Pages

14.6.21

ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ “ΑΛΛΟΣ” ΠΟΥ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΣ

 

ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ “ΑΛΛΟΣ” ΠΟΥ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΣ

 


Συνέντευξη στην Πελιώ Παπαδιά/ 14 Ιουνίου, 2021

 

Ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες, που έχει καταπιαστεί με όλα τα είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι, θέατρο και δοκίμιο. Η συμβολή του στην παιδική, εφηβική και crossover λογοτεχνία είναι σπουδαία. Και ασταμάτητη. Τον συναντήσαμε και συζητήσαμε με αφορμή το νέο του βιβλίο Η Μάσκα του Καπιτάνο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη.

 

 

Καλησπέρα κ. Κοντολέων. Καταρχάς, ένα ευχαριστώ, γιατί μεγάλωσα με πολλά από τα βιβλία σας. Η ιστορία της «Ποντικούπολης» που ίσως μου διαμόρφωσε και πολιτική συνείδηση και «Ο Χιονάνθρωπος που δεν ήθελε να λιώσει» είναι από τα πρώτα που θυμάμαι στα χέρια μου. Αργότερα ήρθε ο «Φωκίων», τότε που ακόμα ήταν ελάφι, κι έπειτα τα εφηβικά σας, που ξεκίνησα να διαβάζω στην προεφηβεία. Ας πούμε, «Το 33» και κυρίως «Το ταξίδι που σκοτώνει» έχουν χαραχτεί στην αναγνωστική μνήμη μου, εδώ και 30 χρόνια! Μετά, σας ακολούθησα σε μυθιστορήματα crossover ή ενηλίκων και την τελευταία δωδεκαετία, σας συνάντησα εκ νέου στα παιδικά και εφηβικά σας κείμενα, ως μαμά παιδιών και πλέον εφήβων. Αλήθεια, πώς τα έφερε η ζωή και γίνατε συγγραφέας; Πόσα βιβλία έχετε γράψει μέχρι σήμερα και ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας;

Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό το να ακούει κανείς πως με τα βιβλία του έχει συντροφεύσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής κάποιου άλλου ανθρώπου. Τουλάχιστον για μένα αυτή η συντροφιά ήταν ένα από τα ζητούμενα όταν ξεκινούσα τη συγγραφική μου καριέρα. Ίσως γιατί κι εγώ ο ίδιος, ως αναγνώστης, μια παρόμοια συντροφιά θέλω να μου χαρίζουν οι συγγραφείς που διαβάζω.

Τώρα πώς τα έφερε η ζωή και έγινα συγγραφέας… Μπορεί να έχω πολλές φορές αφηγηθεί ότι το πρώτο μου κείμενο το έγραψα κάπου στα 14 μου, όταν έχασα το αγαπημένο μου γατάκι και πως όταν στη συνέχεια το είδα δημοσιευμένο, αισθάνθηκα αυτό που μόλις πιο πάνω είπα δηλαδή πως μοιραζόμουν σκέψεις και συναισθήματα με πολλούς άλλους. Αυτή είναι η ιστορία που στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσω να γράφω, μα ποτέ δεν έχω ξεδιαλύνει αν πίσω της υπήρχε και κάτι άλλο… Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο απέκτησε το ταλέντο του. Μόνο να υποθέσει ποια στιγμή παρουσιάστηκε. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά τα χρόνια έχω δει να εκδίδονται κοντά 90 τίτλοι με το όνομά μου, από τους οποίους σαφώς κάποιους και ξεχωρίζω, αλλά δεν θα πω ποτέ, ποτέ δε θα φανερώσω, ποιοι είναι αυτοί. Ό,τι κι αν έγραψα, το αναγνωρίζω ως τέκνο μου.

 

«Η Μάσκα του Καπιτάνο», το τελευταίο σας βιβλίο, είναι μια ιστορία μυστηρίου που απευθύνεται σε εφήβους, μα διαβάζεται ευχάριστα και από ενήλικους. Εγώ θα ρωτώ και εσείς θα αποκαλύπτετε τόσο όσο… Μη φανερώσουμε τα πάντα στους αναγνώστες. Διαβάζοντας το βιβλίο, φαντάστηκα τη δράση είτε άχωρη, σε κάποιο κοντινό και ολίγον δυστοπικό μέλλον, είτε κάπου στην αχανή επαρχιακή Αμερική, όπως την έχουμε γνωρίσει μέσα από χολιγουντιανές ταινίες. Δεν ξέρω πού και πότε τοποθετήσατε εσείς τα γεγονότα, όμως θέλω να ρωτήσω γιατί επιλέξατε ένα περιβάλλον ανοίκειο στο ελληνικό κοινό και να μην προσδιορίσετε χρονικά τη δράση.

