Pages

8.10.24

Αόρατος

Ελόι Μορένο «Αόρατος» Μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη Εκδόσεις Ψυχογιός Ισπανός ο Ελόι Μορένα (1976) έχει γράψει μυθιστορήματα που και στη χώρα του έτυχαν αναγνώρισης τόσο από το πλατύ κοινό όσο και από την κριτική. Το έργο του ‘Αόρατος» είναι αυτό με το οποίο οι έλληνες αναγνώστες τον γνωρίζουν. Τα βιογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν την ελληνική έκδοση δεν ενημερώνουν αν ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει γράψει και άλλα μυθιστορήματα που εντάσσονται στην κατηγορία του cross over. Μυθιστορήματα, δηλαδή, που καταπιάνονται με ζητήματα που απασχολούν τους νέους και τα οποία συγγραφικά υλοποιούνται με ένα σύγχρονο, συχνά έως και πρωτοποριακό, τρόπο αφήγησης, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να συνομιλούν με αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών. Σίγουρα, πάντως, το βιβλίο αυτό, σε μια τέτοια κατηγορία ανήκει. Θέμα του ο σχολικός εκφοβισμός. Ο Μορένο επιλέγει να αναπτύξει μυθιστορηματικά αυτό το θέμα πλησιάζοντας όχι μόνο το θύμα, ούτε και μόνο τον θύτη. Αλλά αναζητώντας αποτυπώματα ευθύνης για την ύπαρξη βίας και στον γενικότερο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περίγυρο. Ιδιαίτερα καίρια επιλογή όσον αφορά την σε βάθος μυθιστορηματική προσέγγιση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού. Γιατί τις περισσότερες φορές, τέτοιου είδους γεγονότα προβάλλονται επιδερμικά, παρουσιάζονται και καταγγέλλονται ως πράξεις μιας νεολαίας ανερμάτιστης και αγνοούν την μικρή ή μεγάλη συμμετοχή και άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως και τις ατομικές ευθύνες όλων μας. Αναφέρθηκα πιο πάνω πως αυτής της κατηγορίας μυθιστορήματα συχνά έχουν μια πρωτοποριακή και σίγουρα αντισυμβατική δομή αφήγησης. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον «Αόρατο». Όλο το βιβλίο έχει δομηθεί με μικρά, σύντομα κεφάλαια και στο καθένα από αυτά ο αναγνώστης θα πλησιάζει συναισθήματα και πράξεις των βασικών προσώπων της ιστορίας. Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείο αναρρώνει το θύμα βίαιων πράξεων σχολικού εκφοβισμού. Αναρρώνει από τις πληγές του σώματος, αλλά παράλληλα ενδοσκοπείται, αυτοαναλύεται, προσπαθεί να καταλάβει το γιατί έγινε θύμα σχολικού εκφοβισμού, αναζητά τους λόγους που είχε επιλέξει τους τρόπους άμυνας του, τελικά το πως θα μπορέσει να αποτρέψει τη συνέχεια μιας κατάστασης που τον οδήγησε να ζει μέσα σε μια φαντασίωση -η μόνη λύση να ξεφύγει από τους διώκτη του ήταν το να μετατραπεί σε μια αόρατη παρουσία. Παράλληλα και πάντα με σύντομα κεφάλαια, ο αναγνώστης γνωρίζει και τον θύτη. Ανακαλύπτει τους λόγους που ‘ανεπαισθήτως όλως’ τον οδήγησαν να εξασκεί βία προς τον συμμαθητή του, διεισδύει στο δικό του οικογενειακό παρελθόν, καταφέρνει τελικά να φωτίσει την αντίφαση του να αισθάνεται ο ίδιος αδικημένος, αλλά να αντιδρά αδικώντας τους άλλους. Γύρω από τα δυο αυτά κεντρικά πρόσωπα -θύτη και θύμα- υπάρχουν οι άλλοι. Οι φίλοι που δεν τολμούν να παρέμβουν* οι γονείς που επιλέγουν να αγνοούν εγκλωβισμένοι και αυτοί σε κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και σε οικονομικά αδιέξοδα* οι εκπαιδευτικοί που προτιμούν να εξασκούν μόνο με μια στενή υπαλληλική νοοτροπία τα καθήκοντά τους. Αλλά υπάρχουν ακόμα και κάποιοι -λίγοι, ελάχιστοι ίσως μα με αποτελεσματική παρέμβαση στην εύρεση της λύσης. Είναι η εκπαιδευτικός που κάποτε κι εκείνη είχε υπάρξει θύμα σχολικού εκφοβισμού, είναι και η συμμαθήτρια του θύματος που καταφέρνει να πιστέψει στο νεανικό της έρωτα και να προσφέρει τη δική της -έστω και καθυστερημένη- συμπαράσταση. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι ότι ο αναγνώστης θα γνωρίζει διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα. Και βέβαια ο τρόπος που είναι γραμμένο -σύντομες φράσεις, μικρά κεφάλαια, τολμηρές έως και έντονα σκληρές περιγραφές- μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον τόσο ένας νεαρού ενήλικα αναγνώστη όσο και ένας ενήλικου. Ενδιαφέρον βιβλίο και χρήσιμο για την κυκλική κατανόηση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού, που αποδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι να βλέπουν το φως της δημοσιότητας τέτοιας μορφής έργα. Η λογοτεχνία cross over έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ουσιαστικά έργα που μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν τη βάση να μάθουν οι έφηβοί μας να αγαπούν τη λογοτεχνία. Βέβαια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει μόνο να γράφονται και να εκδίδονται μυθιστορήματα αυτού του είδους, αλλά και η Πολιτεία να φροντίζει να τα προωθεί μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων φιλαναγνωσίας. ΥΓ. Για όσους θα ήθελαν να διαβάσουν και ένα ακόμα μυθιστόρημα που με απρόσμενο, όσο και πλέον τολμηρό, τρόπο φωτίζει το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού, θα πρότεινα το μυθιστόρημα «Ο Παράδεισος» της Mieko Kawakami (Μετάφραση: Κίκα Κραμβουσάνου) Εκδόσεις Gutenberg. (662 λέξεις)

