Pages

22.4.23

'Με το ίδιο όνομα" - ο Γιάννης Παπαδάτος στο diastixo.gr

 



Ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με την πεζογραφία για όλες τις ηλικίες και, επιπλέον, ανελλιπώς με το δοκίμιο και την κριτική σε εφημερίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά. Όπως έχει αναφερθεί από ερευνητές, στα βιβλία του θέτει και ζητήματα θεωρίας. Έργα του έχουν ανέβει στο θέατρο κι έχουν γυριστεί στην τηλεόραση. Έχει τιμηθεί με βραβεία από διάφορα σωματεία, όπως το Ελληνικό Τμήμα της IBBY (Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου), και με τρία κρατικά βραβεία. Έχουν μεταφραστεί βιβλία του σε διάφορες γλώσσες κι επίσης ήταν υποψήφιος για διεθνή βραβεία. Έχει δε καταπιαστεί με πλείστα όσα θέματα σύγχρονα, που απασχολούν το άτομο και την κοινωνία. Κι όπως συμβαίνει με τα βιβλία των δόκιμων συγγραφέων, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια συνομιλώντας ιδιαίτερα με αυτά τα αναδημιουργούν, συσχετίζοντάς τα με τα βιώματά τους και προσθέτοντας στην εμπειρία τους εικόνες και γεγονότα τους.

Το πρόσφατο βιβλίο του, θα το έλεγα ένα μικρό crossover ανάγνωσμα, με τίτλο Με το ίδιο όνομα, επαληθεύει με τον καλύτερο τρόπο τα προαναφερόμενα. Η αφήγηση διαπνέεται από έναν συναισθηματικό ρεαλισμό, λες και βγαίνει ατόφια από τη φύση μαζί με το ανθρωπογενές περιβάλλον της. Θα την έλεγα αφήγηση του οικολογικού πολιτισμού, μαζί με το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο μέσα από τη διαφύλαξη και οραματική θέαση αυθεντικών αξιών. Η εσωτερική διακειμενικότητα, με τα πρόσωπα του παππού και του εγγονού από άλλα βιβλία του συγγραφέα, είναι εμφανής και στο συγκεκριμένο βιβλίο προσφέρεται με καθολικό τρόπο για ουσιαστική αναγνωστική ανταπόκριση.

Τα πραγματικά γεγονότα του βιβλίου αναδύονται αφενός από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός παιδιού και αφετέρου, τα φανταστικά, από τις δύο εγκιβωτισμένες ιστορίες του συγγραφέα παππού του. Παρουσιάζονται τα πρόσωπα των γονιών του μικρού, που εργάζονται στο εξωτερικό, της γιαγιάς και του παππού του, ο οποίος κουρασμένος από τη ζωή στην πόλη πήγαινε στο εξοχικό τους, ένα πέτρινο σπίτι μέσα στη φύση. Η ταμπέλα «Τέσσερις Εποχές» ανταποκρίνεται πλήρως στο σκηνικό. Αμπέλια, κερασιές, πορτοκαλιές, φιλύρες, κουμαριές απλώνονται στη γύρω περιοχή. Πραγματικός παράδεισος, δηλαδή. Από εκεί ο παππούς έστελνε, σε κίτρινους φακέλους, ιστορίες στον εγγονό του, για να τις διαβάσει, όταν θα μάθαινε ανάγνωση. Κι εκείνος άρχισε να τις διαβάζει έπειτα από μια μεγάλη φωτιά, που γλίτωσε ο παππούς, κατά προτροπή του, εκείνη την ιστορία που είχε άρωμα φλαμουριάς.

Δύο από αυτές τις ιστορίες, σε δεύτερο πρόσωπο, είναι εγκιβωτισμένες στην αφήγηση. Η πρώτη αναφέρεται στη μυθολογική Φιλύρα, στην ένωσή της με έναν Σειληνό (όπως αναφέρει ένας από τους μύθους που την ακολουθεί) και τη γέννηση του Χείρωνα, ο οποίος στο όνομα της μητέρας του –δέντρο πια–, πρόσφερε την ευτυχία στους άλλους θεραπεύοντας τις αρρώστιες τους. Κι η δεύτερη ιστορία –μάλλον πρόκειται για αιτιολογικό μύθο, πλασμένο από τον συγγραφέα– είναι για τις εναγώνιες προσπάθειες ενός δέντρου μέχρι να κατακτήσει το όνειρό του, που ήταν να λουστεί από τον ήλιο και να γίνει πορτοκαλιά. «Τελικά είμαστε τα όνειρά μας. Γινόμαστε ό,τι είχαμε ονειρευτεί», υπογραμμίζεται στο κείμενο (σελ. 43).

