8.10.24

Αόρατος

Ελόι Μορένο «Αόρατος» Μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη Εκδόσεις Ψυχογιός Ισπανός ο Ελόι Μορένα (1976) έχει γράψει μυθιστορήματα που και στη χώρα του έτυχαν αναγνώρισης τόσο από το πλατύ κοινό όσο και από την κριτική. Το έργο του ‘Αόρατος» είναι αυτό με το οποίο οι έλληνες αναγνώστες τον γνωρίζουν. Τα βιογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν την ελληνική έκδοση δεν ενημερώνουν αν ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει γράψει και άλλα μυθιστορήματα που εντάσσονται στην κατηγορία του cross over. Μυθιστορήματα, δηλαδή, που καταπιάνονται με ζητήματα που απασχολούν τους νέους και τα οποία συγγραφικά υλοποιούνται με ένα σύγχρονο, συχνά έως και πρωτοποριακό, τρόπο αφήγησης, ενώ παράλληλα επιδιώκουν να συνομιλούν με αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών. Σίγουρα, πάντως, το βιβλίο αυτό, σε μια τέτοια κατηγορία ανήκει. Θέμα του ο σχολικός εκφοβισμός. Ο Μορένο επιλέγει να αναπτύξει μυθιστορηματικά αυτό το θέμα πλησιάζοντας όχι μόνο το θύμα, ούτε και μόνο τον θύτη. Αλλά αναζητώντας αποτυπώματα ευθύνης για την ύπαρξη βίας και στον γενικότερο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περίγυρο. Ιδιαίτερα καίρια επιλογή όσον αφορά την σε βάθος μυθιστορηματική προσέγγιση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού. Γιατί τις περισσότερες φορές, τέτοιου είδους γεγονότα προβάλλονται επιδερμικά, παρουσιάζονται και καταγγέλλονται ως πράξεις μιας νεολαίας ανερμάτιστης και αγνοούν την μικρή ή μεγάλη συμμετοχή και άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως και τις ατομικές ευθύνες όλων μας. Αναφέρθηκα πιο πάνω πως αυτής της κατηγορίας μυθιστορήματα συχνά έχουν μια πρωτοποριακή και σίγουρα αντισυμβατική δομή αφήγησης. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον «Αόρατο». Όλο το βιβλίο έχει δομηθεί με μικρά, σύντομα κεφάλαια και στο καθένα από αυτά ο αναγνώστης θα πλησιάζει συναισθήματα και πράξεις των βασικών προσώπων της ιστορίας. Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείο αναρρώνει το θύμα βίαιων πράξεων σχολικού εκφοβισμού. Αναρρώνει από τις πληγές του σώματος, αλλά παράλληλα ενδοσκοπείται, αυτοαναλύεται, προσπαθεί να καταλάβει το γιατί έγινε θύμα σχολικού εκφοβισμού, αναζητά τους λόγους που είχε επιλέξει τους τρόπους άμυνας του, τελικά το πως θα μπορέσει να αποτρέψει τη συνέχεια μιας κατάστασης που τον οδήγησε να ζει μέσα σε μια φαντασίωση -η μόνη λύση να ξεφύγει από τους διώκτη του ήταν το να μετατραπεί σε μια αόρατη παρουσία. Παράλληλα και πάντα με σύντομα κεφάλαια, ο αναγνώστης γνωρίζει και τον θύτη. Ανακαλύπτει τους λόγους που ‘ανεπαισθήτως όλως’ τον οδήγησαν να εξασκεί βία προς τον συμμαθητή του, διεισδύει στο δικό του οικογενειακό παρελθόν, καταφέρνει τελικά να φωτίσει την αντίφαση του να αισθάνεται ο ίδιος αδικημένος, αλλά να αντιδρά αδικώντας τους άλλους. Γύρω από τα δυο αυτά κεντρικά πρόσωπα -θύτη και θύμα- υπάρχουν οι άλλοι. Οι φίλοι που δεν τολμούν να παρέμβουν* οι γονείς που επιλέγουν να αγνοούν εγκλωβισμένοι και αυτοί σε κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και σε οικονομικά αδιέξοδα* οι εκπαιδευτικοί που προτιμούν να εξασκούν μόνο με μια στενή υπαλληλική νοοτροπία τα καθήκοντά τους. Αλλά υπάρχουν ακόμα και κάποιοι -λίγοι, ελάχιστοι ίσως μα με αποτελεσματική παρέμβαση στην εύρεση της λύσης. Είναι η εκπαιδευτικός που κάποτε κι εκείνη είχε υπάρξει θύμα σχολικού εκφοβισμού, είναι και η συμμαθήτρια του θύματος που καταφέρνει να πιστέψει στο νεανικό της έρωτα και να προσφέρει τη δική της -έστω και καθυστερημένη- συμπαράσταση. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι ότι ο αναγνώστης θα γνωρίζει διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα. Και βέβαια ο τρόπος που είναι γραμμένο -σύντομες φράσεις, μικρά κεφάλαια, τολμηρές έως και έντονα σκληρές περιγραφές- μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον τόσο ένας νεαρού ενήλικα αναγνώστη όσο και ένας ενήλικου. Ενδιαφέρον βιβλίο και χρήσιμο για την κυκλική κατανόηση του ζητήματος του σχολικού εκφοβισμού, που αποδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι να βλέπουν το φως της δημοσιότητας τέτοιας μορφής έργα. Η λογοτεχνία cross over έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ουσιαστικά έργα που μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν τη βάση να μάθουν οι έφηβοί μας να αγαπούν τη λογοτεχνία. Βέβαια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει μόνο να γράφονται και να εκδίδονται μυθιστορήματα αυτού του είδους, αλλά και η Πολιτεία να φροντίζει να τα προωθεί μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων φιλαναγνωσίας. ΥΓ. Για όσους θα ήθελαν να διαβάσουν και ένα ακόμα μυθιστόρημα που με απρόσμενο, όσο και πλέον τολμηρό, τρόπο φωτίζει το ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού, θα πρότεινα το μυθιστόρημα «Ο Παράδεισος» της Mieko Kawakami (Μετάφραση: Κίκα Κραμβουσάνου) Εκδόσεις Gutenberg. (662 λέξεις)

2.10.24

To καινούργιο μου βιβλίο ( "Αυγή της Κυριακής" -22/9/2024)

«Το καινούργιο μου βιβλίο» Πάνω από τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε που είχε κυκλοφορήσει ένα δικό μου καθαρόαιμα παιδικό βιβλίο. Αυτό, λοιπόν το καλοκαίρι επανέρχομαι στην ίσως πλέον αγαπημένη μου μορφή λογοτεχνίας, αυτή μου με βοηθά να επικοινωνώ με παιδιά αναγνώστες, μα και με όσους, αν και ενήλικοι πλέον, δεν έχουν ξεχάσει να χρησιμοποιούν την Παιδικότητα για να συνομιλούν με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Ο δωδεκάχρονος Μάρκος και ο μικρότερος αδελφός του Νέστωρας, που σίγουρα μέσα στα ράφια της βιβλιοθήκης τους υπάρχουν τα τρία -προηγουμένων ετών- βιβλία μου της σειράς «Ο αδελφός της Ασπασίας», με πείσανε για μια ακόμα φορά να αφήσω τα δάχτυλά μου να πληκτρολογούν αφηγήσεις καθημερινών καταστάσεων έτσι όπως τις ζούνε και τις σχολιάζουν άτομα που διαθέτουν το παιδικό χιούμορ, μα και την επίσης παιδική ικανότητα να επισημαίνουν ότι εμείς οι ενήλικες δεν του δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή. Δίπλα μου για μια ακόμα φορά οι εικόνες της Τέτης Σώλου -γνήσια χιουμοριστικές και με τις δικές τους σκανταλιάρικες νότες. Αλλά καθώς πλέον ετοιμάζομαι να τοποθετήσω και αυτό το βιβλίο μου στο ράφι εκείνης της βιβλιοθήκης μου που είναι αφιερωμένη σε δικούς μου και μόνο τίτλους (κοντεύουν τα 100 τα βιβλία που κυκλοφόρησαν με τη δικιά μου υπογραφή), αναλογίζομαι για πολλοστή φορά πως έχει γίνει και εγώ άλλοτε γράφω για παιδιά, άλλοτε για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και άλλοτε για ενήλικες. Συγγραφικό φαινόμενο είμαι ή μήπως ένας τσαρλατάνος της λογοτεχνίας; Εντάξει, αστειεύομαι -το ξέρω πόσο μικροί και μεγάλοι αναγνώστες, όπως και εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, αλλά και ένα μεγάλο μέρος γενικά των ανθρώπων του βιβλίου με αγαπούν και εκτιμούν το έργο μου. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι -κυρίως σοβαροφανείς φιλολογούντες κριτικοί μα και γενικότεροι αυτοχριζόμενοι ειδικοί επί της λογοτεχνίας- που δεν μπορούν να ανιχνεύσουν ποιότητα στα έργα κάποιου που άλλοτε γράφει παραμύθια όπως αυτά που υπάρχουν στο «Χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει», άλλοτε ιστορίες για πρόσφυγες όπως στο «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» κι άλλοτε πάλι μυθιστορήματα όπως ας πούμε το «Ερωτική Αγωγή» ή το «Σαν Μήδεια». Οφείλω πάντως να παραδεχτώ πως η διττή παρουσία μου στα λογοτεχνικά δρώμενα της χώρας μας είναι μάλλον μοναδική. Σαφέστατα υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς με βιβλία και στη μια και στην άλλη κατηγορία, αλλά εγώ προσωπικά υλοποιώ με μεγαλύτερη ένταση αυτήν την διπλή συγγραφική προσωπικότητα. Τέτοιες, λοιπόν, δύσπιστες αντιδράσεις συχνά αντιμετωπίζω. Αλλά εγώ απλώς χαμογελώ… Τί άλλο να κάνω αφού για αυτούς τους ‘επικριτές’ μου δεν είναι κατανοητό πως όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ κάποτε υπήρξα και παιδί και έφηβος και σαραντάρης και τώρα πια ένας ηλικιωμένος άντρας. Με μια όμως διαφορά από τους περισσότερους άλλους. Πως όχι μόνο δεν έχω ξεχάσει τα γεγονότα και τα συναισθήματα που κατά τη διάρκεια αυτών την ηλικιών μου βίωνα, αλλά κυρίως πως όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν ολοζώντανα μέσα μου όχι τόσο ως μνήμη, μα κυρίως ως εμπειρία ζωής. Και γι αυτό και έχω την ανάγκη να συνομιλώ μαζί τους -μαζί με το παιδί και τον έφηβο και τον σαραντάρη που κάποτε ήμουνα. Μαζί και με τον ηλικιωμένο που τώρα είμαι. Στον Μάρκο μου, λοιπόν -αυτόν τον δωδεκάχρονο νέο μου ήρωα- είχα κάτι να του πω… Μα κι αυτός είχε πολλά περισσότερα να πει σε μένα… Γιατί η Παιδικότητα είναι στάση ζωής… Ίσως μια ολόκληρη φιλοσοφική πρακτική κι εγώ αισθάνομαι τυχερός που αποτελεί βασική πηγή των συγγραφικών εμπνεύσεών μου.

