Pages

29.3.10

Εγώ, εσείς και το blog μου



Φεβρουάριο του 2006 ξεκίνησα το πρώτο μου blog (manoskontoleon.blogspot.com)
Η πρώτη δημοσίευση ήταν ένα άρθρο μου στο ΔΙΑΒΑΖΩ όπου επιχειρούσα μια κριτική της κριτικής, έτσι όπως αυτή η τελευταία πιστεύω πως εφαρμόζεται στα περισσότερα έντυπα από τους περισσότερους δημοσιογράφους / «κριτικούς».
Και έτσι, με την πρώτη κιόλας ανάρτηση έδειχνα το ύφος που ο ιστοτοπός μου θα είχε και το γιατί, ως ένα βαθμό, αποφάσισα να τον φτιάξω.
Ήθελα να σχολιάσω, να τονίσω, να καταγγείλω κάποια πράγματα που νομίζω ότι στο χώρο του βιβλίου λειτουργούν αρρωστημένα και αντί να προωθούν τη σωστή ανάγνωση και την καλή λογοτεχνία, αντίθετα δημιουργούν στρεβλώσεις τους.
Δίπλα σε αυτά -τα καταγγελτικά, ας πούμε- κείμενα και δικές μου κριτικές που θα είχαν ήδη δει το φως της δημοσιότητας στα διάφορα έντυπα με τα οποία κατά καιρούς ή για χρόνια συνεργάζομαι.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν ο μόνος ο λόγος.
Ήθελα να αναρτώ και κείμενα που άλλοι είχαν γράψει ή θα έγραφαν για μένα ή για βιβλία μου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχείο κειμένων που ο όποιος ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να βρει υλικό για μια μελλοντική του έρευνα πάνω στο συγγραφέα Μάνο Κοντολέων και το έργο του. Όπως επίσης και κάποιες ανακοινώσεις, ας τις χαρακτηρίσουμε, που θα είχαν να κάνουν με τις νέες κυκλοφορίες βιβλίων μου ή με εκδηλώσεις για το έργο μου
Από τη μια, λοιπόν, ένα προσωπικό αρχείο σχετικό με το έργο μου και από την άλλη μια ακόμα αλάνα όπου θα ακουγότανε η φωνή μου.
Δε με ενδιέφερε η επικοινωνία με άλλους επισκέπτες του διαδικτύου. Αυτό άλλωστε γρήγορα το κατανόησαν, φαίνεται, οι άλλοι μπλόκερς και έτσι πολλοί λίγα σχόλια επί των αναρτήσεών μου θα συναντήσει ο μελλοντικός ερευνητής.
Αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν κι εγώ παράλληλα με το να συντηρώ το δικό μου blog, επισκεπτόμουνα άλλα που ασχολιόντουσαν με το βιβλίο και το χώρο του, διαπίστωσα πως όλη αυτή η διαδικτυακή κινητικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε έστω και μια μικρή εξυγίανση των συνθηκών που επικρατούν ανάμεσα σε όσους και με ποικίλους τρόπους ασχολούνται με το βιβλίο.
Προς θεού, δεν είμαι μήτε γκρινιάρης, μήτε και κάποιος που θέλει να εκδικηθεί.
Από τις άρχουσες μορφές του βιβλίου τα τελευταία 30 χρόνια είμαι, και πολλαπλά έχω τιμηθεί και αναγνωριστεί από πολιτεία, φορείς, συναδέλφους και κοινό.
Αλλά ότι κι αν μου αποδόθηκε ως τιμή και αναγνώριση, το είχα κερδίσει –πιστέψτε με!- με πολύ δουλειά και συνέπεια.
Δουλειά και συνέπεια. Ίσως αυτά τα δυο να είναι που πάντα οδηγούσαν τις πράξεις μου και πάντα αναζητούσα να δω να χαρακτηρίζουν τις πράξεις των άλλων.
Το διαδίκτυο, όμως, έχει μια ευκολία. Εύκολα μπαίνεις σε αυτό, εύκολα το χρησιμοποιείς, εύκολα αναφέρεσαι σε αυτό.
Όχι, εγώ δεν αγαπώ την ευκολία.
Και έτσι, σήμερα, έφτασα στο σημείο να επιζητώ μια πιο ευρύτερη ανταλλαγή απόψεων με άλλους blogers, να προπαγανδίζω με μια διάθεση θεωρητικών επισημάνσεων τη συνέπεια στα γραφόμενα εκ μέρους τους, αλλά και στη γνώση πως διαμορφώνουν απόψεις σε ένα κοινό που μέχρι σήμερα τις διαμόρφωνε από έντυπα συγκεκριμένα.
Με άλλα λόγια μαζί με τη δουλειά και τη συνέπεια, ήρθα να τονίσω και την έννοια της ευθύνης.
Σε αυτή την ανάρτηση δεν έχω τίποτε περισσότερο να πω.
Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει στα όσα έχουν καταγραφεί στις αναρτήσεις αυτού του blog με θέμα τον Παντελή Καλιότσο, αλλά και στο blog του Πατριάρχη Φώτιου και στην ανάρτηση με τα σχόλια της πάλι για τον Καλιότσο…
Εδώ σταματώ, μιας και έχω αγγίξει ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα του διαδικτύου και των χρηστών του. Την ανωνυμία ή –με πιο δίκαιη έκφραση- την ψευδωνυμία. Θέλω να πω πως υπάρχει ένα ζήτημα όταν κάποιος αναρτά ένα σχόλιο (θετικό ή αρνητικό, για μένα το ίδιο είναι) για το έργο κάποιου άλλου που έχει υπογράψει αυτό το έργο με το όνομά του.
Έχω μάθει ότι κάνω, να το υπογράφω με το όνομα που γεννήθηκα και που με αυτό θα πεθάνω.
Συνομιλώ όμως και με άλλους που αγνοώ αν το προσωπείο με το οποίο με έχουν πλησιάσει είναι και το αληθινό τους πρόσωπο.
Ένα ρίσκο… Ή μια πρόκληση σχεδόν ερωτική…
Ε, συγγραφέας είμαι… Εκδιδόμενο άτομο, δηλαδή.

27.3.10

Συνάντηση 5η

Klimpt

Ἡ ἀγάπη
Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ

καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα
·ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,

τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει:
«ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.

Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,

καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ,
- ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.
Κ. Ουράνης

Με αφορμή τον Καλιότσο


Σε ένα από τα blog που παρακολουθώ, το vivliocafe.blogspot.com , υπεύθυνος είναι ο Πατριάρχης Φώτιος, περσόνα καθαρά διαδικτυακή που από τα γραφόμενά του μπορώ (αυθαίρετα βέβαια) να συμπεράνω πως πρόκειται για ένα άντρα γύρω στα 40+, με μεγάλη αγάπη στη λογοτεχνία, με κάποιες πανεπιστημιακές γνώσεις για τη συγγραφή, με συχνές αναγνώσεις και με αναγνωστικές προτιμήσεις που αν και έλκονται από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εντούτοις πολύ συχνά ασχολούνται και με ξένους συγγραφείς, όπως και με έλληνες προηγούμενων γενεών. Είναι ευγενικός, φιλικός, παρορμητικός. Τελικά συμπαθής.
Διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αναρτήσεις του και χαίρομαι με το πάθος του, αλλά και προβληματίζομαι για τον τρόπο που η κριτική ματιά του πολλές φορές τον οδηγεί με ελλιπή συμπεράσματα.
Ίσως να είναι φαινόμενο των ανθρώπων της γενιάς του –μια γενιά που δεν έχει μπορέσει όλα να τα γνωρίσει, αλλά που ξαφνικά απέκτησε τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί την άποψή της και μάλιστα κάτω (τις περισσότερες φορές) από ένα ψευδώνυμο.
Το πρόσωπο και το είδωλό του –Που αρχίζει το ένα και που τελειώνει το άλλο; Πού συνυπάρχουν, πού διαφωνούν;
Ερωτήματα που θα έχουν ίσως απαντήσεις από ειδικούς επιστήμονες του μέλλοντος.
Προς το παρόν μένω στο ό,τι υπάρχουν άνθρωποι που διαθέτουν ένα μέσο κοινοποίησης των απόψεών τους, που μέσω αυτού μπορούν και να αντιτεθούν σε επίσημους εκφραστές, αλλά και να προβάλουν μια νέας ηθικής ενημέρωση.
Αλλά έχω την εντύπωση πως το σύστημα καλά κρατεί και αντέχει και συχνά απορροφά όσους προσπαθούν κάτι διαφορετικό να εκφράσουν.
Κάτι τέτοιο –σε ένα βαθμό- συμβαίνει με τον αγαπητό Πατριάρχη Φώτιο. Συμβουλεύεται, ενημερώνεται, σχολιάζει πολύ συχνά δημοσιεύματα γνωστών εντύπων. Κακό αυτό; Καθόλου. Μόνο που δείχνει κάπως ως δευτερογενής λόγος –δηλαδή με την μη αμφισβητούμενη άποψη πως εκείνος είναι λογικό (αν όχι και υποχρεωτικό ακόμη) να γνωρίζει το τι γράφει ο Τάδε και η Δείνα δημοσιογράφοι – κριτικοί, ενώ αυτοί μπορεί (με την έννοια πως δεν έχουν υποχρέωση) να μην διαβάζουν τις δικές του αναρτήσεις. Αυτός συνδιαλέγεται μαζί τους. Όχι εκείνοι.
Όσοι θα ήθελαν να δούνε τις αρχικές κοινοποιήσεις του θέματος που εδώ αναπτύσσω, ας επισκεφτούν τις σελίδες του vivliocafe.blogspot.com και ειδικά την ανάρτηση που έχει να κάνει με βιβλίο του Παντελή Καλιότσου, όπως και τα σχόλια που το συνοδεύουν.
Υποσχέθηκα στον Φώτιο μια απάντηση.
Λοιπόν, πιστεύω πως ο Καλιότσος ανήκει σε μια γενιά ελλήνων συγγραφέων (όσων γεννήθηκαν εκεί γύρω στα 1920) που οι άλλοι έγραψαν άμεσα ή έμμεσα για τον εμφύλιο και άλλοι όχι. Οι πρώτοι γνώρισαν μια πλατύτερη αναγνώριση. Οι δεύτεροι όχι και τόσο μιας και το όλο κλίμα εκείνων των μετά τον εμφύλιο χρονών δεν επικροτούσε συγγραφικά σχεδιάσματα με πιο πλατύ πολιτικό προβληματισμό και ασφαλώς καθόλου συγγραφικά τερτίπια ύφους .
Και δεν έχει σχεδόν καθόλου να κάνει με την ενασχόληση του και με το παιδικό βιβλίο. Αυτή έγινε αρκετά αργότερα και όταν πια ο Καλιότσος είχε για τα καλά μελετηθεί από όσους ασχολούνται με τη λογοτεχνία.
Ο Καλιότσος έγραφε και γράφει με διάθεση πολύ προσωπική, με ύφος σαρκαστικό, με χιούμορ που δεν φοβάται να καταγγείλει κάθε κατεύθυνση.
Τα έργα του πολλά. Ας τα θυμηθούμε

