Pages

14.6.21

Ολυμπιακοί Αγώνες Ελσίνκι 1952 – Ένας ερωτικός θρίαμβος!


 

Ελσίνκι 1952, Ολυμπιακοί Αγώνες, Κυριακή 6 Ιουνίου. Ο Τσεχοσλοβάκος Εμίλ Ζάτοπεκ κερδίζει τρία χρυσά μετάλλια στους δρόμους αντοχής. Η γυναίκα του Ντάνα Ζατοπέκοβα κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο ακόντιο.

 

Τα δυο μετάλλια, το χρυσό και τ΄ ασημένιο, κάπου υπήρχαν μέσα στο σπιτικό τους. Κάπου, άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί. Άλλοτε στο σαλόνι, να στολίζουν την κομότα, άλλοτε βρισκόντουσαν στο τραπεζάκι της κουζίνας, να φωτίζουν τη λευκή πορσελάνη που τη θάμπωνε το αχνιστό τσάι. Μα ήταν και φορές, αρκετές φορές, που τα μετάλλια βρισκόντουσαν στην κρεβατοκάμαρα.

Σ΄ εκείνη άρεσε να τα φέρνει εκεί μέσα. Κι αυτός γελούσε. Έλεγε «Μα επιτέλους, αποφάσισε που θα τα τοποθετήσουμε!». Έτσι έλεγε, δεν είχε γκρίνια ο τόνος της φωνής του, μέσα στη ματιά του σπίθιζε η ικανοποίηση από τον τρόπο που η γυναίκα του αντιμετώπιζε τις αναμνήσεις του θριάμβου του στους τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Κι εκείνη τον πλησίαζε, τα χέρια της κρεμιόντουσαν από τους λεπτούς, όλο κόκαλα και νεύρα –μόνο κόκαλα και νεύρα– ώμους του και έριχνε πλάγια το κεφάλι της. «Δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς που ταιριάζει περισσότερο ο θρίαμβος. Στην επισημότητα μιας σάλας, στην καθημερινότητα μιας κουζίνας ή στο προσωπικό καταφύγιο μιας κρεβατοκάμαρας;» Η δικιά της η φωνή είχε τις αποχρώσεις ενός παιχνιδίσματος, την ίδια ώρα που έκρυβε και τον προβληματισμό μιας ουσιαστικής ερώτησης.

Χρυσή αγάπη και χρυσά μετάλλια

Αυτός προσπαθούσε να σοβαρευτεί «Μήπως ξεχνάς και τον ιδιωτικό χώρο του μπάνιου;»

Τα χέρια της κατέβαιναν και ψαχούλευαν τη γραμμή της ραχοκοκαλιάς του: «Πολύ σωστή παρατήρηση!» προλάβαινε να πει προτού τα χείλια του κλείσουν ανάμεσά τους τα δικά της. Ένα παιχνίδι τοποθετήσεων. Μόνο αυτό; Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό.

Γιατί εκείνα τα δυο μετάλλια δεν συμβολίζανε μόνο ένα διπλό θρίαμβο που πριν από λίγους μήνες έγινε. Ήταν και το σύμβολο ενός λαμπερού άντρα. Ενός άντρα που ήξερε σωστά να προσπαθεί, με πάθος να αγωνίζεται, με σχέδιο να προγραμματίζει το μέλλον. Κι αυτός ο άντρας ήταν δικός της. Εκείνη δικιά του. Μια σχέση αγάπης, πάθους ονείρων… Έπρεπε, ήθελε να είναι μια σχέση ισότιμη μέσα στις μελλοντικές προδιαγραφές της. Ισότιμη.

Το δικό του μέλλον ήταν ο αθλητισμός. Και το δικό της μέλλον ο αθλητισμός ήταν. Το κοινό τους μέλλον περνούσε, ίσως μέσα από τους στίβους, αλλά κατέληγε –άρχιζε και τέλειωνε– στο σπίτι τους. Και τα στέρεα σπιτικά, είναι σαν τα αγωνίσματα. Απαιτούν καθημερινή προπόνηση, πίστη στο στόχο, ισοβαρή κατανομή, πίστη στις δυνάμεις, ζητάνε το πάθος και θέλουνε να λιάζονται στις αχτίνες του έρωτα.

Τα δυο εκείνα μετάλλια δεν ήταν μόνο η υπενθύμιση ενός διπλού θριάμβου. Ήταν, ναι ήταν ξεκάθαρα η υπόμνηση πως όλα καλά ξεκινήσανε, αλλά ακόμα καλύτερα έπρεπε –μα και μπορούσανε, άξιζε– να πάνε. «Πάντως να μην προβληματίζεσαι!» της έλεγε εκείνος, «Θα σου φέρω κι άλλα!» Ήταν σίγουρη πως θα της έφερνε κι άλλα. Αλλά αυτό δεν ήταν η πιο σωστή, η πιο ολοκληρωμένη λύση.

Η δικιά της συνεισφορά έπρεπε κι αυτή να πάρει κάποιον παρόμοιο συμβολισμό. «Θα φέρω κι εγώ!» του δήλωνε και κλεινότανε στην αγκαλιά του, άφηνε το σώμα της να συντονιστεί με τις κινήσεις του δικού του, κινήσεις που οδηγούσαν στην πλήρη εκτόνωση της ένωσης. Μια ανταλλαγή πάθους, μια ανταλλαγή δυνάμεων. Εκείνη δανειζότανε την τεχνική του πείσματός του, την επεξεργαζότανε, την έκανε συστατικό του δικού της σώματος, του την επέστρεφε φορτωμένη με τη γυναικεία ευαισθησία της. «Θα φέρω κι εγώ!»