1.10.24

Μια μέρα που του πονούσε το αυτάκι του

«Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του. Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο. Και μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. «Έχει λίγο πυρετό» στράφηκε και είπε η μητέρα στην Ιωάννα. «Μη φύγεις!» το αγόρι βούρκωσε. «Μα θα είναι μαζί σου η Ιωάννα. Την φώναξα να έρθει να σου κρατά συντροφιά όσο θα λείπω» Η παλάμη της μανούλας του χάιδεψε το μάγουλο. «Μη φύγεις…» εκείνο αναζήτησε ξανά το φιλί της. Κι αυτή του το χάρισε… Ένα ακόμα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και μετά πάλι άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. «Μάκια!... Να, τώρα θα γιάνει!» χαμογέλασε η μανούλα και το αγόρι πίσω από τις υγρές βλεφαρίδες του την είδε να βγαίνει από το δωμάτιο. Περασμένες δέκα το πρωί και η Ιωάννα κάθισε πάνω στο κρεβάτι του αγοριού· δίπλα του «Σου έφτιαξα την κρέμα που αγαπάς… Φράουλα!» του είπε και η φωνή της αν και σιγανή έκανε το αγόρι να ξυπνήσει. «Γιατί έφυγε η μαμά;» πάντα το ίδιο παράπονο. Χαμογέλασε η Ιωάννα. «Μα έπρεπε να πάει στη δουλειά της!» είπε και άφησε την πρώτη κουταλιά της κρέμας να πέσει μέσα στο μικρό μισάνοιχτο στόμα. «Να πήγαινες εσύ στη δουλειά της…» είπε το αγόρι και καθώς προσπάθησε να καταπιεί την κρέμα, αισθάνθηκε τον πόνο στο αυτί του να μεγαλώνει. Και δάκρυσε. Ναι, η Ιωάννα έπρεπε να πάει στη δουλειά της μαμάς και η μαμά να ήταν τώρα αυτή που θα τον τάιζε με την κρέμα. «Έλα τώρα μη κλαις!...» η Ιωάννα με την πετσέτα σκούπισε το δάκρυ από την άκρη του ματιού και τη στάλα κρέμας από την άκρη των χειλιών, «Η δικιά μου η δουλειά αυτή είναι… Να σε προσέχω όταν η μαμά πηγαίνει στο γραφείο…» Όχι, δεν του αρέσει αυτή η δουλειά της μαμάς! –σκέφτηκε το αγόρι κι όσο πιο πολύ αποφάσιζε πως δεν του άρεσε να λείπει η μαμά από το σπίτι, τόσο και πιο πολύ λες και το αυτάκι του πονούσε. Η Ιωάννα προσπάθησε να τον πείσει να την αφήσει να του στάξει μέσα στο αυτί κάτι στάλες ενός φάρμακου. «Να δεις που αμέσως ο πόνος θα σου περάσει!» του υποσχέθηκε. Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός. «Να, τώρα με αυτό το πανάκι που το έχω ζεσταίνει, ο πόνος θα μικρύνει…», η Ιωάννα σκέπασε το αυτί του αγοριού με ένα χνουδωτό πανί. Αλλά –μπα! – δεν πέρασε ο πόνος… Λιγουλάκι μόνο έγινε πιο μικρός. «Πονώ!» πήρε και πάλι να κλαίει το αγόρι. «Κάνε υπομονή!» τον χάιδευε η Ιωάννα. «Θέλω τη μαμά μου!» ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς, το παράπονο. Η Ιωάννα τον χάιδευε. Ανάμεσα σε δάκρυα και λυγμούς το μικρό αγόρι και πάλι αποκοιμήθηκε. Αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο του, ο πόνος στο αυτάκι ήταν πάντα δυνατός! Ακόμα και μέσα στον ύπνο του… Το ίδιο παράπονο. Θέλω τη μαμά μου! «Αχ!» μισοξυπνά από την ίδια του την κραυγούλα και η Ιωάννα, τρέχει δίπλα του μα όσο κι αν τον παίρνει μέσα στην αγκαλιά της, δεν καταφέρνει να κάνει πιο μικρό τον πόνο. «Έλα να παίξουμε…» ψάχνει να βρει η Ιωάννα ένα παιχνίδι που θα κάνει το αυτάκι να μην πονά. Πάνω στην κουβέρτα με τις πολύχρωμες ρίγες, απλώνονται πολύχρωμα αυτοκινητάκια. Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει –«Αχ!» Πίσω στο κουτάκι που τα φυλάνε μπαίνουνε τα αυτοκινητάκια και τώρα πάνω στις κουβέρτα… Το μπλοκ της ζωγραφικής και κίτρινοι, κόκκινοι, μπλε, πράσινοι, καφέ μαρκαδόροι. Ζωγραφίζει το αγόρι λουλούδια σε κήπους και λουλούδια σε γλάστρες. Μα ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει – «Αχ!» Ζωγραφίζει σπιτάκια και τραίνα και ζωγραφίζει όλους τους φίλους και τις φιλενάδες του–τον Αντρίκο, το Μαράκι, την Αννούσκα και τον Μήτια. Ο πόνος πάντα μέσα στο αυτάκι μένει -«Αχ!». Θύμωσε το αγόρι με τα παιχνίδια που δεν διώχνουνε τον πόνο. «Θέλω τη μαμά μου!» παραπονιέται και η Ιωάννα ψάχνει να βρει τρόπους να τον παρηγορήσει. Μέσα σε γλυκόλογα και χαδάκια το αγόρι καταφέρνει να ξεχάσει λιγάκι εκείνο το «Αχ!» και να 'τος πάλι ο ύπνος που από την αγκαλιά της Ιωάννας τον χώνει στη δικιά του αγκαλιά. Τον ξυπνά η μυρωδιά τηγανιτής πατάτας. Μπροστά του η Ιωάννα έχει το πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Μα πώς μπορεί το αγόρι να χαρεί τις τραγανές πατάτες όταν αυτός ο πόνος στο αυτάκι του πάλι μεγάλωσε… Πόνος που με ένα «Αχ!» μετριέται… Όχι, πιο μεγάλος τώρα έγινε… Με ένα «Αχ!» και άλλο ένα «Αχ!» μετριέται. «Φάε καλό μου!» παρακαλά η Ιωάννα. Αλλά το αγόρι δεν τολμά μήτε το στόμα του να ανοίξει… Ανοίγει όμως η πόρτα και… Τα δυο «Αχ!» πάνε!… Έφυγαν τρομαγμένα. Χώνεται το αγόρι στην αγκαλιά της μανούλας. «Πώς είναι ο λεβέντης μου;» ρωτά εκείνη. Τον χαϊδεύει. «Πονά!» της εξηγεί η Ιωάννα και τα μάτια της μανούλας σκοτεινιάζουνε. «Τώρα όμως πιο λίγο!» το αγόρι βιάζεται να προσθέσει Και η μανούλα γελά. Τα χείλη της στο μέτωπό του και η ματιά της πάντα σκοτεινή. «Έχει πυρετό» σιγανά ενημερώνει την Ιωάννα, αλλά στο γιόκα της , άλλα λέει. «Λοιπόν, να δεις που έφερα κάτι που θα κάνει το πόνο στο αυτάκι να φύγει για πάντα μακριά και ποτέ να μην ξανάρθει… » «Πώς;» ρωτά το αγόρι. «Με μια μόνο μικρή κουταλιά από αυτό το σιρόπι!» η μανούλα εξηγεί. Στο αγόρι δεν του αρέσουν τα σιρόπια· έχουν άσχημη γεύση. «Δεν θέλω!» βάζει και πάλι τις φωνές. Μα η μανούλα του δίνει ένα ακόμα φιλί. «Έλα! Ώσπου να ανοίξουν τα χεράκια σου το δώρο που σου πήρα, το κουταλάκι θα έχει αδειάσει μέσα στη γλωσσίτσα σου» Κι έτσι γίνεται. Και το αγόρι ξεδιπλώνει το πακέτο. Ένα βιβλίο ανάμεσα στα χέρια του και τα μικρά του δάχτυλα ξεφυλλίζουν τις σελίδες. Πίσω από τα υγρά ματοτσίνορα οι εικόνες ξεχωρίζουν με τα όμορφα χρώματά τους και υπάρχει ένα μικρό αγόρι μέσα στις εικόνες, ένα μικρό αγόρι και η μαμά του και… «Είδες που στο έλεγα! Άδειασε το κουταλάκι!» δίπλα του κάθεται η μανούλα. Και ο το αγόρι χώνεται μέσα στην αγκαλιά της. «Πώς το λένε το βιβλίο;» ρωτά γιατί ο ίδιος ακόμα δεν έχει μάθει να διαβάζει. «Μια μέρα που πονούσε το αυτάκι του» η μητέρα λέει και με το δάχτυλο της του δείχνει ένα, ένα τα γράμματα του τίτλου. Κι αυτό χώνεται πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Μέσα από εκεί κοιτά την πρώτη εικόνα… Ένα μικρό αγόρι πάνω σε ένα κρεβάτι, πάνω στο κρεβάτι μια πολύχρωμη κουβέρτα και πάνω από το αγόρι και την κουβέρτα η μανούλα του αγοριού –αυτή πρέπει να είναι! – έχει σκύψει και ετοιμάζεται να το φιλήσει. «Έλα να σου διαβάσω την ιστορία!» προτείνει η μανούλα. «Μη φεύγεις…», έκλαιγε, παρακαλούσε το μικρό αγόρι τη μητέρα του. Εκείνη είχε σκύψει από πάνω του, η παλάμη της στο ιδρωμένο του κούτελο. Μετά, ένα απαλό φιλί στα στόμα του παιδιού και άλλο ένα στο δεξί το αυτάκι. Η φωνή της μανούλας μπαίνει μέσα στο αυτάκι που… πονούσε. Και μετά… Δεν πονά, πια το αυτάκι. Πονά όμως το αυτάκι του μικρού αγοριού της εικόνας μέσα στο βιβλίο. Και το αγόρι απλώνει τη δική του παλάμη, χαϊδεύει τη ζωγραφιά «Κάνε υπομονή!» παρηγορεί τώρα το αγόρι της ιστορίας. «Μόλις και η δική σου η μανούλα θα γυρίσει, να δεις που θα σου διαβάσει μια ιστορία και ο πόνος στο αυτάκι σου θα περάσει!» Θα περάσει… Όπως πέρασε ο δικός του. Μήτε μ’ ένα «Αχ!» μετριέται , μήτε με δύο. Και έπειτα η Ιωάννα έφερε νέες πατάτες, φρεσκοτηγανισμένες. Και το μικρό αγόρι έφαγε μια, έφαγε δυο… Την τρίτη της έδωσε στη μανούλα. Μαζί με ένα πλατύ χαμόγελο. Πάνω στην πολύχρωμη κουβέρτα, το βιβλίο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές. Και τα δάχτυλα της μανούλας ανάμεσα στα δάχτυλα του αγοριού. https://www.hartismag.gr/ Οκτ. 2024 (1260 λέξεις)

29.9.24

Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω»

Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω» Εκδόσεις Πόλις
Στις 15 Απριλίου του 1989, συνέβη η μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία της Μεγάλης Βρετανίας, στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, όταν κατά τη διάρκεια του ημιτελικού αγώνα Λίβερπουλ - Νότιγχαμ Φόρεστ για το Κύπελλο Αγγλίας, 96 φίλαθλοι ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου και 766 τραυματίστηκαν. Πάνω σε αυτό το γεγονός που είχε συνταράξει σε πολλαπλά επίπεδα την αγγλική κοινωνία, η Βασιλική Πέτσα στήριξε το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της. Το μυθιστορηματικό παρόν είναι είκοσι χρόνια μετά από το τραγικό συμβάν και η αφήγηση γίνεται από ένα πρόσωπο που ως έφηβος είχε -μαζί με δυο φίλους του- παρευρεθεί στο στάδιο εκείνη τη μέρα. Ο αφηγητής είναι πια ένας άντρας που έχει φτιάξει την δική του οικογένεια. Αλλά που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ένταση των συναισθημάτων που γνώρισε εκείνη τη μέρα. Και που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό ενός από τους φίλους του. Πέρασε αυτά τα είκοσι χρόνια ζώντας στην ουσία δίπλα σε ένα άλλο πρόσωπο -τον ίδιο του τον εαυτό- που την τύχη του να επιζήσει δεν την προσέλαβε ως δώρο ζωής αλλά ως κάτι το λαθραίο, μια προδοσία. Ίσως και ως μια παράταση επιβίωσης που κάποια στιγμή θα τελείωνε. Στη θέση ή και μαζί με τον φίλο που ποδοπατήθηκε θα έπρεπε να ήταν αυτός ή και αυτός. Στην ουσία η Βασιλική Πέτσα επέλεξε αυτό το τραγικό συμβάν γιατί συνέβη στα 1989, σε μια περίοδο, δηλαδή, όπου η αγγλική εργατική τάξη έχανε όλα τα δικαιώματα της κάτω από τις πολιτικές εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ. Ο αφηγητής, λοιπόν, και τα υπόλοιπα πρόσωπα -αγόρια και κορίτσια- που αποτελούσαν την νεανική παρέα εκείνων των χρόνων, συνέχισαν να ζούνε τοποθετώντας σε αποθήκες μνήμης τα όσα έζησαν και κάπως έτσι δημιούργησε ο καθένας το όποιο μέλλον του. Αλλά στην επέτειο των είκοσι χρόνων, ένας από αυτούς -που είχε μεταναστεύσει προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να ξεφύγει από την ασφυξία των αναμνήσεων- ειδοποιεί πως επιστρέφει και αυτό θα είναι η αφορμή για τους νεανικούς του φίλους να αναζητήσουν ένα τρόπο ξεπεράσματος του τραύματος, στην ουσία μια καθυστερημένη επανεκκίνηση της ζωής τους. Μα ο αφηγητής δεν είναι ικανός -μήτε και θέλει- να σχεδιάσει την όποια νέα αρχή. Αισθάνεται πως όλα αυτά τα χρόνια τα είχε περάσει φυλακισμένος -όπως τα καναρίνια στο γκαράζ του σπιτιού του. Και κατά τη διάρκεια εκείνου το πρωινού, μέσα στο ίδιο το γκαράζ θα κλειστεί κι αυτός και ενώ θα ανοίξει την πόρτα του κλουβιού και θα παρακολουθεί το καναρίνι να μην είναι ικανό να αρπάξει την ευκαιρία απελευθέρωσής του, θα ξεκινήσει την αναπόληση -αναδρομή όλης της ζωής του. Για τον ίδιο -όπως και για όλα τα παιδιά της κοινωνικής τάξης του- το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος έκφρασης συναισθημάτων και αυτοαναγνώρισης. Και το γεγονός πως αυτός ο τρόπος από όνειρο ζωής έγινε εφιάλτης θανάτου και μάλιστα λόγω ανεπάρκειας ή και αδιαφορίας πολιτικής και κοινωνικής μέριμνας, αποτελεί μια επιβεβαίωση της μη ύπαρξής του. Η μνήμη του χαμένου φίλου δείχνει να αποκτά τη δυναμική συμβόλου. Και τα σύμβολα αξίζει να τα μιμούμεθα. Υπόγεια, αλλά ουσιαστικά πολιτικό, λοιπόν, το μυθιστόρημα αυτό και η Βασιλική Πέτσα με τη γραφή της υπηρετεί αυτή τη διάσταση του έργου. Η αφήγηση αν και πρωτοπρόσωπη δεν υποκύπτει στο μιμητισμό μιας γλώσσας ανθρώπων της εργατικής τάξης. Ο αφηγητής ενώ αναλυτικά αφηγείται τις λεπτομέρειες, παράλληλα ακολουθεί σκέψεις διαχρονικής εμβάθυνσης: «Έκρυβα, αυτό έκανα, προστάτευα ό,τι μπορούσα να σώσω, σε σημεία που θεωρούσα απρόσβλητα: στο μαύρο κουτί της μνήμης. Νόμιζα ότι όλα τα είχα συγκρατήσει, ότι υπάρχουν όλα τα κομμάτια του εαυτού μου, ότι σαν παζλ, όποτε ήθελα, θα μπορούσα να ξανασυναρμολογηθώ, να γίνω ενιαίος. Κοίταζα τη φωτογραφία μας και δεν θυμόμουν πότε την είχαμε βγάλει, δεν θυμόμουν σε ποιον αγώνα, τι είχαμε πει πριν ή μετά, τι είχαμε πιει, αν είχαμε φάει κάτι. Νόμιζα πως με είχα καταχωνιάσει σ΄ένα παρελθόν μονωμένο, όμως η υγρασία σιγά σιγά με έλιωνε, με κατάτρωγε ο σκόρος, έγινα μια τρύπια κουβέρτα και τώρα κρυώνω. ‘Another me’, γι αυτό πάλευα για χρόνια ολόκληρα. Ονειρευόμασταν κάποτε να γίνουμε κάτι, μετά από το Χίλσμπορο θέλησα να είμαι ένας άλλος, έχοντας πάντα για έρμα μου, έτσι νόμιζα, τον προηγούμενο εαυτό μου. Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύρισαν τα αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ΄ αυτιά μου στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας» Η Βασιλική Πέτσα από ένα σημείο και μετά χωρίς να αδιαφορεί για την ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, παράλληλα προσεγγίζει το θέμα της με στοιχεία υπαρξιακού δράματος. Ως εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια έχει την γλώσσα. Άλλοτε με αγγλικές εκφράσεις του τύπου Come on, mate, now ή Fuck mate , fuck, fuck, fuck κι άλλοτε με παραπομπές στην ελληνική μυθολογία ή στην Οδύσσεια, αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας, μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου. Σίγουρα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών και αναντίρρητα και από τα λιγότερα ελληνοκεντρικά. (800 λέξεις) Βιβλιοδρόμιο Νέων (29/9/2024)

