Pages
▼
20.11.24
Κυριάκος Χαρίτος 'Το Μεταξένιο'
Κυριάκος Χαρίτος
«Το μεταξένιο»
Εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Τα βιβλία με πολύχρωμη εικονογράφηση και σύντομο κείμενο ολοένα και περισσότερο γίνονται δημοφιλή, όπως ολοένα και περισσότερο μπορούν να αξιώσουν την απαίτηση να χαρακτηρίζονται ως μικρά έργα Τέχνης.
Ασφαλώς και αυτό οφείλεται στο ότι οι σύγχρονοι εικονογράφοι πέρα από το ταλέντο που ο καθένας μπορεί να διαθέτει, έχουν στα χέρια τους και μια μεγάλη γκάμα εργαλείων που η τεχνολογία τους προσφέρει.
Θα έλεγα πως το ιδανικό εικονογραφημένο βιβλίο είναι εκείνο που τόσο την εικονογράφησή του, όσο και το κείμενό του το υπογράφει ο ίδιος άνθρωπος.
Στο εξωτερικό κάτι τέτοιο είναι ιδιαιτέρως σύνηθες. Στη χώρα μας, αν και αρκετές φορές το έχουμε δει, στην ουσία δεν είναι ο κανόνας.
Τα περισσότερα εικονογραφημένα βιβλία έχουν δυο δημιουργούς -συγγραφέα και εικονογράφο.
Και στο σημείο αυτό είναι που παρατηρεί κανείς πως στα περισσότερα βιβλία αυτής της κατηγορίας ενώ οι εικόνες έχουν μια αξιοθαύμαστη αρτιότητα, αντιθέτως το κείμενο υστερεί.
Γιατί άραγε αυτό συμβαίνει; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως οι εικονογράφοι έχουν σπουδάσει την τέχνη τους, ενώ οι συγγραφείς όχι; Ίσως αυτό να είναι μια απάντηση που θα κάλυπτε ένας μέρος του προβληματισμού. Αλλά θεωρώ πως η ερμηνεία αλλού θα πρέπει να αναζητηθεί. Στο ότι τα βιβλία αυτά από ένα μεγάλο μέρος του κοινού θεωρούνται βιβλία για παιδιά και μάλιστα για μικρά παιδιά, άρα αυτό το μεγάλο μέρος του κοινού πιστεύει πως είναι η εικόνα εκείνη που βασικά θα κρατήσει το ενδιαφέρον του μικρού αναγνώστη, ενώ το κείμενο για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να έχει μια απλοϊκότητα, μια επιτηδευμένη αφέλεια, ίσως και ένα διδακτισμό.
Οπότε τα περισσότερα από τα εικονογραφημένα βιβλία που γράφονται από έλληνες συγγραφείς παρουσιάζουν μια ανισοβαρή ολότητα -όμορφες εικόνες, άτεχνο κείμενο.
Κι όμως το εικονογραφημένο βιβλίο και ανέκαθεν, αλλά και πλέον έντονα στην εποχή μας -εποχή της εικόνας- μπορεί κάλλιστα να διεκδικήσει μια άρτια και ολοκληρωμένη οντότητα αφήγησης.
Μέσα από την συνύπαρξη εικόνας και τον λόγου πολλά μπορεί να ειπωθούν, πολλά μπορεί να επισημανθούν ή και να υπονοηθούν και με τρόπους που οι αναγνώστες ανάλογα με την ηλικία τους θα τα χαρούνε όπως και θα προβληματιστούν.
Στην ουσία το καλό εικονογραφημένο βιβλίο είναι κι αυτό ένα βιβλίο cross over, ένα βιβλίο δηλαδή που μπορεί να διαπεράσει ηλικίες και να επικοινωνήσει με αναγνώστες διαφορετικών εμπειριών.
Σκέψεις όλα τα παραπάνω που προέκυψαν από την ανάγνωση του εικονογραφημένου βιβλίου «Το Μεταξένιο» που έγραψε ο Κυριάκος Χαρίτος και εικονογράφησε ο Βασίλης Κουτσογιάννης.