Ο κεντρικός μου ήρωας ζει μέσα σε ένα αφιλόξενο για τον ίδιο περιβάλλον, κάπου όπου δεν αναγνωρίζει τίποτε ως δικό του, μήτε καν τον ίδιο τον εαυτό του. Και έτσι θέλησα να περιγράψω με έναν παρόμοιο τρόπο και τον μυθιστορηματικό χώρο. Όταν ο ήρωας θα καταφέρει να βρει τα δικά του πατήματα, τότε κι ο αφιλόξενος χώρος θα μετατραπεί σε κάτι οικείο. Κι αν σκέφτηκα αυτόν τον «μη τόπο» να τον περιγράψω με έντονα στοιχεία του αμερικάνικου νότου, ήταν γιατί οι νέες γενιές διαμορφώνουν μια κουλτούρα που πολλά δανείζεται και από την κυρίαρχη μορφή αφήγησης της εποχής μας που, είναι ο κινηματογράφος και μάλιστα ο αμερικάνικος κινηματογράφος.

 

Πάμε στον Φιλ, στον δεκατετράχρονο πρωταγωνιστή σας. Τι μπορείτε να μας πείτε για αυτόν και για την παράξενη οικογένειά του;

Θα χρησιμοποιήσω για να σας απαντήσω ένα απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου, της καθηγήτριας του ΑΠΘ Μένης Κανατσούλη. Πρόκειται, λοιπόν, για την ιστορία ενός εφήβου, του Φιλ, που οι αδιάφοροι γονείς του τον στέλνουν να ζήσει με τον παππού. Στο νέο περιβάλλον, ο Φιλ, που είναι ανασφαλής, χωρίς αυτοπεποίθηση και κεκεδίζει, γίνεται εύκολα θύμα μιας παρέας «σκληρών» συνομήλικων αγοριών. Ο τρόπος για να αντιδράσει απέναντι στο μπούλινγκ που υφίσταται είναι να αρχίσει να μεταβάλλεται σιγά σιγά σε Καπιτάνο, να αποκτά δηλαδή το μασκοφορεμένο πρόσωπο του σκληρού τιμωρού που αποδίδει, άτεγκτος, δικαιοσύνη. Θα του αρέσει, όμως, αυτός ο ρόλος ή, τελικά, θα τον αποποιηθεί;

 

Συνεχίζω με τη Λάουρα. Ποια είναι; Πώς καταφέρνει να συνδεθεί με τον Φιλ, παρά τη διαφορά της ηλικίας, του φύλου και των βιωμάτων τους; Κι έπειτα, γιατί μιλάει με στίχους; Ομολογώ πως τη ζήλεψα για τη μνήμη της και για την ικανότητά της να τους εντάσσει στους διαλόγους της…

Και πάλι θα καταφύγω σε μια δημοσιευμένη κριτική, της καθηγήτριας του ΕΚΠΑ Τζίνας Καλογήρου. Η Λάουρα είναι ταυτόχρονα η persona του συγγραφέα και ο φορέας του συγγραφικού λόγου. Είναι μια οδηγητική μορφή για τον νεαρό ήρωα, που θα τον στηρίξει με πολλούς τρόπους στην πορεία του προς την ενηλικίωση και την αυτοπραγμάτωση. Ο χώρος που την περιβάλλει περιγράφεται εκτενώς, λίγο πριν η ίδια η ηρωίδα κάνει την εμφάνισή της. Είναι ένας τόπος τερπνός και ειδυλλιακός, γαλήνιος και ζεν, περίκλειστος και ασφαλής, απόλυτα περιγεγραμμένος και άφθονος. Περικλείει όλα τα αρχετυπικά στοιχεία γη, αέρα, νερό, φωτιά και συνομιλεί ευεργετικά με όλες τις αισθήσεις . Ένας χώρος που φιλοξενεί την παρουσία της γυναίκας που φέρει τον λόγο της ποίησης και της ομορφιάς και που θα είναι ο χώρος μέσα στον οποίο ο φοβισμένος έφηβος θα μετατραπεί σε ενσυνείδητο άντρα.

