Pages

19.6.18

Στο Kosvoice η Εύη Τσιτιρίδου για τα "Φιλαράκια"




«…Το βιβλίο αυτό μιλά για τη σχέση δύο ανθρώπων, ενός παιδιού που ξεκινά τη ζωή του κι ενός ηλικιωμένου που ολοκληρώνει τη δική του. Στην ουσία αναφέρεται σε αυτό που η μια γενιά κληροδοτεί στην επόμενή της. Αυτή η κληρονομιά μέσα σε αυτό εδώ το βιβλίο έχει τη μορφή κάποιων ιστοριών και κάποιων παραμυθιών που στόλισαν την καθημερινότητα των δυο ηρώων. Συμβολικές απεικονίσεις του κύκλου της ζωής, των ονείρων κάθε ατόμου, της αγάπης που συνδέει…Με άλλα λόγια, η μνήμη, ή, αν προτιμάτε, η εμπειρία είναι το κουκούτσι τούτου του βιβλίου. Δηλαδή ό,τι σημαντικότερο ίσως εννοούμε όταν, καθώς παίζουμε κρυφτό, φωνάζουμε στο φιλαράκι μας: «Φτου ξελευθερία, φίλε! Σε βλέπω!».

Αυτά, μεταξύ άλλων σημειώνει ο Μάνος Κοντολέων στο σημείωμά του, στο τέλος του βιβλίου του. Ένα βιβλίο όπου έχουν συγκεντρωθεί σε τρία μεγάλα κεφάλαια ιστορίες του που είχαν κυκλοφορήσει αυτόνομες και με διαφορετικούς τίτλους, παλαιότερα. Στο βιβλίο «Φιλαράκια» περιλαμβάνονται τρία μεγάλα κεφάλαια, δηλαδή, τα εξής:

Κεφάλαιο Α΄: «Όπου ο μικρός Μάνος πάει στην Α΄ Δημοτικού και ο μεγάλος Μάνος τού μιλά και του χαρίζει Κόκκινο Καραβάκι, Κόκκινο Ποδήλατο» (σελ. 10-75)

Κεφάλαιο Β΄: «Όπου ο μικρός Μάνος έχει τελειώσει τη Β΄ Δημοτικού και μαζί με το μεγάλο Μάνο – μέσα στο κατακαλόκαιρο – ταξίδεψαν…Στο Νησί της Ροδιάς» (σελ. 77-131)

Κεφάλαιο Γ΄: «Όπου ο μικρός Μάνος – μαθητής της τετάρτης πια – ένα απόγευμα ανοιξιάτικο θα παίξει κρυφτό και θα φωνάξει: Φτου ξελευθερία, παππού! Σε βλέπω!» (σελ. 133-188).

Στο τρίτο κεφάλαιο διαβάζουμε, τυπωμένες με διαφορετική γραμματοσειρά για να ξεχωρίζουν και επτά ακόμη αυτόνομες ιστορίες, έξι που αφηγείται ο μεγάλος Μάνος στον εγγονό του και μία, την τελευταία, που γράφει ο μικρός Μάνος. Είναι: «Το αστέρι που έγινε λουλούδι», «Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα», «Η καρδιά του μαρουλιού», «Ένα κλαρί που γελάει», «Ένα πορτοκάλι και μια ηλιαχτίδα», «Για τον Σπουργίτη που ανέβηκε στο Ουράνιο Τόξο», «Το λουλούδι που έγινε αστέρι».

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι από αυτά που κρατώ και βάζω στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης μου. Από αυτά που στέκονται τόσο ψηλά, όσο και τα εικονίσματα στο σπίτι μας, όσο και οι φωτογραφίες των πολύ αγαπημένων μας προσώπων. Από αυτά που μας φωτίζουν και μας παρηγορούν είτε είναι κλειστά και σιωπηλά στη θέση τους, είτε τα ανοίγουμε για να τα διαβάσουμε και να τα ξαναδιαβάσουμε και τα έχουμε για μέρες δίπλα στο προσκεφάλι μας.

