Pages
▼
30.6.15
27.6.15
Θωμάς Κοροβίνης «Τι πάθος ατέλειωτο και άλλες ιστορίες»
Θωμάς Κοροβίνης
«Τι πάθος ατέλειωτο και άλλες ιστορίες»
Αφηγήματα
Εκδόσεις Άγρα
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, μα
και αγαπητές συγγραφικές μας παρουσίες.
Με γερές φιλολογικές βάσεις ξεκίνησε να ψάχνει τις σχέσεις
που συνδέουν τον ελληνικό και τον τούρκικο πολιτισμό τόσο στη λογοτεχνία όσο
και στη μουσική, μα και κυρίως στις σχέσεις των δύο λαών.
Παράλληλα με το φιλολογικό, λαογραφικό και λογοτεχνικό του
έργο ασχολείται και με τη μουσική. Γράφει τη μουσική, τους στίχους λαϊκών
τραγουδιών και παράλληλα τα ερμηνεύει.
Προσωπικότητα πληθωρική έχει δημιουργήσει ένα κοινό που τον ακολουθεί και τον αγαπά
καθώς ο ίδιος αναζητά τον τρόπο που συνδέεται το παρελθόν μας με το παρόν.
Η συγγραφική του ιδιοτυπία είναι ο τρόπος που προσεγγίζει
τους χαρακτήρες των ηρώων του. Ο Κοροβίνης είναι ένας ανθρωποκεντρικός λογοτέχνης. Ακόμα κι όταν περιγράφει έναν
τόπο, στην ουσία τον φωτίζει ως χώρο όπου όχι μόνο φιλοξενεί ανθρώπους, αλλά
και από τους ανθρώπους παίρνει τα κεντρικά χαρακτηριστικά του, μα και τις πλέον
ενδιαφέρουσες λεπτομέρειές του.
Τα πιο πρόσφατα έργα του, αυτό το ανθρωποκεντρικό στοιχείο
χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν με τον αναγνώστη τους.
«Ο γύρος του θανάτου», «Το αγγελόκρουσμα», «’55», «Το πρώτο
φιλί» -όλα έργα όπου η ανθρώπινη φωνή περιγράφει την ανθρώπινη ανάσα.
Η συλλογή αφηγημάτων «Τι ατέλειωτο πάθος» αυτή την διάθεση
του Θωμά Κοροβίνη να καταγράψει τα έργα των ανθρώπων μέσα από τις πιο
προσωπικές τους στιγμές, την ολοκληρώνει
με μαεστρία και συνέπεια.
Κεντρικά πρόσωπα στα αφηγήματα είναι άτομα υπαρκτά και
γνωστά σε όλους (Βαμβακάρης, Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Νταντωνάκη, Ρασούλης,
Παπάζογλου, Ταχτσής, Ζατέλη, Μεντή) ή
άλλα, όχι γνωστά που ίσως κάποια φορά να έτυχε να τα προσέξει ο συγγραφέας.
Αλλά είναι και οι πόλεις –Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Μυτιλήνη, Βόλος. Όμως
κι αυτές περιγράφονται μέσα από την καθημερινότητα μιας ανθρώπινης παρουσίας.
Όλα τους έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων
χρόνων και είχαν δει το φως μιας πρώτης δημοσίευσης σε διάφορα έντυπα.
Κάποια γέρνουν προς τη μορφή του διηγήματος, κάποια
άλλα αγγίζουν τα όρια του δοκίμιου.
Καθώς ο Κοροβίνης αποφάσισε όλα αυτά μαζί να μας τα
παρουσιάσει, θέλησε το καθένα από αυτά να το αφιερώσει και σε δικούς του ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στάθηκαν η αφορμή να τα
εμπνευστεί και να τα γράψει.
Κρατάμε, λοιπόν, στα χέρια μας ένα μικρό βιβλίο ανθρώπινων
σχέσεων. Τόσο ως προς το περιεχόμενο του, όσο και ως προς τη μορφή του.
Είναι ως ο Κοροβίνης να προσφέρει το αντίδωρό του σε όσους του
είχαν κάποια στιγμή χαρίσει το δικό τους δώρο –τη φιλία τους.
Μα τι άλλο από προσφορά είναι η κάθε λογοτεχνική έκφραση;
Άψογη η όλη έκδοση. Όπως άλλωστε όλα τα βιβλία που
κυκλοφορεί η Άγρα.
19.6.15
Η Γεωργία Γαλανοπούλου και η Σονάτα της Φανής
Γεωργία Γαλανοπούλου
«Ο Βόρακας, ο Κόρακας και η Σονάτα της Φανής»
Εικονογράφηση: Βαγγέλης Παυλίδης
Εκδόσεις Πατάκη
Τρία σίγμα στη σειρά
Τα χωρίζω βιαστικά
Το ‘να στην αρχή το βάζω
Τ΄ άλλο στο τέλος και
διαβάζω.
Δεν είναι ασβός, ούτε
σεισμός!
Μην είναι τάχα
σεβασμός;
Η λέξη σεβασμός
σπάνια χρησιμοποιείται όταν κανείς θέλει να μιλήσει ή να γράψει για την
προστασία της Φύσης.
Κι όμως η βάση κάθε οικολογικής πράξης, η αρχή της ίδιας της
οικολογικής συνείδησης είναι ακριβώς η έννοια που εμπεριέχεται σε τούτη τη λέξη
με… τα τρία σίγμα στη σειρά.
Η ιστορία που με τόση ευαισθησία γραφής και βαθυστόχαστα μας
αφηγείται η Γεωργία Γαλανοπούλου σε αυτή τη λέξη στηρίζεται.
Και έτσι αυτόματα το εν λόγω βιβλίο ξεχωρίζει από τα
περισσότερα άλλα που ασχολούνται με οικολογικά μηνύματα.
Η Γαλανοπούλου ‘κτυπά’ στην καρδιά του προβλήματος.
Αυτό που δε σέβεσαι μήτε το αγαπάς, μήτε και το
προστατεύεις.
Αλλά αυτή εδώ η εξιστόρηση της αντιπαράθεσης από τη μια της
πλεονεξίας (την εκπροσωπούν ο Βόρακας και το τσιράκι του ο Κόρακας) και από την
άλλη της ανιδιοτέλειας (την εκπροσωπεί η Φανή) δεν βασίζεται μόνο σε μια σωστή
τοποθέτηση της οικολογικής δράσης, αλλά μορφοποιείται με άψογο τρόπο τόσο
λογοτεχνικά όσο και εικαστικά.
Το κείμενο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του γραμμένο με
ποιητικές φόρμες. Αλλά σε ξαφνιάζει το πόσο ρωμαλαία μπορεί να γίνει η
εξιστόρηση μιας ιστορίας όταν με ευφάνταστο τρόπο χρησιμοποιηθεί η ρίμα.
Να ξέρεις άραγε να πει
κανείς
Την ιστορία της Φανής;
Πώς χάθηκε απ’ τη φύση
Κι αν πάλι θα γυρίσει;
Ο Βόρακας ξέρει! Ίσως
μιλήσει…
Να το καράβι του!
Σαν φάντασμα στέκει
φοβερό
Σ΄ άδεια λιμάνι δίχως
νερό.
Κι έτσι που γένει
ρημαγμένο
Λένε πως είναι
στοιχειωμένο!
Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστώ πως η γραφή της Γαλανοπούλου
διαθέτει μια ιδιότυπη γοτθική ταυτότητα. Δημιουργεί μια σκοτεινή όσο και
υπόγεια ατμόσφαιρα, που όμως εκεί που πρέπει μετατρέπεται σε ύμνο δοξαστικό.
Και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι τόσο ή μόνο με τα
γεγονότα, αλλά κυρίως με τη ροή των φράσεων που αυτές είναι που στην ουσία
στήνουν τη δράση.
Είμαι του ήλιου
θυγατέρα,
Έχω τη βροχή μητέρα!
Το νερό ειν΄ αδελφός
μου,
Ο αέρας ξάδελφός μου!
Αν φύγω εγώ θα φύγουν
όλοι!
Κι αυτή εδώ η δόλια
πόλη
Γκρίζο θα γίνει
περιβόλι!
Σε μια πόλη που έχει χαθεί η χαρά της υγιούς φύσης, μια
ομάδα παιδιών προσπαθούν να κατανοήσουν το τι έχει συμβεί και το πώς μπορεί η
όλη αυτή άσχημη κατάσταση να ανατραπεί.
Αλλά στην ουσία το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν το κρατούν
τόσο- και όχι μόνο- τα γεγονότα, αλλά
κυρίως η ροή των φράσεων. Αυτές είναι που στην πριμοδοτούν τη δράση.
Τούτο το κλίμα του κειμένου είχε την μεγάλη τύχη να το
υπηρετήσουν με τρόπο μοναδικό οι ζωγραφιές του Βαγγέλη Παυλίδη.
Γοτθικές κι αυτές θα τις χαρακτήριζα και σε ξαφνιάζουν καθώς
ενώ από τη μια υπηρετούν τις λέξεις, μα και τις προεκτείνουν (όπως κάθε καλή
εικονογράφηση οφείλει να κάνει) από την άλλη έχουν όλη την αυτονομία έργων
ζωγραφικής.
Μια πολύ προσεγμένη έκδοση, αληθινό κόσμημα εκδοτικής
μέριμνας.
Πρώτη δημοσίευση: http://www.thinkfree.gr/%CE%AD%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CE%BF-%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA/
Ο Γιώργος Συμπάρδης για "Μεγάλες Γυναίκες"
Γιώργος Συμπάρδης
«Μεγάλες γυναίκες»
Μεταίχμιο
Μέσα στη ζωή μια μεσήλικης γυναίκας που ζει μόνη και σέρνει
τις μέρες της με ανούσια τηλεφωνήματα σε κάποια συγγενή και στις Κυριακές της
τραβά σε εκκλησία γειτονικής ενορίας για να παρακολουθήσει τη λειτουργία από
ένα συγκεκριμένο ιερέα, εισβάλει ένας νεαρός, από εκείνους που δείχνουν να
ζούνε στο περιθώριο της ζωής των άλλων.
Στο πρόσωπό του η ηρωίδα της νουβέλας του Συμπάρδη θα
δει… Τι άραγε βλέπει. Ένα γιο; Ένα
εραστή; Μια χαμένη νιότη;… Ή μήπως απλώς είναι ένας καθαρός σαρκικός πόθος που
τη σπρώχνει να βάλει μέσα στο σπίτι ένα νεαρό άντρα που κάποια στιγμή θα
εξαφανιστεί άξαφνα και απροσδόκητα, ακριβώς όπως είχε παρουσιαστεί.
Την ίδια ώρα, στην πέρα ενορία, μια άλλη μοναχική ηλικιωμένη
θα βρεθεί το ίδιο ξεγελασμένη από κάποιον παρόμοιο –ή μήπως τον ίδιο;- νεαρό.
Κι ενώ γύρω από τις δυο γυναίκες θα ξεκινήσει ένας χορός
διαδόσεων και κουτσομπολιού, εκείνες θα στραφούν η μια προς την άλλη και
αγνοώντας την κοινωνική ματιά που τις περιεργάζεται και τις σχολιάζει, θα
συνεχίσουν την καθημερινότητά τους, μα τώρα πλέον ίσως χορτασμένη από αυτό που
τολμήσαν και για λίγο χαρήκανε.
Ο Γιώργος Συμπάρδης έγραψε μια ιστορία χρησιμοποιώντας όσα
λιγότερα στοιχεία γινότανε. Μια καθαρή λογοτεχνία του minimal. Παρόμοια τεχνικής με αυτή του γάλλου
Μοντιανό ή του αμερικάνου Τόρρες.
Η minimal λογοτεχνία διακρίνεται από τη λιτή χρήση περιγραφών. Το ίδιο
λιτή, ελεγχόμενη θα έλεγα, πως είναι και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τους
ήρωες.
Κάτι που όμως δε σημαίνει πως οι βασικές πληροφορίες για
τους χαρακτήρες και τις διαθέσεις των κεντρικών προσώπων δεν παρέχονται. Απλώς
είναι ελάχιστες, μα καίριες. Και σε σωστά μέρη κρυμμένες –στο τέλος ο
αναγνώστης κατανοεί το ‘κρυφτούλι’ του συγγραφέα.
Θα έλεγα πως αυτή η τεχνική δίνει την ευκαιρία στον
αναγνώστη να ‘συν -γράψει΄ κατά κάποιο
τρόπο το κείμενο.
