Pages

29.5.22

Συνέντευξη στο Book Press

 Συνέντευξη εφ' όλης της ύλης με τον πολυβραβευμένο συγγραφέα Μάνο Κοντολέων.

Του Κ.Β. Κατσουλάρη

Πάνε κιόλας, Μάνο, τρία χρόνια απ’ όταν έκλεισες 40 χρόνια δημιουργικής πορείας στον χώρο της λογοτεχνίας, κι έγινε μάλιστα μια ημερίδα προς τιμήν σου με αυτήν την αφορμή. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, πώς αισθάνεσαι για αυτήν την πορεία τεσσάρων και βάλε δεκαετιών μέσα στον χώρο του βιβλίου; Αν ξεκινούσες από την αρχή, θα έκανες κάτι διαφορετικά;

Ομολογώ πως συχνά έχω κάνει μια τέτοια σκέψη. Αλλά πάντα καταλήγω στο ότι δεν έχει σημασία τι θα μπορούσα να είχα κάνει που δεν το έκανα, όσο τελικά αυτά που έχω κάνει. Οι πράξεις μας, οι αποφάσεις μας, οι δισταγμοί μας πάνε δίπλα δίπλα με το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το ξαφνικό.

Από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας, ήθελα –να το πω πιο σωστά– να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία, αλλά και με την κριτική λογοτεχνίας και θεάτρου. Λογικά θα έπρεπε να είχα σπουδάσει όχι Φυσική, αλλά κάτι άλλο, Φιλολογία, ας πούμε. Μα μέσα σε ένα συγκεκριμένο κλίμα εποχής και οικογένειας, βρέθηκα εγκλωβισμένος μέσα σε μια θετική επιστήμη. Δεν τολμούσα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Αλλά αυτά υπήρχαν, ζούσανε. Δεν τα σκότωνα. Και στο τέλος κατάφερα να «αρμέξω» την ψυχή μιας σημαντικής επιστήμης όπως η Φυσική και με αυτή να ποτίσω το όνειρό μου. Με άλλα λόγια, μπορώ τώρα να αναγνωρίσω πως τόσο η όλη μου προσωπικότητα, όσο και όλο μου το έργο αποτελούν μια μείξη θετικής σκέψης και άναρχης διάθεσης.

Μα μέσα σε ένα συγκεκριμένο κλίμα εποχής και οικογένειας, βρέθηκα εγκλωβισμένος μέσα σε μια θετική επιστήμη. Δεν τολμούσα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Αλλά αυτά υπήρχαν, ζούσανε.

Θα μπορούσα άλλες αποφάσεις να είχα πάρει; Ασφαλώς και ναι! Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Δεν το γνωρίζω. Αυτό που ξέρω είναι εκείνο που υπάρχει. Και πίστεψέ με, Κώστα, χωρίς να ωραιοποιώ, αισθάνομαι ικανοποιημένος. Αν μη τι άλλο έχω πλέον σχηματίσει ένα ολότελα δικό μου αποτύπωμα.

Είσαι από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, Έλληνες συγγραφείς που έχουν γράψει βιβλία για όλες τις ηλικίες αναγνωστών, κι όχι μόνο ένα ή ανά κατηγορία. Από βιβλία για μικρά παιδιά, μέχρι βιβλία για εφήβους και νέους, καθώς και πολλά βιβλία για ενήλικες. Έχοντας κάνει αυτήν τη διαδρομή, σε τι διαφέρει ένας συγγραφέας βιβλίων για παιδιά με έναν συγγραφέα για ενήλικες; Είναι άλλη στόφα; Άλλες επιθυμίες;

Κι αυτό συχνά το αναρωτιέμαι – το πώς, δηλαδή, δημιουργώ τόσο διαφορετικά κείμενα. Απάντηση τεκμηριωμένη δεν έχω βρει. Υποθέσεις κάνω. Συχνά καταλήγω στην πιθανή εξήγηση πως ακριβώς επειδή δεν τόλμησα στην εφηβεία μου να στραφώ ολοκληρωτικά προς την Τέχνη, όταν ενηλικιώθηκα και μπόρεσα να υλοποιήσω το όνειρό μου, ζητούσα συχνά να ακούω το παράπονο του παιδιού και του νέου και να παρηγοριέμαι στρεφόμενος προς αυτές τις ηλικίες.

Αλλά από την άλλη είναι κι αυτή η καλυμμένα ατίθαση, η διαρκής πλευρά μιας εφηβικής προσωπικότητας που δεν θέλει μόνο να ωριμάζει, αλλά και να επαναστατεί και να αμφισβητεί. Να ερωτεύεται, αν θέλεις… Ως έφηβος. Να ψηλαφεί τον έρωτα, αν θέλεις… Ως παιδί. Μα και με αυτόν τον τρόπο να συνοδοιπορεί με τον έρωτα και ως ενήλικος.

kontoleon cover 04 kontoleon cover 1 kontoleon cover 05
   

Η συγγραφή τόσο διαφορετικών ειδών ασφαλώς κάτι σημαίνει. Όπως κάτι επίσης σημαίνει το ότι σπάνια συναντά κανείς έναν τέτοιο συγγραφέα. Πάντως, αν θυμηθούμε τους παλαιότερους ομοτέχνους μας, ας σταθούμε στον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Κάτι παρόμοιο έκανε κι αυτός. Κι όσο κι αν εγώ δεν τον θεωρώ από τους συγγραφείς που με επηρεάσανε (όπως ο Καραγάτσης και ο Κοσμάς Πολίτης, για παράδειγμα) εντούτοις ξέρω πως τα δικά του πατήματα έχω ακολουθήσει. Κι όπως εκείνος έγραψε και «ενήλικα» έργα γεμάτα έρωτα και κοινωνική κριτική, αλλά και «παιδικά» όλο χιούμορ και παιδική τσαχπινιά, ενώ για χρόνια πρόσφερε καλλιτεχνική παιδεία μέσα από τη «Διάπλαση», έτσι κι εγώ τολμώ να μετακινούμαι από τον πολύχρωμο χώρο του παραμυθιού στον όλο μυστήρια κόσμο ενός δεκάχρονου και από εκεί στις ευαίσθητες ανασφάλειες της εφηβείας, για να τριγυρίζω κατά καιρούς στις ενήλικες συνοικίες ανιχνεύοντας φυλετικές ταυτότητες, σεξουαλικές αναζητήσεις και αντιστάσεις απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης: Πιστεύεις ότι το γεγονός πως έγινες περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας βιβλίων για εφήβους και παιδιά, επηρεάζει ακόμη και σήμερα την πρόσληψη των βιβλίων σου για ενηλίκους; Διακρίνεις, με άλλα λόγια, κάποια προκατάληψη;

Μα ασφαλώς και ναι! Και μάλιστα μεγάλη. Όσο και ακατανόητη. Μπορώ, ως ένα βαθμό, να ερμηνεύσω την παρουσία της σε ένα πλατύ αναγνωστικό κοινό. Ζούμε σε εποχές τυποποίησης και γρήγορης μα και επιφανειακής ενημέρωσης. Αυτό που έχουμε μάθει να ξεχωρίζουμε σε ένα διάδρομο σούπερ μάρκετ, σχεδόν δεν το βλέπουμε αν ξαφνικά το συναντάμε σε ένα άλλο. Ακόμα αυτή τη στάση μπορώ να την ερμηνεύσω (πάντα αναφέρομαι στο πλατύ κοινό) ως μια διστακτικότητα του ενήλικα να επανασυνδεθεί με κάτι που τον είχε γοητεύσει στην παιδική ή εφηβική του περίοδο – ας αποδεχτούμε πως οι ενήλικες συνήθως φοβούνται να αφήσουν την εφηβεία τους να συνεχίσει να τους συντροφεύει. Μια τέτοια συντροφιά συνεχώς θα γκρίνιαζε με τις αποφάσεις συμβιβασμού ενός ενήλικου τρόπου ζωής.