(ΠΗΓΗ: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ)
Διηγήματα
Εδώ κουτσούλησε μια μύγα. Αθήνα, 1958.
Στρατιωτικές ασκήσεις. Αθήνα, Πατάκη, 2003.
Διωγμός απ' την κόλαση. Αθήνα, Κέδρος, 1991.
Μυθιστόρημα
Δεκεμβριανή νύχτα (Εργάτες της πίσσας). Αθήνα, Κέδρος 1978.
Το συμπόσιο. Αθήνα, Καστανιώτη, 1985.
Η τριλογία της λεωφόρου. Αθήνα, Κέδρος, 1985.
Τα γουρούνια. Αθήνα, Πατάκη, 1992.
Φανταστική παράγραφος . Αθήνα, Πατάκη, 1994.
Μάθημα δολοφονίας. Αθήνα, Πατάκη, 1994.
Τον αιώνα που ξύπνησε ο πηλός. Αθήνα, Πατάκη, 1998.
Ο μεσαίος τοίχος. Αθήνα, Πατάκη, 2000.
Η συμπεριφορά του κενού. Αθήνα, Πατάκη, 2004.
Το εργαστήριο του μυθιστοριογράφου. Αθήνα, Πατάκη, 2005.
Δεκεμβριανή νύχτα. Αθήνα, Πατάκη, 2006.
Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου. Αθήνα, Πατάκη, 2006.
Οι ονειροπόλοι. Αθήνα, Καστανιώτη, 2007.
Ποιους θα δαγκώσω όταν λυσσάξω, Αθήνα, Καστανιώτης, 2009
Παιδικά
Η μύγα και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Πατάκη, 1994.
Τα ξύλινα σπαθιά. Αθήνα, Πατάκη, 1994.
Πατέρας και γιος. Αθήνα, Πατάκη, 1995.
Ένα σακί μαλλιά. Αθήνα, Πατάκη, 1996.
Η σφεντόνα του Δαβίδ. Αθήνα, Πατάκη, 2002.
Το Ιζεντόρε και τ' αηδόνι. Αθήνα, Πατάκη, 2004.

Και τα βραβεία του

-Β’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1979) για το έργο του "Δεκεμβριανή νύχτα"
-Βραβείο του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου (1997) για το έργο του "΄Ενα σακί μαλλιά"
-Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου (2002) για το έργο του "Η σφεντόνα του Δαβίδ".
-Βραβείο Παιδικού Βιβλίου (2002) του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το βιβλίο του "Η σφεντόνα του Δαβίδ".

17 συνολικά έργα για ενήλικες και 6 για παιδιά. Βραβεία και στις δυο κατηγορίες.

Αναρωτιέμαι, τώρα, αν η αναφορά στον Παντελή Καλιότσο που κάνει ο Mario Vitti στην περίφημη (αν και όχι και τόσο πλήρη) «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του (Εκδ. Οδυσσέας, 2003), αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν η ανάγνωση και μόνο των τίτλων όλων αυτών δικαιολογεί τα λόγια του Vitti: «Ο Παντελής Καλιότσος (γ. 1925) έχει στο ενεργητικό του αρκετά μυθιστορήματα που μερικά προορίζονται για το νεανικό κοινό»
Αρκετά! Δηλαδή αν 18 μυθιστορήματα θεωρούνται αρκετά, τότε πόσα πρέπει κάποιος να γράψει για να του αναγνωρίσουν πως έγραψε πολλά;
Και συνεχίζει ο Vitti «…με θέματα που δεν έτυχαν πάντοτε της εύνοιας των κριτικών (αποδοκίμασαν μεταξύ άλλων και τις παρεμβάσεις του συγγραφέα στον αφηγηματικό ιστό)»
Να, λοιπόν, από πού ίσως έλκει την καταγωγή της η αφάνεια που διακρίνει (και υιοθετεί) ο καλός μου Πατριάρχης, να και το γιατί τον Καλιότσο (πάντα ο Πατριάρχης σημειώνει) «…δεν θα τον βρει κανείς εύκολα στους πρώτους και δεν ξέρω αν θα τον συναντήσει στους δεύτερους… Γι αυτό πιστεύω ότι κάπου χάθηκε.»
Χάθηκε ναι. Όχι όμως κάπου. Μα πολύ συγκεκριμένα και από συγκεκριμένους κύκλους.
Λοιπόν, γιατί μια τόσο μακροσκελής ανάρτηση;
Μα γιατί περίμενα και εξακολουθώ να περιμένω από εκείνους που διαχειρίζονται τα βιβλιοφιλικά blog, να αποτινάξουν από πάνω τους τη σκόνη των επίσημων κριτικών και εντεταλμένων στο βιβλίο δημοσιογράφων και να εκφράσουν δική τους άποψη –άποψη που θα στηρίζεται στη γνώση, στην έρευνα. Μα πάνω απ΄ όλα στο ένστιχτο.
Μπορεί όσα πιο πάνω έγραψα για να υποστηρίξω την άποψή μου για την περίπτωση Καλιότσου να μην είναι εντελώς σωστά, να μπορεί κάποιος να τα αμφισβητήσει ως προς την έρευνά τους. Αλλά είναι η δική μου άποψη. Είναι η δική μου ματιά που προσπαθεί να δει πίσω από κάθε τι το επίσημο, το προβεβλημένο, το διαφημιζόμενο. Για να είμαι άλλωστε και συνεπής με τις προδιαγραφές του μέσου επικοινωνίας που χρησιμοποιώ. Πλουραλισμός στην ενημέρωση, δυσπιστία στο κύρος των εντύπων, ενημέρωση όχι μόνο απ΄ όσα εκτίθενται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, αλλά και από εκείνα που σκονίζονται στα ράφια τους.
Και με τη γνώση πως ενώ διασκεδάζω, πάνω στα όσα εγώ, ο Φώτιος, ο ένας και η άλλη μπλόκερς γράφουμε, κάποιο μελλοντικοί ερευνητές θα συντάξουν την Ιστορία της Νεοελληνικής (του τότε) Λογοτεχνίας.
Με αυτή τη γνώση, αλλά και αυτό το όνειρο. Όνειρο δημοκρατίας των ιδεών.

25.3.10

Δικαίωμα αναγνώστη - πληγή συγγραφέα

"Αυτό το μυθιστόρημα δε μου άρεσε καθόλου... Μέχρι το μέσο του έφτασα και μετά το παράτησα! Συνειδητά το έκανα αυτό!..." -κάπως έτσι εκφράστηκε μια από τις αναγνώστριες της Λέσχης Ανάγνωσης, το απόγευμα που συζητούσαμε για το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα γνωστής συγγραφέας.
Βιάστηκα να την απενοχοποιήσω - "Μα είναι δικαίωμα κάθε αναγνώστη να κλείνει το βιβλίο που δεν του άρεσε. Να το παρατά!" της είπα.
Χαμογέλασε εκείνη. Πικρό χαμόγελο... Μπορεί και έκφραση ελεγχόμενου θυμού...
"Έχω στο σπίτι μου πολλά, πάρα πολλά βιβλία... Βιβλιοθήκες ολόκληρες... Λοιπόν, αυτό εδώ..." σήκωσε το βιβλίο και μας το έδειξε, "...Αυτό εδώ δε θα το βάλω ούτε σε ράφι της αποθήκης μου. Θα το πετάξω!.."
"Τόσο κακό!..." παρατήρησα, "Μα γιατί;" θέλησα να μάθω.
"Δεν ξέρω... Δεν θέλω να ξέρω, μήτε να μιλώ για αυτό θέλω! Με ενοχλεί -αυτό και μόνο!"
Σκληρή μια τέτοια στάση αναγνώστη. Αλλά δικαίωμά του να την έχει.
Και συνεχίσαμε τις συζητήσεις μας... Μα εγώ είχα στο νου μου εκείνη τη συγγραφέα του βιβλίου. Δε θα ήθελα να ήμουνα στη θέση της -σκέφτηκα. Μα αμέσως μετά σκέφτηκα και κάτι άλλο -πως μπορεί να έχω βρεθεί. Ο κάθε συγγραφέας μπορεί να έχει τύχει να συναντήσει αναγνώστη που να ενοχλήθηκε από βιβλίο του, που να τον έκανε να θυμώσει. Να τον οδήγησε ακόμα και στο να το πετάξει. Ναι, στον κάθε συγγραφέα μπορεί -κι όχι μόνο μια φορά- να έχει κάτι τέτοιο συμβεί. Μόνο που δεν το έχει μάθει. Και συνεχίζει να ζει πιστεύοντας πως σε άλλους αρέσουν τα βιβλία του, σε άλλους όχι, σε κάποιους ενεργοποιούν θετικές σκέψεις, σε κάποιους άλλους... Όχι, αυτούς με τις αρνητικές σκέψεις αποφεύγει να τους φανταστεί. Και στο τέλος τους ξεχνάει... Τους ξεχνάμε εμείς οι συγγραφείς τους αναγνώστες που δε μας αγάπησαν. Και ξεχνάμε κάποια αντίτυπα των έργων μας που μπορεί να μουχλιάζουν σε αποθήκες ή να μουλιάζουν στα πεζοδρόμια
Συγγραφικές πληγές σε μη εμφανή σημεία του σώματός μας.
Έτσι είναι!... Ας μη παραπονιόμαστε. Ας μην είχαμε εκδοθεί... Όποιος και με όποιον τρόπο εκδίδεται ρισκάρει.

