Pages

22.12.21

Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας" στο fractal

 

Έρωτας κι εξουσία

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

“Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας” του Μάνου Κοντολέων, Εκδόσεις Πατάκη

 

«Η ύπαρξη των υπαρκτών είναι ένα ενεργούμενο πώς, όχι ένα συντελεσμένο τι. Ενεργείται η ύπαρξη, γίγνεται. Τη συνιστούν σχέσεις, είναι πραγματικότητα σχέσεων.».

Οντολογία του προσώπου, Χρήστος Γιανναράς

Το πρόσφατο λογοτέχνημα του Μάνου Κοντολέων «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» είναι ένα έργο βαθιά ψυχογραφικό, ουσιαστικά φιλοσοφικό, ερευνά σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς πιάνοντας το νήμα από την αρχή, από την ανατολή της ανθρώπινης σκέψης, πέρα στα βάθη των αιώνων καθώς οι τραγικοί συγγραφείς καταπιάνονται με τα πάθη και τους πόθους της ανθρώπινης φύσης όπως εκδηλώνονταν τότε, όπως εξακολουθούν να εκδηλώνονται ακόμη. Στο χθες βρίσκεται η αλήθεια του σήμερα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η τραγικότητα, όσο και αν προσπαθούμε να την ξορκίσουμε και να αποτινάξουμε το θλιβερό της αγκάλιασμα, ακολουθεί σα σκιά τα βήματα του ανθρώπου καθώς δρασκελίζει το χρόνο, καθώς φορτώνεται με τα όποια καλούδια της προόδου και της επιστήμης, μα η ουσία της φύσης μας παραμένει αρχέγονη, γήινη, τα ένστικτά μας χαραγμένα με φωτιά στους κρίκους της αλυσίδας του DNA μας ενώνουν αέναα με τα προγονικά μας πνεύματα και, την ίδια στιγμή, γίνονται προάγγελος των μελλούμενων, άγνωστων εν πολλοίς, τόσο οικείων, από την άλλη.

Ο Μάνος Κοντολέων, άξια πολυβραβευμένος και ιδιαίτερα αγαπητός, αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, grand maître της συγγραφής για κάθε κοινό, μεστός, ουσιαστικός, ευθύβολος μα πάνω απ’ όλα ένας αισθαντικός αφηγητής της περιπλάνησής μας σε τούτη εδώ τη γη, ειλικρινής μα και καλοπροαίρετος σχολιαστής της ανθρώπινης φύσης καθώς με κάθε του έργο καταθέτει μία εμπεριστατωμένη θέση με την οποία μετουσιώνει σε πάλλουσα λογοτεχνία τους κοινωνικούς/ψυχολογικούς/ηθικούς προβληματισμούς και αναζητήσεις του, χαρίζοντας στον αναγνώστη απλόχερα την πιο ρεαλιστική απεικόνιση της ανθρώπινης συνθήκης.

Στο τελευταίο του έργο «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», ο συγγραφέας με τόλμη αλλά και μία ιδιαίτερη διαίσθηση, ανασύρει μέσα από τις σκιές τους ήρωες και τις ηρωίδες του. Δύο τα κυρίαρχα πρόσωπα, μία βασίλισσα (αλλά και σύζυγος, μητέρα, ερωμένη, κόρη και αδελφή) και ένας διάδοχος (αλλά και γιος και αδελφός και φίλος και εραστής), η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης, θύτες και θύματα, θύτες και ταυτόχρονα θύματα, η έννοια της θεατρικής μάσκας με λογοτεχνικούς όρους και η δυναμική της συγγραφικής σκέψης που επιτρέπει την εναλλαγή ρόλων ανάλογα με τις κοινωνικές συμβάσεις εντός των οποίων κινούνται οι ήρωές του. Η Κλυταιμνήστρα, συζυγοκτόνος βασίλισσα, έχει ήδη βιώσει τη δολοφονία του πρώτου της συζύγου και του νεογέννητου γιου της, έχει χάσει την κόρη της Ιφιγένεια, θυσία στο βωμό από τον αιμοδιψή, αδίστακτο Αγαμέμνονα, προσωποποιεί για πρώτη φορά τον διπλό ρόλο του θύματος και του θύτη καθώς δεν έχει άλλο τρόπο να διεκδικήσει το δικαίωμά της στον πόνο ως πληγωμένης μητέρας και προδομένης συζύγου παρά μόνο αναλαμβάνοντας να εκφράσει με τον πλέον βίαιο τρόπο το μίσος της για τον βασιλιά αλλά και τον κόσμο που την περιβάλλει.

