22.7.24

Ο Μάρκος τα λέει όλα

 

Εικόνες : Τέτη Σώλου


Ο Μάρκος εδώ και δυο μήνες ξεκίνησε το γυμνάσιο. Ο Νέστορας, ο μικρός του αδελφός, πάει ακόμα στο δημοτικό.Αλλά μπορεί ο Μάρκος να είναι ο μεγάλος αδελφός, μα αυτός που τελικά κάνει ό,τι θέλει και πάντα το δικό του γίνεται είναι ο Νέστορας. «Δεν ξέρω αν πρέπει να τον λέω αδελφάκι-αγγελάκι ή αδελφάκι-διαβολάκι» παραπονιέται ο Μάρκος και αποφασίζει να μοιραστεί με άλλους το τι σημαίνει να είσαι ο αδελφός του Νέστορα. Κι έτσι, τα λέει… όλα! Με ποιον τρόπο το κάνει αυτό; Πάντως όχι κρατώντας ένα ημερολόγιο. Υπάρχουν πιο σύγχρονοι τρόποι για να φανερώσεις όσα σε κάνουν άλλοτε να θυμώνεις κι άλλοτε να γελάς. Και στη συνέχεια όχι μόνο να τα μοιραστείς με άλλους, μα και αυτοί οι άλλοι να σε ακούσουν.
Ένα μυθιστόρημα που λέει –με κάπως ανορθόδοξο τρόπο– πολλά από αυτά που τα παιδιά δεν τολμούν να τα πούνε στους μεγάλους.

8.7.24

Μαρία Μαμαλίγκα «Μερκάντο»

 

Μαρία Μαμαλίγκα

«Μερκάντο»

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Τη δική της πορεία έχει διανύσει η Μαρία Μαμαλίγκα στο χώρο της λογοτεχνίας μας. Γνωστή μέχρι σήμερα από έξι -αν καλά θυμάμαι- βιβλία για παιδιά που τα χαρακτηρίζει μια ιδιαιτέρως προσωπική άποψη για το πως μπορεί να γράφεται αυτού του είδους λογοτεχνικό κείμενο, τώρα εισέρχεται και στο χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων.

Και εισέρχεται με τρόπο εντυπωσιακό.

Το τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Μερκάντο’  θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα κείμενο ενηλικίωσης, αλλά προτιμώ να το θεωρήσω μια κατάθεση για το πως η Ιστορία βιώνεται σε ατομικό επίπεδο.

Ζούμε την Ιστορία. Όταν θα την γράψουν, θα ξέρουν πόσο προσωπικό πόνο κρύβει η κάθε γραμμή; (σελ. 84)

Με τη φράση αυτή μπορεί κανείς να περιγράψει και το βασικό νήμα που διαπερνά τη ζωή όχι μόνο της κεντρικής ηρωίδας, αλλά και όλων των υπολοίπων προσώπων του έργου.

Μια νέα κοπέλα, εβραία που ζει στη Ρόδο τα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής όλων των Δωδεκανήσων είναι το πρόσωπο στη ζωή του οποίου ο αναγνώστης θα κληθεί να συμμετάσχει.

Ναι, ακριβώς αυτό -συμμετάσχει. Γιατί η Μαρία Μαμαλίγκα έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια δική της αφηγηματική τεχνική όπου η τριτοπρόσωπη αφήγηση συνεχώς εναλλάσσεται με ημερολογιακές καταγραφές, και όπου ακόμα οι λιτές, σχεδόν ψυχρές περιγραφές συνυπάρχουν με σκιρτήματα ψυχογραφικών και φιλοσοφικών στοχασμών.

Μια νέα, λοιπόν, Εβραία, στη Ρόδο που θα δημιουργήσει δεσμό με τον Τούρκο πολιτιστικό ακόλουθο, που θα μείνει έγκυος, αλλά θα βρεθεί μόνη μετά τον ξαφνικό θάνατο του συντρόφου της. Απέναντι σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να αποδεχτεί την αμφισβήτηση παραδοσιακών αρχών.

Κι ενώ οι ναζί θα μαζεύουν του εβραίους του νησιού για να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η νεαρά θα φυγαδευτεί από τον Τούρκο Πρόξενο στα παράλια της Τουρκίας με ένα άλλο πλέον όνομα και μια άλλα ταυτότητα -από Ελληνίδα και εβραία, Τουρκάλα και μουσουλμάνα.

Το παιδί της θα γεννηθεί νεκρό, ο δρόμος της θα τη φέρει στην Κωνσταντινούπολη κι ενώ εκείνη να αγωνίζεται να στήσει και πάλι μια εντελώς νέα ζωή, όλοι οι δικοί της θα χαθούν στην κόλαση του Άουσβιτς.