Ο Γιώργος Συμπάρδης, συγγραφέας έτσι κι αλλιώς του ελάχιστου
και το υπαινικτικού, με το βιβλίο του αυτό δοκιμάζει τα όρια της τεχνικής
αυτής.
Το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την προσπάθεια;
Αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω όρους μαθηματικούς , θα
έλεγε κατά εβδομήντα τις εκατό.
Καθώς τελειώνεις το έργο, αισθάνεσαι πως η κεντρική ηρωίδα
παρέμενε σε μια σκιά. Ίσως έντονα καμουφλαρισμένα τα μυστικά της που θα φωτίζανε άπλετα τα ‘θέλω’, τα
‘προσδοκώ’, τα ‘διακινδυνεύω’ και τα
‘αποφεύγω’. Καμουφλαρισμένα, κρυμμένα τόσο πολύ ώστε να αποσιωπούνται.
Πρώτη δημοσίευση: http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=201170
11.6.15
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης για τη ζωή μιας Ζωής
Πρώτη δημοσίευση:
http://fractalart.gr/grigoriadis-theodoros/
Πολλά είναι εκείνα τα μυθιστορήματα που ή δεν αναφέρουν τον
τόπο στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφουν ή αν τον
ονοματίζουν απλώς μια αναφορά κάνουν σε αυτόν ή έστω επιφανειακές περιγραφές
καταθέτουν κάποιων συγκεκριμένων σημείων του.
Με άλλα λόγια ο τόπος είναι απλώς ένα σκηνικό που δεν
επηρεάζει καθόλου τις ζωές των ηρώων,
ούτε και από αυτούς ο ίδιος καθορίζεται.
Σε άλλα , όμως, λογοτεχνικά κείμενα οι σχέσεις που συνδέουν
χαρακτήρες και τόπους όχι απλώς είναι σημαντικές, όχι μόνο και καθοριστικές μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει, αλλά αποτελούν
βασικό, καίριο θεμέλιο του όλου έργου. Χωρίς τον συγκεκριμένο τόπο , το
συγκεκριμένο έργο δεν μπορεί να διανοηθεί.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στα περισσότερα από τα μυθιστορήματά
του αυτή την στενή σχέση ανθρώπων και τόπων αναπτύσσει.
Και όχι μόνο καταφέρνει να περιγράψει με ουσιαστική και
βαθιά ζωντάνια τα μέρη στα οποία ζούνε τα πρόσωπα των έργων του, αλλά πολύ
συχνά μετατρέπει αυτά τα ίδια τα μέρη σε ουσιαστικούς πρωταγωνιστές ή έστω σε
κεντρικούς άξονες της εξέλιξης της δράσης.
Όπως κάθε συνεπής με τις εμμονές του συγγραφέας, έτσι και ο
Γρηγοριάδης έχει πολύ γρήγορα δείξει πως μια βασική συγγραφική εμμονή του είναι
οι τόποι –πόλεις και ύπαιθρος- της Βόρειας Ελλάδας. Άλλοτε η Μακεδονία, πιο
πολύ ίσως η Θράκη.
Στα ίδια μέρη και πάλι κυκλοφορεί με το τελευταίο του αυτό
μυθιστόρημα.
Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ορεστιάδα, Διδυμότειχο…
Η κεντρική ηρωίδα, η καθηγήτρια αγγλικών Ζωή, άλλοτε
επιλέγει κι άλλοτε η μοίρα τη στέλνει σε αυτές τις πόλεις να ζήσει.
Τελειώνει το Πανεπιστήμιο, κάποια στιγμή θα διοριστεί στο
Δημόσιο, σε Γυμνάσια επαρχιακών πόλεων θα διδάσκει, στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει
τους άντρες που θα σημαδέψουν τη ζωή της, κάποιους ακόμα σε ακριτικά φυλάκια
και νοσοκομεία και…
Και αναρωτιέται ο αναγνώστης αν τελικά η ζωή της Ζωής θα
ήταν διαφορετική αν οι πόλεις που τη φιλοξενήσανε ήταν κάποιες άλλες.
Μάλλον θα ήταν. Γιατί καθώς τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα μέσα
στη δεκαετία του ’80 κυρίως, μπορούμε
εύκολα να παραληρήσουμε την αλλαγή που η Βόρεια Ελλάδα βίωνε εκείνα τα χρόνια,
με την αλλαγή στη ζωή της πρωταγωνίστριας.
Οι τόποι αναζητούν τη νέα τους ταυτότητα –ένα μείγμα
ελληνικότητας και ευρωπαϊκής προοπτικής- την ίδια στιγμή που και η νέα γυναίκα
αναζητά να συνδυάσει ρόλους πατροπαράδοτους του φύλου της με τις αποφάσεις μιας
χειραφέτησης.
Ολοζώντανα έχει πλάσει την ηρωίδα του ο Γρηγοριάδης. Και με
γνώση όσο και πάθος μας ξεναγεί στις πιο
απομακρυσμένες περιοχές της βορειανατολικής ελληνικής μεθορίου.
Μυθιστόρημα επισήμανσης ατομικών αδιεξόδων και κατάθεσης
ερωτικών διεξόδων. Όλα εκεί που το ένα τελειώνει και αρχίζει το άλλο. Σε μια
ανθρωπογεωγραφική μεθόριο.
8.6.15
Έθιμα Ταφής
Ισλανδία, 19ος αιώνας.
Μια χώρα που λες και
ζει μέσα στη μόνιμη παγωνιά. Και μια κοινωνία που αναζητά τρόπους να ζεστάνει
τις αισθήσεις της.
Μέσα σε μια τέτοια παγωνιά –της Φύσης και των συναισθημάτων-
ένα άγριο έγκλημα θα ταράξει την μικρή κοινωνία που ακόμα κινείται σε ρυθμούς
παλαιών εποχών.
Έγκλημα πάθους μέσα σε μια ομάδα ανθρώπων που θεωρούν το
πάθος ως μεγίστη αμαρτία. Ίσως γιατί μέσα από τα πάθη συλλαβίζονται οι
ανατροπές.
Η πρωταγωνίστρια του εγκλήματος θα θεωρηθεί ένοχη και θα
καταδικαστεί σε θάνατο.
Μα ώσπου να εκτελεσθεί η ποινή, θα οδηγηθεί σε μια
οικογένεια αγροτών όπου θα βοηθά στις καθημερινές δουλειές.
Δίπλα της ένας ιερέας θα προσπαθεί να την συμφιλιώσει με τον
ιδέα του θανάτου.
Μα η ίδια θα πρέπει να αποδεχτεί το αμετάκλητο μιας άδικης
ποινής.
Η συμβίωση της μελλοθάνατης
με τα μέλη της οικογένειας θα δημιουργήσει ανατροπές στη σκέψη και στα
συναισθήματα.
Και πίσω από τη σκιά μιας βίαιης πράξης θα ζητά να ανθίσει
μια αγνή και ανέλπιδη αγάπη.
Μυθιστόρημα έντονων περιγραφών της φύσης. Μας πηγαίνει σε
μια χώρα που δεν γνωρίζουμε σχεδόν καθόλου και σε μια εποχή που την έχουμε
λησμονήσει. Μα που καταφέρνει –αν και περιγράφει το χτες- να φωτίζει το τώρα.
Γιατί το άδικο πάντα –ή ακόμα;- κυριαρχεί και ο άνθρωπος πάντα –μα και για
πάντα;- μόνος του αντιμετωπίζει τα μεγάλα μυστήρια ζωής, έρωτα και θανάτου.
Πρώτη δημοσίευση:
Δέκα ζωές σε μία
Οι μυθιστορηματικές βιογραφίες έλκουν πάντα το αναγνωστικό
ενδιαφέρον πολλών φίλων της λογοτεχνίας. Ιδίως αν η βιογραφούμενη
μυθιστορηματική προσωπικότητα είναι πρόσωπο του πρόσφατου παρελθόντος και ο βιογράφος
– μυθιστοριογράφος του είναι συγγενικό πρόσωπο.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τη συγγραφή του βιβλίου «Δέκα ζωές
σε μία».
Κεντρικό πρόσωπο ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας και
συγγραφέας η κόρη του Τατιάνα Αβέρωφ.
Οι δυο προϋποθέσεις, λοιπόν, να κερδηθεί το ενδιαφέρον
πολλών αναγνωστών, υπάρχουν. Αλλά οι αναγνώστες θα ικανοποιηθούν;
Αν αυτός που θα αποφασίσει να διαβάσει το βιβλίο για να
πλησιάσει πιο κοντά στον Αβέρωφ που η ελληνική μεταπολεμική κοινωνία είχε
γνωρίσει -τον πολιτικό δηλαδή που για χρόνια πρωταγωνίστησε σε καίριες
ιστορικές στιγμές και συμμετείχε σε βασικές λήψεις αποφάσεων- ίσως
απογοητευθεί. Γιατί η συγγραφέας –κόρη του Υπουργού Εξωτερικών και Άμυνας των
διαφόρων κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή- δεν θέλησε να φωτίσει την
προσωπικότητα του ανθρώπου που καθημερινά διαβάζαμε γι αυτόν στα διάφορα
πολιτικά έντυπα, αλλά αντιθέτως να φωτίσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του, αυτά
που κι εκείνον καθόρισαν, αλλά και που η ίδια αισθανότανε να της λείπουν σε ότι
είχε να κάνει με τον πατέρα της.
Ο επώνυμος γονιός ίσως να σκίαζε τον καθημερινό άνθρωπο μιας
προπολεμικής Ελλάδας.
Έτσι στο «Δέκα ζωές σε μία» παρακολουθούμε -συχνά με μυθιστορηματική αυθαιρεσία- το πώς
πλάστηκε ένα αγόρι πλούσιων γαιοκτημόνων της Θεσσαλίας για να γίνει ένας άνδρας
που έστρεψε το βλέμμα του προς την Ευρώπη, την ώρα που έχωνε πιο βαθιά τις
ρίζες του στην πατρίδα του.
Οι περιγραφές είναι πλούσιες και με κλασσική συγγραφική
διάθεση δοσμένες.
Μα το μυθιστόρημα δεν έχει μόνο μια πλευρά. Ανάμεσα στις
εξιστορήσεις του παρελθόντος, εισβάλουν οι αναζητήσεις της σημερινής γυναίκας για να κατανοήσει αυτόν που ενώ για
την ίδια ήταν ένας πατέρας, για όλους τους άλλους ήταν ένα πρόσωπο που κάποιοι
λατρέψανε, κάποιοι μισήσανε.
Αυτό το μέρος του βιβλίου είναι –προσωπικά πιστεύω- το πλέον
ενδιαφέρον καθώς ανιχνεύει τις ψυχογραφικές συνδέσεις πατέρα και κόρης.
Η Τατιάνα Αβέρωφ αποφάσισε να μπολιάσει την Ιστορία με τη
δυναμική της Λογοτεχνίας.
Και νομίζω πως το πέτυχε.
Πρώτη δημοσίευση:
http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=198118
Ελένη Λαδιά "Οι θεές"
Πρώτη Δημοσίευση:
http://www.culturenow.gr/38667/oi-thees-elenh-ladia-kritikh-vivlioy
Η Ελένη Λαδιά είναι μια από τις πλέον ιδιότυπες πεζογράφους μας.
Με μια συνεχή παρουσία από το 1973 όπου κυκλοφορεί η πρώτη της συλλογή διηγημάτων και μέχρι την έκδοση αυτού του μυθιστορήματος της, έχουν δει το φως της δημοσιότητας 28 –αν μετρώ σωστά- έργα της. Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια.
Εκείνο που διακρίνει το έργο της Λαδιά και που μ’ έκανε να την χαρακτηρίσω ως μια από τις πλέον ιδιότυπες πεζογράφους μας είναι η χρήση μιας ματιάς όπου η βαθιά γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας, ενώνεται με μια δυναμική ανάγνωση του αρχαίου ελληνικού Ήθους, για να ακολουθήσει στη συνέχει η προσωπική σύνθεση και προβολή μιας άποψης για το σημερινό κόσμο μας.
Το χτες –απώτερο έως κοντινό- επεμβαίνει στις υπόγειες δομές του σήμερα.
Αυτό θεωρώ πως είναι το αποτύπωμα της Ελένης Λαδιά στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία μας.
Με το μυθιστόρημα της αυτό –«Οι θεές»- τούτο το αποτύπωμα επιβεβαιώνεται.
