Pages
▼
20.11.24
Κυριάκος Χαρίτος 'Το Μεταξένιο'
Κυριάκος Χαρίτος
«Το μεταξένιο»
Εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Τα βιβλία με πολύχρωμη εικονογράφηση και σύντομο κείμενο ολοένα και περισσότερο γίνονται δημοφιλή, όπως ολοένα και περισσότερο μπορούν να αξιώσουν την απαίτηση να χαρακτηρίζονται ως μικρά έργα Τέχνης.
Ασφαλώς και αυτό οφείλεται στο ότι οι σύγχρονοι εικονογράφοι πέρα από το ταλέντο που ο καθένας μπορεί να διαθέτει, έχουν στα χέρια τους και μια μεγάλη γκάμα εργαλείων που η τεχνολογία τους προσφέρει.
Θα έλεγα πως το ιδανικό εικονογραφημένο βιβλίο είναι εκείνο που τόσο την εικονογράφησή του, όσο και το κείμενό του το υπογράφει ο ίδιος άνθρωπος.
Στο εξωτερικό κάτι τέτοιο είναι ιδιαιτέρως σύνηθες. Στη χώρα μας, αν και αρκετές φορές το έχουμε δει, στην ουσία δεν είναι ο κανόνας.
Τα περισσότερα εικονογραφημένα βιβλία έχουν δυο δημιουργούς -συγγραφέα και εικονογράφο.
Και στο σημείο αυτό είναι που παρατηρεί κανείς πως στα περισσότερα βιβλία αυτής της κατηγορίας ενώ οι εικόνες έχουν μια αξιοθαύμαστη αρτιότητα, αντιθέτως το κείμενο υστερεί.
Γιατί άραγε αυτό συμβαίνει; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως οι εικονογράφοι έχουν σπουδάσει την τέχνη τους, ενώ οι συγγραφείς όχι; Ίσως αυτό να είναι μια απάντηση που θα κάλυπτε ένας μέρος του προβληματισμού. Αλλά θεωρώ πως η ερμηνεία αλλού θα πρέπει να αναζητηθεί. Στο ότι τα βιβλία αυτά από ένα μεγάλο μέρος του κοινού θεωρούνται βιβλία για παιδιά και μάλιστα για μικρά παιδιά, άρα αυτό το μεγάλο μέρος του κοινού πιστεύει πως είναι η εικόνα εκείνη που βασικά θα κρατήσει το ενδιαφέρον του μικρού αναγνώστη, ενώ το κείμενο για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να έχει μια απλοϊκότητα, μια επιτηδευμένη αφέλεια, ίσως και ένα διδακτισμό.
Οπότε τα περισσότερα από τα εικονογραφημένα βιβλία που γράφονται από έλληνες συγγραφείς παρουσιάζουν μια ανισοβαρή ολότητα -όμορφες εικόνες, άτεχνο κείμενο.
Κι όμως το εικονογραφημένο βιβλίο και ανέκαθεν, αλλά και πλέον έντονα στην εποχή μας -εποχή της εικόνας- μπορεί κάλλιστα να διεκδικήσει μια άρτια και ολοκληρωμένη οντότητα αφήγησης.
Μέσα από την συνύπαρξη εικόνας και τον λόγου πολλά μπορεί να ειπωθούν, πολλά μπορεί να επισημανθούν ή και να υπονοηθούν και με τρόπους που οι αναγνώστες ανάλογα με την ηλικία τους θα τα χαρούνε όπως και θα προβληματιστούν.
Στην ουσία το καλό εικονογραφημένο βιβλίο είναι κι αυτό ένα βιβλίο cross over, ένα βιβλίο δηλαδή που μπορεί να διαπεράσει ηλικίες και να επικοινωνήσει με αναγνώστες διαφορετικών εμπειριών.
Σκέψεις όλα τα παραπάνω που προέκυψαν από την ανάγνωση του εικονογραφημένου βιβλίου «Το Μεταξένιο» που έγραψε ο Κυριάκος Χαρίτος και εικονογράφησε ο Βασίλης Κουτσογιάννης.
Στο βιβλίο αυτό η εικονογράφηση του Κουτσογιάννη είναι πάρα πολύ εντυπωσιακή και ευρηματική, αλλά είναι κυρίως το κείμενο τoυ Χαρίτου που δίνει -κατά την άποψή μου- τον χαρακτηρισμό cross over στην όλη έκδοση.
Μεταξένιο -έτσι ονομάζεται το αγόρι που ο αναγνώστης από την πρώτη κιόλας σελίδα θα διαβάσει πως η μάνα του του έλεγε: ‘Μεταξένιο μου και απαλένιο μου, εσύ δεν είσαι σαν τα άλλα’
Με ουδέτερο όνομα λοιπόν ο ήρωας του έργου και με μια προσωπικότητα ευάλωτη- σαν τα μεταξένια ρούχα του. Οπότε και όταν θα θελήσει να συμμετάσχει σε μια μαζική κοινωνική εκδήλωση, οι άλλοι -οι τόσο όμοιοι ο ένας με τους άλλον- θα ξαφνιαστούν με την παρουσία του στην αρχή και στη συνέχεια θα θελήσουν να αμφισβητήσουν την ιδιαιτερότητά -ότι διαφέρει το φοβάται το πλήθος- οπότε …’Με τα χέρια τους, τα δάχτυλά τους, η βαρβαρότητά τους τρομακτική’.
Το Μεταξένιο νόμιζε πως πέθανε, έσβηνε και αυτό θα γινότανε αν δεν τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο του ένα άλλο πλάσμα -Το Ραφτάκι- που φορά και ράβει ρούχα φτιαγμένα όχι από μετάξι, αλλά από βαμβάκι -υλικό πάντα τρυφερό, μα πλέον ανθεκτικό από το μετάξι. Ίσως και όχι τόσο προκλητικό -οι άλλοι δεν το προσέχουν, ίσως και το αποδέχονται.
Το Ραφτάκι είναι αυτό που θα φροντίσει τα σχισίματα στα ρούχα του Μεταξένιου, είναι αυτό που τελικά θα επουλώσει τις πληγές και μέσα στο καθρέφτη αυτά τα δυο πλάσματα θα σταθούν αγκαλιαστά και θα κλάψουν από χαρά, από αγάπη.
Είναι νομίζω σαφές πως έχουμε μια queer ιστορία και στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω είναι και η πρώτη που καταγράφεται στην ελληνική παραγωγή εικονογραφημένων βιβλίων.
Τολμηρή συγγραφικά επιλογή; Σίγουρα επιλογή που αγγίζει ένα ζήτημα της εποχής μας. Και από αυτή την σκοπιά θεωρώ αυτό το εικονογραφημένο βιβλίο ως ένα βιβλίο cross over.
Ξεφυλλίζοντας τώρα την όλη έκδοση, έχω να παρατηρήσω πως οι εικόνες του Βασίλη Κουτσογιάννη έχουν μια εκρηκτική δυναμική, άλλοτε έντονες κι άλλοτε πλέον διακριτικές αποχρώσεις, πάντα όμως πολύχρωμες, σε κάθε ‘σαλόνι’ του βιβλίου διαθέτουν μια άλλη ισορροπία.
Το κείμενο του Κυριάκου Χαρίτου εισέρχεται μέσα στις εικόνες, συνήθως με μια τυπογραφική δωρικότητα, αλλά επίσης συχνά και με μια ανάλαφρη καμπυλότητα. Φράσεις πολύ μικρές, ακόμα και μονολεκτικές. Ο συγγραφέας δεν κρύβει την εξομολογητική πρόθεσή του και με αυτήν φέρνει κοντά του τον αναγνώστη.
«Ναι. Τι; Δεν το πιστεύεις; Αλήθεια…» οι πρώτες φράσεις και ίδιες ακριβώς και οι τελευταίες.
Πολλαπλά ενδιαφέρουσα έκδοση.
(790 λέξεις)
https://018.bookpress.gr/kritikes/eikonografimena/16342-to-metaksenio-tou-kyriakou-xaritou-cross-over-paramythi-me-eksomologitiki-diathesi??utm_source=Newsletter&utm_medium=email
18.11.24
Η Μαρίζα Ντεκάστρο για 'Τα δώρα'
Η Marisa De Castro διάβασε 'Τα δώρα' μου και σημείωσε στο https://www.oanagnostis.gr/10-vraveymenoi-monternoi.../ :
…κι επειδή πραγματικά και ο χρόνος είναι άπιαστος, ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα (εικ. Ιφιγένεια Καμπέρη, Πατάκης) οδηγεί γλυκά τα παιδιά να καταλάβουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, και από το ένα στο άλλο, οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες δεν χάνονται αλλά μεταμορφώνονται σε ευτυχία…
Η Marisa De Castro διάβασε 'Τα δώρα' μου και σημείωσε στο https://www.oanagnostis.gr/10-vraveymenoi-monternoi.../ :
…κι επειδή πραγματικά και ο χρόνος είναι άπιαστος, ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα (εικ. Ιφιγένεια Καμπέρη, Πατάκης) οδηγεί γλυκά τα παιδιά να καταλάβουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, και από το ένα στο άλλο, οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες δεν χάνονται αλλά μεταμορφώνονται σε ευτυχία…
9.11.24
Βιρτζίνια Γουλφ «Φλας»
Βιρτζίνια Γουλφ
«Φλας»
Μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου
Εκδόσεις Ερατώ
Η Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ (Αγγλία, 1806 – Ιταλία, 1861) ήταν μία από τις σημαντικότερες Βρετανίδες ποιήτριες της Βικτωριανής εποχής.
Αν και το έργο της αναγνωρίστηκε κατά τη διάρκεια της ζωής, μπορεί κανείς να τη θεωρήσει και ως μια εκπρόσωπο της πρώιμης γυναικείας χειραφέτησης -αν και φιλάσθενη μορφώθηκε, αντιτάχθηκε στη βούληση του πατέρα της, παντρεύτηκε εκείνον που η ίδια ήθελε, άφησε την πατρίδα της και έζησε μέχρι το τέλος της σε άλλη χώρα, συχνά μέσα από τα έργα της έπαιρνε θέση σε κοινωνικά ζητήματα (κατάργηση της δουλείας).
Είκοσι περίπου χρόνια μετά το θάνατος της Μπάρρετ, γεννήθηκε η εμβληματική Αγγλίδα μυθιστοριογράφος Βιρτζίνια Γουλφ (1882 – 1941). Με τα μυθιστορήματά της και τα δοκίμια της αναδείχθηκε ως μια από τις πρωτοποριακές φωνές της δυτικής λογοτεχνίας. Με ουσιαστική παιδεία, αλλά με ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση, προχωρημένες για την εποχή της ερωτικές επιλογές, όπως και με τον τρόπο αυτοκτονίας της, θα σημαδέψει το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και θα γίνει ένα σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Ανάμεσα στα μυθιστορήματα που η Γουλφ έγραψε, μια θέση έχει και αυτό που ως αφηγητή έχει ένα σκύλο. Το κόκερ σπάνιελ Φλας -σκύλο λατρεμένο της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ. Μέσα από τις δικές του σκέψεις και συναισθήματα ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή της ποιήτριας.
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί το 1933 και η ίδια η Γουλφ έχει αντιθετικά συναισθήματα γι αυτό της το έργο –άλλοτε πιστεύει πως θα διαβαστεί με λάθος τρόπο κι άλλοτε ως ένα ανόητο μυθιστόρημα, καθόλου αντάξιο των προηγουμένων έργων της, που της είχαν χαρίσει ξεχωριστή θέση στους λογοτεχνικούς και όχι μόνο κύκλους.
Όμως με το «Φλας» η Γουλφ έχει καταφέρει να συνθέσει από τη μια τη βιογραφία της Μπάρρετ και από την άλλη να δημιουργήσει ένα εντελώς πρωτότυπο ήρωα.
Ο Φλας κρατά όλα τα ένστιχτα ενός ζώου και οι σκέψεις που κάνει διαθέτουν την απλότητα και την αμεσότητα που απαιτεί μια ουσιαστική κριτική αποτίμηση κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, μια βαθιά όσο και απλή αναζήτηση συναισθηματικών φορτίσεων που καθορίζουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου.
Ασφαλώς και το μυθιστόρημα μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και ως ένα γνήσια φιλοζωικό κείμενο. Μα μια τέτοια ανάγνωση χωρίς να το απαξιώνει, σίγουρα το προδίδει -αποσιωπά ή παραβλέπει το πως η Γουλφ επισημαίνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, τις οικονομικές ανισότητες, τον αγώνα χειραφέτησης των γυναικών, τη σχέση έρωτα και ηθικών κανόνων και πολλά άλλα ζητήματα που στην ουσία περικυκλώνουν διαχρονικά το θέμα της γυναίκας σε σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Παράλληλα πλάθει και μια ιδιότυπα μυθιστορηματική περσόνα. Ο Φλας δεν εξαναγκάζεται από την μυθιστοριογράφο του σε έναν μιμητισμό ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η περιγραφή της σκηνής όπου για πρώτη φορά η ποιήτρια συναντά τον σκύλο που μέλλει να τη συνοδεύει για πολλά χρόνια, είναι χαρακτηριστική:
«Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ τους. Καθώς κοιτάζονταν, ο καθένας ένιωθε: Να΄μαι εγώ -κι αμέσως μετά ένιωθε: Μα πόσο διαφορετικός! Το δικό της ήταν το ωχρό κουρασμένο πρόσωπο μιας ανάπηρης, αποκομμένης από τον αέρα, το φως, την ελευθερία. Το δικό του ήταν το ζεστό κοκκινωπό πρόσωπο ενός μικρού ζώου* ένστικτο, συν υγεία και ενεργητικότητα. Όντως η μέρα με τη νύχτα, καμωμένοι ωστόσο στο ίδιο καλούπι, λες ο ένας να συμπλήρωνε αυτό που βρισκόταν σε νάρκη στον άλλον; Εκείνη, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι … όλα αυτά κι εκείνος – Μπα, όχι. Ανάμεσά τους ανοιγόταν το πιο πλατύ χάσμα που μπορεί να χωρίσει μια ύπαρξη από μιαν άλλη. Εκείνη μιλούσε. Αυτός ήταν άλαλος. Ήταν γυναίκα* εκείνος σκύλος. Τόσο στενά ενωμένοι, τόσο απέραντα χωρισμένοι, ατένιζαν ο ένας τον άλλον»
Αληθινά απαιτείται γνήσια συγγραφική μαεστρία για να περιγράψει κανείς τη ζωή μιας τόσο περίπλοκης προσωπικότητας όσο αυτής της Ελίζαμπεθ Μπάρρετ Μπράουνινγκ χρησιμοποιώντας ως άξονα της αφήγησης -μα και συμπρωταγωνιστή- ένα σκύλο.
Μπορεί το μυθιστόρημα «Φλας» να μην έχει τη φήμη και το κύρος των άλλων έργων της Βιρτζίνα Γουλφ -όπως για παράδειγμα του «Η κα Νταλογουέη»- αλλά ο αληθινά μεγάλος συγγραφέας αναγνωρίζεται στα έργα εκείνα που ο ίδιος πίστευε πως το κοινό του δεν θα τα εκτιμήσει όσο τους αξίζει.
Βιβλιοδρόμιο, 9/111/2024
(650 λέξεις)
7.11.24
Paul Auster «Μπαουμγκάρτνερ»
Έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση το να διαβάζει κανείς το τελευταίο έργο ενός συγγραφέα που έχει ήδη πεθάνει, καθώς υποψιάζεται ότι ο δημιουργός του κατά τη διάρκειά της συγγραφής του γνώριζε πως πλησίαζε ο θάνατός του.
Ο Πολ Όστερ πέθανε την Άνοιξη του 2024 από καρκίνο. Το μυθιστόρημά του «Μπαουμγκάρτνερ» είχε κυκλοφορήσει το 2023. Και είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την απώλεια, το γήρας, τον θάνατο.
Κεντρικός ήρωας ο καθηγητής Πανεπιστημίου Σ. Μπαουμγκάρτνερ, που έχει πατήσει την όγδοη δεκαετία της ζωής του και εδώ και δέκα χρόνια έχει μείνει χήρος μετά από τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του, Άννας, από ένα ατύχημα.
Δέκα χρόνια που προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια. Οι σχέσεις του ζευγαριού ήταν ιδανικές και η Άννα μια γυναίκα με ποιητικό ταλέντο και πολλά άλλα χαρίσματα.
Δέκα χρόνια που ο Μπαουμγκάρτνερ συνεχίζει να ζει την καθημερινότητά του, καλύπτοντας τη μοναξιά του με περιστασιακές και επιδερμικές σχέσεις, με τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα, με τη συγγραφή ενός ακόμα βιβλίου. Δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το σπίτι του -ο κήπος έχει ξεραθεί, μια οικιακή βοηθός έρχεται μια φορά την εβδομάδα και φροντίζει την καθαριότητα. Με δυο λόγια μια ζωή που δεν μπορεί να βρει τα νέα της πατήματα, που προσπαθεί να ξεφύγει από την κατά μέτωπό αντιμετώπιση του γεγονότος πως το γήρας προελαύνει και ο θάνατος έχει ήδη παρουσιαστεί και έχει αφήσει τα ίχνη του.
Ένα εντελώς τυχαίο μικροατύχημα, θα κάνει τον Μπαουμγκάρτνερ να αποφασίσει πως με κάποιον τρόπο πρέπει να αντιδράσει. Αλλά όταν έχεις περάσει τα εβδομήντα η αντίδρασή σου το πιθανότερο να σε οδηγεί σε μια επανεξέταση όλου του βίου σου. Όμως μνήμη της ζωής είναι εκείνη που στέκεται απέναντι στη λήθη του θανάτου και πόσο άραγε αποτελεσματικά;
«Συλλογίζεται μανάδες και πατεράδες που θρηνούν τα νεκρά παιδιά τους, παιδιά που θρηνούν τους νεκρούς γονείς τους, γυναίκες που θρηνούν τους νεκρούς άντρες τους, άντρες που θρηνούν τις νεκρές γυναίκες τους και πόσο βαθιά ομοιάζει η οδύνη τους με τα επακόλουθα ενός ακρωτηριασμού, γιατί το πόδι ή το χέρι που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα ζωντανό σώμα και το άτομο που λείπει ήταν κάποτε συνδεδεμένο με ένα άλλο ζωντανό άτομο, και, όταν είσαι εσύ αυτός που συνεχίζει να ζει, διαπιστώνεις ότι το ακρωτηριασμένο κομμάτι σου, το μέλος φάντασμα του εαυτού σου, μπορεί να συνεχίσει να είναι η πηγή ενός βαθύτατου, βέβηλου πόνου. Ορισμένες θεραπείες μπορούν ενίοτε να απαλύνουν τα συμπτώματα, μα δεν υπάρχει απόλυτη γιατρειά»
Αλλά ακόμα κι αν η απόλυτη γιατρειά δεν μπορεί να υπάρξει, η προσπάθεια να γλυκάνεις τον πόνο σου παρουσιάζεται σχεδόν με αυτόματο μηχανισμό επιβίωσης σου. Και έτσι ο Μπαουμγκάρτνερ ολοκληρώνει το νέο του βιβλίο, ενώ τολμά να ξεφυλλίσει τα αρχεία της Άννας και να ξεκινήσει στη συνέχεια μια αναδρομή στο παρελθόν της σχέσης τους, αλλά και στο παρελθόν της δικής του οικογένειας.
