Pages

22.4.22

 

Το μυθιστόρημα «Η διπλή γλώσσα» είναι το τελευταίο (και μάλιστα όχι


τελικά επεξεργασμένο) μυθιστόρημα του  νομπελίστα Γουίλιαμ Γκόλντινγκ (1911- 1993) και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.

Πρόκειται για την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας γυναίκας, της Αριήκη, που σε νεαρή ηλικία ακόμα, επιλέχτηκε να είναι η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών.

Η ιστορία είναι τοποθετημένη μέσα στον ιδιαίτερο 1ο αιώνα π.Χ., όπου οι Ρωμαίοι κυριεύαν όλον τον  ελλαδικό χώρο και επέβαλαν τις πολιτικές τους στις ελληνικές πόλεις.

Η Αριήκη, κόρη εύπορου μα και αυστηρού κτηματία, δεν χαρακτηρίζεται από ομορφιά, αλλά δείχνει πως διαθέτει κάποιες μαντικές ικανότητες.

Και θα είναι αυτές που θα κάνουν τον αρχιερέα του Απόλλωνα, τον Ιωνίδη, να την επιλέξει για να γίνει η νέα Πυθία.

Είναι μια περίοδος που το μαντείο των Δελφών χάνει σιγά την αίγλη του και αυτό είναι κάτι που ο Ιωνίδης θέλει να το ανατρέψει.

Καταφέρνει να εκπαιδεύσει σωστά την Αριήκη και έτσι η παλιά αίγλη, αλλά και τα έσοδα του μαντείου φαίνεται να αποκτούν ένα έστω μέρος της παλιάς τους φήμης.

Αλλά ο Ιωνίδης, ως Αθηναίος, δεν αρκείται μόνο σε αυτό, μα αναζητά τρόπους να περιορίσει την επεκτατική δύναμη των Ρωμαίων.

Η μαντικές ικανότητες της Αριήκη τον βοηθούν σε αυτούς τους στόχους του, αλλά οι όχι σωστοί σχεδιασμοί του, θα εκθέσουν τον ίδιο και το αξίωμά του απέναντι των κατακτητών και απογοητευμένος θα αφεθεί σε μια σωματική φθορά και στο τέλος θα πεθάνει, ενώ η Αριηκη θα μείνει μόνη και ως τα βαθιά της γεράματα να υπηρετεί ένα σκοπό που έχει κι αυτός γεράσει και φθίνει.

Στην ουσία η «Διπλή γλώσσα» είναι και ως θέμα και ως τρόπος διαχείρισής, ένα μυθιστόρημα φιλοσοφικού όσο και βιολογικού αποχαιρετισμού.

Ο Γκόλντινγκ χρησιμοποιεί τη φωνή της ηρωίδας του (και ας σημειωθεί πως θα είναι η πρώτη και τελευταία φορά που ο νομπελίστας συγγραφέας, βάζει στο κέντρο της αφήγησής του μια γυναίκα) για να καταγράψει την πορεία προς την παρακμή.

Ο ίδιος, βαθύς γνώστης της ελληνικής ιστορίας και φιλοσοφίας, στήνει το σκηνικό όπου θα λάβουν μέρος τα γεγονότα με περίσσεια λεπτομέρεια, ενώ παράλληλα φροντίζει αυτές οι περιγραφές να διαθέτουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.

Η Αριήκη επικοινωνεί με τον Απόλλωνα διατηρώντας όλο το δυναμικό μιας επικοινωνίας με ένα θεό -Ξάφνου, ολόκληρο το σώμα μου άρχισε να τρέμει, όχι το δέρμα μου με τα επιφανειακά του ρίγη, αλλά βαθιά η σάρκα και τα κόκαλα, ένας επαναλαμβανόμενος σπασμός που με έστρεφε μια προς το πλάι και μια προς τα πίσω. Τα γόνατά μου χτύπησαν με δύναμη στη στέρεα γη και ένιωσα ύφασμα και σάρκα να σκίζονται (σελ. 121)

Η ίδια η Αριήκη θα θεωρήσει πως η πρώτη της επαφή με τον Απόλλωνα ήταν ένας βιασμός, και αυτή η άποψη επιτρέπει στον Γκόλντινγκ να θέσει ένα θέμα φυλετικού προβληματισμού.

Γιατί ενώ η Πυθία θα εκφέρει τις μαντείες της μέσα σε μια παραζάλη αυθυποβολής, την ίδια στιγμή ο Ιωνίδης, ο αρχιερέας, θα μεταφράζει τα λόγια της σύμφωνα με τις πολιτικές του φιλοδοξίες.

