Pages

19.6.18

Θωμάς Κοροβίνης "Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν"





Έχω δηλώσει και σε προηγούμενα σημειώματά μου σχετικά με λογοτεχνικά βιβλία του Θωμά Κοροβίνη πως ο θεσσαλονικιός αυτός συγγραφέας είναι μια εντελώς ιδιότυπη περίπτωση στη σύγχρονη λογοτεχνία μας.
Με καλές φιλολογικές αποσκευές, με πολυετείς αναζητήσεις σε λαογραφικά θέματα της Τουρκίας και του δικού μας λαϊκού πολιτισμού έτσι όπως ενσαρκώθηκε κυρίως στη μουσική, κάποια στιγμή αποφασίζει αυτές όλες τις γνώσεις του να τις μεταφέρει σε συνθέσεις μυθιστορηματικές, ενώ παράλληλα φροντίζει να εκδοθούν και σύντομες νουβέλες –πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις ανθρώπων  υπαρκτών ή μη- που περιγράφουν χαρακτήρες και εποχές.
Αλλά τα λογοτεχνικά κείμενα που ακουμπούν πάνω σε λαογραφικές καταστάσεις απαιτούν την ύπαρξη ενός μυθιστορηματικού χώρου.  Και σε αυτή την απαίτηση των έργων του ο Κοροβίνης  υποκύπτει και φωτίζει δυο βασικά πόλεις  -άξονες του σύγχρονου ελληνισμού. Την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.
Σε αυτήν τη δεύτερη, λοιπόν, αφιερώνει  το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν»
Ένα Σάββατο του Αυγούστου του 1917 συνέβη ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της  Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα τυχαίο γεγονός που άλλαξε σημαντικά τη φυσιογνωμία της πόλης. Η πυρκαγιά μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m² και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι ανθρώπινες απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες. Το μέρος, όμως, της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, δημιουργώντας μια σύγχρονη πόλη.
Αυτήν την φυσιογνωμία που βίαια εξαφανίστηκε, ο Κοροβίνης αποφάσισε να διασώσει μέσα από το τελευταίο του μυθιστόρημα.
Χρησιμοποιεί –σχεδόν ως μυθιστορηματική πρόφαση- έναν Τουρκαλβανό γόη και την φλογερή όσο και καταραμένη σχέση του με μια Ισπανοεβραία  καλλονή, για να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε δρόμους, σε πλατείες, σε συνοικίες, σε μαγαζιά εμπορικά, σε στέκια στρατιωτών και λαϊκών ανθρώπων –όλα έτσι όπως τότε, μέχρι τον Αύγουστο του 1917 υπήρχαν και μέσα σε 32 ώρες καταστράφηκαν.
Οι πόλεις έχουν ένα παρελθόν όχι μόνο ιστορικό, αλλά και λαογραφικό. Και αν τις πράξεις τις εγγεγραμμένες  ως ιστορικά γεγονότα  μπορεί κανείς να τις αναζητήσει σε ιστορικές μελέτες, τις ανάσες των ανθρώπων, τα πάθη, τα όνειρα, τα αδιέξοδα τους, την καθημερινότητά τους εν τέλει, μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να τα φιλοξενήσουν.
Αλλά λογοτεχνία δεν είναι τόσο το τι λέγεται, αλλά το πως λέγεται. Με άλλα λόγια είναι η γλώσσα. Κι εδώ πλέον ο Κοροβίνης αποδεικνύει πως είναι ο μοναδικός έλληνας γραφιάς που ξέρεις να χειρίζεται  με απρόσμενη άνεση τις πολλαπλές μορφές με τις οποίες οι πολίτες αυτού του τόπου επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Ελληνικά, τούρκικα, αραβικά, αλβανικά, σεφαραδίτικα, ιταλικά και γαλλικά, μα και λαϊκές εκφράσεις  -όλα μέσα στη συγγραφική φαρέτρα του Κοροβίνη. Και έτσι με τη σπαρταριστή βοήθεια της γλώσσας  θα αναστήσει την πολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης εκείνων των χρόνων, θα περιγράψει το δράμα της εξαφάνισης της
«...Να μαζευτούν λοιπόν και να κάνουν λιτανείες έπρεπε όλοι μαζί, παπάδες και ραβίνοι και ιμάμηδες, να μας λυπηθεί και να φυσήξει, νε γκιουζελίκ, να έρθουν οι κάτοικοι στα συγκαλά τους, να κάθεσαι στην παραλία και να σεργιανάς καρσί, μέχρι τον Όλυμπο, πεντακάθαρα, λες και βλέπεις με τηλεσκόπιο. Δεν ήταν για να φυσήξει σαν τώρα, που έψηνε η προσφυγίνα τις μελιτζάνες της, όπως λένε, για να μαγειρέψει του καλού της το ιμάμ ή το χιουνκιάρ! Πάρε, ρίξε μια ματιά και στα χαμπέρια. Ορίστε! Ελληνικές! Διάβασε το «Φως». Στον πάγκο έχω και την «Μακεδονία». Έχω και τουρκικές. Να, η «Χαβαντίς». Κοίταξε το πρωτοσέλιδο, το συμμαχικό πλοίο που καίγεται στην φωτογραφία. Έχω και μια εβραίικη, την «Λα Λιμπερτάδ», παρόλο που σπάνια έχουμε εδώ Σπανιόλους πελάτες. Μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά! Δες άλλη φωτογραφία! Κόντεψε να καεί η «Οθωμανική τράπεζα» στον Φραγκομαχαλά! Όλους τους παράδες μου τους έχω εκεί μέσα, όλες μου τις καταθέσεις!...»
Ο Θωμάς Κοροβίνης  παράλληλα με τις περιγραφές, ολοκληρώνει και τους χαρακτήρες που κυκλοφορούν μέσα στις 316 σελίδες του έργου. Και θεωρώ πως με τους δυο κεντρικούς ήρωές του και το δραματικό τέλος του έρωτά τους,  την ώρα της μεγίστης ακμής της ομορφιάς τους, θέλησε  να συμβολίσει αυτό που επέφερε η πυρκαγιά -μια πόλη εξαφανίστηκε. Πήρε μαζί της τον πολιτισμό της, έχασε την ουσιαστική της ταυτότητα. Από πόλη με τα πολλαπλά πρόσωπα της Αμαρτίας, έγινε Νύμφη του Θερμαϊκού.

Πρώτη ανάρτηση: 
 https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10113-aslan-kaplan

No comments:

Post a Comment