23.3.10

Τα παιδία ΔΕΝ παίζει

Δεν το λέω με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του ελληνικού τμήματος της Unicef που έχει υπό την αιγίδα της την ταινία αυτή...
Δεν το λέω με την όποια γνώση μπορεί, λόγω της συγγραφικής μου ιδιότητας, να έχω για τον τρόπο σκέψης και αντίδρασης των παιδιών...
Το λέω απλώς και μόνο ως θεατής
Η ταινία (κάτι ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία) των Αργύρη Τσεπελίκα και Άγγελης Ανδρικοπούλου "Τα παιδία ΔΕΝ παίζει" είναι μια νέα πρόταση -φρέσκια και μαχητική- για το πως μπορεί να υπάρξει ένας σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος που θα ψυχαγωγεί και θα προβληματίζει.

Τριάντα χρόνια πολύτιμα δώρα




Μάνος Κοντολέων: Τριάντα χρόνια πολύτιμα δώρα


Ομιλία του Γιάννη Παπαδάτου στην Αίθουσα του Ιδρύματος Καίτης Λασκαρίδη, Πειραιάς, 08-02-2010





Σε μια τέτοια, περιορισμένη χρονικά, συνάντηση μόνο νύξεις μπορούν να γίνουν για τον Μάνο Κοντολέων έναν σημαντικό σύγχρονο συγγραφέα του οποίου το έργο είναι πολυσχιδές μορφικά, θεματολογικά και ιδεολογικά. Αρχικά θα αναφερθώ σε ορισμένες κατά την άποψή μου αρετές του όλου έργου του και στη συνέχεια θα προσπαθήσω, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο





Πολύτιμα Δώρα, να σταθώ σε μερικές ορίζουσές του, εκμεταλλευόμενος μάλλον τη σημείωση που έχει ο συγγραφέας στις τελευταίες σελίδες του προαναφερόμενου βιβλίου: Αναφέρει: "Λοιπόν οι γονείς μου φέρανε διαμάντια από τη Σμύρνη και μου τα χάρισαν. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της μαργαριτάρια. Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ’ αγαπούσα για όλη μου τη ζωή και τους χαρίζω με τη σειρά μου σμαράγδια". Πρόκειται για μια ομολογία ζωής η οποία καταδεικνύει αφενός την τοπιογραφία και τη θεματολογία του έργου του και αφετέρου τη δήλωση ότι ο συγγραφέας, άνθρωπος του καιρού του, καταθέτει και συνάμα εκθέτει το προσωπικό του κεφάλαιο.




Ένα κεφάλαιο το οποίο στην περίπτωση του Μάνου Κοντολέων (Μ.Κ.) εμπεριέχεται σε λογοτεχνικά κείμενα όλων σχεδόν των ειδών της πεζογραφίας (μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, παραμύθι, παραμυθική ιστορία, μικρή ιστορία). Θα έλεγα ότι το έργο του χαρακτηρίζεται από μια συνεκτικότητα. Δηλαδή από μια σειρά αρμών, οι οποίοι απαρτίζουν ένα ενιαίο σύστημα το οποίο διέπεται από σημαίνουσες δομές οι οποίες με τη σειρά τους ενέχονται σε μια κοσμοθεωρία ομόλογη με σύγχρονες αξίες και καίρια ιδεολογικά ζητήματα που απασχολούν το άτομο όλων των ηλικιών αλλά και την κοινότητα. Η ανθρώπινη περιπέτεια στο έργο του Μ. Κ. εμπλέκεται σε ευτυχισμένες είτε επώδυνες καταστάσεις για να επαναορίσει την ανθρώπινη μοίρα οδηγώντας τον ήρωα και τον αναγνώστη πρωτίστως στην αυτογνωσία.

Φίλες και φίλοι, ο Μ.Κ. είναι μία ξεχωριστή συγγραφική πένα στην ποιοτική νεοελληνική λογοτεχνία. Και δε λέω μόνο στη λεγόμενη παιδική και εφηβική, επειδή η προσφορά του στη λογοτεχνία για ενήλικες είναι εξίσου σημαντική. Κι είναι επίτευγμα νομίζω, από τα ελάχιστα στη λογοτεχνία, την ελληνική και όχι μόνο, αυτό, το τρισυπόστατο του έργου του να είναι ενιαίο και ισοδύναμο, με το ένα μέρος του να εισχωρεί διαλεκτικά στο άλλο. Εννοώ ότι ο ίδιος με τη γραφή του έχει αποδείξει ότι τα βιβλία του στη συντριπτική τους πλειοψηφία μπορούν να διαβαστούν και από διαφορετικές ηλικίες.

Είναι ένας συγγραφέας που χαρακτηρίζεται για την τολμηρότητα και πρωτοτυπία πολλών θεμάτων του. Θέματα όπως η διαφορετικότητα, το διαζύγιο, οι σχέσεις των δύο φύλων, τα ναρκωτικά, η οικολογία αποτυπώνονται με έναν τρόπο ο οποίος εντάσσεται σε προωθημένα και ζητούμενα σύγχρονα ιδεολογικά πλαίσια Επίσης πειραματίζεται αφηγηματικά, διαρκώς δε εξελισσόμενος και γεφυρώνοντας αναγνωστικά τις ηλικίες, μορφοποιεί ήρωες και καταστάσεις που βαδίζουν σε μια γραμμή η οποία ενώνει τις ηλικίες γιατί διακατέχονται από μια αιώνια παιδικότητα. Μια παιδικότητα η οποία με στοιχεία την αυθορμησία, τη δυναμικότητα της παιδικής ηλικίας, την οραματική της διάθεση ασαφή στην αρχή, διακριτή στη συνέχεια, ενέχει ως αυθεντικά λογοτεχνικά όπλα δύο κύρια στοιχεία θαυμαστά και ιδιαιτέρως προσωπικά από συγγραφικής άποψης: το μαγικό ρεαλισμό και την ποίηση. Ο Μ.Κ. ιδιαίτερα στη λεγόμενη παιδική και εφηβική λογοτεχνία είναι από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς που εντρύφησε υποδειγματικά και ανέδειξε αυτό που ονομάζουμε μαγικό ρεαλισμό, μέσα από τη σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό στοιχείο. Η φαντασία με εικόνες διακείμενες από την παράδοση, την ιστορία, την παγκόσμια λογοτεχνία μέσω του ρεαλισμού και της ποίησης πάντα προσφέρει μια νέα όχι θνησιγενή μα γενέθλια πραγματικότητα. Όμως ο Μ. Κ. δεν αποτυπώνει απλά ή έστω «καλλιτεχνικά» την πραγματικότητα. Αλλά εκκινώντας από ενδοσκόπηση και περιπλάνηση σε αυτήν, εκφράζοντας τις επιθυμίες του ατόμου και της κοινότητας, οραματίζεται έναν αληθινό κόσμο του οποίου σπαράγματα είναι και σήμερα πραγματοποιήσιμα. Στο βιβλίο Πολύτιμα Δώρα με τις ιστορίες «Διαμάντια», «Μαργαριτάρια», «Σμαράγδια» μια τέτοια ιδεολογική συνεκτικότητα εκφράζεται. Στην πρώτη ιστορία, η περιδιάβαση του γιου, τα δάκρυα της μάνας η πλήρης εξουθένωση των ηρώων στοχεύει σε έναν κόσμο όπου ο πόλεμος θα είναι μόνον φρικτά μετεικάσματα. Ο μουσικός, στη δεύτερη ιστορία, αποκρυπτογραφώντας τη φθοροποιό πραγματικότητα, παρά τη φυγή του, κατασκεύασε στην ουσία ένα ευτυχισμένο μέλλον. Αλλά κι ο ερωτευμένος νέος, στην τρίτη ιστορία, φτάνοντας ως τα όριά του, απ’ την πλευρά του ελάχιστου ερμήνευσε την πραγματικότητα, θυσιάζοντας τον εαυτό του προκειμένου να υμνηθεί και διαιωνιστεί η απόλυτη ομορφιά.

Και στις τρεις ιστορίες ο μαγικός ρεαλισμός είναι συνταιριασμένος αρμονικά με την ποίηση. Πιστεύω ότι οι συγκεκριμένες ιστορίες, εκκινώντας από σταθμούς της ζωής του συγγραφέα, όπως άλλωστε ο ίδιος υπονοεί με την προαναφερόμενη σημείωση, στην ουσία αποτελούν μια συμπερίληψη βασικών οριζουσών του έργου του.

Φίλες και φίλοι, λέγεται ότι ο καλός συγγραφέας στην ουσία γράφει ένα κείμενο. Ή καλύτερα κάθε κείμενό του εμπεριέχεται στο επόμενο, για να θριαμβεύσει όχι βέβαια κάποια θεωρία, αλλά η αληθινή δημιουργία της μιας και μοναδικής ιδιωτικής οδού, όπως θα σημείωνε ο Ελύτης, με την έννοια όμως, κι αυτό είναι το σημαντικό, της ιδιοποίησής της από τους άλλους, τους αναγνώστες.