Η δομή του είναι ενδιαφέρουσα – κι εδώ , όπως και σε προηγούμενα έργα της Λαδιά, έχουμε μια πολυπρόσωπη δόμηση. Στην ουσία το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη που όμως το καθένα μπλέκεται μέσα στα άλλα.
Στο δεύτερο, με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση η κόρη περιγράφει τα συναισθήματα που της γεννήθηκαν μετά από τον θάνατο τη μάνας της.
Και στο τρίτο, αναφέρονται ήθη και δοξασίες, θρύλοι και μύθοι της αρχαιότητας που εξακολουθούν –παραλλαγμένα λίγο ή πολύ- να ισχύουν.
Στην ουσία οι εναλλαγές των τριών αυτών ειδών καταγραφής οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης Δήμητρας – Περσεφόνης και στο τι αυτή η σχέση μπορεί σήμερα να σημαίνει.
Για μια πεζογράφο με υπαρξιακές ανησυχίες όπως η Λαδιά, αυτή η σχέση μάνας και κόρης δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνέχεια της ζωής, κάτι που συνθέτει την πληρέστερη δωρεά. Είναι η Φύση που γεννά τη Συνείδηση.
Ένα γυναικείο μυστικό που ξεκινά από τις χαμένες μητριαρχικές εποχές και φτάνει στη δική μας που μέσα από τον τρόπο ζωής κάποιων γυναικών επιζητά να κρατήσει ζωντανές τις πανάρχαιες μνήμες.
Μητέρα και κόρη –οι δυο βασικές μορφές της Γυναίκας, από τη μια. Και από την άλλη ο Ίακχος –ποιανής σύζυγος και ποιανής αδελφός;
«Στις θεές», ευχήθηκε η Μαρώ, και σηκώσαμε τα ποτήρια.
Τότε η Πόπη η αρχαιολόγος είπε ξαφνικά : «Ξέρετε τι μέρα είναι σήμερα; Τι σύμπτωση! Είναι 17 Δεκεμβρίου, του Ιάκχου…»
Του Ιάκχου ή του μυστικού Ιάκχου , σκέφτηκα αποφασισμένη να σταματήσω αμέσως το γραπτό, διότι δεν επιτρεπόταν να κοινολογηθεί η συζήτησή μας κατά τη διάρκεια του γεύματος. Ως σύγχρονες ελευσίνιες, έπρεπε, σύμφωνα με το ελευσινιακό έθος να έχουμε το στόμα μας κλειστό… (σελ 169).
Οι τελευταίες φράσεις του μυθιστορήματος ανατρέπουν την πιθανή άποψη ενός, κάποιου αναγνώστη πως αυτό που διάβασε –και μάλιστα με γλώσσα στρωτή και απλή- το είχε απόλυτα και κατανοήσει.
Όχι –οι θεές κρατούν τα μυστικά τους.
Και οι μεμυημένοι μόνο θα είναι εκείνοι που θα ‘χουν την τύχη να τα βιώσουν και να συνεχίσουν να τα λειτουργούν.
μια φορά κι έναν καιρό η μικρή ελένη: Άννα Κοντολέων, Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;
μια φορά κι έναν καιρό η μικρή ελένη: Άννα Κοντολέων, Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;: Εικονογράφηση: Λευτέρης Κιουρτσόγλου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014 Όταν το χαμόγελο χάνεται από το πρόσωπο του μπαμπά και της ...
6.6.15
Σκέψεις σκόρπιες για το "Δάχτυλα πάνω στο σώμα της"
Γράφει η Βασιλική Ρεσβάνη -εκπαιδευτικός
Σκέψεις σκόρπιες, έτσι σαν άνεμος ή σαν τις νότες που η Λία παίζει όταν τελικά αποφασίσει να γίνει σολίστ στη ζωή της.
Σε μια εποχή ανακατατάξεων, αλλαγών, διαφοροποιήσεων, ο Μάνος Κοντολέων έρχεται να “διαδηλώσει” με ένα βιβλίο αλλιώτικο από τα άλλα, υπέρ της διαφορετικότητας. Πρόκειται για πολιτική πράξη η επιλογή συντρόφου; Είναι μια συμπεριφορά, μια στάση απέναντι στην κοινωνία; Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί και να μην ήταν. Για τη Λία είναι και μάλιστα αποτελεί μονόδρομο ίσως.
Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα ότι θα διάβαζα κάτι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα έργα του συγκεκριμένου συγγραφέα.
Γραφή ιδιαίτερη όπως άλλωστε όλα τα έργα του. Ύφος θα το έλεγα λιτό, ανιχνεύοντας τη γυναικεία φύση, φωτίζοντας τις πιο κρυφές σκέψεις μια κοπέλας που όλη της η ζωή και οι επιλογές της έχουν σχεδιαστεί και σχηματοποιηθεί από τον πατέρα της. Πλοκή στρωτή, αναμενόμενη μέχρι ένα σημείο και με κινητήρια δύναμη τον πατέρα που αν και ουδέτερος στην εκδήλωση των συναισθημάτων του απέναντί της, είναι αυτός που θα στιγματίσει την πορεία της.
Είναι για μένα ίσως ένας πατέρας που ενώ την αγαπούσε και ήθελε το καλύτερο για αυτήν εντούτοις η ουδέτερη συμπεριφορά και στάση του απέναντί της δεν την βοηθούν να διαμορφώσει την δικής της προσωπική ταυτότητα. Μήπως από την αρχή γνώριζε; Μήπως όλα αυτά που κάνει γίνονται για να την προστατέψει;
Πρόσωπα του έργου
Λία είναι η ηρωίδα του βιβλίου. Νιώθω ότι στο εξώφυλλο ίσως είναι η πιο σκεπτική η μελαχρινή… Πινελιές μένουν στο χαρτί για την μελλοντική ταυτότητα της Λίας. Γυαλιά ηλίου συχνά καλύπτουν το πρόσωπό της από τους άλλους; ή από τον ίδιο της τον εαυτό; “…κρατούσε σταθερό το βλέμμα και δίχως την έντονη παρόρμηση να σκύψει το κεφάλι, να κρυφτούν ματιές που μαρτυρούνε συσπάσεις του προσώπου που θα προδίδουν”(σελ232).
Στέλλα το πρώτο σκίρτημα, η πρώτη γυναίκα που την ελκύει. Στέλλα (η λάμψη) το άστρο στα Λατινικά που θα φωτίσει το δρόμο προς την αυτογνωσία, τη φανέρωση της ταυτότητας της Λίας. Λία (Ήλια) ένας ήλιος που πρέπει να φωτίσει τη νέα πραγματικότητα που ζούμε; Ερωτήματα όλα του αναγνώστη.
Λάμπρος ο πατέρας αλλά παρόλο που επιδιώκει να φωτίσει τα δικά του ιδανικά και στερεότυπα δεν κατορθώνει να οδηγήσει την κόρη του στο φως που αυτός θέλει.
Ορέστης, το καλό παιδί, το προδιαγεγραμμένο μέλλον. Είναι “…ο γιος που δεν είχε αποκτήσει (ο πατέρας της) ή ο άντρας που θα βοηθούσε την κόρη του να αποδεχτεί την πατροπαράδοτη ταυτότητα του φύλου της;…” Διερωτάται και ο συγγραφέας. Μάλλον ο Ορέστης προσπαθούσε να βρει στη Λία στοιχεία της μητέρας του, προσπαθούσε να καλύψει δικά του κενά από την πατρική μορφή και τελικά πάλευε άνισα. Αυτός γνώριζε την ταυτότητά του, η Λία ακόμη δε γνώριζε, πάλευε με τον εαυτό της να θέλει αυτό που οι άλλοι ήθελαν να δουν σε αυτήν.
Η Ρίτα (Μαργαρίτα) η συγκάτοικός της στα φοιτητικά χρόνια είναι η άνοιξη που με τις μυρωδιές και μόνο θα την οδηγήσει στην δική της άνοιξη χωρίς αυτή να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της. Είναι η κινητήρια δύναμη όπως άλλωστε κάθε άνοιξη; Πυροδοτεί την αλλαγή, το νέο αλλά δεν είναι αυτή η ίδια η αλλαγή….
Γεωργία η αιτία για τη διαμόρφωση της ταυτότητας της Λίας, η γυναίκα που ξεκάθαρα φανερώνει ότι ξέρει που είναι, ποια είναι και που πάει. Δυναμική, αυτόφωτη, αληθινή. Η εξέλιξη της σχέσης τους, προάγγελος μιας άλλης. Δοκιμασία ενηλικίωσης.
Άλκη, ο μεγάλος έρωτας, ή η αγάπη; Είναι ή τελικά αποτελεί τη διέξοδο από το αδιέξοδο με τον Ορέστη; Έχει μια αλήθεια η Άλκη και σε πολλά θυμίζει τη Γεωργία αλλά η Γεωργία έχω την αίσθηση ότι αγάπησε περισσότερο τη Λία. Η Λία ήταν τότε ανέτοιμη να δεχτεί τη διαφορετικότητά της. Η Άλκη ξέρει τη διαφορετικότητά της αλλά έχει τοποθετήσει πιο πάνω από τα συναισθηματικά θέλω της, τον αγώνα της για την οργάνωση που υπηρετεί. Μερικές φορές η αληθινή αγάπη μας συναντά πολύ νωρίς αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να τη δούμε…. Μας βοηθά όμως να “δούμε” αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που είναι η αγάπη, ο έρωτας.
Φιλιώ, τα θαμπά πρόσωπα στις σχέσεις ή το λιμανάκι; Η Φιλιώ είναι ο απομηχανής θεός που θα βάλει σε τάξη τις σκέψεις της Λίας, θα καταλαγιάσει την ανταριασμένη λογική της. Είναι η Φιλιώ αυτή που δέχτηκε την ταυτότητά της ή ενώ τη δέχτηκε κρύφτηκε πίσω από μια κουρτίνα κοινωνικής λογικής; Τη ζηλεύει την Άλκη που τόλμησε; Τι σκέφτεται για τη Λία; Είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται σε αυτή την περίεργη και άβολη θέση να εξηγεί;
Τελικά έχει τόλμη η τελική απόφαση της Λίας ή ακολουθεί την γραμμή μιας άλλης; Είχε ασκηθεί η Λία από μικρή να διεκδικεί, να κρίνει, να αποφασίζει μόνη της; Δεν μπορώ να κρίνω τη Λία; Δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Όσα διαβάζουμε είναι όσα η ίδια θέλησε να μοιραστεί. Δεν είμαι σίγουρη αν τελικά ήταν απόλυτα δική της η απόφαση. Κινήθηκε γρήγορα ή τελικά είχε αργήσει πολύ να ακούσει τον ίδιο της τον εαυτό; Πιστεύω ότι δεν αποδέχτηκε απλώς τη ταυτότητά της αλλά προχώρησε πιο πέρα… και σε αυτό βοήθησε η εικόνα που είδε από τη ζωή της Φιλιώς….
Εκτός από τα πρόσωπα, οι πόλεις, οι εποχές, οι υφές κινούν το έργο αυτό. Πολλές φορές τονίζεται στο έργο η υγρασία της Θεσσαλονίκης, η βροχή. Καθόλου τυχαία η επιλογή. “ Γιατί η βροχή – νεροποντή ή ψιλόβροχο- έχει πάντα συγκεκριμένη ταυτότητα. Πάντα πέφτει….” Η εξέλιξη μιας γυναίκας είναι γνωστή, είναι περιχαρακωμένη, αναμενόμενη και με χρονοδιακόπτη. Κάποιες σπουδές, δουλειά (ίσως), γάμος, παιδιά, συντροφικότητα, φροντίδα. Μια βροχή, που ποτίζει τη γη, τη γεμίζει με τη χαρά των παιδιών; Υπάρχουν όμως και γυναίκες σαν τη Λία που είναι ιδιαίτερες, διαφορετικές. Αποκλίνουν από τα στεγανά; Η Λία τι θα κάνει τελικά; Να προσποιηθεί; Να ακολουθήσει; Τι θέλει;
Η Λία παρόλο που όλα τα χρόνια βρίσκεται να παίζει σε μια ορχήστρα στα δεύτερα βιολιά, βρίσκεται τώρα να παίζει μια άρπα που με τα δάχτυλά της δημιουργεί τα ακούσματα της ζωής της.