Δηλαδή η Πυθία ως γυναίκα υπάρχει μόνο μέσα από ένα θεό, ενώ ο αρχιερέας μπορεί και χρησιμοποιεί κατά βούληση τις υποτιθέμενες θεϊκές βουλήσεις.

Ένα ακόμα ιδιαίτερο στοιχείο που μπορεί ο αναγνώστης να αναζητήσει στο συγκεκριμένο έργο, είναι αυτό που έχει να κάνει με τη μορφή του. Αν και σαφώς δείχνει πως δεν είχε υποστεί την τελική του επεξεργασία, παράλληλα ταυτίζεται με το ίδιο το θέμα του και έτσι μπορεί -μάλλον πρέπει- κανείς να το αντιμετωπίσει ως ένα λογοτεχνικό εύρημα που  απαιτεί όχι την αρχαιολογική γνώση για να γίνει κατανοητό, αλλά την αναγνωστική αυτενέργεια για να προσφέρει την ιδιαίτερη απόλαυσή του.

Ένα τέτοιο κείμενο, ασφαλώς και θα απαιτούσε ιδιαίτερες μεταφραστικές λύσεις. Πιστεύω πως η Ρηγούλα Γεωργιάδου έφερε ικανοποιητικότατα σε πέρας την μετάφραση που της είχε ανατεθεί.

Βιβλιοδρόμιο Νέων (22/4/2022)

(605 λέξεις)

 

 

21.4.22

Ο άλλος - γράφει η Λευκή Σαραντινού

 


https://www.vakxikon.gr/manos-kontoleon-o-allos/

Ο αγαπημένος συγγραφέας των εφήβων -αλλά και των ενηλίκων- επιστρέφει για να συναρπάσει εκ νέου τους νεαρούς αναγνώστες του, με ένα βιβλίο επίκαιρο, αινιγματικό και αμφίσημο.

 

Ο λόγος για το βιβλίο με τίτλο "Ο άλλος".

 

Μετά τη "Μάσκα του Καπιτάνο", ο Κοντολέων καταπιάνεται αυτή τη φορά με το ζήτημα της υιοθεσίας.

 

Ο τρόπος με τον οποίο θίγει όμως το συγκεκριμένο ζήτημα είναι εξαιρετικά πρωτότυπος και αφήνει ελεύθερη τη φαντασία των νεαρών αναγνωστών, αλλά και πολλά περιθώρια ερμηνείας έως ότου αποκαλύψει, εν τέλει, το μυστήριο που κρύβεται πίσω από την ταυτότητα δύο όμοιων αγοριών, του Βάιου και του Φώτου.

 

Δύο αγόρια και ένα κορίτσι, η Έλσα. Αυτή είναι η πρωταγωνίστρια του βιβλίου και αυτή που θα καθορίσει τις επιλογές των δύο αγοριών. Γνωρίζει πρώτα τον Βάιο. Ποιος όμως είναι εκείνος που του μοιάζει τόσο και διεκδικεί εξίσου μια θέση στην καρδιά της;

 

Οι γονείς των παιδιών παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, όπως και ο ίδιος ο έρωτας, ένα ζήτημα που κατέχει καίριο ρόλο στο βιβλίο. Ο Κοντολέων ρίχνει το βάρος στις περιγραφές των συναισθημάτων των νέων, των επιθυμιών τους, καθώς και στην επεξήγηση των επιλογών τους.

 

Τα καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά θα αργήσουν να βγουν στην επιφάνεια. Όταν όμως θα βγουν τελικά, θα κατορθώσουν να τα αλλάξουν όλα, τόσο τις επιλογές και τις κοσμοθεωρίες, όσο και τις σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών. Ο ερωτισμός είναι διάχυτος σε όλο το κείμενο, το ίδιο και στις ενέργειες και τις σκέψεις των νεαρών πρωταγωνιστών. Ίσως πολλοί έφηβοι αναγνώστες να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στις σκέψεις του Βάιου, του Φώτου και της Έλσας.

 

Όπως και στη «Μάσκα του Καπιτάνο», αλλά και στα άλλα αναγνώσματά του που απευθύνονται στο ενήλικο κοινό, ο τρόπος γραφής του Κοντολέων και η αφήγηση είναι ιδιαίτερα και κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου μία κατεξοχήν λογοτεχνική εμπειρία που μπορεί να διαβαστεί και από ενήλικες εκτός από εφήβους. Οι διάλογοι δίνουν ζωντάνια στο κείμενο και τους χαρακτήρες του βιβλίου και ο κοφτός μικροπερίοδος λόγος διατηρεί τον ρυθμό της αφήγησης και την περιέργεια του αναγνώστη σε μία παλλόμενη ένταση.