 

Η μυρωδιά του κόσμου

Πίσω από τις κουρτίνες φαινότανε η σκιά μιας πανέμορφης και ερωτικής πολιτείας. Πίσω από τα τζάμια η μυρωδιά του κόσμου. Μέσα στο σπίτι τους οι ανάσες τους. Τα σώματά τους, τα όνειρα, οι ελπίδες τους. Το δικό τους κοινό μέλλον. «Θα φέρεις!… Αν και ό,τι έκανα, ό,τι κάνω σου ανήκει… Τα οφείλω σ΄ εσένα… Στον έρωτά μας… Στην αγάπη μας!». Πόσο υπέροχα ήταν να αφήνουν τα μέλη τους να αναπαύονται, γυμνά και σοφά απροστάτευτα, πάνω στα λευκά σεντόνια που γευόντουσαν τον ιδρώτα τους, ενώ πίσω από τα τζάμια χτυπούσε η καρδιά ενός κόσμου που γινότανε δικός τους!

Αλλά ο κόσμος αποτελείται από ανθρώπους. Πλάσματα πάει να πει που έχουν όλες τις μικρότητες των ερπετών, την ίδια ώρα που διαθέτουν όλη τη μεγαλοπρέπεια αγγελικών στοχασμών. Αυτά τα πλάσματα ήταν που ερχόντουσαν μέσα στο σπίτι κι άλλα δηλώνανε την απροκάλυπτη ζήλια τους: «Θα μείνεις μόνη!», «Οι νικητές ποτέ δεν μένουν με την ίδια γυναίκα!», «Αλλά καταστρέφεις τη δικιά σου καριέρα, για να του συμπαραστέκεσαι!» Κι άλλα στεκόντουσαν και τους καμάρωναν: «Το πιο χρυσό μετάλλιο ανήκει στην αγάπη σας!»

Μα αυτοί οι δυο είχανε πάψει να ακούνε τις φωνές των ερπετών, μα και των αγγέλων. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο μέσα στα μάτια και οι ώρες των προπονήσεων γινόντουσαν διπλές. Δεν ήταν το σώμα του καθενός που ριχνότανε στον δικό του αγώνα, ήταν κι η σκέψη του ενός που παρακολουθούσε την προσπάθεια του άλλου. Διπλοί χτύποι καρδιάς, διπλές ανάσες του στήθους, διπλά ρυάκια ιδρώτα να κυλάνε στις λακουβίτσες του λαιμού.

«Θα σου φέρω κι άλλα! Για το κάθε δωμάτιο του σπιτιού μας!». «Θα φέρω κι εγώ! Χρυσό θάναι, το ίδιο με το χρώμα του έρωτά μας!» Της κρατούσε το χέρι. Της το άγγιζε. Της το χάιδευε, το φιλούσε, μάλαζε απαλά κάθε της δάχτυλο, πασπάτευε τους μυς του μπράτσου. «Το χέρι σου!» το προσκυνούσε και του μετάγγιζε το πάθος της πίστης του. Άπλωνε όλο της το κορμί πάνω στα πόδια του. Οι ρόγες του στήθους της πιέζανε τα εξογκώματα των γονάτων του. Η υγρή ανάσα της κρατούσε δυνατά τα δάχτυλα του και τα μαλλιά της γινόντουσαν πετσέτα να κρατά ζεστούς τους μηρούς και τα πέλματα. Οι μέρες προσφέρανε τη δύναμη στα σώματα. Οι νύχτες είχαν αναλάβει να κρατούν άσβεστη τη φλόγα των ψυχών.

Μετά από λίγα χρόνια, τους περίμενε η προσδοκούμενη συνάντηση στην σοβαρή πολιτεία του Βορρά. Μια συνάντηση όχι με τη μοίρα, αλλά με το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους. Η πόλη δεν είχε το πάθος της δικιάς τους πολιτείας. Ανέλαβαν αυτοί να την μετατρέψουν σε πόλη του ερωτικού θριάμβου. Και να την κάνουν την πόλη όπου η αγάπη συναντά το αθλητικό πνεύμα.

Τα δικά του τα χρυσά ήταν τρία. Το δικό της ένα.

«Νομίζω πως πρέπει να βρούμε ένα σπίτι με περισσότερα δωμάτια!» της είπε κι ακούμπησε την άκρη της γλώσσας του, στον τρυφερό λοβό του αυτιού της. Εκείνη ανατρίχιασε. «Εγώ λέω να τα φυλάξουμε όλα κάτω από τα μαξιλάρια μας… Χρυσάφι εκεί που αναπαύεται ό,τι πιο χρυσό έχουμε…». Έτσι είπε εκείνη και κόλλησε πάνω του. Οι ανάσες τους γίνανε μικρά σταγονίδια και πότισαν τα παρτέρια της σοβαρής πολιτείας. Και τη μετάλλαξαν σε κοιτίδα της αγάπης δυο ανθρώπων. Της κοινής τους δύναμης.

https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-agones-elsinki-1952-enas-erotikos-thriamvos/

13/6/2021


 

No comments:

Post a Comment