρα, με ένα νομοτελειακό τρόπο καθόρισε το μέλλον όλων τους.
Γιατί πολύ γρήγορα, ο αναγνώστης μαθαίνει πως πέρα από την Αμάντα, άρρωστα είναι και τα δυο παιδιά. Και οι τρεις -πρώτα ο Νταβίντ και μετά η Αμάντα και η Νίνα- έχουν προσβληθεί από ένα νοσογόνο ιό που έχει μολύνει την περιοχή τους -μια περιοχή που ενώ υπήρχε ως τόπος παραθερισμού,  έχει μετατραπεί σε μολυσμένο και ημιέρημο χωριό.
Είναι σαν σκουλήκια.
Τί είδους σκουλήκια;
Σαν σκουλήκια παντού.
Σκουλήκια στο σώμα;
Ναι, στο σώμα.
Γεωσκώληκες;
Όχι, άλλου είδους σκουλήκια.
Με αυτόν το διάλογο ξεκινά όλο το έργο και αμέσως γίνεται σαφές πως πρόκειται να διαβάσουμε για τη διαδικασία μιας σήψης.
Στην ουσία μέσα από τις αφηγήσεις της Αμάντα , θα φανερωθούν  τα όσα έχουν προκαλέσει την ασθένεια  των τριών από τα τέσσερα πρόσωπα της ιστορίας. Πρόκειται για μια μόλυνση του νερού.
Ενώ, λοιπόν,  από τη μια διαβάζουμε μια σπειροειδή ανάπτυξη διαλόγων, από την άλλη έχουμε και μια ξεκάθαρη σύνδεση των σχέσεων γονιών και παιδιών όχι μόνο εντός  ενδοοικογενειακών καταστάσεων, αλλά και μέσα στο γενικότερο οικοσύστημα.
Κατανοώ απόλυτα πως η σύντομη περίληψη που έχω παραθέσει, όχι μόνο δεν μπορεί να περιγράψει το βασικό στίγμα του βιβλίου, αλλά και ίσως και να το οδηγεί προς μια λάθος αντίληψη. Αλλά η «Απόσταση Ασφαλείας» ανήκει σε εκείνα τα λογοτεχνικά κείμενα όπου πίσω από τα συμβάντα έχουν κρύψει τις -συχνά αντικρουόμενες- θέσεις τους.
Η τεχνική του συμβολισμού και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία δεν επιδέχονται μονοσήμαντες αναλύσεις.
Όχι, δεν είναι τυχαίο που η Σβέμπλιν έχει θεωρηθεί μαθήτρια των Κάφκα και Μπόρχες. Και εγώ θα πρόσθετα και του Πόε.
Γιατί το έργο διαθέτει και μια αίσθηση υπερφυσικού μυστηρίου -ως ιδιόμορφο θρίλερ, έχει επίσης καταγραφεί στον ξένο τύπο.
Τόσο αυτό το  μυστήριο που συχνά αποκτά ένα κλίμα ζόφου, όσο και τα υπερφυσικά τεχνάσματα που πάνω του στηρίζονται χαρακτήρες και γεγονότα- υλοποιούνται  με μια γραφή γρήγορη και περιεκτική* φευγαλέα ως πέταγμα νυχτερίδας.
Τώρα απομακρύνομαι από το σπίτι. Όλα θα πάνε καλά, σκέφτομαι, σίγουρη ότι η διαδρομή δε θα μου πάρει πάνω από δεκάλεπτο. Η Νίνα κοιμάται βαθιά και μπορεί να ξυπνήσει μόνη της και να με περιμένει ήσυχη, έτσι κάνουμε στο σπίτι, όταν πετάγομαι να ψωνίσω κάτι το πρωί. Πρώτη φορά περπατάω απομακρυσμένη από τη λίμνη, προς το πράσινο σπίτι. «Αργά ή γρήγορα κάτι άσχημο θα συμβεί» έλεγε η μητέρα μου, «και όταν συμβεί, θέλω να σε έχω κοντά μου»
Θέλω να σε έχω κοντά μου – η φράση παραπέμπει στον τίτλο: Απόσταση Ασφαλείας. Και βέβαια είναι και το βασικό κλειδί ξεκλειδώματος της όλης μυθιστορηματικής σύνθεσης.