 

Κι ο Καπιτάνο; Ποιος είναι; Ένας ήρωας ενός παλιού, ξεχασμένου, ίσως και αδιάφορου κόμικ; Ένας μασκοφόρος εκδικητής παλαιάς κοπής; Ή πολλά παραπάνω;

Ο Καπιτάνο είναι ένας άτεγκτος δικαστής που προστατεύει μεν τους αδικημένους, αλλά δρα και στο πλαίσιο της εκδίκησης. Αυτό σημειώνει στη δική του κριτική ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Γιάννης Παπαδάτος και συνεχίζει… Ένα πρόσωπο που αφηγηματικά ζει ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Με μια βέργα στο χέρι, άλλες φορές δρα μόνος του ή κι άλλες για λογαριασμό του Φιλ, που από άπραγος και φοβισμένος γίνεται τιμωρός. Άλλες φορές συνομιλούν οι δυο τους. Κι ο Φιλ αναρωτιέται αν είναι ο ίδιος ο Καπιτάνο κι αν πρέπει να εκδικηθεί και να θητεύσει στο μίσος. Παίρνει τη μάσκα του Καπιτάνο σαν μια «μετάγγιση». Κι ανάμεσα στο όνειρο ή στην πραγματικότητα, ο Φιλ είναι σαν να κάνει ασκήσεις μιας ενήλικης ζωής, πειράματα που θα τον βοηθήσουν να επιλέξει τη δική του συμπεριφορά.

 

Εκδίκηση. Λέξη κλειδί στο βιβλίο. Είναι επιτρεπτή στη δική σας κοσμοθεωρία; Δικαιολογείται το θύμα αν «χτυπήσει» τον θύτη, γιατί έχει αδικηθεί;

Κάθε περίπτωση και μοναδική. Αιτιολόγηση της κάθε μιας πάντα υπάρχει. Σπάνια, όμως, δικαιολόγηση.

 

 

Ο Φιλ πριν και μετά τον Καπιτάνο… Ένας σχεδόν άλλος άνθρωπος. Θέλατε να περάσετε κάποιο μήνυμα στον αναγνώστη ή απλώς σας παρέσυρε η γραφή σας και οι υπερδυνάμεις ενός παραγνωρισμένου ήρωα;

Είμαι και ονειροπόλος και συγγραφέας. Και πολλές φορές ως έφηβος ονειρευόμουν πως ζούσα ως κάποια άλλη προσωπικότητα. Ως άλλος. Ενήλικος πλέον και συγγραφέας αυτό μόνιμα κάνω πρώτα ζω και μετά καταγράφω τη ζωή κάποιου άλλου. Αν δεν είσαι συγγραφέας, για να μεταφερθείς στην προσωπικότητα ενός τρίτου μεταξύ των άλλων χρειάζεσαι και μια μάσκα. Μια μάσκα σε μετατρέπει σε κάποιον άλλον. Κάποτε μου άρεσε να φοράω μάσκες… Έπαιζα με τις ψευδαισθήσεις μου και παράλληλα αισθανόμουν πως οι μάσκες με προφύλασσαν από τον ίδιο μου τον εαυτό. Μπορεί απλώς εμένα να με κάλυπταν, αλλά παράλληλα οι άλλοι διαφορετικά με αντιμετώπιζαν. Αυτά όλα κάποτε… Ως έφηβος. Έως ότου συνειδητοποίησα πως το να καλύπτεις το εγώ σου είναι κάτι παρόμοιο με το να το καταδικάζεις σε διαρκή φυλάκιση σε ανήλιο κελί. Γιατί τελικά, ενώ πιστεύεις πως θα υποδυθείς για λίγο μια άλλη προσωπικότητα, στην ουσία χάνεις τη δική σου. Αυτός ο αυτοεγκλεισμός σκέφτηκα πως ήταν μια όμορφη ιδέα που πάνω της άξιζε να στήσω ένα μυθιστόρημα.