 

Τελικά, όλα θα αποβούν εφικτά για τους ήρωες του βιβλίου -όλα γίνονται αρκεί να το θέλουμε- και το παραδοσιακό happy end δεν θα λείψει από το τέλος, εφοδιάζοντάς μας με μία νότα αισιοδοξίας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

16.4.22

Μαρί Ντιάι "Η εκδίκηση είναιι δική μου"

 

Marie Ndiaye

 

«Η εκδίκηση είναι δική μου»

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου

Εκδόσεις Πόλις

 

 

                                   

 

Η Μαρί Ντιάι γεννήθηκε το 1967 στη Γαλλία από Γαλλίδα μητέρα και Σενεγαλέζο  πατέρα.

Είναι μια από τις πλέον γνωστές -όσο και ιδιότυπες- σύγχρονες συγγραφείς της Γαλλίας.  Γράφει και εκδίδει από την ηλικία των δεκαεπτά ετών. Έχει κερδίσει τα βραβεία Femina (2001) και Goncourt (2009).

Εκτός από μυθιστορήματα, γράφει διηγήματα, θεατρικά και παιδικά βιβλία, ενώ παράλληλα εκφράζει και δημόσια τις προοδευτικές αρχές της και μάλιστα συχνά με τρόπους έντονους και χαρακτηριστικούς μιας προσωπικότητας που τολμά να υπερασπίζεται τα πιστεύω της.

Στην Ελλάδα ένα μόνο ακόμα μυθιστόρημά της έχει κυκλοφορήσει –«Η μάγισσα» (Εκδόσεις Αστάρτη, 1997)

Αν και «Η μάγισσα» είναι από τα πρώτα της έργα, εντούτοις διαθέτει στοιχεία που ο αναγνώστης και του «Η εκδίκηση είναι δική μου» θα συναντήσει.

Αναφέρομαι στην επιφανειακά άναρχη δομή* στην φαινομενικά ασύνδετη καταγραφή συναισθημάτων και  γεγονότων* στην συχνά απρόσμενα ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας

«…Αλλά πόσο αγαπούσα τον πρωτότοκο γιο μου! Αλλά υπολόγιζα πως δεν θα πάλευε, ότι η θέληση της μητέρας του θα εκμηδένιζε το ένστιχτο της επιβίωσης. Αλλά δώσαμε μάχη.» (σελ. 130)

Η βασική υπόθεση ενός τόσο ανορθόδοξου μυθιστορήματος είναι δύσκολο να δοθεί σε μια περίληψη. Από το οπισθόφυλλο πάντως μπορεί κάποιος να ενημερωθεί:

Ένας άνδρας που ονομάζεται Ζιλ Πρενσιπό επισκέπτεται τη δικηγόρο Σιζάν και της ζητά  να αναλάβει την υπεράσπιση της συζύγου του, που έχει σκοτώσει τα τρία τους παιδιά. Αλλά γιατί  ο Πρενσιπό επέλεξε αυτήν, μια άσημη δικηγόρο, για μια υπόθεση που βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και θα

την αναλάμβαναν πρόθυμα όλα τα μεγάλα γραφεία του Μπορντώ; Και η δική της αντίδραση πως ερμηνεύεται; Είναι πράγματι ο Πρενσιπό ο έφηβος που η δικηγόρος είχε συναντήσει ένα απόγευμα πριν από τριάντα χρόνια και καθόρισε την εξέλιξη της ζωής της;

Η ροή του μυθιστορήματος παρακολουθεί την κυρία Σιζάν ( της οποίας πότε δε θα μάθουμε το μικρό της όνομα), σε διάφορες μέρες της καθημερινότητάς της – την επικοινωνία με την πελάτισσά της Μαρλίν Πρενσιπό, τη σχέση με τους γονείς της, με την οικιακή βοηθό της, με τον πρώην εραστή της και τη μικρή κορούλα του. Αλλά όσο προστίθενται νέα στοιχεία και πληροφορίες τόσο πληθαίνουν τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες τόσο για τα συναισθήματα της ίδιας της πρωταγωνίστριας, όσο και των άλλων προσώπων.

