Pages

22.4.23

Napoli mon amour

 

Αλέσιο Φορτζόνε

“Napoli mon amour”

Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου

Εκδόσεις Πόλις

 

                                   Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

Ο Ναπολιτάνος Αλέσιο Φορτζόνε γεννήθηκε το 1986. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνική πολιτική. Το Napoli mon amour είναι το πρώτο του βιβλίο, και τιμήθηκε με το βραβείο Berto και το Prix Méditerranée 2021 ξένου μυθιστορήματος. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, Giovanissimi, ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο Strega. Ήδη κυκλοφορεί το τρίτο του μυθιστόρημα, με τίτλο Il nostro meglio.

Στην Ελλάδα μεταφράζεται για πρώτη φορά και νομίζω πως έχει όλες τις προϋποθέσεις να αγαπηθεί από τους έλληνες αναγνώστες.

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου -αυτός είναι και που αφηγείται την ιστορία του- ο τριαντάχρονος Αμορεζάνο.

Ένας από τους χιλιάδες νέους άντρες που αν και έχουν ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σπουδές, δεν κατάφεραν να βρούμε σε αυτές ένα στόχο ζωής, αλλά ούτε και μια οικονομική κάλυψη και έτσι παραδέρνουν μέσα σε μια κοινωνία που ή θέλει να τους χρησιμοποιήσει ως απλά εξαρτήματά της ή τους αφήνει να ζούνε στο περιθώριο της.

Ο ίδιος ο Αμορεζάνο, μετά το τέλος των σπουδών του, προσπάθησε να καλύψει τη διάθεσή του να ανακαλύψει κάτι νέο, εργαζόμενος κάποιο διάστημα στα καράβια.

Τα μέρη που έζησε, η ζωή μέσα σε ένα πλοίο πολύ γρήγορα τον έκαναν να επιστρέψει στις αρχικές και βασικές του επιλογές ζωής. Η λογοτεχνία γι αυτόν είναι ο χώρος στον οποίον καταφεύγει άλλοτε ως αναγνώστης κι άλλοτε ως ερασιτέχνης συγγραφέας.

Παράλληλα αναζητά μια εργασία -συνεχίζει να μένει με τους γονείς του και όσα χρήματα είχε εξοικονομήσει από την εποχή που ήταν ναυτικός ολοένα και λιγοστεύουν.

Αλλά ενώ βλέπει το αδιέξοδο που θα φτάσει όταν τα χρήματα αυτά θα σωθούνε, ούτε είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί με μια κενή περιεχομένου μόνιμη καθημερινότητα, αλλά και μήτε ελπίζει πως ο όποιος συμβιβασμός θα έλυνε το πρόβλημά του.

Στην ουσία είναι ένας νέος άνδρας που, όπως τόσοι άλλοι, γνωρίζει πως το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα.

Παράλληλα με τις χλιαρές προσπάθειές του ανεύρεσης εργασίας, ξοδεύει -στην κυριολεξία- τις ώρες του με τη συντροφιά ενός φίλου, του Ρούσο, ενός ατόμου που σε αντίθεση με τον Αμορεζάνο, αντιμετωπίσει τη ζωή ως μια και μόνη στιγμή και αδιαφορεί για την όποια επόμενη εξέλιξή της.

Ο Αμοριζάνο μετρά το κάθε ευρώ που ξοδεύει και σκέφτεται σοβαρά πως θα πρέπει να πάρει την απόφαση -όταν  πλέον θα έχει ξοδέψει και το τελευταίο-  να αυτοκτονήσει.

Γράφει και ξαναγράφει τρία τέσσερα διηγήματα, σχεδιάζει να τα στείλει για αξιολόγηση στον συγγραφέα που περισσότερο απ΄ όλους θαυμάζει και τριγυρνά στους δρόμους της Νάπολης.

Και κάπου εκεί θα συναντηθεί με τη Νίνα και στο πρόσωπό της θα βρει όχι ακριβώς ένα στόχο ζωής και επιβίωσης, αλλά ένα περιεχόμενο ουσίας των τελευταίων του ημερών. Κι ενώ βλέπει πως το απόθεμά του σε ευρώ εξαντλείται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα, δεν σταματά να απολαμβάνει κάθε στιγμή -επιτέλους βρήκε ένα στόχο και ένα νόημα, ακόμα και την ψευδαίσθηση πως θα υπάρξει μια λύση.