Το ασυνείδητο περνά και γίνεται συνείδηση, μία βασίλισσα χωρίς το βασιλιά της για δέκα έτη, η Κλυταιμνήστρα διοικεί με σθένος, ο Αίγισθος είναι μία παγιωμένη κατάσταση εξουσίας (αρσενικό-θηλυκό) και όχι αναγκαιότητα, η ίδια αποτελεί «παραφωνία» στο  κοινωνικό περιβάλλον της εποχής της, αταίριαστο θηλυκό όχι μόνο εξαιτίας της αδυσώπητης μοίρας που επιφυλάσσει στον Αγαμέμνονα αλλά, κυρίως γιατί κρύβει μέσα της μία δύναμη σχεδόν αρρενωπή, διακρίνεται από μία επιδραστική ρητορική ικανότητα που μάλλον χαρακτήριζε τους άρρενες ήρωες της εποχής της, μία αδιασάλευτη αποφασιστικότητα έως τέλους, καθώς με λόγια γεμάτα πειθώ παρασύρει τον βασιλιά της στο χαμό που του επιφυλάσσει, τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα, ασκεί την τέχνη της εξαπάτησης με τον πλέον ικανό τρόπο, δολοπλοκεί ασύστολα, λόγια λιγοστά, μια καρδιά που έμαθε να δίνει τα ελάχιστα. Εκεί, ανάμεσα στο αιώνιο δίπολο έρωτα και εξουσίας, στο ανταριασμένο ταίριασμα που, όπως ο Jung μας υπενθυμίζει, μοιάζουν ασυμβίβαστοι πόλοι, επιτελείται η αποδόμηση όλων των πολυσχιδών σχέσεων της Κλυταιμνήστρας, διαλύονται όλοι οι ρόλοι για να μείνει μόνο ένας: συζυγοκτόνος. Δίπλα του όμως στέκει ακόμη ένας : μάνα χαμένη από το χέρι του αγαπημένου της γιου…..

Ξαναδιαβάζοντας την ηρωίδα μέσα από το έργο του Μάνου Κοντολέων, ο αναγνώστης του σήμερα αφουγκράζεται πλέον πολλά περισσότερα : η Κλυταιμνήστρα γίνεται σύμβολο μίας μοίρας από την οποία αδυνατεί να ξεφύγει, βαθιά ριζωμένος μέσα της ένας πόνος που έρχεται από πολύ μακριά, μία απελπισία που δεν βρίσκει ανάπαυση στη λήθη αλλά επανέρχεται καθημερινά σε έναν κόσμο που ακόμη και η μητρότητα έρχεται σε δεύτερη μοίρα καθώς τα παιδιά ανήκουν στον πατέρα, η αδικία, η δυστυχία, η καταπίεση οπλίζουν το χέρι της Κλυταιμνήστρας, η βία της οποίας εναντιώνεται στην αρσενική κυριαρχία, στην οικογενειακή αδιαφορία, στη σκληρότητα. Δίνοντας μία αιματοβαμμένη απάντηση στο κάλεσμα της μοίρας της, παίρνει στα χέρια της τον κόσμο που ήδη την έχει τοποθετήσει σε μία θέση αναγκαστικής χηρείας. Πόσο δρόμο πρέπει να διανύσει το θηλυκό γένος, πόσα δάκρια πρέπει να χυθούν, πόσο πόνο θα πρέπει να αντέξει για να καταφέρει να διατρανώσει την αυτοδιάθεσή της, να διεκδικήσει τη θέση που κάθε φορά δικαιούται στη διανομή ρόλων, να πάψει να είναι το θύμα μίας σκληρής μοίρας που τσακίζει ευασθησίες, όνειρα, τρυφερότητα, νοιάξιμο; Με ποιον τρόπο μπορεί κάθε Κλυταιμνήστρα να περισώσει το μυαλό της από την απόγνωση, να ξεφύγει από την αρπαγή μίας μέγγενης που τη συνθλίβει αφού, πρωτύτερα, την εξαθλιώσει συναισθηματικά;

Δίπλα στην Κλυταιμνήστρα και στους ίσκιους που την πλαισιώνουν, ο Μάνος Κοντολέων σκύβει με ενδιαφέρον δίπλα σ’ έναν άλλο ήρωα: τον Ορέστη, αυτόν που θα σηκώσει στους ώμους του το βάρος της εκδίκησης για το φόνο του Αγαμέμνονα, ερμηνεύοντας διπλά την ιδέα μίας βίας που οι σπείρες της κόβουν σα μαχαίρι, κρύβοντας στα πιο μύχια μέρη της ψυχής την δική του εκδοχή: πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι ο πρίγκηπας/διάδοχος του φονευμένου βασιλιά, υπάρχει περίπτωση να μπορέσει να προβάλλει τη δική αυτοδιάθεση αφού σπρώχνεται να γίνει ό,τι δεν φαντάστηκε ο ίδιος ποτέ, μητροκτόνος;