Στα έργα του Κοντολέων έχεις την αίσθηση πάντα ότι μυρίζεις λουλούδια, αρώματα. Σε αυτό το έργο κυρίαρχη αίσθηση που περιγράφεται αριστοτεχνικά είναι η αφή. Τα δάχτυλα του αναγνώστη ακουμπούν το ιδιαίτερο εξώφυλλο που από την αφή του και μόνο σου προκαλεί ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον προκαλεί και ο τίτλος και ακόμη περισσότερο η εικόνα. Είναι το θέμα που προκαλεί ή το γεγονός ότι αυτός που το γράφει είναι ένας άντρας; Τολμηρό εγχείρημα αλλά όταν ξέρεις ποιος το γράφει, μπορείς να περιμένεις και να καταφέρεις μέσα στην ανάγνωση... να δεις….
Πόσο δύσκολο αλήθεια να γράψεις για το πως νιώθει μια γυναίκα; Νιώθω ότι ακόμη και για μια γυναίκα που δεν είναι σαν την Λία είναι δύσκολο να καταλάβει, να αισθανθεί ακόμη περισσότερο να γράψει για αυτό.
Κι όμως ο Κοντολέων τολμά, περιγράφει, αναζητά και διεισδύει στη γυναικεία σκέψη και λογική. Μια ιδιαίτερη λογική που οδηγεί σε μια ετερότητα. Μια διαφορετικότητα που η Λία αν την αποφασίσει θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια κοινωνία που δεν θα την αποδεχτεί. Αν όμως ξέρεις την ταυτότητά σου, η προσωπική ολοκλήρωση σε καθοδηγεί και όχι τα πρέπει και τα στεγανά.
Δεν ένιωσα διαβάζοντας ότι προβάλλεται ένα συγκεκριμένο πρότυπο, αντίθετα από την πρώτη στιγμή έθεσα στον εαυτό μου αυτό που άκουσα σε μία συνέντευξη του Κοντολέων ότι αποτελεί πολιτική πράξη η απόφαση της Λίας. Διάβασα το έργο με την ίδια προσήλωση και αγάπη που διαβάζω κάθε έργο του Κοντολέων. Δεν περιορίστηκα να το διαβάσω απέναντι σαν να διαβάζω κάτι ξένο. Οι έντονες περιγραφές άφηναν χώρο για περιγραφές των πόλεων και των ρυθμών τους, τα δάχτυλα ακουμπούσαν στις υφές, στις σκέψεις, στα συναισθήματα.
Ο συγγραφέας ήταν σαν να κρατούσε μια κάμερα που ακουμπούσε στα πράγματα (παλιά ή νέα), έπιανε χέρια, ένιωθε θερμοκρασίες, έσφιγγε δάχτυλα. Η αξία της αφής….
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματα μου τα πιο σκεπασμένα-
από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν.
Στίχοι , σκέψεις, γραψίματα για να κατανοήσει και ο ίδιος την γυναικεία φύση, σκέψη, για να αποφασίσει τι τελικά θα γίνει η Λία του, που τόσο την πονά αφήνοντάς την (σελ.372) μετά από λίγες σελίδες στους αναγνώστες, να την καταλάβουν, να τη νιώσουν, να την κρίνουν.
Είναι τελικά πολιτική απόφαση η αναζήτηση ταυτότητας, είναι πολιτική απόφαση η αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας. Όταν κανείς παίρνει μια όποια στάση απέναντι σε μια κοινωνία που επιβάλλει τα δικά της στερεότυπα και ιδανικά, είναι σίγουρα μια πολιτική πράξη.
Βασιλική Ρεσβάνη
Ιούνιος 2015
Περιμένοντας το επόμενο βιβλίο…..
Σκέψεις σκόρπιες, έτσι σαν άνεμος ή σαν τις νότες που η Λία παίζει όταν τελικά αποφασίσει να γίνει σολίστ στη ζωή της.
Σε μια εποχή ανακατατάξεων, αλλαγών, διαφοροποιήσεων, ο Μάνος Κοντολέων έρχεται να “διαδηλώσει” με ένα βιβλίο αλλιώτικο από τα άλλα, υπέρ της διαφορετικότητας. Πρόκειται για πολιτική πράξη η επιλογή συντρόφου; Είναι μια συμπεριφορά, μια στάση απέναντι στην κοινωνία; Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί και να μην ήταν. Για τη Λία είναι και μάλιστα αποτελεί μονόδρομο ίσως.
Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο ένιωσα ότι θα διάβαζα κάτι εντελώς διαφορετικό από τα άλλα έργα του συγκεκριμένου συγγραφέα.
Γραφή ιδιαίτερη όπως άλλωστε όλα τα έργα του. Ύφος θα το έλεγα λιτό, ανιχνεύοντας τη γυναικεία φύση, φωτίζοντας τις πιο κρυφές σκέψεις μια κοπέλας που όλη της η ζωή και οι επιλογές της έχουν σχεδιαστεί και σχηματοποιηθεί από τον πατέρα της. Πλοκή στρωτή, αναμενόμενη μέχρι ένα σημείο και με κινητήρια δύναμη τον πατέρα που αν και ουδέτερος στην εκδήλωση των συναισθημάτων του απέναντί της, είναι αυτός που θα στιγματίσει την πορεία της.
Είναι για μένα ίσως ένας πατέρας που ενώ την αγαπούσε και ήθελε το καλύτερο για αυτήν εντούτοις η ουδέτερη συμπεριφορά και στάση του απέναντί της δεν την βοηθούν να διαμορφώσει την δικής της προσωπική ταυτότητα. Μήπως από την αρχή γνώριζε; Μήπως όλα αυτά που κάνει γίνονται για να την προστατέψει;
Πρόσωπα του έργου
Λία είναι η ηρωίδα του βιβλίου. Νιώθω ότι στο εξώφυλλο ίσως είναι η πιο σκεπτική η μελαχρινή… Πινελιές μένουν στο χαρτί για την μελλοντική ταυτότητα της Λίας. Γυαλιά ηλίου συχνά καλύπτουν το πρόσωπό της από τους άλλους; ή από τον ίδιο της τον εαυτό; “…κρατούσε σταθερό το βλέμμα και δίχως την έντονη παρόρμηση να σκύψει το κεφάλι, να κρυφτούν ματιές που μαρτυρούνε συσπάσεις του προσώπου που θα προδίδουν”(σελ232).
Στέλλα το πρώτο σκίρτημα, η πρώτη γυναίκα που την ελκύει. Στέλλα (η λάμψη) το άστρο στα Λατινικά που θα φωτίσει το δρόμο προς την αυτογνωσία, τη φανέρωση της ταυτότητας της Λίας. Λία (Ήλια) ένας ήλιος που πρέπει να φωτίσει τη νέα πραγματικότητα που ζούμε; Ερωτήματα όλα του αναγνώστη.
Λάμπρος ο πατέρας αλλά παρόλο που επιδιώκει να φωτίσει τα δικά του ιδανικά και στερεότυπα δεν κατορθώνει να οδηγήσει την κόρη του στο φως που αυτός θέλει.
Ορέστης, το καλό παιδί, το προδιαγεγραμμένο μέλλον. Είναι “…ο γιος που δεν είχε αποκτήσει (ο πατέρας της) ή ο άντρας που θα βοηθούσε την κόρη του να αποδεχτεί την πατροπαράδοτη ταυτότητα του φύλου της;…” Διερωτάται και ο συγγραφέας. Μάλλον ο Ορέστης προσπαθούσε να βρει στη Λία στοιχεία της μητέρας του, προσπαθούσε να καλύψει δικά του κενά από την πατρική μορφή και τελικά πάλευε άνισα. Αυτός γνώριζε την ταυτότητά του, η Λία ακόμη δε γνώριζε, πάλευε με τον εαυτό της να θέλει αυτό που οι άλλοι ήθελαν να δουν σε αυτήν.
Η Ρίτα (Μαργαρίτα) η συγκάτοικός της στα φοιτητικά χρόνια είναι η άνοιξη που με τις μυρωδιές και μόνο θα την οδηγήσει στην δική της άνοιξη χωρίς αυτή να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της. Είναι η κινητήρια δύναμη όπως άλλωστε κάθε άνοιξη; Πυροδοτεί την αλλαγή, το νέο αλλά δεν είναι αυτή η ίδια η αλλαγή….
Γεωργία η αιτία για τη διαμόρφωση της ταυτότητας της Λίας, η γυναίκα που ξεκάθαρα φανερώνει ότι ξέρει που είναι, ποια είναι και που πάει. Δυναμική, αυτόφωτη, αληθινή. Η εξέλιξη της σχέσης τους, προάγγελος μιας άλλης. Δοκιμασία ενηλικίωσης.
Άλκη, ο μεγάλος έρωτας, ή η αγάπη; Είναι ή τελικά αποτελεί τη διέξοδο από το αδιέξοδο με τον Ορέστη; Έχει μια αλήθεια η Άλκη και σε πολλά θυμίζει τη Γεωργία αλλά η Γεωργία έχω την αίσθηση ότι αγάπησε περισσότερο τη Λία. Η Λία ήταν τότε ανέτοιμη να δεχτεί τη διαφορετικότητά της. Η Άλκη ξέρει τη διαφορετικότητά της αλλά έχει τοποθετήσει πιο πάνω από τα συναισθηματικά θέλω της, τον αγώνα της για την οργάνωση που υπηρετεί. Μερικές φορές η αληθινή αγάπη μας συναντά πολύ νωρίς αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να τη δούμε…. Μας βοηθά όμως να “δούμε” αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που είναι η αγάπη, ο έρωτας.
Φιλιώ, τα θαμπά πρόσωπα στις σχέσεις ή το λιμανάκι; Η Φιλιώ είναι ο απομηχανής θεός που θα βάλει σε τάξη τις σκέψεις της Λίας, θα καταλαγιάσει την ανταριασμένη λογική της. Είναι η Φιλιώ αυτή που δέχτηκε την ταυτότητά της ή ενώ τη δέχτηκε κρύφτηκε πίσω από μια κουρτίνα κοινωνικής λογικής; Τη ζηλεύει την Άλκη που τόλμησε; Τι σκέφτεται για τη Λία; Είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται σε αυτή την περίεργη και άβολη θέση να εξηγεί;
Τελικά έχει τόλμη η τελική απόφαση της Λίας ή ακολουθεί την γραμμή μιας άλλης; Είχε ασκηθεί η Λία από μικρή να διεκδικεί, να κρίνει, να αποφασίζει μόνη της; Δεν μπορώ να κρίνω τη Λία; Δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Όσα διαβάζουμε είναι όσα η ίδια θέλησε να μοιραστεί. Δεν είμαι σίγουρη αν τελικά ήταν απόλυτα δική της η απόφαση. Κινήθηκε γρήγορα ή τελικά είχε αργήσει πολύ να ακούσει τον ίδιο της τον εαυτό; Πιστεύω ότι δεν αποδέχτηκε απλώς τη ταυτότητά της αλλά προχώρησε πιο πέρα… και σε αυτό βοήθησε η εικόνα που είδε από τη ζωή της Φιλιώς….
Εκτός από τα πρόσωπα, οι πόλεις, οι εποχές, οι υφές κινούν το έργο αυτό. Πολλές φορές τονίζεται στο έργο η υγρασία της Θεσσαλονίκης, η βροχή. Καθόλου τυχαία η επιλογή. “ Γιατί η βροχή – νεροποντή ή ψιλόβροχο- έχει πάντα συγκεκριμένη ταυτότητα. Πάντα πέφτει….” Η εξέλιξη μιας γυναίκας είναι γνωστή, είναι περιχαρακωμένη, αναμενόμενη και με χρονοδιακόπτη. Κάποιες σπουδές, δουλειά (ίσως), γάμος, παιδιά, συντροφικότητα, φροντίδα. Μια βροχή, που ποτίζει τη γη, τη γεμίζει με τη χαρά των παιδιών; Υπάρχουν όμως και γυναίκες σαν τη Λία που είναι ιδιαίτερες, διαφορετικές. Αποκλίνουν από τα στεγανά; Η Λία τι θα κάνει τελικά; Να προσποιηθεί; Να ακολουθήσει; Τι θέλει;
Η Λία παρόλο που όλα τα χρόνια βρίσκεται να παίζει σε μια ορχήστρα στα δεύτερα βιολιά, βρίσκεται τώρα να παίζει μια άρπα που με τα δάχτυλά της δημιουργεί τα ακούσματα της ζωής της.