17.9.24

Ο Γιάννης Παπαδάτος στο diastixo

Το πρόσφατο μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου Μάνου Κοντολέων απευθύνεται σε παιδιά από 8-9 ετών, μια ηλικιακή περιοχή που γι’ αυτή δεν εκδίδονται αρκετά βιβλία του συγκεκριμένου είδους. Το μυθιστόρημα Ο Μάρκος τα λέει… όλα! είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου. Ο Μάρκος είναι 13 ετών και συμπρωταγωνιστεί με τον Νέστορα, τον μικρότερο αδελφό του. Με τις συγκεκριμένες ηλικίες ο Κοντολέων έχει ασχοληθεί και σε άλλα επιτυχημένα κείμενά του μεγάλης ή μικρής φόρμας (π.χ. Δομήνικος, Η Άννα και το τζιτζίκι, Ο Ορέστης και το υπόγειο, Ο αδελφός της Ασπασίας, Μανόλο & Μανολίτο, Μανόλο & Μανολίτο και… Μανουήλ), μερικά από τα οποία είναι και αυτοαναφορικά. Η οικογένεια του Μάρκου είναι μοντέρνα. Βαδίζει με τη διαδικτυακή εποχή μας. Ο συγγραφέας έχει ικανή θητεία στην παρουσίαση της οικογένειας σε όλο σχεδόν το έργο του. Στο μυθιστόρημά μας έχουν ουσιαστικό ρόλο όλα τα μέλη της, και προπάντων οι δυο γιαγιάδες και ο παππούς. Ο παππούς, συνταξιούχος καθηγητής, μιλάει πάντα στην καθαρεύουσα. Όλοι εκτός από εκείνον έχουν δικό τους blog. Δημιούργησε και ο Μάρκος, που θέλει να γίνει διαστημικός επιστήμονας, με στόχο να καταγράφει με πλήρη διαφάνεια, όπως λέει, «όσα αλησμόνητα» του συμβαίνουν. Γνωρίζει, όπως λέει, τα θετικά και τα αρνητικά του διαδικτύου και μάλιστα θα ωφεληθεί, αφού με τη βοήθεια του Google θα διορθώσει και την ορθογραφία του… Υπογραμμίζει: «Αλλά εγώ είμαι καθαρός σε όλα μου. Και δεν μου αρέσει να ξεγελώ κανέναν – μήτε καν το gmail» (σελ. 18). Η πλοκή είναι επεισοδιακή και παρουσιάζεται, αριθμητικά, σαν ημερολόγιο, σε κεφάλαια με τον τίτλο Post. Έτσι, στο Post 1 ο Μάρκος, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, μας ενημερώνει για τη σχέση του με τον αδελφό του. Όπως φαίνεται δεν τον αντέχει και μάλιστα δίνει οδηγίες στα παιδιά αναγνώστες πώς να μη ζητούν αδελφό, αλλά κι αν τον έχουν, να είναι ενημερωμένα για το πόσο αβάσταχτη θα είναι η ζωή τους. Μας πληροφορεί ότι τα Posts του θα έχουν σχέση με τον αδελφό του, γι’ αυτό και η ονομασία του blog είναι: adelfaki-diavolaki.blogspot.com. Μας εκμυστηρεύεται: «δεν είμαι μόνο εγώ που τραβώ των παθών μου τον τάραχο, αλλά και οι γονείς και ο παππούς κι οι γιαγιάδες […] (που) δείχνουν να το διασκεδάζουν – τους έχω πάρει χαμπάρι εγώ τους μεγάλους πόσο καλά κρύβουν όσα δεν θέλουν να τα μοιραστούν μ’ εμάς τους μικρούς…» (σελ. 27). Είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου. Ο Κοντολέων, όπως και στα προαναφερόμενα έργα του, το ίδιο και στο παρόν, αποτυπώνει ένα ευφυές, καθημερινό, λεκτικό ή καταστασιακό χιούμορ. Σημειώνω μερικά παραδείγματα από τα 14 συνολικά Posts: όταν βαφτιζόταν ο μικρός Νέστορας σκόρπισε τις απευκταίες μυρωδιές, που έκαναν τον καθαρευουσιάνο παππού να εκστομίσει τη λέξη «μπαγάσας». Και ο αφηγητής, που δεν διστάζει να ασκεί με πολύ χιούμορ κριτική, υπογραμμίζει: «Ακούς εκεί! Ο παππούς να χρησιμοποιεί μια τέτοια λέξη […] Και από την άλλη να λέει και Εύγε του! […] Και μάλιστα για ποιον, παρακαλώ; Για τον χέστη Νέστορα!» (σελ. 32). Επιπλέον, αναφέρω επιγραμματικά τα σπαρταριστά επεισόδια για το ποδόσφαιρο με τον διαιτητή πατέρα του, για τις εξαφανίσεις του Νέστορα και για τον τραυματισμό που ο Νέστορας προκάλεσε στην κοιλιά του Αϊ-Βασίλη με μια παραμάνα, επειδή το ίδιο είχε κάνει και ο παππούς του, ο οποίος μικρός είχε σκάσει με παραμάνα την κοιλιά-μπαλόνι εκείνου του Αϊ-Βασίλη. Στην ακολουθία των γεγονότων ενσωματώνονται και διακειμενικά στοιχεία του μυθιστορήματος του συγγραφέα Ο αδελφός της Ασπασίας. Διαπιστώνεται ότι ο Μάρκος έχει πολλά κοινά σημεία με τον ήρωα του συγκεκριμένου βιβλίου, τον Δαμιανό. Επιπλέον, ο παππούς, σημαίνοντας τη συνέχεια των γενεών, χαρίζει στα εγγόνια του βιβλία που διάβαζε ως παιδί, όπως τους Τρεις σωματοφύλακες,τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, τις Περιπέτειες ενός ιππότη, τον Άτλαντα του Διαστήματος. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μεταμυθοπλαστικά στοιχεία. Ο αφηγητής Μάρκος απευθύνεται προς τους αναγνώστες λέγοντας: «για δική σας χάρη το έχω αντιγράψει» (σελ. 114). Και διαβάζοντας το γράμμα του καθαρευουσιάνου παππού στη δημοτική γλώσσα, ο αναγνώστης με τη σειρά του «μαθαίνει» πως υπάρχουν διαφορετικά ύφη γραφής. Μάλιστα επειδή θέλει το blog του να είναι πρωτότυπο, για παράδειγμα εικονογραφημένο, σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια της εικονογράφου Τέτης Σώλου που γνώρισε, όταν εκείνη επισκέφτηκε το σχολείο του. Πράγματι, η Σώλου με τα εκφραστικότατα σκίτσα της κοσμεί τις σελίδες του μυθιστορήματος. Οι εικόνες ενσωματωμένες στο κειμενικό σώμα είναι σαν να «διασκεδάζουν» μαζί του και συνάμα συνοδεύουν ευχάριστα το αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας το συμπρωταγωνιστή. Μία σημαντική στιγμή της υπόθεσης είναι το χάρισμα των παιχνιδιών του παππού προς τα εγγόνια του και για πρώτη φορά το αρμονικό παίξιμο μεταξύ τους. Κι ο Μάρκος δεν διστάζει να πει: «ΟΚ, μπορεί όλα αυτά να τα βρίσκεις στο Ίντερνετ, αλλά έχει μεγάλη πλάκα να τα κρατάς στα χέρια σου» (σελ. 121). Όμως έχει και πολύ γούστο το κόλπο που μεταχειρίστηκε ο Νέστορας προκειμένου να πάρει όλα τα χρήματα που εισέπραξαν οι δυο τους από τα κάλαντα. Ένα κόλπο που άλλαξε τη συμπεριφορά του Μάρκου απέναντι στον αδελφό του και η ζήλια κι ο ανταγωνισμός έδωσαν τη θέση τους στη συνεργασία. Αναγνωρίζοντας την εξυπνάδα του, ως γνήσιος απόγονος του παλαιού Δαμιανού, παίρνει και τις μεγάλες αποφάσεις όπως αυτή: «Μήπως, σκέφτηκα, αντί να κάθομαι και να γράφω ό,τι τραβώ από το αδελφάκι μου για να το διαβάζουν οι άλλοι, θα ήταν καλύτερα να προσπαθούσα να σκέφτομαι όπως εκείνος; Είναι φορές που αισθάνομαι πως αυτός είναι ο μεγάλος αδελφός και εγώ ο μικρότερος» (σελ. 127). Παρά δε τις σκέψεις να σταματήσει το blog, αποφάσισε να το κρατήσει και να συνεργαστεί με τον μικρό αδελφό του, αυτός από τη θέση του διευθυντή που θα προτείνει ιδέες για τα posts κι ο Νέστορας που θα δίνει τις λύσεις. Kι η ονομασία του νέου blog: adelfakia.blogspot.com. Κομβικό σημείο της αφήγησης είναι όταν ο Μάρκος και ένας φίλος του από τη Γαλλία, κουβεντιάζοντας μέσω viber, διαπίστωσαν μέσα από τις διάφορες αλλαγές στο σώμα τους ότι άρχισαν να μεγαλώνουν. Ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες. Ο Κοντολέων προβάλλει ήρωες που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της ηλικίας τους. Ιδιαίτερα ο Μάρκος, παρόλο που αρχικά επικρίνει τον μικρό αδελφό του κι ο ίδιος αυτοσυστήνεται ως cool τύπος και συχνά παραπονιέται πως τον παραμελούν για χάρη του, εντούτοις γνοιάζεται για εκείνον και τον προστατεύει. Στο τέλος αναγνωρίζει την αξία του. Γιατί είπαμε, ο Μάρκος τα λέει όλα! Όπως κι ο Δαμιανός! Που δεν διστάζουν να βάζουν στο στόχαστρό τους και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Πρόκειται για ένα ημερολογιακό μυθιστόρημα αυτογνωσίας το οποίο, με την παρουσία ηρώων όλων των ηλικιών, θα μπορούσαμε να το εντάξουμε και στην κατηγορία του crossover. Το κείμενο ρέει ενσωματώνοντας και τη γλώσσα του διαδικτύου (follower, link, podcast κ.ά.), προπάντων στέλνοντας μηνύματα συνετής χρήσης του. Τα δύο αδέλφια σκορπίζουν γέλιο μέσα από αληθινές εικόνες που αναδεικνύουν τη βαθιά γνώση του συγγραφέα για την παιδική ψυχοσύνθεση. Καταληκτικά: ο Κοντολέων μέσω των δύο παιδιών αναδεικνύει με γλαφυρότητα εμβληματικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας (παιδικότητα, ελευθερία, παιχνίδι, ανταγωνισμός με στόχο τη συνεργασία, διάθεση για χαρά, πορεία προς την ενηλικίωση). Γενικά, ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες και γι’ αυτό τα έργα του για μικρές ηλικίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον και διαβάζονται ευχάριστα και από τους ενήλικες, οι οποίοι σίγουρα κατά την ανάγνωση θα αλιεύσουν στοιχεία από την αληθινή μας πατρίδα. Γιάννης Παπαδάτος https://diastixo.gr/kritikes/paidika/23065-markos

16.9.24

6+1 ερωτήσεις στο Fractal.gr

6+1 ερωτήσεις | Μάνος Κοντολέων: «Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων» Συνέντευξη στον Άγγελο Χαριάτη // -Ποιο είναι το τελευταίο σας βιβλίο και τι πραγματεύεται; Στα μέσα Ιουλίου κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Ο Μάρκος τα λέει όλα». Πρόκειται για ένα καθαρώς παιδικό μυθιστόρημα με πολύ χιούμορ που έχει να κάνει με τη ζωή μιας τετραμελούς μέσης οικογένειας και για το πως ένα προέφηβος κρίνει την καθημερινότητα τη δική του και των άλλων. Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων. -Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος που προτιμάτε ως συγγραφέας και κάποιο που προτιμάτε ως αναγνώστης; Όχι. Τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος να προτιμώ. Αυτό που αναζητώ -πάντα και ως αναγνώστης και ως συγγραφέας- είναι από τη μια η λογοτεχνική ποιότητα και από την άλλη να καλύπτω τις εκάστοτε προσωπικές μου εσωτερικές ανάγκες. -Μικρή φόρμα ή μεγαλύτερη. Ποια σας ενδιαφέρει ή σας ταιριάζει καλύτερα; Θα έλεγα η μεγαλύτερη. Μου δίνεται με αυτήν η ευκαιρία να αναπτύξω χαρακτήρες, να εισέλθω βαθύτερα και για περισσότερο χρόνο στις ζωές των άλλων. -Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές ή αγαπημένη θεματολογία; Αγαπημένη όχι… Εμμονές όμως σίγουρα. Ας σημειώσω την αναζήτηση ταυτότητας, τον έρωτα, τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις. -Έχετε επιρροές από Έλληνες ή/και ξένους συγγραφείς; Και έχω και είχα και θα έχω. Δε γίνεται διαφορετικά. Δεν ζούμε αποκλεισμένοι από τους άλλους. Από τους άλλους -αυτούς που κάποτε υπήρξαν και από όσους υπάρχουν ακόμα- παίρνουμε τα στοιχεία που με αυτά σχηματίζουμε και συνεχώς ανανεώνουμε την προσωπικότητά μας. -Εάν είχατε τη δυνατότητα να καλέσετε σε τραπέζι τέσσερις λογοτέχνες, ποιοι θα ήταν αυτοί και για ποιο λόγο; Αυτούς που κάποτε μαζί τους βρέθηκα γύρω από ένα τραπέζι και που τώρα δυστυχώς δεν μπορούν πια να αποδεχτούν την πρόσκληση μου. Με άλλα λόγια τους αγαπημένους -όχι και κατ’ ανάγκη σημαντικότερους- συγγραφείς που υπήρξαν φίλοι μου. Δεν μετρώ τους ανθρώπους με το ταλέντο τους, αλλά με την προσωπικότητά τους. -Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα χαρακτηριστικά ενός έργου το οποίο χαρακτηρίζεται παγκόσμιο ή/ και κλασικό; Η αλήθεια του… Ό,τι μπορεί για τον καθένα μας να σημαίνει αυτό.

Η ζωγράφος Μαρία Ζαχαρογιάννη έτσι όπως 'είδε΄ τη Μήδεια και την Κασσάνδρα μέσα από τα δυο μυθιστορήματά μου

12.9.24

Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε

Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε
Ο Μάνος Κοντολέων, γράφει ένα αλληγορικό παραμύθι για αναγνώστες κάθε ηλικίας. Ένα παραμύθι πολιτικής φαντασίας, ένα παραμύθι για την αγάπη, για τον άνθρωπο, για το ταξίδι της ζωής. Δεν θα σταθώ στις πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας: τον μονάρχη που έρχεται η ώρα να επιλέξει διάδοχο και διάδοχο εξ αίματος δεν έχει, την αποτίμηση της ζωής του και της εξουσίας που κατείχε, πόσα έδωσε, πόσα πήρε, πόσα έχασε, τι είναι αυτό που τώρα στα στερνά της ζωή του καταλαβαίνει, τι είναι αυτό που γυρεύει. Θα μείνω στην καρδιά της ιστορίας και αυτή είναι οι ιστορίες και οι άνθρωποι που τις λένε, τις γράφουν, τις τραγουδούν, τις κάνουν πράξη. Η πολιτεία που περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων, είναι μια πολιτεία νησιωτική. Ένα Νησί είναι στη μέση μιας περίκλειστης θάλασσας. Και όπως κάθε τι κλειστό, ξεκομμένο, κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Να σβηστεί από τη μνήμη. Μα ο κίνδυνος δεν έρχεται από κανένα εξωτερικό εχθρό. Τον κίνδυνο τον κουβαλούν οι κάτοικοι της πολιτείας εντός τους. Και ο κίνδυνος λέγεται λησμονιά. Η λησμονιά που έρχεται όταν δεν έχεις χρόνο να γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω. Όταν ο χρόνος γίνεται κυνηγός και ο κυνηγημένος είσαι εσύ. Όταν δεν έχεις τόπο να σταθείς, γιατί συνεχώς βιάζεσαι να προλάβεις κάτι, χωρίς να ξέρεις που τραβάς, χωρίς να κοιτάς, χωρίς να θυμάσαι, χωρίς να ονειρεύεσαι...Το Νησί είναι μια πολιτεία που σαπίζει σαν καράβι σε στεκούμενα νερά. "Γερνούν οι άνθρωποι. Γερνούν όμως και οι τόποι;"αναρωτιέται ο βασιλιάς; Γερνούν, θα πει η κυρά του, όταν εκείνοι που τους κατοικούν σταματούν να τους νοιάζονται, όταν ξεχνούν τις παλιές ιστορίες, παύουν να τις διηγούνται και αλίμονο σταματούν να φτιάχνουν καινούριες. Εδώ βρίσκεται κατά τη δική μου ανάγνωση το κλειδί του μυθιστορήματος. Στην σημασία των ιστοριών. Οι ιστορίες, οι μύθοι, διηγούνται την ψυχή του καιρού που τις γεννά. Κάθε ιστορία είναι γέννημα του τόπου και του χρόνου που την έφερε στο φως. 'Ετσι κάθε καιρός έχει τις ιστορίες που του αξίζουν. Και τους ήρωες του επίσης. Γιατί η ιστορία, όπως και στο συγκεκριμένο βιβλίο οι έξι ιστορίες που γράφουν οι κάτοικοι του Νησιού για το βασιλιά τους, φέρνουν στο φως με τρόπο αλληγορικό μια πραγματικότητα ιστορική, η οποία αποτελεί πρότυπο προς μίμηση (ή προς αποφυγή). Η ιστορία, ο μύθος είναι η εκπεφρασμένη συλλογική μας μνήμη και ταυτότητα. 'Οταν ο μύθος χάνεται, λησμονιέται, χάνεται ακριβώς αυτή η μνήμη. Χάνεται η αίσθηση ταυτότητας μεταξύ των ανθρώπων. Χάνεται η κοινότητα, με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις που μπορεί να έχει αυτό. Όταν δε οι άνθρωποι σταματούν να παράγουν ιστορίες, να γίνονται δημιουργοί, να βρίσκουν αφορμές και αιτίες να μυθολογήσουν, να ερμηνεύσουν δηλαδή αλληγορικά την πραγματικότητα που βιώνουν, όταν λειτουργούν με βάση την εκλογίκευση και μόνο, είναι σαν ο τόπος να χάνει την ψυχή του. Επέρχεται μια πολιτισμική ανομβρία και ξηρασία, που μοιάζει, όπως συμβαίνει και στην ιστορία του Μάνου Κοντολέων, να συμπαρασύρει και τον φυσικό κόσμο. Η πρωτοβουλία του βασιλιά να ζητήσει από τους υπηκόους του να γράψουν ιστορίες, ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε και με βάση αυτές να επιλέξει τον διάδοχό του, δηλώνει την ξεκάθαρη πρόθεση του για μετάβαση σε μια εξουσία με φαντασία. Μια εξουσία που μέτρο της θα έχει τον (συν)άνθρωπο. Γι' αυτό το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα ελπίδας. Κοιτώντας την αρχική εικόνα της πολιτείας βλέπεις τη μαυρίλα, την απογοήτευση, την αποξένωση. Ο συγγραφέας όμως μας δείχνει, πως για να ανακαλύψεις την ελπίδα πρέπει να την αναζητήσεις. Πρέπει να πορευτείς εσύ προς εκείνη ή να την "αναγκάσεις" να φανερωθεί. Το Νησί δεν κρύβει μόνο ανθρώπους, αδιάφορους, μοναχικούς, που κοιτάζουν το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για κοινό καλό. Έχει και εκείνους που νοιάζονται, που συμπονούν, που αγαπούν, που γράφουν ιστορίες (κάποτε και ιστορία). Μα πρέπει να είσαι παρατηρητικός. Πρέπει να επιλέξεις να κοιτάξεις το καλό για να έρθει να σε συναντήσει. Γιατί δεν θα ανακαλύψεις, παρά αυτό που αναζητάς. Κανένα σύμπαν δεν θα συνωμοτήσει να σου δώσει άλλο από αυτό που ψάχνεις. Ο άρχοντας έψαχνε ανθρώπους που ξέρουν τις λέξεις που αγαπάνε και βρήκε πολλά παραπάνω από αυτό: βρήκε ανθρώπους που αγαπάνε και από τις λέξεις φτιάχνουν πράξεις αγαπητικές. "Γιατί οι λέξεις υπάρχουν, όταν κάτι περιγράφουν. Αν αυτό χαθεί, πεθαίνουν και οι λέξεις." Τη ζοφερή εικόνα της πολιτείας στη αρχή της ιστορίας, έρχεται να αντικαταστήσει στο τέλος η πολιτεία της σύμπραξης, της συνύπαρξης, της αγάπης, της μοιρασμένης χαράς. Η μαγιά βρέθηκε και τώρα μένει να ζυμωθεί το ζυμάρι της δημοκρατίας. Να αναζητάς την μαγιά. Να είσαι το αλάτι σε ένα κόσμο που σαπίζει. Αγγελική Ευσταθίου https://paidikavivlia.blogspot.com/2022/01/blog-post_19.html Ιανουαρίου 19, 2022