Δεν θα αναφερθώ στις αφηγηματικές αρετές του συγγραφέα, που είναι κάτι παραπάνω από γνωστές και οικείες για όλους εμάς που τον διαβάζουμε χρόνια. Θα μιλήσω για το συναισθηματικό αποτύπωμα που άφησε μέσα μου η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, που ο τίτλος του είναι μεν υποκοριστικό, αλλά αυτά που υπονοεί τα νιώθεις σε μεγέθυνση και σε σημαδεύουν για πάντα.

«Δεν έχουμε μόνο το ίδιο όνομα αλλά και τα ίδια συναισθήματα», λέει συχνά ο μεγάλος Μάνος, ο παππούς, στο μικρό Μάνο, τον εγγονό του. Και πάνω σε αυτήν την αλήθεια παρατηρείς, καθώς διαβάζεις, να υφαίνεται ολοζώντανο μπροστά σου ένα καταπληκτικό ψυχοκέντημα της σχέσης των δύο αυτών αγαπημένων προσώπων και της σχέσης τριών διαφορετικών γενεών μεταξύ τους. Γιατί ο καμβάς επάνω στον οποίο υφαίνεται, είναι το παζλ των οικογενειακών σχέσεων και δεσμών, έτσι όπως τις γνωρίζουμε και τις ζούμε σε μια παραδοσιακή -και όχι μόνο- ελληνική οικογένεια με τους γονείς, το μικρό τους γιο, τον παππού και τη γιαγιά και το νέο μέλος, την αδερφούλα του μικρού Μάνου, που ετοιμάζεται να προστεθεί στην οικογένεια, προκαλώντας τις συνήθεις «αναταράξεις».

Δε θα σας περιγράψω τη βασική υπόθεση κάθε κεφαλαίου, είναι απείρως προτιμότερο και μαγευτικότερο να πορευτείτε χωρίς να τη γνωρίζετε και να την ανακαλύψετε μόνοι σας, μικροί και μεγάλοι. Θα σας αποκαλύψω μόνο τι σημείωσα στο προσωπικό μου ημερολόγιο, μετά το τέλος της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου:

«Είναι μερικά βιβλία που τα διαβάζεις τη σωστή στιγμή. Τη στιγμή που έχεις ανάγκη να τα διαβάσεις. Το Εγώ μου, αυτό που είναι Δικό μου, ο Εαυτός μου, αυτό που πιστεύω ότι Ξέρω, αυτό που Έχω και το έχω συνηθίσει, αυτά που θεωρώ Δικαίωμά μου, υπάρχουν και αλληλεπιδρούν αέναα με τα αντίστοιχα των άλλων ανθρώπων, μέσα σε συνεχή Ροή. Γιατί αυτό είναι η Ζωή. Κύκλοι ο ένας μέσα στον άλλον. Και νομοτελειακά αλλάζουν, οφείλουν να αλλάζουν, καθώς μεγαλώνω.

Όταν αλλάζουν τα Εκτός μου, αλλάζουν ή πιέζονται να αλλάξουν και τα Εντός μου. Αναγκαστικά. Τότε έρχεται να μου κάνει παρέα ο θυμός, η απελπισία, η αγωνία, η αμφισβήτηση, η αμφιβολία, η αμηχανία. Όλα τα γνώριμα και τα στέρεα μέσα μου κλυδωνίζονται. Πώς θα φτάσω στην αποδοχή της κάθε καινούργιας κατάστασης στη ζωή μου; Πώς θα φτιάξω τη νέα δική μου εκδοχή της; Πώς θα δημιουργήσω τις καινούργιες μου ισορροπίες, τον καινούργιο μου εαυτό, την καινούργια μου έκφραση, δράση και αυτοπεποίθηση;