Οι μάνες που συνεχώς αναζητούν τρόπους να είναι δίπλα στα παιδιά τους, έτοιμες να παρέμβουν σε μια δύσκολη στιγμή τους, τελικά θα είναι αυτές οι ίδιες που  δεν θα κατανοούν πως για να αντιμετωπισθεί ο όποιος κίνδυνος απειλεί το παιδί, θα πρέπει να έχει συνειδητοποιηθεί η πηγή του.
Και στην περίπτωση της σύγχρονης κοινωνίας μας που έχει μετατρέψει τη Φύση σε εργοστάσιο παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων, αυτή η συνειδητοποίηση έχει καθαρά οικολογικές διαστάσεις.
Τα μάτια μου αργούν να συνηθίσουν το σκοτάδι του σπιτιού. Υπάρχουν λίγα έπιπλα και πολλά πράγματα. Πράγματα τόσο άσχημα και άχρηστα, διακοσμητικά αγγελάκια, μεγάλα χρωματιστά τάπερ στοιβαγμένα σαν συρτάρια, χρυσαφιά και ασημί πιάτα κρεμασμένα στον τοίχο, πλαστικά λουλούδια σε τεράστια πήλινα βάζα. Άλλο σπίτι είχα φανταστεί για τη μητέρα σου.
Με αυτά τα λόγια η Αμάντα περιγράφει το σπίτι της Κλάρα και εμμέσως δηλώνει την παραπλάνηση -το αρρωστημένο και άσχημο που εισβάλουν εν είδη φροντίδας ακόμα και μέσα στην οικογενειακή εστία
Όμως έτσι είναι κάτι παραπάνω από εμφανής η ελλιπής  φροντίδα που δεν προέρχεται από αδιαφορία, αλλά από λάθος χρήση της έννοιας μιας ‘απόστασης ασφαλείας’  ή και μια παθητική αποδοχή της μη τήρησής της.
«Αργά ή γρήγορα κάτι άσχημο θα συμβεί» έλεγε η μητέρα μου, «Και όταν συμβεί θέλω να σ΄ έχω κοντά μου»
Μα πως μπορεί να οριστεί το όποιο κοντά; Η απόσταση της ίδιας της Φύσης από τον άνθρωπο, εκφράζεται από το όποιο ασαφές κοντά;
…Τα παιδιά που έρχονται σ΄ αυτή την αίθουσα, έχουν πάθει κι αυτά δηλητηρίαση; Πώς είναι δυνατόν μια μητέρα να μην αντιλαμβάνεται; -ρωτά η έως το τέλος αγνοούσα Αμάντα.
Την απάντηση θα την δώσει ο γιος της  Κλάρα. Ο Νταβίντ -πλάσμα ανάμεσα στα σύμβολα της συνειδητοποίησης αλλά και της αμέλειας* θύμα και εν δυνάμει θύτης- θα εξηγήσει: Δεν έχουν υποστεί όλα δηλητηρίαση. Μερικά γεννήθηκαν δηλητηριασμένα, από κάτι που οι μητέρες τους ανέπνευσαν στον αέρα, ή από κάτι που έφαγαν ή άγγιξαν.
Πέρα από τις ποικίλες παρόμοιες ή μη προσεγγίσεις που θα μπορούσα να καταγράψω με τη διάθεση να ανασύρω θέσεις και στάσεις του κειμένου,  γεγονός παραμένει πως το  μυθιστόρημα αυτό απαιτεί την ερμηνεία του από τον κάθε αναγνώστη του ξεχωριστά.
Είναι από τα λογοτεχνήματα  εκείνα όπου  η επιλογή των λέξεων και η σύνθεση των προτάσεων βαραίνουν περισσότερο από τη σειρά εξιστόρησης των γεγονότων. Άλλοτε η ανάγνωση του μετατρέπεται σε άκουσμα μουσικής σύνθεσης κι άλλοτε σε ατένιση ζωγραφικού πίνακα.
Οι έννοιες θα ακολουθήσουν… Ίσως όμως και στο τέλος να εξαφανιστούν.
Κείμενο, εν τέλει, που σε συντροφεύει -παρηγορητικά ή καταγγελτικά- καιρό αφ΄ ότου έχεις ολοκληρώσει την ανάγνωσή του.
Και βέβαια, στην ελληνική του έκδοση, αυτή η συντροφιά υποστηρίζεται από τη μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου. Μεταφραστικός άθλος.