15.8.24

Ο Αιμίλιος Σολωμού για την τριλογία "Κασσάνδρα - Κλυταιμνήστρα - Μήδεια"

Η τριλογία εξιστορεί τις ζωές τριών εμβληματικών γυναικών του μύθου (Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστα, Μήδεια) με μια νέα, σύγχρονη οπτική. Ο Μάνος Κοντολέων θέλησε να τους δώσει φωνή, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τη θηλυκή τους φύση, να διεκδικήσουν ισότιμη θέση πλάι στον άνδρα και να εξηγήσουν τα όσα διαχρονικά τους προσάπτονται. Τις αντιμετωπίζει με συμπάθεια, κατανόηση και ευαισθησία. Και καταφέρνει να συγκεράσει τις τρεις αποσπασματικές ιστορίες, βρίσκοντας τα νήματα που τέμνουν τις ζωές των ηρωίδων του. Καταφέρνει επιπλέον να αναδείξει τον ψυχισμό τους, ανασύροντας τις μύχιες σκέψεις, τα ένστικτα, το εσωτερικό δράμα, όπως μόνο ένας δεινός τεχνίτης της αφήγησης μπορεί. Εξετάζοντας τους μύθους μέσα από πολλές πηγές, π.χ. τις αρχαίες τραγωδίες, με μια φρέσκια ματιά, αξιοποιώντας τη μυθική μέθοδο και τη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, επιστρατεύοντας ανάλογα την πρωτοπρόσωπη (Κασσάνδρα) ή την τριτοπρόσωπη αφήγηση (Κλυταιμνήστρα, Μήδεια), με διακριτό ύφος σε κάθε περίπτωση, και τις συνεχείς αναδρομές, με μια άκρως ποιητική γλώσσα, πέτυχε ένα αξιοθαύμαστο συγγραφικό κατόρθωμα. Και οι τρεις ηρωίδες διακρίνονται για τον δυναμισμό τους. Απορριμμένες από το περιβάλλον τους, μέσα στην απόλυτη, την παγερή μοναξιά τους, προσπαθούν να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους. Στρέφονται διαρκώς στο παρελθόν σε μια ανασκόπηση της ζωής τους, και με διαρκή ενδοσκόπηση, για να προσδιορίσουν τη θέση τους στο παρόν, ενώ ταυτόχρονα έχουν συνείδηση του τραγικού, επικείμενου τέλους. Και σ’ αυτή την ανασκόπηση, σ’ έναν κόσμο που εξουσιάζεται από τις φιλοδοξίες και τη σκληρότητα των ανδρών, πολεμούν με τις μνήμες και τις σκιές τους. Η Κασσάνδρα με τα «μελανόχρωμα οράματα» (σ. 41), τις μνήμες των σφαγιασμένων αγαπημένων της: όλη η οικογένειά της ξεκληρίστηκε. Η Κλυταιμνήστρα: «Μια σκιά είχε γίνει που ακολουθούσε άλλες σκιές... Μια μια τις αναγνώριζε! [...] η Λήδα και ο Τυνδάρεως· η Ελένη και ο πρίγκιπας της Τροίας. [...] το σκιώδες σώμα του Τάνταλου, [...] εκείνο το βρεφούδι... [...] και μετά είδε την άλλη τη σκιά-ο Αγαμέμνων. Αναζήτησε άλλον διάδρομο. Πήρε να ακολουθεί τα ελαφρά βήματα μιας ακόμα σκιάς... Ιφιγένεια... Παραπάτησε. Σφάχτης ό,τι αισθάνθηκε να της φέρνει τον απόλυτο πόνο. Και σκιές ολόγυρα» (σ. 119-120). Και για τη Μήδεια: το παρελθόν που απαρνήθηκε για χάρη του Ιάσονα, ο πατέρας, ο τεμαχισμένος αδελφός, ο ναός της Εκάβης και η πατρίδα που εγκατέλειψε, ο Ιάσονας που αποδείχτηκε επίορκος και δειλός, μια σκιά αυτού που αγάπησε, και άλλοι «ως γερασμένες σκιές στέκονται δίπλα της τα θύματα φόνων του παρελθόντος» (σ. 81). Και στις τρεις περιπτώσεις, άνδρες έκλεψαν την ευτυχία τους. Από τη μια η Κασσάνδρα και η Μήδεια, εξ ανατολών ιέρειες θεοτήτων, του φωτός η μια (Απόλλωνας), του σκότους η δεύτερη (Εκάτη), εκπροσωπούν, εκτός των άλλων, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Η Κλυταιμνήστρα μοιάζει πιο γήινη, ανθρώπινη, πιο επαναστατική, αν και υπέκυψε στη φιλοδοξία και στο δέλεαρ της εξουσίας, η Κασσάνδρα πιο «ποιητική», πιο μοιραία, παραδομένη στη μοίρα της, σηκώνει το βάρος του προσωπικού και συλλογικού πόνου και τραύματος, η Μήδεια μια σκοτεινή μορφή από άλλο κόσμο, κυριαρχείται από τα πάθη της, την απόγνωση που φτάνει στον παραλογισμό. Άτεκνη η Κασσάνδρα, μητέρες η Κλυταιμνήστρα και η Μήδεια. Η Κλυταιμνήστρα δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον γιο της, τον Ορέστη. Στη Μήδεια η ιστορία θα αντιστραφεί. Αυτή θα δολοφονήσει τους γιους της. Κι όμως, και στις δύο περιπτώσεις, τη στιγμή του φόνου, δεν απουσιάζει η μητρική αγάπη. Πρόσεχε, θα πει στον μητροκτόνο γιο της η Κλυταιμνήστρα. Και η Μήδεια θα σκεφτεί λίγο πριν: «Αλλά και ό,τι σκοτώνεις πάντα θα τ’ αγαπάς» (σ. 109). «Πρόσεχε...» θα είναι η τελευταία λέξη της Κλυταιμνήστρας προς τον Ορέστη, την ώρα που θα κόψει το νήμα της ζωής της, γιατί ξέρει ποια θα είναι έπειτα η μοίρα του. «Πρόσεξε...» (σ. 126), θα προειδοποιήσει και ο Τυνδάρεως την κόρη του. «Ένα αυθόρμητο πρόσεχε», θα ψελλίσει σε μια «βουβή παράκληση και ικεσία» (σ. 45) και η παραμάνα Αγιδώ προς τη Μήδεια, όταν αυτή θα σμίξει με τον Ιάσονα. Θα της το θυμίσει και αργότερα: «Πρόσεχε, σου είχα ζητήσει... Δε με άκουσες;...» (σ. 68). Το ερωτικό σμίξιμο της Μήδειας με τον Ιάσονα και της Κλυταιμνήστρας με τον Τάνταλο (και τον Αίγισθο) έχει μια τρυφερότητα, πληρότητα. Η ερωτική πράξη της όμως με τον Αγαμέμνονα δεν έχει καμιά ψυχική σύνδεση, όπως και της Κασσάνδρας με τον Αγαμέμνονα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για βιασμό-μια πράξη του ενός, της βίαιης κατάκτησης, του αδίστακτου αρσενικού, για επιβολή της εξουσίας του. Οι γυναίκες είναι τα λάφυρα του Αγαμέμνονα. Η Εκάβη, στη συνομιλία με τον κόρη της Κασσάνδρα, θα υποστηρίξει: «Οι άνδρες έχουν τον φαλλό-ξίφος που ματώνει» (σ. 119). Αυτά τα μοτίβα, οι θεματικές, η διαγραφή του ψυχισμού των ηρωίδων, η κορύφωση του πάθους και ο κύκλος του αίματος, μα και πολλά άλλα, είναι τα νήματα που διαπερνούν τα βιβλία της τριλογίας, ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο έργο. Σε συνεκτικό στοιχείο αναδεικνύεται και το ύφος, η γλώσσα. Πότε ποιητική και λυρική, πότε σκληρή και κυνική, ακροβατεί στα όρια με κάθε λέξη να έχει ειδικό βάρος και σκοπό. Η τριλογία είναι κυρίως μια πολιτική κατάθεση. Και τα τρία μυθιστορήματα έχουν να κάνουν με την εξουσία, τη φιλοδοξία για την κατάκτησή της και τον έλεγχο (επί του λαού, του εχθρού, των γυναικών). Στα δύο πρώτα κυριαρχεί η αδίστακτη εξουσία του Αγαμέμνονα. Στη Μήδεια θα σχολιάσει ο αφηγητής: «Η όψη του άρχοντα διακηρύττει-φορές και διαπομπεύει-την έπαρση της εξουσίας» (σ. 84). Επιπλέον, στην Κλυταιμνήστρα αναδεικνύεται η φιλοδοξία του Αίγισθου για εξουσία και κυρίως του Ορέστη, ο οποίος επιδιώκει να μοιάσει στον Αγαμέμνονα και να διεκδικήσει τον θρόνο, να γίνει Άναξ Ανδρών. Και στη Μήδεια είναι η φιλοδοξία του Ιάσονα να γίνει βασιλιάς στη θέση του επηρμένου Κρέοντα της Κορίνθου. Ακόμα και η Κλυταιμνήστρα θα υποκύψει στη γοητεία του άρχειν, και θα προχωρήσει στον φόνο, μια πράξη ανδρών, για να γίνει «Άνασσα Ανδρών και Γυναικών» («Πάνω από αυτήν ουδείς άλλος!», σ. 192). Ο Μάνος Κοντολέων ξεσκεπάζει την εξουσία και τα μέσα που μετέρχεται, τότε και σήμερα, για εξαπάτηση του λαού, που καταλήγει σε όχλο. Η Κασσάνδρα (μέσω του Απόλλωνα) ασκεί κριτική σε ψευδομάντεις που ξεγελούν τους ανθρώπους με ένα σωρό απάτες όπως τα εντόσθια, τον καπνό, για να τους ρίξουν στάχτη στα μάτια, το καθημερινό ξεγέλασμα ενός λαού που θέλει να ξεγελιέται στην παραπληροφόρηση αυτών που κατέχουν τα μέσα. «Το σχήμα που έχουν τα εντόσθια των ζώων που θυσιάζονται, το προς τα πού τραβά η στήλη του καπνού από το θυμίαμα που καίγουν για χάρη μου, αν η φωτιά ανάψει με την πρώτη προσπάθεια ή όχι... Όλα αυτά είναι τερτίπια που μάντεις μικροί και ασήμαντοι χρησιμοποιούν για να ξεγελάσουν εύπιστα ανθρωπάκια-φιλόδοξους ηγεμόνες, υπερόπτες στρατηγούς, φιλοχρήματους εμπόρους, ανασφαλείς εραστές... Μικροί και ασήμαντοι μάντεις...» είναι τα λόγια του Απόλλωνα προς την Κασσάνδρα (σ. 64). Στη Μήδεια ο αφηγητής θα σχολιάσει: «Τα παιχνίδια της φύσης οι άνθρωποι συχνά τα υπερεκτιμούν και το τυχαίο το μετατρέπουν σε ξεχωριστό. Κάπως έτσι δημιουργούνται τα θαύματα, οι μύθοι και τα όργανα υποδούλωσης των πολλών. Χρήσιμο τέχνασμα, λοιπόν, και το χρυσόμαλλο δέρας για όσους φιλοδοξούν να διαπρέπουν ως ηγεμόνες» (σ. 35). Και αλλού: «Τα σύμβολα κατευνάζουν και παραπλανούν-άλλοτε τους λαούς, άλλοτε τους ίδιους τους ηγέτες» (σ. 51). Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο (Πατάκης, 2018) Μετά την πτώση της Τροίας, η Κασσάνδρα σέρνεται αιχμάλωτη στην Ελλάδα από τον Αγαμέμνονα. Κι εμείς παρακολουθούμε τον μονόλογό της, τη σκέψη της, την ικανότητά της να παρατηρεί, να συλλαμβάνει και να φωτίζει τις καίριες στιγμές, τις λεπτομέρειες πριν, κατά και μετά την τραγωδία (την ειρηνική, ευτυχισμένη ζωή, τη μέρα της άφιξης της Ελένης στην Τροία, την προδοσία, «την υποχθόνια αλαζονεία του Έλενου», τον δούρειο ίππο, την άλωση, τις στιγμές με τον Έκτορα, την Ανδρομάχη, την Εκάβη, τον Πρίαμο, τις σφαγές), με τη συνείδηση και την οπτική μιας γυναίκας που γνωρίζει πως το τέλος πλησιάζει. «Με φόνο ξεκίνησε ένας δεκάχρονος πόλεμος. Με άλλον φόνο θα τελείωσει. Ιφιγένεια... Κασσάνδρα» (σ. 176). Η Κασσάνδρα, καθώς τα αναθυμάται όλα αυτά, σκλάβα πια στο καράβι του Αγαμέμνονα για την Ελλάδα, επαναλαμβάνει «Η μνήμη δεν είναι καταφύγιο». «Ναι, Αγαμέμνονα- η μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Χώρος εκτελέσεων είναι» (σ. 177). Γι’ αυτήν η μνήμη είναι μια ανοικτή, ανεπούλωτη πληγή. Αυτό καθιστά το βιβλίο τραγικό, συμπυκνωμένο και βαθύ. Είναι ένα ποίημα μακράς πνοής, γραμμένο με ευαισθησία, σε πρώτο πρόσωπο. Η σπαρακτική εξομολόγηση μιας γυναίκας που βρίσκεται ανάμεσα στον μύθο, την ιστορία και την πραγματικότητα. Ο Μάνος Κοντολέων αποτύπωσε έξοχα τον ψυχισμό της γυναίκας-σύμβολο, διαχρονικό του ανθρώπου που βρίσκεται σε διάσταση με την κοινωνία και την εποχή του, καθώς οι άλλοι αδυνατούν να συλλάβουν τα μηνύματα. Για την Κασσάνδρα «μαντεύω σημαίνει κατανοώ... Τον άλλον» (σ. 64). Η Κασσάνδρα μαντεύει από αγάπη, πάνω στη Μαύρη Άμμο, αλλά κανείς δεν δίνει σημασία. «Λες και δε με ακούνε... Δε με πιστεύουν» συνέχιζα και πλέον οι λυγμοί τραντάζανε όλο μου το κορμί» (σ. 131). «Τι θες, Κασσάνδρα; Με κοιτούσαν και δε με καταλάβαιναν. «Η πόλη μας έχει ολόγυρά της τείχη φτιαγμένα από θεούς! Η νίκη δική της. Και δική μας η δόξα!». «Μα δεν καταλαβαίνουν;» επέστρεφα στον ναό μου και ρωτούσα τον θεό που με συντρόφευε» (σ. 131). «Κι εγώ έβγαινα και φώναζα τα οράματά μου, μα τα παιδιά με λοιδορούσαν. [...] Και οι μανάδες τους μου σφάλιζαν την πόρτα των σπιτιών τους. Οι πατεράδες τους με κοιτούσανε με μίσος» (σ. 140). Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο είναι ένα βιβλίο τραγικά επίκαιρο. Για τη σημερινή βία και την αναλγησία που επικρατεί στον κόσμο μας. Η βία που ασκεί το κράτος του Ισραήλ στην Παλαιστίνη επιβεβαιώνει τη διαχρονική μοίρα του ανθρώπου και ανακαλεί τον σπαραγμό της Κασσάνδρας. «Φόνοι αθώων-παίγνια της πολιτικής», θα πει (σ. 177). «Όταν, πια, οι δρόμοι της Τροίας μουλιάσανε στο αίμα, και κάτω, στην παραλία, τα καράβια των Αχαιών γεμίσανε με τους ηττημένους-ανήμπορους γέροντες, βιασμένες γυναίκες, παραλογισμένα παιδιά και αλυσοδεμένα παλικαρόπουλα-, τότε πια η Μαύρη Άμμος μου ερήμωσε» (σ. 41). Είναι διαχρονικό και για την κυπριακή τραγωδία, μια και θα μπορούσε το βιβλίο να συνδεθεί με την πτυχή των αγνοούμενων και τις μητέρες που ψάχνουν ακόμα τα παιδιά τους, καθώς σήμερα συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την τούρκικη εισβολή στο νησί. Μας το θυμίζουν στο βιβλίο οι μάνες που πηγαίνουν ικέτιδες στον ναό του Απόλλωνα και οι χαροκαμένες μάνες της κυπριακής τραγωδίας, μάνες αγνοουμένων παιδιών και συζύγων με τις φωτογραφίες στο χέρι. «Οι περισσότερες από τις ικέτιδες που ερχόντουσαν στον ναό για κάποιο τέκνο σκοπεύανε να παρακαλέσουν. Γυναίκες απλές οι περισσότερες-γυναίκες του λαού. Άλλες με γιους στρατιώτες, άλλες με παιδιά ανάπηρα, με κόρες που είχαν καταλήξει στην αγορά της νύχτας. Μάνες νεκρών τέκνων, μάνες αγνοουμένων, μάνες αιχμαλώτων...» (σ. 179). Η Κασσάνδρα τα έλεγε, ήξερε, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Το σχόλιο του συγγραφέα στο σημείωμά του είναι χαρακτηριστικό: «Η Κασσάνδρα είναι το σύμβολο μιας κοινωνίας που δεν στοχάζεται». Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας (Πατάκης, 2021) Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας είναι ένα μυθιστόρημα ψυχογραφικό, κοινωνικό και πολιτικό, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου. Και πράγματι, είναι ένα βιβλίο επίκαιρα πολιτικό. Η κάθε μορφής εξουσία και ο τρόπος που επιδρά στους ήρωες και στον ψυχισμό τους είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου. Ο συγγραφέας αξιοποιεί τον μύθο των Ατρειδών και κυρίως τη σχέση της Κλυταιμνήστρας με τον Αγαμέμνονα και τα παιδιά της. Μέσα στο πλέγμα αυτό των σχέσεων, η μνήμη, το μίσος και η φιλοδοξία για εξουσία είναι αυτά που θα ξετυλίξουν το κουβάρι για την ανάπτυξη του μύθου. Ευφυής είναι ο τρόπος που ξεδιπλώνεται η πλοκή. Τα κύρια πρόσωπα είναι δύο, η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης. Σ’ αυτούς αφιερώνονται διαδοχικά τα κεφάλαια. Αυτά που αναφέρονται στην Κλυταιμνήστρα αναπτύσσονται σε τρίτο πρόσωπο. Για τον Ορέστη, ο συγγραφέας επέλεξε τον μονόλογο, μια απολογία, στο τέλος πια του βίου του, για την τροπή που πήρε η ζωή του και τη μητροκτονία που διέπραξε. Ο πρώτος λόγος ανήκει στην Κλυταιμνήστρα («Έψαχνα πάντα τις λέξεις», σ. 9), ο τελευταίος στον Ορέστη: «Τώρα το ξέρω πια. Των ανθρώπων έργα ήσαν... Σκιές που μόνο εκείνη διέκρινε... Η μάνα μου... Οι σκιές της... Σκιές της Κλυταιμνήστρας» (σ. 208). Αν και βασική παράμετρος του βιβλίου είναι η δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα, όλο το μυθιστόρημα προετοιμάστηκε για να κορυφωθεί τη στιγμή της τελευταίας μοιραίας συνάντησης μάνας και γιου, «την πλέον τραγική στιγμή της Κλυταιμνήστρας». Θα πει ο Ορέστης: «Με είχε αναγνωρίσει... [...] «Εσύ;...» τραύλισε και στάθηκε ακίνητη. Το σώμα της σπαρτάρησε» (σ. 205). Κι όμως, την ώρα που το μαχαίρι έκοβε το νήμα της ζωής της, η Κλυταιμνήστρα, κατειλημμένη από μητρική στοργή, «Πρόσεχε...» ψέλλισε στον μητροκτόνο. Αυτή ήταν η τελευταία της λέξη. Μάνα και γιος υπήρξαν θύτες, αλλά υπήρξαν και θύματα ταυτόχρονα των πράξεών τους. «Θύτης, ναι-φόνευσα. Μα και θύμα-χρησιμοποιήθηκα», θα πει ο Ορέστης (σ. 47). Πρότυπό του ήταν ο αδίστακτος Αγαμέμνονας. «Ως γιος αγαπούσα τον πατέρα μου. Ως διάδοχος τον θαύμαζα. Ως αγόρι ίνδαλμα τον είχα. Ο Αγαμέμνων-ό,τι αυτός ήταν, εγώ μια μέρα θα γινόμουνα...» (σ. 79). «Ανήρ ειμί», θα επαναλαμβάνει στην απολογία του. Αυτός ο κόσμος είναι ο δικός του κόσμος, των ανδρών, και θα παραδεχτεί μια σειρά από φόνους που διέπραξε. Κι όλα αυτά για την εξουσία. «[....] η βούληση του άρχοντα», θα σχολιάσει, «δεν έχει πρόσωπο ανθρώπινο. Μα τα χαρακτηριστικά της εξουσίας» (σ. 103). Ο Ορέστης θα γίνει εν τέλει ο γιος του πατέρα του, ίδιος ο Αγαμέμνονας. Η Κλυταιμνήστρα, τολμηρή, θα σηκώσει το λάβαρο της κοινωνικής επανάστασης σ’ έναν κόσμο σκληρά ανδρικό που θέλει τη γυναίκα υποταγμένη, στο περιθώριο. Η εξέγερσή της θα τραφεί από την απόρριψη και το μίσος. Η μητέρα της η Λήδα, δεν την αγάπησε ποτέ («Η μητέρα, λοιπόν, απόμακρη», σ. 12, «βεβαιώθηκε πως ποτέ η μητέρα της δεν μπόρεσε να την αγαπήσει», σ. 124), «ο πατέρας της, ως βασιλιάς, μόνο ματιές τρυφερότητας της έστελνε» (σ. 12), στο τέλος θα στραφεί εναντίον της. Χάσμα τη χωρίζει με την αδελφή της Ελένη. Η Ελένη ήταν αυτή που συγκέντρωνε όλα τα βλέμματα για την ομορφιά της: «Η ομορφιά της Ελένης ήταν πλήρης-μόνο ομορφιά. Τίποτε άλλο» (σ. 10). Επιπόλαιη από μικρή, αλλοπαρμένη και αυτάρεσκη, νάρκισση: «Η ομορφιά δεν είναι μόνο μοίρα. Είναι όπλο» (σ. 28), θα πει στην Κλυταιμνήστρα. Η μόνη ευτυχία που βίωσε η Κασσάνδρα ήταν οι στιγμές της με τον Τάνταλο και το βρέφος του έρωτά τους. Όμως, θα της κλέψουν κι αυτή τη μοναδική ευτυχία. Ο Αγαμέμνονας θα σκοτώσει τον Τάνταλο και το παιδί τους. Κι έπειτα θα την κάνει δική του. Έτσι θα γεννηθεί το μίσος της και η επιθυμία για εκδίκηση. Η ερωτική πράξη μαζί του θα της θυμίζει την αντίστοιχη με τον Τάνταλο για διαφορετικό λόγο: «Απολαύσανε κι οι δυο-Τάνταλος και Κλυταιμνήστρα-το ξάφνιασμα της ηδονής που μυρμηγκιάζει τα άκρα και οδηγεί σε σπασμούς γλουτούς και γαστέρα» (σ. 50). Η ερωτική πράξη με τον Αγαμέμνονα δεν είχε τίποτα από την τρυφερότητα και την απόλαυση ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα. Από την πρώτη νύχτα «Φοβήθηκε τη βαριά ανάσα του-σαρκοβόρο πλάσμα ρουφούσε τις ρώγες του στήθους της και η μυρωδιά ψοφιμιού χωνότανε στην κοιλότητα του στόματός της. Κι έπειτα το σημείο του σώματός της που υμνούσε ο Τάνταλος με σπονδές σπέρματος», έγινε ο σκληρός εγωκεντρισμός, «μιας σάρκας που ήξερε πώς να το κατακτά και να το απολαμβάνει» (σ. 54). Κι όμως αυτή, από φιλοδοξία, αποφάσισε «ν’ αποχαιρετήσει τις μνήμες από τα αγκαλιάσματα του Τάνταλου, να αδιαφορήσει για την οσμή του ψοφιμιού που η ανάσα του Αγαμέμνονα έστελνε στα ρουθούνια της» (σ. 63). Ο Αγαμέμνονας ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας, της κάθε εξουσίας. Σκληρός, αδίστακτος, αιμοδιψής, εγωκεντρικός, χωρίς ίχνος συναισθήματος, φτιαγμένος από σίδερο. Κάτω από το κρεβάτι η Κλυταιμνήστρα έκρυβε ένα μαχαίρι. Όταν ο Αγαμέμνονας θα θυσιάσει την κόρη της την Ιφιγένεια, για την τρωική εκστρατεία, την κόρη που λάτρευε (σ. 58), θα εκμυστηρευτεί ο Ορέστης, το μίσος εναντίον του θα θεριέψει. Στην απουσία του θα γίνει αυτή η άνασσα των Μυκηνών και η εξουσία θα της ασκήσει ακατανίκητη έλξη. Θα απατήσει τον Αγαμέμνονα με τον Αίγισθο και η Ηλέκτρα θα τη μισήσει και θα στραφεί εναντίον της. Κι όταν ο Αγαμέμνονας επιστρέψει στις Μυκήνες, σέροντας μαζί του ως τρόπαιο μια νέα ερωμένη, την Κασσάνδρα, η απόφαση είχε ήδη παρθεί, θα τον δολοφονήσει, για να εκδικηθεί και να κρατήσει τον θρόνο για τον εαυτό της. Κι αυτή είναι, πέραν των άλλων, μια προσωπική οπτική του συγγραφέα πάνω στον μύθο. Δεν αποδέχεται αποκλειστικά τα αίτια που συνήθως αναφέρονται: μίσος για τον Αγαμέμνονα, ζήλεια για τη νέα ερωμένη. Έτσι η Κλυταιμνήστρα θα σηκώσει το ύστατο και καταδικασμένο λάβαρο ενάντια στην εξουσία, στην καταπίεση του άνδρα. Πολύ νωρίς θα αναρωτηθεί: «Ποιος είναι ο ρόλος της γυναίκας; Φτιάχνει αυτή το πεπρωμένο της ή ό, τι θα της συμβεί θα είναι αποτέλεσμα πράξεων κάποιου ανδρός;» (σ. 27). Ο συγγραφέας θα παραδεχτεί: «Θέλησα να αφηγηθώ αυτά τα γεγονότα με τις αποχρώσεις μιας μεταφεμινιστικής ερμηνείας των ταυτοτήτων των δύο φύλων». Η φωνή της Κλυταιμνήστρας φτάνει κοντά μας, από τα βάθη του μύθου και της ιστορίας, τραγική και επίκαιρη ακόμα. Επιζητεί, απαιτεί, διεκδικεί μια καλύτερη μοίρα σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανδρική εξουσία και η σκληρότητα. Με την επανάστασή της «Αισθάνεται πως υπερασπίζεται το φύλο της» (σ. 154). «Μια γυναίκα ήταν... Αυτή η ίδια! [...] Βασίλισσα και γυναίκα... Άνασσα. Ρίγος αηδίας και αηδία θυμού την κατακλύζει την Κλυταιμνήστρα. Τυλίγεται με χοντρό υφαντό και ξεφεύγει από την αγκάλη που έχει προσφερθεί στη γυναικεία της ταυτότητα. [...] Η ερώτηση επανέρχεται δίχως οίκτο-πόσες ταυτότητες μπορεί να υποστηρίξει μια γυναίκα;» (σ. 142). Ο συγγραφέας έφτιαξε μια Κλυταιμνήστρα με συμπάθεια, από σάρκα και οστά, με βαθιά ψυχογράφηση. Είναι ένα μυθιστόρημα ανθρώπινο και τραγικά επίκαιρο για τις σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Σαν Μήδεια (Πατάκης, 2023) Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση πάνω στον γνωστό μύθο της παιδοκτόνου Μήδειας, ιέρειας της Εκάτης και πριγκίπισσας του βασιλείου της Κολχίδας. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και σ’ αυτά προτάσσονται στίχοι από την τραγωδία του Ζαν Ανούιγ Μήδεια. Είναι το βιβλίο που το διαπερνά, από οποιοδήποτε άλλο της τριλογίας, η σχέση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, ή καλύτερα, όπως το θέτει ο συγγραφέας, ανάμεσα στον άνδρα (εξουσία, πόλεμος)-άρρεν (καθήκον, τιμή, ερωτική συμβίωση) και στη γυναίκα (νύμφες ανδρών)-θήλυ (σύντροφοι αρρένων)· αυτή η αρχετυπική διαπάλη-ένωση των αντιθέτων, η έλξη φιλότητας και νείκους, κατά τον προσωκρατικό Εμπεδοκή για τη γένεση και λειτουργία του κόσμου. Η μητέρα της Μήδειας θα της πει πριν φύγει για το νησί της Κίρκης: «Είναι όμορφη η μοίρα μας, η μοίρα των γυναικών. Η σιωπή των σπάχνων μας περιθάλπει τον θόρυβο της σποράς που θα γονιμοποιηθεί...» (σ. 14). Η Κίρκη, προπέμποντάς την πίσω στον πατέρα της, θα αποφανθεί γι’ αυτό που βλέπει να έρχεται, ότι η Μήδεια θα είναι «Για κάποιους μια νέα μάγισσα... Για κάποιους το υπέροχο θήλυ» (29). Κι αυτή δε λογαριάζει «τον εαυτό της πια ως γυναίκα, μα ως διαχρονικό θήλυ. Κι ως τέτοιο ποτέ δεν υποτάσσεται στις πλάνες των ανδρών» και «στις έωλες φιλοδοξίες τους» (σ. 35). Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο βασικός άξονας του βιβλίου. Είναι και πολλά άλλα, επίκαιρα και διαχρονικά, όπως η φιλοδοξία για την εξουσία, ο ξεριζωμός («Βαριές, ασφυκτικές, άσπλαχνες οι μέρες των προσφύγων... Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια... Πόσα χρόνια;», σ. 61) και η σχέση με τη φύση. Η Μήδεια στην Κολχίδα θα ζήσει με αρμονία σ’ ένα παραδείσιο περιβάλλον, παγανιστικό στην περιγραφή του. Εκεί «Το δέρμα της ήταν προετοιμασμένο να αποδεχτεί τη διαδικασία της εξάτμισης και το αλάτι που απέμενε να το στολίζει δεν είχε αλμυρή γεύση, μα εξαίσια ερεθιστική-γεύση ζωής. [...] Τώρα η Μήδεια αισθάνεται τον μαύρο χιτώνα να έχει κολλήσει πάνω στο σώμα της-υγροί λεκέδες αφήνουν πάνω στο ξεφτισμένο ύφασμα τα ίχνης τους. (σ. 63) [...] κι εκείνη η παραλία της Κορίνθου [...] και, λίγο πιο κει, ξεροπόταμος ξερνά ψόφια ποντίκια και σαπισμένα κλαριά. Υπολείμματα ζωής» (σ. 64). Εκεί η κίνηση «νερού πηγής», εδώ «συναντά τη στασιμότητα ενός έλους» (σ. 72). Στην Κόρινθο αυτή η βάρβαρη, όπως την ονομάζει ο Κρέοντας, και ξένη, θα παραμείνει έξω από τα τείχη της πόλης, αποκλεισμένη. Ο Μάνος Κοντολέων ακολουθεί τον μύθο του Ανούιγ (π.χ. το τέλος της Μήδειας) και του Ευριπίδη και επηρεάζεται από την ομώνυμη ταινία του Λαρς φον Τρίερ. Ωστόσο, αφηγείται την ιστορία της Μήδειας μέσα από τη δική του οπτική. Όπως αναφέρει στο σημείωμά του, δεν τον έπειθε η ερμηνεία της παιδοκτονίας «για λόγους ερωτικής εκδίκησης». Η Μήδεια είχε σταλεί από τον βασιλιά πατέρα της Αιήτη να ενηλικιωθεί κοντά στην αδελφή του Κίρκη στη νήσο Αιαία. Μέσα στο εξαίσιο φυσικό περιβάλλον, η Κίρκη θα την παρακινήσει να ανακαλύψει «πώς συνεργάζονται η Εκάτη και ο Ήλιος για να γονιμοποιηθεί η παμπάλαιη Γη» και ως πλάσμα θηλυκό να ενωθεί «με πλάσμα αρσενικό». Στις ακτές, με τις προτροπές της Κίρκης, θα αφυπνιστεί το ερωτικό της ένστικτο και θα μαθητεύσει στον οργασμό και στην πληρότητα της σύλληψης. Επιστρέφοντας στην Κολχίδα, θα είναι πια έτοιμη, όταν συναντηθεί με τον Ιάσονα για την πλήρη ένωση και τη σύλληψη· μα είναι κιόλας η στιγμή που φέρει μέσα της τον σπόρο μιας φρικτής κατάληξης, για να συντελεστεί η τραγωδία. Αυτή ανατολίτισσα με «Τα μαύρα μάτια και τα πλούσια ματοτσίνορα», ιέρεια της θεάς της σελήνης Εκάτης, κι αυτός με «Τα ολόξανθα μαλλιά και τα στέρεα πιγούνια», το φως, ίδιος ο Ήλιος. Έτσι η Μήδεια θα αρχίζει να κτίζει ένα όνειρο, στην ουσία ν’ αλλάξει τον κόσμο. Εδώ βρίσκεται η νέα οπτική που δίνει ο Μάνος Κοντολέων στον μύθο, γιατί κατά την άποψή του είναι βαθύτερα τα αίτια που θα οδηγήσουν στην τραγωδία. Η Μήδεια θέλει να φτιάξει μια νέα ανθρώπινη φυλή με τον Ιάσονα, τον «τέλειο άρρενα» (σ. 118). Και σ’ όλη τη διαδρομή της στο βιβλίο, αυτό θα επαναλαμβάνει. Αυτός και αυτή, «με την ηθική μιας αρχέγονης ένωσης, ευλογημένης από τον Ουρανό και τη Γαία» (σ. 76), οι δημιουργοί μιας νέας γενιάς ανθρώπων, οι δύο πρώτοι αληθινοί άνθρωποι, «γεννήτορες μιας νέας φυλής» (σ. 96). Γι’ αυτό της το όνειρο, για χάρη του Ιάσονα, η Μήδεια θα προδώσει τον πατέρα της, για να κλέψει ο Ιάσονας το χρυσόμαλλο δέρας, θα τεμαχίσει τον αδελφό της Άψυρτο, θα εγκαταλείψει τον ναό της Εκάτης για να γίνει πλάνης και πρόσφυγας, και θα διαπράξει κι άλλα φονικά. Κι όμως, τελικά η Μήδεια ξεγελάστηκε. Ο Ιάσωνας θα καταπατήσει τον όρκο του: «Ο Ιάσονας ακουμπά πάνω στην κοιλιά της [η Μήδεια κυοφορεί] την δεξιά παλάμη του. «Ορκίζομαι...» (σ. 52). Όταν θα φτάσουν στην Κόρινθο, ο Ιάσονας θα την εγκαταλείψει για την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, για να γίνει μια μέρα ο ίδιος βασιλιάς. Λογαριάζει μάλιστα να της αφαιρέσει τα δυο αγόρια τους, για να μεγαλώσουν μαζί του στο παλάτι. Η συμπεριφορά του είναι ελεεινή. Στέκονται αντίκρυ ο ένας στον άλλο «Δύο ξένοι» πια (σ. 98). Εκείνος θα την απορρίψει και θα της πει: «Είμαι άντρας, Μήδεια... Μόνο άντρας!» (σ. 105). Η Μήδεια λίγο πρωτύτερα θα θυμηθεί τα λόγια της Κίρκης: «Τα ειδύλλια των ανθρώπων έχουν τις πολύχρωμες λάμψεις των πυρσών που καίνε θειάφι. Μα όταν φτάσουν στο τέλος τους, τότε όλα τα χρώματα εξαφανίζονται και μένει μόνο ένα-το απόλυτο μαύρο» (σ. 94). Το υπέρτατο όνειρο μιας οραματίστριας Μήδειας, προορισμένης «να γεννήσει νέα γεννιά ανθρώπων» (σ. 88), γίνεται εφιάλτης, θα την οδηγήσει στον παραλογισμό, και όπως και στον κλασικό μύθο θα εκδικηθεί τον Ιάσονα με τον φόνο των τέκνων τους. Η ψυχογραφία της εσωτερικής σύγκρουσης διαγράφεται εξαιρετικά στο μυθιστόρημα, καθώς η Μήδεια κυριαρχείται από τα πάθη της. Ο συγγραφέας δεν την καταδικάζει, αλλά επιχειρεί να κατανοήσει αυτή τη φρική πράξη της. Όμως, εδώ ο Μάνος Κοντολέων, κι αυτό είναι το ενδιαφέρον σε όλη την τριλογία, επικαιροποιεί τον μύθο, επιστρατεύοντας την τεχνική της αντικειμενικής συστοιχίας, που πρώτος αξιοποίησε ο T. S. Elliot και έπειτα ο Σεφέρης. Πρόκειται για τη χρησιμοποίηση μιας ιδέας, μιας κατάστασης ή γεγονότος, για να προκληθεί η συγκίνηση στον αναγνώστη. Στον Σεφέρη ονομάστηκε μυθική μέθοδος με την αντιστοιχία μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Το παρελθόν, ο μύθος, έρχεται να φωτίσει και να εξηγήσει, σ’ έναν βαθμό, το παρόν. «Δεν ταξιδεύουν μόνο οι άνθρωποι. Ταξιδεύουν και οι μύθοι. [...] Και γίνονται σύμβολα» (σ. 52), θα παραδεχτεί η Μήδεια. Στην περίπτωση της Μήδειας, πέραν των άλλων, η προσέγγιση αυτή έχει να κάνει και με το όραμα να δημιουργήσει με την ένωσή της με τον τέλειο άρρενα, τη νέα φυλή των ανθρώπων. Έτσι ανακαλεί στη μνήμη μας το σύγχρονο παρελθόν και τις προσπάθειες στα μέσα του 20ου αι. της ναζιστικής Γερμανίας να δημιουργήσει την τέλεια φυλή, την Άρια φυλή. Προσπάθεια που φτάνει στην ύβρη και οδηγεί στη φρίκη. Η διάψευση του οράματος της Μήδειας οδηγεί στην απόγνωση, στην παραφροσύνη και επιφέρει το τραγικό τέλος των παιδιών της (δηλητήριο από τους μαστούς της) και την αυτοκτονία της πάνω στην πυρά του θρυλικού πλοίου Αργώ. Στην περίπτωση του ναζισμού, η διάψευση του «οράματος», θα οδηγήσει στο Ολοκαύτωμα, και στις αυτοκτονίες (κυρίως με κυάνιο) χιλιάδων υποστηρικτών του καθεστώτος (ανάμεσά τους πολλές οικογένειες με παιδιά), που, εκτός των άλλων, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ήττα, την κατάρρευση της Γερμανίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μαζική αυτοκτονία του ζεύγος Γκέμπελς και των έξι παιδιών τους. Μόνο στο Βερολίνο το 1945 αυτοκτόνησαν πάνω από 7000 άνθρωποι. Στη μικρή πόλη του Ντέμιν, στη Βορειοανατολική Γερμανία, καταγράφηκαν 1000 αυτοκτονίες σε έναν πληθυσμό 15.000 κατοίκων. Η τριλογία είναι μια ωδή στη γυναίκα, στην προσπάθειά της να πάρει την τύχη, τη μοίρα στα χέρια της. Από την αχλύ της εμφάνισης της ανθρωπότητας μέχρι τις μέρες μας, αυτό εξακολουθεί να είναι ακόμα ζητούμενο. Η Κασσάνδρα, η Κλυταιμνήστρα και η Μήδεια ενώνουν τη φωνή τους που φτάνει κοντά μας σπαρακτική από την εποχή της απαρχής του ανθρώπου. Πρόκειται για τρία βιβλία βαθιά στοχαστικά, για τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και εν τέλει υπαρξιακά για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο συγγραφέας επέλεξε να ασχοληθεί με εξαιρετικά δύσκολα θέματα. Και πέραν των άλλων, αυτό που αναδεικνύει την ικανότητά του είναι η σοφή κλιμάκωση και η κορύφωση της εσωτερικής σύγκρουσης που βιώνουν οι ηρωίδες του πριν την τραγωδία. Ο Μάνος Κοντολέων αποδεικνύει κι εδώ, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα ενηλίκων, και βιβλία παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, πως αποτελεί έναν από τους στυλοβάτες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Το παράξενο είναι πως η κριτική δεν έχει προσέξει τα βιβλία ενηλίκων του όπως θα τους άξιζε και όπως θα του άξιζε. https://journals.lib.uth.gr/.../article/view/2237/2009 τεύχος 41ο, 24/07/2024,