Οι αμφιβολίες της κυρίας Σιζάν για το παρελθόν αλλά και για το παρόν γίνονται αμφιβολίες και της ίδιας της αφήγησης για να φτάσει το τέλος όπου με ένα τρόπο ευρηματικά ‘εσώκλειστο’ φωτίζεται  ο αποπνικτικός μικρόκοσμος της οικογένειας, όπως επίσης των όποιων διαπροσωπικών σχέσεων και εν τέλει στην τελευταία πλέον σελίδα προσφέρεται μια διευκρίνιση :

«… Τι γνωρίζουμε απ΄ αυτά που συνέβησαν μέσα σ’  αυτό το σπίτι και ποιους καημούς, ποιους φόβους και πικρίες, ποια αποστροφή, ποιες κακίες κρατάει στη μνήμη του. Το σπίτι τα ξέρει όλα και δεν ξεχνάει τίποτε» (σελ. 254)

Το σπίτι ,λοιπόν. Αλλά ποιο σπίτι; Αυτό που έχει με οικοδομικά υλικά χτιστεί και μόνο; Ή μήπως και ο κάθε άλλος συναισθηματικός, ψυχολογικός, ιδεολογικός χωροτόπος, όπως επίσης και ο κάθε ατομικός, οικογενειακός, πολιτιστικός περίκλειστος χώρος στους οποίους φιλοξενήθηκαν ή και δημιουργήθηκαν, ρίζωσαν ή σάπισαν  καημοί, προσδοκίες, διαψεύσεις;

Από τα πλέον ερεβώδη και κλειστά μυθιστορήματα που μπορεί κανείς να συναντήσει στην αναγνωστική του περιπλάνηση, απαιτεί όχι μόνο μια συνεχή επαγρύπνηση εκ μέρους εκείνου που το διαβάζει, αλλά και μια διαρκή αιώρηση της σκέψης του ανάμεσα στο τι ήδη γνώριζε και στο τι νέο του προσφέρεται να γνωρίσει.

Αλλά, αν η προσπάθεια ολοκληρωθεί, τότε θα προσφέρει μια πληρέστατη ικανοποίηση, καθώς θα διατυπωθεί η τελευταία πρόταση: Τώρα νομίζουμε ότι ξέρουμε, αλλά παρ’ όλα αυτά αναρωτιόμαστε: κι αν έκανα λάθος;

Το απολύτως σχετικό, το γοητευτικό όσο και τραυματισμένο ‘εγώ’, το παρεξηγημένο όσο και αναζητούμενο ‘εμείς’, το συχνά εχθρικό μα και επίσης συχνά τρυφερό ‘εσείς’ -όλα συμβαδίζουν και άλλοτε ανατρέπουν δεδομένα, άλλοτε υποκύπτουν σε κάποια άλλα.

Λογοτεχνία της αφύπνισης.

Δεν γνωρίζω το γαλλικό κείμενο. Αλλά αυτό δεν με έκανε να μη θεωρήσω μεταφραστικό άθλο αυτό που έχει επιτελέσει η Αλεξάνδρα Κωσταράκου.

 

(654 λέξεις)

 

Τα Νέα, 16/4/2022

14.4.22

«Στη δίνη του ψυχρού πολέμου»

 

Τηλέμαχος Κώτσιας

«Στη δίνη του ψυχρού πολέμου»

Εκδόσεις Νίκας

                  

 

Ο Τηλέμαχος Κώτσιας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Βρυσερά της Δρόπολης, στη Βόρεια Ήπειρο. Μαθητής του Λυκείου Αργυροκάστρου, διακρίθηκε για την κλίση του στα γράμματα. Φοιτητής στο Ανώτατο Γεωπονικό Ινστιτούτο διώχθηκε για πολιτικούς λόγους. Με την αλλαγή του καθεστώτος άρχισε να δημοσιεύει ξανά στο Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα, όργανο της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία. Ζει στην Αθήνα από το 1990. Εργάστηκε ως μεταφραστής στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Συγγραφέων.Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει εκδώσει ένδεκα  συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και μυθιστορήματα. Το μυθιστόρημά του "Στην απέναντι όχθη" ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω και του περιοδικού (Δε)κατα. Έχει μεταφράσει πλήθος αλβανικών έργων στα ελληνικά και αντίστροφα.

Σχεδόν σε όλα του τα  βιβλία κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν τόσο τα γεγονότα της Αλβανίας (κυρίως πριν την αλλαγή του καθεστώτος) και βέβαια πρωταγωνιστούν άτομα που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Βορείου Ηπείρου.

Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα καθώς περιγράφει τη ζωή και τον θάνατος ενός πραγματικού προσώπου, του βορειοηπειρώτη Βαγγέλη Δήμου που είχε γεννηθεί το 1929 στο ορεινό χωριό Κλεισιάρι και τουφεκίστηκε το 1951 ως κατάσκοπος των ελλήνων.