Όταν όσοι έζησαν στο παρελθόν εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, μπορούμε να έχουμε την ψευδαίσθηση πως η λήθη δεν θα αγγίξει και εμάς… Τουλάχιστον κερδίζουμε χρόνο.
Και ο Μπαουμγκάρτνερ φαίνεται πως θα τον κερδίσει καθώς μια νέα παρουσία θα μπει στη ζωή του -μια νέα γυναίκα, όχι ως υποκατάστατο της συντρόφου του, αλλά ως ένα άτομο που μπορεί να μεταφέρει τη μνήμη σε μια επόμενη γενιά.
Έτσι θα γίνει;
Ο Πόλ Όστερ δείχνει να το αμφισβητεί.
Οι τελευταίες φράσεις του έργου είναι: «Και έτσι, με τον άνεμο στο πρόσωπό του και το αίμα να τρέχει ακόμα από την πληγή στο μέτωπό του, ο ήρωάς μας ξεκινάει προς αναζήτηση βοήθειας και, όταν φτάνει στο πρώτο σπίτι και χτυπάει την πόρτα, το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία του Σ. Τ. Μπαουμγκάρτνερ αρχίζει».
Ο Πόλ Όστερ δεν θέλησε να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος της δική του ζωής. Ίσως γιατί αξία έχει η πορεία από το χθες προς το σήμερα. Κι άλλωστε ο συγγραφέας μπορεί να γνωρίζει πως θα φύγει, μα ελπίζει ο αναγνώστης του να μην αποφασίσει να διαβάσει το τελευταίο κεφάλαιο όλου του έργου του.
Έργο βαθιάς περισυλλογής, αποστασιοποιημένο από την όποια έκφραση θρήνου, γραμμένο με μια ποικιλία τεχνικών αφήγησης -συχνά υποκύπτει στη φλυαρία αναζητώντας περισσότερο χώρο ύπαρξης, ενώ άλλοτε πάλι ενσωματώνει στην μυθιστορηματική του οντότητα και πλέον σύντομες αφηγήσεις διηγηματικής δομής.
Συνετή και αποτελεσματική η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
(700 λέξεις)
https://www.literature.gr/mpaoymgkartner-paul-auster/
1.11.24
Η Κατερίνα Ζαμαρία στο diastixo.gr για Τα Δώρα
Όταν είμαι –ή θέλω να είμαι– αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά.
Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για τους εφήβους.
Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες.
Κι όμως, τελικά... Τίποτε από εμένα δε φαίνεται.
Έτσι συστήνεται ο Μάνος Κοντολέων στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Με το τελευταίο παιδικό του βιβλίο, όμως, αφήνει μια μικρή χαραμάδα για να φανεί κάτι από εκείνον, προκειμένου οι αναγνώστες να γνωρίσουν ακόμα καλύτερα έναν από τους πολυγραφότερους και επιδραστικότερους Έλληνες συγγραφείς λογοτεχνίας για παιδιά – και όχι μόνον.
Πριν από 15 χρόνια ο Κοντολέων έγραψε τα Πολύτιμα δώρα, ένα βιβλίο που προσεγγίζει το είδος του παραμυθιού, προσδίδοντας σε αυτό πολλά επίπεδα ανάγνωσης για ένα κοινό διαφορετικών ηλικιών και απαιτήσεων (Α. Γιαννικοπούλου), αλλά και με τον ανάλογο μαγικό ρεαλισμό και την ποιητική που διέπουν τα κείμενά του (Γ. Παπαδάτος). Με αφορμή εκείνο το βιβλίο του, σε συνέντευξή του στα Επίκαιρα (11/12/2009), είχε δηλώσει: «Μπορεί ακόμα να διαβαστούν τα τρία αυτά κείμενα και ως ένα είδος αυτοβιογραφίας μου, αυτά που μου δώσανε οι γονείς μου είναι τα διαμάντια, όσα εγώ μόνος μου κατάφερα να δημιουργήσω είναι τα μαργαριτάρια, όλα όσα προσφέρω σε εκείνους που με αγαπούν και αγαπάω είναι τα σμαράγδια. […] Ξαφνιάζονται πολλοί πώς γίνεται ο ίδιος συγγραφέας να γράφει τόσο διαφορετικά πράγματα σχετικά με την ηλικία των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται. Μα είναι τόσο απλό. Υπήρξαμε όλοι παιδιά και έφηβοι. Φτάνει να θελήσουμε να συνομιλήσουμε με τους τοτινούς εαυτούς μας. Φτάνει να έχεις το θάρρος να επιστρέφεις σε ηλικίες που ήξερες να μη φοβάσαι τα όνειρα».
Λέγεται πως η «πατρίδα» του καθενός είναι η παιδική του ηλικία. Ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα θα μοιραστεί με τους μικρούς του αναγνώστες εμπειρίες από τη δική του «πατρίδα». Στο νέο βιβλίο του, ως ένα είδος αυτοβιογραφίας, αποκαλύπτεται ο συγγραφέας Κοντολέων. Με λογοτεχνικούς όρους, Τα δώρα είναι ένα βιβλίο στο οποίο διακρίνει κάποιος στοιχεία αυτοαναφορικότητας, της διαδικασίας δηλαδή που υιοθετεί ένας δημιουργός προκειμένου να αποκαλύψει την τεχνική του, τα εκφραστικά του μέσα, τις ιδέες του ή τον εαυτό του ως λογοτέχνη.
Ο μικρός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Μάρκος, εμφανώς είναι η persona του συγγραφέα. Μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο ενήλικος αφηγητής θα βάλει τον αναγνώστη στο δωμάτιο του συγγραφέα, εκεί που γεννιούνται οι ιστορίες, προσπαθώντας να απαντήσει στο διαχρονικό ερώτημα μικρών και μεγάλων αναγνωστών, αλλά και θεωρητικών της λογοτεχνίας: «Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας;»
Ο Μάρκος, έντεκα περίπου χρονών, «μοναχοπαίδι – πάει να πει η μοναξιά του στο σπίτι βαριά. Κανένας φίλος μέσα στα δωμάτια». Ώσπου «μια μέρα στον κήπο ο Μάρκος βρήκε ένα νιογέννητο γατί – ίδιο τιγράκι έμοιαζε. Τα μάτια του – όταν μετά από λίγο καιρό θα τα άνοιγε […] “θυμίζουν νεφρίτη” είπε η μητέρα, κι όπως ήταν θηλυκό, ο Μάρκος το βάφτισε Νεφερτίτη».
Πάει πια η μοναξιά! Μαζί άρχισαν να εξερευνούν τον κόσμο. Ο κήπος, τα δέντρα, η γειτονιά γίνονται πεδίο ανακαλύψεων. Κι όταν γυρνούν στο σπίτι «ξεφυλλίζανε τις περιπέτειες του Μικρού Πρίγκιπα. Μαζί διαβάζανε τις ιστορίες που ενώνανε τα πλάσματα του κόσμου». Μοιράζονται τα πάντα, ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως το μικρό γατάκι θα αρρωστήσει. Και κάποιο πρωί θα έρθει η ώρα του μεγάλου αποχαιρετισμού. Το ίδιο κιόλας απόγευμα ο Μάρκος «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε… και κατάλαβε πως μια ολάκερη ζωή θα κρατούσαν τα δώρα που το γατάκι τού είχε κάνει».
Ο Μάνος Κοντολέων αποτελεί μία από εκείνες τις περιπτώσεις δημιουργών που, άσχετα με το ηλικιακό κοινό στο οποίο απευθύνεται, δημιουργεί άρτιες ιστορίες – νοηματικά, εκφραστικά, υφολογικά. Εν προκειμένω, με λόγο μεστό και ακριβόλογο, στον οποίο δεν περισσεύει ούτε λέξη, με μια αφηγηματική φωνή που γνωρίζει ότι απευθύνεται σε κοινό από τεσσάρων ετών και πάνω, με ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα. Για τη μοναξιά και τη φιλία, για τα όνειρα και τον χρόνο που περνά, για τους φόβους, τον πόνο, την ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, τη μνήμη, τη δημιουργία.
Στο τέλος του βιβλίου, ο Κοντολέων παραθέτει τα αποκόμματα από το περιοδικό Διάπλαση, εκεί που φιλοξενήθηκε τον Μάιο του 1960 η ιστορία του γατούλη Ποκοπίκου. Η ιστορία που υπήρξε το βάπτισμά του στη συγγραφική κολυμπήθρα. Η ιστορία που ξαναπλάθει (όχι πια με το ψευδώνυμο Αρχιδούξ, αλλά ως Μάρκος/Μάνος) για να τη μοιραστεί μαζί μας. Κυρίως, όμως, για να πει πώς μια απόπειρα γραφής μετουσιώνεται σε λογοτεχνία. Αλλά και τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στο να μοιραστεί μια ιστορία του με όλους τους άλλους. Γιατί αυτά είναι τα δώρα που έκανε το μικρό γατάκι στον Μάρκο.
Mε ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι από εκείνους τους συγγραφείς που συνεχώς δοκιμάζουν τα λογοτεχνικά τους όρια. Έχοντας κερδίσει πλήθος διακρίσεων (μόνο το 2024, για το εφηβικό του βιβλίο Ποτέ πιο πριν τιμήθηκε με το Βραβείο του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ και το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Ο αναγνώστης, ενώ αναγράφηκε και στη στήλη των White Ravens), έχοντας διαγράψει μια μεγάλη πορεία στον χώρο της λογοτεχνίας, με τούτο το βιβλίο είναι σαν να ρίχνει ένα βλέμμα πίσω, σε εκείνη τη στιγμή που έπιασε το νήμα της γραφής, που τόσο γερά κρατά. Τότε που «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε…». Και που συνεχίζει να γράφει.
Κι επειδή οι πραγματικά καλές ιστορίες για παιδιά, με έναν μαγικό τρόπο, έχουν τη δύναμη να «συνομιλούν» και με το ενήλικο κοινό, Τα δώρα αποτελούν ένα κείμενο που καταδεικνύει όλα τα υλικά που οδηγούν στην καλλιτεχνική δημιουργία. Με πρώτο και καλύτερο την ικανότητα του δημιουργού να ξεφεύγει από τον μικρόκοσμό του, την ικανότητα να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω του. Να μετουσιώνει στιγμές, γεγονότα, συναισθήματα, ανάγκες σε λέξεις. Και να τις κάνει ιστορίες. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον Τελευταίο μεγιστάνα γράφει πως «αυτό για το οποίο ντρέπονται οι άνθρωποι γίνεται μια καλή ιστορία». Στο βιβλίο του Κοντολέων θα ανακαλύψουμε μια πλειάδα υλικών που οδηγούν σε μια καλή ιστορία. Κι αν το μικρό γατάκι έκανε στον Μάρκο/Μάνο το δώρο της γραφής, ο Μάνος/Μάρκος μάς χαρίζει ως αντίδωρο ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο.
Σε αγαστή συνεργασία με το κείμενο, οι εικόνες της Ιφιγένειας Καμπέρη. Το βιβλίο πολλά χρωστάει στις εικόνες της, που με μια πανδαισία χρωμάτων μάς ξεναγούν σε έναν κόσμο ενήλικης παιδικότητας. Η Καμπέρη εικονογραφεί με τον δικό της, ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο πια, τρόπο. Με εικόνες που ξεχωρίζουν για την παιδικότροπη προσέγγιση της ιστορίας, με εύρος στη χρωματική της παλέτα, με εικόνες που σηματοδοτούν ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας, αλλά και τη συμπληρώνουν. Εξαιρετικό εύρημα ο τρόπος που ενσωμάτωσε μέσα στις εικόνες τις επιλεγμένες από τον συγγραφέα λέξεις, με τις οποίες μας ξεναγεί σε καίριες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Με κεφαλαιογράμματη γραφή, η Ιφιγένεια Καμπέρη θα αναδείξει αυτές τις λέξεις που εμπεριέχουν τη διττή λειτουργία της λογοτεχνίας. Η μοναξιά και η φιλία, τα όνειρα και ο χρόνος που περνά, ο φόβος, ο πόνος, η ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, η μνήμη, η δημιουργία, δεν είναι μόνο η πηγή μέσα στην οποία βουτά την πένα του ο συγγραφέας. Είναι κι όλα αυτά μέσα στα οποία αναγνωρίζει ή αναζητά κι ο αναγνώστης ένα μέρος της δικής του ταυτότητας. Η οπτική αφήγηση της Καμπέρη ακολουθεί βήμα-βήμα την κειμενική του Κοντολέων, δημιουργώντας μια σχέση λογικής αλληλουχίας, νοηματοδοτώντας και ταυτόχρονα πηγαίνοντας την ιστορία ένα βήμα παρακάτω.
«Έζησα μέσα στα βιβλία. Τα αγάπησα και με αγαπήσανε. Ό,τι πιο δικό μου, ό,τι πιο πολύτιμο, σε βιβλία το βρήκα, σε βιβλία το έχω κρύψει», είχε δηλώσει παλιότερα ο Μάνος Κοντολέων. Αυτά «τα πολύτιμα» είναι οι τροφοδότες του έργου του αλλά και «τα δώρα» του στους αναγνώστες.
Κατερίνα Ζαμαρία 01 Νοεμβρίου 2024
Diastixo.gr
30.10.24
Ο Μάρκος τα λέει όλα στο Fractal
«Ένας ήρωας εντελώς εντεταγμένος μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής»
Ο Μάνος Κοντολέων έχει πολλάκις αποδείξει ότι μπορεί να προσαρμόζει εξαιρετικά εύστοχα κάθε νέα συγγραφική του δουλειά στα προβληματισμούς των νέων της εκάστοτε εποχής. Πράγματι, από τότε που εμείς ήμασταν έφηβοι και διαβάζαμε μετά μανίας βιβλία του όπως «Το ταξίδι που σκοτώνει» ή το «Γεύση πικραμύγδαλου», πολλά έχουν αλλάξει για τους σημερινούς νέους-πολλά άλλα όμως, όπως τα ναρκωτικά ή οι νεανικοί έρωτες, θέματα των παραπάνω βιβλίων, έχουν παραμείνει ψηλά στη λίστα σχετικά με τους προβληματισμούς των νέων τότε, αλλά και σήμερα.
Παράλληλα, επομένως, με τα πονήματα που εξέδωσε τελευταία για τους ενήλικες, με θεματική σχετική με την Ελληνική Μυθολογία, ο Κοντολέων συνεχίζει να παρευρίσκεται στον χώρο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, γράφοντας αυτή τη φορά ένα πόνημα το οποίο βρίσκεται εξαιρετικά κοντά στον τρόπο σκέψης και τους προβληματισμούς των σύγχρονων νέων.
Τί θα σκεφτόταν άραγε ένα παιδί που φοιτά στην πρώτη τάξη του γυμνασίου; Πού θα έγραφε τις σκέψεις του; Ποια θα ήταν τα θέλω του, ο κόσμος του; Τί θα το ενοχλούσε και τί θα του άρεσε στη σημερινή κοινωνία μας και στην οικογένειά του; Ποιες θα ήταν οι εμπειρίες του;
Όλα τα παραπάνω φιλοδοξεί να καταγράψει ο Κοντολέων μέσω του Μάρκου, ενός συμπαθέστατου μαθητή της πρώτης γυμνασίου που καταγράφει τις καθημερινές εμπειρίες του όχι σε ημερολόγιο, αλλά σε ένα blog στον υπολογιστή. Διότι φυσικά σήμερα ελάχιστα παιδιά θα κρατούσαν ένα παραδοσιακού τύπου ημερολόγιο, πολλά όμως θα κατέγραφαν ευχαρίστως τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους στον υπολογιστή.
Blogger, follower, Netflix, wi fi, podcast, Y tube, videogeames, tablet, viber, grimy post, looser και άλλοι πολλοί τέτοιοι όροι συναντώνται μέσα στο βιβλίο του Κοντολέων, που δημιουργεί έναν ήρωα εντελώς εντεταγμένο μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το πόνημά του είναι εξαιρετικά ευκολοδιάβαστο ακόμη και από παιδιά που δεν έχουν επαφή με τα βιβλία. Το εν λόγω πόνημα, επομένως, αποτελεί την καλύτερη πρόταση για να αρχίσει ένα παιδί το διάβασμα, ακόμη και αν δεν έχει διαβάσει ποτέ του.
Η αφήγηση που αφορά τις εμπειρίες του Μάρκου είναι δοσμένη με άφθονο χιούμορ και εντελώς προσαρμοσμένη στον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ένα δωδεκάχρονο παιδί. Πρόκειται για αφήγηση που εστιάζει σε ευτράπελα γεγονότα που αφορούν την καθημερινότητα μιας σημερινής ελληνικής οικογένειας. Πρωταγωνιστής είναι φυσικά ο Μάρκος, ο μικρότερος αδελφός του ο Νέστορας, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, ακόμη και ο γάτος της οικογένειας ο Σιλβέστρος. Ο παππούς που έχει τελειώσει τη Φιλοσοφική-είναι συνταξιούχος καθηγητής Φιλοσοφίας- και μιλά στην καθαρεύουσα αποτελεί τη φωνή από το παρελθόν που αποπειράται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών γενεών.
Το βιβλίο αυτό, επομένως, πιο σύγχρονο από ποτέ, δεν καταρρίπτει τους δεσμούς με το παρελθόν. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μεν το καθημερινό, απλό λεξιλόγιο που είναι απολύτως κατανοητό στα παιδιά, αλλά δεν διστάζει να προσθέσει και κάποιες λόγιες πινελιές που αποσκοπούν στο να μάθουν κάτι παραπάνω στο παιδί με εύληπτο και προσιτό τρόπο, δίχως όμως ίχνος διδακτισμού. Δεν είναι επίσης κακή ιδέα να διαβάσουν και οι ενήλικες το πόνημα αυτό προκειμένου να κατανοήσουν τον τρόπο σκέψης ενός δωδεκάχρονου. Συμπεραίνουμε, επομένως, πως ο κύριος Κοντολέων παραμένει παιδί βαθιά μέσα του, εφόσον μπορεί να ανατέμνει την παιδική ψυχολογία με τόσο επιτυχημένο τρόπο!