Στο βιβλίο αυτό η εικονογράφηση του Κουτσογιάννη είναι πάρα πολύ εντυπωσιακή και ευρηματική, αλλά είναι κυρίως το κείμενο τoυ Χαρίτου που δίνει -κατά την άποψή μου- τον χαρακτηρισμό cross over στην όλη έκδοση.
Μεταξένιο -έτσι ονομάζεται το αγόρι που ο αναγνώστης από την πρώτη κιόλας σελίδα θα διαβάσει πως η μάνα του του έλεγε: ‘Μεταξένιο μου και απαλένιο μου, εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα’
Με ουδέτερο όνομα λοιπόν ο ήρωας του έργου και με μια προσωπικότητα ευάλωτη- σαν τα μεταξένια ρούχα του. Οπότε και όταν θα θελήσει να συμμετάσχει σε μια μαζική κοινωνική εκδήλωση, οι άλλοι -οι τόσο όμοιοι ο ένας με τους άλλον- θα ξαφνιαστούν με την παρουσία του στην αρχή και στη συνέχεια θα θελήσουν να αμφισβητήσουν την ιδιαιτερότητά -ότι διαφέρει το φοβάται το πλήθος- οπότε …’Με τα χέρια τους, τα δάχτυλά τους, η βαρβαρότητά τους τρομακτική’.
Το Μεταξένιο νόμιζε πως πέθανε, έσβηνε και αυτό θα γινότανε αν δεν τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο του ένα άλλο πλάσμα -Το Ραφτάκι- που φορά και ράβει ρούχα φτιαγμένα όχι από μετάξι, αλλά από βαμβάκι -υλικό πάντα τρυφερό, μα πλέον ανθεκτικό από το μετάξι. Ίσως και όχι τόσο προκλητικό -οι άλλοι δεν το προσέχουν, ίσως και το αποδέχονται.
Το Ραφτάκι είναι αυτό που θα φροντίσει τα σχισίματα στα ρούχα του Μεταξένιου, είναι αυτό που τελικά θα επουλώσει τις πληγές και μέσα στο καθρέφτη αυτά τα δυο πλάσματα θα σταθούν αγκαλιαστά και θα κλάψουν από χαρά, από αγάπη.
Είναι νομίζω σαφές πως έχουμε μια queer ιστορία και στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω είναι και η πρώτη που καταγράφεται στην ελληνική παραγωγή εικονογραφημένων βιβλίων.
Τολμηρή συγγραφικά επιλογή; Σίγουρα επιλογή που αγγίζει ένα ζήτημα της εποχής μας. Και από αυτή την σκοπιά θεωρώ αυτό το εικονογραφημένο βιβλίο ως ένα βιβλίο cross over.
Ξεφυλλίζοντας τώρα την όλη έκδοση, έχω να παρατηρήσω πως οι εικόνες του Βασίλη Κουτσογιάννη έχουν μια εκρηκτική δυναμική, άλλοτε έντονες κι άλλοτε πλέον διακριτικές αποχρώσεις, πάντα όμως πολύχρωμες, σε κάθε ‘σαλόνι’ του βιβλίου διαθέτουν μια άλλη ισορροπία.
Το κείμενο του Κυριάκου Χαρίτου εισέρχεται μέσα στις εικόνες, συνήθως με μια τυπογραφική δωρικότητα, αλλά επίσης συχνά και με μια ανάλαφρη καμπυλότητα. Φράσεις πολύ μικρές, ακόμα και μονολεκτικές. Ο συγγραφέας δεν κρύβει την εξομολογητική πρόθεσή του και με αυτήν φέρνει κοντά του τον αναγνώστη.
«Ναι. Τι; Δεν το πιστεύεις; Αλήθεια…» οι πρώτες φράσεις και ίδιες ακριβώς και οι τελευταίες.
Πολλαπλά ενδιαφέρουσα έκδοση.