Μια σημαντική ορίζουσα στο έργο του Μ. Κ. είναι η Ιστορία. Όχι όμως η ιστορία των γεγονότων αλλά η ιστορία ως ζώσα μνήμη. Το ιστορικό γεγονός πορεύεται στο μέλλον, γίνεται γνώση, πάθος, καταφυγή, εργαλείο για την ερμηνεία της ανθρώπινης μοναξιάς, της ανάγκης για συνομιλία με τον άλλον. Ο Μ. Κ. κατάγεται από τη Μικρασία. Οι γενέθλιες μνήμες των γονιών του που βγαίνουν μέσα από την ευτυχισμένη ζωή της Σμύρνης αλλά και από τα αποκαϊδια της, ορθώνονται πολλαπλώς στο έργο του. Η τραγικότητα των στιγμών και τα πάθη των μικρασιατών εικονογραφούνται σε εμβληματικά στιγμιότυπα σε αυτό. Ιστορία πρώτη «Διαμάντια»: ο υπέρτατος πόνος. Ένας λόγος ποιητικός, εικονιστικός, με διακειμενικές επιρροές από την παραλογή «Του νεκρού αδερφού» του δημοτικού μας τραγουδιού. Μια ιστορία η οποία στην ουσία αφηγείται σημαίνουσες εικόνες από το άλλο έργο του Μ.Κ. Η Μαγική Μητέρα στο ομώνυμο βιβλίο εξιστορεί στο παιδί της για μια «πολιτεία που γελούσε», αλλά κάποια στιγμή κάηκε, με τους ανθρώπους να τρέχουν αλαφιασμένοι κουβαλώντας ό, τι μπόρεσαν να σηκώσουν. Η Σμύρνη επανέρχεται στο βιβλίο Ο χαρταετός της Σμύρνης όπου η σύλληψη του θέματος συνδέεται με την εμπειρία του συγγραφέα και την ιστορία μιας Ολλανδής που είχε παντρευτεί έναν Μικρασιάτη ο οποίος στους Ολυμπιακούς του 1928 είχε τρέξει αυθόρμητα με έναν χαρταετό –γιορταστικό έμβλημα της Σμύρνης-, προκειμένου να τιμήσει ένα φίλο του χαμένο στα γεγονότα της καταστροφής. Και με φόντο τις φωτιές προβάλλει η σκηνή της μάνας-κουράγιο στα Πολύτιμα Δώρα, η σκηνή της Μαγικής Μητέρας και η απόγνωση του γιου έξω στο δρόμο πριν την αναχώρησή της, όπως επίσης σκηνές από την Ιστορία Ευνούχου και τη Μάσκα στο Φεγγάρι με το διάσημο ηθοποιό Λουκά Αλεξίου κι ύστερα οι γυναίκες, στην παραλία, στο μυθιστόρημα Δομήνικος. Φαντάζουν σκηνές βγαλμένες από αρχαία τραγωδία που επανέρχονται ως αόρατος θίασος από τα βάθη της ιστορικής μνήμης και σε άλλα έργα του Μ.Κ., πλαισιώνοντας πάντα τα κεντρικά γεγονότα, για να δηλώσουν ακριβώς αυτό που αναφέρει ο Λούκατς, δηλαδή, την τραγική ιδιότητα του ήρωα ως φορέα εκείνων των αξιών της κοινότητας, οι οποίες είναι ικανές να σηματοδοτήσουν την ανθρώπινη αναζήτηση.

«Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της μαργαριτάρια». «Μαργαριτάρια», λοιπόν, η δεύτερη ιστορία του βιβλίου. Σε πολλά βιβλία του ο Μ. Κ. αναφέρεται στις γειτονιές και στην αύρα τους που έφυγε ανεπιστρεπτί, στην Αθήνα που γιγαντώθηκε άναρχα και δυστυχώς …ταίριαξε με τη σύγχρονη φθορά. Κι από εδώ αναδύεται μια άλλη σημαντική ορίζουσα στο έργο του που είναι η οικολογική διέξοδος ενός κόσμου που φαίνεται ότι δεν έχει συναισθανθεί τι του επιφυλάσσει η επερχόμενη οικοκαταστροφή. Σ’ αυτή την άκρως οικολογική ιστορία ο δημιουργός με το παράξενο Όργανο, αυτός που ανακάλυπτε την ομορφιά, εκεί που δεν μπορούσαν αλλά και δεν ήθελαν οι άλλοι, στην ουσία κυνηγημένος, εξορισμένος από το χώρο που οι άλλοι είχαν φτιάξει γι’ αυτούς, απέδειξε ότι υπάρχει ένας εμβληματικός χώρος πλάι σε λαμπερές πέτρες που αντανακλούν το θρίαμβο του ενός, του αληθινού δημιουργού, ο οποίος ήθελε και μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά και να εμφυσήσει αυτή τη δύναμη της δημιουργίας και στους άλλους. Πρόκειται για την απόλυτη απόρριψη, τη μελαγχολία αλλά και την κατασκευή ονείρων, τη μαγεία της υψηλής τέχνης. Είναι ένας λόγος μαγικός, συμβολιστικός, που στον πυρήνα του εγκλείει τον ουτοπικό λόγο εκείνων με τα θλιμμένα μάτια, όπως είχε πει κάποτε ο Ρίτσος που είναι προορισμένοι να αλλάξουν τη μοίρα του κόσμου. Ενός κόσμου δρώντος, που δεν καταθέτει τα όπλα, αλλά οραματίζεται. Η ουτοπία που τον χαρακτηρίζει είναι θετική, με την έννοια που της δίνει ο Κ. Μανχάιμ. «Χρειαζόμαστε όραμα», λέει, «που το προβάλλουμε στο μέλλον, αλλά στοιχεία του είναι απολύτως απαραίτητα και εφικτά για το σήμερα».

Ένας τέτοιος κόσμος είναι ο κόσμος των συγκεκριμένων θεμάτων του Μ. Κ. ακριβώς όπως αναδύεται από βιβλία όπως ο Δομήνικος, Η Γη, το σπίτι μου , ΄Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα, ο Εέ από τ’ άστρα. Μου έλεγε μια φορά ένας μαθητής μου, του Δημοτικού, μετά από την ανάγνωση που κάναμε στον Εέ από τα άστρα ότι αντιμετώπισε το βιβλίο σαν ένα καθρέφτη που είδε μέσα τον εαυτό του να συνομιλεί με τον Εέ και τα άλλα παιδιά, νιώθοντας ήρωας και αυτός του κειμένου που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο. Πιστεύω ότι μου «έδωσε» τότε την αλήθεια της αληθινής λογοτεχνίας. Εκείνης που προτάσσεται η απόλαυση και μέσω αυτής η κατανόηση του εαυτού και του κόσμου. Γιατί αυτή η αλήθεια αναδύεται από όλο το έργο του Μ. Κ. Τα βιβλία του να διαχέονται στους αναγνώστες κι εκείνοι να βαδίζουν στις σελίδες τους «υποδυόμενοι» κάθε φορά τα προσωπεία των ηρώων προεκτείνοντάς τα κριτικά στη ζωή τους.

«Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ’ αγαπούσα για όλη μου τη ζωή και τους χαρίζω με τη σειρά μου σμαράγδια». Η τρίτη ιστορία: η οικογένεια και ο έρωτας. Ο Μ.Κ. αναδεικνύεται σε βαθύ ανατόμο της οικογενειακής ζωής σε όλα του σχεδόν τα μυθιστορήματα. Τα προβλήματα και τα αδιέξοδα αλλά και η ευτυχισμένη ζωή αντανακλώνται στα μυθιστορήματα Ο αδερφός Της Ασπασίας, Οι δυο τους κι άλλοι δυο, Το 33, Η λεβάντα της Άτκινσον. Και βέβαια οι διαφορετικές εκφάνσεις του ερωτικού στοιχείου που έχουν συνισταμένη τα «Σμαράγδια» των Πολύτιμων δώρων όπου αναδύεται ο απόλυτος έρωτας, ή μάλλον η ήττα του, μ’ έναν λόγο δραματικό, ερωτικό, με διακειμενικές επιρροές από τη λαϊκή παράδοση που λέει ότι η φύση δεν σου παραδίνεται αν εσύ δεν το ανταποδώσεις με θυσία.

Ο έρωτας διατρέχει όλο το έργο του Μ. Κ. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλος Έλληνας συγγραφέας που να ανατέμνει στα βιβλία του το ερωτικό στοιχείο από πολλές οπτικές. Όχι μόνο ως καταφυγή ή αιώνιο σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και ως έννοια για την ερμηνεία της διαπολιτισμικότητας. Στην Ιστορία του Φιοντόρ, μια σύγχρονη διαπολιτισμική ιστορία, ο έρωτας είναι εκείνος που βοηθάει στην κατανόηση του άλλου αλλά και στη συμφιλίωση με τον ξένο τόπο. Ο έρωτας επίσης συνδέεται με το θάνατο και την εξουσία. Απόλυτο παράδειγμα η Ιστορία ευνούχου. Επίσης ο έρωτας συνδέεται με την ενηλικίωση στο βιβλίο Τα φώτα, είπε, με τις αλλαγές στην κοινωνία, στην Ερωτική Αγωγή, με την ανάμνηση της παιδικής ηλικίας και την επαναστατικότητά της στο Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας, με τον αδιέξοδο έρωτα στο Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο. Επίσης με τη φθορά των συναισθημάτων και την ενδεχόμενη αναγέννησή τους στη Λεβάντα της Άτκινσον αλλά και σε μια πορεία προς την αυτογνωσία, στα μυθιστορήματα Ροκ Ρεφρέν, Μάσκα στο φεγγάρι και Γεύση πικραμύγδαλου.

Ο μαγικός ρεαλισμός και η ποίηση ως υφολογικά στοιχεία στο έργο του Μ.Κ. λειτουργούν με έναν τρόπο αεικίνητης δημιουργίας. Μέσω μιας δημιουργικής παιδικότητας μεταμορφωμένης σε κάθε ηλικιακή περίοδο των ηρώων του η φαντασία και η μαγεία διαφοροποιούν την πραγματικότητα δημιουργώντας στον αναγνώστη τη διάθεση μόνο μέσω αυτής να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση», λέει ο Ρίτσος στα 12 ποιήματα για τον Καβάφη, «τότε από πουθενά να μην περιμένουμε έλεος». Κάπως έτσι συμβαίνει στο έργο του Μ.Κ. Η ποίηση που εμφιλοχωρεί στις δομές του κόσμου του έργου του σηματοδοτεί και διαρρηγνύει την πραγματικότητα και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ομόλογες με τον κόσμο της πραγματικότητας όχι μόνο ως φθορά αλλά κυρίως ως επιθυμία και γένεση, στο χώρο της θετικής ουτοπίας.