Τη χρονιά που η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Φρανκφούρτη. Με είχαν επιλέξει ανάμεσα στους συγγραφείς που θα είμαστε παρόντες. Μα μόνο ως συγγραφέα της παιδικής λογοτεχνίας. Το «ενήλικο» έργο μου αγνοήθηκε...

Αλλά αυτή την αμφισβήτηση που αναφέρεις, όταν τη συναντώ να υπάρχει σε άλλους –λίγους ή πολλούς, αδιάφορο– συγγραφείς, κριτικούς και δημοσιογράφους που ασχολούνται με τη λογοτεχνία των ενηλίκων, τότε ομολογώ πως δεν μπορώ να την κατανοήσω. Φοβούνται τη διαφορετικότητα; Ενοχλούνται από το ότι κάποιος εκφράζεται και αναγνωρίζεται σε χώρο που οι ίδιοι μιας και δεν τον ξέρουν, προτιμούν ή να τον αγνοούν η και να τον περιφρονούν;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι σε μια –ας την πούμε– ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας γραμμένη από έγκριτο και πλήρως ενημερωμένο βιβλιοκριτικό μας, αναφέρομαι μόνο ως συγγραφέας που (μάλιστα σε συνεργασία) είχε γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Θυμήθηκα τώρα και τη χρονιά που η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Φρανκφούρτη. Με είχαν επιλέξει ανάμεσα στους συγγραφείς που θα είμαστε παρόντες. Μα μόνο ως συγγραφέα της παιδικής λογοτεχνίας. Το «ενήλικο» έργο μου αγνοήθηκε και όταν μάλιστα ένα μεγάλο γερμανικό έντυπο κυκλοφόρησε στο εξώφυλλο με φωτογραφία μου, αυτό το τεύχος ποτέ δεν εντάχθηκε στο φάκελο με τις δημοσιεύσεις του γερμανικού τύπου που αφορούσαν την ελληνική συμμετοχή… Και να φανταστείς πως εκείνη την περίοδο ήμουνα και μέλος του Δ.Σ. του ΕΚΕΒΙ. Αλλά δεν έκανα την παραμικρή παρέμβαση – τι νόημα θα είχε η εκ των υστέρων όποια διόρθωση;

kontoleon cover 03 kontoleon cover 02
  

Δεν ξέρω, λοιπόν, αν αυτή η στάση είναι προκατάληψη, σίγουρα πάντως αποτελεί μια αδικία. Με στεναχωρεί; Θα σου έλεγα ψέματα αν το αρνιόμουνα. Μάλλον με πληγώνει. Όπως κάθε υγιές άτομο θα τον πλήγωνε μια αδικία. Βέβαια, αναγνωρίζω κι εγώ κάποια λάθη που έχω κάνει – εννοώ πως δεν συχνάζω σε στέκια, ζω οικογενειακά και με την παρέα λίγων στενών φίλων. Προτιμώ να δίνω το «παρών» μου μέσα από τα έργα μου… Που όπως είναι και πολλά, αρκετοί αυθαίρετα θεωρούν πως είναι και προχείρως γραμμένα. Αλλά αν κάποιος μετρήσει όλες τις λέξεις που έχω γράψει, δεν θα φτάσει ο αριθμός τους τις λέξεις που έγραψε ένας Ουγκώ ή ένας Μπαλζάκ. Πράγμα που σημαίνει όχι βέβαια πως συγκρίνω το ταλέντο μου με το ταλέντο εκείνων, αλλά συγκρίνω την άνεση που η τεχνολογία δίνει σε έναν σημερινό συγγραφέα, συγκριτικά με τον κάματο της γραφής με κάποια πένα και με το φως λάμπας ασετιλίνης. Να τα θυμόμαστε όλα αυτά, όταν θέλουμε τη ραθυμία μας να την ονομάζουμε τελειοθηρία.

Αναγνωρίζω κι εγώ κάποια λάθη που έχω κάνει – εννοώ πως δεν συχνάζω σε στέκια, ζω οικογενειακά και με την παρέα λίγων στενών φίλων. Προτιμώ να δίνω το «παρών» μου μέσα από τα έργα μου…

Μα από την άλλη έχω όλη αυτή την αγάπη και την αναγνώριση εκείνων που διαβάζουν και κρίνουν χωρίς παρωπίδες, που όχι μόνο παρηγοριέμαι, αλλά και σαρκάζω τον κοντόφθαλμο τρόπο που κάποιοι αντιμετωπίζουν το έργο μου.

Τα δύο τελευταία σου βιβλία για ενήλικες αντλούν από την αρχαιοελληνική γραμματεία, έχοντας στο κέντρο του δύο σημαντικές γυναικείες μορφές, την Κασσάνδρα και την Κλυταιμνήστρα αντίστοιχα. Συνιστά κάποιου είδους στροφή για σένα η τριβή με αυτό το υλικό;

Στροφή; Ίσως. Αλλά είχε παρουσιαστεί και πιο πριν. Όταν είχα μεταγράψει με ένα σύγχρονο τρόπο τα κείμενα που αφορούν θεμελιώδεις λογοτεχνικούς ήρωες – Γαργαντούα, Δον Κιχώτη, Τριστάνο και Ιζόλδη. Εκείνα κυκλοφορούν ως βιβλία για νέους, αλλά άνετα μπορούν να διαβαστούν και από ενήλικες που θα ήθελαν να γνωρίσουν αυτά τα πρόσωπα, φωτισμένα με μια νέα ματιά.

Με μια νέα ματιά φώτισα και τα πάθη της Κασσάνδρας και τα έργα της Κλυταιμνήστρας. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως όλα αυτά τα πρόσωπα του μύθου και της διαχρονικής λογοτεχνικής αξίας παραμένουν ζωντανά και ικανά να μας συνεπαίρνουν ακριβώς γιατί έχουν προικιστεί με την δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων και νέων προβληματισμών.

kontoleon cover 4 kontoleon cover 3 kontoleon cover 2
   

Και αν εκείνα τα τρία πρώτα τα είχα γράψει για νέους, αλλά μπορούν να διαβαστούν και από ενήλικες, τα δύο μου τελευταία μυθιστορήματα –Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο και Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας–, αν και σαφώς είχα στον νου μου όταν τα έγραφα ένα ενήλικο αναγνώστη, κάλλιστα μπορούν να διαβαστούν και από εφήβους. Θα έλεγα μάλιστα πως σε ένα εφηβικό κοινό έχουν πολλά να προσφέρουν για την κατανόηση της αρχαίας μας γραμματείας. Θα άξιζε έτσι να τα δούνε και να τα χρησιμοποιήσουν οι φιλόλογοι μας. Αλλά –ας το επισημάνω κι αυτό– πολλοί φιλόλογοι είναι εγκλωβισμένοι σε μια συντηρητικά, αν θες, ακαδημαϊκή προσέγγιση των αρχαίων κειμένων. Γι’ αυτό και τελικά σε λίγους μαθητές τους καταφέρνουν να περάσουν την αξία του Όμηρου, των αρχαίων τραγικών… Κι αυτό ίσως να είναι μια έκφραση της συντηρητικής νεοελληνικής παιδείας. Αλλά, ας μην μπούμε και σε αυτό το θέμα.