 

Οι ιστορίες, ποιητικές στο ύφος τους, που έστελνε ο παππούς με αφορμή κάποιο δέντρο, μιλούσαν για γενέθλιες αξίες όπως η φιλία, η ταπεινοφροσύνη, η επανάσταση και άλλες. Κάθε συναίσθημα, κάθε αξία κι ένα φυτό δηλαδή. Πρόκειται για μια βαθιά οικολογική συλλογιστική, που συνδέει τη φύση με τη μυθολογία και τον προσωπικό μύθο με το όνειρο. Οι προσωπικές αξίες που γίνονται κοινωνικές συνδέονται με την έννοια της οικολογικοποίησης της σκέψης του Εντγκάρ Μορέν, σχετικά με τη συνεργασία ανθρώπου και φύσης. «Είμαστε συγκυβερνήτες της γης», υπογραμμίζει ο Μορέν, για να υπάρχει η γη συνεργαζόμενοι μαζί της, ενσταλάζοντας το αξιακό της σύστημα στο δικό μας σύμφωνα και με τη Βαθιά Οικολογία. Ή αλλιώς, όπως λέει στο σημείωμά του ο συγγραφέας: «“Η ζωή συνεχίζεται”. Αλλά δεν το λέμε σωστά. “Τη ζωή εμείς τη συνεχίζουμε”. Αυτό θα πρέπει και να λέμε και να θυμόμαστε» (σελ. 56).

Είναι συγκινητική η στιγμή του εγγονού, που στα δεκάξι του πήγε να βρει τον παππού για να ζήσουν μαζί την τελευταία ιστορία. Κι αργότερα, όταν θα τη γράψει, θα θυμηθεί τα λόγια του: «Βλέπεις; Η ζωή πάντα νικάει… Η Αγάπη πάντα… Και στο τέλος –να!– το όνειρο που το έχει κάνει αλήθεια!» (σελ. 54). Με άλλα λόγια, το όνειρο και η αγάπη έπλασαν τον νέο συγγραφέα, που έχει το ίδιο όνομα και που ακόμα τις δυο ιστορίες θα μπορούσε να τις γράψει ο ίδιος. Και θα πρόσθετα ότι το «ίδιο» όνομα έχει φαντασιακά κι ο ιδανικός αναγνώστης που αναδημιουργεί το κείμενο.

Με ένα σημείωμα στο τέλος δηλώνεται και η συγγραφική πρόθεση, που μπορεί να δίνει βασικές ορίζουσες του βιβλίου, οι οποίες όμως σε τίποτε δεν εμποδίζουν τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να συλλάβουν την κοσμοθεωρία του κειμένου, που σχετίζεται με τη διατήρηση ενός οραματικά ευτυχισμένου κόσμου, και να δημιουργήσουν τους δικούς τους φανταστικούς κόσμους, όπως θα έλεγε ο Λισιέν Γκολντμάν. Εξάλλου, η επωδός του σημειώματος το υπογραμμίζει:

…Όλα αυτά τα έκλεισα σε τούτο το βιβλίο. Που τώρα είναι δικό σας… Κι ίσως κάποια στιγμή ξεκινήσατε να γράφετε κι εσείς μια παρόμοια ιστορία με τους μύθους και τους τόπους που αγαπάτε, για όσους ακούνε στο ίδιο με το δικό σας όνομα, έχουν το ίδιο όνειρο. (σελ. 57)

Η εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη είναι ιδιαίτερα ονειρική. Εντυπωσιακές εικόνες με βάθος αισθήσεων και ουσίας, απ’ όπου αναδύεται μια έξοχη εικονοποιία της φύσης, που παραπέμπει σε κοσμογονικού ύφους μυθολογικές ιστορήσεις προσώπων και των πράξεών τους.