 

Ο φόβος, για να ξεπεραστεί, χρειάζεται ήρωες με υπερδυνάμεις ή λίγη μαγεία; Επιστημονική φαντασία ή μαγικός ρεαλισμός;

Ο καθένας ξεπερνά ή πιο σωστά προσπαθεί να ξεπερνάει τους φόβους του με τον δικό του τρόπο. Προσωπικά, και χωρίς να κρίνω τις επιλογές των άλλων, δεν δέχομαι τη βοήθεια υπερδυνάμεων ή της όποιας μαγείας. Στη ζωή χρειάζεται λογική και αυτογνωσία. Αλλά στη λογοτεχνία μπορείς να χρησιμοποιήσεις υπερρεαλιστικά ή και μαγικά ή και φανταστικά στοιχεία για να τονίσεις και να τονώσεις την αυτογνωσία. Όλα τα βέλη στη φαρέτρα της συγγραφής. Και κάθε φορά επιλέγω κάποιο.

 

Στο βιβλίο θίγετε το θέμα της ανδρικής ταυτότητας, πηγής δυστυχίας για πολλά αρσενικά, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται συχνά ρευστή. Τι σημαίνει για εσάς «αγόρι» και τι «άντρας»;

Ο άνδρας ως κοινωνικό φύλο διαμορφώνεται κυρίως από τις γυναίκες. Θεωρώ πως η γυναίκα ως φύλο βιολογικό (το θήλυ, δηλαδή) έχει μια αυτονομία, μια και μπορεί να τεκνοποιήσει. Σε αντίθεση με το αρσενικό που η Φύση, μετά τη γονιμοποίηση, δεν το χρειάζεται. Το γυναικείο φύλο αντιδρά στην καταπίεση της κοινωνικής του οντότητας από τους άνδρες και με έναν βαθύ, θα έλεγα υπαρξιακό, τρόπο τους διαμορφώνει. Μα δεν τους εξομαλύνει τα βίαια χαρακτηριστικά. Θα περίμενε κανείς από τις μανάδες να καλλιεργούν στα αρσενικά παιδιά τους μια ταυτότητα που θα θεωρούσε τον εαυτό της ισότιμο με την γυναικεία. Κι όμως στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτό δε γίνεται. Κάποιοι όλη αυτή την κατάσταση την έχουν ονομάσει «πάλη των φύλων». Ως άνδρας γιος, σύντροφος, πατέρας, φίλος, πολίτης δεν την αποδέχομαι. Θέλω τη γυναίκα να την έχω ισότιμα δίπλα μου.

 

 

Ένα σοβαρό ζήτημα που αναδεικνύετε στη Μάσκα είναι αυτό της κακοποίησης, του μπούλινγκ, ψυχικού και σωματικού. Ο δημόσιος διάλογος περί αυτού έχει ανοίξει εδώ και χρόνια. Τα βιβλία που το θίγουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, χιλιάδες. Στη χώρα μας, έχουν τρέξει εκατοντάδες εκπαιδευτικά προγράμματα για τον σχολικό εκφοβισμό. Όμως, η βία συνεχίζει να είναι πανταχού παρούσα. Ίσως πιο κεκαλυμμένη. Αλλά παρούσα. Γιατί; Είναι η ροπή της ανθρώπινης φύσης;

Πάντα το παιδί φοβάται το κάθε τι νέο, ακόμα κι όταν αναζητά να το κατανοήσει. Όταν ένα παιδί μεγαλώνει μέσα σε μια κοινωνία που επίσης φοβάται το κάθε τι νέο μήπως και την αμφισβητήσει, τότε είναι φυσικό το παιδί αυτό να εξασκεί μπούλινγκ. Αλλά και να υφίσταται. Θύτης και θύμα. Στη φύση του ανθρώπου; Θα έλεγα ναι αν δω τον άνθρωπο ως ένα είδος θηλαστικού και μόνο. Αλλά εδώ και αιώνες έχουμε πάψει να είμαστε μόνο θηλαστικά. Έχουμε γίνει και κοινωνικά όντα με συνείδηση. Μα είναι μια συνείδηση που δεν θέλουμε να απλώσουμε σε όλες τις περιπτώσεις. Τελικά, πάντα θα υπάρχει ένας «άλλος» που στα μάτια μας θα είναι εχθρός. Η σωστή παιδεία βοηθά. Μα δεν έχει με σωστό τρόπο προσφερθεί. Και τα περισσότερα από τα βιβλία που λέτε, έτσι επιφανειακά αντιμετωπίζουν το θέμα.