Λεύκη Σαραντινού
https://www.fractalart.gr/o-markos-ta-leei-ola/
28.10.24
Μαρίζα Ντεκάστρο "2194 ημέρες πολέμου"
Σκέψεις με την ευκαιρία ανάγνωσης ενός βιβλίου γνώσεων
Μαρίζα Ντεκάστρο
«2194 ημέρες πολέμου / 1 Σεπτεμβρίου 1939 -2 Σεπτεμβρίου 1945»
Εικόνες Αχιλλέας Ραζής
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Το ηλιόλουστο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ξεκίνησα για τον καθιερωμένο περίπατό μου στους ήσυχους δρόμους του προαστείου όπου κατοικώ. Περπατούσα ενώ παράλληλα με το ακουστικό στο αυτί μου άκουγα μια εκπομπή στο ραδιόφωνο αφιερωμένη στην επέτειο της μέρας.
Ζεστή και πολυποίκιλη εκπομπή-με τραγούδια της εποχής που άλλα από αυτά αφορούσαν το Αλβανικό Μέτωπο, άλλα που είχαν να κάνουν με την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζούσαν εκεί κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Και παράλληλα σχολιασμοί που υπεύθυνου της εκπομπής -αναγνώσεις από μαρτυρίες ανθρώπων που ζήσανε την έναρξη του πολέμου, αποσπάσματα από δημοσιεύματα του τύπου.
Περπατούσα, σιγομουρμούριζα τα τραγούδια της Βέμπο, ονειροπολούσα με τη φωνή της Δανάης -έχω γεννηθεί μετά το τέλος του Β’ παγκόσμιου Πολέμου, αλλά τα πρώτα μου ακούσματα, ακόμα και οι σχετικές αναμνήσεις της εφηβείας μου είναι σε ένα μεγάλο βαθμό σφραγισμένα από τα όσα είχαν συμβεί κάπου κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου της δεκαετίας ’35 –’45.
Μπορεί να μην είχα -εγώ και οι συνομήλικοί μου- ζήσει οι ίδιοι όλα εκείνα τα συμβάντα, αλλά οι αφηγήσεις των γονιών μας μας τα είχαν κάνει γνωστά.
Κι ενώ περπατούσα, σκέφτηκα πως σε κοντά δυο μήνες, θα έχουμε μπει σε μια νέα χρονιά και από το 1945 που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει μέχρι το 2025 που καταφθάνει συμπληρώνονται 80 χρόνια. Που σημαίνει πως τα σημερινά παιδιά είναι πάνω κάτω η τέταρτη γενιά μετά από εκείνη που ζούσε το 1945.
Σε αυτά τα παιδιά -τους ενήλικες της αυριανής μέρας- τι μπορεί να σημαίνει η Άννα Καλουτά που ερμήνευε τον ‘Τσολιά’ ή η Βέμπο όταν τραγουδούσε το ‘Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, μα και το τόσο ρομαντικό ‘Αγκαλιά εγώ κι εσύ’.
Τί μπορεί να σημαίνει -προχώρησε ανεξέλεγκτα η σκέψη- το Περλ Χάμπορ, η απόβαση στη Νορμανδία, η Δίκη της Νυρεμβέργης, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι* πόσο γνωρίζουν -έστω και σαν όνομα- πέρα από τον Χίτλερ και τον Τσώρτσιλ, το ποιος ήταν ο Ρόμελ, ο Μοντγκόμερυ, ο Στάλιν, ο δικός μας Μεταξάς, μα και ο Τσολάκογλου* το ανδραγάθημα των Γλέζου και Σάντα* και τη συμφωνία της Γιάλτας, όπως βέβαια και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή το γιατί -σε όσους ζούνε στην Καλλιθέα- μια πλατεία εκεί τη λένε Πλατεία Δαβάκη;
Τα 80 χρόνια έχουν πλέον εξαφανίσει της προσωπικές μνήμες που μέσα στην οικογένεια και στα σοκάκια της γειτονιάς παίρνανε τη μορφή αφηγήσεων. Όλα αυτά είναι πλέον Ιστορία.
Μα την Ιστορία τη διδάσκουμε… Και όλοι γνωρίζουμε πόσο άνευρα, άψυχα και επιλεγμένα η Ιστορία διδάσκεται στους νέους.
Λυπάμαι, αλλά πρέπει να εκφράσω την άποψή μου πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει καταφέρει -ίσως και να μην θέλει- να μετατρέψει μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας το ιστορικό παρελθόν σε βιωμένη γνώση.
Αυτές ήταν οι σκέψεις μου καθώς ολοκλήρωνα τον περίπατό μου το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου και σε λίγο, μέσα στο γραφείο μου, πήρα να διαβάζω το πλέον πρόσφατο βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο «2194 ημέρες πολέμου / 1 Σεπτεμβρίου 1939 -2 Σεπτεμβρίου 1945».
Βιβλίο για μεγάλα παιδιά που εντάσσεται στην κατηγορία Βιβλία Γνώσεων. Στην κατηγορία αυτή των βιβλίων η Μαρίζα Ντεκάστρο έχει να δείξει μια σημαντική όσο και ιδιαιτέρως εκτιμηθήσα συγγραφική πορεία. Τα βιβλία γνώσεων που έχει γράψει απλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών (ιστορικών, επιστημονικών, κοινωνικών, οικονομικών κ.α)
Και όπως όλα τα προηγούμενα έτσι και αυτό το τελευταίο διακρίνεται από την αισθητική του τελειότητα (μεγάλη στο τομέα αυτό η συμβολή των εικόνων του ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή), τις τεκμηριωμένες πληροφορίες και κυρίως την εμπεδωμένη γνώση του πως μεταφέρεται μια πληροφορία σε ένα παιδί.
Η Ντεκάστρο βλέπει την Ιστορία ως ένα ολοκληρωμένο παζλ μικρότερων ιστοριών. Κι έτσι δίπλα στην αναφορά των γεγονότων, πλάι στην παρουσίαση των κεντρικών πρωταγωνιστών του Β’ παγκοσμίου Πολέμου, φροντίζει να στήσει τα συναισθήματα, τις μαρτυρίες απλών ανθρώπων. Γιατί τελικά είναι λάθος να μαθαίνει κανείς σε ένα παιδί πως το παρελθόν έχει σχηματισθεί μόνο από τις αποφάσεις εκείνων που καταγράφουν τα λεξικά ή βλέπουμε τα ονόματά τους σε οδούς και πλατείες. Συμμετοχή στα ιστορικά γεγονότα έχουμε όλοι μας -συμμετέχοντας ή όχι σε πράξεις* αντιδρώντας ή εκφράζοντας τις θέσεις μας.
Τελικά η Δημοκρατία -με όποια παραλλαγή κι αν έχει μέχρι σήμερα παρουσιαστεί- είναι και πρέπει να είναι πάντα μια συμμετοχική διαδικασία, όπως επίσης και μια αναλογική συνυπευθυνότητα. .
Γιατί δημοκρατία υπάρχει όπου υπάρχει και δηλώνει το παρών του ο πολίτης.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό νομίζω πως πρέπει να διαβάζεται και αυτό το βιβλίο. Στην ουσία είναι μια εύστοχή και αποτελεσματική ευκαιρία να ανακαλύψουν τα σημερινά παιδιά και έφηβοι αυτά που έχουν διαμορφώσει στο παρόν και θα διαμορφώσουν το μέλλον του.
Τα βιβλία γνώσεων είναι ευκαιρίες επικοινωνίας ενηλίκων με ανήλικους. Και μέσα στην οικογένεια και μέσα στις τάξεις.
Οι συγγραφείς και οι εκδότες τα τελευταία χρόνια έχουν γράψει και εκδώσει ιδιαιτέρως σημαντικά βιβλία γνώσεων. Οπότε είναι πλέον στην ευθύνη των γονιών να τα φέρουν μέσα στο σπίτι τους και να τα συζητήσουν μαζί με τα παιδιά τους.
Μα επίσης ευθύνη -γιατί όχι και υποχρέωση;- της Πολιτείας αυτά τα βιβλία να τα προωθήσει μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας και να εντάξει την ανάγνωση και των σχολιασμό τους μέσα στα σχολικά προγράμματα.
Η πλουραλιστική γνώση του χτες είναι βασική προϋπόθεση για η δημιουργία ενός υγειούς μέλλοντος.
Και τα βιβλία γνώσεων για παιδιά μπορούν να έχουν σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια δημιουργία.
(890 λέξεις)
https://slpress.gr/politismos/2194-imeres-polemou-ta-paidia-mathainoun-gia-ton-v-pagkosmio-polemo/
24.10.24
Η Άντα Κατσίκη - Γκίβαλου για τα δυο πρόσφατα βιβλία μου
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ «Ο Μάρκος τα λέει …όλα!» και «Τα δώρα», εκδόσεις Πατάκη
Πριν λίγες μέρες έλαβα με το ταχυδρομείο δυο εκπληκτικά βιβλία του Μάνος ΚοντολέωνΜάνου Κοντολέων. Πρώτο κατέφθασε «Ο Μάρκος τα λέει …όλα!». Ένα εξαιρετικό βιβλίο, γεμάτο δράση, χιούμορ, περιπέτεια, αγωνία που κυριαρχούν σ’ ένα σπίτι χάρη στα δυο αγόρια με διαφορετικό χαρακτήρα που φέρνουν τα πάνω κάτω σε όλη τη διευρυμένη οικογένεια, γονείς και παππούδες.
Ο Μάνος Κοντολέων, άριστος γνώστης της παιδικής ψυχολογίας (μας το έχει δείξει ήδη εδώ και πολλά χρόνια με τον «Αδερφό της Ασπασίας» και τις συνέχειές του), καθώς και άριστος τεχνίτης της γλώσσας ασχολείται με την καθημερινή ζωή των δυο αυτών παιδιών σε ένα σύγχρονο τεχνολογικά περιβάλλον, ιδιαίτερα θελκτικό για το σημερινό μικρό αναγνώστη. Το βιβλίο αυτό «γράφεται» από τον Μάρκο, τον μεγάλο αδερφό που πάει στην α΄Γυμνασίου, στο προσωπικό του blog. Στην πραγματικότητα έχουμε ένα σύγχρονο ημερολόγιο γεμάτο γεγονότα και περιπέτειες, που αποκαλύπτουν στοιχεία της πραγματικής ζωής που πολλά παιδιά αναγνώστες αναγνωρίζουν στο δικό τους σπίτι. Η παιδική ματιά, κυρίαρχη, δεν αφήνει περιθώρια για διδακτισμούς, αντίθετα προωθεί την παιδική πρωτοβουλία και συμβάλλει στην παρουσίαση παιδιών ανεξάρτητων, με εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, με προωπικότητα, τα οποία, παρά την παιδικότητά τους, εμφανίζουν σημάδια ωριμότητας που θα ζήλευαν και ενήλικοι. Η εικονογράφηση της Τέτης Σώλου με τα χαρακτηριστικά σκίτσα της αποτυπώνει στιγμές της καθημερινότητας της οικογένειας και ζωντανεύει με τις εκφράσεις των προσώπων τον χαρακτήρα των ηρώων.
Τον Μάρκο, λοιπόν, δεν πρόλαβα να τον απολαύσω καλά -καλά και να σου εμφανίζεται όχι ο ίδιος, αλλά πάντως ένας εντεκάχρονος Μάρκος (τυχαίο;) που κυριαρχεί στο βιβλίο του Κοντολέων «Τα δώρα». Ο τίτλος, προτού ανοίξω το βιβλίο, με παρέπεμπε στα «Πολύτιμα δώρα», ιδιαίτερο από κάθε άποψη παλαιότερο βιβλίο του Μάνου. Μόλις άνοιξα το βιβλίο, το διάβασα απνευστί μέσα σε λίγη ώρα και σκέφτηκα: Αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να λείπει από κανένα σχολείο, όχι μόνο από το δημοτικό, στα παιδιά του οποίου κυρίως απευθύνεται, αλλά και από το Γυμνάσιο, καθώς και από τα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων όπου διδάσκεται η Παιδική Λογοτεχνία. Ο Μάρκος ως Μάνος -φανερή persona του συγγραφέα - πρωταγωνιστεί στην αφήγηση που πηγάζει από το πρώτο δημοσίευμα του συγγραφέα: «Στο μικρό μου γατάκι», δημοσιευμένο στη «Διάπλαση των παίδων». Στο παιδικό βιβλίο "Τα δώρα" με θέμα τη μοναξιά ενός μικρού παιδιού η παρέα με το μικρό γατάκι στάθηκε η αφορμή ο Μάρκος να ωριμάσει και να μπορεί να αντιμετωπίζει καταστάσεις, όπως η συντροφικότητα, όνειρα,οι φόβοι η αρρώστια και ο θάνατος.
Το κυριότερο όμως σημείο του αφηγήματος είναι αυτό όπου από τη μοναξιά μεταβαίνει στη δημιουργία. Είναι αυτό το δεύτερο θέμα για το οποίο θέλησε να μιλήσει ο Κοντολέων. Οι τελευταίες φράσεις του κειμένου το ομολογούν : «Μια ολάκερη ζωή – τόσο θα κρατούσαν τα δώρα που το γατάκι του είχε κάνει. Του είχε προσφέρει την πρώτη του ιστορία. Τον είχε κάνει συγγραφέα». Με αυτά τα απλά λόγια μιλά ο Μάνος Κοντολέων στο μικρό παιδί με τρόπο άμεσα αντιληπτό για το πως γίνεται κανείς συγγραφέας, θέμα που έχει απασχολήσει όχι μόνο συγγραφείς αλλά και θεωρητικούς και μελετητές, παγκοσμίως. Η συμπερίληψη στο βιβλίο των πρώτων δημοσιευμάτων του Μάνου Κοντολέων είναι η απτή απόδειξη ότι η μοναξιά του μικρού Μάνου Κοντολέων μέσα από τη ζωή του με το γατάκι και τα όσα αυτό του πρόσφερε ήταν το κίνητρο για να ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι της συγγραφής. Η εικονογράφηση του βιβλίου από την Ιφιγένεια Καμπέρη συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της ιστορίας.
Μη γελιόμαστε όμως. Τα δώρα των εμπειριών των παιδικών του χρόνων δεν θα ήταν ικανά να τον αναδείξουν σε έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας άλλά της λογοτεχνίας γενικώς, αν δεν συνοδεύονταν από το ταλέντο, τη θεωρητική γνώση, την αγάπη για τη λογοτεχνία ελληνική και ξένη, τη ματιά στη ζωή και στην κοινωνία που στάθηκαν οι τροφοδότες του έργου του.
Αγαπητέ μου Μάνο, συνέχισε με το ίδιο όραμα για τη γραφή και την ίδια αγάπη για τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνεσαι!
23.10.24
20.10.24
Λέσχη Ανάγνωσης Νεανικής και Cross Over Λογοτεχνίας
Πολλαπλά δυναμική η παρουσία του Μάνου Κοντολέων στο χώρο του βιβλίου.
Συγγραφέας πολλών βιβλίων για παιδιά και εφήβους, δημιουργούς επίσης πολλών μυθιστορημάτων για ενήλικες αναγνώστες, συνεργάτης εφημερίδων, περιοδικών και ιστοτόπων όπου δημοσιεύει κριτικές του για βιβλία ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
Έχει τιμηθεί τρεις φορές με Κρατικό Βραβείο, όπως και με πολλά άλλα σημαντικά βραβεία και διακρίσεις, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στη Ρουμανία και στην Ταϊλάνδη.
Παράλληλα υπήρξε από τους πρώτους που δραστηριοποιήθηκε και στον τομέα της διοργάνωσης Λεσχών Ανάγνωσης.
Για πάρα πολλά χρόνια ήταν υπεύθυνος της Λέσχης Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Λασκαρίδη, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Δήμου Πειραιά και του Βιβλιοπωλείου Ιανός.
Ο Μάνος Κοντολέων τόσο με ένα μεγάλο αριθμό δικών του βιβλίων, όσο και με ποικίλους άλλους τρόπους έχει εκφράσει την αγάπη και την εκτίμησή του προς τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Ήταν άλλωστε αυτός που από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημιούργησε τη σειρά ‘Παρουσίες’ των Εκδόσεων Πατάκη -μια σειρά τομή στο χώρο της ποιοτικής λογοτεχνίας που απευθύνεται σε ένα ηλικιακά ευρύτερο κοινό.
Ήταν εκείνος που καθιέρωσε τον όρο ‘Λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες’ και που σήμερα πλέον είναι γνωστή ως ‘Λογοτεχνία Cross Over”.
Πρόκειται για εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που, αν και στηρίζονται σε θέματα που αφορούν τον έφηβο (μερικές φορές ακόμα και ένα παιδί), εντούτοις με τη γλωσσική τους ενσάρκωση και τον εσωτερικό φωτισμό του θέματός τους, μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον και ενός ενήλικου αναγνώστη.
Λογικό, λοιπόν, τόσο ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων, όσο και οι Εκδόσεις Πατάκη που κι αυτές έχουν πρωταγωνιστήσει στην εδραίωση του καλού λογοτεχνικού βιβλία για νέους, να έχουν διευρύνει την έτσι κι αλλιώς επιτυχημένη συνεργασία τους, με τη δημιουργία μιας διαδικτυακής Λέσχης Ανάγνωσης Λογοτεχνίας crossover και μυθιστορημάτων για εφήβους και νέους που απευθύνεται όμως σε ενήλικους αναγνώστες οι οποίοι ποικιλοτρόπως ενδιαφέρονται να γνωρίζουν αυτό το είδος των λογοτεχνικών έργων
Εφέτος είναι η πέμπτη περίοδος λειτουργίας αυτής της Λέσχης και οι επιλογές του Μάνου Κοντολέων έχουν μια ιδιαίτερη αξία.
Θεωρώντας ο ίδιος πως ο καλός αναγνώστης δημιουργείται από την παιδική και κυρίως την εφηβική περίοδο της ζωής του, όπως επίσης πως θα πρέπει να γνωρίζει και έργα που έχουν γραφτεί στο παρελθόν, αποφάσισε την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2024 έως και τον Μάιο του 2024, η Λέσχη αυτή να είναι αφιερωμένη σε βιβλία συγγραφέων που εδραίωσαν κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης τη σύγχρονη μορφή της λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες.