Φίλες και φίλοι, στις μέρες μας, όπου τα οράματα βρίσκονται μάλλον εν υπνώσει κι η τεχνολογία μάς έχει αφήσει ενεούς μπροστά στο άγνωστο κι όπου ο ανθρωπισμός όντας σε μια διαρκή εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση πολλαπλώς δοκιμάζεται, έχουμε ανάγκη, νομίζω, από κείμενα στα οποία ο άνθρωπος επιστρέφει μέσω της απόλαυσης, του προβληματισμού, της μεταμόρφωσης, της μαγείας, της ομορφιάς, της μνήμης, της ποίησης στον εαυτό του αλλά και στην κοινότητα για να αναψηλαφήσει τα όρια της ανθρώπινης περιπλάνησης. Κι αν η νίκη κάθε αναζήτησης βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την ήττα, επειδή ακριβώς τα ανθρώπινα όρια φτάνουν στο έσχατο σημείο της αντοχής τους και στις τρεις ιστορίες των Πολύτιμων δώρων, τότε η ήττα στην αγωνιώδη προσπάθεια του ήρωα αλλά και στα μάτια του αναγνώστη σε όλο το έργο του Μ.Κ. συμβολοποιείται σε νίκη η οποία διαφυλάσσει την ουσία του οράματος μέσα από την εναγώνια αναζήτηση, την ανείπωτη ομορφιά, την κατάκτηση της αυτογνωσίας, την ενατένιση και την κατάκτηση του έρωτα, την ατομική και συλλογική απελευθέρωση. Το έργο του Μ.Κ. αποτελώντας μια ενιαία ρέουσα αφήγηση, αποτελεί στην ουσία αφήγηση του ανθρώπου, του πολιτισμού και των ορίων τους ενός κόσμου που αενάως επιζητεί διόδους για την οραματική διεύρυνση των ορίων της ελευθερίας του. Γράφοντας ο Μ. Κ. σε όλα του τα βιβλία για τον “οικουμενικό αναγνώστη”, όπως θα έλεγε ο Σαρτρ, κάνει έκκληση στις ελευθερίες του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όλο το έργο του διαπερνώντας τις ηλικίες, σχετίζεται με την προσωπική ή οικουμενική οραματική διέξοδο του ανθρώπου και του σημερινού αινιγματικού κόσμου, ο οποίος κατανοείται μόνο με τα γενεσιουργά στοιχεία μιας συνεχούς παιδικότητας ως γενέθλιου τόπου ευφυώς εμποτισμένης με αποκαλυπτική μαγεία και δημιουργική ποίηση.



ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ


Λέκτορας Πανεπιστημίου Αιγαίου,

Κριτικός Λογοτεχνίας


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Goldmann, Lucien. Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μετ. Ελένη Βέλτσου – Πέτρος Ρυλμόν. Αθήνα: Πλέθρον, 1979.

Hollindale, P. Signs of childness in children’s books. Thimble Press, 1997.

Lukács, György. Η Θεωρία του Μυθιστορήματος. Μτφρ. Ξανθίππη Τσελέντη. Αθήνα: Πολύτροπον, 2004.

Μανχάιμ, Κ. Ιδεολογία και Ουτοπία. Μετ. Γ. Ανδρουλιδάκης. Αθήνα, Γνώση, 1997

Σαρτρ, Ζ. Π. Τι είναι λογοτεχνία; Μετ. Μ. Αθανασίου. Αθήνα, Πλανήτης, χ.χ.

Βιβλία και... φρέσκο ψωμί








































Μια πολύ όμορφη ιδέα είχαν οι υπεύθυνοι της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λειβαδιάς για να γιορτάσουν στην πόλη τους την Ημέρα Ποίησης.
Φτιάξαν μακρόστενες σακούλες από χαρτί και τις μοιράσανε στους φούρνους, να βάζουν μέσα σε αυτές τις σακούλες τις φραντζόλες του ψωμιού...
Μόνο που οι σακούλες αυτές είχαν πάνω τους τυπωμένα... ποιήματα.
Άλλες τις στόλιζαν αποσπάσματα από τους 'Ελεύθερους Πολιορκημένους' του Σολωμού κι άλλες ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη.
Και την προηγούμενη χρονιά το είχαν κάνει, εκεί στη Λειβαδιά.
Το βρήκα πολύ, μα πολύ όμορφο... Και έξυπνο.
Η ποίηση -πάντα το πίστευα- αξίζει να βγει στους δρόμους και να κυκλοφορεί...
Α, και κάτι ακόμα. Μαζί με τη Βιβλιοθήκη και το Σωματείο Αρτοποιών της πόλης - αυτό λέγεται ποιητικός ακτιβισμός.

21.3.10

30 χρόνια βιβλία



Λοιπόν,
Οι γονείς μου φέρανε ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ από τη Σμύρνη
Και μου τα χάρισαν.
Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ.
Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ΄ αγαπούσα
Για όλη μου τη ζωή –και τους χαρίζω
Με τη σειρά μου ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ

Με αυτά τα λόγια τελειώνουν τα Πολύτιμα Δώρα, πράγμα που σημαίνει πως μπορούν να διαβαστούν και ως μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία μου.

Πρώτα απ΄ όλα θέλω να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Αικατερίνη Λασκαρίδη για τη σημερινή διοργάνωση. Με περιβάλλουν στα πλαίσια της ευρύτερης συνεργασίας μας με αγάπη και ζεστασιά.
Με αγάπη και ζεστασιά πάντα δίπλα μου και ο εγκέφαλος της Βιβλιοθήκης, η φίλη από τα παλιά Καλή Κυπαρίσση και με την ίδια αγάπη και την ίδια ζεστασιά και με εκτίμηση που με τιμά με έχει υποδεχτεί μέσα στη δομή του Ιδρύματος που έχει στήσει, η ψυχή και η καρδιά του, η Μαριαλένα Λασκαρίδου. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τον Κώστα Χριστοδούλου για τη μουσική που έγραψε ειδικά για τα Σμαράγδια μου και βέβαια τα έξι κορίτσια που τόσο αισθαντικά τα διάβασαν και τον Πάνο Κυπαρίσση που τους τα δίδαξε.
Να ευχαριστήσω ακόμα το τμήμα εκδηλώσεων των Εκδόσεων Πατάκη- ο Δικαίος Χατζηπλής πάντα πρόθυμος. Και την Έλενα Πατάκη που ονειρεύτηκε τα Πολύτιμα Παραμύθια μου να έχουν μια πολύτιμη ποιοτικά μορφή και το όνειρό της το έκανε πραγματικότητα.
Να εκφράσω τη χαρά και τη συγκίνησή μου για τα όσα κατέθεσαν οι δυο ομιλητές.
Την Αγγελική Γιαννικοπούλου που μου έχει δοθεί και στο παρελθόν η ευκαιρία να καμαρώσω και να θαυμάσω την στέρεη και ανεπηρέαστη άποψή της για θέματα της λογοτεχνίας.
Τον Γιάννη Παπαδάτο, δάσκαλο με Δ κεφαλαίο και ακούραστο μελετητή της παιδικής λογοτεχνίας και με τον οποίο μας συνδέει μια τριαντάχρονη σχεδόν φιλία και μια κοινή πορεία πάνω σε όνειρα που τα κάναμε πραγματικότητα
Και βεβαία να ευχαριστήσω όλους εσάς –πολλοί από εσάς είστε αγαπημένοι και παλιοί φίλοι, πάντα δίπλα μου σας έχω συνηθίσει.