7.8.24

Δυο παιδιά για το "Ο Μάρκος τα λέει όλα"

Αγαπημένε μας κ. Μάνο Κοντολέων, στην τάξη μας δεν υπάρχουν υποσχέσεις που μένουν στα λόγια και συμφωνίες που δεν κρατιούνται. Όταν κλείσαμε στις 15 Ιουνίου, η δασκάλα μας είχε υποσχεθεί ότι ο Μάρκος ήταν προγραμματισμένος να εκδοθεί αρχές Ιουλίου και όλοι θα προλαβαίναμε να τον πάρουμε μαζί μας στις διακοπές, εκτός από δυο παιδία που επειδή θα ήταν κατασκήνωση, θα τους το δίναμε αργότερα. Αλλά επειδή καθυστέρησε, και παρόλο που όλοι του έλεγαν να καθυστερήσει άλλους δυο μήνες να μην πέσει πάνω στον καύσωνα, αυτός επέμενε να συναντηθεί με τα τόσα παιδιά που τον περιμένουν και μαζί με όσα καταφέρει να βρει, να κολυμπήσει κι αυτός σε κάποια παραλία ή να κάνει ορειβασία σε κάποιο βουνό. Έτσι μάς το εξήγησε η κυρία Αλεξάνδρα, που εμάς όμως κατάφερε , όχι όλους δυστυχώς, και μας βρήκε. Αν και ο Μάρκος βρίσκεται τακτοποιημένος στη βαλίτσα μας, βλέπετε είμαστε από τους τελευταίους που θα φύγουμε για διακοπές, έχουμε διαβάσει όλα όσα λέει ήδη μια φορά. Πριν μιλήσω όμως για τον Μάρκο να σας συστηθώ. Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Γεωργίου, δυστυχώς είχα κοβιντ κι έχασα την εκδήλωση άρα δε θα με θυμάστε. Μέχρι πριν 10 μέρες συναντιόμασταν με τον φίλο μου τον Γιώργο Γαληνό στο πάρκο και κλαίγαμε τη μοίρα μας, σαν τα κακόμοιρα. Τα υπόλοιπα παιδιά έστελναν συνέχεια μηνύματα και φωτογραφίες με τα μαγιό και τις μάσκες τους στην ομαδική στο viber και στο instagram από τα χωριά τους, διάφορα νησιά, πότε κάνοντας καταδύσεις, και βουτιές , πότε εξερευνώντας τον βυθό. Και ξαφνικά όταν στείλαμε οι δυο μας μια φωτογραφία αγκαλιασμένοι με τον Γιώργο και κρατώντας φάτσα φόρα τον Μάρκο έμειναν άφωνοι. Ξαφνικά γίναμε οι τυχεροί και πολύ το χαρήκαμε, και αλήθεια! το λέμε χωρίς κακία. Έτσι είναι η ζωή! Τώρα πέφτουν βροχή τα μηνύματα και μας ρωτάνε : τι λέει ο Μάρκος; Σας άρεσε το βιβλίο; Περισσότερο από το βιβλίο « Με το ίδιο όνομα» , το «Ποτέ πιο πριν…» και τη Μάσκα του Καπιτάνο; Έχουμε ορκισθεί όμως με τον Γιώργο να τους κρατήσουμε σε αγωνία. Λέξη δε λέμε. Δε θα κάνουμε spoil. Βέβαια όταν ανοίξουν τα σχολεία θα το διαβάσουμε όλοι μαζί στη φιλαναγνωσία μαζί με « Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε». Και σ΄ αυτό είμαστε οι τυχεροί, το μάθαμε πρώτοι απ΄ όλους. Όταν όμως είδαμε το μήνυμα της κ. Αλεξάνδρας που ζητούσε να της πούμε τη γνώμη μας, δεν υπήρχε περίπτωση να μη το κάνουμε. -Πολύ θα άρεσε στον Μάνο Κοντολέων να του γράφατε δυο λόγια , να του τα στείλουμε μέχρι να ξαναβρεθούμε μαζί του και να του τα πούμε όλα… έτσι έγραψε. Μα πώς να πούμε όλα αυτά που θέλουμε με δυο λόγια; Θα προσπαθήσουμε όμως, πάντα αξίζει μια προσπάθεια. Ας ξεκινήσουμε ότι το διαβάσαμε σε μια μέρα. Νομίζω εγώ πρέπει λίγο πιο γρήγορα. Αν πρέπει να το περιγράψω με μια λέξη, είναι το πιο cool βιβλίο! Εγώ έχω μεγαλύτερο αδελφό κι ο Γιώργος μικρότερο. Κι οι δυο βρήκαμε ότι « σίγουρα» τα έχουμε ζήσει αυτά που περνάει ο Μάρκος. Αλλά δεν τα είδαμε ποτέ με τόσο αστείο τρόπο. Από τα γέλια μου ανησύχησε ο πατέρας μου κι ήρθε στο δωμάτιό μου να δει αν είμαι καλά. Μετά το διάβασαν ο πατέρας και η μαμά μου και γελούσαν πιο δυνατά από εμένα. Υπάρχουν σίγουρα κοινά με τον Δαμιανό αλλά ο κύριος Κοντολέων ξέρει τα πάντα για τα παιδιά της ηλικίας μας και απευθύνεται πλέον στη δική μας γενιά με τους δικούς μας όρους. Όντως μπορώ να πω εδώ και μια τριετία, έτσι ακριβώς επικοινωνούμε μεταξύ μας. Αυτό δε θα το κρύψω, ήταν μεγάλη έκπληξη! Το ημερολόγιο του Δαμιανού, έχει αντικατασταθεί με το blog του Μάρκου. Και οι δυο είναι ξεκαρδιστικοί! Νομίζεις ότι μέσα από τον κ. Κοντολέων πετάγεται η φωνή ενός παιδιού και μιλάει από μόνο του. Γι΄ αυτό και είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας συγγραφέας. Μεταμορφώνεται από Δαμιανός και Μάρκος σε Φιλ με μια ευκολία που, μάλλον δεν είναι ευκολία, είναι τεράστιο ταλέντο! Η κ. Αλεξάνδρα μού ζήτησε να μην επεκταθώ στο περιεχόμενο, αφού θα το διαβάσουμε και στο σχολείο. Οπότε, ας μείνω στο προσωπικό μου συμπέρασμα και στα δυο μου λόγια : είναι ένα καταπληκτικό, από τα πιο διασκεδαστικά βιβλία έχω διαβάσει. Έχει ένα πανέξυπνο τέλος!!! Η σχέση ανάμεσα σε δυο αδέλφια, ό,τι και να γίνει, με τα χρόνια γίνεται όλο και πιο στενή. Όσο κι αν σκοτώνονται, όσους τσακωμούς κι αν μετρήσουν μεγαλώνοντας, όταν έρθει η στιγμή θα ενωθούν απέναντι σε οποιονδήποτε σταθεί απέναντί τους. Κανείς δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στα αδέλφια. Πιστεύουμε λοιπόν ότι θα αγαπηθεί πάρα πολύ! Είναι χωρίς υπερβολή αξιολάτρευτο βιβλίο και βλέπουμε ότι θα ξεπεράσει σε επιτυχία τον μακρινό συγγενή του τον Δαμιανό. Εμείς με τα βιβλία του Μάνου Κοντολέων αγαπήσαμε τη λογοτεχνία! Περιμένουμε κάθε νέο του βιβλίο με πολλή ανυπομονησία για να μεταφερθούμε σε άλλους κόσμους γεμάτους φαντασία, συγκίνηση, χαρά! Και στο σχολείο οι ώρες που διαβάζουμε βιβλία του είναι ώρες γιορτής! Η αλήθεια είναι ότι τον Μάνο Κοντολέων τον αγαπάμε απεριόριστα!! Ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα όμως δεν πιστεύαμε ότι κάποια στιγμή θα τον συναντούσαμε, θα τον γνωρίζαμε , θα του μιλούσαμε από κοντά και θα τον ακούγαμε να μας λέει τόσες και τόσες ιστορίες. Το φθινόπωρο ελπίζουμε ότι πρώτα στην τάξη μας θα έρθει για να τα πούμε όλα για τον Μάρκο ! Μακάρι να είχαν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε αυτό το μήνυμα και τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης. Άσχετα από αυτά που λέω καμιά φορά, καταλαβαίνω ότι στενοχωριούνται. Επίσης θα τα γράφαμε πολύ καλύτερα, αν όπως πάντα είχαμε συνεργαστεί. Αν δεν τα κατάφερα και τόσο καλά να ξέρετε ότι προσπάθησα. Κι αν μετράει αυτό, έκανα τη μεγαλύτερη προσπάθεια που μπορούσα, ούτε δέχτηκα να με βοηθήσει ο μεγαλύτερος αδελφός μου γιατί θα με κορόιδευε. Όταν θα έρθετε ξανά στο σχολείο , θα έρθω πρώτος να συστηθώ και να σας ρωτήσω αν σας άρεσε το μήνυμά μου. Επειδή το έχουμε πει σε όλα τα παιδιά ότι θα γράψουμε εμείς πρώτοι με τον Γιώργο για τον « Μάρκο που τα λέει όλα…», αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους το λέγαμε όπως και να ΄χει, ζήτησαν να σας πούμε ότι ανυπομονούν να επιστρέψουν για να πάρουν κι εκείνοι να διαβάσουν το βιβλίο και να συνεχίσουμε τη Μάσκα του Καπιτάνο, κι ότι σας αγαπούν περισσότερο από όλους τους συγγραφείς του κόσμου!!! Καλό καλοκαίρι από το Ε΄1, από του χρόνου πια! Γιώργος Γαληνός - Κωνσταντίνος Γεωργίου

4.8.24

Μ. Αγκέεφ «Μια ιστορία με κοκαΐνη»

Μ. Αγκέεφ «Μια ιστορία με κοκαΐνη» Μετάφραση: Σοφία Κορνάρου Επίμετρο: Γιάννης Μπαρτσώκας Εκδόσεις Ροές
«… ο μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής είναι ο μηχανισμός της αιώρας: όσο ανυψώνεται προς την Ευγένεια του Πνεύματος, τόσο παρασύρεται σε μια γρηγορότερη κίνηση επιστροφής προς τη μανία και τη θηριωδία» Πάνω σε αυτόν το συλλογισμό έχει στηθεί όλο το μυθιστόρημα του Μ. Αγκέεφ «Μια ιστορία με κοκαΐνη» που είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1934 σε ένα περιοδικό το οποίο Ρώσοι εμιγκρέδες εξέδιδαν στη Γαλλία. Το υπέγραφε κάποιος με το όνομα Μ. Αγκέεφ και το είχε στείλει ταχυδρομικώς από την Κωνσταντινούπολη. Πολύ γρήγορα το έργο έγινε γνωστό και όλοι αναζητούσαν να μάθουν ποιος μπορεί να ήταν ο δημιουργός του. Πάνω στη ανακάλυψη της ταυτότητάς του στήνεται ένα από τα μεγάλα λογοτεχνικά μυστήρια και όταν το 1983 πλέον το έργο επανεκδίδεται, το μυστήριο φουντώνει έως ότου αποκαλύπτεται το όνομα που υπήρχε πίσω από τη υπογραφή Αγκέεφ -ήταν κάποιος Μαρκ Λέβι. Περίεργη και ιδιότυπα περιπετειώδης και η ζωή του Λέβι, αλλά εκείνο που τελικά μετρά για την παγκόσμια λογοτεχνία είναι η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος που ακόμα και σήμερα παραμένει ελκυστικό και με ασυνήθιστες απόψεις. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ένας νεαρός Ρώσος, ο Μασλένικοφ, ο οποίος μας φέρνει στο νου την αυτοκαταστροφικότητα που έχουν κάποιοι ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Αναζητά τις μεγάλες συγκινήσεις, τολμά να οδηγεί τον εαυτό του στα άκρα, να σκορπά την καταστροφή, την ίδια ώρα που με πάθος προσφέρει συναισθήματα και αποφεύγει συμβιβασμούς. Στην ουσία ζει ως ένας ναρκομανής -άλλωστε και ναρκομανής και συγκεκριμένα κοκαϊομανής γίνεται- καθώς μέσα από αυτήν την ουσία μπορεί να βιώνει τόσο το απόλυτο κακό, όσο και το απόλυτο καλό. Έχω την εντύπωση πως το έργο πρέπει -όπως άλλωστε όλα τα σημαντικά έργα που πέρασαν τη δοκιμασία του χρόνου- να διαβάζεται μέσα στο όλο κλίμα της εποχής που αναφέρεται. Γιατί στην ουσία αυτή περιγράφει, μα και από αυτήν γεννήθηκε. Η ιστορία τοποθετείται ανάμεσα στα χρόνια 1916 με 1919, στη Μόσχα, αλλά τα σημαντικά γεγονότα εκείνης της περιόδου φαίνεται να μην απασχολούν την καθημερινότητα του κεντρικού προσώπου, όπως επίσης και των υπόλοιπων χαρακτήρων. Μα στόχος του συγγραφέα δεν ήταν να καταγράψει το πως τα πολιτικά συμβάντα επεμβαίνουν στις πράξεις των ανθρώπων, αλλά το πως τα ίδια τα πρόσωπα παρουσιάζονται ως εκφραστές των ιστορικών συμβάντων Οπότε και προς το τέλος του έργου, θα διαβάσουμε: Παρατηρούμε πως οι ιδιαίτερα ταραγμένες εποχές, όσες ξεχωρίζουν για τις μεγάλες προσπάθειες που έγιναν για την επικράτηση της δικαιοσύνης , είναι εκείνες που στιγματίστηκαν ως αποτρόπαιες για τις αγριότητες και τα σατανικά κακουργήματα που διαπράχθηκαν στη διάρκειά τους. Με αυτές τις φράσεις ο Αγκέεφ λες και έρχεται να ακουμπήσει τον δικό του ήρωα πάνω στο έρεβος της ψυχής ενός Ρασκόλνικοφ και να διατυμπανίσει πως η ύπαρξη του καλού συνυπάρχει με εκείνη του κακού* πως το άτομο εκφράζεται και ενεργεί ως λεπτομέρεια του κοινωνικού συνόλου. Διαχρονικά επίκαιρη θέση που στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα μορφοποιείται με έντονες καταβυθίσεις στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, με ολοζώντανες περιγραφές καταστάσεων μη ελεγχόμενων από τη συνείδηση, με σπαραζόμενες αυτοκαταστροφικές επιλογές, με κοινωνικές μα και ατομικές σκληρότητες που ακόμα και τον θάνατο του άλλου επιφέρουν. Κι όλα αυτά χωρίς το έλεγχο μιας καλά δομημένης συνείδησης -μα πόσο τελικά δομείται με επάρκεια τόσο η ατομική όσο και η συλλογική συνείδηση όταν δεν μπορεί να σταματήσει την συνεχή μετακίνηση από το θετικό πόλο στον αρνητικό; Η κίνηση της αιώρας ως ιστορικό πεπρωμένο. Ψυχές, λοιπόν, αφημένες σε ένα κενό ιδεολογιών και περιπλανώμενες σε ασαφή εδάφη συναισθημάτων. Το άτομο και η εποχή του … Ή οι εποχές και οι άνθρωποι. Οπότε δεν γίνεται να αγνοηθούν οι φράσεις που εκείνος ο σχεδόν ανώνυμος συγγραφέας έριχνε -μα και ρίχνει- πάνω στον εφησυχασμό μας: Αλλά που βρισκόσασταν εσείς τους δέκα αυτούς μήνες, όταν κάθε μέρα, κάθε στιγμή , άρπαζαν και αρπάζουν με τη βία τόσους πατεράδες από τα παιδιά τους, τόσα αγόρια από τις μανάδες τους, για να τους στείλουν με τη βία στη φωτιά, στον φόνο, στον θάνατο; Επίκαιρο όσο και διαχρονικό, τολμηρό, ανατρεπτικό μυθιστόρημα, με άρωμα κλασικής αφήγησης που η μετάφραση της Σοφίας Κορνάρου την διατήρησε και στην ελληνική απόδοσή του, ενώ το επίμετρο του Γιάννη Μπαρτσώκα δίνει τεκμηριωμένες πληροφορίες για τον ίδιο τον συγγραφέα. (692 λέξεις) (Βιβλιοδρόμιο, 3/8/2024)

22.7.24

Ο Μάρκος τα λέει όλα

 

Εικόνες : Τέτη Σώλου


Ο Μάρκος εδώ και δυο μήνες ξεκίνησε το γυμνάσιο. Ο Νέστορας, ο μικρός του αδελφός, πάει ακόμα στο δημοτικό.Αλλά μπορεί ο Μάρκος να είναι ο μεγάλος αδελφός, μα αυτός που τελικά κάνει ό,τι θέλει και πάντα το δικό του γίνεται είναι ο Νέστορας. «Δεν ξέρω αν πρέπει να τον λέω αδελφάκι-αγγελάκι ή αδελφάκι-διαβολάκι» παραπονιέται ο Μάρκος και αποφασίζει να μοιραστεί με άλλους το τι σημαίνει να είσαι ο αδελφός του Νέστορα. Κι έτσι, τα λέει… όλα! Με ποιον τρόπο το κάνει αυτό; Πάντως όχι κρατώντας ένα ημερολόγιο. Υπάρχουν πιο σύγχρονοι τρόποι για να φανερώσεις όσα σε κάνουν άλλοτε να θυμώνεις κι άλλοτε να γελάς. Και στη συνέχεια όχι μόνο να τα μοιραστείς με άλλους, μα και αυτοί οι άλλοι να σε ακούσουν.
Ένα μυθιστόρημα που λέει –με κάπως ανορθόδοξο τρόπο– πολλά από αυτά που τα παιδιά δεν τολμούν να τα πούνε στους μεγάλους.

8.7.24

Μαρία Μαμαλίγκα «Μερκάντο»

 

Μαρία Μαμαλίγκα

«Μερκάντο»

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Τη δική της πορεία έχει διανύσει η Μαρία Μαμαλίγκα στο χώρο της λογοτεχνίας μας. Γνωστή μέχρι σήμερα από έξι -αν καλά θυμάμαι- βιβλία για παιδιά που τα χαρακτηρίζει μια ιδιαιτέρως προσωπική άποψη για το πως μπορεί να γράφεται αυτού του είδους λογοτεχνικό κείμενο, τώρα εισέρχεται και στο χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων.

Και εισέρχεται με τρόπο εντυπωσιακό.

Το τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Μερκάντο’  θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα κείμενο ενηλικίωσης, αλλά προτιμώ να το θεωρήσω μια κατάθεση για το πως η Ιστορία βιώνεται σε ατομικό επίπεδο.

Ζούμε την Ιστορία. Όταν θα την γράψουν, θα ξέρουν πόσο προσωπικό πόνο κρύβει η κάθε γραμμή; (σελ. 84)

Με τη φράση αυτή μπορεί κανείς να περιγράψει και το βασικό νήμα που διαπερνά τη ζωή όχι μόνο της κεντρικής ηρωίδας, αλλά και όλων των υπολοίπων προσώπων του έργου.

Μια νέα κοπέλα, εβραία που ζει στη Ρόδο τα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής όλων των Δωδεκανήσων είναι το πρόσωπο στη ζωή του οποίου ο αναγνώστης θα κληθεί να συμμετάσχει.

Ναι, ακριβώς αυτό -συμμετάσχει. Γιατί η Μαρία Μαμαλίγκα έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια δική της αφηγηματική τεχνική όπου η τριτοπρόσωπη αφήγηση συνεχώς εναλλάσσεται με ημερολογιακές καταγραφές, και όπου ακόμα οι λιτές, σχεδόν ψυχρές περιγραφές συνυπάρχουν με σκιρτήματα ψυχογραφικών και φιλοσοφικών στοχασμών.

Μια νέα, λοιπόν, Εβραία, στη Ρόδο που θα δημιουργήσει δεσμό με τον Τούρκο πολιτιστικό ακόλουθο, που θα μείνει έγκυος, αλλά θα βρεθεί μόνη μετά τον ξαφνικό θάνατο του συντρόφου της. Απέναντι σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να αποδεχτεί την αμφισβήτηση παραδοσιακών αρχών.

Κι ενώ οι ναζί θα μαζεύουν του εβραίους του νησιού για να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η νεαρά θα φυγαδευτεί από τον Τούρκο Πρόξενο στα παράλια της Τουρκίας με ένα άλλο πλέον όνομα και μια άλλα ταυτότητα -από Ελληνίδα και εβραία, Τουρκάλα και μουσουλμάνα.