2.10.24

To καινούργιο μου βιβλίο ( "Αυγή της Κυριακής" -22/9/2024)

«Το καινούργιο μου βιβλίο» Πάνω από τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε κυκλοφορήσει ένα δικό μου καθαρόαιμα παιδικό βιβλίο. Αυτό, λοιπόν το καλοκαίρι επανέρχομαι στην ίσως πλέον αγαπημένη μου μορφή λογοτεχνίας, αυτή μου με βοηθά να επικοινωνώ με παιδιά αναγνώστες, μα και με όσους, αν και ενήλικοι πλέον, δεν έχουν ξεχάσει να χρησιμοποιούν την Παιδικότητα για να συνομιλούν με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Ο δωδεκάχρονος Μάρκος και ο μικρότερος αδελφός του Νέστωρας, που σίγουρα μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης τους υπάρχουν τα τρία -προηγουμένων ετών- βιβλία μου της σειράς «Ο αδελφός της Ασπασίας», με πείσανε για μια ακόμα φορά να αφήσω τα δάχτυλά μου να πληκτρολογούν αφηγήσεις καθημερινών καταστάσεων έτσι όπως τις ζούνε και τις σχολιάζουν άτομα που διαθέτουν το παιδικό χιούμορ, μα και την επίσης παιδική ικανότητα να επισημαίνουν ότι εμείς οι ενήλικες δεν του δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή. Δίπλα μου για μια ακόμα φορά οι εικόνες της Τέτης Σώλου -γνήσια χιουμοριστικές και με τις δικές τους σκανταλιάρικες νότες. Αλλά καθώς πλέον ετοιμάζομαι να τοποθετήσω και αυτό το βιβλίο μου στο ράφι εκείνης της βιβλιοθήκης μου που είναι αφιερωμένη σε δικούς μου και μόνο τίτλους (κοντεύουν τα 100 τα βιβλία που κυκλοφόρησαν με τη δικιά μου υπογραφή), αναλογίζομαι για πολλοστή φορά πως έχει γίνει και εγώ άλλοτε γράφω για παιδιά, άλλοτε για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και άλλοτε για ενήλικες. Συγγραφικό φαινόμενο είμαι ή μήπως ένας τσαρλατάνος της λογοτεχνίας; Εντάξει, αστειεύομαι -το ξέρω πόσο μικροί και μεγάλοι αναγνώστες, όπως και εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, αλλά και ένα μεγάλο μέρος γενικά των ανθρώπων του βιβλίου με αγαπούν και εκτιμούν το έργο μου. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι -κυρίως σοβαροφανείς φιλολογούντες κριτικοί μα και γενικότεροι αυτοχριζόμενοι ειδικοί επί της λογοτεχνίας- που δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ποιότητα στα έργα κάποιου που άλλοτε γράφει παραμύθια όπως αυτά που υπάρχουν στο «Χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει», άλλοτε ιστορίες για πρόσφυγες όπως στο «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» κι άλλοτε πάλι μυθιστορήματα όπως ας πούμε το «Ερωτική Αγωγή» ή το «Σαν Μήδεια». Οφείλω πάντως να παραδεχτώ πως η διττή παρουσία μου στα λογοτεχνικά δρώμενα της χώρας μας είναι μάλλον μοναδική. Σαφέστατα υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς με βιβλία και στη μια και στην άλλη κατηγορία, αλλά εγώ προσωπικά υλοποιώ με μεγαλύτερη ένταση αυτήν την διπλή συγγραφική προσωπικότητα. Τέτοιες, λοιπόν, δύσπιστες αντιδράσεις συχνά αντιμετωπίζω. Αλλά εγώ απλώς χαμογελώ… Τί άλλο να κάνω αφού για αυτούς τους ‘επικριτές’ μου δεν είναι κατανοητό πως όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ κάποτε υπήρξα και παιδί και έφηβος και σαραντάρης και τώρα πια ένας ηλικιωμένος άντρας. Με μια όμως διαφορά από τους περισσότερους άλλους. Πως όχι μόνο δεν έχω ξεχάσει τα γεγονότα και τα συναισθήματα που κατά τη διάρκεια αυτών την ηλικιών μου βίωνα, αλλά κυρίως πως όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν ολοζώντανα μέσα μου όχι τόσο ως μνήμη, μα κυρίως ως εμπειρία ζωής. Και γι αυτό και έχω την ανάγκη να συνομιλώ μαζί τους -μαζί με το παιδί και τον έφηβο και τον σαραντάρη που κάποτε ήμουνα. Μαζί και με τον ηλικιωμένο που τώρα είμαι. Στον Μάρκο μου, λοιπόν -αυτόν τον δωδεκάχρονο νέο μου ήρωα- είχα κάτι να του πω… Μα κι αυτός είχε πολλά περισσότερα να πει σε μένα… Γιατί η Παιδικότητα είναι στάση ζωής… Ίσως μια ολόκληρη φιλοσοφική πρακτική κι εγώ αισθάνομαι τυχερός που αποτελεί βασική πηγή των συγγραφικών εμπνεύσεών μου.