 

Μάνος Κοντολέων

 

Στις σκιές κρύβεται καθώς νιώθει άβολα μέσα στον κόσμο, διπλός ο λογισμός του, η απώλεια τον βαραίνει, είναι έτοιμος, υπό καθεστώς πίεσης, να κάνει οτιδήποτε, ένας «μικρός» αδερφός κάτω από την επήρεια της μεγάλης αδελφής, η Ηλέκτρα καθοδηγεί σκέψεις και συναισθήματα. Ο Μάνος Κοντολέων δραματοποιεί την παιδική του ηλικία, έμαθε να υποδύεται το ρόλο αυτού που πρέπει να είναι, αυτού που περιμένουν από αυτόν να γίνει, υπάρχουν πολλά για τα οποία ο Ορέστης αποφασίζει να σωπάσει, εύκολα γίνεται όργανο εκείνων που είναι στη μοίρα τους να διατάζουν.

Σε πρώτο πρόσωπο ο Ορέστης μιλά, σε τρίτο πρόσωπο η Κλυταιμνήστρα αφηγείται, η ιστορία της ιδωμένη μέσα από τις σκιές της, εκείνος καταγράφει, παρατηρεί, αναμένει, εκτελεί, κρατά τον άμεσο λόγο για τον εαυτό του. Συγγραφέας που αγγίζει με σεβασμό τη γυναικεία ψυχή, εδώ νοιάζεται και για τον Ορέστη που παραμένει σε μία κατάσταση παρατεταμένης εφηβείας, ένας γιος που ποτέ δεν μεγάλωσε, με το σπαθί εκδικείται για τον πατέρα, κοντά στη μεγάλη αδελφή αναζητά παρηγοριά, ανδρώνεται βίαια, δεν χρειάζεται να πολυσκεφθεί, ενεργεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Μόνιμη συντροφιά του μία βαθιά αίσθηση μοναξιάς, μοιάζει να μην ανήκει στον κόσμο αυτό, η συνειδητοποίηση, εκ των υστέρων, του κρίματός του, ολοένα τον σπρώχνει στη θλίψη. Φαίνεται πως κατά βάθος, πειθήνιο όργανο είναι και αυτός των καταστάσεων που επιβάλλονται έξωθεν, σφαλερή η στάση του, η ψυχή του ανάπαυση δεν βρίσκει καθώς ο κύκλος του αίματος τον βυθίζει στην απελπισία.

Έργο εκπληκτικής δύναμης, πρωτότυπο στη σύλληψη και φορτισμένο συγκινησιακά, παίρνει τους δύο ήρωες από το χέρι για να τους οδηγήσει στο φως, καταυγάζοντας την τραγικότητά τους από μία νέα οπτική. Ποια η πορεία τους, ποιο το εσωτερικό τους άχθος, ποιο το αθεράπευτο τραύμα τους, ποια η ανερμήνευτη ροπή τους προς το κακό; Τιμωροί και τιμωρούμενοι την ίδια στιγμή, αέναα παγιδευμένοι στη θανάσιμη παγίδα της εκδίκησης….σιωπηλός ο  πόνος τους, ηχηρή η πράξη τους, καταδικασμένοι αιώνια σ’ εκείνο το τελευταίο βλέμμα…..τι είδε άραγε ο ένας στα μάτια του άλλου, ποια καρδιά μάτωσε πρώτη εκείνη προτού το κορμί στάξει το αίμα του; Ένας κόσμος καταπιεσμένος που ξεσπά, οργή χωρίς όρια, θυμός χωρίς αντίκρισμα, σιωπή που ηχεί υπόκοφα, ρόλοι που προβάρονται χωρίς παραγγελία, μία κοινωνία που επιτάσσει και ένας κόσμος που υποτάσσεται, η εξουσία μέσα από τα πολλά της πρόσωπα και η ασύμπτωτη κατάληξη όσων βρίσκονται μπλεγμένοι στον ιστό της αποκαλύπτονται στον αναγνώστη με την αφοπλιστική ειλικρίνεια ενός αρχαίου στη σύλληψη αλλά απόλυτα σύγχρονου στην εκτέλεση δράματος.

 

«Αφού ο Χρόνος είναι το αίμα των ζωντανών, η Αιωνιότητα θα πρέπει να είναι το αίμα ίσκιων.».