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 11/4/2020)

«Η επόμενη -ή μεθεπόμενη;- μέρα»


Μάνος Κοντολέων


«Η επόμενη -ή μεθεπόμενη;- μέρα»


Δεν μου αρέσει η επιστημονική φαντασία. Δεν επιλέγω να δω ταινίες που βασίζονται σε αυτήν και μήτε συνηθίζω να διαβάζω σχετικά μυθιστορήματα.
Όχι, δεν μου αρέσει η επιστημονική φαντασία και τα έργα που εμπνέει γιατί σχεδόν όλα τους είναι έργα δυστοπικά. Κι εγώ είμαι βασικά αισιόδοξος.
Αλλά να που τώρα εγώ είμαι -μαζί με τους ανθρώπους όλου του πλανήτη- έτοιμος να ζήσω (όχι να δω ή να διαβάσω) μια δυστοπική κατάσταση.
Ετοιμάζομαι να τη ζήσω… Και απλώς την υποψιάζομαι..
Αν η αισιοδοξία μου υπερισχύει, τότε πιστεύω πως όλα αυτά σύντομα θα πάρουν ένα τέλος. Αλλά αισιοδοξώ δεν σημαίνει αεροβατώ.
Κι έτσι η όποια θετική σκέψη μου κρύβεται σε μια γωνίτσα και άλλες σκέψεις ζοφερές μου κρατάνε συντροφιά.
Σύμφωνα με αυτές, λοιπόν….
-Οι καθημερινές στιγμές ελευθερίας θα μειωθούν
-Οι επαφές με φίλους θα λιγοστέψουν
-Για ταξίδια… ούτε λόγος να γίνεται
-Όχι πια νέα ρούχα, νέα μικροστολίδια για το σπίτι
-Ολοένα και περισσότεροι άνεργοι ολόγυρά μου
-Μα και τα δικά μου τα οικονομικά θα υποστούν μεγάλη μείωση
-Η κοινωνική φτώχια προξενεί βίαιες αντιδράσεις
-Οι νέοι δύσκολα θα μπορούν να βρίσκουν το ταίρι τους (πού άλλωστε;)
-Οι ερωτικές σχέσεις θα χτυπηθούν
-Οι γεννήσεις θα μειωθούνε
-Παιδικές χαρές και σχολεία κλειστά. Μαθήματα πια διαδικτυακά
-Ιατρική φροντίδα μειωμένη -λίγα φάρμακα
-Η όποια διασκέδαση των πολλών η τηλεόραση. Αλλά με ποια προγράμματα, αφού…
-Καλλιτεχνικές ομάδες δεν θα υπάρχουν
-Κινηματογράφοι και θέατρα κλειστά
-Διαλέξεις μόνο από το διαδίκτυο ή την τηλεόραση