Οι γονείς σου κατάγονταν από τη Σμύρνη, όμως παρατηρώ πως έχεις γράψει μόνο ένα βιβλίο, εδώ και χρόνια μάλιστα, που με κάποιον τρόπο, αναφέρεται στην πόλη, «Ο χαρταετός της Σμύρνης» (εκδ. Άγκυρα). Ποια είναι η σχέση σου με αυτό τον καταγωγικό τόπο και πώς έχει περάσει στα βιβλία σου;

Μεγάλωσα σε ένα όχι απλώς μικρασιάτικο περιβάλλον, αλλά σμυρναίικο. Και τονίζω αυτή τη διαφορά, γιατί η Σμύρνη υπήρξε μια από τις τρεις κοσμοπολίτισσες πόλεις της Μεσογείου, μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, αλλά είναι η μόνη που πλέον δεν έχει τίποτε από εκείνον τον τρόπο σκέψης και ζωής. Μια πόλη-σύμβολο, που πλέον δεν υπάρχει. Αυτή η αίσθηση καταγωγής από μια πολιτεία που λίγα χρόνια πριν εγώ γεννηθώ, εξαφανίστηκε (ναι, για μένα έτσι είναι και το λέω φανερά όσο κι αν πολλοί θα διαφωνήσουν μαζί μου) με έχει κάνει να αισθάνομαι πως έχω τον τρόπο να κινούμαι περισσότερο στοχαστικά και παράλληλα να έχω την ικανότητα να βλέπω τα πράγματα χωρίς δεσμεύσεις. Σίγουρα μια τέτοια οπτική έχει επέμβει και στη γραφή μου. Νομίζω πως τη χαρακτηρίζει.

Μεγάλωσα σε ένα όχι απλώς μικρασιάτικο περιβάλλον, αλλά σμυρναίικο. Και τονίζω αυτή τη διαφορά, γιατί η Σμύρνη υπήρξε μια από τις τρεις κοσμοπολίτισσες πόλεις της Μεσογείου, μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, αλλά είναι η μόνη που πλέον δεν έχει τίποτε από εκείνον τον τρόπο σκέψης και ζωής.

Το τελευταίο σου βιβλίο για εφήβους και νέους έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο άλλος» (εκδ. Πατάκη), και μας μιλάει για δύο εφήβους που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό, χωρίς να είναι αδέλφια. Τελευταία μιλάμε πολύ για τον «άλλο», ως τον διαφορετικό, τον ξένο, τον «έξω από εμάς». Εδώ, σαν να επιχειρείς μια αντιστροφή. Πώς το σκέφτηκες;

Ναι, έχεις δίκιο. Επιχειρώ να σκιαγραφήσω τον δικό μας «άλλον». Αυτόν που λογικά θα έπρεπε να είναι ίδιος με εμάς, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Γιατί όμως; Γιατί ακόμα και μέσα στην ίδια οικογένεια, υπάρχουν τόσοι «άλλοι»; Γιατί μέσα στον καθένα μας κρύβεται ένας τουλάχιστον «άλλος»;

Πολλοί οι λόγοι και έχουν να κάνουν με πολλούς παράγοντες. Από αυτούς τους πάμπολλους, εγώ στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα επέλεξα να σταθώ κυρίως στους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς λόγους που διαμορφώνουν τον καθένα μας. Κι ακόμα να αναζητήσω ποιος μπορεί να είναι ένας τρόπος αναγνώρισης του άλλου, αλλά και μέσα από μια τέτοια πορεία να αναγνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Μέσα από μια τυχαία συζήτηση με τον δεκάχρονο εγγονό μου, βγήκε στην επιφάνεια αυτός ο προβληματισμός.

kontoleon cover 01  

Και για να επανέλθω σε κάτι που προηγουμένως συζητήσαμε, να πώς ενώνονται οι ηλικίες και πώς μπορεί ο καθένας μας μέσα από την παρατήρηση ενός παιδιού να φέρει στο φως ενήλικους προβληματισμούς και να τους ενσαρκώσει λογοτεχνικά σε ένα μυθιστόρημα εφηβείας, που σημαίνει μυθιστόρημα ενηλικίωσης, που με ένα πλέον σύγχρονο τρόπο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα cross over μυθιστόρημα. Ας το αποδεχτούμε, Κώστα μου, η καθαρή λογοτεχνία δεν έχει ηλικιακά όρια μήτε δημιουργίας μήτε και πρόσληψης. 

Είσαι από τους ελάχιστους συγγραφείς που βρίσκουν τον χρόνο και την όρεξη και γράφουν κριτικά κείμενα για νέους Έλληνες συγγραφείς, κι όχι μόνο για καταξιωμένους, ούτε μονάχα για φίλους, απλώς για βιβλία που σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Πες μου τι σου προσφέρει αυτή η ενασχόληση με την βιβλιοκριτική κι αν βασίζεται σε κάποιες αρχές.

Από την εφηβεία μου αναζητούσα να εκφραστώ και μέσω ενός κριτικού λόγου. Θυμάμαι πως άκουγα κάποιο θεατρικό έργο στην εκπομπή «Το θέατρο της Τετάρτης» και μετά καθόμουνα και κατέγραφα τις απόψεις μου. Διάβαζα με πάθος τις κριτικές του Μάριου Πλωρίτη και έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου τεύχη του περιοδικού «Θέατρο» που εξέδιδε ο Κώστας Νίτσος. Αργότερα, στο φροντιστήριο για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, μας δίδασκε λογοτεχνία ένας χαρισματικός φιλόλογος, ο Νικήτας Παρίσης και έτσι πλέον άρχισα και μόνος μου να διαβάζω διάφορα θεωρητικά λογοτεχνικά δοκίμια.

Αυτό που προσπαθώ να καταγράψω με τα κριτικά μου σημειώματα είναι η δική μου προσέγγιση και επαφή με το κάθε κείμενο. Γράφω ό,τι αισθάνομαι, αλλά παράλληλα και κρίνω το έργο σύμφωνα με το κατά πόσο ο δημιουργός του ολοκλήρωσε αυτό που είχε στο μυαλό του. Θέλω να βοηθήσω τους αναγνώστες των κειμένων μου να προσεγγίσουν με μια άνεση το μυθιστόρημα ή τη συλλογή διηγημάτων που εκείνοι έτυχε να επιλέξουν κι εγώ έχω ήδη καταθέσει την άποψή μου.

Γράφω και για βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, όσο και για ξένων. Δεν θέλω να χρησιμοποιώ το βήμα που κάποιο έντυπο ή ιστοσελίδα μου προσφέρει για να προωθήσω φίλους και πόσο μάλλον για να υποχρεώσω και να κανακέψω. Για μένα ο κριτικός λόγος, αν και δευτερογενής, έχει αξία γιατί με βοηθά να τακτοποιήσω σκέψεις, να ανακαλύψω τεχνικές αφήγησης και να διευρύνω τις δικές μου δυνατότητες.

manos kontoleon 4manos kontoleon 3 TELIKOmanos kontoleon 2 teliko
   

Στα βιβλία σου, όπως και στα κριτικά σου κείμενα, διακρίνει κανείς το χάρισμα της απλότητας: Λες αυτά που θες να πεις, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς περίτεχνες εκφράσεις (όχι όμως άτεχνες), χωρίς υπερβολικά πολλές αναφορές. Είναι κάτι δικό σου, θεωρείς, εγγενές; Ή κάτι που το κατακτά κανείς μέσα από πολλή δουλειά, με τα χρόνια. Δεν σου κρύβω, ότι το ζηλεύω λιγάκι…

Χαίρομαι που το ακούω αυτό. Γιατί για μένα η απλότητα στη γραφή έχει την αξία της αρχοντιάς και της ντομπροσύνης. Με λογοτεχνικά σκέρτσα μπορείς εύκολα να εντυπωσιάσεις. Αλλά εγώ δεν θέλω εντυπωσιασμένους αναγνώστες, μα συνειδητούς συνομιλητές.