Η Τηλέμαχος Κώτσιας με τον γνωστό λιτό του τρόπο παρακολουθεί βήμα το βήμα την πορεία της ζωής ενός αγνού αγροτόπαιδου που στην προσπάθειά του από τη μια να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια ελεύθερη ζωή  περνά κρυφά τα σύνορα και φτάνει στην Ελλάδα και από την άλλη για να προσφέρει κι αυτός με τις όποιες δυνάμεις του κάτι για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του, βρίσκεται να είναι ένας άφοβος κατάσκοπος των ελληνικών αρχών, έως ότου συλληφθεί, βασανισθεί, δικαστεί και εκτελεσθεί.

Πάντα παραμένοντας ένας ανώνυμος μέσα στο πολύπλοκο και απάνθρωπο δίχτυ του Ψυχρού Πολέμου, που με απάθεια και με στόχο να εξυπηρετηθούν ξένα συμφέροντα χρησιμοποίησε τις αγνές προθέσεις νέων ανθρώπων.

Στην ουσία έχουμε ένα κείμενο που… «Προσπαθεί να ρίξει έστω και ελάχιστο φως στα κατασκοπευτικά ερέβη του Ψυχρού Πολέμου -που διόλου ψυχρός δεν ήταν. Στην κόψη του ξυραφιού των αντιπαραθέσεων μεταξύ δύο κρατών. Δύο εθνών, δύο αντίπαλων πολιτικών στρατοπέδων, χύθηκε αφειδώς και στα κρυφά το αίμα της θυσίας» -όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Έχουμε, λοιπόν,  μια καταγγελία της χρησιμοποίησης των ανθρώπων ως πιόνια για τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή τους.

Άνθρωποι που θυσίασαν τη ζωή τους για κάποια ιδανικά και που η Ιστορία αφού πρώτα τους χρησιμοποίησε μετά τους λησμόνησε.

Ένα αληθινά ενδιαφέρον κείμενο που μοιάζει να αποκτά και μια επώδυνη επικαιρότητα καθώς ο κόσμος φαίνεται να οδεύει προς ένα νέο ψυχρό πόλεμο.

 

 

12.4.22

Ο άλλος στο Elniplex

 

Ο άλλος, του Μάνου Κοντολέων

Από Απόστολος Πάππος -11/04/2022


Η δύναμη βρίσκεται στις διαφορές, όχι στις ομοιότητες.

Stephen Covey

Η ικανότητα να εξερευνά διαρκώς νέες περιοχές της ανθρώπινης υπόστασης, η δεινότητα να αφουγκράζεται το καινούριο, το τωρινό, και να το συγκεράζει με το πανταχού παρόν, η αφηγηματική επιδεξιότητα του Μάνου Κοντολέων, τον οδηγούν ακόμα μια φορά στη δημιουργία ενός εξαίσιου Young Adult μυθιστορήματος που εξερευνά το εγώ μέσα από πολλαπλούς καθρεπτισμούς.

Περί τίνος πρόκειται

Στην Οδό Λατομείων. Τελευταίο σπίτι του δρόμου. Εκεί έμενε. Ο άλλος. Ο Φώτος. Η Έλσα, τυχαία, παρατήρησε την ομοιότητα. Ασύλληπτη. Ή καλύτερα… «Είναι απίστευτο!… Απίθανο!«, της άρεσε να χρησιμοποιεί δύο απανωτά επίθετα. Ο συμμαθητής της, ο Βάιος, το αγόρι της, ήταν ίδιος σαν μια σταγόνα νερό με ένα άλλο αγόρι. Για δες…!

Ρώτησαν. Έψαξαν. Πήγαν και τον βρήκαν. Εκεί όπου τελειώνει ο πολύς πολιτισμός. Αμηχανία. Ολόιδιοι. Ακόμα και εκείνος ο κοκκινωπός λεκές στο κέντρο του στέρνου. Βάιος. Φώτος. Γεννημένοι κι οι δυο στις 6 Απριλίου 1974. Δεκάξι χρόνων το καλοκαίρι του 1990 που συνέβη αυτό το πρώτο αντάμωμά τους.

Η Έλσα είναι κορίτσι εύπορης οικογένειας. Με ανέσεις και πισίνα, με υπηρέτρια και μπάτλερ. Ο Βάιος δεν στερείται ενός αντίστοιχου κόσμου. Αλλά ο Φώτος ανήκει σε άλλους δρόμους. Ο πατέρας του κυκλοφορεί με ένα τρίκυκλο, είναι ο… παλιατζής της περιοχής. Το σπίτι τους είναι ένα ρημάδι. Τα λημέρια του, οι συνήθειές του, τα ενδιαφέροντα, ο τρόπος που συμπεριφέρεται απλός και λαϊκός, μακριά από το ρεπερτόριο της Έλσας και του Βάιου. Οι δυο κόσμοι θα ανταμώσουν και σαν δυο ξύλα που τρίβονται μεταξύ τους, θα σπιθίσουν τη φωτιά που θα ανάψει. Κι όταν ανάβει φωτιά, υπάρχει και πολύς καπνός. Τα πράγματα δεν έχουν προφανείς αλήθειες και τα κρυμμένα μυστικά δεν θα ξεκαπνίσουν με τόση ευκολία. Όμως παρά τη συνάντησή τους, παρά το φως που αρχίζει να πέφτει στο σκοτάδι που τύλιγε κομμάτια της ζωής τους, παραμένει αναπάντητο…

Ο ένας είδωλο του άλλου σε ανύπαρκτο καθρέφτη.