Πρόχειρα καταγραμμένες αυτές όλες οι ζοφερές σκέψεις.
Αλλά ίσως υπάρχει και μια αισιόδοξη. Το κλίμα θα αρχίσει να αλλάζει. Να γίνεται πιο φιλικό προς τη Φύση…
Κι ο άνθρωπος θα μάθει μέσα σε αυτό το κλίμα να επαναπροσδιορίζει τη ζωή του. Μια αναγέννηση της Γης.
Αλλά εγώ -ευτυχώς ή δυστυχώς- δεν θα έχω προλάβει να τη δω αυτήν την…μεθεπόμενη μέρα.
                              ***********
Τελικά να που έγραψα κάτι που θυμίζει επιστημονική φαντασία και είναι δυστοπικό.
Αλλά σκέφτομαι -μιλώ με τον εγγονό μου από το τηλέφωνο- καλύτερα να μείνω στην αισιοδοξία των κειμένων για παιδιά.
Έτσι κι αλλιώς είμαι αποφασισμένος να προασπίσω την ποιότητα του μέλλοντός τους.




5.4.20

Αιμίλιος Σολωμού «Το ποτάμι»


Αιμίλιος Σολωμού
«Το ποτάμι»

Εκδόσεις Πατάκη
Αιμίλιος Σολωμού, Το ποτάμι
Ο Κύπριος συγγραφέας Αιμίλιος Σολωμού (1971) είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό με τα δύο του μυθιστορήματα για ενήλικες και με δύο μικρότερης έκτασης λογοτεχνικά κείμενα για παιδιά.
Έχει τιμηθεί με το Λογοτεχνικό Βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2013 και παράλληλα με το συγγραφικό του έργο είναι εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση.
Με τη μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία δείχνει να απλώνει τις συγγραφικές του συνθέσεις τόσο στη λογοτεχνία των ενηλίκων, όσο και σε αυτή που απευθύνεται εκδοτικά σε αναγνώστες μικρότερων ηλικιών.
Δεν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που γράφουν στη γλώσσα μας και οι οποίοι ισομερώς μοιράζουν τις εμπνεύσεις τους στα δυο αυτά ήδη της λογοτεχνίας. Και πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις έχει ενδιαφέρον να δει κανείς αν υπάρχουν ή όχι διαφορές στη γραφή και αν ναι, ποιες είναι αυτές.
Χαρακτηριστική περίπτωση διαφορετικής συγγραφικής «ταυτότητας» είναι ο Παντελής Καλιότσος, ενώ αντίθετα η Ελένη Σαραντίτη διατηρεί την ίδια ματιά και όταν γράφει για παιδιά και όταν γράφει για ενήλικες.
Αλλά αυτό το θέμα ασφαλώς και δεν εξαντλείται στο πλαίσιο ενός σημειώματος και απλώς το έθιξα αναζητώντας να το ερευνήσω στην περίπτωση του Αιμίλιου Σολωμού.
Κατά την άποψή μου, ο Σολωμού ανήκει στην κατηγορία εκείνη όπου τα βιβλία του για παιδιά διαθέτουν μια έντονη συμβολικότητα, ενώ των ενηλίκων μια τάση αναψηλάφησης του παρελθόντος και ένα ένδυμα έστω και υποτυπώδους αστυνομικής πλοκής.