Θεωρώ πως αυτό το έχω επιτύχει γιατί γράφω και για παιδιά. Με τα παιδιά δεν γίνεται να είσαι επηρμένος λογοτέχνης. Όπως ασφαλώς και δεν πρέπει να καταφεύγεις στην αφέλεια. Η ενήλικη παιδικότητα είναι στάση ζωής. Νομίζω πως τη διαθέτω…

Η απλότητα στη γραφή έχει την αξία της αρχοντιάς και της ντομπροσύνης. Με λογοτεχνικά σκέρτσα μπορείς εύκολα να εντυπωσιάσεις. Αλλά εγώ δεν θέλω εντυπωσιασμένους αναγνώστες, μα συνειδητούς συνομιλητές.

Ναι, την έχω κατακτήσει την απλότητα γιατί δεν μου αρέσει μόνο να γράφω για διαφορετικές ηλικίες, αλλά και να συνομιλώ με άτομα κάθε ηλικίας.

Μη με ζηλεύεις… Κολακεύομαι, βέβαια, αλλά σε συμβουλεύω να προσπαθήσεις κι εσύ να το εφαρμόσεις. Τα κέρδη πολλά θα είναι – πολλά και πολύπλευρα.

Μετά από τόσα χρόνια, τι είναι για σένα η καταξίωση. Τι πρόσωπο έχει;

Σίγουρα έχει το πρόσωπο της ικανοποίησης. Αλλά αξίζει να προέρχεται όχι μόνο από το πώς σε βλέπουν οι άλλοι, αλλά και από το πόσο εσύ ο ίδιος στέκεσαι με ειλικρίνεια μπροστά στον καθρέφτη.

Μια ευχή; (εκτός από την υγεία)

Μόνο μία; Θα έλεγα: Ισορροπία.


Nicole Krauss «Τι σημαίνει να είσαι άντρας»

 

Nicole Krauss

«Τι σημαίνει να είσαι άντρας»

Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

                       

Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1974, η Νικόλ Κράους έχει μέχρι σήμερα εκδώσει μια σειρά βιβλίων (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων) τα περισσότερα από τα οποία διακρίθηκαν με διάφορα βραβεία και ασφαλώς κυκλοφορούν μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες.

Αν και η καταγωγή της έχει ρίζες στην Ευρώπη και η γεννήθηκε στις ΗΠΑ, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στο Ισραήλ οπότε  είναι και πολύ λογικό να χρησιμοποιεί συχνά πρόσωπα με εβραϊκή καταγωγή για να πλάσει τις ηρωίδες και τους ήρωές της.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων. Όλοι σχεδόν οι κεντρικοί χαρακτήρες έχουν ρίζες ή ζούνε ή σε κάποια περίοδο της ζωής τους ζήσανε στο Τελ Αβίβ και στο Ισραήλ γενικότερα.

Παρόλα αυτά δεν φαίνεται η συγγραφέας να θέλει να φωτίσει μια τέτοια καταγωγή των ηρώων της. Νομίζω πως τους χρησιμοποιεί ως άτομα που διαθέτουν ένα κοσμοπολιτισμό, ως ανθρώπους που αν και κρατάνε έστω και χαλαρούς δεσμούς με την καταγωγή τους, στην ουσία δρουν και σκέφτονται ως εκπρόσωποι μιας κοινωνικής τάξης που έχει μάθει να κινείται γεωγραφικά, αρά χωρίς άλλα μαζικά χαρακτηριστικά πέρα από αυτά του φύλλου τους-μα κάπως έτσι ερμηνεύεται και ο τίτλος της συλλογής «Τι σημαίνει να είσαι άντρας» (To Be a Man – ο τίτλος της αμερικάνικης έκδοσης).

Τι σημαίνει να είσαι άντρας, λοιπόν, σε πολλές εκδοχές, αλλά όλες μέσα από την οπτική θέση γυναικών.

Γυναίκες ανύπαντρες, γυναίκες που έχουν παντρευθεί, γυναίκες που έκανα παιδιά, γυναίκες ως σύντροφοι, γυναίκες ως κόρες, γυναίκες συμβιβασμένες, αλλά και επαναστάτριες. Γυναίκες που κέρδισαν  στη ζωή κι άλλες που χάσανε.

Και όλες αυτές έχουν δίπλα τους ένα άντρα -και αυτόν περιγράφουν ακόμα κι όταν αναφέρονται στον ίδιο τους τον εαυτό.

Θα έλεγα πως η Κράους με τη συλλογή αυτή των διηγημάτων της καταφέρνει να κάνει μια πολύμορφη ανάλυση των σχέσεων που συνδέουν τα δυο φύλλα.

Ανάλυση σαφώς με θηλυκή ταυτότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν διαθέτει και αντικειμενικότητα και οξυδέρκεια στις καταγραφές της. Κι άλλωστε τελικός στόχος είναι η αλληλοκατανόηση των δυο φύλλων.

Από την πλευρά ενός άντρα αναγνώστη περιμένει κανείς μια αντίδραση που θα εμβαθύνει στην αυτοανάλυση  και στον φωτισμό του τρόπου σκέψης και συναισθημάτων των γυναικών.

Αλλά κάτι παρόμοιο νομίζω πρέπει να περιμένει κανείς από μια γυναίκα αναγνώστη. Γιατί αυτό που αναζητούν οι γυναίκες από τους άνδρες, πολύ συχνά είναι οι ίδιες που θα το δημιουργήσουν ή και θα το εμποδίσουν να δημιουργηθεί.

Με άλλα λόγια, οι άρρενες ήρωες των διηγημάτων, έχοντας αυτήν την σαφέστατα κοινωνικά κληροδοτημένη ταυτότητα ενός αρσενικού, θα πρέπει να την αναμορφώσουν μέσα από την παρέμβαση ενός θηλυκού συντρόφου

«Μα θα με σκότωνες;» τον ρωτάει τώρα, αν και με ίσως λιγότερη δυσπιστία απ΄ όση θα εξέφραζε προς κάποιον που δεν είχε σε κάποιες περιπτώσεις ξαπλώσει κάτω ένα άγνωστο με μια γροθιά ή σχεδόν σπάσει τα ξύλινα κάγκελα στο κεφαλάρι του κρεβατιού της επειδή την ώρα του οργασμού του αισθάνθηκε μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να καταστρέψει κάτι.

«Φυσικά και θα σε σκότωνα» λέει. «Θα είχα σκοτώσει πιστεύοντας -έχοντας ανατραφεί έτσι ώστε να πιστεύω- ότι έκανα το σωστό».

«Ποτέ δεν θα μπορούσα να σκοτώσω κάποιον» επιμένει εκείνη.

Διηγήματα ασυνήθιστης ανάλυσης σχέσεων άλλοτε κάτω  από το φως κι άλλοτε μέσα στο σκοτάδι καταστάσεων που δημιουργούνται από συνθήκες αποχωρισμού, εξουσίας, βίας, ταύτισης και αγάπης.

Επάξια μεταφρασμένα από την Ιωάννα Ηλιάδη.