(790 λέξεις)
https://018.bookpress.gr/kritikes/eikonografimena/16342-to-metaksenio-tou-kyriakou-xaritou-cross-over-paramythi-me-eksomologitiki-diathesi??utm_source=Newsletter&utm_medium=email
18.11.24
Η Μαρίζα Ντεκάστρο για 'Τα δώρα'
Η Marisa De Castro διάβασε 'Τα δώρα' μου και σημείωσε στο https://www.oanagnostis.gr/10-vraveymenoi-monternoi.../ :
…κι επειδή πραγματικά και ο χρόνος είναι άπιαστος, ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα (εικ. Ιφιγένεια Καμπέρη, Πατάκης) οδηγεί γλυκά τα παιδιά να καταλάβουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, και από το ένα στο άλλο, οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες δεν χάνονται αλλά μεταμορφώνονται σε ευτυχία…
Η Marisa De Castro διάβασε 'Τα δώρα' μου και σημείωσε στο https://www.oanagnostis.gr/10-vraveymenoi-monternoi.../ :
…κι επειδή πραγματικά και ο χρόνος είναι άπιαστος, ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα (εικ. Ιφιγένεια Καμπέρη, Πατάκης) οδηγεί γλυκά τα παιδιά να καταλάβουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, και από το ένα στο άλλο, οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες δεν χάνονται αλλά μεταμορφώνονται σε ευτυχία…
9.11.24
Βιρτζίνια Γουλφ «Φλας»
Βιρτζίνια Γουλφ
«Φλας»
Μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου
Εκδόσεις Ερατώ
Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ (Αγγλία, 1806 – Ιταλία, 1861) ήταν μία από τις σημαντικότερες Βρετανίδες ποιήτριες της Βικτωριανής εποχής.
Αν και το έργο της αναγνωρίστηκε κατά τη διάρκεια της ζωής, μπορεί κανείς να τη θεωρήσει και ως μια εκπρόσωπο της πρώιμης γυναικείας χειραφέτησης -αν και φιλάσθενη μορφώθηκε, αντιτάχθηκε στη βούληση του πατέρα της, παντρεύτηκε εκείνον που η ίδια ήθελε, άφησε την πατρίδα της και έζησε μέχρι το τέλος της σε άλλη χώρα, συχνά μέσα από τα έργα της έπαιρνε θέση σε κοινωνικά ζητήματα (κατάργηση της δουλείας).
Είκοσι περίπου χρόνια μετά το θάνατος της Μπάρρετ, γεννήθηκε η εμβληματική Αγγλίδα μυθιστοριογράφος Βιρτζίνια Γουλφ (1882 – 1941). Με τα μυθιστορήματά της και τα δοκίμια της αναδείχθηκε ως μια από τις πρωτοποριακές φωνές της δυτικής λογοτεχνίας. Με ουσιαστική παιδεία, αλλά με ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση, προχωρημένες για την εποχή της ερωτικές επιλογές, όπως και με τον τρόπο αυτοκτονίας της, θα σημαδέψει το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και θα γίνει ένα σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Ανάμεσα στα μυθιστορήματα που η Γουλφ έγραψε, μια θέση έχει και αυτό που ως αφηγητή έχει ένα σκύλο. Το κόκερ σπάνιελ Φλας -σκύλο λατρεμένο της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ. Μέσα από τις δικές του σκέψεις και συναισθήματα ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή της ποιήτριας.
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί το 1933 και η ίδια η Γουλφ έχει αντιθετικά συναισθήματα γι αυτό της το έργο –άλλοτε πιστεύει πως θα διαβαστεί με λάθος τρόπο κι άλλοτε ως ένα ανόητο μυθιστόρημα, καθόλου αντάξιο των προηγουμένων έργων της, που της είχαν χαρίσει ξεχωριστή θέση στους λογοτεχνικούς και όχι μόνο κύκλους.
Όμως με το «Φλας» η Γουλφ έχει καταφέρει να συνθέσει από τη μια τη βιογραφία της Μπάρρετ και από την άλλη να δημιουργήσει ένα εντελώς πρωτότυπο ήρωα.
Ο Φλας κρατά όλα τα ένστιχτα ενός ζώου και οι σκέψεις που κάνει διαθέτουν την απλότητα και την αμεσότητα που απαιτεί μια ουσιαστική κριτική αποτίμηση κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, μια βαθιά όσο και απλή αναζήτηση συναισθηματικών φορτίσεων που καθορίζουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου.