Το παιδί της θα γεννηθεί νεκρό, ο δρόμος της θα τη φέρει στην Κωνσταντινούπολη κι ενώ εκείνη να αγωνίζεται να στήσει και πάλι μια εντελώς νέα ζωή, όλοι οι δικοί της θα χαθούν στην κόλαση του Άουσβιτς.

Αλλά η ζωή συνεχίζεται , ό,τι έχασε…  «τα ανακαλύπτω πάλι από την αρχή. Μέσα μου κι έξω. Κτίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου ξανά» (σελ.110)

Η νεαρά κοπέλα θα ωριμάσει, θα ζήσει σε άλλες  χώρες. Μα δεν θα έχει ποτέ ξεχάσει, αλλά και με συνεχή δυσκολία θα αποδέχεται πως ήταν πάντα ένας ‘μερκάντο’ -που στα λαντίνο σημαίνει εκείνο/η που εξαγοράστηκε με λύτρα από τον θάνατο.

Μια νουβέλα όπου η χρήση της γλώσσας έχει μια πλαστικότητα, λέξεις και φράσεις ξεχασμένων διαλέκτων εισχωρούν στην αφήγηση. Κι ακόμα ένα κείμενο που έρχεται να φωτίσει μια στιγμή ιστορίας, μια από εκείνες τις στιγμές που η μεγάλη Ιστορική Αφήγηση τις έχει τοποθετήσει ως υποσημειώσεις στις πίσω σελίδες του βιβλίου της.

Η Μαρία Μαμαλίγκα έχει με δημιουργικό τρόπο εμπλουτίσει την μυθιστορηματική της εξιστόρηση  και με πολλές τοπογραφικές λεπτομέρειες, αλλά και -κυρίως αυτό- με τη δημιουργία μια ηρωίδας όπου πείθει ότι μπορεί κάλλιστα να μην είναι μια μυθιστορηματική περσόνα, αλλά μια γυναίκα που έζησε και βίωσε όλη την γκάμα των συναισθημάτων μιας εποχής που βίαια χαράκτηκε από την αναλγησία της Ιστορίας.

 

Απόσπασμα:

Η ιστορία της ποίησης -η εκδίκηση του ανθρώπου απέναντι στην Ιστορία. Τη μία, με το γιώτα μικρό, την επιλέγουμε κι είναι προσωπική. Η άλλη, με το γιώτα κεφαλαίο, μας επιβάλλεται. Αμείλικτα και απρόσωπα. (σελ. 85)

 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/20683-merkanto-tis-marias-mamaligka-kritiki-mia-zoi-eksagorasmeni-apo-ton-thanato??utm_source=Newsletter&utm_medium=email

(552 λέξεις)

6.7.24

Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος για "Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε"

 Δεν έκρυψα ποτέ ότι τα κείμενα του Κοντολέων ήταν που με οδήγησαν στον κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας. Εκτιμώ το έργο του απεριόριστα και κάθε του βιβλίο είναι για εμένα γιορτή. Σήμερα βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του και μας χαρίζει βιβλία που πατώντας στέρεα στο παλιό ανοίγουν δρόμους στο νέο. Τέτοιο είναι και «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε». Διαβάζοντάς το είναι σαν να ακούς να αφηγείται ένας παραδοσιακός αφηγητής, ενώ η τεχνική και η θεματολογία είναι εντελώς σύγχρονη. Το κείμενο αυτό δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένη ηλικία αναγνωστικού κοινού. Σαν το καλό παραδοσιακό παραμύθι μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους. Στα μικρότερα παιδιά μπορεί να δραματοποιηθεί και οι έξι ιστορίες να φτάνουν κάθε μέρα σε ανάλογο φάκελο. Κείμενο αλληγορικό, γεμάτο συμβολισμούς, θυμίζει «Παραμύθι χωρίς όνομα». Ο Ηγεμόνας κι η Αρχόντισσα συνειδητοποιούν ότι οι κάτοικοι του νησιού τους έχουν ξεχάσει τις παλιές ιστορίες και δεν δημιουργούν νέες. Ο τόπος σαπίζει και οι λέξεις που αγαπάνε έχουν ξεχαστεί. Κάνουν λοιπόν διαγωνισμό και ζητούν από τους νησιώτες να γράψουν ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε. Έτσι θα διαλέξουν τον διάδοχό τους. Λαμβάνουν έξι ιστορίες (τις οποίες διαβάζουμε κι εμείς) και καταλήγουν σε μια απόφαση που … γυρίζει σελίδα στην ιστορία και φέρνει νέα ήθη στην εξουσία. Ένα βιβλίο τόσο κλασικό όσο και σύγχρονο, το οποίο κυκλοφορεί στη σειρά Μυθιστορήματα Φαντασίας, φιλοσοφεί πάνω στο ήθος της εξουσίας και στην αξία της συμμετοχής σε αυτήν όλων των πολιτών με οδηγό την αγάπη, σε μια εποχή που κυριαρχεί η ρητορική του μίσους και η εξουσία στηρίζεται στις ψεύτικες πληροφορίες και στο διχαστικό λόγο.

Β. Ηλιόπουλος


2.7.24

Yasemin Özek: «Δέσποινα, μάτια μου»

 


Γιασεμίν Οζέκ

«Δέσποινα, μάτια μου»

Μετάφραση: Σπύρος Χατζηαναστασίου

Εκδόσεις Πατάκη

 

                                                         Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Η Γιασεμίν Οζέκ (Κωνσταντινούπολη, 1980) προέρχεται από οικογένεια ανταλλαγέντων το 1923 και ασχολείται με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το μυθιστόρημα «Δέσποινα, μάτια μου» είναι το πρώτο της λογοτεχνικό έργο και κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2017, ενώ μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2022.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την καταστροφή του ’22, είναι το θέμα που πάνω του η Οζέκ στήνει τη μυθιστορηματική της εξιστόρηση.

Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας  από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.200.000 περίπου  Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 400.000 περίπου Μουσουλμάνους από την Ελλάδα), οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους.

Αυτή η μεγάλη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών δεν βασίστηκε στη γλώσσα ή την εθνικότητα, αλλά στη θρησκευτική ταυτότητα, και αφορούσε σχεδόν όλους τους γηγενείς ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αρμενοφώνων και τουρκόφωνων ορθόδοξων, και από την άλλη πλευρά τους περισσότερους γηγενείς μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ελληνόφωνων μουσουλμάνων.

Έτσι, λοιπόν, 1.600.000 περίπου άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα μέρη όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει, να αποχωριστούν φίλους και συχνά ακόμα και στενούς συγγενείς. Στην ουσία υπήρξαν θύματα αποφάσεων που εξυπηρετούσαν πολιτικές εξελίξεις  και που δεν λαμβάνανε υπόψη τους τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα η Οζέκ θέλησε να φωτίσει. Ως κεντρικό αφηγητή της ιστορίας της επιλέγει ένα οχτάχρονο αγόρι, τον Εμίν Αλή, που ζει σε χωριό νησιού απέναντι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και που ο πατέρας του είναι Μουσουλμάνος ενώ η μητέρα του Χριστιανή.

Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος περιγράφεται η ήρεμη καθημερινότητα των κατοίκων του χωριού που αν και οι περισσότεροι ζούνε σε διαφορετικές συνοικίες, ανάλογα με το θρήσκευμά τους, εντούτοις καμιά ουσιαστική διαφορά δεν τους χωρίζει.

Η όλη κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει όταν στο νησί φτάνουν οι πρώτοι χριστιανοί πρόσφυγες και το δράμα θα κορυφωθεί με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αναγκαστική μετεγκατάσταση της οικογένειας του Εμίν Αλή σε κάποιο χωριό στο Αϊβαλί.

Εκεί πλέον, η χριστιανή μητέρα του θα αναγκαστεί να κρύβει τόσο το θρήσκευμα όσο και την καταγωγή της για να μπορέσει τόσο ή ίδια όσο και η οικογένειά της να γίνουν αποδεχτοί από τους ντόπιους που πολλοί από αυτούς θρηνούν τους δικούς τους νεκρούς από τον πόλεμο που είχε προηγηθεί.

Στην ουσία έχουμε ένα μυθιστόρημα ανθρώπινου πόνου που δημιουργείται από πολιτικές αποφάσεις που δεν υπολογίζουν διαπροσωπικές σχέσεις και ατομικά συναισθήματα.

Μικρές σημειώσεις στο περιθώριο της Ιστορίας -αυτά είναι τα όσα η Γιασεμίν Οζέκ θέλησε να περιγράψει και με μια διακριτικά τρυφερή γραφή μας υπενθυμίζει.

Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε μια ταυτότητα, μα και η υποχρέωση των άλλων  να σεβαστούν αυτήν την ταυτότητα.

Η αφήγηση χρησιμοποιεί ως βάση της την παιδική ερωτική ματιά του μικρού Εμίν Αλή προς την ελληνοπούλα φίλη του Δέσποινα και μέσα από αυτήν αφήνεται να ξετυλίξει την πορεία των γεγονότων και την ενηλικίωση τόσο του κεντρικού αφηγητή όσο και την νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στις δυο χώρες.

Χαμηλόφωνο μυθιστόρημα, με πληθώρα  καλοσχηματισμένων χαρακτήρων, με συνεχή επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενα συναισθήματα και ήθη. Ίσως και γι αυτό τελικά καταφέρνει -αν και περιγράφει γεγονότα μιας προηγουμένης εποχής- να υπενθυμίσει στον σημερινό αναγνώστη πως το δράμα του ανθρώπου που εξαναγκάζεται να ξεριζώνεται από τον τόπο του παραμένει πάντα μέγιστο και δυσβάσταχτο. Τότε μα και σήμερα.

 

(582 λέξεις)

 https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/22737-despoina-matia-mou

25.6.24

Σοφία Νικολαϊδου "Δικά μας παιδιά"

 

Σοφία Νικολαϊδου

«Δικά μας παιδιά»

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

                                               Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Θα χαρακτήριζα τη Σοφία Νικολαϊδου ως μια ανήσυχη συγγραφέα, με την έννοια πως στα περισσότερα από τα έργα της αναζητά την δημιουργία μιας μυθιστορηματικής αφήγησης στηριγμένης σε κοινωνικά και ευρύτερα πολιτικά γεγονότα τόσο του σήμερα όσο και του πρόσφατου παρελθόντος.

Με άλλα λόγια η σύνθεση των χαρακτήρων των έργων της είναι προσανατολισμένη προς την ερμηνεία ευρύτερων κοινωνικών γεγονότων.

Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, η ίδια χρησιμοποιεί από τη μια την μυθοπλαστική της δεινότητα και από την άλλη στοιχεία που προέρχονται από έρευνες της σε χώρους εντός των οποίων σκοπεύει να βάλει τους ήρωές της να κινηθούν.

Αυτό συμβαίνει και με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της «Δικά μας παιδιά».

Κεντρικοί στόχοι της αφήγησης, από τη μια  η οπαδική βία και το πως αυτή φτάνει έως τη δολοφονία ενός εφήβου και από την άλλη η μουσική ως τρόπος απελευθερωμένης έκφρασης μιας καταπιεσμένης εφηβικής καθημερινότητας.

Μια δολοφονία, λοιπόν, στους δρόμους μιας συνοικίας της Θεσσαλονίκης θα προκαλέσει τη μυθιστορηματική δράση, αλλά βέβαια όπως κάθε βίαιο επεισόδιο, έτσι και το συγκεκριμένο  έχει από κάπου προέλθει, έχει τις ρίζες που το έθρεψαν και τους κλώνους που το κάνουν να συνεχίζει να ρίχνει τη βαριά σκιά του στην καθημερινότητα καθημερινών ανθρώπων.

Πόσο αθώοι είναι άραγε αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι; Και με ποιον τρόπο η βία κληροδοτείται;

Για να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, η Σοφία Νικολαϊδου δημιούργησε μια ομάδα μυθιστορηματικών προσώπων που και από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις προέρχονται, αλλά και διαφορετικές ηλικίες έχουν.

Στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης ο αναγνώστης θα συναντήσει τρεις εφήβους -μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Τον Κωστή που αναζητά να εκφραστεί μέσα από τη σύνθεση ραπ στίχων, τη Τζίνα που μέσω υπολογιστή ‘ντύνει’ αυτούς τους στίχους με μουσικές και τον Μάκη που τους ακολουθεί εμψυχώνοντάς τους ως πρώτος ακροατής τους. Τρία νέα παιδιά που με κάποια ασάφεια ασφυκτιούν ως προς τις κοινωνικές νόρμες που τους επιβάλλονται και από την άλλη βασισμένα στο ένστιχτό τους βαδίζουν  προς την ατομική τους απελευθέρωση.

Μέσα από τη δική τους οπτική γωνία, αλλά και τη δική τους γλώσσα, ο αναγνώστης θα μπορέσει να ακολουθήσει την έρευνα της συγγραφέα προς την αναζήτηση του τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των εφηβικών δωματίων, στις μεγάλες μαθητικές και εφηβικές συγκεντρώσεις, στις αυλές των σχολικών κτιρίων, στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών και στους δρόμους των πόλεων όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει.

Λογικό είναι η έρευνα να φωτίσει και άλλα πρόσωπα και τελικά το μυθιστόρημα θα εμπλουτιστεί και με άλλους ήρωες -τους ενήλικους που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται με τη νέα γενιά και που βέβαια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια των δικών τους νεανικών επιλογών.

Γιατί τελικά -αυτό θα έλεγα πως είναι το κεντρικό αποτύπωμα του έργου- ‘δικά μας παιδιά’ δεν είναι μόνο όσα μεγαλώνουμε, αλλά και εμείς οι ίδιοι μιας και εμείς αν και ενήλικες πλέον, παραμένουμε παιδιά των πλασμάτων που φέραμε στον κόσμο.

Η ιστορία δε περιλαμβάνει μόνο σημειώσεις του παρελθόντος, αλλά συνεχώς ανανεώνεται και  με εμπειρίες του παρόντος.

Μυθιστόρημα που ακολουθεί μορφολογικά τα όσα περιγράφει. Σύντομα κεφάλαια, εστιασμένα σε διάφορα πρόσωπα, χωρίς χρονολογική ευθυγράμμιση, υλοποιημένα με μια γλώσσα που καταφέρνει να τεμαχίζει με την αμεσότητά της.

Θύτες και θύματα συμπαρασύρονται από διαχρονικά πάθη -τον έρωτα, το χρήμα, την εξουσία, τον φθόνο, την ανερμάτιστη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση.

Ειλικρινά από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων μηνών και που έχει ακόμα και μιας άλλης διάστασης πρόταση να καταθέσει -θα έλεγα παρόμοια με εκείνη που συναντάμε στο μυθιστόρημα «Αγνοείται»  της Brigitte Giraud (Εκδόσεις Διόπτρα)

Καθώς οι χαρακτήρες διαθέτουν μια ηλικιακή ποικιλία και από την άλλη η αφήγηση άλλοτε εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο των εφήβων κι άλλοτε στις ανησυχίες των ενήλικων γονέων τους και ακόμα καθώς η γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο διαθέτει μια ανατρεπτικά νεανική λογοτεχνικότητα μέσω της οποίας φωτίζονται σκέψεις, αποφάσεις, πράξεις και υπαναχωρήσεις ενηλίκων και ανηλίκων, το έργο «Δικά μας παιδιά» κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα γνήσιο μυθιστόρημα cross over, λογοτεχνικό κείμενο, δηλαδή, που διαπερνά τις ηλικιακές  αναγνωστικές  ομάδες και παράλληλά καταφέρνει ισότιμα να αναπτύξει σκέψεις και συναισθήματα ανθρώπων που αν και απέχουν μια γενιά οι μεν από τους δε, εντούτοις κάτω από μια τέτοιων προδιαγραφών εξιστόρηση οι θέσεις και οι αντιθέσεις τους συνυπάρχουν και εξηγούνται.

 https://www.literature.gr/dika-mas-paidia-sofia-nikolaidoy-ekdoseis-metaichmio/

(700 λέξεις)