1.10.24

Μια μέρα που του πονούσε το αυτάκι του

«Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του. Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο. Και μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. «Έχει λίγο πυρετό» στράφηκε και είπε η μητέρα στην Ιωάννα. «Μη φύγεις!» το αγόρι βούρκωσε. «Μα θα είναι μαζί σου η Ιωάννα. Την φώναξα να έρθει να σου κρατά συντροφιά όσο θα λείπω» Η παλάμη της μανούλας του χάιδεψε το μάγουλο. «Μη φύγεις…» εκείνο αναζήτησε ξανά το φιλί της. Κι αυτή του το χάρισε… Ένα ακόμα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και μετά πάλι άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. «Μάκια!... Να, τώρα θα γιάνει!» χαμογέλασε η μανούλα και το αγόρι πίσω από τις υγρές βλεφαρίδες του την είδε να βγαίνει από το δωμάτιο. Περασμένες δέκα το πρωί και η Ιωάννα κάθισε πάνω στο κρεβάτι του αγοριού· δίπλα του «Σου έφτιαξα την κρέμα που αγαπάς… Φράουλα!» του είπε και η φωνή της αν και σιγανή έκανε το αγόρι να ξυπνήσει. «Γιατί έφυγε η μαμά;» πάντα το ίδιο παράπονο. Χαμογέλασε η Ιωάννα. «Μα έπρεπε να πάει στη δουλειά της!» είπε και άφησε την πρώτη κουταλιά της κρέμας να πέσει μέσα στο μικρό μισάνοιχτο στόμα. «Να πήγαινες εσύ στη δουλειά της…» είπε το αγόρι και καθώς προσπάθησε να καταπιεί την κρέμα, αισθάνθηκε τον πόνο στο αυτί του να μεγαλώνει. Και δάκρυσε. Ναι, η Ιωάννα έπρεπε να πάει στη δουλειά της μαμάς και η μαμά να ήταν τώρα αυτή που θα τον τάιζε με την κρέμα. «Έλα τώρα μη κλαις!...» η Ιωάννα με την πετσέτα σκούπισε το δάκρυ από την άκρη του ματιού και τη στάλα κρέμας από την άκρη των χειλιών, «Η δικιά μου η δουλειά αυτή είναι… Να σε προσέχω όταν η μαμά πηγαίνει στο γραφείο…» Όχι, δεν του αρέσει αυτή η δουλειά της μαμάς! –σκέφτηκε το αγόρι κι όσο πιο πολύ αποφάσιζε πως δεν του άρεσε να λείπει η μαμά από το σπίτι, τόσο και πιο πολύ λες και το αυτάκι του πονούσε. Η Ιωάννα προσπάθησε να τον πείσει να την αφήσει να του στάξει μέσα στο αυτί κάτι στάλες ενός φάρμακου. «Να δεις που αμέσως ο πόνος θα σου περάσει!» του υποσχέθηκε. Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός. «Να, τώρα με αυτό το πανάκι που το έχω ζεσταίνει, ο πόνος θα μικρύνει…», η Ιωάννα σκέπασε το αυτί του αγοριού με ένα χνουδωτό πανί. Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός. «Πονώ!» πήρε και πάλι να κλαίει το αγόρι. «Κάνε υπομονή!» τον χάιδευε η Ιωάννα. «Θέλω τη μαμά μου!» ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς, το παράπονο. Η Ιωάννα τον χάιδευε. Ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς το μικρό αγόρι και πάλι αποκοιμήθηκε. Αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο του, ο πόνος στο αυτάκι ήταν πάντα δυνατός! Ακόμα και μέσα στον ύπνο του… Το ίδιο παράπονο. Θέλω τη μαμά μου! «Αχ!» μισοξυπνά από την ίδια του την κραυγούλα και η Ιωάννα, τρέχει δίπλα του μα όσο κι αν τον παίρνει μέσα στην αγκαλιά της, δεν καταφέρνει να κάνει πιο μικρό τον πόνο. «Έλα να παίξουμε…» ψάχνει να βρει η Ιωάννα ένα παιχνίδι που θα κάνει το αυτάκι να μην πονά. Πάνω στην κουβέρτα με τις πολύχρωμες ρίγες, απλώνονται πολύχρωμα αυτοκινητάκια. Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει –«Αχ!» Πίσω στο κουτάκι που τα φυλάνε μπαίνουνε τα αυτοκινητάκια και τώρα πάνω στις κουβέρτα… Το μπλοκ της ζωγραφικής και κίτρινοι, κόκκινοι, μπλε, πράσινοι, καφέ μαρκαδόροι. Ζωγραφίζει το αγόρι λουλούδια σε κήπους και λουλούδια σε γλάστρες. Μα ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει – «Αχ!» Ζωγραφίζει σπιτάκια και τραίνα και ζωγραφίζει όλους τους φίλους και τις φιλενάδες του–τον Αντρίκο, το Μαράκι, την Αννούσκα και τον Μήτια. Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει -«Αχ!». Θύμωσε το αγόρι με τα παιχνίδια που δεν διώχνουνε τον πόνο. «Θέλω τη μαμά μου!» παραπονιέται και η Ιωάννα ψάχνει να βρει τρόπους να τον παρηγορήσει. Μέσα σε γλυκόλογα και χαδάκια το αγόρι καταφέρνει να ξεχάσει λιγάκι εκείνο το «Αχ!» και να 'τος πάλι ο ύπνος που από την αγκαλιά της Ιωάννας τον χώνει στη δικιά του αγκαλιά. Τον ξυπνά η μυρωδιά τηγανιτής πατάτας. Μπροστά του η Ιωάννα έχει το πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Μα πώς μπορεί το αγόρι να χαρεί τις τραγανές πατάτες όταν αυτός ο πόνος στο αυτάκι του πάλι μεγάλωσε… Πόνος που με ένα «Αχ!» μετριέται… Όχι, πιο μεγάλος τώρα έγινε… Με ένα «Αχ!» και άλλο ένα «Αχ!» μετριέται. «Φάε καλό μου!» παρακαλά η Ιωάννα. Αλλά το αγόρι δεν τολμά μήτε το στόμα του να ανοίξει… Ανοίγει όμως η πόρτα και… Τα δυο «Αχ!» πάνε!… Έφυγαν τρομαγμένα. Χώνεται το αγόρι στην αγκαλιά της μανούλας. «Πώς είναι ο λεβέντης μου;» ρωτά εκείνη. Τον χαϊδεύει. «Πονά!» της εξηγεί η Ιωάννα και τα μάτια της μανούλας σκοτεινιάζουνε. «Τώρα όμως πιο λίγο!» το αγόρι βιάζεται να προσθέσει Και η μανούλα γελά. Τα χείλη της στο μέτωπό του και η ματιά της πάντα σκοτεινή. «Έχει πυρετό» σιγανά ενημερώνει την Ιωάννα, αλλά στο γιόκα της , άλλα λέει. «Λοιπόν, να δεις που έφερα κάτι που θα