Ασφαλώς και το μυθιστόρημα μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και ως ένα γνήσια φιλοζωικό κείμενο. Μα μια τέτοια ανάγνωση χωρίς να το απαξιώνει, σίγουρα το προδίδει -αποσιωπά ή παραβλέπει το πως η Γουλφ επισημαίνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, τις οικονομικές ανισότητες, τον αγώνα χειραφέτησης των γυναικών, τη σχέση έρωτα και ηθικών κανόνων και πολλά άλλα ζητήματα που στην ουσία περικυκλώνουν διαχρονικά το θέμα της γυναίκας σε σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Παράλληλα πλάθει και μια ιδιότυπα μυθιστορηματική περσόνα. Ο Φλας δεν εξαναγκάζεται από την μυθιστοριογράφο του σε έναν μιμητισμό ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η περιγραφή της σκηνής όπου για πρώτη φορά η ποιήτρια συναντά τον σκύλο που μέλλει να τη συνοδεύει για πολλά χρόνια, είναι χαρακτηριστική:
«Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ τους. Καθώς κοιτάζονταν, ο καθένας ένιωθε: Να΄μαι εγώ -κι αμέσως μετά ένιωθε: Μα πόσο διαφορετικός! Το δικό της ήταν το ωχρό κουρασμένο πρόσωπο μιας ανάπηρης, αποκομμένης από τον αέρα, το φως, την ελευθερία. Το δικό του ήταν το ζεστό κοκκινωπό πρόσωπο ενός μικρού ζώου* ένστικτο, συν υγεία και ενεργητικότητα. Όντως η μέρα με τη νύχτα, καμωμένοι ωστόσο στο ίδιο καλούπι, λες ο ένας να συμπλήρωνε αυτό που βρισκόταν σε νάρκη στον άλλον; Εκείνη, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι … όλα αυτά κι εκείνος – Μπα, όχι. Ανάμεσά τους ανοιγόταν το πιο πλατύ χάσμα που μπορεί να χωρίσει μια ύπαρξη από μιαν άλλη. Εκείνη μιλούσε. Αυτός ήταν άλαλος. Ήταν γυναίκα* εκείνος σκύλος. Τόσο στενά ενωμένοι, τόσο απέραντα χωρισμένοι, ατένιζαν ο ένας τον άλλον»
Αληθινά απαιτείται γνήσια συγγραφική μαεστρία για να περιγράψει κανείς τη ζωή μιας τόσο περίπλοκης προσωπικότητας όσο αυτής της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ χρησιμοποιώντας ως άξονα της αφήγησης -μα και συμπρωταγωνιστή- ένα σκύλο.
Μπορεί το μυθιστόρημα «Φλας» να μην έχει τη φήμη και το κύρος των άλλων έργων της Βιρτζίνα Γουλφ -όπως για παράδειγμα του «Η κα Νταλογουέη»- αλλά ο αληθινά μεγάλος συγγραφέας αναγνωρίζεται στα έργα εκείνα που ο ίδιος πίστευε πως το κοινό του δεν θα τα εκτιμήσει όσο τους αξίζει.
Βιβλιοδρόμιο, 9/111/2024
(650 λέξεις)
7.11.24
Paul Auster «Μπαουμγκάρτνερ»
Έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση το να διαβάζει κανείς το τελευταίο έργο ενός συγγραφέα που έχει ήδη πεθάνει, καθώς υποψιάζεται ότι ο δημιουργός του κατά τη διάρκειά της συγγραφής του γνώριζε πως πλησίαζε ο θάνατός του.
Ο Πολ Όστερ πέθανε την Άνοιξη του 2024 από καρκίνο. Το μυθιστόρημά του «Μπαουμγκάρτνερ» είχε κυκλοφορήσει το 2023. Και είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την απώλεια, το γήρας, τον θάνατο.
Κεντρικός ήρωας ο καθηγητής Πανεπιστημίου Σ. Μπαουμγκάρτνερ, που έχει πατήσει την όγδοη δεκαετία της ζωής του και εδώ και δέκα χρόνια έχει μείνει χήρος μετά από τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του, Άννας, από ένα ατύχημα.