http://www.youtube.com/watch?v=tsxKFPeFIzY

Μέσα στο 2009 συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τη χρονιά –το 1979 ήταν- που κυκλοφόρησαν τα 3 πρώτα μου βιβλία.
Ένα από την Εστία –«6 Παραμύθια»- και δύο από τον Καστανιώτη –«Κάποτε στην Ποντικούπολη» και «Ο Φωκίων ήταν ελάφι».
30 χρόνια είναι μια επέτειος.
Θα μπορούσα να γιόρταζα εφέτος τα 40 χρόνια συγγραφικής μου παρουσίας, αν μετρούσα από το 1969 που έκανα την πρώτη μου επίσημη –κατά κάποιον τρόπο- εμφάνιση με ένα διήγημά μου στη συλλογή νέων πεζογράφων των Εκδόσεων Κάλβος «Διήγημα 69». Αλλά και τα 50 αν μετρούσα από τότε που στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» είδα το πρώτο μου κείμενο να δημοσιεύεται.
Προτίμησα τελικά να κρατήσω σε ποιο ιδιωτικό επίπεδο αυτές τις δυο επετείους και να μείνω στα 30 χρόνια. Άλλωστε δεν είναι και λίγα κι άλλωστε αυτά στην ουσία σηματοδοτούν την παρουσία μου στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας.
30 χρόνια γεμάτα από βιβλία, μα και ανθρώπους.
Γιατί, πιστέψτε με, πίσω από κάθε βιβλίο κρύβονται κάποιοι άνθρωποι και μέσα σε κάθε βιβλίο κάποιοι άλλοι γεννιούνται.
Όμως δεν ήρθε ακόμα η ώρα να μιλήσω για όλους όσους με συντροφεύανε σε Γραφές και Αναγνώσεις. Ούτε για τις μεγάλες διαφοροποιήσεις του ήθους στο χώρο του βιβλίου.
Σήμερα απλώς θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες ας πούμε σημειώσεις μιας τριακονταετίας. Ονόματα ανθρώπων που πολλά τους οφείλω και που δίχως αυτούς –ο καθένας ξεχωριστά και όλοι τους μαζί- ακόμα και κι αν είχα εδώ φτάσει δεν είχα φτάσει ούτε με τον ίδιο τρόπο ούτε από τον ίδιο δρόμο.
Ίσως σας κουράσω, αλλά πρέπει και το θέλω… Ξέρω πως εν τέλει το εγκρίνετε.
Ξεκινώ με εκείνους που έχουν φύγει.
Τη Διδώ Σωτηρίου που στην παραλία των Βασιλικών στην Εύβοια, μου έδινε πολύτιμες συμβουλές για το πώς κανείς χειρίζεται δομή και γλώσσα.
Τον Αντώνη Καλαμάρα που μαζί μου ξεκίνησε την καριέρα του ως εικονογράφος, που μαζί χαρήκαμε την πρώτη μας επιτυχία της Ποντικούπολης και που σχεδιάζαμε να φτιάξουμε ένα δίδυμο συγγραφέα – εικονογράφου…
Τη Μάρω Λοίζου –ήταν η πρώτη φτασμένη συγγραφέας που βρέθηκε δίπλα μου και με αντιμετώπισε ως συγγραφέα, εμένα που το πρώτο μου βιβλίο δεν είχε ακόμα φύγει από τον βιβλιοδέτη του.
Τον Ι. Δ. Ιωαννίδη που μου θύμιζε καθημερινά ένα άλλο συγγραφικό ήθος και μου χάρισε ένα τόπο αναφοράς –τον Άγιο Λαυρέντιο στο Πήλιο.
Το 1979, λοιπόν, ξεκίνησαν όλα.
Αλλά πιο πριν και μέχρι τώρα, πάντα σημαντική παρουσία στη ζωή μου, η πρώτη συγγραφέας που γνώρισα και έγινε φίλη μου –η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη. Στο μυθικό διαμέρισμα της οδού Γρηγοροβίου στον Άγιο Λουκά Πατησίων συνάντησα –εγώ ένας βουβός έφηβος- ποιητές, πεζογράφους και το ρυθμό ζωής κάποιου που γράφει, γράφει, γράφει και διαβάζει, διαβάζει, διαβάζει και ζει, ζει, ζει.
Αλλά πρέπει να βρεθώ στο 1979 και από εκεί να ξεκινήσω.
Να μιλήσω πρώτα απ΄ όλους για τους δυο πρώτους μου εκδότες –σημαντικό ένας νέος συγγραφέας να βλέπει την αποδοχή του στις πράξεις ενός εκδότη.
Η κυρία Μάνια Καραϊτίδη της Εστίας μέσα στο μικρό γραφειάκι της οδού Σόλωνος –όμορφα πρωινά να θυμίζουν ευρωπαϊκό κλίμα.
Στο δικό του μικρό γραφειάκι στο βάθος του στενού μαγαζιού της Ζωοδόχου Πηγής με υποδέχτηκε ο Θανάσης Καστανιώτης.
Και από εκεί ξεκίνησε μια σχέση επαγγελματική και φιλική που σφράγισε όλη των πρώτη συγγραφική μου δεκαετία.
Τεράστια η οφειλή μου στον Θανάση, μεγάλη η τύχη μου και πρέπει να το πω από τώρα πως ακόμα πιο μεγάλη τη λογαριάζω γιατί την ίδια ποιότητα εκδότη την συνάντησα και για δεύτερη φορά… Αλλά θα φτάσουμε κι εκεί.
Αρχές του 80 και δεν ξεχνώ την ατμόσφαιρα δυο περιοδικών –Το Ρόδι με την Δροσούλα του και το Γεια Χαρά που μου χάρισε ένα πολυαγαπημένο ήρωα, τον Εέ και μια πολυαγαπημένη φιλενάδα, την Πόλυ.
Και μ’ άλλους εκδότες καλούς είχα την τύχη να συνεργαστώ μέσα στη δεκαετία του 80 – τον Θανάση Καρακατσάνη της ΑΣΕ, την Αναστασία Παπαδημητρίου της Άγκυρας (που ακόμα διατηρώ εκδοτική συνεργασία), τον Ηλία Καφάογλου και την Πένη Δαλακούρτη που χάρισαν με το Ρόπτρον τους ποιοτική έκδοση σε ένα από τα πιο προχωρημένα κείμενά μου.
Παράλληλα υπήρχε και το Διαβάζω με τον Γιώργο Γαλάντη που εμπιστευότανε τις κριτικές μου απόψεις.
Η δεκαετία του 90 όπως ήταν φυσικό μου πρόσφερε ώριμα έργα και στους τρεις τομείς που έχω ασχοληθεί -για παιδιά, για εφήβους, για ενήλικες.
Και αυτή η ανθοφορία βρήκε τον χώρο της και την προστασία της και την φροντίδα της στις Εκδόσεις Πατάκη.
Ο Στέφανος Πατάκης είναι ο άλλος εκδότης που είχα την τύχη να συνεργαστώ –και συνεργάζομαι πάντα- μαζί του και που είχα την άνεση και τη χαρά να τον βλέπω και ως συνεργάτη και ως φίλο. Ήταν αυτός που όχι μόνο με εμπιστεύθηκε και με τίμησε ως συγγραφέα αλλά και ως σύμβουλό του.
Δίπλα του στάθηκα για να μετατραπούν σιγά -σιγά οι Εκδόσεις Πατάκη σε αυτό που όλοι σήμερα γνωρίζουμε. Μικρό, ίσως, το μερίδιο που μου αναλογεί, αλλά σημαντικό για μένα κυρίως γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να φέρω στην Ελλάδα ένα είδος λογοτεχνίας που στην ουσία δεν υπήρχε –τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Και χαίρομαι, ειλικρινά, καθώς βλέπω τη σειρά της νεοελληνικής λογοτεχνίας που εγώ της έβαλα τις πρώτες βάσεις, στα χέρια της Άννας Πατάκη να ολοκληρώνεται και έχει πάρει την μορφή που όλοι μας ξέρουμε και εκτιμούμε.
Μέσα σε αυτήν την δεκαετία είδα βιβλία μου να μεταφράζονται, να βραβεύονται, να τιμούμε με Κρατικό Βραβείο, να είμαι υποψήφιος του Βραβείου Άντερσεν. Να συμμετέχω σε Δ. Σ. Οργανισμών, να εκπροσωπώ τη χώρα μου σε Διεθνείς Εκθέσεις, να συνεργάζομαι με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, με τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς…
Η τρίτη δεκαετία –αυτή που μόλις έκλεισε- υπήρξε μια δεκαετία συγγραφικού κατασταλάγματος.
Αισθάνομαι πια ώριμος και χορτάτος. Ώριμος για να αντιμετωπίζω δύσκολα θέματα με απλούς τρόπους, χορτάτος από χαρές αναγνώρισης ώστε να μη παθιάζομαι από το κυνήγι τους.
Στον σύντομο αυτόν απολογισμό πολλούς δεν έχω αναφέρει. Δεν τους έχω ξεχάσει. Όχι, δεν ξεχνώ –δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου. Οι αρχές μου δεν μου το επιτρέπουν.
Τελειώνω. Τελειώνω;
Όχι ακόμα. Πρέπει να μιλήσω –δυο κουβέντες να πω για τους πιο πολύτιμους από τους ανθρώπους που μου στάθηκαν, μου στέκονται, πάντα δίπλα μου.
Από φίλους –πάντα αξιώθηκα να έχω καλούς φίλους, αλλά από τους καλούς οι κάλλιστοι είναι η Πόλυ και ο Άγγελος Μηλιώρης, ο Θανάσης Τριαρίδης.
Ξέρετε πολλές φορές τα μυθιστορήματα σχεδιάζονται μέσα από κουβέντες του συγγραφέα με τους φίλους του. Η Πολύ, ο Άγγελος, ο Θανάσης το γνωρίζουν.
Το γνωρίζει και η Κώστια –πόσες φορές έχω γι αυτήν γράψει! Κρυμμένη θα την βρείτε μέσα σε πολλές ηρωίδες μου, υπαίτια υπήρξε για πολλά από όσα ζήσανε πολλοί από τους ήρωές μου.
Στη δική μου ζωή δεν μπορεί παρά να κυκλοφορεί με ένα και μόνο πρόσωπο –αυτό της Κώστιας μου.
Με ένα και μόνο πρόσωπο υπάρχουν στη ζωή μου η Άννα και ο Δομήνικος. Τους κατάκλεψα τις ζωές και πάνω τους γραπώθηκα για να γράψω έργα παιδικά και εφηβικά και ενήλικα.
Το ξέρω πως είναι αφόρητα βαρύ να έχεις σύζυγο και πατέρα ένα συγγραφέα σαν κι εμένα.
Αλλά –άραγε το κατάλαβαν;- από πολύ νωρίς δεν ήταν μόνο τα τρία μέλη της οικογένειάς μου, μα -και κυρίως- οι αισθήσεις μου με τις οποίες κατάφερνα να κατανοώ πολύπλευρα τον κόσμο.
Ομολογώ πως ανάπνευσα, έζησα μέσα από αυτούς τους τρεις ανθρώπους. Συγγραφικά εννοώ, μιας κι αυτή η διάσταση σήμερα μας ενδιαφέρει.
Αν και οι τρεις τους δεν είχαν υπάρξει στη ζωή μου, συγγραφέας και πάλι θα είχα γίνει. Αλλά άλλα θα ήταν τα βιβλία που θα είχα γράψει.
Αυτό λέγεται –νομίζω- ταυτότητα.
Η Κώστια, η Άννα, ο Δομήνικος –είναι η δική μου ταυτότητα.
Άφησα για το τέλος δυο ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια.
Τον πατέρα μου που καθώς άρχιζε αυτή η τριακονταετία εκείνος έφευγε. Αλλά είχε προλάβει να μου εκφράσει την εμπιστοσύνη μου στα συγγραφικά μου σκιρτήματα –στο γραφείο του έπαιρνε τα πρώτα μου κειμενάκια και τα έδινε να τα δαχτυλογραφούνε, φρόντιζε να ανανεώνει τη συνδρομή μου στη Διάπλαση.
Και την μητέρα μου βέβαια. Υπαίτια για το ότι έγινα συγγραφέας –το έχω κι άλλοτε πει πως ο μαγικός ρεαλισμός που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του έργου μου, δικιά της κληρονομιά είναι.
Εκείνη πρόλαβε να χαρεί την πρώτη δεκαετία, να τη χαρεί και να τρομάξει από αυτή.
Η μοίρα όσων στηρίζουν και εμπνέουν ένα συγγραφέα είναι να γίνονται μοντέλα του… Πειραματόζωά του.
Λυπάμαι μαμά… Λυπάμαι Κώστια. Λυπάμαι Άννα. Λυπάμαι Δομήνικε.
Αλλά αυτός που σήμερα γιορτάζει τα τριάντα χρόνια συγγραφικής του ζωής χαίρεται που υπήρξατε στη συγγραφική ζωή του, γι αυτό και δε ζητά συγνώμη.
Και οι τελευταίες πλέον φράσεις. Αφιερωμένες σε εκείνους που χωρίς τη δικιά τους έκφραση αποδοχής αυτά τα τριάντα χρόνια δεν θα τα γιόρταζα σήμερα. Κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες είναι. Οι αναγνώστες μου. Το δικό τους αίμα είναι που κυκλοφορεί στις φλέβες του κάθε συγγραφέα.
Τους ευχαριστώ.
Σας ευχαριστώ.