κάνει το πόνο στο αυτάκι να φύγει για πάντα μακριά και ποτέ να μην ξανάρθει… » «Πώς;» ρωτά το αγόρι. «Με μια μόνο μικρή κουταλιά από αυτό το σιρόπι!» η μανούλα εξηγεί. Στο αγόρι δεν του αρέσουν τα σιρόπια· έχουν άσχημη γεύση. «Δεν θέλω!» βάζει και πάλι τις φωνές. Μα η μανούλα του δίνει ένα ακόμα φιλί. «Έλα! Ώσπου να ανοίξουν τα χεράκια σου το δώρο που σου πήρα, το κουταλάκι θα έχει αδειάσει μέσα στη γλωσσίτσα σου» Κι έτσι γίνεται. Και το αγόρι ξεδιπλώνει το πακέτο. Ένα βιβλίο ανάμεσα στα χέρια του και τα μικρά του δάχτυλα ξεφυλλίζουν τις σελίδες. Πίσω από τα υγρά ματοτσίνορα οι εικόνες ξεχωρίζουν με τα όμορφα χρώματά τους και υπάρχει ένα μικρό αγόρι μέσα στις εικόνες, ένα μικρό αγόρι και η μαμά του και… «Είδες που στο έλεγα! Άδειασε το κουταλάκι!» δίπλα του κάθεται η μανούλα. Και ο το αγόρι χώνεται μέσα στην αγκαλιά της. «Πώς το λένε το βιβλίο;» ρωτά γιατί ο ίδιος ακόμα δεν έχει μάθει να διαβάζει. «Μια μέρα που πονούσε το αυτάκι του» η μητέρα λέει και με το δάχτυλο της του δείχνει ένα, ένα τα γράμματα του τίτλου. Κι αυτό χώνεται πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Μέσα από εκεί κοιτά την πρώτη εικόνα… Ένα μικρό αγόρι πάνω σε ένα κρεβάτι, πάνω στο κρεβάτι μια πολύχρωμη κουβέρτα και πάνω από το αγόρι και την κουβέρτα η μανούλα του αγοριού –αυτή πρέπει να είναι! – έχει σκύψει και ετοιμάζεται να το φιλήσει. «Έλα να σου διαβάσω την ιστορία!» προτείνει η μανούλα. «Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του. Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο. Μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. Η φωνή της μανούλας μπαίνει μέσα στο αυτάκι που… πονούσε. Και μετά… Δεν πονά, πια το αυτάκι. Πονά όμως το αυτάκι του μικρού αγοριού της εικόνας μέσα στο βιβλίο. Και το αγόρι απλώνει τη δική του παλάμη, χαϊδεύει τη ζωγραφιά «Κάνε υπομονή!» παρηγορεί τώρα το αγόρι της ιστορίας. «Μόλις και η δική σου η μανούλα θα γυρίσει, να δεις που θα σου διαβάσει μια ιστορία και ο πόνος στο αυτάκι σου θα περάσει!» Θα περάσει… Όπως πέρασε ο δικός του. Μήτε μ’ ένα «Αχ!» μετριέται , μήτε με δύο. Και έπειτα η Ιωάννα έφερε νέες πατάτες, φρεσκοτηγανισμένες. Και το μικρό αγόρι έφαγε μια, έφαγε δυο… Την τρίτη της έδωσε στη μανούλα. Μαζί με ένα πλατύ χαμόγελο. Πάνω στην πολύχρωμη κουβέρτα, το βιβλίο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές. Και τα δάχτυλα της μανούλας ανάμεσα στα δάχτυλα του αγοριού. https://www.hartismag.gr/ Οκτ. 2024 (1260 λέξεις)