Μένω στην «παιδική» παρουσία του και ιδιαίτερα στο πιο πρόσφατο από αυτά τα δύο βιβλία του, το Ποτάμι.
Σε έναν απροσδιόριστο τόπο, σε μια απροσδιόριστη εποχή (πάντως σύγχρονη), ένα αγόρι περνά τις μέρες του ζώντας με τη μητέρα του και αναπολώντας τον πατέρα του που έχει φύγει για να πολεμήσει.
Εκείνο που έδενε πατέρα και γιο ήταν το ψάρεμα στο κοντινό ποτάμι. Εκεί συνηθίζει το αγόρι να πηγαίνει και ψαρεύοντας να αισθάνεται πως η πατρική παρουσία είναι κοντά του.
Ώσπου μια μέρα, στην όχθη του ποταμού αρχίζουν να φτάνουν διάφορα χειροποίητα δώρα και τελικά το αγόρι θα αναζητήσει αυτόν που τα στέλνει και θα βρεθεί στην καλύβα ενός γέροντα που η συντροφιά μαζί του θα τον παρηγορεί, καθώς ο νέος του ηλικιωμένος φίλος από τη μια θα τον διαβεβαιώνει πως η επιστροφή του πατέρα δεν θα αργήσει και από την άλλη θα του διαβάζει αποσπάσματα από τον « Γλάρο Ιωνάθαν», βιβλίο που το αγόρι διάβαζε μαζί και με τον πατέρα του.
Τελικά ο πατέρας επιστρέφει όταν πια κανείς δε θα το ελπίζει, αλλά ο γέρος εξαφανίζεται και η καλύβα του βρίσκεται κατεστραμμένη. Ανάμεσα όμως στα συντρίμμια της, υπάρχει το βιβλίο του Γλάρου Ιωνάθαν.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η υπόθεση του έργου, αλλά στη λογοτεχνία δεν έχει και τόση -ή μόνο- σημασία το τι λέγεται αλλά κυρίως το πως αυτό λέγεται.
Και στο σημείο αυτό ανακαλύπτουμε την ιδιαιτερότητα της γραφής του Σολωμού. Φράσεις σύντομες, περιγραφές έντονες, απουσία πυκνής δράσης, ξετύλιγμα συναισθηματικών αντιδράσεων, σύμβολα και μια τάση να μην εξηγηθούν τα πάντα. Με άλλα λόγια, μια καθαρή λογοτεχνία όπου δεν την ενδιαφέρει τόσο το τι θα αφηγηθεί αλλά το πώς θα το αφηγηθεί.
Στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου, έχουμε μια συμβολική ανάπτυξη της σχέσης που μπορεί να συνδέσει την απουσία αγαπημένου προσώπου με την υποκατάστασή του. Μια υποκατάσταση που θα την υλοποιήσει ακριβώς αυτό το κενό της παρουσίας μέσα στην απτή καθημερινότητα.
Το ποτάμι είναι ο δρόμος που συνδέει το σκληρό σήμερα με το νοσταλγικό χθες. Από αυτό όμως θα έρθει η αντικατάσταση και η παρηγορία.  Και η απούσα πατρική φιγούρα, έως ότου γίνει και πάλι παρούσα, θα εκπροσωπείται από τον αφηγητή μιας ιστορίας που μιλά για την ελπίδα και την αγάπη.
Ιδιαίτερο κείμενο. Με τον ρεαλισμό να συνυπάρχει με το όνειρο.
Τελικά να αναζητά και να ανακαλύπτει το πώς μια ουτοπία μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