Ο μεγάλος Μάνος δεν προσφέρει τη δική του λύση και κάθαρση στο μικρό Μάνο, ή την ευκολία της λήθης, αλλά το βίωμα. Την ευκαιρία, την ευλογία και το ρίσκο του βιώματος. Ο μικρός Μάνος ανακαλύπτει, οικοδομεί με τα χέρια, το μυαλό και την ψυχή του, τη δική του λύση και κάθαρση, κεντώντας τις επάνω στην προσφορά του βιώματος. Και οι δύο μαζί, ο μικρός και ο μεγάλος Μάνος, μέσω της σχέσης τους, καρποφορούν τη συνέχεια του βιώματος, τη συνέχεια της Ζωής. Μιας Ζωής με χυμούς και νόημα. Το καραβάκι, το ποδήλατο, το νησί, η ροδιά, το μολύβι, το αστέρι, το κλαδί, το λουλούδι, η ηλιαχτίδα, ο σπουργίτης, το ουράνιο τόξο, το μαρούλι, το πορτοκάλι, όλα αυτά, είναι σύμβολα τόσο ονειρικά αλλά και τόσο πραγματικά, χειροπιαστά. Ταυτόχρονα είναι ορατά και αόρατα. Πρωταγωνιστούν στη ζωή του παππού και του εγγονού και ενώ δεν έχουν μιλιά, είναι λαλίστατα. Ενώ είναι άψυχα, πάλλονται από ζωή. Τους εμπνέουν να δημιουργήσουν, να αισθανθούν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Απλά, ανθρώπινα και θαυμαστά. Αυτό είναι η Τέχνη της Ζωής. Λόγω και Έργω. Αυτό είναι Λογοτεχνία. Κύριε Κοντολέων, σας ευχαριστούμε».

Πρώτη ανάρτηση: http://www.kosvoice.gr/%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CE%B6%CF%89-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CF%8C/item/%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CE%B6%CF%89-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CF%8E-%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CE%B1

Θωμάς Κοροβίνης "Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν"