18.3.10

Ας το σκεφτούμε...

Οι Λέσχες Ανάγνωσης είναι ένας θεσμός που ιδιαίτερα ανθεί στις μέρες μας και ειλικρινά αυτό ιδιαίτερα με χαροποιεί.
Είναι σημαντικό οι άνθρωποι να συναντιούνται και να κουβεντιάζουν για βιβλία.
Συχνά Λέσχες Ανάγνωσης με την ευκαιρία ενός βιβλίου μου με έχουν φωνάξει για να συμμετάσχω στις κουβέντες τους.

Αλλά πέρα από αυτήν την εμπειρία, έχω και δυο ακόμα, περισσότερο δε σημαντικές.
Είμαι μέλος σε μια Λέσχη εδώ και τρία χρόνια, ενώ εδώ και ένα χρόνο είμαι υπεύθυνος για δυο άλλες .
Η πρώτη αποτελείται από άτομα που τα περισσότερα έχουν κάποια σχέση επαγγελματική με το βιβλίο, με τις Τέχνες γενικότερα και σε κάθε περίπτωση είναι ιδιαιτέρως πεπειραμένοι (και γι αυτό εκλεπτυσμένοι) αναγνώστες. Μετά από τόσα χρόνια που συναντιόμαστε δυο φορές το μήνα, οι σχέσεις μεταξύ μας έχουν πάρει πια τη μορφή φιλικών σχέσεων και οι συναντήσεις μας πέρα από τα βιβλία αγγίζουν και θέματα γενικότερα, μα και πιο προσωπικά.

Στις άλλες δυο, οι συναντήσεις γίνονται μια φορά το μήνα και όσοι αποτελούν τις δυο ομάδες είναι άτομα που δεν γνωριζόντουσαν από πριν μεταξύ τους ούτε κάποια σχέση ιδιαιτέρως ειδική είχαν με τη λογοτεχνία. Ήταν και είναι άνθρωποι που θα λέγαμε πως αποτελούν τον μέσο έλληνα αναγνώστη, αυτόν που αναζητά από το λογοτεχνικό έργο που θα κρατήσει στο χέρι του μια συντροφιά από τη μια και από την άλλη μια πιο ευαίσθητη ματιά για ότι μπορεί και ο ίδιος να διαισθάνεται ή και να υποψιάζεται.
Ενδιαφέρουσες και πάντα πολύ ζεστές οι συναντήσεις και στις τρεις Λέσχες.
Και σε πολλά συμπεράσματα μπορεί να φτάσει κανείς όταν ανελλιπώς παρακολουθεί τα όσα συζητιόνται.Ένα από αυτά είναι και το ότι τελικά θα διαπιστώσει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στις απόψεις των μελών των Λεσχών για έλληνες συγγραφείς του τώρα και στις προτιμήσεις των δημοσιογραφικών – κριτικών κύκλων για τους ίδιους συγγραφείς.
Οι γνωστοί και προβεβλημένοι συγγραφείς (πιο σωστά τα έργα τους) δεν χαίρουν και τόσο της εκτίμησης των μελών. Καταλογίζουν στους δημιουργούς τους εσωστρέφεια, αδιαφορία για το τι ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να βιώνει, αφηγηματική ρηχότητα.


Βέβαια αυτοί οι μέσοι αναγνώστες δεν γνωρίζουν και πολλούς άλλους συγγραφείς, πέραν των όσων προβάλλονται από τα ΜΜΕ. Μα αν τους δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο κάποιου από αυτούς, συχνά δηλώνουν την έκπληξή τους γιατί τα έντυπα από τα οποία ζητούν ενημέρωση δεν τους είχαν κάνει γνωστή την παρουσία και αυτών των λογοτεχνών.
Με τη στάση αυτή τα ΜΜΕ, πιστεύω πως αποδυναμώνουν τις προσπάθειες να εδραιωθεί και στον τόπο μας μια σωστή και πλατιά αναγνωστική συμπεριφορά.
Από τη μια υπάρχουν έντυπα που προβάλλουν συγγραφείς της λεγόμενης (καλώς ή κακώς) ροζ λογοτεχνίας και από την άλλη άλλα έντυπα που ασχολούνται με εκείνους που κάποιοι έχουν προαποφασίσει πως αποτελούν το μόνο αξιόλογο δυναμικό της ποιητικής πεζογραφίας μας
Και μέσα σε αυτά τα δυο ρεύματα, ο μέσος, ο υγιής αναγνώστης χάνει προσανατολισμούς και αισθάνεται χαμένος.
Στο σημείο αυτό μπορεί να έχουν ουσιαστικό ρόλο να παίξουν τα διάφορα βιβλιοφιλικά blogs;
Ας το σκεφτούμε.

14.3.10

Το λουλούδι της ερήμου


















Μια πραγματική ιστορία - ένα βιβλίο - μια ταινία

Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο -κάτι σαν μαρτυρία άκουσα πως είναι , αλλά γραμμένο με τέτοιο τρόπο ώστε δίπλα στο συναίσθημα να κινητοποιεί και τον θυμό.
Είδα την ταινία και κατάλαβα πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
Μια ταινία που ΄σε κάνει να αισθάνεσαι παρόμοια με ότι είχες αισθανθεί βλέποντας το Pretty Woman, ενώ παράλληλα κάποιες σκηνές της -ιδίως μια από τις τελευταίες, εκείνη που δείχνει τον ακρωτηριαμό πάνω σε βράχο της ερήμου- σε εξοργίζει.
Ταινία απλώς συμπαθητική (ίσως αυτό που θα με κάνει ως ταινία να τη θυμάμαι, να είναι η υπέροχη ερμηνεία της Sally Hawkins στο ρόλο της φιλενάδας της πρωταγωνίστριας).
Αλλά να πως -σκέφτομαι- μπορεί στις μέρες μας να ταράξει τα νερά κάτι που έχει δημιουργηθεί ως μυθιστόρημα ή κινηματογραφικό έργο.
Με μια γραφή λαϊκή να αφηγηθείς ένα συγκλονιστικό συμβάν.
Κι έτσι να αγγίξεις τους πολλούς.
Αλλά -από την άλλη σκέφτομαι- οι πολλοί είναι το ζητούμενο ή οι λίγοι; Οι πολλοί που αφού συγκινηθούν και θυμώσουν, στη συνέχεια συνεχίζουν τη ζωή τους όπως και πρώτα ή οι λίγοι που εξανίστανται και αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν, έστω και το τρόπο σκέψης τους κάπως να μεταβάλουν;
Κάποτε μπορεί οι δυο κατηγορίες να συνυπήρχαν -έτσι πρέπει να διαβάστηκαν τόσο οι 'Αθλιοι , όσο και ο Όλιβερ Τουίστ.
Σήμερα κάτι τέτοιο δε συμβαίνει.
Και μένει στον δημιουργό -συγγραφέα ή κινηματογραφιστή- να αποφασίσει ποιο δρόμο θα πάρει.
Και μένει στον αποδέχτη του έργου -αναγνώστη ή θεατή- να σκεφτεί με ποιο είδος Τέχνης θέλει να κοσμεί την καθημερινότητά του.











11.3.10

Ρωγμές Ονείρων

Άλκιστις Μαυροκεφάλου

"Ρωγμές Ονείρων"

Ποιήματα

Εκδόσεις Αιώρα

Όταν γύρω στο 1992 είχα ξεκινήσει την ευρύτερη συνεργασία μου με τις Εκδόσεις Πατάκη, είχα προτείνει τη δημιουργία μιας σειράς που θα περιελάμβανε κείμενα (πεζά ή ποιήματα) γραμμένα από νέους - άτομα από 15 έως 21 χρονών.
Έτσι, λοιπόν, κυκλοφόρησαν τρεις μικροί τόμοι, τρία κομψά βιβλιαράκια με ποιήματα γραμμένα όλα από νέους, πολύ νέους ανθρώπους -δυο αγόρια, ένα κορίτσι.
Θα ήθελα , με την ευκαιρία αυτή, να θυμηθώ τα ονόματά τους :
-Τάσος Βλάχος "Κι έπειτα λάθος μουσική..."
-Κίκα Κραμβουσάνου "Αποθήκη μ΄ανοιχτό παράθυρο"
-Σάββας Γερμάνης "Αγόρι"
Η σειρά Νέοι Λογοτέχνες δεν είχε επιτυχία. Το πλατύ κοινό την αγνόησε, το ίδιο και η επίσημη κριτική, με την εξαίρεση μόνο ενός δημοσιεύματος που έγραφε πως δεν είναι σωστό να δίνεται τόσο εύκολα η ευκαρία σε ένα νέο να βλέπει δημοσιευμένο ένα του έργο.
Αντίθετα, στα οπισθόφυλλα των βιβλίων αυτών, ο Στέφανος Πατάκης ως εκδότης κι εγώ ο δντης της σειράς, σημειώναμε : ...ζητούν να βρουν ένα χώρο για να εκφράσουν δημόσια τις δικές τους λογοτεχνικές ανησυχίες. Αποφασίσαμε να τους τον προσφέρουμε.
Αλλά η σιωπή που αντιμετωπίσαμε, τελικά, μας ανάγκασε να διακόψουμε την όποια συνέχεια.
Πάντα, όμως, με πολύ χαρά και αγάπη πλησιάζω κείμενα νέων, πολύ νέων -σχεδόν παιδιών, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής.
Την Άλκιστη Μαυροκεφάλου την γνωρίζω από τότε που ήταν ένα μικρό, πολύ μικρό κορίτσι. Φίλοι αγαπητοί και ιδιαιτέρως αξιόλογοι συγγραφείς οι δυο γονείς της -η Πόλυ Βασιλάκη και Σέργιος Μαυροκέφαλος.
Ήξερα, λοιπόν, μέσα σε ποιο κλίμα παιδείας μεγάλωνε η Άλκιστις.
Μα αυτό δεν στάθηκε ικανό να μη ξαφνιαστώ -ευχάριστα!- όταν στα χέρια μου έφτασε το πρώτο της βιβλίο -μια συλλογή ποιημάτων.
Δεν είμαι ο κριτικός που ασχολείται με την ποίηση. Με τα ποιήματα έχω μια εντελώς προσωπική σχέση. Μα μπορώ να καταλαβαίνω αν είναι καλά και πόσο.
Το καταλαβαίνω, χωρίς να ξέρω να το αιτιολογήσω.
Γι αυτό τίποτε άλλο δεν έχω να πω για να περιγράψω τα συναισθήματά μου από το διάβασμα των ποιημάτων της συλλογής "Ρωγμές Ονείρων"
Απλώς προτιμώ να παραθέσω ένα ποίημα -ίσως είναι (αν και επιγράφεται Θάνατος) μια ρωγμή στο πέπλο το σκοτεινό των ημερών μας.
Ακίνητα τα χέρια, στο πάτωμα
εσύ τι κάτασπρο άγαλμα
δεν είσαι.
Κλεινεις πόρτες πίσω σου.
Άψυχο άγαλμα,
μάτια καρφωμένα στο κενό.
Δεν είσαι
ούτε στον ουρανό.
Κάποτε θα σε ξαναδώ
στον αιώνιο χορό
στην άβυσσο.
(Η Άλκιστις Μαυροκεφάλου γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Τα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν κατά την περίοσο 2005-2008)