Για την πληρέστερη προσέγγιση έργων και συγγραφέων, ζήτησε τη συνεργασία της Καθηγήτριας Παιδικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Διευθύντριας του Μουσείου Παιδικής & Εφηβικής Λογοτεχνίας Τασούλας Τσιλιμένη.
Οι συγγραφείς που με έργα τους θα μας συντροφεύουν στα πλαίσια αυτής της Λέσχης Ανάγνωσης θα είναι οι: Βούλα Μάστορη, Γαλάτεια Σουρέλη, Παντελής Καλιότσος, Μάρω Λοίζου, Λότη Πέτροβιτς, Λίτσα Ψαραύτη και Αγγελική Βαρελλά.
Η επιστημονική γνώση του χώρου αυτού εκ μέρους της Τασούλας Τσιλιμένη και η πολύχρονη εμπειρία του Μάνου Κοντολέων εγγυόνται ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις και συζητήσεις που θα βοηθήσουν τους ενήλικους αναγνώστες / χρήστες μυθιστορημάτων για εφήβους και νέους να θυμηθούν μα και να γνωρίσουν πρόσωπα και έργα που διαμόρφωσαν το σημερινό λογοτεχνικό βιβλίο που θέλουμε να φτάνει στα χέρια των παιδιών μας.
Η συμμετοχή στις συναντήσεις της Λέσχης είναι δωρεάν και θα γίνονται μια φορά το μήνα.
Περισσότερες πληροφορίες μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να έχουν από το Τμήμα Εκδηλώσεων των Εκδόσεων Πατάκη (κ. Δικαίο Χατζηπλή, τη. 210365024)
(Ελεύθερος Τύπος, Κυριακή 20/10/2024)
8.10.24
Αόρατος
Ελόι Μορένο
«Αόρατος»
Μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη
Εκδόσεις Ψυχογιός
Ισπανός ο Ελόι Μορένα (1976) έχει γράψει μυθιστορήματα που και στη χώρα του έτυχαν αναγνώρισης τόσο από το πλατύ κοινό όσο και από την κριτική.
Το έργο του ‘Αόρατος» είναι αυτό με το οποίο οι έλληνες αναγνώστες τον γνωρίζουν.
Τα βιογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν την ελληνική έκδοση δεν ενημερώνουν αν ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει γράψει και άλλα μυθιστορήματα που εντάσσονται στην κατηγορία του cross over. Μυθιστορήματα, δηλαδή, που καταπιάνονται με ζητήματα που απασχολούν τους νέους και τα οποία συγγραφικά υλοποιούνται με ένα σύγχρονο, συχνά έως και πρωτοποριακό, τρόπο αφήγησης, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να συνομιλούν με αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών.
Σίγουρα, πάντως, το βιβλίο αυτό, σε μια τέτοια κατηγορία ανήκει.
Θέμα του ο σχολικός εκφοβισμός.
Ο Μορένο επιλέγει να αναπτύξει μυθιστορηματικά αυτό το θέμα πλησιάζοντας όχι μόνο το θύμα, ούτε και μόνο τον θύτη. Αλλά αναζητώντας αποτυπώματα ευθύνης για την ύπαρξη βίας και στον γενικότερο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περίγυρο.
Ιδιαίτερα καίρια επιλογή όσον αφορά την σε βάθος μυθιστορηματική προσέγγιση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού. Γιατί τις περισσότερες φορές, τέτοιου είδους γεγονότα προβάλλονται επιδερμικά, παρουσιάζονται και καταγγέλλονται ως πράξεις μιας νεολαίας ανερμάτιστης και αγνοούν την μικρή ή μεγάλη συμμετοχή και άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως και τις ατομικές ευθύνες όλων μας.
Αναφέρθηκα πιο πάνω πως αυτής της κατηγορίας μυθιστορήματα συχνά έχουν μια πρωτοποριακή και σίγουρα αντισυμβατική δομή αφήγησης. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον «Αόρατο».
Όλο το βιβλίο έχει δομηθεί με μικρά, σύντομα κεφάλαια και στο καθένα από αυτά ο αναγνώστης θα πλησιάζει συναισθήματα και πράξεις των βασικών προσώπων της ιστορίας.
Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείο αναρρώνει το θύμα βίαιων πράξεων σχολικού εκφοβισμού. Αναρρώνει από τις πληγές του σώματος, αλλά παράλληλα ενδοσκοπείται, αυτοαναλύεται, προσπαθεί να καταλάβει το γιατί έγινε θύμα σχολικού εκφοβισμού, αναζητά τους λόγους που είχε επιλέξει τους τρόπους άμυνας του, τελικά το πως θα μπορέσει να αποτρέψει τη συνέχεια μιας κατάστασης που τον οδήγησε να ζει μέσα σε μια φαντασίωση -η μόνη λύση να ξεφύγει από τους διώκτη του ήταν το να μετατραπεί σε μια αόρατη παρουσία.
Παράλληλα και πάντα με σύντομα κεφάλαια, ο αναγνώστης γνωρίζει και τον θύτη. Ανακαλύπτει τους λόγους που ‘ανεπαισθήτως όλως’ τον οδήγησαν να εξασκεί βία προς τον συμμαθητή του, διεισδύει στο δικό του οικογενειακό παρελθόν, καταφέρνει τελικά να φωτίσει την αντίφαση του να αισθάνεται ο ίδιος αδικημένος, αλλά να αντιδρά αδικώντας τους άλλους.
Γύρω από τα δυο αυτά κεντρικά πρόσωπα -θύτη και θύμα- υπάρχουν οι άλλοι. Οι φίλοι που δεν τολμούν να παρέμβουν* οι γονείς που επιλέγουν να αγνοούν εγκλωβισμένοι και αυτοί σε κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και σε οικονομικά αδιέξοδα* οι εκπαιδευτικοί που προτιμούν να εξασκούν μόνο με μια στενή υπαλληλική νοοτροπία τα καθήκοντά τους. Αλλά υπάρχουν ακόμα και κάποιοι -λίγοι, ελάχιστοι ίσως μα με αποτελεσματική παρέμβαση στην εύρεση της λύσης. Είναι η εκπαιδευτικός που κάποτε κι εκείνη είχε υπάρξει θύμα σχολικού εκφοβισμού, είναι και η συμμαθήτρια του θύματος που καταφέρνει να πιστέψει στο νεανικό της έρωτα και να προσφέρει τη δική της -έστω και καθυστερημένη- συμπαράσταση.
Αυτό σε γενικές γραμμές είναι ότι ο αναγνώστης θα γνωρίζει διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα. Και βέβαια ο τρόπος που είναι γραμμένο -σύντομες φράσεις, μικρά κεφάλαια, τολμηρές έως και έντονα σκληρές περιγραφές- μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον τόσο ένας νεαρού ενήλικα αναγνώστη όσο και ένας ενήλικου.
Ενδιαφέρον βιβλίο και χρήσιμο για την κυκλική κατανόηση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού, που αποδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι να βλέπουν το φως της δημοσιότητας τέτοιας μορφής έργα. Η λογοτεχνία cross over έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ουσιαστικά έργα που μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν τη βάση να μάθουν οι έφηβοί μας να αγαπούν τη λογοτεχνία.
Βέβαια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει μόνο να γράφονται και να εκδίδονται μυθιστορήματα αυτού του είδους, αλλά και η Πολιτεία να φροντίζει να τα προωθεί μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων φιλαναγνωσίας.
ΥΓ. Για όσους θα ήθελαν να διαβάσουν και ένα ακόμα μυθιστόρημα που με απρόσμενο, όσο και πλέον τολμηρό, τρόπο φωτίζει το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού, θα πρότεινα το μυθιστόρημα «Ο Παράδεισος» της Mieko Kawakami (Μετάφραση: Κίκα Κραμβουσάνου) Εκδόσεις Gutenberg.
(662 λέξεις)
2.10.24
To καινούργιο μου βιβλίο ( "Αυγή της Κυριακής" -22/9/2024)
«Το καινούργιο μου βιβλίο»
Πάνω από τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε κυκλοφορήσει ένα δικό
μου καθαρόαιμα παιδικό βιβλίο.
Αυτό, λοιπόν το καλοκαίρι επανέρχομαι στην ίσως πλέον αγαπημένη μου μορφή
λογοτεχνίας, αυτή μου με βοηθά να επικοινωνώ με παιδιά αναγνώστες, μα και με
όσους, αν και ενήλικοι πλέον, δεν έχουν ξεχάσει να χρησιμοποιούν την Παιδικότητα
για να συνομιλούν με τον εαυτό τους και με τους άλλους.
Ο δωδεκάχρονος Μάρκος και ο μικρότερος αδελφός του Νέστωρας, που σίγουρα
μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης τους υπάρχουν τα τρία -προηγουμένων ετών- βιβλία
μου της σειράς «Ο αδελφός της Ασπασίας», με πείσανε για μια ακόμα φορά να
αφήσω τα δάχτυλά μου να πληκτρολογούν αφηγήσεις καθημερινών καταστάσεων
έτσι όπως τις ζούνε και τις σχολιάζουν άτομα που διαθέτουν το παιδικό χιούμορ, μα
και την επίσης παιδική ικανότητα να επισημαίνουν ότι εμείς οι ενήλικες δεν του
δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή.
Δίπλα μου για μια ακόμα φορά οι εικόνες της Τέτης Σώλου -γνήσια χιουμοριστικές και
με τις δικές τους σκανταλιάρικες νότες.
Αλλά καθώς πλέον ετοιμάζομαι να τοποθετήσω και αυτό το βιβλίο μου στο ράφι
εκείνης της βιβλιοθήκης μου που είναι αφιερωμένη σε δικούς μου και μόνο τίτλους
(κοντεύουν τα 100 τα βιβλία που κυκλοφόρησαν με τη δικιά μου υπογραφή),
αναλογίζομαι για πολλοστή φορά πως έχει γίνει και εγώ άλλοτε γράφω για παιδιά,
άλλοτε για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και άλλοτε για ενήλικες.
Συγγραφικό φαινόμενο είμαι ή μήπως ένας τσαρλατάνος της λογοτεχνίας;
Εντάξει, αστειεύομαι -το ξέρω πόσο μικροί και μεγάλοι αναγνώστες, όπως και
εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, αλλά και ένα μεγάλο μέρος γενικά των ανθρώπων
του βιβλίου με αγαπούν και εκτιμούν το έργο μου. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι -κυρίως
σοβαροφανείς φιλολογούντες κριτικοί μα και γενικότεροι αυτοχριζόμενοι ειδικοί επί
της λογοτεχνίας- που δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ποιότητα στα έργα κάποιου που
άλλοτε γράφει παραμύθια όπως αυτά που υπάρχουν στο «Χιονάνθρωπο που δεν
ήθελε να λιώσει», άλλοτε ιστορίες για πρόσφυγες όπως στο «Δε με λένε Ρεγγίνα,
Άλεχ με λένε» κι άλλοτε πάλι μυθιστορήματα όπως ας πούμε το «Ερωτική Αγωγή» ή
το «Σαν Μήδεια».
Οφείλω πάντως να παραδεχτώ πως η διττή παρουσία μου στα λογοτεχνικά δρώμενα
της χώρας μας είναι μάλλον μοναδική. Σαφέστατα υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς με
βιβλία και στη μια και στην άλλη κατηγορία, αλλά εγώ προσωπικά υλοποιώ με
μεγαλύτερη ένταση αυτήν την διπλή συγγραφική προσωπικότητα.
Τέτοιες, λοιπόν, δύσπιστες αντιδράσεις συχνά αντιμετωπίζω. Αλλά εγώ απλώς
χαμογελώ… Τί άλλο να κάνω αφού για αυτούς τους ‘επικριτές’ μου δεν είναι
κατανοητό πως όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ κάποτε υπήρξα και παιδί και έφηβος και
σαραντάρης και τώρα πια ένας ηλικιωμένος άντρας. Με μια όμως διαφορά από τους
περισσότερους άλλους. Πως όχι μόνο δεν έχω ξεχάσει τα γεγονότα και τα
συναισθήματα που κατά τη διάρκεια αυτών την ηλικιών μου βίωνα, αλλά κυρίως πως
όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν ολοζώντανα μέσα μου όχι τόσο ως μνήμη, μα
κυρίως ως εμπειρία ζωής.
Και γι αυτό και έχω την ανάγκη να συνομιλώ μαζί τους -μαζί με το παιδί και τον έφηβο
και τον σαραντάρη που κάποτε ήμουνα. Μαζί και με τον ηλικιωμένο που τώρα είμαι.
Στον Μάρκο μου, λοιπόν -αυτόν τον δωδεκάχρονο νέο μου ήρωα- είχα κάτι να του
πω… Μα κι αυτός είχε πολλά περισσότερα να πει σε μένα…
Γιατί η Παιδικότητα είναι στάση ζωής… Ίσως μια ολόκληρη φιλοσοφική πρακτική κι
εγώ αισθάνομαι τυχερός που αποτελεί βασική πηγή των συγγραφικών εμπνεύσεών
μου.
1.10.24
Μια μέρα που του πονούσε το αυτάκι του
«Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του.
Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο.
Και μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι.
«Έχει λίγο πυρετό» στράφηκε και είπε η μητέρα στην Ιωάννα.
«Μη φύγεις!» το αγόρι βούρκωσε.
«Μα θα είναι μαζί σου η Ιωάννα. Την φώναξα να έρθει να σου κρατά συντροφιά όσο θα λείπω»
Η παλάμη της μανούλας του χάιδεψε το μάγουλο.
«Μη φύγεις…» εκείνο αναζήτησε ξανά το φιλί της.
Κι αυτή του το χάρισε… Ένα ακόμα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και μετά πάλι άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι.
«Μάκια!... Να, τώρα θα γιάνει!» χαμογέλασε η μανούλα και το αγόρι πίσω από τις υγρές βλεφαρίδες του την είδε να βγαίνει από το δωμάτιο.
Περασμένες δέκα το πρωί και η Ιωάννα κάθισε πάνω στο κρεβάτι του αγοριού· δίπλα του
«Σου έφτιαξα την κρέμα που αγαπάς… Φράουλα!» του είπε και η φωνή της αν και σιγανή έκανε το αγόρι να ξυπνήσει.
«Γιατί έφυγε η μαμά;» πάντα το ίδιο παράπονο.
Χαμογέλασε η Ιωάννα.
«Μα έπρεπε να πάει στη δουλειά της!» είπε και άφησε την πρώτη κουταλιά της κρέμας να πέσει μέσα στο μικρό μισάνοιχτο στόμα.
«Να πήγαινες εσύ στη δουλειά της…» είπε το αγόρι και καθώς προσπάθησε να καταπιεί την κρέμα, αισθάνθηκε τον πόνο στο αυτί του να μεγαλώνει.
Και δάκρυσε.
Ναι, η Ιωάννα έπρεπε να πάει στη δουλειά της μαμάς και η μαμά να ήταν τώρα αυτή που θα τον τάιζε με την κρέμα.
«Έλα τώρα μη κλαις!...» η Ιωάννα με την πετσέτα σκούπισε το δάκρυ από την άκρη του ματιού και τη στάλα κρέμας από την άκρη των χειλιών, «Η δικιά μου η δουλειά αυτή είναι… Να σε προσέχω όταν η μαμά πηγαίνει στο γραφείο…»
Όχι, δεν του αρέσει αυτή η δουλειά της μαμάς! –σκέφτηκε το αγόρι κι όσο πιο πολύ αποφάσιζε πως δεν του άρεσε να λείπει η μαμά από το σπίτι, τόσο και πιο πολύ λες και το αυτάκι του πονούσε.
Η Ιωάννα προσπάθησε να τον πείσει να την αφήσει να του στάξει μέσα στο αυτί κάτι στάλες ενός φάρμακου.
«Να δεις που αμέσως ο πόνος θα σου περάσει!» του υποσχέθηκε.
Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός.
«Να, τώρα με αυτό το πανάκι που το έχω ζεσταίνει, ο πόνος θα μικρύνει…», η Ιωάννα σκέπασε το αυτί του αγοριού με ένα χνουδωτό πανί.
Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός.
«Πονώ!» πήρε και πάλι να κλαίει το αγόρι.
«Κάνε υπομονή!» τον χάιδευε η Ιωάννα.
«Θέλω τη μαμά μου!» ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς, το παράπονο.
Η Ιωάννα τον χάιδευε.
Ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς το μικρό αγόρι και πάλι αποκοιμήθηκε.
Αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο του, ο πόνος στο αυτάκι ήταν πάντα δυνατός!
Ακόμα και μέσα στον ύπνο του… Το ίδιο παράπονο.
Θέλω τη μαμά μου!
«Αχ!» μισοξυπνά από την ίδια του την κραυγούλα και η Ιωάννα, τρέχει δίπλα του μα όσο κι αν τον παίρνει μέσα στην αγκαλιά της, δεν καταφέρνει να κάνει πιο μικρό τον πόνο.
«Έλα να παίξουμε…» ψάχνει να βρει η Ιωάννα ένα παιχνίδι που θα κάνει το αυτάκι να μην πονά.
Πάνω στην κουβέρτα με τις πολύχρωμες ρίγες, απλώνονται πολύχρωμα αυτοκινητάκια.
Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει –«Αχ!»
Πίσω στο κουτάκι που τα φυλάνε μπαίνουνε τα αυτοκινητάκια και τώρα πάνω στις κουβέρτα… Το μπλοκ της ζωγραφικής και κίτρινοι, κόκκινοι, μπλε, πράσινοι, καφέ μαρκαδόροι.
Ζωγραφίζει το αγόρι λουλούδια σε κήπους και λουλούδια σε γλάστρες. Μα ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει – «Αχ!»
Ζωγραφίζει σπιτάκια και τραίνα και ζωγραφίζει όλους τους φίλους και τις φιλενάδες του–τον Αντρίκο, το Μαράκι, την Αννούσκα και τον Μήτια.
Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει -«Αχ!».
Θύμωσε το αγόρι με τα παιχνίδια που δεν διώχνουνε τον πόνο.
«Θέλω τη μαμά μου!» παραπονιέται και η Ιωάννα ψάχνει να βρει τρόπους να τον παρηγορήσει.