 

Είναι πολλά ακόμα που θέλω να ρωτήσω, μα δεν μας φτάνει ο χώρος… Οπότε θα κλείσω με μια απορία που συχνά μου γεννιέται διαβάζοντας και στην οποία δεν έχω βρει ακόμα απάντηση. Το ταξίδι μας προς την ενηλικίωση τελειώνει ποτέ; Ή πάντοτε το παιδί μέσα μας βρίσκει τρόπους και ξεφεύγει από το μονοπάτι που θα «έπρεπε» να ακολουθεί; Τελικά, τι απέγινε ο Φιλ όταν μεγάλωσε;

Ποτέ δεν τελειώνει το ταξίδι… Ή, πιο σωστά, ποτέ δεν πρέπει να τελειώνει το ταξίδι προς την ενηλικίωση. Γιατί κάθε μέρα που μεγαλώνουμε κάτι νέο ανακαλύπτουμε που θα πρέπει να αφήνουμε να μας διαμορφώνει. Έως τον θάνατο συνεχώς μεγαλώνουμε και όσο μεγαλώνουμε αποκτούμε περισσότερες εμπειρίες. Τώρα, για το τι έγινε ο Φιλ όταν μεγάλωσε… Θα σας παραπέμψω στην τελευταία πρόταση του μυθιστορήματος. Εκεί που πλέον ο Φιλ και ο παππούς του θα μιλήσουν γι’ αυτό. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Σαν άντρες.

 

Το βιβλίο Η μάσκα του Καπιτάνο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, με εξώφυλλο του Βασίλη Κουτσογιάννη.

 

https://www.talcmag.gr/hot/manos-kontoleon-maska/?fbclid=IwAR3g-s9LE1quLM8p6Z8UJwX8WksPkKtqpOsIf30u4KSm01qO1vQQD0Fpj4Y

Ολυμπιακοί Αγώνες Ελσίνκι 1952 – Ένας ερωτικός θρίαμβος!


 

Ελσίνκι 1952, Ολυμπιακοί Αγώνες, Κυριακή 6 Ιουνίου. Ο Τσεχοσλοβάκος Εμίλ Ζάτοπεκ κερδίζει τρία χρυσά μετάλλια στους δρόμους αντοχής. Η γυναίκα του Ντάνα Ζατοπέκοβα κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο ακόντιο.

 

Τα δυο μετάλλια, το χρυσό και τ΄ ασημένιο, κάπου υπήρχαν μέσα στο σπιτικό τους. Κάπου, άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί. Άλλοτε στο σαλόνι, να στολίζουν την κομότα, άλλοτε βρισκόντουσαν στο τραπεζάκι της κουζίνας, να φωτίζουν τη λευκή πορσελάνη που τη θάμπωνε το αχνιστό τσάι. Μα ήταν και φορές, αρκετές φορές, που τα μετάλλια βρισκόντουσαν στην κρεβατοκάμαρα.

Σ΄ εκείνη άρεσε να τα φέρνει εκεί μέσα. Κι αυτός γελούσε. Έλεγε «Μα επιτέλους, αποφάσισε που θα τα τοποθετήσουμε!». Έτσι έλεγε, δεν είχε γκρίνια ο τόνος της φωνής του, μέσα στη ματιά του σπίθιζε η ικανοποίηση από τον τρόπο που η γυναίκα του αντιμετώπιζε τις αναμνήσεις του θριάμβου του στους τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Κι εκείνη τον πλησίαζε, τα χέρια της κρεμιόντουσαν από τους λεπτούς, όλο κόκαλα και νεύρα –μόνο κόκαλα και νεύρα– ώμους του και έριχνε πλάγια το κεφάλι της. «Δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς που ταιριάζει περισσότερο ο θρίαμβος. Στην επισημότητα μιας σάλας, στην καθημερινότητα μιας κουζίνας ή στο προσωπικό καταφύγιο μιας κρεβατοκάμαρας;» Η δικιά της η φωνή είχε τις αποχρώσεις ενός παιχνιδίσματος, την ίδια ώρα που έκρυβε και τον προβληματισμό μιας ουσιαστικής ερώτησης.