Ο ένας και ο άλλος…

Ποιος είναι ο ένας;… Ποιος είναι ο άλλος;

Μέχρι τη συνταρακτική αποκάλυψη όλα θα στέκονται πάνω σε ένα τεντωμένο νήμα όπου ισορροπείς δίχως κοντάρι ακροβάτη…

Εστιάζοντας

Δεν προχωρά σε γενικεύσεις και εύκολες αποφθεγματικές διατυπώσεις ο συγγραφέας. Είναι εύκολο να κυλήσεις τη δοκιμαζόμενη φύση που λέγεται έφηβος πάνω σε μια χαριτωμένη ιστορία εφηβικού έρωτα ενδεδυμένου με όμορφες φράσεις που θα αξιοποιηθούν κατόπιν στα κοινωνικά δίκτυα. Νομίζω, όμως, ότι είναι πολύ σημαντικότερο να εξερευνήσεις την ανθρώπινη ψυχή σε σχέση με τα πεδία όπου εκτείνεται. Τρία παιδιά στα δεκάξι τους. Διαφορετικοί κόσμοι, οικογένειες με άλλες αφετηρίες και χρώματα. Δεν πλαισιώνουν απλώς τους τρεις ήρωες. Είναι τα χέρια που κρατούν τα σχοινιά τους, μέχρι να αρχίσουν να κουνιούνται από άλλα χέρια, ίσως των ίδιων.

Μπορείς να ξεφύγεις από την ιστοριογραμμή, από τη μοίρα που χαράζει η οικογένειά σου; Ορίζει ο πλούτος και η κοινωνική θέση το status σου, την εξέλιξή σου, τους συσχετισμούς σου και την ύπαρξή σου στην κοινωνία; Σε ορίζει ως άνθρωπο; Ως πνεύμα; Πώς ανακαλύπτεται ο έρωτας και τι εκτάσεις παίρνει εκεί, στα μέσα των teens; Τι ρόλο έχει ο πειραματισμός στον εφηβικό έρωτα και πόσο μετέωρη είναι η σεξουαλικότητά τους; Μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος, η προσωπικότητα, το περπάτημά του απέναντί μας, ασχέτως των εξωτερικών χαρακτηριστικών, της εμφάνισης; Τι μένει ίδιο και τι διαφοροποιείται αν υποθέσουμε ότι έχουμε έναν κοινό γενετικό κώδικα; Πού μιλά το dna και πού η εκπαίδευση, η αγωγή, το περιβάλλον, το τυχαίο; Το τυχαίο! Τι είναι οικογένεια; Είναι τα παιδιά ιδιοκτησίες και η γονεϊκότητα τίτλος τιμής που μεταβιβάζεται με σπέρμα και αίμα;

Είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει, δίχως να τα δακτυλογραφεί, το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων. Και μια από τις πιο γοητευτικές παραμέτρους στον Άλλο μα και σε όλο σχεδόν το έργο του συγγραφέα, είναι ότι απουσιάζουν οι ακραίες βεβαιότητες. Όχι στον ηθικό κώδικα ή την ακεραιότητα των ηρώων του, αλλά σε ενότητες όπως ο έρωτας, ο αυτοπροσδιορισμός, η ιδεολογική ταυτότητα, ο πλούτος και η φτώχεια, η ετερότητα.

Ποιος είμαι εγώ και ποιος είναι ο άλλος; Είμαστε οντότητες που μας αρκεί να αυτοπροσδιοριζόμαστε σαν ένα νησί μόνοι μας ή επιζητούμε την τοποθέτησή μας στον κόσμο σε σχέση με τους άλλους; Ο συγγραφέας δεν διστάζει να απαντήσει, αλλά πάντα έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να ισορροπεί, όχι διπλωματικά και πολιτικάντικα, αλλά επί της ουσίας, επί τη βάση ενός «εν οίδα ότι ουδέν οίδα«. Αυτή η πνευματική ταλάντευση που απορρέει από την διαρκή κινητικότητα της σκέψης και την ταπεινότητα των ιδεών καθοδηγεί (και) στον Άλλο τους ήρωές του∙ αυτή είναι το χέρι που κρατά τα σχοινιά στο μαύρο θέατρό τους.