Στα έργα του Κοντολέων έχεις την αίσθηση πάντα ότι μυρίζεις λουλούδια, αρώματα. Σε αυτό το έργο κυρίαρχη αίσθηση που περιγράφεται αριστοτεχνικά είναι η αφή. Τα δάχτυλα του αναγνώστη ακουμπούν το ιδιαίτερο εξώφυλλο που από την αφή του και μόνο σου προκαλεί ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον προκαλεί και ο τίτλος και ακόμη περισσότερο η εικόνα. Είναι το θέμα που προκαλεί ή το γεγονός ότι αυτός που το γράφει είναι ένας άντρας; Τολμηρό εγχείρημα αλλά όταν ξέρεις ποιος το γράφει, μπορείς να περιμένεις και να καταφέρεις μέσα στην ανάγνωση... να δεις….
Πόσο δύσκολο αλήθεια να γράψεις για το πως νιώθει μια γυναίκα; Νιώθω ότι ακόμη και για μια γυναίκα που δεν είναι σαν την Λία είναι δύσκολο να καταλάβει, να αισθανθεί ακόμη περισσότερο να γράψει για αυτό.
Κι όμως ο Κοντολέων τολμά, περιγράφει, αναζητά και διεισδύει στη γυναικεία σκέψη και λογική. Μια ιδιαίτερη λογική που οδηγεί σε μια ετερότητα. Μια διαφορετικότητα που η Λία αν την αποφασίσει θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια κοινωνία που δεν θα την αποδεχτεί. Αν όμως ξέρεις την ταυτότητά σου, η προσωπική ολοκλήρωση σε καθοδηγεί και όχι τα πρέπει και τα στεγανά.
Δεν ένιωσα διαβάζοντας ότι προβάλλεται ένα συγκεκριμένο πρότυπο, αντίθετα από την πρώτη στιγμή έθεσα στον εαυτό μου αυτό που άκουσα σε μία συνέντευξη του Κοντολέων ότι αποτελεί πολιτική πράξη η απόφαση της Λίας. Διάβασα το έργο με την ίδια προσήλωση και αγάπη που διαβάζω κάθε έργο του Κοντολέων. Δεν περιορίστηκα να το διαβάσω απέναντι σαν να διαβάζω κάτι ξένο. Οι έντονες περιγραφές άφηναν χώρο για περιγραφές των πόλεων και των ρυθμών τους, τα δάχτυλα ακουμπούσαν στις υφές, στις σκέψεις, στα συναισθήματα.
Ο συγγραφέας ήταν σαν να κρατούσε μια κάμερα που ακουμπούσε στα πράγματα (παλιά ή νέα), έπιανε χέρια, ένιωθε θερμοκρασίες, έσφιγγε δάχτυλα. Η αξία της αφής….
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματα μου τα πιο σκεπασμένα-
από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν.
Στίχοι , σκέψεις, γραψίματα για να κατανοήσει και ο ίδιος την γυναικεία φύση, σκέψη, για να αποφασίσει τι τελικά θα γίνει η Λία του, που τόσο την πονά αφήνοντάς την (σελ.372) μετά από λίγες σελίδες στους αναγνώστες, να την καταλάβουν, να τη νιώσουν, να την κρίνουν.
Είναι τελικά πολιτική απόφαση η αναζήτηση ταυτότητας, είναι πολιτική απόφαση η αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας. Όταν κανείς παίρνει μια όποια στάση απέναντι σε μια κοινωνία που επιβάλλει τα δικά της στερεότυπα και ιδανικά, είναι σίγουρα μια πολιτική πράξη.
Βασιλική Ρεσβάνη
Ιούνιος 2015
Περιμένοντας το επόμενο βιβλίο…..
5.6.15
www. diastixo.gr - "Δάχτυλα πάνω στο σώμα της"
γράφει η Μαρία Σκιαδαρέση
Ο Μάνος Κοντολέων είναι σπάνιο δείγμα συγγραφέα που συνδυάζει αρμονικά την ποσότητα με την ποιότητα. Το έργο του είναι πλουσιότατο αλλά και πολύτιμο, μιας και κάθε του βιβλίο δημιουργεί ένα ολόκληρο σύμπαν στο οποίο ο ίδιος κυκλοφορεί με απίστευτη άνεση. Πράγμα που δεν είναι καθόλου δεδομένο στην τέχνη της γραφής. Λίγοι το καταφέρνουν.
Το βιβλίο Δάχτυλα πάνω στο σώμα της είναι λοιπόν το νέο ολόφρεσκο έργο του Μάνου Κοντολέων, όχι μόνο γιατί μόλις κυκλοφόρησε, αλλά και γιατί αποπνέει τη δροσιά των νιάτων, μιας και εδώ μια νέα γυναίκα πασχίζει να προσδιορίσει κυρίως τη σεξουαλική της ταυτότητα και παράλληλα να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα.
Πρόκειται για ένα έργο 410 σελίδων, εξαιρετικής αφήγησης και ζωντανών εικόνων, με ανάπτυξη πολυεπίπεδη και αρμονικά δομημένη ως προς το πλέξιμο των θεμάτων που πραγματεύεται. Στις τελευταίες σελίδες, ο τόμος περιλαμβάνει πλούσια βιβλιογραφία που μαρτυρεί την επίπονη δουλειά πίσω από αυτό το άψογο αποτέλεσμα.
Ένα βιβλίο ειλικρινές και θαρραλέο, που αποδεικνύει πως ο έρωτας δεν είναι μια πράξη μονοδιάστατη, μα συνισταμένη πολλαπλών συνιστωσών.
Το έργο μάς τοποθετεί εξαρχής στον χωρόχρονο της Λίας, της κύριας φιγούρας του βιβλίου, γύρω από την οποία περιστρέφονται όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, που δεν είναι λίγα: ο πατέρας της, Λάμπρος, η μητέρα της, Αντιγόνη, η Στέλλα, παλιά της συμμαθήτρια και φίλη, η Ρίτα, συγκάτοικός της στη Θεσσαλονίκη, όπου η Λία σπουδάζει οδοντίατρος, η Γεωργία, πρώτη της ερωτική εμπειρία, ο Στάθης, τραυματική σχέση μιας βραδιάς, ο Παύλος, ο πρώτος άντρας με τον οποίο σχετίζεται, η μικρή Ιωάννα και οι γονείς της, η Όλγα και η Αύρα, κόρη και μάνα αντίστοιχα, γειτόνισσες του διπλανού διαμερίσματος στη Θεσσαλονίκη, ο Ορέστης, σύζυγος της Λίας, η Άλκη, ο μεγάλος της έρωτας, η Φιλιώ, συνειδητοποιημένη πολιτικοκοινωνικά φιλόλογος. Όλα, πρόσωπα με σάρκα και οστά, πολυδιάστατα, με απόψεις, θέσεις, ιδέες που άλλοτε συμπλέουν και άλλοτε διαφέρουν από αυτές που η Λία προσπαθεί να αρθρώσει. Γιατί η Λία εξελίσσεται, ωριμάζει, ενηλικιώνεται μαζί, θαρρείς, με την πορεία των γεγονότων και είναι αυτή η πιο σαγηνευτική διάσταση του έργου, αφού ο αναγνώστης μπορεί έτσι και παρακολουθεί αβίαστα τα τεκταινόμενα, πιστεύοντας ότι τα ζει μαζί με την ηρωίδα, είναι κάπου δίπλα της κι ακούει την ανάσα της, άλλοτε βαριά από την αγωνία της ψυχής της, άλλοτε ανάλαφρη ύστερα από αποφάσεις που τη λυτρώνουν. Τα σοφά επιλεγμένα μότο της εκάστοτε ενότητας, αποσπάσματα από το έργο της Σαπφούς, τονίζουν την αμεσότητα της αφήγησης, αποτελώντας έναν ευρηματικό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας καθοδηγεί τον αναγνώστη, κάτι σαν οδηγός γι’ αυτόν που θέλει να περιηγηθεί τον κόσμο της Λίας.
Αν ήθελα να το χαρακτηρίσω, θα έλεγα πως το βιβλίο Δάχτυλα πάνω στο σώμα της είναι ένα έργο αστικό που εξελίσσεται στον παρόντα χρόνο, κυρίως σε δύο πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ στη δράση εμπλέκονται και κάποια άλλα αστικά κέντρα που απλώς υποστηρίζουν τα γεγονότα, όπως το Λουτράκι, πόλη παραθερισμού των γονιών της ή η Κομοτηνή, μικρής εμβέλειας πόλη στο έργο, μα καθοριστικού βάρους για την ηρωίδα. Θέλω να τονίσω εδώ ότι μέσα στο βιβλίο υπάρχει μια αναφορά στη Θεσσαλονίκη που πιστεύω πως είναι, ίσως, ο συνοπτικότερος και ακριβέστερος ορισμός της, αλλά και όλων των χτισμένων δίπλα σε νερά πόλεων. «Οι υγρές πόλεις περιθάλπουν τις αμαρτίες χωρίς όμως και να τις συγχωρούν». Σίγουρα αυτή η ρήση είναι αφορμή για ολόκληρο μυθιστόρημα!
Θα έλεγα, επίσης, πως το νέο έργο του Κοντολέων είναι ένα βιβλίο πολιτικό, που παρακολουθεί την ηρωίδα του να συνειδητοποιείται σιγά σιγά ως μέλος της κοινωνίας όπου ζει και όπου η ίδια πια θα θελήσει να εμπλακεί, με στόχο τη διαχείριση των προβλημάτων και τη θεραπεία των αναγκών συνανθρώπων της.
Είναι, τέλος, ένα βιβλίο ερωτικό, γιατί παρακολουθεί την ωρίμανση μιας γυναίκας που αναζητεί τη σεξουαλική της ταυτότητα, την οποία εντέλει ανασύρει μέσα από μια σειρά σχέσεων με ανθρώπους του άλλου και, κυρίως, του ίδιου φύλου, φτάνοντας επιτέλους «να κρατά την ταυτότητά της με τα δικά της δάχτυλα», όπως σημειολογικά τονίζει η τελευταία φράση του έργου.
Πρώτη δημοσίευση:
http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/3912-daxtila-panw-sto-swma
http://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/3912-daxtila-panw-sto-swma
4.6.15
Athnes Voice - γράφει ο Στέφανος Δάνδολος για το "Δάχτυλα πάνω στο σώμα της"
Είναι μερικά πράγματα που ενώ ξέρεις πως συμβαίνουν,
εντούτοις δεν τα έχεις καθόλου σκεφτεί και υπολογίσει.
Κι όμως τα βιβλία της Σάρα Ουώτερς (από τον Καστανιώτη) τα
ξέρεις και γνωρίζεις πως η συγκεκριμένη συγγραφέας καταφέρνει να συνδέσει τη
λεσβιακή επιθυμία με τον φεμινισμό και τον κοινωνικό ακτιβισμό.
Όπως επίσης έχεις διαβάσει από την έκδοση του 2005 του
Μεταίχμιου το για χρόνια ‘χαμένο’ και
‘θαμμένο’ μυθιστόρημα μιας κάποιας Ντόρας Ρωζέττη, που ήταν και το πρώτο
ελληνικό λογοτεχνικό έργο (κυκλοφόρησε εκεί γύρω στα 1929) που στηριζότανε στο
ερωτικό πάθος δυο γυναικών.
Ναι, αυτά όλα τα γνωρίζεις, αλλά δεν σκέφτηκες πως και μέσα
στο πανδαιμόνιο των εκδόσεων νέων ελληνικών μυθιστορημάτων, δεν υπήρξε μήτε ένα
που να αναφέρεται με τρόπο κεντρικό σε αυτή την ερωτική κλίση.
Μέχρι που πέφτει στα χέρια σου το βιβλίο με τίτλο «Δάχτυλα
πάνω στο σώμα της»
Και πρώτα απ΄ όλα σε ξαφνιάζει το εξώφυλλό του. Θυμίζει γιγαντοαφίσα της δεκαετίας του 50,
έξω από σινεμά του κέντρου της πόλης.
Και αναζητάς περισσότερες πληροφορίες στο οπισθόφυλλο και
έκπληκτος διαβάζεις: Ένα μυθιστόρημα για
μια άλλη γυναικεία ταυτότητα, για ένα άλλο ερωτικό ένστιχτο… Για μία πολιτική
πράξη.
Το ενδιαφέρον σου παίρνει τα πάνω του και αναζητάς τον
εκδότη και τον συγγραφέα.