Βιβλιοδρόμιο, 28/5/2022

 

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο "Ταλκ" με την Pelio Papadia
1. Έναν χρόνο μετά τη Μάσκα του Καπιτάνο, χαίρομαι πολύ που είστε και πάλι κοντά μας, με αφορμή τούτη τη φορά άλλο ένα βιβλίο για μεγάλα παιδιά (και για μεγάλους). Ο άλλος είναι μια ιστορία για δυο διαφορετικά, μα –κυριολεκτικά–όμοια έφηβα αγόρια. Που τα φέρνει η τύχη να συναντηθούν και να ανατραπεί η καθημερινότητά τους, οι σταθερές τους, τα πάντα. Τι άλλο μπορείτε να μας πείτε για τον Βάιο και τον Φώτο (χωρίς, όμως, να μαρτυρήσετε πολλά στοιχεία της πλοκής…);
- Ο αρχικό συγγραφικός ερεθισμός ήταν ένας προβληματισμός πάνω στο πως και στο πόσο διαμορφώνεται η ζωή ενός ανθρώπου ανάλογα με το οικογενειακό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό του περιβάλλον. Για να αναπτύξω αυτόν τον προβληματισμό μου, ‘γέννησα’ δυο εφήβους που ενώ θα μπορούσε ο ένας να ήταν ο άλλος, τελικά και ζώντας με δυο διαφορετικούς τρόπους, διαμόρφωσαν διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό ήταν η αρχή της έμπνευσης. Από εκεί και πέρα και όπως συνήθως γίνεται, τα ίδια τα πρόσωπα πήραν στα χέρια τους τη συνέχεια της ιστορίας μου, που στην ουσία είναι οι δικές τους ζωές
2. Αφιερώνετε το βιβλίο στον εγγονό σας, που «έσπειρε», όπως γράφετε, την ιστορία αυτή. Τι σκέφτηκε, λοιπόν, ο μικρός Μάνος και έβαλε μπρος το μυαλό και την πένα του μεγάλου Μάνου;
- Ναι, ήταν ένα καλοκαιρινό απόβραδο που καθώς εγώ κι εκείνος περπατούσαμε στα καλντερίμια ενός πηλιορείτικου χωριού και σκεφτόμαστε θέματα για ένα νέο μου βιβλίο, εκείνος έριξε την ιδέα μιας σύγχρονης εκδοχής του μυθιστορήματος του Μαρκ Τουέιν ‘Πρίγκιπας και φτωχός». Οπότε… Εγώ ‘τσίμπησα’ και το επόμενο πρωινό έπιασα δουλειά.
3. Τα κρυμμένα οικογενειακά μυστικά ως μοτίβο επανέρχονται συχνά στη λογοτεχνία. Και είναι λογικό… Οι ψυχολόγοι λένε πως πάντοτε –ακόμα κι αν δεν αποκαλυφθούν ποτέ– σημαδεύουν τους εμπλεκόμενους. Άρα δίνουν συγγραφική τροφή. Πόσο υλικό προσφέρουν στον Μάνο Κοντολέων οι αμαρτίες του παρελθόντος, που κουκουλώνονται, οι σκελετοί που παραχώνονται στο κελάρι; Όχι μόνο στο βιβλίο αυτό…
- Νομίζω πως όπως -και πολύ σωστά μάλιστα- επισημαίνετε πως τα οικογενειακά μυστικά σημαδεύουν τον κάθε άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση διαμορφώνουν και τους λογοτεχνικούς ήρωες. Στα δικά μου έργα, ακόμα και στα πιο απλά, πάντα υπάρχει μια ουσιαστική σύνδεση του ήρωα με το οικογενειακό του περιβάλλον. Γι αυτό, άλλωστε και θεωρώ πως μια από τις βασικές συγγραφικές ‘εμμονές’ μου, μαζί με την ταυτότητα και τον έρωτα, είναι και η οικογένεια. Στην ουσία, θα τολμήσω να ισχυριστώ πως η οικογένεια καλύπτει και τις άλλες δυο… Μέσα σε μια οικογένεια τίθενται θέματα ταυτότητας, μέσα σε μια οικογένεια είναι που άλλοτε γεννιέται κι άλλοτε πεθαίνει ο έρωτας.
4. Στο βιβλίο σας παρουσιάζονται και αναπόφευκτα συγκρούονται δυο εντελώς διαφορετικοί –πρακτικά και βέβαια ιδεολογικά– κόσμοι: Αυτός των πλουσίων και αυτός των φτωχών. Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε στα εφηβάκια μας αυτό το δίπολο. Και μέσα από αυτό να προσεγγίσετε και το πάντοτε ευαίσθητο θέμα της οικογένειας.
- Ανήκω σε εκείνους που ευαγγελίζονται μια κοινωνία ισότητας. Γνωρίζω το πόσο κάθε άτομο είναι διαφορετικό από τα άλλα, αποδέχομαι τα προικιά που η Φύση χάρισε στον έναν και τα βαρίδια που η Φύση φόρτωσε σε έναν άλλο…Ττα αποδέχομαι γιατί αναγνωρίζω πως ο φυσικός κόσμος έχει τις δικές του ισορροπίες. Αλλά μέσα στην κοινωνία που ζούμε, αυτές οι ανισότητες με εξοργίζουν. Ξέρω πως ποτέ σε θα πάψουν να υπάρχουν, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ακόμα περισσότερο δεν εξοργίζομαι. Μέσα σε αυτόν τον προβληματισμό, πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η αφετηρία στη ζωή των ανθρώπων. Από που ξεκινά ο καθένας μας. Νομίζω πως αυτό το ζήτημα θέλησα να το κάνω μυθιστόρημα. Αλλά καθώς άπλωνα την ιστορία μου, πρόσεξα πως πέρα από την αφετηρία, σημασία έχει και η διαδρομή. Υπάρχουν διαδρομές που οδηγούν σε αδιέξοδα, άλλες που οδηγούν να λεωφόρους. Κι αν την αφετηρία μας δεν μας επιτρέπουν να την ορίζουμε, μπορούμε να επιλέγουμε την διαδρομή μας… Μπορούμε, άραγε; Κάπου εδώ ήρθε και ο τίτλος – «Ο άλλος». Μα ποιος είναι ο άλλος;
5. Πάμε τώρα σε ένα άλλο δίπολο: Του Εαυτού και του Άλλου, που προφανώς απασχολεί τον καθέναν μας, αρχής γενομένης από την εφηβεία. Εσείς, λόγω της πλοκής του μυθιστορήματός σας, του δίνετε μια ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Αλλά εγώ θα μείνω στους εφήβους, στον αυτοπροσδιορισμό και στον ετεροπροσδιορισμό τους, στην αναζήτηση της ταυτότητας και του ειδώλου τους, στο «εγώ» vs «αυτοί/ές», και θα ήθελα το σχόλιό σας.
- Ανήκω στους συγγραφείς εκείνους που σχεδόν σε όλα τους τα μυθιστορήματα παρακολουθούν τους ήρωές τους από τα παιδικά τους χρόνια και την εφηβεία. Κι αυτό γιατί από εκεί όλοι μας καταγόμαστε. Σε εκείνα τα χρόνια στήνεται όλη η υπόλοιπη ζωή μας. Παράλληλα είμαι ένας από τους ελάχιστους έλληνες συγγραφείς που έχουν δώσει μεγάλο μέρος του έργου τους στο είδος εκείνο της λογοτεχνίας που χαρακτηρίζεται ως ‘μυθιστόρημα ενηλικίωσης’ . Κι αυτό γιατί έχω ανακαλύψει πως οι πλέον ενδιαφέροντες μυθιστορηματικοί ήρωες είναι οι έφηβοι. Αυτοί δηλαδή που βιώνουν την κάθε μέρα τους ως ένα μυθιστόρημα ανατροπών, αναστοχασμών, φόβων, ελπίδας, αγωνίας, επανάστασης. Κάθε μέρα αναζητούν να αυτοπροσδιοριστούν, να μορφοποιήσουν την επερχόμενη ενήλικη ταυτότητά τους. Όσοι συγγραφείς δεν στρέφονται προς την εφηβεία, ειλικρινά πιστεύω πως έχουν χάσει μεγάλες συγγραφικές εμπειρίες. Το ιδιαίτερα ανησυχητικό όμως είναι κάτι άλλο. Έχει να κάνει με την Πολιτεία που αυτού του είδους τη λογοτεχνία -την λέμε και λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες, τη λέμε και λογοτεχνία cross over- δεν την φέρνει μέσα στη καθημερινότητα της σχολικής ζωής του Γυμνασίου και του Λυκείου. Κι έτσι οι νέοι μας δεν είναι εύκολο να ανακαλύψουν, να πλησιάσουν εκείνους τους ήρωες που τους μοιάζουν και που θα τους έδιναν ένα χέρι ουσιαστικής βοήθειας αυτογνωσίας.