Καταληκτικά: είναι απολαυστική, με ποιητικές εξάρσεις, η ανάγνωση ενός βιβλίου βαθιά ανθρώπινου και συμβολικού, αληθινά φιλοσοφημένου και οραματικού, που φαντάζει ως παρακαταθήκη προς τη νέα γενιά. Μια ανάγνωση η οποία γεφυρώνει αναγνωστικά τις ηλικίες σε ένα πλαίσιο δημιουργίας του συγγραφέα και αναδημιουργίας του αναγνώστη, που έτσι γίνεται και συνδημιουργός.

Μάνος Κοντολέων: «Με το ίδιο όνομα» (diastixo.gr)

20/4/2022

(

Napoli mon amour

 

Αλέσιο Φορτζόνε

“Napoli mon amour”

Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου

Εκδόσεις Πόλις

 

                                   Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

Ο Ναπολιτάνος Αλέσιο Φορτζόνε γεννήθηκε το 1986. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνική πολιτική. Το Napoli mon amour είναι το πρώτο του βιβλίο, και τιμήθηκε με το βραβείο Berto και το Prix Méditerranée 2021 ξένου μυθιστορήματος. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, Giovanissimi, ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο Strega. Ήδη κυκλοφορεί το τρίτο του μυθιστόρημα, με τίτλο Il nostro meglio.

Στην Ελλάδα μεταφράζεται για πρώτη φορά και νομίζω πως έχει όλες τις προϋποθέσεις να αγαπηθεί από τους έλληνες αναγνώστες.

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου -αυτός είναι και που αφηγείται την ιστορία του- ο τριαντάχρονος Αμορεζάνο.

Ένας από τους χιλιάδες νέους άντρες που αν και έχουν ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σπουδές, δεν κατάφεραν να βρούμε σε αυτές ένα στόχο ζωής, αλλά ούτε και μια οικονομική κάλυψη και έτσι παραδέρνουν μέσα σε μια κοινωνία που ή θέλει να τους χρησιμοποιήσει ως απλά εξαρτήματά της ή τους αφήνει να ζούνε στο περιθώριο της.

Ο ίδιος ο Αμορεζάνο, μετά το τέλος των σπουδών του, προσπάθησε να καλύψει τη διάθεσή του να ανακαλύψει κάτι νέο, εργαζόμενος κάποιο διάστημα στα καράβια.

Τα μέρη που έζησε, η ζωή μέσα σε ένα πλοίο πολύ γρήγορα τον έκαναν να επιστρέψει στις αρχικές και βασικές του επιλογές ζωής. Η λογοτεχνία γι αυτόν είναι ο χώρος στον οποίον καταφεύγει άλλοτε ως αναγνώστης κι άλλοτε ως ερασιτέχνης συγγραφέας.

Παράλληλα αναζητά μια εργασία -συνεχίζει να μένει με τους γονείς του και όσα χρήματα είχε εξοικονομήσει από την εποχή που ήταν ναυτικός ολοένα και λιγοστεύουν.

Αλλά ενώ βλέπει το αδιέξοδο που θα φτάσει όταν τα χρήματα αυτά θα σωθούνε, ούτε είναι διατεθειμένος να συμβιβαστεί με μια κενή περιεχομένου μόνιμη καθημερινότητα, αλλά και μήτε ελπίζει πως ο όποιος συμβιβασμός θα έλυνε το πρόβλημά του.

Στην ουσία είναι ένας νέος άνδρας που, όπως τόσοι άλλοι, γνωρίζει πως το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα.

Παράλληλα με τις χλιαρές προσπάθειές του ανεύρεσης εργασίας, ξοδεύει -στην κυριολεξία- τις ώρες του με τη συντροφιά ενός φίλου, του Ρούσο, ενός ατόμου που σε αντίθεση με τον Αμορεζάνο, αντιμετωπίσει τη ζωή ως μια και μόνη στιγμή και αδιαφορεί για την όποια επόμενη εξέλιξή της.

Ο Αμοριζάνο μετρά το κάθε ευρώ που ξοδεύει και σκέφτεται σοβαρά πως θα πρέπει να πάρει την απόφαση -όταν  πλέον θα έχει ξοδέψει και το τελευταίο-  να αυτοκτονήσει.

Γράφει και ξαναγράφει τρία τέσσερα διηγήματα, σχεδιάζει να τα στείλει για αξιολόγηση στον συγγραφέα που περισσότερο απ΄ όλους θαυμάζει και τριγυρνά στους δρόμους της Νάπολης.