Περιμένεις κάποιο εκδοτικό οίκο… εναλλακτικό, ας πούμε. Μα
είναι ο Πατάκης. Και περιμένεις συγγραφέα σίγουρα γένους θηλυκού και μάλλον
αντικομφορμιστικών αντιλήψεων περί λογοτεχνίας. Μα το μυθιστόρημα το υπογράφει
ο Μάνος Κοντολέων.
Ε, μετά από όλα αυτά… Το ενδιαφέρον γίνεται περιέργεια που
δεν μπορείς να την ελέγξεις. Αρχίζεις, λοιπόν, να το διαβάζεις.
Και εκείνο το αρχικό ερώτημα επανέρχεται –Μα πώς και από το
1929 έπρεπε να φτάσουμε στο 2015 για να δούμε στην Ελλάδα να κυκλοφορεί
μυθιστόρημα βασισμένο στη ζωή μιας απλής, καθημερινής, μεσοαστής γυναίκας που
αναζητά το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τη σεξουαλική της προτίμηση;
Λοιπόν, ας το δηλώσω από την αρχή.
Το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» μου άρεσε. Γιατί:
Α. Έχει σφιχτή δομή
Β. Ολοζώντανους χαρακτήρες
Γ. Απλή μα και μεστή γραφή
Δ. Είναι τολμηρό στις θέσεις του χωρίς να προκαλεί με τις περιγραφές του
Ε. Τεκμηριώνει τις θέσεις του βασισμένο σε σύγχρονες απόψεις
κοινωνιολογίας και ψυχολογίας.
Σε ποια κατηγορία να το κατατάξω; Ερωτικό; Κοινωνικό;…
Μάλλον πολιτικό θα έλεγα. Γιατί είναι πολιτική πράξη η
απόφαση να υποστηρίξεις το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε μια ταυτότητα που ο ίδιος
θα την έχει επιλέξει.
Με δυο λόγια η υπόθεση.
Η Λία –σημερινή τριαντάρα μάλλον- από τον καιρό της εφηβείας
της έχει διαπιστώσει πως την έλκει ερωτικά όχι όσο το ανδρικό σώμα, όσο το
γυναικείο. Μα αυτή την έλξη δεν τολμά να την εκφράσει. Και ξεκινά μια
προσπάθεια να την πνίξει. Άλλωστε μεγάλωσε ως μοναχοκόρη υποτακτικής μητέρας και
αυταρχικού πατέρα* και οι δυο συντηρητικών απόψεων.
Η Λία μπαίνει στην Οδοντιατρική Σχολή στη Θεσσαλονίκη κι
έτσι θα της δοθεί η ευκαιρία να αναζητήσει τους δικούς της δρόμους μέσα σε
συνθήκες μιας ελεύθερης φοιτητικής ζωής. Μα οι ευκαιρίες δεν αρκούν, αν ό ίδιος
δεν τολμάς να πετάξεις από πάνω σου τα πατρικά σχέδια και τα κοινωνικά πρέπει.
Παρόλα αυτά η Λία θα δημιουργήσει διάφορους δεσμούς –ομοφυλόφιλους και μη.
Ψάχνεται και η ίδια. Αλλά τελικά δεν τολμά να φανερώσει ότι περισσότερο θέλει.
Το κρύβει και ελπίζει να το πνίξει μέσα σε ένα γάμο.
Μέσα σε μια επαγγελματική ρουτίνα. Ελπίζει…
Αλλά έρχεται η στιγμή που μέσα στη ‘βολεμένη’ της ζωή θα
εισβάλει η ανατροπή. Θα την εκφράσουν δυο γυναίκες, λίγο πιο μεγάλες από
εκείνη, αλλά πολύ περισσότερο συνειδητοποιημένες στο ότι έχουν το δικαίωμα να
εκφράζουν απενοχοποιημένα τον σεξουαλικό
τους προσδιορισμό. Και μάλιστα να τον συνδέουν με πράξεις κοινωνικού ακτιβισμού
και πολιτικής στράτευσης.
Η Λία για πρώτη φορά στη ζωή της θα αποδεχτεί το γεγονός
είναι ερωτευμένη χωρίς να ντρέπεται. Και ακόμα θα τολμήσει να ζητήσει να ζήσει
με τον τρόπο που η ίδια έχει επιλέξει.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του μυθιστορήματος.
Και ο Μάνος Κοντολέων έχει καταφέρει να μεταφέρει στον
αναγνώστη του όλον τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας του. Μα έχει ακόμα καταφέρει κάτι ακόμα πιο
σημαντικό. Να περιγράψει τις ερωτικές επιθυμίας μιας γυναίκας που αν και για
τους περισσότερους από εμάς μπορεί να θεωρηθούν ως αποκλίνουσες, εντούτοις
γίνονται –καθώς έχουμε πια φτάσει στην τελευταία αράδα του κειμένου- απόλυτα αποδεχτές και εν τέλει σεβαστές.
Συμβατές, αν προτιμάτε, με την πιο βαθιά απαίτηση
δημοκρατικών απόψεων μέσα στην καθημερινότητά μας.
Ξεκίνησα αυτό το σημείωμα με την απορία πως και δεν έχουν κι
άλλοι συγγραφείς –γυναίκες μα και άντρες- ασχοληθεί με ένα τέτοιο θέμα.
Οι λεσβιακές σχέσεις είναι ένα ταμπού –ας το ομολογήσουμε.
Μα δεν ξαφνιάζομαι που ένας συγγραφέας σαν τον Μάνο
Κοντολέων τόλμησε αυτό το ταμπού να το αντιμετωπίσει.
Στο έργο του –για ενήλικες αναγνώστες, μα και για εφήβους,
όσο και για παιδιά- έχει συχνά μιλήσει
για θέματα που ανατρέπουν συντηρητικές στρεβλώσεις και προτείνουν γερά
τεκμηριωμένες νέες απόψεις.
Η ιδιαιτέρως ενημερωτική βιβλιογραφία που συνοδεύει το έργο
αποδεικνύει πως και με αυτό το τελευταίο του μυθιστόρημα, ο Κοντολέων εργάστηκε
βασισμένος όχι μόνο στις εμπνεύσεις του, αλλά και σε μια ουσιαστική μελέτη του
ζητήματος που θέλησε να φέρει στο προσκήνιο της λογοτεχνικής μας παραγωγής και
να την εναρμονίσει με αντίστοιχους και παρόμοιους προβληματισμούς της
λογοτεχνίας της Δύσης.
http://issuu.com/athensvoice/docs/av_529?e=1469405/13313133 (σελ. 27)
3.6.15
«Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» -εργαστήρι του συγγραφέα
http://fractalart.gr/manos-kontoleon-ergastiri/
Μπορεί το alter ego μου να το αναζητήσει κανείς στους αρσενικούς ήρωες
μυθιστορημάτων μου όπως «Ιστορία ευνούχου», «Ερωτική Αγωγή» ή «Μάσκα στο
φεγγάρι», αλλά σίγουρα ήταν πάντα οι ηρωίδες των έργων μου που περισσότερο εγώ
έχω αγαπήσει.
Ίσως γιατί από γυναίκες έχω προσδιοριστεί –μα μήπως ο κάθε
άνδρας από τις γυναίκες δε σχηματίζει την όποια ανδρική ταυτότητά του;
Λογικό, λοιπόν, αφού έπλασα γυναίκες πολλών ειδών –μάνες,
συντρόφους, κόρες- και αφού κάποιες από αυτές τις οδήγησα έως το έγκλημα κι
άλλες έως τον πληρωμένο έρωτα, άλλες στην πλήρη κατάφαση κι άλλες στην
απελπισμένη άρνηση, να σταθώ στη συνέχεια στην πρόκληση να πλάσω μια γυναίκα που έλκεται
ερωτικά από μια άλλη γυναίκα.
Κι ενώ αποφάσιζα να αντιμετωπίσω αυτήν την πρόκληση –ναι,
πρόκληση μιας και σε αυτή την συγγραφική μου περιπέτεια, στην ουσία θα
απουσίαζε ότι περισσότερο καλά γνωρίζω, η σεξουαλική μου, δηλαδή, ταυτότητα-
δεν είχα καθόλου σκεφτεί το πως το κοινό μου θα αντιμετώπιζε ένα τέτοιο
μυθιστόρημά.
Όταν ξεκινώ ένα έργο, αναζητώ πρώτα απ΄ όλα να μάθω όσα περισσότερα γίνεται για
το θέμα του. Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση ξεκίνησα από τα ποιήματα της
Σαπφούς και έφτασα στα μυθιστορήματα της Ουώτερς, αναζήτησα στοιχεία σε ταινίες
όπως το Blue is the warmest color
αλλά και σε μελέτες όπως αυτές της Judith Buttler ή νέων καθηγητριών σε δικά μας Πανεπιστήμια.
Και μετά ήρθε να με συναντήσει η Λία. Και μου αφηγήθηκε βήμα
, βήμα τις εμπειρίες της. Τις σχέσεις της όχι μόνο με άλλες γυναίκες, αλλά και
με κάποιους άνδρες, με τη μάνα της. Με τον πατέρα της.
Κι έτσι έγραψα τη ζωή της.
Για μια ακόμα φορά είχα συγγραφικά γεννήσει, πλάσει,
αναθρέψει και μεγαλώσει τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος.
Η έρευνά μου από τη μια και η συναισθηματική φόρτιση από την
άλλη με έκαναν να αισθάνομαι πως πατώ γερά στο επικίνδυνο δρόμο της συγγραφής.
Και με ικανοποίηση έγραψα κάποια στιγμή τη λέξη ΤΕΛΟΣ σε ένα έργο που πιστεύω
πως εν τέλει δεν είνα προκλητικό (όπως ίσως κάποιοι θα περιμένανε), δεν είναι χυδαίο (όπως κάποιοι άλλοι μπορεί να αναμένανε),
αλλά βαθιά ανθρώπινο, γνήσια ερωτικό, έντονα κοινωνικό. Καθαρά πολιτικό.
Γιατί –ομολογώ πως κι εγώ με έκπληξη το διαπίστωσα- οι
ομοφυλόφιλες σχέσεις των γυναικών εκφράζουν ένα ιδιότυπο ακτιβισμό καθώς
στέκονται απέναντι στην φαλλοκρατούμενη κοινωνία μας.
Καθώς η συγγραφή του μυθιστορήματος προχωρούσε παράλληλα με
τις έρευνές μου και τώρα που πλέον το έργο κυκλοφορεί, είμαι σίγουρος πως η
νοοτροπία που επικρατεί για τις λεσβιακές σχέσεις είναι αρκούντως διαφορετική
με εκείνη που έχει να κάνει με την ανδρική ομοφυλοφιλία.
Και εξηγούμαι: Αν η κάθε ομοφυλοφιλική σχέση αμφισβητεί την
εδώ και αιώνες αποδεχτή έκφραση σεξουαλικού πάθους, η γυναικεία ομοφυλοφιλία
είναι περισσότερο ανατρεπτική καθώς από το ερωτικό της παιχνίδι εξορίζει
ολοκληρωτικά το ‘πρώτο’ φύλο. Κι αυτό μήτε οι άνδρες (άσχετα με τον σεξουαλικό
μας ταπεραμέντο) εύκολα μπορούμε να
αποδεχτούμε, μήτε και οι γυναίκες στο σύνολό τους τολμούν να το υποστηρίξουν
τουλάχιστον φανερά.
Οι σχέσεις των δύο φύλων είναι καλά παγιωμένες και δεν
επιτρέπουν κριτική της σύνδεσης κοινωνίας με σεξουαλική έκφραση.
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το πόσο στενά συνδεδεμένο είναι
το λεσβιακό κίνημα με το κίνημα το φεμινιστικό και πόσο επίσης και κυρίως με
πράξεις πολιτικού ακτιβισμού.
Τελικά αυτό το μυθιστόρημα που το ξεκίνησα για να πλάσω μια
ακόμα γυναίκα ηρωίδα, μετατράπηκε σε μια ουσιαστική αναζήτηση της ταυτότητας αυτής της νέας γυναίκας.