Οι ήρωες, οι τρεις έφηβοι, αλλά και τα οικογενειακά τους πλαίσια που δρουν δευτερευόντως ως προς τον χρόνο εμφάνισης αλλά με πρωτεύουσα σημασία ως προς τις εξελίξεις, είναι άνθρωποι σε πάλη, σε αναζήτηση εαυτού. Κι αν αυτό μοιάζει απολύτως λογικό για τους τρεις εφήβους πρωταγωνιστές, είναι άκρως γοητευτικό για τους ενήλικες της υπόθεσης οι οποίοι τσαλακώνονται και αφήνονται στο έλεος του τώρα με όλο το βάρος του παρελθόντος να ορίζει τον σφυγμό τους. Γιατί ο μεγάλος, ο «εδώ στου δρόμου τα μισά» ευρισκόμενος έχει πολλή ζωή πίσω του για να τον κατατρέχει και να τον προσδιορίζει και ίσως άλλη τόση μπροστά του για να ισορροπήσει ή να καταστραφεί.

Ο κόσμος των εφήβων της ιστορίας είναι ένας τυπικός, θα έλεγα κόσμος. Γιατί οι έφηβοι ήταν παντού και πάντα οι ίδιοι (τουλάχιστον μέχρι την τεχνολογική επανάσταση που βιώνουμε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια). Ανασφάλειες, διστακτικότητες, αμφισβητήσεις, εσωτερικές ταλαντώσεις, αναζήτηση απαντήσεων. Ιχνηλατούν τον εαυτό τους μέσα από τον άλλο, αναζητούν πρόσωπο, βγάζουν τις μάσκες και έπειτα τις ξαναφορούν για να δουν τη δύναμή τους, για να κρύψουν τις αδυναμίες τους. Μα ο Άλλος είναι πάντα εκεί για να καθρεφτιστούμε. Να κοιτάξουμε στο κάτοπτρο των ματιών του και να δούμε τι είμαστε και δεν είμαστε. Είναι ασφαλές; Όχι! Είναι ανθρώπινο; Ναι! Μα έτσι είναι ο έφηβος. Μια χωροχρονική αιώρηση πάνω στο τίποτα που παλεύει να γίνει κάτι.

«Σάρκα σε επιφυλακή«. Αν έπρεπε να βρεις τρεις λέξεις για τον έφηβο, αυτές θα ήταν. Τις βρήκε ο ΜάΓος Κοντολέων πρώτα.

1990. Ο κύκλος των χαμένων ποιητών και ο Τότο Κοτούνιο στη Eurovision. Μα και…

Ο χρόνος δεν μπορεί ποτέ να διορθωθεί.

Οι απρόσεκτοι ψίθυροι ενός καλού φίλου

Στην καρδιά και στο μυαλό

Η άγνοια είναι ευγενική

Δεν υπάρχει παρηγοριά στην αλήθεια

Ο πόνος είναι το μόνο που θα βρεις

ή αλλιώς

Time can never mend

The careless whispers of a good friend

To the heart and mind

Ignorance is kind

There’s no comfort in the truth

Pain is all you’ll find

Πάρε το τ@ίρι σου, αδερφέ, και χόρεψε ένα blues. Ένα αυθεντικό blues. Αυτό είναι η εφηβεία.

2.4.22

Σίνκλαιρ Λιούις «Μπάμπιτ»

 


Σίνκλαιρ Λιούις

«Μπάμπιτ»

Εκδόσεις Λέμβος

 

Ο Σίνκλαιρ Λιούις (Μινεσότα,1885 – Ρώμη, 1951) είναι ο πρώτος συγγραφέας από τις ΗΠΑ που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1930).

Έγραψε και μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και θεατρικά έργα.

Πέντε ήταν τα μυθιστορήματα του που είδα το φως της δημοσιότητας όσο ζούσε, ενώ ένα ακόμα εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.

Γενικά αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν το  πως  υπήρξε ένας ιδιαίτερα εύστοχος κριτής του καπιταλισμού έτσι όπως εκφραζότανε κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου στην πατρίδα του.

Στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός.

Μόλις το 2016 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Δεν γίνονται αυτά εδώ» όπου περιγράφονται οι συνθήκες δημιουργία ενός απολυταρχικού καθεστώτος στις ΗΠΑ.