Και κάπου εκεί θα συναντηθεί με τη Νίνα και στο πρόσωπό της θα βρει όχι ακριβώς ένα στόχο ζωής και επιβίωσης, αλλά ένα περιεχόμενο ουσίας των τελευταίων του ημερών. Κι ενώ βλέπει πως το απόθεμά του σε ευρώ εξαντλείται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα, δεν σταματά να απολαμβάνει κάθε στιγμή -επιτέλους βρήκε ένα στόχο και ένα νόημα, ακόμα και την ψευδαίσθηση πως θα υπάρξει μια λύση.

Αλλά ο έρωτας στην εποχή μας ή θα έχει τη μορφή μιας προσωρινότητας ή τη μορφή αδιεξόδου ζωής.

Η Νίνα έχει τους δικούς της στόχους, δεν τους συνδέει με την παρουσία στη ζωή της ενός άλλου. Ο Αμοριζάνο θα μείνει μόνος. Κάτι ελάχιστα ευρώ -μικρά δωράκια του παππού και των γονιών του- θα τον κάνουν να πάρει την τελική του απόφαση.

Κι έτσι…  Ήμουν ήδη εξαντλημένος, το κεγάλι μου γύριζε, Κοίταξα πίσω, προς την παραλία, και δεν είδα τον Ρούσο, δεν είδα τίποτα. Κοίταξα μπροστά και είδα μόνο τον Βεζο΄τβιο, ύστερα από μίλια και μίλια ανοιχτής θάλασσας. Ήμουν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος ακόμα και για να κρατηθώ από τη σημαδούρα…                                                                       Έκανα εμετό μέσα στο νερό και παρέμεινα μέσα στον εμετό μου. Ξαναέκανα εμετό και μετακινήθηκα… Τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο. Φαντάστηκα ότι ήταν από ατσάλι και με τραβούσαν προς τα κάτω, προς το βυθό, προς το μπλε, το βαθύ μπλε. Συνέχισα και συνέχισα και δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος, γιατί δεν είχα πια δυνάμεις και ίσως και να μην είχα ποτέ. Χάνομαι για πάντα. Αυτό ήταν, έγινα μπλε.

113 ευρώ.

Οι τελευταίες αράδες του βιβλίου παραμένουν ανοιχτές στην όποια ανάγνωση. Πνιγμός ή μήπως κάτι άλλο;

Αν κρατήσουμε την σύμβαση πως η αφήγηση από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία δεν αφήνει μήτε στιγμή το υπονοούμενο πως ο αφηγητής είναι νεκρός, τότε αυτόματα το τέλος πρέπει διαφορετικά να αναγνωσθεί. Με κάποιον συμβολικό τρόπο.

Η διαχρονικότητα του ενός ηφαιστείου, το βαθύ μπλε του βυθού, τα πόδια που βαραίνουν ίδια με ατσάλι και τελικά η αυτοτελής πρόταση -113 ευρώ- δείχνουν τον τρόπο. Εκεί όπου η κοινωνία απορρίπτει, η Φύση καλοδέχεται; Ενσωματώνει;  Ίσως…

Σε κάθε περίπτωση έχουν προηγηθεί σελίδες όπου στραφταλίζουν από ένα νεανικό ερωτισμό, προτάσεις όπου το χιούμορ χρησιμοποιείται ως εργαλείο αυτοσαρκασμού, εκφράσεις που επιστρατεύουν κλασικές ρομαντικές τεχνικές ερωτικής εξομολόγησης και όλα αυτά ιδωμένα μέσα από την αισθαντικότητα ενός ανθρώπου που δεν αποδέχεται τον συμβιβασμό και που τολμά να ρισκάρει ποντάροντας στον έρωτα.

Μυθιστόρημα απροσδόκητης ενηλικίωσης, πιο σωστά μυθιστόρημα επιστροφής από την ενήλικη ζωή στην εφηβικότητα και γι αυτό  είναι ένα κείμενο που σε παρασύρει να αποδεχτείς τη σύμβαση να διασχίσεις δρόμους και πλατείες μιας πόλης όπου αν και μεσογειακή είναι βουτηγμένη στην υγρασία και την παγωνιά ενός χειμώνα που δεν εννοεί να τελειώσει.

Αποτελεσματική η μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου.

(850 λέξεις)

(Βιβλιοδρόμιο, 22/4/2023)