Χρυσή αγάπη και χρυσά μετάλλια

Αυτός προσπαθούσε να σοβαρευτεί «Μήπως ξεχνάς και τον ιδιωτικό χώρο του μπάνιου;»

Τα χέρια της κατέβαιναν και ψαχούλευαν τη γραμμή της ραχοκοκαλιάς του: «Πολύ σωστή παρατήρηση!» προλάβαινε να πει προτού τα χείλια του κλείσουν ανάμεσά τους τα δικά της. Ένα παιχνίδι τοποθετήσεων. Μόνο αυτό; Όχι, δεν ήταν μόνο αυτό.

Γιατί εκείνα τα δυο μετάλλια δεν συμβολίζανε μόνο ένα διπλό θρίαμβο που πριν από λίγους μήνες έγινε. Ήταν και το σύμβολο ενός λαμπερού άντρα. Ενός άντρα που ήξερε σωστά να προσπαθεί, με πάθος να αγωνίζεται, με σχέδιο να προγραμματίζει το μέλλον. Κι αυτός ο άντρας ήταν δικός της. Εκείνη δικιά του. Μια σχέση αγάπης, πάθους ονείρων… Έπρεπε, ήθελε να είναι μια σχέση ισότιμη μέσα στις μελλοντικές προδιαγραφές της. Ισότιμη.

Το δικό του μέλλον ήταν ο αθλητισμός. Και το δικό της μέλλον ο αθλητισμός ήταν. Το κοινό τους μέλλον περνούσε, ίσως μέσα από τους στίβους, αλλά κατέληγε –άρχιζε και τέλειωνε– στο σπίτι τους. Και τα στέρεα σπιτικά, είναι σαν τα αγωνίσματα. Απαιτούν καθημερινή προπόνηση, πίστη στο στόχο, ισοβαρή κατανομή, πίστη στις δυνάμεις, ζητάνε το πάθος και θέλουνε να λιάζονται στις αχτίνες του έρωτα.

Τα δυο εκείνα μετάλλια δεν ήταν μόνο η υπενθύμιση ενός διπλού θριάμβου. Ήταν, ναι ήταν ξεκάθαρα η υπόμνηση πως όλα καλά ξεκινήσανε, αλλά ακόμα καλύτερα έπρεπε –μα και μπορούσανε, άξιζε– να πάνε. «Πάντως να μην προβληματίζεσαι!» της έλεγε εκείνος, «Θα σου φέρω κι άλλα!» Ήταν σίγουρη πως θα της έφερνε κι άλλα. Αλλά αυτό δεν ήταν η πιο σωστή, η πιο ολοκληρωμένη λύση.

Η δικιά της συνεισφορά έπρεπε κι αυτή να πάρει κάποιον παρόμοιο συμβολισμό. «Θα φέρω κι εγώ!» του δήλωνε και κλεινότανε στην αγκαλιά του, άφηνε το σώμα της να συντονιστεί με τις κινήσεις του δικού του, κινήσεις που οδηγούσαν στην πλήρη εκτόνωση της ένωσης. Μια ανταλλαγή πάθους, μια ανταλλαγή δυνάμεων. Εκείνη δανειζότανε την τεχνική του πείσματός του, την επεξεργαζότανε, την έκανε συστατικό του δικού της σώματος, του την επέστρεφε φορτωμένη με τη γυναικεία ευαισθησία της. «Θα φέρω κι εγώ!»

 

Η μυρωδιά του κόσμου

Πίσω από τις κουρτίνες φαινότανε η σκιά μιας πανέμορφης και ερωτικής πολιτείας. Πίσω από τα τζάμια η μυρωδιά του κόσμου. Μέσα στο σπίτι τους οι ανάσες τους. Τα σώματά τους, τα όνειρα, οι ελπίδες τους. Το δικό τους κοινό μέλλον. «Θα φέρεις!… Αν και ό,τι έκανα, ό,τι κάνω σου ανήκει… Τα οφείλω σ΄ εσένα… Στον έρωτά μας… Στην αγάπη μας!». Πόσο υπέροχα ήταν να αφήνουν τα μέλη τους να αναπαύονται, γυμνά και σοφά απροστάτευτα, πάνω στα λευκά σεντόνια που γευόντουσαν τον ιδρώτα τους, ενώ πίσω από τα τζάμια χτυπούσε η καρδιά ενός κόσμου που γινότανε δικός τους!