Και τώρα, από τις Εκδόσεις Λέμβος, το ελληνικό κοινό έχει την ευκαιρία να πλησιάσει ακόμα περισσότερο ένα συγγραφέα του μεσοπολέμου όπου με μια αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια μπόρεσε να συνθέσει μυθιστορήματα κριτικής του αμερικάνικου καπιταλισμού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και γενικότερα των συνθηκών καθημερινής ζωής μέσα στα πλαίσια του αμερικάνικου ονείρου.

Η κριτική ματιά του Λιούις έχει ως βάση της ένα υποδόριο χιούμορ κι έτσι γίνεται πλέον εύστοχη και αποτελεσματική.

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο κεντρικός ήρωας, ο Μπάμπιτ, είναι ένα μεσήλικας άνδρας που προσπαθεί να μένει πάντα μέσα στο κλίμα των κοινών αποδεχτών αξιών.

Ζει στη  πόλη Ζένιθ (μια μυθιστορηματική, ίσως,  περσόνα της Νέας Υόρκης), είναι μεσίτης ακινήτων, παντρεμένος με τρία παιδιά, έχει ένα άρτια εξοπλισμένο σπίτι με όλες τις νέες ηλεκτρικές συσκευές, είναι φανατικός υποστηρικτής του ρεπουμπλικανικού κόμματος και ακόμα πολλών και διαφόρων Επιμελητηρίων, Λεσχών κλπ.

Στόχος του το να ζει σύμφωνα με τους κανόνες που επικροτούν οι άλλοι. Και βέβαια να έχει συντηρητικές απόψεις και να αποδέχεται φυλετικούς διαχωρισμούς.

Αλλά όσο κι αν προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως ζει μέσα σε μια ελεγχόμενη ευτυχία, υπάρχουν στοιχεία που κάτι τέτοιο το αντιστρατεύονται.

Αναζητά μια ελευθερία κινήσεων, μια ερωτική αποδέσμευση από τα δεσμά του γάμου. Αναζητά…

Και μέσα από τη σχέση του με ένα φίλο του, που θα τον παροτρύνει να αφεθεί στις καταπιεσμένες επιλογές του, τελικά θα προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές.

Θα αποκτήσει ερωμένη, θα συμμετέχει και διαδηλώσεις ενάντια στο κατεστημένο, θα υποστηρίζει εργατικά αιτήματα και θα εναντιώνεται στις διώξεις κάθε έγχρωμου.

Αλλά όταν κάποια στιγμή θα δει την τραγική κατάληξη που έχει ο φίλος του, τρομαγμένος με τον ίδιο του τον εαυτό θα επιστρέψει στην προηγούμενη στάση ζωής του. Μα τώρα πλέον θα γνωρίζει πως αυτή είναι μια ζωή που την επιβάλει ο φόβος για κοινωνική κατακραυγή.

Αλλά  το όνειρό του δεν θα το εγκαταλείψει. Και θα προσπαθήσει να πείσει το γιο του να ζήσει τη δική του ζωή μέσα από τα απολύτως προσωπικά ‘θέλω’ του.

Και έτσι θα τολμήσει να εξομολογηθεί, μα και να παροτρύνει: «…στην πράξη, ποτέ δεν έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα σ’ όλη μου τη ζωή! Δεν ξέρω αν έχω πετύχει… Το μόνο που ξέρω είναι ότι πήρα τον δρόμο μου… Κατάλαβα ότι προχώρησα ένα μόλις εκατοστό στον μακρύ  δρόμο εκατοντάδων χιλιομέτρων… Ίσως εσύ καταφέρεις να προχωρήσεις περισσότερο! Δεν ξέρω. Ωστόσο, νιώθω μέσα μου μια κρυφή ευχαρίστηση, γιατί εσύ ξέρεις τι θέλεις να κάνεις και το διάλεξες… Θα σε υποστηρίξω!» (σελ. 603)

Το μυθιστόρημα «Μπάμπιτ» είναι ένα κλασικών προδιαγραφών μυθιστόρημα. Αλλά παράλληλα είναι και ένας διαχρονικός και επίκαιρος σχολιασμός του κομφορμισμού και της όποιας μορφής παγκοσμιοποιημένης συμπεριφοράς.

Οπότε και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διαβάζεται από το 1922 όπου πρωτοεκδόθηκε μέχρι σήμερα.

Αξίζει να σημειώσει κανείς το πόσο βοηθά τον έλληνα αναγνώστη η μετάφραση της Βασιλικής Λογοθέτη – Παγοπούλου (η ίδια έχει γράψει και το συνοπτικό επίμετρο) στο να χαρεί το σαρκαστικό, μα και τρυφερό ύφος του Σίνκλαιρ Λίουις.

 

Τα Νέα - Βιβλιοδρόμιο (2/4/2022)

(591 λέξεις)