6. Ενώ ο Καπιτάνο διαδραματιζόταν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον (ο φουτουρισμός σίγουρα γοητεύει τους εφήβους), τοποθετήσατε τη δράση του Άλλου στο 1990. Υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που επιστρέψατε στο παρελθόν; Δεν φοβηθήκατε ότι μπορεί αυτό να «ξενίσει» τον έφηβο του 2022;
- Ο λογοτεχνικός χρόνος είναι κυκλικός. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν. Ως παιδί διάβαζα Μάρκ Τουέιν, διάβαζα Ντίκενς, Βέρν, διάβαζα και Δέλτα. Κάθε ένα από τα μυθιστορήματά τους από άλλη εποχή και μέρος ερχότανε. Κι όμως με βοήθησαν να κατανοήσω τον εαυτό μου, τους συγχρόνους μου και το παρελθόν. Γιατί να μην μπορεί και ένας σύγχρονος έφηβος να κάνει το ίδιο; Μήπως γιατί έχουμε μάθει να ζούμε όχι απλώς το σήμερα, αλλά το τώρα; Αν ναι -τότε κάνουμε ένα μεγάλο λάθος. Αποκόπτουμε το μέλλον μας από τις ρίζες του. Η λογοτεχνία δεν επιτρέπει στον εαυτό της να το κάνει. Κι εγώ προσπαθώ τη λογοτεχνία να υπηρετώ.
7. Πάνε σχεδόν 30 χρόνια από τότε που διάβαζα τα βιβλία σας ως έφηβη. Και αυτό που με τραβούσε, πέραν της λογοτεχνικότητάς τους και της αφηγηματικής σας δεινότητας, ήταν η ικανότητά σας να διεισδύετε στον ψυχισμό του εφήβου, να «πιάνετε» τους προβληματισμούς του, να μιλάτε τη γλώσσα του. Αυτή την ικανότητα δεν τη χάσατε, αν και οι εποχές έχουν αλλάξει, λόγω της τεχνολογικής επανάστασης. Το βλέπω και από το πώς «ρουφούν» τα δικά μου εφηβάκια τα βιβλία σας (αν και βρίσκονται σε φάση όπου έχουν μειώσει κατά πολύ την αναγνωστική τους δραστηριότητα), αλλά και από το πώς επιστρέφετε μέσα από τις λέξεις και τις ιστορίες σας εμένα, που έχω πατήσει τα σαράντα, στη δική μου εφηβεία. Μιλήστε μου για το ταλέντο σας αυτό.
- Σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας. Δεν έχω κάτι περισσότερο να σας πως παρά το ότι πιστεύω στη διαχρονικότητα της εφηβείας. Μάλλον δεν την πιστεύω, αλλά τη βιώνω. Είπα και πιο πριν πως η παιδική και εφηβική μας περίοδο είναι οι ρίζες μας, η καταγωγή μας. Δεν απαρνιέμαι μήτε και ξεχνώ αυτό που με κρατά σταθερό πάνω στο έδαφος που περπατώ.
8. Στον Άλλο, όπως και στα περισσότερα βιβλία σας έχει κεντρική θέση ο έρωτας. Γιατί, άραγε, ο αναγνώστης –και δη ο έφηβος, που δεν ξέρει ακόμα πού πατά και πού βρίσκεται¬– τον αποζητά τόσο πολύ στα διαβάσματά του;
- Ελάτε τώρα! Θυμάμαι πως κάπου εκεί στα έντεκα με δώδεκα μου χρόνια, ρώτησα τη μητέρα μου πως θα καταλάβω ότι κάποια στιγμή θα είμαι ερωτευμένος. Και την ίδια ερώτηση, σε μια παρόμοια ηλικία, την έκανε και ο εγγονός μου στη δική του μητέρα. Όλα γύρω από ένα παιδί και έφηβο μιλάνε και για τον έρωτα. Τα τραγούδια, οι φωτογραφίες, οι ειδήσεις… Η ίδια η φύση του ανθρώπου μιλά γι αυτόν. Ο νέος άνθρωπος μυείται στον Έρωτα όπως μυείται και σε άλλα βασικά συναισθήματα -στη φιλία, στον ανταγωνισμό… Έκφραση της κοινωνίας είναι ο Έρωτας. Και βέβαια μέσον αυτοαναγνώρισης. Οπότε… Ε, ναι τον αποζητά στα διαβάσματά του… και όχι μόνο.
9. Σε ποιον απευθύνεστε όταν γράφετε; Έχετε έναν φανταστικό-ιδανικό αναγνώστη απέναντί σας, ανάλογα με το είδος του βιβλίου που δουλεύετε, τον οποίον λαμβάνετε υπόψη σας; Ή δημιουργείτε για εσάς και τελικά σ’ όποιον αρέσει το κείμενό σας;
- Ναι, πρώτιστα γράφω για τον εαυτό μου. Το που εκδοτικά θα απευθυνθεί το βιβλίο μου, είναι απόφαση που την επιβάλει η αγορά. Εγώ πάντα είμαι πίσω από κάθε γραμμή μου. Και δεν σκοπεύω να πάω μέσω των γραπτών μου να αναζητήσω τον αναγνώστη -άλλωστε δεν τον ξέρω μιας και δεν τον ομαδοποιώ. Αν είναι να συναντηθούμε, αυτός θα το αποφασίσει. Θα αποφασίσει και το πότε και το πως.
10. Τέλος, αν και προσωπικά δεν αγαπώ τους (περι)ορισμούς, θα ήθελα από εσάς, ως καθ’ ύλην αρμόδιο, μια και εσείς εισαγάγατε στην Ελλάδα το genre και τον όρο, να μας πείτε τι θεωρείται ή τι εσείς θεωρείτε young adult λογοτεχνία και ποια μυθιστορήματα θα χαρακτηρίζατε crossover.
- Όπως και πιο πριν ανέφερα, με τους όρους αυτούς χαρακτηρίζουμε λογοτεχνικά έργα που βασικά στηρίζονται στη ζωή και στα συναισθήματα ηρώων που διανύουν τη δεύτερη ή και την τρίτη ακόμα δεκαετία της ζωής τους. Είναι γραμμένα μέσα από τη δική τους ματιά -μια ματιά νεανική ή πιο σωστά μέσα από μια ματιά που κατανοεί την ψυχοσύνθεσή τους. Παράλληλα είναι έργα γραμμένα με απόλυτα λογοτεχνική οντότητα -δεν αποκρύπτουν, δεν ωραιοποιούν, δεν διδάσκουν. Δεν αυτολογοκρίνονται. Με άλλα λόγια είναι έργα -μυθιστορήματα κυρίως- που διαπερνούν τις ηλικίες των αναγνωστών, δηλαδή απευθύνονται και στο δεκαπεντάρη και τριανταπεντάρη και στον … εβδομηνταπεντάρη. Η παγκόσμια λογοτεχνία πάντα είχε να μας παρουσιάσει τέτοια έργα -σας θυμίζω το «Φύλακας στη σίκαλη», το «Ντέμιαν», έργα του Ντίκενς. Έχει και πλέον σύγχρονα -βιβλία του Κόρμιερ, του Μπέρτζες, της Φοξ, της Κάρολ Όουτς. Στην Ελλάδα αντίστοιχα έργα δεν μπορώ να πω πως είχαμε με μια τέτοια εκ μέρους των συγγραφέων πρόθεση συγγραφής. Παρόλα αυτά σήμερα μπορούμε ως young adult και cross over λογοτεχνία να θεωρήσουμε έργα του Κοσμά Πολίτη, μα και ακόμα πιο πολύ την «Τζοκόντα» του Κοκάντζη, το «Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού» του Ζουργού και βέβαια μυθιστορήματα δικά μου, της Eleni Priovolou, του Vassilis Papatheodorou, της Τούλα Τίγκα και άλλων σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων που έχουν πιστέψει πολύ σε αυτό το είδος της λογοτεχνίας. Αλλά -είπαμε- πρέπει να το πιστέψει και η Πολιτεία… Ή μάλλον να τολμήσει να το πιστέψει.