Και με έκπληξη από τη μια, αλλά και ικανοποίηση από την άλλη
συνειδητοποίησα πως είχα γράψει στην ουσία το πρώτο ελληνικό fiction μυθιστόρημα
με θέμα την λεσβιακή σχέση.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να ζητήσω την επιβεβαίωση και την
ερμηνεία αυτού του γεγονότος από μια
σημείωση της Βενετίας Καντσά, Επίκουρης Καθηγήτριας στο Τμήμα Κοινωνικής
Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, στη μελέτη της «Δυνάμει φίλες,
δυνάμει ερωμένες» (Πολύχρωμος Πλανήτης 2010).
Σημειώνει, λοιπόν, η εν λόγω καθηγήτρια πως η αποσιώπηση της
γυναικείας ομοφυλοφιλίας οφείλεται στο διπολικό σχήμα μέσα στο οποίο
παραδοσιακά εγγράφεται η σεξουαλικότητα στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί έχουμε να
κάνουμε με ένα σχήμα το οποίο ταυτίζει
την ενεργή σεξουαλικότητα με την ανδρική ταυτότητα, αποκλείοντας έτσι, τη
δυνατότητα ύπαρξης σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ γυναικών.
Το γιατί, λοιπόν, τα «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» είναι το
πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που έχει να κάνει με τον λεσβιακό έρωτα και που το
έχει γράψει ένας άνδρας εξηγείται.
Μια εξήγηση που μετέτρεψε τη συγγραφή από μια ατομική
περιπλάνηση σε πράξη καθαρά, ξεκάθαρα πολιτική.
Σημείωσα πιο πάνω πως δεν είχα σκεφτεί πως το ενήλικο
αναγνωστικό μου κοινό θα αντιμετώπιζε αυτό το τελευταίο μου μυθιστόρημα.
Αν και είναι κοντά ένας μήνα και βάλε που τα «Δάχτυλα»
βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία, δεν μπορώ να απαντήσω το τι σκέφτονται όσοι το
έχουν διαβάσει.
Απλώς όμως αναρωτιέμαι –νομίζω πως έχω αυτό το δικαίωμα- αν
και η ανάγνωση του από το βιβλιόφιλο κοινό και τους διάφορους κριτικούς θα
αποκτήσει κι αυτή μια παρόμοια υφής –εννοώ μια γνήσια προοδευτική θέση- πολιτική πράξη.
"Η Τέχνη πρέπει να είναι μια αυθεντική κατάθεση της ατομικότητας"
WRITEST: Το clickatlife επιλέγει ρήσεις από έντεκα συγγραφείς της παγκόσμιας κλασσικής λογοτεχνίας για να ανοίξει διάλογο με σύγχρονους εκπροσώπους της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Ο Μάνος Κοντολέων απαντά.
«Ο συγγραφέας που δεν ενδιαφέρεται ούτε συμπονά τα κουσούρια των ηρώων του, δεν είναι πειστικός», Τζόζεφ Κόνραντ
«Το να τελειώνεις ένα βιβλίο μοιάζει με το να οδηγείς ένα παιδί στον πίσω κήπο του σπιτιού και να το σκοτώνεις», Τρούμαν Καπότε
«Ο χρόνος του συγγραφέα δαπανάται κατά πολύ στο διάβασμα. Για να γράψει ένα βιβλίο, πρέπει να ξεψαχνίσει μισή βιβλιοθήκη». Σάμιουελ Τζόνσον
-Αυτά που θα μπορούσαν να ντύσουν μουσικά τα βιβλία που έχω γράψει. Κι επειδή έχω γράψει όχι μόνο πολλά βιβλία, αλλά και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, θα έλεγα πως αν ήμουνα μουσικός θα έγραφα από κλασική μουσική έως τζαζ και από μπαλάντες έως μπάλους…
http://www.clickatlife.gr/biblio/story/55374/i-texni-prepei-na-einai-mia-authentiki-katathesi-tis-atomikotitas
Δεν είναι δικό τους θέμα (των αναγνωστών) το ότι χρειάστηκε να μάθεις να γράφεις. Άφησέ τους να νομίζουν ότι έτσι γεννήθηκες». Έρνεστ Χέμινγουεϊ
1. Ο συγγραφέας γεννιέται ή γίνεται;
-Υποθέτω και τα δύο. Και λέω πως είναι κάτι που το υποθέτω μιας και ξέρουμε όσους έχουν γίνει συγγραφείς, αλλά δεν ξέρουμε πόσοι τυχόν αν και γεννήθηκαν για να γίνουν, τελικά δεν έγιναν. Αλλά αν δεν γεννηθείς με το ταλέντο, πώς αλλιώς θα το αποκτήσεις; Αλλά και πάλι αν έχεις γεννηθεί με αυτό, δεν θα πρέπει να φροντίσεις να το καλλιεργήσεις; Άρα… Ναι και τα δυο πρέπει να ισχύουν.
-Υποθέτω και τα δύο. Και λέω πως είναι κάτι που το υποθέτω μιας και ξέρουμε όσους έχουν γίνει συγγραφείς, αλλά δεν ξέρουμε πόσοι τυχόν αν και γεννήθηκαν για να γίνουν, τελικά δεν έγιναν. Αλλά αν δεν γεννηθείς με το ταλέντο, πώς αλλιώς θα το αποκτήσεις; Αλλά και πάλι αν έχεις γεννηθεί με αυτό, δεν θα πρέπει να φροντίσεις να το καλλιεργήσεις; Άρα… Ναι και τα δυο πρέπει να ισχύουν.
«Είμαι επιτυχημένος, πιθανότατα γιατί πάντα πίστευα ότι δεν ήξερα το παραμικρό για το γράψιμο και ειλικρινά προσπαθούσα πάντα να πω μια ενδιαφέρουσα ιστορία με διασκεδαστικό τρόπο». Έντγκαρν Ράις Μπάροουζ
2. Γιατί γράφεις;
- Ίσως γιατί δεν ξέρω πια τι άλλο να κάνω... Μπορεί όμως και γιατί το γράψιμο να είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζω για να εκφράσω τον εαυτό μου... Τελικά και οι δυο απαντήσεις, νομίζω, πως είναι ταυτόσημες... Θέλω να πω πως μετά από τα δώδεκα περίπου χρόνια μου (τότε που έγραψα το πρώτο μου κείμενο και το είδα να δημοσιεύεται στη "Διάπλαση των Παίδων") μέχρι σήμερα έχω τόσο εθιστεί στο να εκφράζω γραπτώς σκέψεις και όνειρα, ανασφάλειες, θυμούς και αγάπες, που ακόμα και αν ήθελα (και κάποιες στιγμές πραγματικά το θέλω) να βρω έναν άλλο τρόπο έκφρασης και προβολής του εγώ μου, δεν ξέρω τη μέθοδο για να το κάνω.
Γράφω -αναρωτιέμαι- από κεκτημένη ταχύτητα; Ή μήπως γράφω γιατί δεν τολμώ να εγκαταλείψω όλα όσα έχω κατακτήσει;
- Ίσως γιατί δεν ξέρω πια τι άλλο να κάνω... Μπορεί όμως και γιατί το γράψιμο να είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζω για να εκφράσω τον εαυτό μου... Τελικά και οι δυο απαντήσεις, νομίζω, πως είναι ταυτόσημες... Θέλω να πω πως μετά από τα δώδεκα περίπου χρόνια μου (τότε που έγραψα το πρώτο μου κείμενο και το είδα να δημοσιεύεται στη "Διάπλαση των Παίδων") μέχρι σήμερα έχω τόσο εθιστεί στο να εκφράζω γραπτώς σκέψεις και όνειρα, ανασφάλειες, θυμούς και αγάπες, που ακόμα και αν ήθελα (και κάποιες στιγμές πραγματικά το θέλω) να βρω έναν άλλο τρόπο έκφρασης και προβολής του εγώ μου, δεν ξέρω τη μέθοδο για να το κάνω.
Γράφω -αναρωτιέμαι- από κεκτημένη ταχύτητα; Ή μήπως γράφω γιατί δεν τολμώ να εγκαταλείψω όλα όσα έχω κατακτήσει;
3. Ποιόν ήρωά σου συμπάθησες και ποιόν μίσησες περισσότερο;
-Μα συμφωνώ απόλυτα με αυτό που έχει πει ο Κόνραντ. Όλους τους ήρωές μου τους αγάπησα. Και κανένα δε έχω μισήσει. Ίσως κάποιοι από αυτούς να με εκφράζουν περισσότερο…Να είναι το alter ego μου. Αλλά όλους κι όλες το ίδιο αγάπησα. Τους αγάπησα δε –παρακαλώ αυτό να το σημειώσετε- και σα γεννήτορας τους και σαν εραστής τους.
-Μα συμφωνώ απόλυτα με αυτό που έχει πει ο Κόνραντ. Όλους τους ήρωές μου τους αγάπησα. Και κανένα δε έχω μισήσει. Ίσως κάποιοι από αυτούς να με εκφράζουν περισσότερο…Να είναι το alter ego μου. Αλλά όλους κι όλες το ίδιο αγάπησα. Τους αγάπησα δε –παρακαλώ αυτό να το σημειώσετε- και σα γεννήτορας τους και σαν εραστής τους.
«Το να τελειώνεις ένα βιβλίο μοιάζει με το να οδηγείς ένα παιδί στον πίσω κήπο του σπιτιού και να το σκοτώνεις», Τρούμαν Καπότε
4. Όταν ολοκληρώνεις ένα βιβλίο σου νιώθεις….
-Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα. Από τη μια χαίρομαι που τα κατάφερα για μια ακόμα φορά. Αλλά αισθάνομαι και ανακούφιση που επιτέλους θα έχω το χρόνο να ασχοληθώ με τον εαυτό μου και δε θα χρειάζεται να κρυφακούω το τι οι ήρωές μου συζητάνε. Μα υπάρχει και η κάτι το απροσδιόριστο… Μια θλίψη. Η θλίψη του αποχωρισμού -για μήνες ζούσε μέσα στις ζωές κάποιων άλλων… Και στο τέλος καταφθάνει η αγωνία: θα υπάρξει ένα επόμενο έργο; Ή μήπως η έμπνευση σε εγκατέλειψε; Με άλλα λόγια –από το «Ούφ!» στο «Αχ!»
-Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα. Από τη μια χαίρομαι που τα κατάφερα για μια ακόμα φορά. Αλλά αισθάνομαι και ανακούφιση που επιτέλους θα έχω το χρόνο να ασχοληθώ με τον εαυτό μου και δε θα χρειάζεται να κρυφακούω το τι οι ήρωές μου συζητάνε. Μα υπάρχει και η κάτι το απροσδιόριστο… Μια θλίψη. Η θλίψη του αποχωρισμού -για μήνες ζούσε μέσα στις ζωές κάποιων άλλων… Και στο τέλος καταφθάνει η αγωνία: θα υπάρξει ένα επόμενο έργο; Ή μήπως η έμπνευση σε εγκατέλειψε; Με άλλα λόγια –από το «Ούφ!» στο «Αχ!»
«Κάθε μυστικό στην ψυχή του συγγραφέα, κάθε εμπειρία της ζωής του, υπάρχει μέσα στο έργο του». Βιρτζίνια Γουλφ
5. Τι σε εμπνέει;
-Α, η Βιρτζίνια Γουλφ το έγραψε τόσο εύστοχα. Εγώ απλώς να προσθέσω πως γράφω για τον εαυτό μου. Αλλά όσο περισσότερο για δικιά σου ανάγκη δημιουργείς κάτι, τόσο αυτό το κάτι αγγίζει περισσότερο περισσότερους. Όλοι μας ζητάμε να εκφράζουμε την αυθεντικότητά μας και όλοι μας θέλουμε να συναντάμε την αυθεντικότητα των άλλων. Η Τέχνη πρέπει να είναι μια αυθεντική κατάθεση της ατομικότητας.
-Α, η Βιρτζίνια Γουλφ το έγραψε τόσο εύστοχα. Εγώ απλώς να προσθέσω πως γράφω για τον εαυτό μου. Αλλά όσο περισσότερο για δικιά σου ανάγκη δημιουργείς κάτι, τόσο αυτό το κάτι αγγίζει περισσότερο περισσότερους. Όλοι μας ζητάμε να εκφράζουμε την αυθεντικότητά μας και όλοι μας θέλουμε να συναντάμε την αυθεντικότητα των άλλων. Η Τέχνη πρέπει να είναι μια αυθεντική κατάθεση της ατομικότητας.