Μέσα σε γλυκόλογα και χαδάκια το αγόρι καταφέρνει να ξεχάσει λιγάκι εκείνο το «Αχ!» και να 'τος πάλι ο ύπνος που από την αγκαλιά της Ιωάννας τον χώνει στη δικιά του αγκαλιά.
Τον ξυπνά η μυρωδιά τηγανιτής πατάτας.
Μπροστά του η Ιωάννα έχει το πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Μα πώς μπορεί το αγόρι να χαρεί τις τραγανές πατάτες όταν αυτός ο πόνος στο αυτάκι του πάλι μεγάλωσε… Πόνος που με ένα «Αχ!» μετριέται… Όχι, πιο μεγάλος τώρα έγινε… Με ένα «Αχ!» και άλλο ένα «Αχ!» μετριέται.
«Φάε καλό μου!» παρακαλά η Ιωάννα.
Αλλά το αγόρι δεν τολμά μήτε το στόμα του να ανοίξει…
Ανοίγει όμως η πόρτα και…
Τα δυο «Αχ!» πάνε!… Έφυγαν τρομαγμένα.
Χώνεται το αγόρι στην αγκαλιά της μανούλας.
«Πώς είναι ο λεβέντης μου;» ρωτά εκείνη. Τον χαϊδεύει.
«Πονά!» της εξηγεί η Ιωάννα και τα μάτια της μανούλας σκοτεινιάζουνε.
«Τώρα όμως πιο λίγο!» το αγόρι βιάζεται να προσθέσει
Και η μανούλα γελά.
Τα χείλη της στο μέτωπό του και η ματιά της πάντα σκοτεινή.
«Έχει πυρετό» σιγανά ενημερώνει την Ιωάννα, αλλά στο γιόκα της , άλλα λέει.
«Λοιπόν, να δεις που έφερα κάτι που θα κάνει το πόνο στο αυτάκι να φύγει για πάντα μακριά και ποτέ να μην ξανάρθει… »
«Πώς;» ρωτά το αγόρι.
«Με μια μόνο μικρή κουταλιά από αυτό το σιρόπι!» η μανούλα εξηγεί.
Στο αγόρι δεν του αρέσουν τα σιρόπια· έχουν άσχημη γεύση.
«Δεν θέλω!» βάζει και πάλι τις φωνές.
Μα η μανούλα του δίνει ένα ακόμα φιλί.
«Έλα! Ώσπου να ανοίξουν τα χεράκια σου το δώρο που σου πήρα, το κουταλάκι θα έχει αδειάσει μέσα στη γλωσσίτσα σου»
Κι έτσι γίνεται. Και το αγόρι ξεδιπλώνει το πακέτο.
Ένα βιβλίο ανάμεσα στα χέρια του και τα μικρά του δάχτυλα ξεφυλλίζουν τις σελίδες. Πίσω από τα υγρά ματοτσίνορα οι εικόνες ξεχωρίζουν με τα όμορφα χρώματά τους και υπάρχει ένα μικρό αγόρι μέσα στις εικόνες, ένα μικρό αγόρι και η μαμά του και…
«Είδες που στο έλεγα! Άδειασε το κουταλάκι!» δίπλα του κάθεται η μανούλα.
Και ο το αγόρι χώνεται μέσα στην αγκαλιά της.
«Πώς το λένε το βιβλίο;» ρωτά γιατί ο ίδιος ακόμα δεν έχει μάθει να διαβάζει.
«Μια μέρα που πονούσε το αυτάκι του» η μητέρα λέει και με το δάχτυλο της του δείχνει ένα, ένα τα γράμματα του τίτλου.
Κι αυτό χώνεται πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Μέσα από εκεί κοιτά την πρώτη εικόνα…
Ένα μικρό αγόρι πάνω σε ένα κρεβάτι, πάνω στο κρεβάτι μια πολύχρωμη κουβέρτα και πάνω από το αγόρι και την κουβέρτα η μανούλα του αγοριού –αυτή πρέπει να είναι! – έχει σκύψει και ετοιμάζεται να το φιλήσει.
«Έλα να σου διαβάσω την ιστορία!» προτείνει η μανούλα.
«Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του.
Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο.
Μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι.
Η φωνή της μανούλας μπαίνει μέσα στο αυτάκι που… πονούσε. Και μετά… Δεν πονά, πια το αυτάκι.
Πονά όμως το αυτάκι του μικρού αγοριού της εικόνας μέσα στο βιβλίο.
Και το αγόρι απλώνει τη δική του παλάμη, χαϊδεύει τη ζωγραφιά
«Κάνε υπομονή!» παρηγορεί τώρα το αγόρι της ιστορίας. «Μόλις και η δική σου η μανούλα θα γυρίσει, να δεις που θα σου διαβάσει μια ιστορία και ο πόνος στο αυτάκι σου θα περάσει!»
Θα περάσει… Όπως πέρασε ο δικός του. Μήτε μ’ ένα «Αχ!» μετριέται , μήτε με δύο.
Και έπειτα η Ιωάννα έφερε νέες πατάτες, φρεσκοτηγανισμένες.
Και το μικρό αγόρι έφαγε μια, έφαγε δυο… Την τρίτη της έδωσε στη μανούλα. Μαζί με ένα πλατύ χαμόγελο.
Πάνω στην πολύχρωμη κουβέρτα, το βιβλίο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές.
Και τα δάχτυλα της μανούλας ανάμεσα στα δάχτυλα του αγοριού.
https://www.hartismag.gr/
Οκτ. 2024
(1260 λέξεις)
29.9.24
Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω»
Βασιλική Πέτσα
«Δεν θ΄αργήσω»
Εκδόσεις Πόλις
Στις 15 Απριλίου του 1989, συνέβη η μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία της Μεγάλης Βρετανίας, στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, όταν κατά τη διάρκεια του ημιτελικού αγώνα Λίβερπουλ - Νότιγχαμ Φόρεστ για το Κύπελλο Αγγλίας, 96 φίλαθλοι ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου και 766 τραυματίστηκαν.
Πάνω σε αυτό το γεγονός που είχε συνταράξει σε πολλαπλά επίπεδα την αγγλική κοινωνία, η Βασιλική Πέτσα στήριξε το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της.
Το μυθιστορηματικό παρόν είναι είκοσι χρόνια μετά από το τραγικό συμβάν και η αφήγηση γίνεται από ένα πρόσωπο που ως έφηβος είχε -μαζί με δυο φίλους του- παρευρεθεί στο στάδιο εκείνη τη μέρα.
Ο αφηγητής είναι πια ένας άντρας που έχει φτιάξει την δική του οικογένεια. Αλλά που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ένταση των συναισθημάτων που γνώρισε εκείνη τη μέρα. Και που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό ενός από τους φίλους του.
Πέρασε αυτά τα είκοσι χρόνια ζώντας στην ουσία δίπλα σε ένα άλλο πρόσωπο -τον ίδιο του τον εαυτό- που την τύχη του να επιζήσει δεν την προσέλαβε ως δώρο ζωής αλλά ως κάτι το λαθραίο, μια προδοσία. Ίσως και ως μια παράταση επιβίωσης που κάποια στιγμή θα τελείωνε. Στη θέση ή και μαζί με τον φίλο που ποδοπατήθηκε θα έπρεπε να ήταν αυτός ή και αυτός.
Στην ουσία η Βασιλική Πέτσα επέλεξε αυτό το τραγικό συμβάν γιατί συνέβη στα 1989, σε μια περίοδο, δηλαδή, όπου η αγγλική εργατική τάξη έχανε όλα τα δικαιώματα της κάτω από τις πολιτικές εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ.
Ο αφηγητής, λοιπόν, και τα υπόλοιπα πρόσωπα -αγόρια και κορίτσια- που αποτελούσαν την νεανική παρέα εκείνων των χρόνων, συνέχισαν να ζούνε τοποθετώντας σε αποθήκες μνήμης τα όσα έζησαν και κάπως έτσι δημιούργησε ο καθένας το όποιο μέλλον του. Αλλά στην επέτειο των είκοσι χρόνων, ένας από αυτούς -που είχε μεταναστεύσει προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να ξεφύγει από την ασφυξία των αναμνήσεων- ειδοποιεί πως επιστρέφει και αυτό θα είναι η αφορμή για τους νεανικούς του φίλους να αναζητήσουν ένα τρόπο ξεπεράσματος του τραύματος, στην ουσία μια καθυστερημένη επανεκκίνηση της ζωής τους.
Μα ο αφηγητής δεν είναι ικανός -μήτε και θέλει- να σχεδιάσει την όποια νέα αρχή. Αισθάνεται πως όλα αυτά τα χρόνια τα είχε περάσει φυλακισμένος -όπως τα καναρίνια στο γκαράζ του σπιτιού του. Και κατά τη διάρκεια εκείνου το πρωινού, μέσα στο ίδιο το γκαράζ θα κλειστεί κι αυτός και ενώ θα ανοίξει την πόρτα του κλουβιού και θα παρακολουθεί το καναρίνι να μην είναι ικανό να αρπάξει την ευκαιρία απελευθέρωσής του, θα ξεκινήσει την αναπόληση -αναδρομή όλης της ζωής του.
Για τον ίδιο -όπως και για όλα τα παιδιά της κοινωνικής τάξης του- το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος έκφρασης συναισθημάτων και αυτοαναγνώρισης. Και το γεγονός πως αυτός ο τρόπος από όνειρο ζωής έγινε εφιάλτης θανάτου και μάλιστα λόγω ανεπάρκειας ή και αδιαφορίας πολιτικής και κοινωνικής μέριμνας, αποτελεί μια επιβεβαίωση της μη ύπαρξής του.
Η μνήμη του χαμένου φίλου δείχνει να αποκτά τη δυναμική συμβόλου. Και τα σύμβολα αξίζει να τα μιμούμεθα.
Υπόγεια, αλλά ουσιαστικά πολιτικό, λοιπόν, το μυθιστόρημα αυτό και η Βασιλική Πέτσα με τη γραφή της υπηρετεί αυτή τη διάσταση του έργου.
Η αφήγηση αν και πρωτοπρόσωπη δεν υποκύπτει στο μιμητισμό μιας γλώσσας ανθρώπων της εργατικής τάξης. Ο αφηγητής ενώ αναλυτικά αφηγείται τις λεπτομέρειες, παράλληλα ακολουθεί σκέψεις διαχρονικής εμβάθυνσης: «Έκρυβα, αυτό έκανα, προστάτευα ό,τι μπορούσα να σώσω, σε σημεία που θεωρούσα απρόσβλητα: στο μαύρο κουτί της μνήμης. Νόμιζα ότι όλα τα είχα συγκρατήσει, ότι υπάρχουν όλα τα κομμάτια του εαυτού μου, ότι σαν παζλ, όποτε ήθελα, θα μπορούσα να ξανασυναρμολογηθώ, να γίνω ενιαίος. Κοίταζα τη φωτογραφία μας και δεν θυμόμουν πότε την είχαμε βγάλει, δεν θυμόμουν σε ποιον αγώνα, τι είχαμε πει πριν ή μετά, τι είχαμε πιει, αν είχαμε φάει κάτι. Νόμιζα πως με είχα καταχωνιάσει σ΄ένα παρελθόν μονωμένο, όμως η υγρασία σιγά σιγά με έλιωνε, με κατάτρωγε ο σκόρος, έγινα μια τρύπια κουβέρτα και τώρα κρυώνω. ‘Another me’, γι αυτό πάλευα για χρόνια ολόκληρα. Ονειρευόμασταν κάποτε να γίνουμε κάτι, μετά από το Χίλσμπορο θέλησα να είμαι ένας άλλος, έχοντας πάντα για έρμα μου, έτσι νόμιζα, τον προηγούμενο εαυτό μου. Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύρισαν τα αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ΄ αυτιά μου στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας»
Η Βασιλική Πέτσα από ένα σημείο και μετά χωρίς να αδιαφορεί για την ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, παράλληλα προσεγγίζει το θέμα της με στοιχεία υπαρξιακού δράματος. Ως εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια έχει την γλώσσα. Άλλοτε με αγγλικές εκφράσεις του τύπου Come on, mate, now ή Fuck mate , fuck, fuck, fuck κι άλλοτε με παραπομπές στην ελληνική μυθολογία ή στην Οδύσσεια, αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας, μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου.
Σίγουρα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών και αναντίρρητα και από τα λιγότερα ελληνοκεντρικά.
(800 λέξεις)
Βιβλιοδρόμιο Νέων (29/9/2024)
17.9.24
Ο Γιάννης Παπαδάτος στο diastixo
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου Μάνου Κοντολέων απευθύνεται σε παιδιά από 8-9 ετών, μια ηλικιακή περιοχή που γι’ αυτή δεν εκδίδονται αρκετά βιβλία του συγκεκριμένου είδους. Το μυθιστόρημα Ο Μάρκος τα λέει… όλα! είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου. Ο Μάρκος είναι 13 ετών και συμπρωταγωνιστεί με τον Νέστορα, τον μικρότερο αδελφό του. Με τις συγκεκριμένες ηλικίες ο Κοντολέων έχει ασχοληθεί και σε άλλα επιτυχημένα κείμενά του μεγάλης ή μικρής φόρμας (π.χ. Δομήνικος, Η Άννα και το τζιτζίκι, Ο Ορέστης και το υπόγειο, Ο αδελφός της Ασπασίας, Μανόλο & Μανολίτο, Μανόλο & Μανολίτο και… Μανουήλ), μερικά από τα οποία είναι και αυτοαναφορικά.
Η οικογένεια του Μάρκου είναι μοντέρνα. Βαδίζει με τη διαδικτυακή εποχή μας. Ο συγγραφέας έχει ικανή θητεία στην παρουσίαση της οικογένειας σε όλο σχεδόν το έργο του. Στο μυθιστόρημά μας έχουν ουσιαστικό ρόλο όλα τα μέλη της, και προπάντων οι δυο γιαγιάδες και ο παππούς. Ο παππούς, συνταξιούχος καθηγητής, μιλάει πάντα στην καθαρεύουσα. Όλοι εκτός από εκείνον έχουν δικό τους blog. Δημιούργησε και ο Μάρκος, που θέλει να γίνει διαστημικός επιστήμονας, με στόχο να καταγράφει με πλήρη διαφάνεια, όπως λέει, «όσα αλησμόνητα» του συμβαίνουν. Γνωρίζει, όπως λέει, τα θετικά και τα αρνητικά του διαδικτύου και μάλιστα θα ωφεληθεί, αφού με τη βοήθεια του Google θα διορθώσει και την ορθογραφία του… Υπογραμμίζει: «Αλλά εγώ είμαι καθαρός σε όλα μου. Και δεν μου αρέσει να ξεγελώ κανέναν – μήτε καν το gmail» (σελ. 18).
Η πλοκή είναι επεισοδιακή και παρουσιάζεται, αριθμητικά, σαν ημερολόγιο, σε κεφάλαια με τον τίτλο Post. Έτσι, στο Post 1 ο Μάρκος, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, μας ενημερώνει για τη σχέση του με τον αδελφό του. Όπως φαίνεται δεν τον αντέχει και μάλιστα δίνει οδηγίες στα παιδιά αναγνώστες πώς να μη ζητούν αδελφό, αλλά κι αν τον έχουν, να είναι ενημερωμένα για το πόσο αβάσταχτη θα είναι η ζωή τους. Μας πληροφορεί ότι τα Posts του θα έχουν σχέση με τον αδελφό του, γι’ αυτό και η ονομασία του blog είναι: adelfaki-diavolaki.blogspot.com. Μας εκμυστηρεύεται: «δεν είμαι μόνο εγώ που τραβώ των παθών μου τον τάραχο, αλλά και οι γονείς και ο παππούς κι οι γιαγιάδες […] (που) δείχνουν να το διασκεδάζουν – τους έχω πάρει χαμπάρι εγώ τους μεγάλους πόσο καλά κρύβουν όσα δεν θέλουν να τα μοιραστούν μ’ εμάς τους μικρούς…» (σελ. 27).
Είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου.
Ο Κοντολέων, όπως και στα προαναφερόμενα έργα του, το ίδιο και στο παρόν, αποτυπώνει ένα ευφυές, καθημερινό, λεκτικό ή καταστασιακό χιούμορ. Σημειώνω μερικά παραδείγματα από τα 14 συνολικά Posts: όταν βαφτιζόταν ο μικρός Νέστορας σκόρπισε τις απευκταίες μυρωδιές, που έκαναν τον καθαρευουσιάνο παππού να εκστομίσει τη λέξη «μπαγάσας». Και ο αφηγητής, που δεν διστάζει να ασκεί με πολύ χιούμορ κριτική, υπογραμμίζει: «Ακούς εκεί! Ο παππούς να χρησιμοποιεί μια τέτοια λέξη […] Και από την άλλη να λέει και Εύγε του! […] Και μάλιστα για ποιον, παρακαλώ; Για τον χέστη Νέστορα!» (σελ. 32). Επιπλέον, αναφέρω επιγραμματικά τα σπαρταριστά επεισόδια για το ποδόσφαιρο με τον διαιτητή πατέρα του, για τις εξαφανίσεις του Νέστορα και για τον τραυματισμό που ο Νέστορας προκάλεσε στην κοιλιά του Αϊ-Βασίλη με μια παραμάνα, επειδή το ίδιο είχε κάνει και ο παππούς του, ο οποίος μικρός είχε σκάσει με παραμάνα την κοιλιά-μπαλόνι εκείνου του Αϊ-Βασίλη.
Στην ακολουθία των γεγονότων ενσωματώνονται και διακειμενικά στοιχεία του μυθιστορήματος του συγγραφέα Ο αδελφός της Ασπασίας. Διαπιστώνεται ότι ο Μάρκος έχει πολλά κοινά σημεία με τον ήρωα του συγκεκριμένου βιβλίου, τον Δαμιανό. Επιπλέον, ο παππούς, σημαίνοντας τη συνέχεια των γενεών, χαρίζει στα εγγόνια του βιβλία που διάβαζε ως παιδί, όπως τους Τρεις σωματοφύλακες,τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, τις Περιπέτειες ενός ιππότη, τον Άτλαντα του Διαστήματος. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μεταμυθοπλαστικά στοιχεία. Ο αφηγητής Μάρκος απευθύνεται προς τους αναγνώστες λέγοντας: «για δική σας χάρη το έχω αντιγράψει» (σελ. 114). Και διαβάζοντας το γράμμα του καθαρευουσιάνου παππού στη δημοτική γλώσσα, ο αναγνώστης με τη σειρά του «μαθαίνει» πως υπάρχουν διαφορετικά ύφη γραφής. Μάλιστα επειδή θέλει το blog του να είναι πρωτότυπο, για παράδειγμα εικονογραφημένο, σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια της εικονογράφου Τέτης Σώλου που γνώρισε, όταν εκείνη επισκέφτηκε το σχολείο του. Πράγματι, η Σώλου με τα εκφραστικότατα σκίτσα της κοσμεί τις σελίδες του μυθιστορήματος. Οι εικόνες ενσωματωμένες στο κειμενικό σώμα είναι σαν να «διασκεδάζουν» μαζί του και συνάμα συνοδεύουν ευχάριστα το αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας το συμπρωταγωνιστή.