Δέκα χρόνια που προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια. Οι σχέσεις του ζευγαριού ήταν ιδανικές και η Άννα μια γυναίκα με ποιητικό ταλέντο και πολλά άλλα χαρίσματα.
Δέκα χρόνια που ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να ζει την καθημερινότητά του, καλύπτοντας τη μοναξιά του με περιστασιακές και επιδερμικές σχέσεις, με τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, με τη συγγραφή ενός ακόμα βιβλίου. Δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το σπίτι του -ο κήπος έχει ξεραθεί, μια οικιακή βοηθός έρχεται μια φορά την εβδομάδα και φροντίζει την καθαριότητα. Με δυο λόγια μια ζωή που δεν μπορεί να βρει τα νέα της πατήματα, που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατά μέτωπό αντιμετώπιση του γεγονότος πως το γήρας προελαύνει και ο θάνατος έχει ήδη παρουσιαστεί και έχει αφήσει τα ίχνη του.
Ένα εντελώς τυχαίο μικροατύχημα, θα κάνει τον Μπαουμγκάρτνερ να αποφασίσει πως με κάποιον τρόπο πρέπει να αντιδράσει. Αλλά όταν έχεις περάσει τα εβδομήντα η αντίδρασή σου το πιθανότερο να σε οδηγεί σε μια επανεξέταση όλου του βίου σου. Όμως μνήμη της ζωής είναι εκείνη που στέκεται απέναντι στη λήθη του θανάτου και πόσο άραγε αποτελεσματικά;
«Συλλογίζεται μανάδες και πατεράδες που θρηνούν τα νεκρά παιδιά τους, παιδιά που θρηνούν τους νεκρούς γονείς τους, γυναίκες που θρηνούν τους νεκρούς άντρες τους, άντρες που θρηνούν τις νεκρές γυναίκες τους και πόσο βαθιά ομοιάζει η οδύνη τους με τα επακόλουθα ενός ακρωτηριασμού, γιατί το πόδι ή το χέρι που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα ζωντανό σώμα και το άτομο που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα άλλο ζωντανό άτομο, και, όταν είσαι εσύ αυτός που συνεχίζει να ζει, διαπιστώνεις ότι το ακρωτηριασμένο κομμάτι σου, το μέλος φάντασμα του εαυτού σου, μπορεί να συνεχίσει να είναι η πηγή ενός βαθύτατου, βέβηλου πόνου. Ορισμένες θεραπείες μπορούν ενίοτε να απαλύνουν τα συμπτώματα, μα δεν υπάρχει απόλυτη γιατρειά»
Αλλά ακόμα κι αν η απόλυτη γιατρειά δεν μπορεί να υπάρξει, η προσπάθεια να γλυκάνεις τον πόνο σου παρουσιάζεται σχεδόν με αυτόματο μηχανισμό επιβίωσης σου. Και έτσι ο Μπαουμγκάρτνερ ολοκληρώνει το νέο του βιβλίο, ενώ τολμά να ξεφυλλίσει τα αρχεία της Άννας και να ξεκινήσει στη συνέχεια μια αναδρομή στο παρελθόν της σχέσης τους, αλλά και στο παρελθόν της δικής του οικογένειας.
Όταν όσοι έζησαν στο παρελθόν εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, μπορούμε να έχουμε την ψευδαίσθηση πως η λήθη δεν θα αγγίξει και εμάς… Τουλάχιστον κερδίζουμε χρόνο.
Και ο Μπαουμγκάρτνερ φαίνεται πως θα τον κερδίσει καθώς μια νέα παρουσία θα μπει στη ζωή του -μια νέα γυναίκα, όχι ως υποκατάστατο της συντρόφου του, αλλά ως ένα άτομο που μπορεί να μεταφέρει τη μνήμη σε μια επόμενη γενιά.
Έτσι θα γίνει;
Ο Πόλ Όστερ δείχνει να το αμφισβητεί.
Οι τελευταίες φράσεις του έργου είναι: «Και έτσι, με τον άνεμο στο πρόσωπό του και το αίμα να τρέχει ακόμα από την πληγή στο μέτωπό του, ο ήρωάς μας ξεκινάει προς αναζήτηση βοήθειας και, όταν φτάνει στο πρώτο σπίτι και χτυπάει την πόρτα, το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του Σ. Τ. Μπαουμγκάρτνερ αρχίζει».