15.5.22

Gayl Jones «Κορετζιντόρα»

Gayl Jones

«Κορετζιντόρα»

Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Εκδόσεις Κλειδάριθμος

 

 

‎Η Gayl Jones (Κεντάκι, 1949) δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα «Κορετζιντόρα» σε ηλικία μόλις 25 ετών και αμέσως αναγνωρίστηκε από συγγραφείς όπως η Τόνι Μόρισσον  και ο Τζέιμς Μπόλντουιν ως μια από τις βασικότερες εκπροσώπους της αφροαμερικάνικης λογοτεχνίας.

Συνέχισε να εκδίδει κυρίως μυθιστορήματα που τα χαρακτήριζε μια ιδιότυπη αγριότητα μέχρι το 1999, όπου η αυτοκτονία του συντρόφου της και γενικότερα η αντισυμβατική στάση της, την έκανε να αποχωρήσει από την όποια δημόσια εμφάνιση έως το  2021 όπου έδωσε σε κυκλοφορία το τελευταίο μέχρι σήμερα μυθιστόρημά της.

Αναντίρρητα το «Κορετζιντόρα» παραμένει πάντα σημείο αναφοράς στη λογοτεχνία που γράφεται από έγχρωμες γυναίκες συγγραφείς.

Η κεντρική ηρωίδα και αφηγήτρια του έργου, η Ούρσα,  είναι μια μαύρη τραγουδίστρια των μπλουζ κάπου σε επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ.

Η αφήγηση όμως της ιστορίας της, αν και ξεκινά κάπου μέσα στη δεκαετία του ’40, στην ουσία έχει ρίζες σε τρεις προηγούμενες γενιές γυναικών -προγιαγιά, γιαγιά και μητέρα.

Και οι τρεις είχαν υποστεί τη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση από έναν Πορτογάλο ιδιοκτήτη σκλάβων, τον Κορετζιντόρα, οποίος στην ουσία ήταν πατέρας και αδελφός τόσο της γιαγιάς όσο και της μητέρας της.

Το τραύμα της σκλαβιάς και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης αυτών των γυναικών, κυριαρχεί πάνω στην ίδια την Ούρσα, η οποία και θέλει να αποκτήσει ένα παιδί  μιας και η συμβουλή της γιαγιάς της ήταν πως για να διατηρηθεί η μνήμη της σκλαβιάς και το μίσος απέναντι στο βιαστή αρσενικό, πρέπει να τα κληροδοτεί η μια γενιά γυναικών στην άλλη μέσα από την τεκνοποιία.

Η ίδια η Ούρσα, η οποία δεν είχε γνωρίσει τον δικό της πατέρα μιας κι εκείνος είχε εγκαταλείψει τη δική της μητέρα,  αναζητά τον σύντροφο ο οποίος θα της προσφέρει τη δυνατότητα να τεκνοποιήσει.

Για να μείνει ζωντανή η καταδίκη της βίας, σειρά των γυναικών του Κορετζιντόρα πρέπει μέσω αυτής να συνεχιστεί.

Ο σύντροφος που θα επιλέξει, εξασκεί πάνω της  μια άλλη μορφή καταπίεσης -αυτή  της ζήλειας- και μετά από μια διαφωνία, την ρίχνει κάτω, ενώ είναι ήδη έγγειος, με αποτέλεσμα όχι μόνο να χάσει το έμβρυο, αλλά και να στερηθεί για πάντα τη δυνατότητα να γίνει και η ίδια μητέρα.

Είναι ολοφάνερο πως το παρελθόν την ελέγχει πλήρως και επεμβαίνει στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, ενώ η ίδια ίσως να ήθελε να χαράξει μια δική της πορεία.

Αλλά αυτό είναι και το βασικό θέμα του βιβλίου -η σχέση μεταξύ συλλογικού τραύματος και ατομικής μνήμης.

Η ίδια η Ούρσα θα αναζητά την απελευθέρωσή της από την αποτυχία της να συνεχίσει της αλυσίδα των γυναικών του Κορετζιντόρα, ενώ παράλληλα δεν θα εμπιστεύεται κανένα για να μοιραστεί μαζί του το αδιέξοδό της.

Οι άλλες γυναίκες διαθέτουν αυτό που η ίδια έχει στερηθεί, ενώ οι άνδρες πιστεύει πως μόνο ως σεξουαλικό σκεύος ηδονής της αντιμετωπίζουν πλέον μιας και από αυτήν δεν θα μπορούν να έχουν απογόνους.

Η στάση της έχει μια επιθετικότητα η οποία κάποια στιγμή και όταν πλέον η ίδια θα αποφασίσει να εκφράσει δυνατά το ‘θέλω’ της, θα δείξει σημάδια υποχώρησης.

Και θα κατανοήσει πως η όποιας μορφή ερωτική σχέση δεν συνδέεται αναγκαστικά με την μητρότητα, αλλά με την αναγνώριση της αξιοπρέπειας του άλλου.

«Θα μπορούσα να σε σκοτώσω».

Τελείωσε και κατάπια το σπέρμα. Έγειρε πίσω και με τράβηξε από τους ώμους.

«Δεν θέλω μια γυναίκα που πληγώνει», είπε.

«Τότε δεν θέλεις εμένα».

«Δεν θέλω μια γυναίκα που πληγώνει».

«Τότε δεν θέλεις εμένα».

«Δεν θέλω μια γυναίκα που πληγώνει».

«Τότε δεν θέλεις εμένα».

Με ταρακούνησε, μέχρι που έπεσα πάνω του κλαίγοντας. «Ούτ΄ εγώ θέλω έναν άντρα που πληγώνει», είπα.

Με τράβηξε πάνω του και με κράτησε σφιχτά. (σελ. 234)

Η γραφή της Gayl Jones έχει οξύτητα και αμεσότητα. Οι διάλογοι -μικρές καθημερινές προτάσεις- είναι συχνοί, αλλά εναλλάσσονται με σελίδες εσωτερικών αναμνήσεων και περιγραφών.

Η αθυροστομία συνυπάρχει με την τρυφερότητα.

Οι λεπτομέρειες με τις αφαιρετικές επισημάνσεις.

Σαφώς μια γραφή που θέλει να τσακίσει. Και το πετυχαίνει.

Η μετάφραση της Αργυρώ Μαντόγλου μεταφέρει στη γλώσσα μας όλες αυτές τις αποχρώσεις.

 Βιβλιοδρόμιο Νέων 24/4/2022

(700 λέξεις)

  

13.5.22

Στέλιος Μάινας «Να θυμηθώ να παραγγείλω»

 

Στέλιος Μάινας

«Να θυμηθώ να παραγγείλω»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 


                         Γνωστός ηθοποιός ο  Στέλιος Μάινας, πριν από δώδεκα χρόνια είχε κάνει  μια πρώτη εμφάνιση και στο χώρο της πεζογραφίας με μια συλλογή διηγημάτων του.

Τώρα επανέρχεται με ένα μυθιστόρημα.