«Ο χρόνος του συγγραφέα δαπανάται κατά πολύ στο διάβασμα. Για να γράψει ένα βιβλίο, πρέπει να ξεψαχνίσει μισή βιβλιοθήκη». Σάμιουελ Τζόνσον
6. Τι διαβάζεις αυτή την περίοδο;
-Κάθε μέρα εδώ και χρόνια, πολλά χρόνια, σχεδόν τόσα όσα ζω, διαβάζω. Άλλοτε ότι μου πέσει στα χέρια, άλλοτε βιβλία που πάνω τους ζητώ να στηριχτώ. Αυτές τις μέρες και καθώς είμαι στην διαδικασία να ξεκινήσω ένα νέο έργο, διαβάζω ελληνική και ξένη λογοτεχνία, διαβάζω κλασικά παιδικά βιβλία, διαβάζω δοκίμια… Στην ουσία μέσα από την ποικιλία αναζητώ ένας δρόμο για να τον ακολουθήσω. Άλλα, πάντως, οι διαβάσματα ενός αναγνώστη κι άλλα ενός γραφιά. Θέλω να πω πως με άλλο τρόπο προσλαμβάνονται.
-Κάθε μέρα εδώ και χρόνια, πολλά χρόνια, σχεδόν τόσα όσα ζω, διαβάζω. Άλλοτε ότι μου πέσει στα χέρια, άλλοτε βιβλία που πάνω τους ζητώ να στηριχτώ. Αυτές τις μέρες και καθώς είμαι στην διαδικασία να ξεκινήσω ένα νέο έργο, διαβάζω ελληνική και ξένη λογοτεχνία, διαβάζω κλασικά παιδικά βιβλία, διαβάζω δοκίμια… Στην ουσία μέσα από την ποικιλία αναζητώ ένας δρόμο για να τον ακολουθήσω. Άλλα, πάντως, οι διαβάσματα ενός αναγνώστη κι άλλα ενός γραφιά. Θέλω να πω πως με άλλο τρόπο προσλαμβάνονται.
«Το γράψιμο είναι θέμα ρυθμού. Το συγκρίνω με την τζαζ», Φρανσουάζ Σαγκάν
7. Ποια τραγούδια θα ήθελες να είχες γράψει αν ήσουν μουσικός;
«Δεν μπορείς να διορθώσεις ένα έργο σου παρά μόνο όταν το ξεχάσεις», Βολταίρος
8. Σε ποιο βιβλίο σου θα ήθελες, αν επέστρεφες, να έδινες άλλο τέλος και γιατί;
-Όχι έγινε, έχει γίνει. Ποιο το νόημα να επιστρέφει κανείς σε κάτι που ολοκληρώθηκε. Καλύτερα να σε απασχολεί κάτι που έχει να κάνει με το μέλλον. Κι ανα κάποιες φορές φλερτάρω με την ιδέα να επιστρέψω σε κάποια παλαιότερα έργα μου, δεν είναι με τη διάθεση να τα διορθώσω, αλλά να τα ξαναγράψω.
-Όχι έγινε, έχει γίνει. Ποιο το νόημα να επιστρέφει κανείς σε κάτι που ολοκληρώθηκε. Καλύτερα να σε απασχολεί κάτι που έχει να κάνει με το μέλλον. Κι ανα κάποιες φορές φλερτάρω με την ιδέα να επιστρέψω σε κάποια παλαιότερα έργα μου, δεν είναι με τη διάθεση να τα διορθώσω, αλλά να τα ξαναγράψω.
9. Με ποια ηρωίδα βιβλίου θα ήθελες να βγεις ραντεβού;
-Τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων που αγάπησα, τις ξέρω πολύ καλά. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει να βγει κανείς ραντεβού με μια άγνωστη του γυναίκα, που στη συνέχεια θα θελήσει να την κάνει ο ίδιος κεντρικό πρόσωπο σε δικό του έργο.
-Τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων που αγάπησα, τις ξέρω πολύ καλά. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει να βγει κανείς ραντεβού με μια άγνωστη του γυναίκα, που στη συνέχεια θα θελήσει να την κάνει ο ίδιος κεντρικό πρόσωπο σε δικό του έργο.
«Τα εργαλεία μου για να γράψω είναι το χαρτί, ο καπνός, το φαγητό και λίγο ουίσκι». Γουίλιαμ Φώκνερ
10. Ποια είναι η πιο παράξενη συγγραφική σου συνήθεια;
-Αυτό είναι κάτι που δεν το είχα ποτέ μου σκεφτεί. Μα τώρα που το σκέφτομαι θα έλεγα πως είναι το γεγονός πως αυτά που καθημερινά ζω τα βλέπω σαν μυθιστόρημα και όσα πάλι ως μυθιστόρημα τα διαβάζω, τα ζω ως καθημερινότητα.
-Αυτό είναι κάτι που δεν το είχα ποτέ μου σκεφτεί. Μα τώρα που το σκέφτομαι θα έλεγα πως είναι το γεγονός πως αυτά που καθημερινά ζω τα βλέπω σαν μυθιστόρημα και όσα πάλι ως μυθιστόρημα τα διαβάζω, τα ζω ως καθημερινότητα.
«Αν θέλεις να γίνεις συγγραφέας, γράψε!», Επίκτητος
11. Ποια συμβουλή θα έδινες στους επίδοξους συγγραφείς;
-Να διαβάζουν και να γράφουν. Να παρατηρούν και να γράφουν. Να αμφισβητούν και να γράφουν. Να γράφουν.
-Να διαβάζουν και να γράφουν. Να παρατηρούν και να γράφουν. Να αμφισβητούν και να γράφουν. Να γράφουν.
1.6.15
Για το "Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" , μια ανάρτηση στο Think Free
Γράφει η Τέσυ Μπάιλα
Μια ισχυρή διεκδίκηση ταυτότητας σε μια κοινωνία που δεν αποδέχεται ό,τι αντιτίθεται στα κατεστημένα της έμφυλα πρότυπα μοιάζει αρχικά να είναι το νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Επί της ουσίας όμως, στην πραγματικότητα είναι ένα βιβλίο για την ελευθερία και το δικαίωμα του καθενός μας να την προσδιορίζει με τους δικούς του όρους, για την επιβολή μιας προσωπικής ταυτότητας και για την ανάγκη της προάσπισής της.
Δεν είναι καθόλου τυχαία εξάλλου η φράση με την οποία ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο: «Ψάχνει. Και με τα δικά της δάχτυλα κρατά την ταυτότητά της», ακριβώς για να δείξει την ανακούφιση της ηρωίδας του όταν πια έχει αποφασίσει, κυρίως η ίδια, ποια ακριβώς είναι και πλέον δεν ανησυχεί πως η παραδοχή της αυτή θα τρομάξει κανέναν, σε αντίθεση με το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια τρόμαζε μόνο η ίδια αρνούμενη να αποδεχτεί την αλήθεια.
Η ομοφυλοφιλία είναι σίγουρα ο ένας πυλώνας πάνω στον οποίο χτίζει την ιστορία του ο Μάνος Κοντολέων. Ο άλλος είναι ο έρωτας σε κάθε του μορφή με την απρόσκοπτη αθωότητα του αυτόβουλου προσδιορισμού του αντικειμένου του και την πεποίθηση ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση, προς την τελείωση και ταυτόχρονα προς την προσωπική ισορροπία περνά μέσα από την αρμονική αυτοδιάθεση, κυρίαρχο δικαίωμα του καθενός μας.
Και είναι σημαντικό να σταθούμε στο γεγονός ότι για πρώτη φορά ένας άντρας συγγραφέας καταπιάνεται με τη γυναικεία ομοφυλοφιλία που σίγουρα παραμένει κρυφή σε σχέση με την αντρική ακόμη και από τις γυναίκες που την προτιμούν, με σκοπό να περιοριστεί ο κοινωνικός αποκλεισμός που συχνά φέρει μαζί της. Ο άντρας ομοφυλόφιλος συνήθως το διατυμπανίζει με ευθύτητα, άλλοτε με μια έντονα θηλυπρεπή συμπεριφορά και συχνά με δηλώσεις του που σκοπό δεν έχουν την κοινωνική πρόκληση αλλά την αδήριτη ανάγκη να μιλήσει χωρίς φόβο για την επιλογή του. Η γυναίκα όμως επιλέγει να σιωπήσει ενάντια σ’ αυτό που από τη μια είναι ανάγκη από την άλλη όμως αντιφάσκει κατάφωρα με τις παραδοσιακές συντεταγμένες ενός συντηρητικού κοινωνικού χώρου μέσα στον οποίο γαλουχήθηκε και η ίδια.
Η πρωταγωνίστρια αυτού του βιβλίου, η Λία, μια επιτυχημένη οδοντίατρος, συναντά μια σελίδα ενός παροπλισμένου παρελθόντος της μετά από κάμποσα χρόνια, ολοζώντανη μπροστά της και αυτή η συνάντηση γίνεται η αφορμή να ξεδιπλωθεί κινηματογραφικά η πορεία της ζωής της προς το σήμερα. Από τα φοιτητικά της χρόνια και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μέχρι την πρώτη της σχέση με τη Γεωργία και την πρώτη φορά με κάποιον άγνωστο άντρα παρακολουθούμε τη Λία και μαζί την αγωνία της να αναζητά τον τρόπο με τον οποίο οι σεξουαλικές της προτιμήσεις θα γίνουν αποδεκτές, όταν ξεκάθαρα πια τις αποδέχεται και η ίδια. Και τις διεκδικεί μέσα σε κάθε της σχέση όταν αποφασίζει να δηλώσει στον ερωτευμένο μαζί της Ορέστη ποια ακριβώς είναι, κατακρημνίζοντας με δύναμη τον κόσμο που είχαν στήσει για να ζήσουν μαζί, αφού την ανατροπή μόνο με δυνατή αποφασιστικότητα μπορείς να την φέρεις.
Ο συγγραφέας βρίσκει στο πρόσωπο της Λίας την αφορμή που αναζητά και ταυτόχρονα το πρόσφορο έδαφος για να καταβυθιστεί στη γυναικεία εκφραστική της σεξουαλικότητας και παράλληλα στη γυναικεία ψυχοσύνθεση όταν αυτή ερωτοτροπεί με την κοινωνικά, μη αποδεκτή σε μεγάλο βαθμό, απόκλιση. Και θέτει τα δικά του ερωτήματα. Είναι το δικαίωμα της επιλογής φύλου αναφαίρετο; Η μητρότητα μπορεί να υφίσταται ως λεσβιακό δικαίωμα; Υφίσταται ο ρόλος του πατέρα σε γονικές σχέσεις ομοφυλοφιλικού τύπου; Και τελικά πόσο θάρρος απαιτούν οι σημερινές κοινωνίες για την αναζήτηση και τελικά την αποδοχή αυτών των ρόλων; Και παραθέτει μια πλούσια βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου για όποιον ειλικρινά ενδιαφέρεται να μελετήσει το θέμα.
Με τη γνωστή συγγραφική του εκφραστική ο Κοντολέων διαπραγματεύεται ένα θέμα πρόκληση, ένα, ακόμη και σήμερα, ταμπού, ισχυριζόμενος πως η ατομική ελευθερία έγκειται κυρίως στην ελευθερία των αισθήσεων, υπάρχει μέσα στο βαθμό της διάθεσής μας να την εκφράσουμε και είναι ένα βαθύ ένστικτο που είναι αδύνατον να παραβλέψουμε. Οι λιτές προτάσεις, που επιλέγει ο συγγραφέας σημαδεύουν το κείμενο. Τρέχουν ασθματικά για να καταγράψουν τον χειμαρρώδη εσωτερικό ρυθμό των συναισθημάτων της ηρωίδας του, γίνονται η αφορμή να διαβάσει κανείς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το βιβλίο και να διακρίνει μέσα σ’ αυτό τις συγγραφικές εμμονές του δημιουργού του.
Άλλωστε ο Μάνος Κοντολέων το έχει ξεκάθαρα δηλώσει: «Λοιπόν, οι δικές μου εμμονές είναι από τη μια ο Έρωτας και από την άλλη οι ενδοοικογενειακές σχέσεις. Μα κάποια στιγμή κατάλαβα πως και οι δυο αυτές εμμονές μου κάτω από μια άλλη υπάρχουν. Αυτή που έχει να κάνει με την ελεύθερη έκφραση της ταυτότητας του καθένα από εμάς».
Πρώτη ανάρτηση:
http://www.thinkfree.gr/%CE%B4%CE%AC%CF%87%CF%84%CF%85%CE%BB%CE%B1-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%89-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%8E%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BF-%CE%BC-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB/