http://www.thinkfree.gr/amartoli-poli-kontoleon-patakis/
Γράφει η Άντα Κατσίκη
– Γκίβαλου / Ομ. Καθηγήτρια ΕΚΠΑ
Η Αμαρτωλή πόλη είναι
το τελευταίο προσώρας μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, ένα μυθιστόρημα που όπως
δηλώνουν τα παρακειμενικά στοιχεία του βιβλίου κατατάσσεται στη διηλικιακή,
Crossover, λογοτεχνία. Ήδη στο εξώφυλλο προστίθεται η επισήμανση «καμιά λογοκρισία», ενώ στο τέλος, στο «Σημείωμα του συγγραφέα»,
καθώς και στο οπισθόφυλλο το βιβλίο χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Όλα
τα παραπάνω πληροφοριακά στοιχεία δηλώνουν τη συγγραφική πρόθεση να
προσλαμβάνεται η εξέλιξη του μυθοπλαστικού ήρωα (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) από
έναν ηλικιακά εξελισσόμενο αναγνώστη (Crossover). Δεν είναι η πρώτη φορά που
τον συγγραφέα απασχολεί το εφηβικό μυθιστόρημα με εννοούμενο αναγνώστη όχι μόνο
τον έφηβο αλλά και τον ενήλικο. Τα μυθιστορήματά του Γεύση πικραμύγδαλου (1995)
και Μάσκα στο Φεγγάρι (1997),καθώς και
τα διηγήματα Μαγική μητέρα ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Παράλληλα και σε
επίπεδο θεωρίας τόσο σε άρθρα του όσο και σε ανακοινώσεις σε συνέδρια έχει
καταθέσει τις απόψεις του, ενίοτε τολμηρές, θέτοντας θεωρητικά ζητήματα που
αφορούν τον συγγραφέα, το κείμενο, τον αναγνώστη, τον εκδότη.
Το μυθιστόρημα
ενηλικίωσης ή εξελικτικό μυθιστόρημα (Entwicklungsroman) ή μυθιστόρημα
μαθητείας ή παιδαγωγικό μυθιστόρημα (Erziehungsroman) είναι συγγενή είδη του Bildungsroman
που εμφανίζεται στη Γερμανία στα τέλη του 18ου αι. και που αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην άνθηση
του μυθιστορήματος εν γένει σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο όρος Bildung από την αρχική
του σημασία: εικόνα, ομοίωμα, μορφή ή διαδικασία της μορφοποίησης, τον 18ο αι.
αποκτά την έννοια της άρτιας διάπλασης του ατόμου. Με την πάροδο του χρόνου
αμφισβητείται το μοντέλο μίμησης θεϊκού προτύπου που κυριαρχούσε στο Μεσαίωνα,
ο όρος εκκοσμικεύεται και χρησιμοποιείται στο παιδαγωγικό και αισθητικό πεδίο
της έρευνας που συνάδει με τις αρχές του Διαφωτισμού. Η έννοια της Bildung
απασχόλησε σοβαρά διακεκριμένους φιλοσόφους, όπως οι Herder, Humbolt, Schiller, Goethe, Hegel κ.ά. Η
αναγνώριση της μοναδικότητας του ατόμου και η εναρμόνισή του με την κοινωνία
και τον κόσμο μέσα από την πολύπλευρη ατομική του εξέλιξη και η συμβολή του
στην πρόοδο της ανθρωπότητας είναι τα
βασικά γνωρίσματα που η έννοια αυτή προσδίδει στον άνθρωπο.
Τα χρόνια μαθητείας
του Βίλχελμ Μάιστερ 1795-1796 (Wilhelm Meisters Lehrjahre)[1] (1795-96,2 τόμοι)
του Γκαίτε θεωρήθηκε πρόδρομο καινοτόμο
παράδειγμα του νέου είδους μυθιστορήματος. Το Bildungsroman κατά τον Franco
Moretti συνιστά τη «συμβολική μορφή»[2] του μοντερνισμού. Η επιλογή ενός νεαρού
ατόμου ως πρωταγωνιστή με αδιαμόρφωτη
και ασταθή προσωπικότητα, που αναζητά νόημα «περισσότερο στο μέλλον και
λιγότερο στο παρελθόν» είναι η ουσία του μοντερνισμού. Ωστόσο, η απήχηση του
μυθιστορήματος αυτού, εκείνη την εποχή, συναρτάται άμεσα και με την άνοδο της αστικής τάξης, αξίες της
οποίας αναδεικνύει το μυθιστορηματικό αυτό είδος. Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι
το Bildungsroman εκφράζει λογοτεχνικά τις αρχές του Διαφωτισμού,
κοινωνικοπολιτικά την άνοδο της αστικής τάξης και αισθητικά τις αρχές φιλοσόφων
και ποιητών, όπως οι Schiller, Schlegel και Dilthey.
Τα βασικά γνωρίσματα
του μυθιστορηματικού αυτού είδους είναι η εξέλιξη και διάπλαση ενός κεντρικού
ήρωα, η ανάδειξη του εσωτερικού του ψυχικού και πνευματικού κόσμου, η
ενδοσκόπηση και η αυτοκριτική, η σταδιακή πορεία του προς την ωριμότητα που
υλοποιείται μέσα από ματαιώσεις, απογοητεύσεις και συγκρούσεις, διαδικασίες
απαραίτητες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και την εξισορρόπησή του
με την κοινωνία της εποχής με όπλο την κριτική του ικανότητα.
Τα χαρακτηριστικά
αυτά ενυπάρχουν και στο εξελικτικό
μυθιστόρημα, γεγονός που δημιουργεί και τη σύγχυση στη χρήση των όρων. Το
Bildungsroman συνιστά ένα «συγκεκριμένο ιστορικό είδος» μιας ορισμένης εποχής,
ενώ το εξελικτικό μυθιστόρημα
(Entwicklungsroman) αποτελεί ένα ευρύτερο «υπερ-ιστορικό δομικό τύπο», δηλαδή
ένα διαχρονικό μυθιστορηματικό είδος, το οποίο, από δομικής άποψης, παρουσιάζει
την εξέλιξη και ωρίμαση ενός κεντρικού μυθοπλαστικού ήρωα[3].
Αυτά τα γνωρίσματα
παρατηρούμε και στην Αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων. Το βιβλίο αυτό με
διακριτό τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα απηχεί τις σύγχρονες καταστάσεις
της κοινωνικοοικονομικής παγκόσμιας κρίσης. Η πόλη δεν ονοματίζεται, στοιχείο
που διευρύνει τα όρια του. Ωστόσο, τα συμβάντα και οι περιγραφές ανακαλούν στον
αναγνώστη οικείες εικόνες της σημερινής ελληνικής πρωτεύουσας, κυρίως. Παρά το
γεγονός ότι η σύγχρονη τάση της άμεσης ανταπόκρισης των συγγραφέων σε καυτά
ζητήματα της επικαιρότητας και η ταυτόχρονη σχεδόν μετατροπή της Ιστορίας σε
μυθοπλασία έχει συχνά ως συνέπεια την επιδερμική αναπαράσταση των γεγονότων
συνυφασμένη με τη βιωματική πρόσληψή τους, στην Αμαρτωλή πόλη ο συγγραφέας
προσπαθεί διαρκώς να προβληματίσει τον αναγνώστη για τη σύγχρονη κατάσταση μέσα
από ερωτήματα που θέτει, από τις
διαφορετικές θέσεις που διατυπώνει, καθώς και από τις αμφίσημες απαντήσεις και
σιωπές των μυθοπλαστικών του ηρώων. Τα κενά της απροσδιοριστίας καλείται να
συμπληρώσει ο αναγνώστης, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση με την κατάθεση και της
δικής του άποψης. «Πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή;» (145 και 235) διερωτάται ο
τριτοπρόσωπος αφηγητής, ενεργοποιώντας τον αναγνώστη να αναλογισθεί το μερίδιο
της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης, διασπείροντας πιθανές απαντήσεις σε
διάφορα σημεία στο σώμα του κειμένου: Το
χρώμα της αμαρτίας δεν είναι πια το κόκκινο «γιατί αμαρτία δεν μπορεί να είναι
κάτι που το διακρίνει το πάθος. Μα αυτό που έχει να κάνει με κάτι το μίζερο, με
κάτι το στερημένο. Το άδικο. Εντέλει αμαρτία είναι η αδικία» (186) ίσως και
«παραπλάνηση. Ένα κάποιο –μοιραίο- λάθος». (293). Μπορεί όμως να σχετίζεται με
τη σιωπή: «το αμαρτωλό απαιτεί
σιωπή»(316) και βέβαια «δεν έχει πάντα την ίδια υφή» (315). «Άλλη αμαρτία είναι αυτή που διαθέτει τη
γοητεία της απόγνωσης. Κι άλλη, βέβαια, εκείνη που την προκαλεί η φτήνια της
διαπραγμάτευσης …Την αμαρτία τη διαχειρίζεσαι καλύτερα όταν την κοιτάς
κατάματα» (315).
Η δυστοπική κοινωνία
συνεχώς παρούσα με την απογοήτευση, το ασφυκτικό παρόν, την οδυνηρή
πραγματικότητα, την κατάθλιψη, την ακραία βία,
προκαλεί τους έφηβους αλλά και τους ενήλικους μυθοπλαστικούς ήρωες και
αναγνώστες να αντιδράσουν. Οι συνθήκες ζωής έχουν αλλάξει δραματικά. Παντού
«φτώχια- θάνατος- βρόμα…» (29), λέξεις οι οποίες επαναλαμβάνονται και που μαζί
με τις: «απομόνωση» και «αποξένωση»(316) συγκροτούν το περιβάλλον της πόλης,
ενώ οι κάτοικοί της: «Ανώριμοι άνθρωποι. Αστόχαστοι πολίτες. Ξεγελασμένοι,
παραπλανημένοι, θύματα. Είχαν φτάσει τα χρόνια των διαψεύσεων- της απάτης. Και
της ήττας – της πτώχευσης» (223).
Ο συγγραφέας μέσα από
ένα κρεσέντο αντιθετικών χαρακτηρισμών δίνει με ρεαλισμό το ανθρωπογενές
περιβάλλον της Αθήνας, της Ελλάδας: «Σε μια πόλη αμαρτωλή. Απελπισμένοι∙
ικανοποιημένοι∙ φοβισμένοι∙ ησυχασμένοι∙ τρομοκρατημένοι… Βολεμένοι. Εξεγερμένοι.
Οι άνθρωποί της». (277) Σ΄ αυτό το περιβάλλον η δεκαεφτάχρονη Στεφανία κόρη
μιας μεγαλοαστικής οικογένειας θα δει τη ζωή της και τα όνειρά της να
ανατρέπονται. Η οικονομική δυσπραγία θα της δημιουργήσει άλυτα σχεδόν
προβλήματα, ενώ η διάλυση της οικογένειάς της θα είναι ένα ακόμη πεδίο
συγκρούσεων, αντιπαραθέσεων, στοχασμών και αναστοχασμών. Η Στεφανία συγκρούεται
όχι μόνο με τις αξίες της αστικής τάξης, αλλά παρασύρεται και βυθίζεται σε ένα
ηθικό τέλμα που ξεπερνά κάθε οδυνηρή φαντασίωση. Και από την άλλη, η σχέση με
τον πατέρα της αντιστρέφεται, κυρίως μετά το θάνατο της μητέρας και του αδερφού
σε αεροπορικό δυστύχημα. Είναι αυτή που θα τον βοηθήσει να ορθοποδήσει, αφού η
ίδια θα έχει ξεπεράσει τις τραυματικές της εμπειρίες και θα έχει κατορθώσει να
συμφιλιωθεί με τον κοινωνικό της περίγυρο. Ακόμη, είναι αυτή που μέσα από τα
προσωπικά της αδιέξοδα συνδέει
διαλεκτικά το ατομικό με το γενικό, διεισδύει στο σκηνικό της
γενικευμένης εξέγερσης, στις αιματηρές πορείες με ανώνυμες αλλά αναγνωρίσιμες
αναφορές. Τα αίματα, οι φλόγες, οι καπνοί, οι κραυγές των καιόμενων ανθρώπων
παραπέμπουν στα τραγικά γεγονότα της Marfin, ενώ η μεγάλη πλατεία ανακαλεί
συνειρμικά στη μνήμη μας την πλατεία Συντάγματος και τις πολυήμερες εκεί
διαμαρτυρίες και συγκρούσεις. Και είναι η Στεφανία η οποία, αναζητώντας μέσα
από την ενδοσκόπηση επίμονα διεξόδους στις εξοντωτικές δυσκολίες της ζωής
της, αφήνει στο τέλος να φανεί, έστω και δειλά, η αισιοδοξία, συμβάλλοντας στην
τοποθέτηση του μυθιστορήματος σε αυτά της «κριτικής δυστοπίας».
Παρόμοιους αγώνες σε
προσωπικό επίπεδο δίνει και ο συμμαθητής της ο Τονίνο, καθώς και ο πατέρας της
και η μητέρα του συμμαθητή της, υποστηρικτικοί χαρακτήρες στην εξελικτική
πορεία της. Θα λέγαμε πως τόσο τα
ενήλικα μυθοπλαστικά πρόσωπα όσο και οι έφηβοι ήρωες είναι ,όπως λέει ο
Καρυωτάκης:« Θύματα εξιλαστήρια του ‘περιβάλλοντος’, της ‘εποχής’»[4] και θα
μπορούσε ο καθένας τους να πει «εικόνα
σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω»[5] όπως ρεαλιστικά αναφέρει η Γαλάτεια
Καζαντζάκη στο «Αμαρτωλό». Όμως σ΄αυτό το διαλεκτικό παιχνίδι της πλοκής του μυθιστορήματος όλοι οι ήρωες διαλέγονται
με τη συνείδησή τους και για τις δικές τους προσωπικές ευθύνες. Ο συγγραφέας
δεν ανάγει τα πάντα στην κρίση αλλά αναδεικνύει ποικίλους προβληματισμούς που
εκφέρουν τόσο η Στεφανία όσο μερικές φορές και ο ιδιόρρυθμος Τονίνο, έφηβοι
ήρωες που διακρίνονται και για ωριμότητα
και εμβάθυνση στα γεγονότα. Στο
μυθιστόρημα αυτό οι χαρακτήρες, κυρίως οι εφηβικοί, δεν είναι μονοδιάστατοι
ούτε στατικοί, αλλά σφαιρικοί, καθώς
κατά τη μυητική τους πορεία στη ζωή παρουσιάζουν σημαντικές ηθικές
μεταπτώσεις.
Ο συγγραφέας δομεί το
κείμενό του μέσα από αναδρομές στο παρελθόν και μέσα από τις αναμενόμενες
αντιθετικές βιωματικές καταστάσεις των ηρώων, ενισχύοντας το πεσιμιστικό κλίμα
της άθλιας μεγαλούπολης. ”Τα ρούχα της μυρίζουν κάπνα, ασφυξιογόνο, ιδρώτα,
σκόνη δρόμου. Σπασμένα μάρμαρα. Θυμό. Φόβο. Μίσος. Αγωνία. […] Και τότε
επιστρέφει η μυρωδιά της αρμπαρόριζας» (352).Ή « ο Κλεάνθης από ένα νοικοκυριό
που διαλυότανε επέλεξε να προφυλάξει από τη λήθη τη φυσαρμόνικα. Το σύμβολο
μιας εποχής αθωότητας, μέσα στην κυριαρχία αμαρτωλών καιρών» (203). Ο
συγγραφέας δεν διστάζει, ακόμη, να εγγράψει στη συνείδηση του αναγνώστη ακραίες
σωματικές και κυρίως ψυχικές περιπέτειες των ηρώων του, αποτυπώνοντάς τες στο
χαρτί με λέξεις, σκληρές ή οικείες στο νεανικό λεξιλόγιο που αποκαλύπτουν
καταστάσεις απίστευτης εξαθλίωσης, οικονομικής και ηθικής. Ο λόγος του κειμένου
συχνά κοφτός, άμεσος, εκφερόμενος με σύντομες προτάσεις, πλησιάζει συχνά τον
προφορικό λόγο με την αμεσότητα και εξωτερίκευση συναισθημάτων και σκέψεων, ενώ
δεν λείπει και η εναλλαγή καταστάσεων με τρόπο κινηματογραφικό. Οι διακειμενικές αναφορές τόσο σε έργα
ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας όσο και σε σύγχρονα τραγούδια διαπλέκονται
έντεχνα με το κείμενο, καθιστώντας το
περισσότερο πολυφωνικό. Η Αμαρτωλή πόλη
είναι ένα σκληρά ρεαλιστικό μυθιστόρημα, είναι μια γροθιά στο στομάχι, που
θέλγει και προβληματίζει τον αναγνώστη του.
*Το κείμενο
αναγνώστηκε στο Βιβλιοπωλείο «Σπόρος» – 21/2/2017, Κηφισιά
[1] Goethe Johann Wolfgang von, μτφρ. Άγγελος Παρθένης, τόμοι 2, Ίδρυμα
Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1995.
[2] Moretti Franco, The Way of the World. The
Bildungsroman in European Culture, Verso, London, 1987,σ.5.
[3] Koehn Lothar,
Entwicklungs- und Bildungsroman: Ein Forschungsbericht, J.B.Metzlersche
Verlagsbuchhandlung, Stuttgart, 1969,σ. 9.
[4] Καρυωτάκης,Κώστας
«¨Ολοι μαζί» από τη συλλογή Ελεγεία και σάτιρες.
[5] Καζαντζάκη,
Γαλάτεια, «Αμαρτωλό».
No comments:
Post a Comment