Τα δώδεκα χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στην έκδοση των δυο βιβλίων, μας κάνει να υποθέσουμε πως ο Μάινας δεν αντιμετωπίζει ως βασικό τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης του τη γραφή και πως η ηθοποιία παραμένει ο κεντρικός άξονας  με τον οποίο καταθέτει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του.

Μπορούμε, άλλωστε και να υποθέσουμε, πως η διετής και γενική  περίπου αδράνεια των δράσεων της ηθοποιίας λόγω κορονοϊού, οδήγησε τον Μάινα στο να θυμηθεί την εφεδρεία του λογοτεχνικού του ταλέντου.

Και έτσι αυτή τη φορά στράφηκε στο μυθιστόρημα, ένας είδος που δίνει τη δυνατότητα στο δημιουργό του να απλωθεί σε αναζητήσεις μεγαλύτερου χρονικού  εύρους και περισσότερων ψυχαναλυτικών ανιχνεύσεων.

Από αυτή τη σκοπιά έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς το κατά πόσο και το πως  ένας από τους πλέον δραστήριους και ταλαντούχους ηθοποιούς μας, διαχειρίζεται τους τρόπους με τους οποίους  προσεγγίζει χαρακτήρες που θα ερμηνεύσει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο για να βασίσει πάνω τους τη σύνθεσης μιας μυθιστορηματικής περσόνα.

Το μυθιστόρημα έχει ως κεντρική -και στην ουσία σχεδόν μοναδική-  ηρωίδα, μια γυναίκα* την Άννα, μια σαραντάχρονη, περίπου, αναισθησιολόγο. Μέσα από τη δική της πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα φωτισθεί ο καίριος προβληματισμός που θέτει το μυθιστόρημα. Η ευθανασία.

Αλλά ο Μάινας -ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει την βασική ιδιότητά  του, αυτή, δηλαδή, του ηθοποιού- δεν θέλει να σταθεί τόσο στην ανάλυση του ηθικού μέρους της πράξης, όσο στην ανίχνευση του προσώπου που την εκτελεί.

Με άλλα λόγια, προτείνω να διαβαστεί το έργο όχι ως μια θέση απέναντι στο δικαίωμα ή όχι της ευθανασίας, αλλά ως μια ερμηνεία της ψυχολογίας του ανθρώπου που επιλέγει να την εκτελέσει.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως μόνο σε τρεις σελίδες, καταγράφονται οι θέσεις και οι αντιθέσεις επί του ζητήματος.

Με την άνεση, λοιπόν, ενός έμπειρου ηθοποιού που καλείται να δώσει ‘σάρκα και οστά’ σε ένα χαρακτήρα που θα τον ζωντανέψει στη σκηνή ή στην οθόνη, ο Μάινας στήνει στα μάτια του αναγνώστη την ηρωίδα του.

Η δομή του έργου είναι ένα συνεχές και πολλαπλό flash buck.

Η Άννα έχει καταδικαστεί και είναι στη φυλακή. Από εκεί μέσα αφηγείται από τη μια την έγκλειστη  καθημερινότητά της και από την άλλη τις μνήμες της από το πρόσφατο όσο πλέον απομακρυσμένο παρελθόν της.

Θα θυμηθεί στιγμές της παιδικής της ηλικίας, στιγμιότυπα από τη ζωή της ως έφηβη και ως φοιτήτρια της ιατρικής, κάποιους από τους αδιέξοδους πάντα έρωτές της, θα καταλήξει να περιγράφει τον πλέον πρόσφατο που κι αυτός όμως οδηγήθηκε σε άδοξο τέλος. Και ασφαλώς θα σταθεί -χωρίς να μελοδραματοποιεί- στις καίριες αποφάσεις που άλλαξαν όλη της τη ζωή. Αποφάσεις που όμως οι ρίζες τους έφταναν έως τα πρώτα χρόνια της ζωής της.

Έχουμε,  λοιπόν, μια  λεπτομερή ανάλυση του γιατί η σαραντάχρονη Άννα θα χρησιμοποιήσει τις ιατρικές γνώσεις της με ένα εντελώς δικό της τρόπο.

Ο συγγραφέας είναι και δημιουργός και ερμηνευτής των ηρώων του και ο Μάινας δείχνει πως μπορεί να συνδυάσει και τις δυο αυτές ιδιότητες.

Πέρα όμως από όλα αυτά που φωτίζουν μια προσωπικότητα ξεχωριστή τόσο ως προς τη γυναικεία της ταυτότητα, όσο και τη συναισθηματική της δομή, αυτό που διαπερνά την ολοκλήρωση του χαρακτήρας της είναι οι περιγραφές της ζωής της μέσα στο νοσοκομείο, αλλά και μέσα στη φυλακή.

Εκεί, δηλαδή όπου από τη μια διαπράχθηκε η ύβρις και από την άλλη συντελείται η κάθαρση.

Έχουμε, λοιπόν, μια συγγραφική σκηνογραφία και σκηνοθεσία που είναι λογικό και να δίνει την ιδιαιτερότητά της στο όλο έργο.

Ένα έργο που αν και έχει άνδρα συγγραφέα, καταφέρνει να περιγράψει τη γυναικεία συμπεριφορά τόσο μέσα στο χώρο ενός νοσοκομείου όσο και μέσα σε γυναικείες φυλακές.

Δεν μπορώ να γνωρίζω το πως ο Στέλιος Μάινας πήρε όλες αυτές τις πληροφορίες, εκείνο που μπορώ να δηλώσω είναι πως οι γνώσεις του για τις συνθήκες εργασίες σε νοσοκομεία όσο και εκείνες της διαβίωσης μέσα στις φυλακές είναι τόσο επαρκείς, ώστε να περιγράφονται με ιδιαίτερη ζωντάνια.

Λίγο πιο πριν ανέφερα πως η γυναικεία συμπεριφορά έχει με επάρκεια σκιαγραφηθεί. Δεν το αναιρώ, αλλά νομίζω πως θα πρέπει να επισημάνω και ένα άλλο ιδιότυπο στοιχείο του χαρακτήρα της Άννας.

Μια υποβόσκουσα αρρενωπότητα που ίσως και να είναι αυτή η οποία όχι μόνο την εμποδίζει να δημιουργήσει βιώσιμους δεσμούς, αλλά και εν τέλει  να την οδηγεί στο να προσφέρει την ευθανασία.

Κράτησα την αίσθηση πως ο Στέλιος Μάινας, σκιαγράφησε ένα χαρακτήρα όπου το θηλυκό στοιχείο εμπεριέχει το αρσενικό. Κι αυτό κάνει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρουσα την προσωπικότητα της σαραντάχρονης αναισθησιολόγου που δεν απολογείται για τις πράξεις της, αλλά τις υποστηρίζει με φράσεις που τις χαρακτηρίζει η αξιοπρέπεια της ύπαρξης:

-Πέστε μου ειλικρινά, το κάνατε γιατί νιώθατε πώς βοηθάτε; Ή πάσχετε κι εσείς από το ιατρικό ’σύνδρομο του Θεού’;…

-Ανακούφισα από τον πόνο έναν αγαπημένο άνθρωπο, του επέτρεψα την αξιοπρέπεια, με την οποία είχε συνηθίσει να ζει σε όλο το τον βίο.

-Το ξέρετε βέβαια πως έτσι του στερήσατε τη σωτηρία της ψυχής του

-Του στέρησα το μαρτύριο και τους πόνους. (σελ. 261)

Πολλαπλά ενδιαφέρον μυθιστόρημα -τόσο ως προς το θέμα του, όσο και ως προς την ενσάρκωσή του.

  (850 λέξεις)

 

 «Να θυμηθώ να παραγγείλω» του Στέλιου Μάινα (κριτική) (bookpress.gr)