Μία σημαντική στιγμή της υπόθεσης είναι το χάρισμα των παιχνιδιών του παππού προς τα εγγόνια του και για πρώτη φορά το αρμονικό παίξιμο μεταξύ τους. Κι ο Μάρκος δεν διστάζει να πει: «ΟΚ, μπορεί όλα αυτά να τα βρίσκεις στο Ίντερνετ, αλλά έχει μεγάλη πλάκα να τα κρατάς στα χέρια σου» (σελ. 121). Όμως έχει και πολύ γούστο το κόλπο που μεταχειρίστηκε ο Νέστορας προκειμένου να πάρει όλα τα χρήματα που εισέπραξαν οι δυο τους από τα κάλαντα. Ένα κόλπο που άλλαξε τη συμπεριφορά του Μάρκου απέναντι στον αδελφό του και η ζήλια κι ο ανταγωνισμός έδωσαν τη θέση τους στη συνεργασία. Αναγνωρίζοντας την εξυπνάδα του, ως γνήσιος απόγονος του παλαιού Δαμιανού, παίρνει και τις μεγάλες αποφάσεις όπως αυτή: «Μήπως, σκέφτηκα, αντί να κάθομαι και να γράφω ό,τι τραβώ από το αδελφάκι μου για να το διαβάζουν οι άλλοι, θα ήταν καλύτερα να προσπαθούσα να σκέφτομαι όπως εκείνος; Είναι φορές που αισθάνομαι πως αυτός είναι ο μεγάλος αδελφός και εγώ ο μικρότερος» (σελ. 127). Παρά δε τις σκέψεις να σταματήσει το blog, αποφάσισε να το κρατήσει και να συνεργαστεί με τον μικρό αδελφό του, αυτός από τη θέση του διευθυντή που θα προτείνει ιδέες για τα posts κι ο Νέστορας που θα δίνει τις λύσεις. Kι η ονομασία του νέου blog: adelfakia.blogspot.com. Κομβικό σημείο της αφήγησης είναι όταν ο Μάρκος και ένας φίλος του από τη Γαλλία, κουβεντιάζοντας μέσω viber, διαπίστωσαν μέσα από τις διάφορες αλλαγές στο σώμα τους ότι άρχισαν να μεγαλώνουν.
Ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες.
Ο Κοντολέων προβάλλει ήρωες που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της ηλικίας τους. Ιδιαίτερα ο Μάρκος, παρόλο που αρχικά επικρίνει τον μικρό αδελφό του κι ο ίδιος αυτοσυστήνεται ως cool τύπος και συχνά παραπονιέται πως τον παραμελούν για χάρη του, εντούτοις γνοιάζεται για εκείνον και τον προστατεύει. Στο τέλος αναγνωρίζει την αξία του. Γιατί είπαμε, ο Μάρκος τα λέει όλα! Όπως κι ο Δαμιανός! Που δεν διστάζουν να βάζουν στο στόχαστρό τους και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους.
Πρόκειται για ένα ημερολογιακό μυθιστόρημα αυτογνωσίας το οποίο, με την παρουσία ηρώων όλων των ηλικιών, θα μπορούσαμε να το εντάξουμε και στην κατηγορία του crossover. Το κείμενο ρέει ενσωματώνοντας και τη γλώσσα του διαδικτύου (follower, link, podcast κ.ά.), προπάντων στέλνοντας μηνύματα συνετής χρήσης του. Τα δύο αδέλφια σκορπίζουν γέλιο μέσα από αληθινές εικόνες που αναδεικνύουν τη βαθιά γνώση του συγγραφέα για την παιδική ψυχοσύνθεση.
Καταληκτικά: ο Κοντολέων μέσω των δύο παιδιών αναδεικνύει με γλαφυρότητα εμβληματικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας (παιδικότητα, ελευθερία, παιχνίδι, ανταγωνισμός με στόχο τη συνεργασία, διάθεση για χαρά, πορεία προς την ενηλικίωση). Γενικά, ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες και γι’ αυτό τα έργα του για μικρές ηλικίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον και διαβάζονται ευχάριστα και από τους ενήλικες, οι οποίοι σίγουρα κατά την ανάγνωση θα αλιεύσουν στοιχεία από την αληθινή μας πατρίδα.
Γιάννης Παπαδάτος
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/23065-markos
16.9.24
6+1 ερωτήσεις στο Fractal.gr
6+1 ερωτήσεις | Μάνος Κοντολέων: «Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων»
Συνέντευξη στον Άγγελο Χαριάτη //
-Ποιο είναι το τελευταίο σας βιβλίο και τι πραγματεύεται;
Στα μέσα Ιουλίου κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Ο Μάρκος τα λέει όλα». Πρόκειται για ένα καθαρώς παιδικό μυθιστόρημα με πολύ χιούμορ που έχει να κάνει με τη ζωή μιας τετραμελούς μέσης οικογένειας και για το πως ένα προέφηβος κρίνει την καθημερινότητα τη δική του και των άλλων. Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων.
-Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος που προτιμάτε ως συγγραφέας και κάποιο που προτιμάτε ως αναγνώστης;
Όχι. Τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος να προτιμώ. Αυτό που αναζητώ -πάντα και ως αναγνώστης και ως συγγραφέας- είναι από τη μια η λογοτεχνική ποιότητα και από την άλλη να καλύπτω τις εκάστοτε προσωπικές μου εσωτερικές ανάγκες.
-Μικρή φόρμα ή μεγαλύτερη. Ποια σας ενδιαφέρει ή σας ταιριάζει καλύτερα;
Θα έλεγα η μεγαλύτερη. Μου δίνεται με αυτήν η ευκαιρία να αναπτύξω χαρακτήρες, να εισέλθω βαθύτερα και για περισσότερο χρόνο στις ζωές των άλλων.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές ή αγαπημένη θεματολογία;
Αγαπημένη όχι… Εμμονές όμως σίγουρα. Ας σημειώσω την αναζήτηση ταυτότητας, τον έρωτα, τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις.
-Έχετε επιρροές από Έλληνες ή/και ξένους συγγραφείς;
Και έχω και είχα και θα έχω. Δε γίνεται διαφορετικά. Δεν ζούμε αποκλεισμένοι από τους άλλους. Από τους άλλους -αυτούς που κάποτε υπήρξαν και από όσους υπάρχουν ακόμα- παίρνουμε τα στοιχεία που με αυτά σχηματίζουμε και συνεχώς ανανεώνουμε την προσωπικότητά μας.
-Εάν είχατε τη δυνατότητα να καλέσετε σε τραπέζι τέσσερις λογοτέχνες, ποιοι θα ήταν αυτοί και για ποιο λόγο;
Αυτούς που κάποτε μαζί τους βρέθηκα γύρω από ένα τραπέζι και που τώρα δυστυχώς δεν μπορούν πια να αποδεχτούν την πρόσκληση μου. Με άλλα λόγια τους αγαπημένους -όχι και κατ’ ανάγκη σημαντικότερους- συγγραφείς που υπήρξαν φίλοι μου. Δεν μετρώ τους ανθρώπους με το ταλέντο τους, αλλά με την προσωπικότητά τους.
-Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα χαρακτηριστικά ενός έργου το οποίο χαρακτηρίζεται παγκόσμιο ή/ και κλασικό;
Η αλήθεια του… Ό,τι μπορεί για τον καθένα μας να σημαίνει αυτό.
12.9.24
Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε
Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε
Ο Μάνος Κοντολέων, γράφει ένα αλληγορικό παραμύθι για αναγνώστες κάθε ηλικίας. Ένα παραμύθι πολιτικής φαντασίας, ένα παραμύθι για την αγάπη, για τον άνθρωπο, για το ταξίδι της ζωής.
Δεν θα σταθώ στις πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας: τον μονάρχη που έρχεται η ώρα να επιλέξει διάδοχο και διάδοχο εξ αίματος δεν έχει, την αποτίμηση της ζωής του και της εξουσίας που κατείχε, πόσα έδωσε, πόσα πήρε, πόσα έχασε, τι είναι αυτό που τώρα στα στερνά της ζωή του καταλαβαίνει, τι είναι αυτό που γυρεύει. Θα μείνω στην καρδιά της ιστορίας και αυτή είναι οι ιστορίες και οι άνθρωποι που τις λένε, τις γράφουν, τις τραγουδούν, τις κάνουν πράξη.
Η πολιτεία που περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων, είναι μια πολιτεία νησιωτική. Ένα Νησί είναι στη μέση μιας περίκλειστης θάλασσας. Και όπως κάθε τι κλειστό, ξεκομμένο, κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Να σβηστεί από τη μνήμη. Μα ο κίνδυνος δεν έρχεται από κανένα εξωτερικό εχθρό. Τον κίνδυνο τον κουβαλούν οι κάτοικοι της πολιτείας εντός τους. Και ο κίνδυνος λέγεται λησμονιά. Η λησμονιά που έρχεται όταν δεν έχεις χρόνο να γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω. Όταν ο χρόνος γίνεται κυνηγός και ο κυνηγημένος είσαι εσύ. Όταν δεν έχεις τόπο να σταθείς, γιατί συνεχώς βιάζεσαι να προλάβεις κάτι, χωρίς να ξέρεις που τραβάς, χωρίς να κοιτάς, χωρίς να θυμάσαι, χωρίς να ονειρεύεσαι...Το Νησί είναι μια πολιτεία που σαπίζει σαν καράβι σε στεκούμενα νερά. "Γερνούν οι άνθρωποι. Γερνούν όμως και οι τόποι;"αναρωτιέται ο βασιλιάς; Γερνούν, θα πει η κυρά του, όταν εκείνοι που τους κατοικούν σταματούν να τους νοιάζονται, όταν ξεχνούν τις παλιές ιστορίες, παύουν να τις διηγούνται και αλίμονο σταματούν να φτιάχνουν καινούριες.
Εδώ βρίσκεται κατά τη δική μου ανάγνωση το κλειδί του μυθιστορήματος. Στην σημασία των ιστοριών. Οι ιστορίες, οι μύθοι, διηγούνται την ψυχή του καιρού που τις γεννά. Κάθε ιστορία είναι γέννημα του τόπου και του χρόνου που την έφερε στο φως. 'Ετσι κάθε καιρός έχει τις ιστορίες που του αξίζουν. Και τους ήρωες του επίσης. Γιατί η ιστορία, όπως και στο συγκεκριμένο βιβλίο οι έξι ιστορίες που γράφουν οι κάτοικοι του Νησιού για το βασιλιά τους, φέρνουν στο φως με τρόπο αλληγορικό μια πραγματικότητα ιστορική, η οποία αποτελεί πρότυπο προς μίμηση (ή προς αποφυγή). Η ιστορία, ο μύθος είναι η εκπεφρασμένη συλλογική μας μνήμη και ταυτότητα. 'Οταν ο μύθος χάνεται, λησμονιέται, χάνεται ακριβώς αυτή η μνήμη. Χάνεται η αίσθηση ταυτότητας μεταξύ των ανθρώπων. Χάνεται η κοινότητα, με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις που μπορεί να έχει αυτό. Όταν δε οι άνθρωποι σταματούν να παράγουν ιστορίες, να γίνονται δημιουργοί, να βρίσκουν αφορμές και αιτίες να μυθολογήσουν, να ερμηνεύσουν δηλαδή αλληγορικά την πραγματικότητα που βιώνουν, όταν λειτουργούν με βάση την εκλογίκευση και μόνο, είναι σαν ο τόπος να χάνει την ψυχή του. Επέρχεται μια πολιτισμική ανομβρία και ξηρασία, που μοιάζει, όπως συμβαίνει και στην ιστορία του Μάνου Κοντολέων, να συμπαρασύρει και τον φυσικό κόσμο.
Η πρωτοβουλία του βασιλιά να ζητήσει από τους υπηκόους του να γράψουν ιστορίες, ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε και με βάση αυτές να επιλέξει τον διάδοχό του, δηλώνει την ξεκάθαρη πρόθεση του για μετάβαση σε μια εξουσία με φαντασία. Μια εξουσία που μέτρο της θα έχει τον (συν)άνθρωπο.
Γι' αυτό το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα ελπίδας. Κοιτώντας την αρχική εικόνα της πολιτείας βλέπεις τη μαυρίλα, την απογοήτευση, την αποξένωση. Ο συγγραφέας όμως μας δείχνει, πως για να ανακαλύψεις την ελπίδα πρέπει να την αναζητήσεις. Πρέπει να πορευτείς εσύ προς εκείνη ή να την "αναγκάσεις" να φανερωθεί. Το Νησί δεν κρύβει μόνο ανθρώπους, αδιάφορους, μοναχικούς, που κοιτάζουν το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για κοινό καλό. Έχει και εκείνους που νοιάζονται, που συμπονούν, που αγαπούν, που γράφουν ιστορίες (κάποτε και ιστορία). Μα πρέπει να είσαι παρατηρητικός. Πρέπει να επιλέξεις να κοιτάξεις το καλό για να έρθει να σε συναντήσει. Γιατί δεν θα ανακαλύψεις, παρά αυτό που αναζητάς. Κανένα σύμπαν δεν θα συνωμοτήσει να σου δώσει άλλο από αυτό που ψάχνεις. Ο άρχοντας έψαχνε ανθρώπους που ξέρουν τις λέξεις που αγαπάνε και βρήκε πολλά παραπάνω από αυτό: βρήκε ανθρώπους που αγαπάνε και από τις λέξεις φτιάχνουν πράξεις αγαπητικές.
"Γιατί οι λέξεις υπάρχουν, όταν κάτι περιγράφουν. Αν αυτό χαθεί, πεθαίνουν και οι λέξεις."
Τη ζοφερή εικόνα της πολιτείας στη αρχή της ιστορίας, έρχεται να αντικαταστήσει στο τέλος η πολιτεία της σύμπραξης, της συνύπαρξης, της αγάπης, της μοιρασμένης χαράς.
Η μαγιά βρέθηκε και τώρα μένει να ζυμωθεί το ζυμάρι της δημοκρατίας.
Να αναζητάς την μαγιά.
Να είσαι το αλάτι σε ένα κόσμο που σαπίζει.
Αγγελική Ευσταθίου
https://paidikavivlia.blogspot.com/2022/01/blog-post_19.html
Ιανουαρίου 19, 2022
15.8.24
Ο Αιμίλιος Σολωμού για την τριλογία "Κασσάνδρα - Κλυταιμνήστρα - Μήδεια"
Η τριλογία εξιστορεί τις ζωές τριών εμβληματικών γυναικών του μύθου (Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστα, Μήδεια) με μια νέα, σύγχρονη οπτική. Ο Μάνος Κοντολέων θέλησε να τους δώσει φωνή, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τη θηλυκή τους φύση, να διεκδικήσουν ισότιμη θέση πλάι στον άνδρα και να εξηγήσουν τα όσα διαχρονικά τους προσάπτονται. Τις αντιμετωπίζει με συμπάθεια, κατανόηση και ευαισθησία. Και καταφέρνει να συγκεράσει τις τρεις αποσπασματικές ιστορίες, βρίσκοντας τα νήματα που τέμνουν τις ζωές των ηρωίδων του. Καταφέρνει επιπλέον να αναδείξει τον ψυχισμό τους, ανασύροντας τις μύχιες σκέψεις, τα ένστικτα, το εσωτερικό δράμα, όπως μόνο ένας δεινός τεχνίτης της αφήγησης μπορεί. Εξετάζοντας τους μύθους μέσα από πολλές πηγές, π.χ. τις αρχαίες τραγωδίες, με μια φρέσκια ματιά, αξιοποιώντας τη μυθική μέθοδο και τη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, επιστρατεύοντας ανάλογα την πρωτοπρόσωπη (Κασσάνδρα) ή την τριτοπρόσωπη αφήγηση (Κλυταιμνήστρα, Μήδεια), με διακριτό ύφος σε κάθε περίπτωση, και τις συνεχείς αναδρομές, με μια άκρως ποιητική γλώσσα, πέτυχε ένα αξιοθαύμαστο συγγραφικό κατόρθωμα.
Και οι τρεις ηρωίδες διακρίνονται για τον δυναμισμό τους. Απορριμμένες από το περιβάλλον τους, μέσα στην απόλυτη, την παγερή μοναξιά τους, προσπαθούν να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους. Στρέφονται διαρκώς στο παρελθόν σε μια ανασκόπηση της ζωής τους, και με διαρκή ενδοσκόπηση, για να προσδιορίσουν τη θέση τους στο παρόν, ενώ ταυτόχρονα έχουν συνείδηση του τραγικού, επικείμενου τέλους. Και σ’ αυτή την ανασκόπηση, σ’ έναν κόσμο που εξουσιάζεται από τις φιλοδοξίες και τη σκληρότητα των ανδρών, πολεμούν με τις μνήμες και τις σκιές τους. Η Κασσάνδρα με τα «μελανόχρωμα οράματα» (σ. 41), τις μνήμες των σφαγιασμένων αγαπημένων της: όλη η οικογένειά της ξεκληρίστηκε. Η Κλυταιμνήστρα: «Μια σκιά είχε γίνει που ακολουθούσε άλλες σκιές... Μια μια τις αναγνώριζε! [...] η Λήδα και ο Τυνδάρεως· η Ελένη και ο πρίγκιπας της Τροίας. [...] το σκιώδες σώμα του Τάνταλου, [...] εκείνο το βρεφούδι... [...] και μετά είδε την άλλη τη σκιά-ο Αγαμέμνων. Αναζήτησε άλλον διάδρομο. Πήρε να ακολουθεί τα ελαφρά βήματα μιας ακόμα σκιάς... Ιφιγένεια... Παραπάτησε. Σφάχτης ό,τι αισθάνθηκε να της φέρνει τον απόλυτο πόνο. Και σκιές ολόγυρα» (σ. 119-120). Και για τη Μήδεια: το παρελθόν που απαρνήθηκε για χάρη του Ιάσονα, ο πατέρας, ο τεμαχισμένος αδελφός, ο ναός της Εκάβης και η πατρίδα που εγκατέλειψε, ο Ιάσονας που αποδείχτηκε επίορκος και δειλός, μια σκιά αυτού που αγάπησε, και άλλοι «ως γερασμένες σκιές στέκονται δίπλα της τα θύματα φόνων του παρελθόντος» (σ. 81).