Ο Πόλ Όστερ δεν θέλησε να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος της δική του ζωής. Ίσως γιατί αξία έχει η πορεία από το χθες προς το σήμερα. Κι άλλωστε ο συγγραφέας μπορεί να γνωρίζει πως θα φύγει, μα ελπίζει ο αναγνώστης του να μην αποφασίσει να διαβάσει το τελευταίο κεφάλαιο όλου του έργου του.
Έργο βαθιάς περισυλλογής, αποστασιοποιημένο από την όποια έκφραση θρήνου, γραμμένο με μια ποικιλία τεχνικών αφήγησης -συχνά υποκύπτει στη φλυαρία αναζητώντας περισσότερο χώρο ύπαρξης, ενώ άλλοτε πάλι ενσωματώνει στην μυθιστορηματική του οντότητα και πλέον σύντομες αφηγήσεις διηγηματικής δομής.
Συνετή και αποτελεσματική η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
(700 λέξεις)
https://www.literature.gr/mpaoymgkartner-paul-auster/
1.11.24
Η Κατερίνα Ζαμαρία στο diastixo.gr για Τα Δώρα
Όταν είμαι –ή θέλω να είμαι– αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά.
Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για τους εφήβους.
Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες.
Κι όμως, τελικά... Τίποτε από εμένα δε φαίνεται.
Έτσι συστήνεται ο Μάνος Κοντολέων στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Με το τελευταίο παιδικό του βιβλίο, όμως, αφήνει μια μικρή χαραμάδα για να φανεί κάτι από εκείνον, προκειμένου οι αναγνώστες να γνωρίσουν ακόμα καλύτερα έναν από τους πολυγραφότερους και επιδραστικότερους Έλληνες συγγραφείς λογοτεχνίας για παιδιά – και όχι μόνον.
Πριν από 15 χρόνια ο Κοντολέων έγραψε τα Πολύτιμα δώρα, ένα βιβλίο που προσεγγίζει το είδος του παραμυθιού, προσδίδοντας σε αυτό πολλά επίπεδα ανάγνωσης για ένα κοινό διαφορετικών ηλικιών και απαιτήσεων (Α. Γιαννικοπούλου), αλλά και με τον ανάλογο μαγικό ρεαλισμό και την ποιητική που διέπουν τα κείμενά του (Γ. Παπαδάτος). Με αφορμή εκείνο το βιβλίο του, σε συνέντευξή του στα Επίκαιρα (11/12/2009), είχε δηλώσει: «Μπορεί ακόμα να διαβαστούν τα τρία αυτά κείμενα και ως ένα είδος αυτοβιογραφίας μου, αυτά που μου δώσανε οι γονείς μου είναι τα διαμάντια, όσα εγώ μόνος μου κατάφερα να δημιουργήσω είναι τα μαργαριτάρια, όλα όσα προσφέρω σε εκείνους που με αγαπούν και αγαπάω είναι τα σμαράγδια. […] Ξαφνιάζονται πολλοί πώς γίνεται ο ίδιος συγγραφέας να γράφει τόσο διαφορετικά πράγματα σχετικά με την ηλικία των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται. Μα είναι τόσο απλό. Υπήρξαμε όλοι παιδιά και έφηβοι. Φτάνει να θελήσουμε να συνομιλήσουμε με τους τοτινούς εαυτούς μας. Φτάνει να έχεις το θάρρος να επιστρέφεις σε ηλικίες που ήξερες να μη φοβάσαι τα όνειρα».
Λέγεται πως η «πατρίδα» του καθενός είναι η παιδική του ηλικία. Ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα θα μοιραστεί με τους μικρούς του αναγνώστες εμπειρίες από τη δική του «πατρίδα». Στο νέο βιβλίο του, ως ένα είδος αυτοβιογραφίας, αποκαλύπτεται ο συγγραφέας Κοντολέων. Με λογοτεχνικούς όρους, Τα δώρα είναι ένα βιβλίο στο οποίο διακρίνει κάποιος στοιχεία αυτοαναφορικότητας, της διαδικασίας δηλαδή που υιοθετεί ένας δημιουργός προκειμένου να αποκαλύψει την τεχνική του, τα εκφραστικά του μέσα, τις ιδέες του ή τον εαυτό του ως λογοτέχνη.
Ο μικρός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Μάρκος, εμφανώς είναι η persona του συγγραφέα. Μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο ενήλικος αφηγητής θα βάλει τον αναγνώστη στο δωμάτιο του συγγραφέα, εκεί που γεννιούνται οι ιστορίες, προσπαθώντας να απαντήσει στο διαχρονικό ερώτημα μικρών και μεγάλων αναγνωστών, αλλά και θεωρητικών της λογοτεχνίας: «Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας;»
Ο Μάρκος, έντεκα περίπου χρονών, «μοναχοπαίδι – πάει να πει η μοναξιά του στο σπίτι βαριά. Κανένας φίλος μέσα στα δωμάτια». Ώσπου «μια μέρα στον κήπο ο Μάρκος βρήκε ένα νιογέννητο γατί – ίδιο τιγράκι έμοιαζε. Τα μάτια του – όταν μετά από λίγο καιρό θα τα άνοιγε […] “θυμίζουν νεφρίτη” είπε η μητέρα, κι όπως ήταν θηλυκό, ο Μάρκος το βάφτισε Νεφερτίτη».
Πάει πια η μοναξιά! Μαζί άρχισαν να εξερευνούν τον κόσμο. Ο κήπος, τα δέντρα, η γειτονιά γίνονται πεδίο ανακαλύψεων. Κι όταν γυρνούν στο σπίτι «ξεφυλλίζανε τις περιπέτειες του Μικρού Πρίγκιπα. Μαζί διαβάζανε τις ιστορίες που ενώνανε τα πλάσματα του κόσμου». Μοιράζονται τα πάντα, ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως το μικρό γατάκι θα αρρωστήσει. Και κάποιο πρωί θα έρθει η ώρα του μεγάλου αποχαιρετισμού. Το ίδιο κιόλας απόγευμα ο Μάρκος «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε… και κατάλαβε πως μια ολάκερη ζωή θα κρατούσαν τα δώρα που το γατάκι τού είχε κάνει».
Ο Μάνος Κοντολέων αποτελεί μία από εκείνες τις περιπτώσεις δημιουργών που, άσχετα με το ηλικιακό κοινό στο οποίο απευθύνεται, δημιουργεί άρτιες ιστορίες – νοηματικά, εκφραστικά, υφολογικά. Εν προκειμένω, με λόγο μεστό και ακριβόλογο, στον οποίο δεν περισσεύει ούτε λέξη, με μια αφηγηματική φωνή που γνωρίζει ότι απευθύνεται σε κοινό από τεσσάρων ετών και πάνω, με ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα. Για τη μοναξιά και τη φιλία, για τα όνειρα και τον χρόνο που περνά, για τους φόβους, τον πόνο, την ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, τη μνήμη, τη δημιουργία.
Στο τέλος του βιβλίου, ο Κοντολέων παραθέτει τα αποκόμματα από το περιοδικό Διάπλαση, εκεί που φιλοξενήθηκε τον Μάιο του 1960 η ιστορία του γατούλη Ποκοπίκου. Η ιστορία που υπήρξε το βάπτισμά του στη συγγραφική κολυμπήθρα. Η ιστορία που ξαναπλάθει (όχι πια με το ψευδώνυμο Αρχιδούξ, αλλά ως Μάρκος/Μάνος) για να τη μοιραστεί μαζί μας. Κυρίως, όμως, για να πει πώς μια απόπειρα γραφής μετουσιώνεται σε λογοτεχνία. Αλλά και τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στο να μοιραστεί μια ιστορία του με όλους τους άλλους. Γιατί αυτά είναι τα δώρα που έκανε το μικρό γατάκι στον Μάρκο.
Mε ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι από εκείνους τους συγγραφείς που συνεχώς δοκιμάζουν τα λογοτεχνικά τους όρια. Έχοντας κερδίσει πλήθος διακρίσεων (μόνο το 2024, για το εφηβικό του βιβλίο Ποτέ πιο πριν τιμήθηκε με το Βραβείο του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ και το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Ο αναγνώστης, ενώ αναγράφηκε και στη στήλη των White Ravens), έχοντας διαγράψει μια μεγάλη πορεία στον χώρο της λογοτεχνίας, με τούτο το βιβλίο είναι σαν να ρίχνει ένα βλέμμα πίσω, σε εκείνη τη στιγμή που έπιασε το νήμα της γραφής, που τόσο γερά κρατά. Τότε που «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε…». Και που συνεχίζει να γράφει.
Κι επειδή οι πραγματικά καλές ιστορίες για παιδιά, με έναν μαγικό τρόπο, έχουν τη δύναμη να «συνομιλούν» και με το ενήλικο κοινό, Τα δώρα αποτελούν ένα κείμενο που καταδεικνύει όλα τα υλικά που οδηγούν στην καλλιτεχνική δημιουργία. Με πρώτο και καλύτερο την ικανότητα του δημιουργού να ξεφεύγει από τον μικρόκοσμό του, την ικανότητα να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω του. Να μετουσιώνει στιγμές, γεγονότα, συναισθήματα, ανάγκες σε λέξεις. Και να τις κάνει ιστορίες. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον Τελευταίο μεγιστάνα γράφει πως «αυτό για το οποίο ντρέπονται οι άνθρωποι γίνεται μια καλή ιστορία». Στο βιβλίο του Κοντολέων θα ανακαλύψουμε μια πλειάδα υλικών που οδηγούν σε μια καλή ιστορία. Κι αν το μικρό γατάκι έκανε στον Μάρκο/Μάνο το δώρο της γραφής, ο Μάνος/Μάρκος μάς χαρίζει ως αντίδωρο ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο.
Σε αγαστή συνεργασία με το κείμενο, οι εικόνες της Ιφιγένειας Καμπέρη. Το βιβλίο πολλά χρωστάει στις εικόνες της, που με μια πανδαισία χρωμάτων μάς ξεναγούν σε έναν κόσμο ενήλικης παιδικότητας. Η Καμπέρη εικονογραφεί με τον δικό της, ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο πια, τρόπο. Με εικόνες που ξεχωρίζουν για την παιδικότροπη προσέγγιση της ιστορίας, με εύρος στη χρωματική της παλέτα, με εικόνες που σηματοδοτούν ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας, αλλά και τη συμπληρώνουν. Εξαιρετικό εύρημα ο τρόπος που ενσωμάτωσε μέσα στις εικόνες τις επιλεγμένες από τον συγγραφέα λέξεις, με τις οποίες μας ξεναγεί σε καίριες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Με κεφαλαιογράμματη γραφή, η Ιφιγένεια Καμπέρη θα αναδείξει αυτές τις λέξεις που εμπεριέχουν τη διττή λειτουργία της λογοτεχνίας. Η μοναξιά και η φιλία, τα όνειρα και ο χρόνος που περνά, ο φόβος, ο πόνος, η ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, η μνήμη, η δημιουργία, δεν είναι μόνο η πηγή μέσα στην οποία βουτά την πένα του ο συγγραφέας. Είναι κι όλα αυτά μέσα στα οποία αναγνωρίζει ή αναζητά κι ο αναγνώστης ένα μέρος της δικής του ταυτότητας. Η οπτική αφήγηση της Καμπέρη ακολουθεί βήμα-βήμα την κειμενική του Κοντολέων, δημιουργώντας μια σχέση λογικής αλληλουχίας, νοηματοδοτώντας και ταυτόχρονα πηγαίνοντας την ιστορία ένα βήμα παρακάτω.
«Έζησα μέσα στα βιβλία. Τα αγάπησα και με αγαπήσανε. Ό,τι πιο δικό μου, ό,τι πιο πολύτιμο, σε βιβλία το βρήκα, σε βιβλία το έχω κρύψει», είχε δηλώσει παλιότερα ο Μάνος Κοντολέων. Αυτά «τα πολύτιμα» είναι οι τροφοδότες του έργου του αλλά και «τα δώρα» του στους αναγνώστες.
Κατερίνα Ζαμαρία 01 Νοεμβρίου 2024
Diastixo.gr