Έχω δηλώσει και σε προηγούμενα σημειώματά μου σχετικά με λογοτεχνικά βιβλία του Θωμά Κοροβίνη πως ο θεσσαλονικιός αυτός συγγραφέας είναι μια εντελώς ιδιότυπη περίπτωση στη σύγχρονη λογοτεχνία μας.
Με καλές φιλολογικές αποσκευές, με πολυετείς αναζητήσεις σε λαογραφικά θέματα της Τουρκίας και του δικού μας λαϊκού πολιτισμού έτσι όπως ενσαρκώθηκε κυρίως στη μουσική, κάποια στιγμή αποφασίζει αυτές όλες τις γνώσεις του να τις μεταφέρει σε συνθέσεις μυθιστορηματικές, ενώ παράλληλα φροντίζει να εκδοθούν και σύντομες νουβέλες –πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις ανθρώπων  υπαρκτών ή μη- που περιγράφουν χαρακτήρες και εποχές.
Αλλά τα λογοτεχνικά κείμενα που ακουμπούν πάνω σε λαογραφικές καταστάσεις απαιτούν την ύπαρξη ενός μυθιστορηματικού χώρου.  Και σε αυτή την απαίτηση των έργων του ο Κοροβίνης  υποκύπτει και φωτίζει δυο βασικά πόλεις  -άξονες του σύγχρονου ελληνισμού. Την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.
Σε αυτήν τη δεύτερη, λοιπόν, αφιερώνει  το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν»
Ένα Σάββατο του Αυγούστου του 1917 συνέβη ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της  Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα τυχαίο γεγονός που άλλαξε σημαντικά τη φυσιογνωμία της πόλης. Η πυρκαγιά μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m² και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι ανθρώπινες απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες. Το μέρος, όμως, της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, δημιουργώντας μια σύγχρονη πόλη.
Αυτήν την φυσιογνωμία που βίαια εξαφανίστηκε, ο Κοροβίνης αποφάσισε να διασώσει μέσα από το τελευταίο του μυθιστόρημα.
Χρησιμοποιεί –σχεδόν ως μυθιστορηματική πρόφαση- έναν Τουρκαλβανό γόη και την φλογερή όσο και καταραμένη σχέση του με μια Ισπανοεβραία  καλλονή, για να οδηγήσει τον αναγνώστη του σε δρόμους, σε πλατείες, σε συνοικίες, σε μαγαζιά εμπορικά, σε στέκια στρατιωτών και λαϊκών ανθρώπων –όλα έτσι όπως τότε, μέχρι τον Αύγουστο του 1917 υπήρχαν και μέσα σε 32 ώρες καταστράφηκαν.
Οι πόλεις έχουν ένα παρελθόν όχι μόνο ιστορικό, αλλά και λαογραφικό. Και αν τις πράξεις τις εγγεγραμμένες  ως ιστορικά γεγονότα  μπορεί κανείς να τις αναζητήσει σε ιστορικές μελέτες, τις ανάσες των ανθρώπων, τα πάθη, τα όνειρα, τα αδιέξοδα τους, την καθημερινότητά τους εν τέλει, μόνο τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να τα φιλοξενήσουν.
Αλλά λογοτεχνία δεν είναι τόσο το τι λέγεται, αλλά το πως λέγεται. Με άλλα λόγια είναι η γλώσσα. Κι εδώ πλέον ο Κοροβίνης αποδεικνύει πως είναι ο μοναδικός έλληνας γραφιάς που ξέρεις να χειρίζεται  με απρόσμενη άνεση τις πολλαπλές μορφές με τις οποίες οι πολίτες αυτού του τόπου επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Ελληνικά, τούρκικα, αραβικά, αλβανικά, σεφαραδίτικα, ιταλικά και γαλλικά, μα και λαϊκές εκφράσεις  -όλα μέσα στη συγγραφική φαρέτρα του Κοροβίνη. Και έτσι με τη σπαρταριστή βοήθεια της γλώσσας  θα αναστήσει την πολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης εκείνων των χρόνων, θα περιγράψει το δράμα της εξαφάνισης της
«...Να μαζευτούν λοιπόν και να κάνουν λιτανείες έπρεπε όλοι μαζί, παπάδες και ραβίνοι και ιμάμηδες, να μας λυπηθεί και να φυσήξει, νε γκιουζελίκ, να έρθουν οι κάτοικοι στα συγκαλά τους, να κάθεσαι στην παραλία και να σεργιανάς καρσί, μέχρι τον Όλυμπο, πεντακάθαρα, λες και βλέπεις με τηλεσκόπιο. Δεν ήταν για να φυσήξει σαν τώρα, που έψηνε η προσφυγίνα τις μελιτζάνες της, όπως λένε, για να μαγειρέψει του καλού της το ιμάμ ή το χιουνκιάρ! Πάρε, ρίξε μια ματιά και στα χαμπέρια. Ορίστε! Ελληνικές! Διάβασε το «Φως». Στον πάγκο έχω και την «Μακεδονία». Έχω και τουρκικές. Να, η «Χαβαντίς». Κοίταξε το πρωτοσέλιδο, το συμμαχικό πλοίο που καίγεται στην φωτογραφία. Έχω και μια εβραίικη, την «Λα Λιμπερτάδ», παρόλο που σπάνια έχουμε εδώ Σπανιόλους πελάτες. Μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά! Δες άλλη φωτογραφία! Κόντεψε να καεί η «Οθωμανική τράπεζα» στον Φραγκομαχαλά! Όλους τους παράδες μου τους έχω εκεί μέσα, όλες μου τις καταθέσεις!...»
Ο Θωμάς Κοροβίνης  παράλληλα με τις περιγραφές, ολοκληρώνει και τους χαρακτήρες που κυκλοφορούν μέσα στις 316 σελίδες του έργου. Και θεωρώ πως με τους δυο κεντρικούς ήρωές του και το δραματικό τέλος του έρωτά τους,  την ώρα της μεγίστης ακμής της ομορφιάς τους, θέλησε  να συμβολίσει αυτό που επέφερε η πυρκαγιά -μια πόλη εξαφανίστηκε. Πήρε μαζί της τον πολιτισμό της, έχασε την ουσιαστική της ταυτότητα. Από πόλη με τα πολλαπλά πρόσωπα της Αμαρτίας, έγινε Νύμφη του Θερμαϊκού.

Πρώτη ανάρτηση: 
 https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/10113-aslan-kaplan