Και στις τρεις περιπτώσεις, άνδρες έκλεψαν την ευτυχία τους. Από τη μια η Κασσάνδρα και η Μήδεια, εξ ανατολών ιέρειες θεοτήτων, του φωτός η μια (Απόλλωνας), του σκότους η δεύτερη (Εκάτη), εκπροσωπούν, εκτός των άλλων, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Η Κλυταιμνήστρα μοιάζει πιο γήινη, ανθρώπινη, πιο επαναστατική, αν και υπέκυψε στη φιλοδοξία και στο δέλεαρ της εξουσίας, η Κασσάνδρα πιο «ποιητική», πιο μοιραία, παραδομένη στη μοίρα της, σηκώνει το βάρος του προσωπικού και συλλογικού πόνου και τραύματος, η Μήδεια μια σκοτεινή μορφή από άλλο κόσμο, κυριαρχείται από τα πάθη της, την απόγνωση που φτάνει στον παραλογισμό.
Άτεκνη η Κασσάνδρα, μητέρες η Κλυταιμνήστρα και η Μήδεια. Η Κλυταιμνήστρα δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον γιο της, τον Ορέστη. Στη Μήδεια η ιστορία θα αντιστραφεί. Αυτή θα δολοφονήσει τους γιους της. Κι όμως, και στις δύο περιπτώσεις, τη στιγμή του φόνου, δεν απουσιάζει η μητρική αγάπη. Πρόσεχε, θα πει στον μητροκτόνο γιο της η Κλυταιμνήστρα. Και η Μήδεια θα σκεφτεί λίγο πριν: «Αλλά και ό,τι σκοτώνεις πάντα θα τ’ αγαπάς» (σ. 109).
«Πρόσεχε...» θα είναι η τελευταία λέξη της Κλυταιμνήστρας προς τον Ορέστη, την ώρα που θα κόψει το νήμα της ζωής της, γιατί ξέρει ποια θα είναι έπειτα η μοίρα του. «Πρόσεξε...» (σ. 126), θα προειδοποιήσει και ο Τυνδάρεως την κόρη του. «Ένα αυθόρμητο πρόσεχε», θα ψελλίσει σε μια «βουβή παράκληση και ικεσία» (σ. 45) και η παραμάνα Αγιδώ προς τη Μήδεια, όταν αυτή θα σμίξει με τον Ιάσονα. Θα της το θυμίσει και αργότερα: «Πρόσεχε, σου είχα ζητήσει... Δε με άκουσες;...» (σ. 68).
Το ερωτικό σμίξιμο της Μήδειας με τον Ιάσονα και της Κλυταιμνήστρας με τον Τάνταλο (και τον Αίγισθο) έχει μια τρυφερότητα, πληρότητα. Η ερωτική πράξη της όμως με τον Αγαμέμνονα δεν έχει καμιά ψυχική σύνδεση, όπως και της Κασσάνδρας με τον Αγαμέμνονα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για βιασμό-μια πράξη του ενός, της βίαιης κατάκτησης, του αδίστακτου αρσενικού, για επιβολή της εξουσίας του. Οι γυναίκες είναι τα λάφυρα του Αγαμέμνονα. Η Εκάβη, στη συνομιλία με τον κόρη της Κασσάνδρα, θα υποστηρίξει: «Οι άνδρες έχουν τον φαλλό-ξίφος που ματώνει» (σ. 119).
Αυτά τα μοτίβα, οι θεματικές, η διαγραφή του ψυχισμού των ηρωίδων, η κορύφωση του πάθους και ο κύκλος του αίματος, μα και πολλά άλλα, είναι τα νήματα που διαπερνούν τα βιβλία της τριλογίας, ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο έργο. Σε συνεκτικό στοιχείο αναδεικνύεται και το ύφος, η γλώσσα. Πότε ποιητική και λυρική, πότε σκληρή και κυνική, ακροβατεί στα όρια με κάθε λέξη να έχει ειδικό βάρος και σκοπό.
Η τριλογία είναι κυρίως μια πολιτική κατάθεση. Και τα τρία μυθιστορήματα έχουν να κάνουν με την εξουσία, τη φιλοδοξία για την κατάκτησή της και τον έλεγχο (επί του λαού, του εχθρού, των γυναικών). Στα δύο πρώτα κυριαρχεί η αδίστακτη εξουσία του Αγαμέμνονα. Στη Μήδεια θα σχολιάσει ο αφηγητής: «Η όψη του άρχοντα διακηρύττει-φορές και διαπομπεύει-την έπαρση της εξουσίας» (σ. 84). Επιπλέον, στην Κλυταιμνήστρα αναδεικνύεται η φιλοδοξία του Αίγισθου για εξουσία και κυρίως του Ορέστη, ο οποίος επιδιώκει να μοιάσει στον Αγαμέμνονα και να διεκδικήσει τον θρόνο, να γίνει Άναξ Ανδρών. Και στη Μήδεια είναι η φιλοδοξία του Ιάσονα να γίνει βασιλιάς στη θέση του επηρμένου Κρέοντα της Κορίνθου. Ακόμα και η Κλυταιμνήστρα θα υποκύψει στη γοητεία του άρχειν, και θα προχωρήσει στον φόνο, μια πράξη ανδρών, για να γίνει «Άνασσα Ανδρών και Γυναικών» («Πάνω από αυτήν ουδείς άλλος!», σ. 192). Ο Μάνος Κοντολέων ξεσκεπάζει την εξουσία και τα μέσα που μετέρχεται, τότε και σήμερα, για εξαπάτηση του λαού, που καταλήγει σε όχλο. Η Κασσάνδρα (μέσω του Απόλλωνα) ασκεί κριτική σε ψευδομάντεις που ξεγελούν τους ανθρώπους με ένα σωρό απάτες όπως τα εντόσθια, τον καπνό, για να τους ρίξουν στάχτη στα μάτια, το καθημερινό ξεγέλασμα ενός λαού που θέλει να ξεγελιέται στην παραπληροφόρηση αυτών που κατέχουν τα μέσα. «Το σχήμα που έχουν τα εντόσθια των ζώων που θυσιάζονται, το προς τα πού τραβά η στήλη του καπνού από το θυμίαμα που καίγουν για χάρη μου, αν η φωτιά ανάψει με την πρώτη προσπάθεια ή όχι... Όλα αυτά είναι τερτίπια που μάντεις μικροί και ασήμαντοι χρησιμοποιούν για να ξεγελάσουν εύπιστα ανθρωπάκια-φιλόδοξους ηγεμόνες, υπερόπτες στρατηγούς, φιλοχρήματους εμπόρους, ανασφαλείς εραστές... Μικροί και ασήμαντοι μάντεις...» είναι τα λόγια του Απόλλωνα προς την Κασσάνδρα (σ. 64). Στη Μήδεια ο αφηγητής θα σχολιάσει: «Τα παιχνίδια της φύσης οι άνθρωποι συχνά τα υπερεκτιμούν και το τυχαίο το μετατρέπουν σε ξεχωριστό. Κάπως έτσι δημιουργούνται τα θαύματα, οι μύθοι και τα όργανα υποδούλωσης των πολλών. Χρήσιμο τέχνασμα, λοιπόν, και το χρυσόμαλλο δέρας για όσους φιλοδοξούν να διαπρέπουν ως ηγεμόνες» (σ. 35). Και αλλού: «Τα σύμβολα κατευνάζουν και παραπλανούν-άλλοτε τους λαούς, άλλοτε τους ίδιους τους ηγέτες» (σ. 51).
Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο (Πατάκης, 2018)
Μετά την πτώση της Τροίας, η Κασσάνδρα σέρνεται αιχμάλωτη στην Ελλάδα από τον Αγαμέμνονα. Κι εμείς παρακολουθούμε τον μονόλογό της, τη σκέψη της, την ικανότητά της να παρατηρεί, να συλλαμβάνει και να φωτίζει τις καίριες στιγμές, τις λεπτομέρειες πριν, κατά και μετά την τραγωδία (την ειρηνική, ευτυχισμένη ζωή, τη μέρα της άφιξης της Ελένης στην Τροία, την προδοσία, «την υποχθόνια αλαζονεία του Έλενου», τον δούρειο ίππο, την άλωση, τις στιγμές με τον Έκτορα, την Ανδρομάχη, την Εκάβη, τον Πρίαμο, τις σφαγές), με τη συνείδηση και την οπτική μιας γυναίκας που γνωρίζει πως το τέλος πλησιάζει. «Με φόνο ξεκίνησε ένας δεκάχρονος πόλεμος. Με άλλον φόνο θα τελείωσει. Ιφιγένεια... Κασσάνδρα» (σ. 176). Η Κασσάνδρα, καθώς τα αναθυμάται όλα αυτά, σκλάβα πια στο καράβι του Αγαμέμνονα για την Ελλάδα, επαναλαμβάνει «Η μνήμη δεν είναι καταφύγιο». «Ναι, Αγαμέμνονα- η μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Χώρος εκτελέσεων είναι» (σ. 177). Γι’ αυτήν η μνήμη είναι μια ανοικτή, ανεπούλωτη πληγή.
Αυτό καθιστά το βιβλίο τραγικό, συμπυκνωμένο και βαθύ. Είναι ένα ποίημα μακράς πνοής, γραμμένο με ευαισθησία, σε πρώτο πρόσωπο. Η σπαρακτική εξομολόγηση μιας γυναίκας που βρίσκεται ανάμεσα στον μύθο, την ιστορία και την πραγματικότητα. Ο Μάνος Κοντολέων αποτύπωσε έξοχα τον ψυχισμό της γυναίκας-σύμβολο, διαχρονικό του ανθρώπου που βρίσκεται σε διάσταση με την κοινωνία και την εποχή του, καθώς οι άλλοι αδυνατούν να συλλάβουν τα μηνύματα. Για την Κασσάνδρα «μαντεύω σημαίνει κατανοώ... Τον άλλον» (σ. 64). Η Κασσάνδρα μαντεύει από αγάπη, πάνω στη Μαύρη Άμμο, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. «Λες και δε με ακούνε... Δε με πιστεύουν» συνέχιζα και πλέον οι λυγμοί τραντάζανε όλο μου το κορμί» (σ. 131). «Τι θες, Κασσάνδρα; Με κοιτούσαν και δε με καταλάβαιναν. «Η πόλη μας έχει ολόγυρά της τείχη φτιαγμένα από θεούς! Η νίκη δική της. Και δική μας η δόξα!». «Μα δεν καταλαβαίνουν;» επέστρεφα στον ναό μου και ρωτούσα τον θεό που με συντρόφευε» (σ. 131). «Κι εγώ έβγαινα και φώναζα τα οράματά μου, μα τα παιδιά με λοιδορούσαν. [...] Και οι μανάδες τους μου σφάλιζαν την πόρτα των σπιτιών τους. Οι πατεράδες τους με κοιτούσανε με μίσος» (σ. 140).
Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο είναι ένα βιβλίο τραγικά επίκαιρο. Για τη σημερινή βία και την αναλγησία που επικρατεί στον κόσμο μας. Η βία που ασκεί το κράτος του Ισραήλ στην Παλαιστίνη επιβεβαιώνει τη διαχρονική μοίρα του ανθρώπου και ανακαλεί τον σπαραγμό της Κασσάνδρας. «Φόνοι αθώων-παίγνια της πολιτικής», θα πει (σ. 177). «Όταν, πια, οι δρόμοι της Τροίας μουλιάσανε στο αίμα, και κάτω, στην παραλία, τα καράβια των Αχαιών γεμίσανε με τους ηττημένους-ανήμπορους γέροντες, βιασμένες γυναίκες, παραλογισμένα παιδιά και αλυσοδεμένα παλικαρόπουλα-, τότε πια η Μαύρη Άμμος μου ερήμωσε» (σ. 41).
Είναι διαχρονικό και για την κυπριακή τραγωδία, μια και θα μπορούσε το βιβλίο να συνδεθεί με την πτυχή των αγνοούμενων και τις μητέρες που ψάχνουν ακόμα τα παιδιά τους, καθώς σήμερα συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την τούρκικη εισβολή στο νησί. Μας το θυμίζουν στο βιβλίο οι μάνες που πηγαίνουν ικέτιδες στον ναό του Απόλλωνα και οι χαροκαμένες μάνες της κυπριακής τραγωδίας, μάνες αγνοουμένων παιδιών και συζύγων με τις φωτογραφίες στο χέρι. «Οι περισσότερες από τις ικέτιδες που ερχόντουσαν στον ναό για κάποιο τέκνο σκοπεύανε να παρακαλέσουν. Γυναίκες απλές οι περισσότερες-γυναίκες του λαού. Άλλες με γιους στρατιώτες, άλλες με παιδιά ανάπηρα, με κόρες που είχαν καταλήξει στην αγορά της νύχτας. Μάνες νεκρών τέκνων, μάνες αγνοουμένων, μάνες αιχμαλώτων...» (σ. 179).
Η Κασσάνδρα τα έλεγε, ήξερε, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Το σχόλιο του συγγραφέα στο σημείωμά του είναι χαρακτηριστικό: «Η Κασσάνδρα είναι το σύμβολο μιας κοινωνίας που δεν στοχάζεται».
Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας (Πατάκης, 2021)
Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας είναι ένα μυθιστόρημα ψυχογραφικό, κοινωνικό και πολιτικό, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου. Και πράγματι, είναι ένα βιβλίο επίκαιρα πολιτικό. Η κάθε μορφής εξουσία και ο τρόπος που επιδρά στους ήρωες και στον ψυχισμό τους είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου. Ο συγγραφέας αξιοποιεί τον μύθο των Ατρειδών και κυρίως τη σχέση της Κλυταιμνήστρας με τον Αγαμέμνονα και τα παιδιά της. Μέσα στο πλέγμα αυτό των σχέσεων, η μνήμη, το μίσος και η φιλοδοξία για εξουσία είναι αυτά που θα ξετυλίξουν το κουβάρι για την ανάπτυξη του μύθου.
Ευφυής είναι ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η πλοκή. Τα κύρια πρόσωπα είναι δύο, η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης. Σ’ αυτούς αφιερώνονται διαδοχικά τα κεφάλαια. Αυτά που αναφέρονται στην Κλυταιμνήστρα αναπτύσσονται σε τρίτο πρόσωπο. Για τον Ορέστη, ο συγγραφέας επέλεξε τον μονόλογο, μια απολογία, στο τέλος πια του βίου του, για την τροπή που πήρε η ζωή του και τη μητροκτονία που διέπραξε. Ο πρώτος λόγος ανήκει στην Κλυταιμνήστρα («Έψαχνα πάντα τις λέξεις», σ. 9), ο τελευταίος στον Ορέστη: «Τώρα το ξέρω πια. Των ανθρώπων έργα ήσαν... Σκιές που μόνο εκείνη διέκρινε... Η μάνα μου... Οι σκιές της... Σκιές της Κλυταιμνήστρας» (σ. 208).
Αν και βασική παράμετρος του βιβλίου είναι η δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα, όλο το μυθιστόρημα προετοιμάστηκε για να κορυφωθεί τη στιγμή της τελευταίας μοιραίας συνάντησης μάνας και γιου, «την πλέον τραγική στιγμή της Κλυταιμνήστρας». Θα πει ο Ορέστης: «Με είχε αναγνωρίσει... [...] «Εσύ;...» τραύλισε και στάθηκε ακίνητη. Το σώμα της σπαρτάρησε» (σ. 205). Κι όμως, την ώρα που το μαχαίρι έκοβε το νήμα της ζωής της, η Κλυταιμνήστρα, κατειλημμένη από μητρική στοργή, «Πρόσεχε...» ψέλλισε στον μητροκτόνο. Αυτή ήταν η τελευταία της λέξη. Μάνα και γιος υπήρξαν θύτες, αλλά υπήρξαν και θύματα ταυτόχρονα των πράξεών τους. «Θύτης, ναι-φόνευσα. Μα και θύμα-χρησιμοποιήθηκα», θα πει ο Ορέστης (σ. 47). Πρότυπό του ήταν ο αδίστακτος Αγαμέμνονας. «Ως γιος αγαπούσα τον πατέρα μου. Ως διάδοχος τον θαύμαζα. Ως αγόρι ίνδαλμα τον είχα. Ο Αγαμέμνων-ό,τι αυτός ήταν, εγώ μια μέρα θα γινόμουνα...» (σ. 79). «Ανήρ ειμί», θα επαναλαμβάνει στην απολογία του. Αυτός ο κόσμος είναι ο δικός του κόσμος, των ανδρών, και θα παραδεχτεί μια σειρά από φόνους που διέπραξε. Κι όλα αυτά για την εξουσία. «[....] η βούληση του άρχοντα», θα σχολιάσει, «δεν έχει πρόσωπο ανθρώπινο. Μα τα χαρακτηριστικά της εξουσίας» (σ. 103). Ο Ορέστης θα γίνει εν τέλει ο γιος του πατέρα του, ίδιος ο Αγαμέμνονας.