Αλλά ο έρωτας στην εποχή μας ή θα έχει τη μορφή μιας προσωρινότητας ή τη μορφή αδιεξόδου ζωής.

Η Νίνα έχει τους δικούς της στόχους, δεν τους συνδέει με την παρουσία στη ζωή της ενός άλλου. Ο Αμοριζάνο θα μείνει μόνος. Κάτι ελάχιστα ευρώ -μικρά δωράκια του παππού και των γονιών του- θα τον κάνουν να πάρει την τελική του απόφαση.

Κι έτσι…  Ήμουν ήδη εξαντλημένος, το κεγάλι μου γύριζε, Κοίταξα πίσω, προς την παραλία, και δεν είδα τον Ρούσο, δεν είδα τίποτα. Κοίταξα μπροστά και είδα μόνο τον Βεζο΄τβιο, ύστερα από μίλια και μίλια ανοιχτής θάλασσας. Ήμουν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος ακόμα και για να κρατηθώ από τη σημαδούρα…                                                                       Έκανα εμετό μέσα στο νερό και παρέμεινα μέσα στον εμετό μου. Ξαναέκανα εμετό και μετακινήθηκα… Τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο. Φαντάστηκα ότι ήταν από ατσάλι και με τραβούσαν προς τα κάτω, προς το βυθό, προς το μπλε, το βαθύ μπλε. Συνέχισα και συνέχισα και δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος, γιατί δεν είχα πια δυνάμεις και ίσως και να μην είχα ποτέ. Χάνομαι για πάντα. Αυτό ήταν, έγινα μπλε.

113 ευρώ.

Οι τελευταίες αράδες του βιβλίου παραμένουν ανοιχτές στην όποια ανάγνωση. Πνιγμός ή μήπως κάτι άλλο;

Αν κρατήσουμε την σύμβαση πως η αφήγηση από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία δεν αφήνει μήτε στιγμή το υπονοούμενο πως ο αφηγητής είναι νεκρός, τότε αυτόματα το τέλος πρέπει διαφορετικά να αναγνωσθεί. Με κάποιον συμβολικό τρόπο.

Η διαχρονικότητα του ενός ηφαιστείου, το βαθύ μπλε του βυθού, τα πόδια που βαραίνουν ίδια με ατσάλι και τελικά η αυτοτελής πρόταση -113 ευρώ- δείχνουν τον τρόπο. Εκεί όπου η κοινωνία απορρίπτει, η Φύση καλοδέχεται; Ενσωματώνει;  Ίσως…

Σε κάθε περίπτωση έχουν προηγηθεί σελίδες όπου στραφταλίζουν από ένα νεανικό ερωτισμό, προτάσεις όπου το χιούμορ χρησιμοποιείται ως εργαλείο αυτοσαρκασμού, εκφράσεις που επιστρατεύουν κλασικές ρομαντικές τεχνικές ερωτικής εξομολόγησης και όλα αυτά ιδωμένα μέσα από την αισθαντικότητα ενός ανθρώπου που δεν αποδέχεται τον συμβιβασμό και που τολμά να ρισκάρει ποντάροντας στον έρωτα.

Μυθιστόρημα απροσδόκητης ενηλικίωσης, πιο σωστά μυθιστόρημα επιστροφής από την ενήλικη ζωή στην εφηβικότητα και γι αυτό  είναι ένα κείμενο που σε παρασύρει να αποδεχτείς τη σύμβαση να διασχίσεις δρόμους και πλατείες μιας πόλης όπου αν και μεσογειακή είναι βουτηγμένη στην υγρασία και την παγωνιά ενός χειμώνα που δεν εννοεί να τελειώσει.

Αποτελεσματική η μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου.

(850 λέξεις)

(Βιβλιοδρόμιο, 22/4/2023)

No comments:

Post a Comment