4.4.20

Thomas Mann Η απατημένη

Η εικόνα ίσως περιέχει: 3 άτομα

Thomas Mann
«Η απατημένη»
Μετάφραση: Γιάννης Κοιλής
Εκδόσεις Κριτική

                                  
Ο Τόμας Μαν (1875 -1955), ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1929 Γερμανός συγγραφέας, αναντίρρητα υπήρξε μια ηγετική μορφή στην πνευματική κίνηση της Δύσης κατά τον 20ο αιώνα.
Μυθιστορήματα του όπως το «Μαγικό Βουνό, το «Δόκτωρ Φάουστους»  ή το «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού» αποτελούν άξονες διαμόρφωσης της δυναμικής αυτού του λογοτεχνικού είδους καθώς δίπλα στην μυθιστορηματική πλοκή (συχνά και πάνω από αυτήν) τοποθετούν φιλοσοφικές ανησυχίες και κοινωνικοπολιτικές προσεγγίσεις.
Το έργο του Μαν συνομιλεί με τις απόψεις φιλοσόφων όπως οι Νίτσε και  Σοπενχάουερ, ψυχαναλυτών όπως ο Φρόιντ  ή προγενέστερων λογοτεχνών όπως ο Γκαίτε.
Μα αν και ο Μαν θεωρείται (και είναι) ένας από τους σημαντικούς μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα, έχει παράλληλα γράψει και άλλα πολλά μικρότερης έκτασης λογοτεχνικά κείμενα (διηγήματα και νουβέλες)
Και από μια σκοπιά μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως εν τέλει η αξία ενός μυθιστοριογράφου επιβεβαιώνεται μέσα από τα συντομότερα έργα του. Κι αυτό γιατί τόσο σε  μια νουβέλα όσο και σ΄ ένα διήγημα η δυνατότητα εξάπλωσης των ιδεών -όταν μάλιστα  πρέπει αντίστοιχα να προσέχεται και η αναλογία τους με την όποια πλοκή- είναι αν όχι περιορισμένη, σίγουρα πάντως απαιτεί ευστοχία και αποτελεσματική εμβάθυνση.
Στην περίπτωση, λοιπόν, του Μαν, τα μικρότερης έκτασης λογοτεχνικά του κείμενα διαθέτουν σε υπέρμετρο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά και έτσι χωρίς να πάψει κανείς να θεωρεί το μυθιστορηματικό του αποτύπωμα ως ένα από τα πλέον σημαντικά όλων των εποχών, παράλληλα αξίζει να σταθεί και στη μεγίστη δυναμική των διηγημάτων του.
Θα τολμούσα δε να ισχυριστώ πως σε ένα πλατύτερο κοινό, αυτά τα μικρής έκτασης έργα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο προσιτά και πιο πολύ να αγαπηθούν καθώς είναι λιγότερα εμποτισμένα σε αναπτύξεις φιλοσοφικών αναλύσεων.
Το παράδειγμα της νουβέλας «Θάνατος στη Βενετία» αποδεικνύει αυτή την άποψη.