Η Κλυταιμνήστρα, τολμηρή, θα σηκώσει το λάβαρο της κοινωνικής επανάστασης σ’ έναν κόσμο σκληρά ανδρικό που θέλει τη γυναίκα υποταγμένη, στο περιθώριο. Η εξέγερσή της θα τραφεί από την απόρριψη και το μίσος. Η μητέρα της η Λήδα, δεν την αγάπησε ποτέ («Η μητέρα, λοιπόν, απόμακρη», σ. 12, «βεβαιώθηκε πως ποτέ η μητέρα της δεν μπόρεσε να την αγαπήσει», σ. 124), «ο πατέρας της, ως βασιλιάς, μόνο ματιές τρυφερότητας της έστελνε» (σ. 12), στο τέλος θα στραφεί εναντίον της. Χάσμα τη χωρίζει με την αδελφή της Ελένη. Η Ελένη ήταν αυτή που συγκέντρωνε όλα τα βλέμματα για την ομορφιά της: «Η ομορφιά της Ελένης ήταν πλήρης-μόνο ομορφιά. Τίποτε άλλο» (σ. 10). Επιπόλαιη από μικρή, αλλοπαρμένη και αυτάρεσκη, νάρκισση: «Η ομορφιά δεν είναι μόνο μοίρα. Είναι όπλο» (σ. 28), θα πει στην Κλυταιμνήστρα. Η μόνη ευτυχία που βίωσε η Κασσάνδρα ήταν οι στιγμές της με τον Τάνταλο και το βρέφος του έρωτά τους. Όμως, θα της κλέψουν κι αυτή τη μοναδική ευτυχία. Ο Αγαμέμνονας θα σκοτώσει τον Τάνταλο και το παιδί τους. Κι έπειτα θα την κάνει δική του. Έτσι θα γεννηθεί το μίσος της και η επιθυμία για εκδίκηση. Η ερωτική πράξη μαζί του θα της θυμίζει την αντίστοιχη με τον Τάνταλο για διαφορετικό λόγο: «Απολαύσανε κι οι δυο-Τάνταλος και Κλυταιμνήστρα-το ξάφνιασμα της ηδονής που μυρμηγκιάζει τα άκρα και οδηγεί σε σπασμούς γλουτούς και γαστέρα» (σ. 50). Η ερωτική πράξη με τον Αγαμέμνονα δεν είχε τίποτα από την τρυφερότητα και την απόλαυση ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα. Από την πρώτη νύχτα «Φοβήθηκε τη βαριά ανάσα του-σαρκοβόρο πλάσμα ρουφούσε τις ρώγες του στήθους της και η μυρωδιά ψοφιμιού χωνότανε στην κοιλότητα του στόματός της. Κι έπειτα το σημείο του σώματός της που υμνούσε ο Τάνταλος με σπονδές σπέρματος», έγινε ο σκληρός εγωκεντρισμός, «μιας σάρκας που ήξερε πώς να το κατακτά και να το απολαμβάνει» (σ. 54). Κι όμως αυτή, από φιλοδοξία, αποφάσισε «ν’ αποχαιρετήσει τις μνήμες από τα αγκαλιάσματα του Τάνταλου, να αδιαφορήσει για την οσμή του ψοφιμιού που η ανάσα του Αγαμέμνονα έστελνε στα ρουθούνια της» (σ. 63).
Ο Αγαμέμνονας ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας, της κάθε εξουσίας. Σκληρός, αδίστακτος, αιμοδιψής, εγωκεντρικός, χωρίς ίχνος συναισθήματος, φτιαγμένος από σίδερο. Κάτω από το κρεβάτι η Κλυταιμνήστρα έκρυβε ένα μαχαίρι. Όταν ο Αγαμέμνονας θα θυσιάσει την κόρη της την Ιφιγένεια, για την τρωική εκστρατεία, την κόρη που λάτρευε (σ. 58), θα εκμυστηρευτεί ο Ορέστης, το μίσος εναντίον του θα θεριέψει. Στην απουσία του θα γίνει αυτή η άνασσα των Μυκηνών και η εξουσία θα της ασκήσει ακατανίκητη έλξη. Θα απατήσει τον Αγαμέμνονα με τον Αίγισθο και η Ηλέκτρα θα τη μισήσει και θα στραφεί εναντίον της. Κι όταν ο Αγαμέμνονας επιστρέψει στις Μυκήνες, σέροντας μαζί του ως τρόπαιο μια νέα ερωμένη, την Κασσάνδρα, η απόφαση είχε ήδη παρθεί, θα τον δολοφονήσει, για να εκδικηθεί και να κρατήσει τον θρόνο για τον εαυτό της. Κι αυτή είναι, πέραν των άλλων, μια προσωπική οπτική του συγγραφέα πάνω στον μύθο. Δεν αποδέχεται αποκλειστικά τα αίτια που συνήθως αναφέρονται: μίσος για τον Αγαμέμνονα, ζήλεια για τη νέα ερωμένη.
Έτσι η Κλυταιμνήστρα θα σηκώσει το ύστατο και καταδικασμένο λάβαρο ενάντια στην εξουσία, στην καταπίεση του άνδρα. Πολύ νωρίς θα αναρωτηθεί: «Ποιος είναι ο ρόλος της γυναίκας; Φτιάχνει αυτή το πεπρωμένο της ή ό, τι θα της συμβεί θα είναι αποτέλεσμα πράξεων κάποιου ανδρός;» (σ. 27). Ο συγγραφέας θα παραδεχτεί: «Θέλησα να αφηγηθώ αυτά τα γεγονότα με τις αποχρώσεις μιας μεταφεμινιστικής ερμηνείας των ταυτοτήτων των δύο φύλων». Η φωνή της Κλυταιμνήστρας φτάνει κοντά μας, από τα βάθη του μύθου και της ιστορίας, τραγική και επίκαιρη ακόμα. Επιζητεί, απαιτεί, διεκδικεί μια καλύτερη μοίρα σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανδρική εξουσία και η σκληρότητα. Με την επανάστασή της «Αισθάνεται πως υπερασπίζεται το φύλο της» (σ. 154).
«Μια γυναίκα ήταν... Αυτή η ίδια! [...] Βασίλισσα και γυναίκα... Άνασσα. Ρίγος αηδίας και αηδία θυμού την κατακλύζει την Κλυταιμνήστρα. Τυλίγεται με χοντρό υφαντό και ξεφεύγει από την αγκάλη που έχει προσφερθεί στη γυναικεία της ταυτότητα. [...] Η ερώτηση επανέρχεται δίχως οίκτο-πόσες ταυτότητες μπορεί να υποστηρίξει μια γυναίκα;» (σ. 142).
Ο συγγραφέας έφτιαξε μια Κλυταιμνήστρα με συμπάθεια, από σάρκα και οστά, με βαθιά ψυχογράφηση. Είναι ένα μυθιστόρημα ανθρώπινο και τραγικά επίκαιρο για τις σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων.
Σαν Μήδεια (Πατάκης, 2023)
Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση πάνω στον γνωστό μύθο της παιδοκτόνου Μήδειας, ιέρειας της Εκάτης και πριγκίπισσας του βασιλείου της Κολχίδας. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και σ’ αυτά προτάσσονται στίχοι από την τραγωδία του Ζαν Ανούιγ Μήδεια. Είναι το βιβλίο που το διαπερνά, από οποιοδήποτε άλλο της τριλογίας, η σχέση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, ή καλύτερα, όπως το θέτει ο συγγραφέας, ανάμεσα στον άνδρα (εξουσία, πόλεμος)-άρρεν (καθήκον, τιμή, ερωτική συμβίωση) και στη γυναίκα (νύμφες ανδρών)-θήλυ (σύντροφοι αρρένων)· αυτή η αρχετυπική διαπάλη-ένωση των αντιθέτων, η έλξη φιλότητας και νείκους, κατά τον προσωκρατικό Εμπεδοκή για τη γένεση και λειτουργία του κόσμου. Η μητέρα της Μήδειας θα της πει πριν φύγει για το νησί της Κίρκης: «Είναι όμορφη η μοίρα μας, η μοίρα των γυναικών. Η σιωπή των σπάχνων μας περιθάλπει τον θόρυβο της σποράς που θα γονιμοποιηθεί...» (σ. 14). Η Κίρκη, προπέμποντάς την πίσω στον πατέρα της, θα αποφανθεί γι’ αυτό που βλέπει να έρχεται, ότι η Μήδεια θα είναι «Για κάποιους μια νέα μάγισσα... Για κάποιους το υπέροχο θήλυ» (29). Κι αυτή δε λογαριάζει «τον εαυτό της πια ως γυναίκα, μα ως διαχρονικό θήλυ. Κι ως τέτοιο ποτέ δεν υποτάσσεται στις πλάνες των ανδρών» και «στις έωλες φιλοδοξίες τους» (σ. 35).
Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο βασικός άξονας του βιβλίου. Είναι και πολλά άλλα, επίκαιρα και διαχρονικά, όπως η φιλοδοξία για την εξουσία, ο ξεριζωμός («Βαριές, ασφυκτικές, άσπλαχνες οι μέρες των προσφύγων... Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια... Πόσα χρόνια;», σ. 61) και η σχέση με τη φύση. Η Μήδεια στην Κολχίδα θα ζήσει με αρμονία σ’ ένα παραδείσιο περιβάλλον, παγανιστικό στην περιγραφή του. Εκεί «Το δέρμα της ήταν προετοιμασμένο να αποδεχτεί τη διαδικασία της εξάτμισης και το αλάτι που απέμενε να το στολίζει δεν είχε αλμυρή γεύση, μα εξαίσια ερεθιστική-γεύση ζωής. [...] Τώρα η Μήδεια αισθάνεται τον μαύρο χιτώνα να έχει κολλήσει πάνω στο σώμα της-υγροί λεκέδες αφήνουν πάνω στο ξεφτισμένο ύφασμα τα ίχνης τους. (σ. 63) [...] κι εκείνη η παραλία της Κορίνθου [...] και, λίγο πιο κει, ξεροπόταμος ξερνά ψόφια ποντίκια και σαπισμένα κλαριά. Υπολείμματα ζωής» (σ. 64). Εκεί η κίνηση «νερού πηγής», εδώ «συναντά τη στασιμότητα ενός έλους» (σ. 72). Στην Κόρινθο αυτή η βάρβαρη, όπως την ονομάζει ο Κρέοντας, και ξένη, θα παραμείνει έξω από τα τείχη της πόλης, αποκλεισμένη.
Ο Μάνος Κοντολέων ακολουθεί τον μύθο του Ανούιγ (π.χ. το τέλος της Μήδειας) και του Ευριπίδη και επηρεάζεται από την ομώνυμη ταινία του Λαρς φον Τρίερ. Ωστόσο, αφηγείται την ιστορία της Μήδειας μέσα από τη δική του οπτική. Όπως αναφέρει στο σημείωμά του, δεν τον έπειθε η ερμηνεία της παιδοκτονίας «για λόγους ερωτικής εκδίκησης». Η Μήδεια είχε σταλεί από τον βασιλιά πατέρα της Αιήτη να ενηλικιωθεί κοντά στην αδελφή του Κίρκη στη νήσο Αιαία. Μέσα στο εξαίσιο φυσικό περιβάλλον, η Κίρκη θα την παρακινήσει να ανακαλύψει «πώς συνεργάζονται η Εκάτη και ο Ήλιος για να γονιμοποιηθεί η παμπάλαιη Γη» και ως πλάσμα θηλυκό να ενωθεί «με πλάσμα αρσενικό». Στις ακτές, με τις προτροπές της Κίρκης, θα αφυπνιστεί το ερωτικό της ένστικτο και θα μαθητεύσει στον οργασμό και στην πληρότητα της σύλληψης. Επιστρέφοντας στην Κολχίδα, θα είναι πια έτοιμη, όταν συναντηθεί με τον Ιάσονα για την πλήρη ένωση και τη σύλληψη· μα είναι κιόλας η στιγμή που φέρει μέσα της τον σπόρο μιας φρικτής κατάληξης, για να συντελεστεί η τραγωδία. Αυτή ανατολίτισσα με «Τα μαύρα μάτια και τα πλούσια ματοτσίνορα», ιέρεια της θεάς της σελήνης Εκάτης, κι αυτός με «Τα ολόξανθα μαλλιά και τα στέρεα πιγούνια», το φως, ίδιος ο Ήλιος. Έτσι η Μήδεια θα αρχίζει να κτίζει ένα όνειρο, στην ουσία ν’ αλλάξει τον κόσμο. Εδώ βρίσκεται η νέα οπτική που δίνει ο Μάνος Κοντολέων στον μύθο, γιατί κατά την άποψή του είναι βαθύτερα τα αίτια που θα οδηγήσουν στην τραγωδία. Η Μήδεια θέλει να φτιάξει μια νέα ανθρώπινη φυλή με τον Ιάσονα, τον «τέλειο άρρενα» (σ. 118). Και σ’ όλη τη διαδρομή της στο βιβλίο, αυτό θα επαναλαμβάνει. Αυτός και αυτή, «με την ηθική μιας αρχέγονης ένωσης, ευλογημένης από τον Ουρανό και τη Γαία» (σ. 76), οι δημιουργοί μιας νέας γενιάς ανθρώπων, οι δύο πρώτοι αληθινοί άνθρωποι, «γεννήτορες μιας νέας φυλής» (σ. 96). Γι’ αυτό της το όνειρο, για χάρη του Ιάσονα, η Μήδεια θα προδώσει τον πατέρα της, για να κλέψει ο Ιάσονας το χρυσόμαλλο δέρας, θα τεμαχίσει τον αδελφό της Άψυρτο, θα εγκαταλείψει τον ναό της Εκάτης για να γίνει πλάνης και πρόσφυγας, και θα διαπράξει κι άλλα φονικά. Κι όμως, τελικά η Μήδεια ξεγελάστηκε. Ο Ιάσωνας θα καταπατήσει τον όρκο του: «Ο Ιάσονας ακουμπά πάνω στην κοιλιά της [η Μήδεια κυοφορεί] την δεξιά παλάμη του. «Ορκίζομαι...» (σ. 52). Όταν θα φτάσουν στην Κόρινθο, ο Ιάσονας θα την εγκαταλείψει για την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, για να γίνει μια μέρα ο ίδιος βασιλιάς. Λογαριάζει μάλιστα να της αφαιρέσει τα δυο αγόρια τους, για να μεγαλώσουν μαζί του στο παλάτι. Η συμπεριφορά του είναι ελεεινή. Στέκονται αντίκρυ ο ένας στον άλλο «Δύο ξένοι» πια (σ. 98). Εκείνος θα την απορρίψει και θα της πει: «Είμαι άντρας, Μήδεια... Μόνο άντρας!» (σ. 105). Η Μήδεια λίγο πρωτύτερα θα θυμηθεί τα λόγια της Κίρκης: «Τα ειδύλλια των ανθρώπων έχουν τις πολύχρωμες λάμψεις των πυρσών που καίνε θειάφι. Μα όταν φτάσουν στο τέλος τους, τότε όλα τα χρώματα εξαφανίζονται και μένει μόνο ένα-το απόλυτο μαύρο» (σ. 94). Το υπέρτατο όνειρο μιας οραματίστριας Μήδειας, προορισμένης «να γεννήσει νέα γεννιά ανθρώπων» (σ. 88), γίνεται εφιάλτης, θα την οδηγήσει στον παραλογισμό, και όπως και στον κλασικό μύθο θα εκδικηθεί τον Ιάσονα με τον φόνο των τέκνων τους. Η ψυχογραφία της εσωτερικής σύγκρουσης διαγράφεται εξαιρετικά στο μυθιστόρημα, καθώς η Μήδεια κυριαρχείται από τα πάθη της. Ο συγγραφέας δεν την καταδικάζει, αλλά επιχειρεί να κατανοήσει αυτή τη φρική πράξη της.
Όμως, εδώ ο Μάνος Κοντολέων, κι αυτό είναι το ενδιαφέρον σε όλη την τριλογία, επικαιροποιεί τον μύθο, επιστρατεύοντας την τεχνική της αντικειμενικής συστοιχίας, που πρώτος αξιοποίησε ο T. S. Elliot και έπειτα ο Σεφέρης. Πρόκειται για τη χρησιμοποίηση μιας ιδέας, μιας κατάστασης ή γεγονότος, για να προκληθεί η συγκίνηση στον αναγνώστη. Στον Σεφέρη ονομάστηκε μυθική μέθοδος με την αντιστοιχία μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Το παρελθόν, ο μύθος, έρχεται να φωτίσει και να εξηγήσει, σ’ έναν βαθμό, το παρόν. «Δεν ταξιδεύουν μόνο οι άνθρωποι. Ταξιδεύουν και οι μύθοι. [...] Και γίνονται σύμβολα» (σ. 52), θα παραδεχτεί η Μήδεια.
Στην περίπτωση της Μήδειας, πέραν των άλλων, η προσέγγιση αυτή έχει να κάνει και με το όραμα να δημιουργήσει με την ένωσή της με τον τέλειο άρρενα, τη νέα φυλή των ανθρώπων. Έτσι ανακαλεί στη μνήμη μας το σύγχρονο παρελθόν και τις προσπάθειες στα μέσα του 20ου αι. της ναζιστικής Γερμανίας να δημιουργήσει την τέλεια φυλή, την Άρια φυλή. Προσπάθεια που φτάνει στην ύβρη και οδηγεί στη φρίκη. Η διάψευση του οράματος της Μήδειας οδηγεί στην απόγνωση, στην παραφροσύνη και επιφέρει το τραγικό τέλος των παιδιών της (δηλητήριο από τους μαστούς της) και την αυτοκτονία της πάνω στην πυρά του θρυλικού πλοίου Αργώ. Στην περίπτωση του ναζισμού, η διάψευση του «οράματος», θα οδηγήσει στο Ολοκαύτωμα, και στις αυτοκτονίες (κυρίως με κυάνιο) χιλιάδων υποστηρικτών του καθεστώτος (ανάμεσά τους πολλές οικογένειες με παιδιά), που, εκτός των άλλων, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ήττα, την κατάρρευση της Γερμανίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μαζική αυτοκτονία του ζεύγος Γκέμπελς και των έξι παιδιών τους. Μόνο στο Βερολίνο το 1945 αυτοκτόνησαν πάνω από 7000 άνθρωποι. Στη μικρή πόλη του Ντέμιν, στη Βορειοανατολική Γερμανία, καταγράφηκαν 1000 αυτοκτονίες σε έναν πληθυσμό 15.000 κατοίκων.
Η τριλογία είναι μια ωδή στη γυναίκα, στην προσπάθειά της να πάρει την τύχη, τη μοίρα στα χέρια της. Από την αχλύ της εμφάνισης της ανθρωπότητας μέχρι τις μέρες μας, αυτό εξακολουθεί να είναι ακόμα ζητούμενο. Η Κασσάνδρα, η Κλυταιμνήστρα και η Μήδεια ενώνουν τη φωνή τους που φτάνει κοντά μας σπαρακτική από την εποχή της απαρχής του ανθρώπου. Πρόκειται για τρία βιβλία βαθιά στοχαστικά, για τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και εν τέλει υπαρξιακά για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο συγγραφέας επέλεξε να ασχοληθεί με εξαιρετικά δύσκολα θέματα. Και πέραν των άλλων, αυτό που αναδεικνύει την ικανότητά του είναι η σοφή κλιμάκωση και η κορύφωση της εσωτερικής σύγκρουσης που βιώνουν οι ηρωίδες του πριν την τραγωδία. Ο Μάνος Κοντολέων αποδεικνύει κι εδώ, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα ενηλίκων, και βιβλία παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, πως αποτελεί έναν από τους στυλοβάτες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Το παράξενο είναι πως η κριτική δεν έχει προσέξει τα βιβλία ενηλίκων του όπως θα τους άξιζε και όπως θα του άξιζε.
https://journals.lib.uth.gr/.../article/view/2237/2009
τεύχος 41ο, 24/07/2024,