9.3.10

Η μικρά νήσος









Μάρω Κερασιώτη

Η μικρά νήσος
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Ψυχογιός

Την Μάρω Καρασιώτη την ήξερα ως μια από τις σημαντικότερες κεραμίστριές μας. Και μάλιστα κάποια από τα έργα της πολύ συχνά τα έβλεπα -είναι οι συνθέσεις της που διακοσμούνε τον σταθμό ΗΣΑΠ στο Μαρούσι.
Τη γνώρισα προσωπικά ότα πριν από κάποιο καιρό έγινα μέλος μιας ομάδας ανάγνωσης
που κι εκείνη ανήκε.
Έτσι γνώρισα πέρα από την εικαστικό και τον άνθρωπο.
Η Μάρω Κερασιώτη εκπέμπει μια ζεστασιά και μια ανεξαρτησία. Όχι μόνο αυτά -μα λες και σε κάνει να περιμένεις κάτι ακόμα από αυτή.
Και πράγματι πρέπει κανείς να ξέρει πως κάτι πάντα νέο θα του φέρνει η Μάρω.
Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει -τη συγγραφική της οντότητα.
Όχι, δεν είναι πρωτόβγαλτη στο λογοτεχνικό συνάφι.
Τρεις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα είχε κυκλοφορήσει μέσα στα χρόνια του '80. Και μετά... Σιώπησε συγγραφικά.
Για να επανέλθει πριν από δυο χρόνια με ένα νέο μυθιστόρημα και τώρα με ένα ακόμα.
Ασυνήθιστη πορεία -πρέπει να το ομολογήσουμε.
Αλλά έτσι είναι η Μάρω Κερασιώτη -ασυνήθιστος άνθρωπος.
Πάντα έχει ενδιαφέρον να γνωρίζεις το συγγραφέα του βιβλίου που διάβασες.
Οι αναγνώστες το επιζητούν κάτι τέτοιο. Για μας τους συγγραφείς που λίγο πολλοί όλοι γνωρίζουμε όλους, είναι ίσως μια συνήθεια. Αλλά μερικές φορές η ρουτίνα σπάει...
Όπως στην περίπτωση Κερασιώτη.
Η κυρία με το πονηρό χαμόγελο και τα κάπως ατίθασα μαλλιά δεν μπορείς να φανταστείς ότι διαθέτει μια τόσο έντονη τάση εξιστόρησης των παθών της σάρκας, ούτε πως θα έχει τόσο μα τόσο πολύ διεισδύσει σε ότι μπορεί να σημαίνει η καταπίεση του να είσαι γυναίκα -η καταπίεση , αλλά και η ελευθερία.
Η πρώτη, κοινωνικής προέλευσης. Υπαρξιακής υφής, η δεύτερη.
Όχι, δεν είναι ερωτικό βιβλίο η Μικρά Νήσος. Κι όμως ο έρωτας πρωταγωνιστεί είτε με την παρουσία του, είτε με την απουσία του.
Όχι, δεν είναι βιβλίο που στηρίζει την ύπαρξή του σε ένα τόπο -κι όμως το φανταστικό νησί συνέχεια κραυγάζει την ιδιαιτερότητά του.
Μήπως είναι μυθιστόρημα που φωτίζει τις κρυφές πτυχές των ψυχών; Ναι, αλλά όχι μόνο.
Αναφέρεται στους δεσμούς που συνδέουν τα μέλη οικογενειών , μα και σε ότι τα χωρίζουν; Ναι, αλλά δεν θα το χαρακτήριζα και οικoγενειακή saga.
Τί είναι, λοιπόν, η Μικρά Νήσος;
Είναι ένας τρόπος να δει κανείς πως το εικαστικό στοιχείο μπορεί να πάρει πάνω του τη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου.
Η Μάρω Κερασιώτη γνωρίζει τις ομιλίες των σχημάτων και των χρωμάτων.
Και με την πείρα και τη σοφία του δόκιμου μάστορα, αποφάσισε να καταθέσει αυτές τις ομιλίες, με αυτές τις λεκτικές ενσαρκώσεις σχημάτων και χρωμάτων να προτείνει μια μυθιστορηματική σύνθεση.
Καθόλου αφηρημένο βιβλίο -υπόθεση σφιχτή, χαρακτήρες έντονοι, ακόμα πιο έντονα πάθη.
Αλλά τελικά και καθώς έφτανα στην τελευταία του σελίδα αισθάνθηκα πως μόλις είχα περάσει από εκείνο εκεί το σταθμό του ΗΣΑΠ, στο Μαρούσι.
Αντί να με έχει μαγέψει ότι είχε ψηθεί πάνω στον πηλό, με μάγεψε τώρα ότι είχε τυπωθεί πάνω στο χαρτί.



















6.3.10

Συνάντηση 4η


Gustav Klimt "The kiss"

Eνα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου,
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη,
έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - α, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος.


Τάσος Λειβαδίτης "Γυναίκα"

1.3.10

Η εβραία νύφη




Νίκος Δαββέτας
«Η εβραία νύφη»
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Κέδρος

Αρχές της δεκαετίας του ’80 γνώρισα τον Νίκο Δαββέτα.
Μόλις είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή σε εκδοτικό οίκο που κι εγώ κάτι δικό μου είχα εμπιστευθεί, ενώ παράλληλα μας έφερε πιο κοντά τον έναν στον άλλο, ο κοινός θεσσαλονικιός φίλος, ο πεζογράφος Περικλής Σφυρίδης.
Εκείνα τα χρόνια είχα στενές σχέσεις με αρκετούς ποιητές της γενιάς του κι έτσι μαζί με τα ποιήματα των άλλων, διάβαζα ως επαρκής αναγνώστης της ποίησης και τις επόμενες δικές του ποιητικές συλλογές.
Ο νέος και πολλά υποσχόμενος ποιητής των «Εραστών της Όστριας» επιβεβαίωνε το ταλέντο του με «Τη μυστική ταφή της Ελεονώρας Τίλσεν»
Αλλά στη συνέχεια οι δρόμοι μας πήραν κάπως πιο απομακρυσμένους προσανατολισμούς κι έτσι ομολογώ πως ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα πως ο Νίκος Δαββέτας άφησε την ποίηση για να εισέλθει στους χώρους της πεζογραφίας.
Ως ευαίσθητος άνθρωπος πάντα θυμάται τους παλιούς του φίλους και έτσι πάντα φρόντιζε να μου στέλνει τα νέα του βιβλία.
Δεν κουράστηκα, λοιπόν, να διαπιστώσω πως ενώ πλέον είχα να κάνω με μια καθαρή πεζογραφική δύναμη, από την άλλη άκουγα πάντα (οι σελίδες με κάνανε να ακούω) όχι τόσο τους ήχους μιας ποιητικής γλώσσας, όσο τη στέρεα δομή μιας ποιητικής φόρμας.
Τα πεζά του Δαββέτα κρατάνε την αρχιτεκτονική ενός ποιήματος.
Νομίζω πως εδώ, στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το «Η εβραία νύφη», το φαινόμενο αυτό είναι πανίσχυρο και επιβάλλει με μαεστρία την παρουσία του.
Γιατί ενώ το έργο μοιάζει να αφηγείται την ερωτική ιστορία ανάμεσα σε μια νεαρά ανορεξική με πατέρα φιλοναζιστή και σε ένα νέο άντρα με προβλήματα αποδοχής του δικού του οικογενειακού παρελθόντος, στην ουσία περιγράφει βασικές παραμέτρους εθνικών τύψεων –οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης και το πώς όσοι από αυτούς κατάφεραν να επιστρέψουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρήκαν τις περιουσίες τους να τις νέμονται άλλοι. Κι αυτή την κατάβαση στο έρεβος της εθνικής τύψης, το κείμενο την επιτυγχάνει με μια δομή που χαρακτηρίζεται από την ελευθερία σύνθεσης ενός ποιήματος. Ο Δαββέτας αδιαφορεί (ως ένα σημείο) για την πεζογραφική συνέχιση των όσων μας πληροφορεί. Προτιμά να τονίσει τις επισημάνσεις του με άλματα χρονικά, με το να φωνάζει στο προσκήνιο πρόσωπα που πιο πριν δεν έχει φροντίσει να μας τα γνωρίσει.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίζει το κείμενο μια πειραματική συνύπαρξη πεζογραφικής γλώσσας και ποιητικής φόρμας.
Αλλά κάθε τι που χαρακτηρίζεται ως πειραματικό θεωρείται και ως ημιτελές.
Η «Εβραία Νύφη» όμως είναι άρτιο κείμενο. Και ως μυθιστόρημα κυρίως- αλλά και ως μαρτυρία ή πιο σωστά υπενθύμιση συμβάντων ελαφρώς λησμονημένων, της πρόσφατης ιστορίας.
ΥΓ Μια ένσταση για το εξώφυλλο. Καθόλου, μα καθόλου δεν υπηρετεί ούτε το περιεχόμενο, ούτε το ύφος του μυθιστορήματος.