Αλλά το κύρος του μυθιστοριογράφου Μάν επισκιάζει -πάντα σε ένα πλατύτερο κοινό- τον διηγηματογράφο.
                                       ****
Πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κριτική επανακυκλοφόρησε η νουβέλα του Μαν «Η απατημένη» σε μετάφραση του Γιάννη Κοιλή.
(Το έργο, στην ίδια μετάφραση, είχε  πρωτοκυκλοφορήσει το 1989 μαζί με δυο ακόμα νουβέλες και κάτω από τον ενιαίο τίτλο ‘Τρεις νουβέλες’)
Πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής μιας πενηντάχρονης χήρας   μεσοαστής, της Ροζαλί Φον Τίμλερ που ζει στο Ντίσελντορφ, εκεί γύρω στα 1930, μαζί με τα δυο παιδιά της* την  τριαντάχρονη περίπου Άννα που είναι χωλή και έχει ζωγραφικό ταλέντο και τον δεκαεξάχρονο περίπου γιο της τον Έντουαρτ που επειδή σχεδιάζει να σπουδάσει στο εξωτερικό θέλει να μάθει αγγλικά κι έτσι προσλαμβάνεται ο  γοητευτικός νεαρός Αμερικάνος Κεν Κίτον για να του παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.
Η είσοδος ενός νεαρού αρσενικού που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ατόμου μιας νέας εποχής μέσα στο συγκρατημένο μικρόκοσμο της οικογένειας Τίμλερ, θα αποτελέσει το θέμα της νουβέλας, με καταλυτικό τέλος την απόφαση της Ροζαλί να τολμήσει να εκφράσει το πάθος της προς τον Κεν. Αλλά στο σημείο αυτό το σώμα προδίδει το συναίσθημα. Και εκεί όπου η Ροζαλί προετοιμάζεται για την τελευταία καρποφορία της σάρκας της, θα βρεθεί απόλυτα νικημένη από την άρνηση της Φύσης να αποδεχτεί την αμφισβήτηση της.
Το αίμα που ξαφνικά κάνει  και πάλι την επανεμφάνισή του και η Ροζαλί θα το εκλάβει ως ένδειξη άνθισης της θηλυκής φύσης της,  θα αποδειχτεί πως είναι το πρώτο σημάδι ενός καρκίνου που θα φέρει τον θάνατο της.
Μια τελεσίδικη αντίθεση, τελευταία στη σειρά άλλων παρόμοιων διπολικών αντιθέσεων που διαπερνούν όλο το έργο.  
Ο παλιός κόσμος  και ο νέος* η συγκρατημένη στάση της αναπηρίας και η παράφορη έκφραση της υγειούς νεότητας* ο αυτοπεριορισμός της καλλιτεχνικής  δημιουργίας λόγω κοινωνικών δεσμεύσεων και η χωρίς τις όποιες συνδέσεις με το παρελθόν στάση ενός εκπροσώπου της νέας εποχής και συλλέκτη εμπειριών. Και τέλος η μεγίστη αντίθεση ανάμεσα στο πάθος της ψυχής και στην πεπερασμένη δύναμη του σώματος.
Όπως και στο «Θάνατος στη Βενετία», έτσι και εδώ ο Τόμας Μαν αναπτύσσει την αυτοκαταστροφική έλξη του γήρατος  προς την νεότητα. Και μπορεί στην περίπτωση του ‘Θάνατος στη Βενετία» να υπάρχει επιπλέον και η ‘ιεροσυλία’ της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, αλλά και στην «Απατημένη» έχουμε μια άλλη μορφή -διαχρονικής ίσως;-  ύβρεως, αυτήν της ελεύθερης έκφρασης του σεξουαλικού πάθους από μια μεγαλύτερη γυναίκα προς ένα νεότερό της άντρα. Και επέλεξα στην προηγούμενη πρόταση να χρησιμοποιήσω τη λέξη ‘διαχρονική΄ γιατί όσο και αν η αναγνώριση το δικαιώματος της γυναικείας σεξουαλικότητας  δείχνει στην εποχή μας να είναι σεβαστή, παρόλα αυτά το κοινωνικό στάτους σε κάθε επίπεδο δεν το αποδέχεται ή τουλάχιστον προσπαθεί να το αγνοήσει.
Αλλά αυτό το ζήτημα αποτελεί μόνο τη βάση της πλοκής. Πάνω σε αυτό ο Μαν βρίσκει την ευκαιρία να αναζητήσει παρόμοιες αντιθέσεις ανάμεσα στο υπαρξιακό ‘θέλω’ και στο βιολογικό ‘είμαι’.
Και αυτήν την αναζήτηση την επιχειρεί σε όλα σχεδόν τα κεντρικά πρόσωπα του έργου.