Φωτιές, Marguerite Yourcenar

Τα φαντάσματα του Ντέμιν

 


Τον Μάιο 1945, αμέσως μετά την πτώση του Βερολίνου και την ολοκληρωτική κατάρρευση του Γ’ Ράιχ, στην πόλη Ντέμιν στο γερμανικό κρατίδιο του Μεκλεμβούργου – Πομερανίας, έλαβε χώρα η μεγαλύτερη ομαδική αυτοκτονία στην ιστορία της Γερμανίας.

Περίπου 900 – 1.000 κάτοικοι της μικρής αυτής κωμόπολης αφαίρεσαν οι ίδιοι τόσο τις ζωές τους όσο κι αυτές των οικογενειών τους, καθώς υπήρξε μια μαζική υστερία για τα αντίποινα που πιθανολογούσαν πως θα αντιμετώπιζαν από τον προελαύνοντα Σοβιετικό Στρατό.

Αυτό το σχεδόν άγνωστο στους πολλούς γεγονός και που στην ουσία ακόμα πλήρως δεν έχει διευκρινισθεί, χρησιμοποιεί ως βάση για το πρώτο της μυθιστόρημα η νεότατη γερμανίδα συγγραφέας Βερένα Κέσλερ.

Η υπόθεση εξελίσσεται στις μέρες μας και η κεντρική ηρωίδα του έργου, η ανήσυχη έφηβη Λάρι, αναζητά τον δρόμο που θα την οδηγήσει στην τοποθέτηση του εαυτού της μέσα σε ένα οικογενειακό όσο και κοινωνικό περιβάλλον που σκιάζεται από το γεγονός εκείνο της ομαδικής αυτοκτονίας των κατοίκων της κωμόπολης.

Η Κέσλερ δεν στέκεται στις ερμηνείες (φόβο ή ενοχές) που μπορεί να έκαναν  τόσους ανθρώπους να αναζητήσουν τον θάνατο.

Αφήνει το παρελθόν να υπάρχει ως ένα σκοτεινό νέφος που καλύπτει τον τόπο. Μα κάτω από αυτό το νέφος μπορεί μεν να εξακολουθούν να ζούνε μερικοί ακόμα από τους επιζήσαντες της ομαδικής παράκρουσης (όπως η γηραιά γειτόνισσα της Λάρι, που σε βαθύ γήρας και καθώς ετοιμάζεται μετακομίσει σε οίκο ευγηρίας, αποχαιρετά μνήμες και στο τέλος με καθυστέρηση εβδομήντα περίπου χρόνων επιλέγει και αυτή την αυτοκτονία), αλλά ζούνε πλέον και νέοι άνθρωποι που έχουν δει την ζωή τους να αλλάζει.

Η Γερμανία είναι και πάλι ενωμένη, οι περισσότεροι από εκείνους που μεγάλωσαν στην ανατολική πλευρά της προσπαθούν να συντονίσουν τα προσωπικά τους και επαγγελματικά τους βήματα μέσα στις νέες συνθήκες και οι νεότεροι, όπως η Λάρι και ο φίλος της ο Τίμο, από τη μια αναζητούν στη φυγή μια διέξοδο, ενώ από την άλλη δεν μπορούν τουλάχιστον εύκολα να αποκοπούν από ένα παρελθόν που αποτελεί για τους ίδιους στοιχείο της βαθύτερης ψυχοσύνθεσής τους.

Η αφήγηση είναι βασικά πρωτοπρόσωπη -η Λάρι αφηγείται τον χωρισμό των γονιών της, τον πόνο από το ατύχημα που της στέρησε τον μεγάλο της αδελφό, τις σχέσεις που την συνδέουν με την πιο στενή της φίλη, το ερωτικό σκίρτημα που της ξυπνά ο Τίμο, την ασυνείδητη εξάρτησή της από το ίδιο το γεγονός του θανάτου.

 

Βερένα Κέσλερ

 

Ενδιάμεσα, μεσολαβούν, τριτοπρόσωπες αφηγήσεις για τις αναμνήσεις και τις τελευταίες στιγμές της γηραιάς κυρίας που είχε διαφύγει η ίδια από την ομαδική αυτοκτονία.

Με αυτή την τεχνική, η Κέσλερ περιγράφει τη βαριά σκιά του παρελθόντος και την προσπάθεια να ξεκινήσουν όλα από την αρχή.

Αισθαντική γραφή, ιδιαίτερα επιτυχημένη τόσο στις περιγραφές των αντιδράσεων των εφήβων, όσο όμως και των συναισθημάτων των ενηλίκων.

Ένα πολύ καλό δείγμα μυθιστορήματος cross over που με τεχνική αξιοπρόσεχτη μετέφερε στη γλώσσα μας η Δέσποινα Κλεομβρότου.