Αλλά ο κόσμος αποτελείται από ανθρώπους. Πλάσματα πάει να πει που έχουν όλες τις μικρότητες των ερπετών, την ίδια ώρα που διαθέτουν όλη τη μεγαλοπρέπεια αγγελικών στοχασμών. Αυτά τα πλάσματα ήταν που ερχόντουσαν μέσα στο σπίτι κι άλλα δηλώνανε την απροκάλυπτη ζήλια τους: «Θα μείνεις μόνη!», «Οι νικητές ποτέ δεν μένουν με την ίδια γυναίκα!», «Αλλά καταστρέφεις τη δικιά σου καριέρα, για να του συμπαραστέκεσαι!» Κι άλλα στεκόντουσαν και τους καμάρωναν: «Το πιο χρυσό μετάλλιο ανήκει στην αγάπη σας!»

Μα αυτοί οι δυο είχανε πάψει να ακούνε τις φωνές των ερπετών, μα και των αγγέλων. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο μέσα στα μάτια και οι ώρες των προπονήσεων γινόντουσαν διπλές. Δεν ήταν το σώμα του καθενός που ριχνότανε στον δικό του αγώνα, ήταν κι η σκέψη του ενός που παρακολουθούσε την προσπάθεια του άλλου. Διπλοί χτύποι καρδιάς, διπλές ανάσες του στήθους, διπλά ρυάκια ιδρώτα να κυλάνε στις λακουβίτσες του λαιμού.

«Θα σου φέρω κι άλλα! Για το κάθε δωμάτιο του σπιτιού μας!». «Θα φέρω κι εγώ! Χρυσό θάναι, το ίδιο με το χρώμα του έρωτά μας!» Της κρατούσε το χέρι. Της το άγγιζε. Της το χάιδευε, το φιλούσε, μάλαζε απαλά κάθε της δάχτυλο, πασπάτευε τους μυς του μπράτσου. «Το χέρι σου!» το προσκυνούσε και του μετάγγιζε το πάθος της πίστης του. Άπλωνε όλο της το κορμί πάνω στα πόδια του. Οι ρόγες του στήθους της πιέζανε τα εξογκώματα των γονάτων του. Η υγρή ανάσα της κρατούσε δυνατά τα δάχτυλα του και τα μαλλιά της γινόντουσαν πετσέτα να κρατά ζεστούς τους μηρούς και τα πέλματα. Οι μέρες προσφέρανε τη δύναμη στα σώματα. Οι νύχτες είχαν αναλάβει να κρατούν άσβεστη τη φλόγα των ψυχών.

Μετά από λίγα χρόνια, τους περίμενε η προσδοκούμενη συνάντηση στην σοβαρή πολιτεία του Βορρά. Μια συνάντηση όχι με τη μοίρα, αλλά με το προδιαγεγραμμένο μέλλον τους. Η πόλη δεν είχε το πάθος της δικιάς τους πολιτείας. Ανέλαβαν αυτοί να την μετατρέψουν σε πόλη του ερωτικού θριάμβου. Και να την κάνουν την πόλη όπου η αγάπη συναντά το αθλητικό πνεύμα.

Τα δικά του τα χρυσά ήταν τρία. Το δικό της ένα.

«Νομίζω πως πρέπει να βρούμε ένα σπίτι με περισσότερα δωμάτια!» της είπε κι ακούμπησε την άκρη της γλώσσας του, στον τρυφερό λοβό του αυτιού της. Εκείνη ανατρίχιασε. «Εγώ λέω να τα φυλάξουμε όλα κάτω από τα μαξιλάρια μας… Χρυσάφι εκεί που αναπαύεται ό,τι πιο χρυσό έχουμε…». Έτσι είπε εκείνη και κόλλησε πάνω του. Οι ανάσες τους γίνανε μικρά σταγονίδια και πότισαν τα παρτέρια της σοβαρής πολιτείας. Και τη μετάλλαξαν σε κοιτίδα της αγάπης δυο ανθρώπων. Της κοινής τους δύναμης.

https://slpress.gr/politismos/olympiakoi-agones-elsinki-1952-enas-erotikos-thriamvos/

13/6/2021