Η κόρη, η Άννα, ζωγραφίζει τα χρώματα της Φύσης ακριβώς γιατί δεν μπορεί -λόγω αναπηρίας- να γευτεί τις μυρωδιές της. Ο συμβολισμός του διαχωρισμού των δύο αισθήσεων, της όρασης και της όσφρησης, είναι καίρια διεισδυτικός. Η Τέχνη θα μπορεί να αποδώσει ότι ‘οράται’ μα και  ότι ‘διαισθάνεται’  μόνο αν ο δημιουργός της έχει τολμήσει να αγνοήσει το ‘φαίνεσθαι’ και να αποδεχθεί το ‘είναι’.
Αν και η ίδια η Άννα είναι μια νέα γυναίκα, θα προσπαθήσει να κάνει την μητέρα της να αποδεχτεί το γήρας της* στην ουσία η ανάπηρη καλλιτέχνης ταυτίζει τη δική της σωματική μειονεξία με την όποια μειονεξία μπορεί να φέρνει μαζί του το γήρας. Αυτοευνουχίζεται ως δημιουργός για να αποδεχτεί την σωματική της αδυναμία.
Ο νεαρός Έντουαρτ χάνει την ευκαιρία να μυηθεί σε μια νέα άποψη της μελλοντικής του ζωής τη στιγμή που κάτι τέτοιο θα τον εξανάγκαζε  να αναγνωρίσει την σεξουαλικότητα της μητέρας του.
Ο Κεν Κίτον έχει την εγωκεντρική αυτάρκεια της νέας τάξης πραγμάτων και απέναντι στις αξίες του χτες κρατά μια στάση κατανάλωσής τους και όχι κατανόησής τους.
Αυτή η συμπόρευση των αντιθέσεων παρουσιάζεται με μια μοναδική συγγραφική μαεστρία στην περιγραφή ενός περιπάτου μάνας και κόρης καθώς εκεί όπου έχουν μαγευτεί από τα χρώματα της Φύσης, ξαφνικά τους γλυκαίνει τις σκέψεις μια  ενδιαφέρουσα μυρωδιά που όμως αποδεικνύεται πως προέρχεται από πτώμα ζώου σε αποσύνθεση.
Θα ήθελα ακόμα να επισημάνω τον τρόπο που περιγράφεται η σεξουαλική έλξη που δημιουργεί ο νεαρός Κεν στην Ροζαλί. Σπάνια μια γραφή άρρενος θα μπορούσε να διεισδύσει στη πυρηνική εκπομπή της σεξουαλικότητα ενός άλλου άντρα και να καταγράψει τόσο αυτήν όσο και το πως εισπράττεται από μια γυναίκα.
Η σκηνή που αναφέρεται σε ένα γεύμα στο σπίτι της Ροζαλί, αλλά και μια από τις τελευταίες όπου η Ροζαλί, πάλι, προξενεί τον άγριο θυμό ενός μαύρου κύκνου  καθώς αντί να τον ταΐσει με ένα κομμάτι ψωμιού που της δίνει ο Κεν, εκείνη προτιμά να το φάει η ίδια μιας και αυτό έχει απάνω του τη θέρμη του σώματος του νεαρού άντρα,  αποτελούν μεγάλες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας -ιδίως αυτή με τον κύκνο όπου στην ουσία προαναγγέλλεται  η εκδίκηση της Φύσης προς εκείνη που την αμφισβητεί (η νουβέλα σε αγγλική έκδοση έχει τον τίτλο «Μαύρος Κύκνος).
Δίπλα σε όλα αυτά, ο Τόμας Μαν, με την προσφιλή του τεχνική, φωτίζει με φιλοσοφικό βάθος ζητήματα όπως αυτά του Θανάτου, του Έρωτα, της Ψυχής, της Τέχνης, του Πολιτισμού, της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας, των Αισθήσεων, της Φθοράς.
Η γραφή του Τόμας Μαν -με την συνθετικότητα της γερμανικής γλώσσας από τη μια και από την άλλη με την αναζήτηση φιλοσοφικών εφαρμογών στις συγγραφικές του θέσεις- ασφαλώς και είναι πολύ δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα.
Στο βαθμό που γνωρίζω θα έλεγα πως ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής δυναμικής του μάλλον μειώνεται από τις κατά καιρούς μεταφράσεις των έργων του.
Ο Γιάννης Κοιλής είναι εδώ και χρόνια ένας από τους πλέον δόκιμους μεταφραστές μας έργων του Μάν αλλά και άλλων μεγάλων Γερμανών συγγραφέων.
Η νουβέλα «Η απατημένη» στην ελληνική της έκδοση πολλά οφείλει  στην δική του μεταφραστική ικανότητα.
(Σημείωση: Η επιστολή του Αντόρνο προς τον Μαν που συνοδεύει τη νουβέλα, προσφέρει το δικό της κύρος για μια πληρέστερη  κατανόηση του έργου)



(Βιβλιοδρόμιο, 4/4/2020)