Αλλά η ζωή συνεχίζεται , ό,τι έχασε…  «τα ανακαλύπτω πάλι από την αρχή. Μέσα μου κι έξω. Κτίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου ξανά» (σελ.110)

Η νεαρά κοπέλα θα ωριμάσει, θα ζήσει σε άλλες  χώρες. Μα δεν θα έχει ποτέ ξεχάσει, αλλά και με συνεχή δυσκολία θα αποδέχεται πως ήταν πάντα ένας ‘μερκάντο’ -που στα λαντίνο σημαίνει εκείνο/η που εξαγοράστηκε με λύτρα από τον θάνατο.

Μια νουβέλα όπου η χρήση της γλώσσας έχει μια πλαστικότητα, λέξεις και φράσεις ξεχασμένων διαλέκτων εισχωρούν στην αφήγηση. Κι ακόμα ένα κείμενο που έρχεται να φωτίσει μια στιγμή ιστορίας, μια από εκείνες τις στιγμές που η μεγάλη Ιστορική Αφήγηση τις έχει τοποθετήσει ως υποσημειώσεις στις πίσω σελίδες του βιβλίου της.

Η Μαρία Μαμαλίγκα έχει με δημιουργικό τρόπο εμπλουτίσει την μυθιστορηματική της εξιστόρηση  και με πολλές τοπογραφικές λεπτομέρειες, αλλά και -κυρίως αυτό- με τη δημιουργία μια ηρωίδας όπου πείθει ότι μπορεί κάλλιστα να μην είναι μια μυθιστορηματική περσόνα, αλλά μια γυναίκα που έζησε και βίωσε όλη την γκάμα των συναισθημάτων μιας εποχής που βίαια χαράκτηκε από την αναλγησία της Ιστορίας.

 

Απόσπασμα:

Η ιστορία της ποίησης -η εκδίκηση του ανθρώπου απέναντι στην Ιστορία. Τη μία, με το γιώτα μικρό, την επιλέγουμε κι είναι προσωπική. Η άλλη, με το γιώτα κεφαλαίο, μας επιβάλλεται. Αμείλικτα και απρόσωπα. (σελ. 85)

 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/20683-merkanto-tis-marias-mamaligka-kritiki-mia-zoi-eksagorasmeni-apo-ton-thanato??utm_source=Newsletter&utm_medium=email

(552 λέξεις)

6.7.24

Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος για "Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε"

 Δεν έκρυψα ποτέ ότι τα κείμενα του Κοντολέων ήταν που με οδήγησαν στον κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας. Εκτιμώ το έργο του απεριόριστα και κάθε του βιβλίο είναι για εμένα γιορτή. Σήμερα βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του και μας χαρίζει βιβλία που πατώντας στέρεα στο παλιό ανοίγουν δρόμους στο νέο. Τέτοιο είναι και «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε». Διαβάζοντάς το είναι σαν να ακούς να αφηγείται ένας παραδοσιακός αφηγητής, ενώ η τεχνική και η θεματολογία είναι εντελώς σύγχρονη. Το κείμενο αυτό δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένη ηλικία αναγνωστικού κοινού. Σαν το καλό παραδοσιακό παραμύθι μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους. Στα μικρότερα παιδιά μπορεί να δραματοποιηθεί και οι έξι ιστορίες να φτάνουν κάθε μέρα σε ανάλογο φάκελο. Κείμενο αλληγορικό, γεμάτο συμβολισμούς, θυμίζει «Παραμύθι χωρίς όνομα». Ο Ηγεμόνας κι η Αρχόντισσα συνειδητοποιούν ότι οι κάτοικοι του νησιού τους έχουν ξεχάσει τις παλιές ιστορίες και δεν δημιουργούν νέες. Ο τόπος σαπίζει και οι λέξεις που αγαπάνε έχουν ξεχαστεί. Κάνουν λοιπόν διαγωνισμό και ζητούν από τους νησιώτες να γράψουν ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε. Έτσι θα διαλέξουν τον διάδοχό τους. Λαμβάνουν έξι ιστορίες (τις οποίες διαβάζουμε κι εμείς) και καταλήγουν σε μια απόφαση που … γυρίζει σελίδα στην ιστορία και φέρνει νέα ήθη στην εξουσία. Ένα βιβλίο τόσο κλασικό όσο και σύγχρονο, το οποίο κυκλοφορεί στη σειρά Μυθιστορήματα Φαντασίας, φιλοσοφεί πάνω στο ήθος της εξουσίας και στην αξία της συμμετοχής σε αυτήν όλων των πολιτών με οδηγό την αγάπη, σε μια εποχή που κυριαρχεί η ρητορική του μίσους και η εξουσία στηρίζεται στις ψεύτικες πληροφορίες και στο διχαστικό λόγο.

Β. Ηλιόπουλος


2.7.24

Yasemin Özek: «Δέσποινα, μάτια μου»

 


Γιασεμίν Οζέκ

«Δέσποινα, μάτια μου»

Μετάφραση: Σπύρος Χατζηαναστασίου

Εκδόσεις Πατάκη

 

                                                         Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Η Γιασεμίν Οζέκ (Κωνσταντινούπολη, 1980) προέρχεται από οικογένεια ανταλλαγέντων το 1923 και ασχολείται με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το μυθιστόρημα «Δέσποινα, μάτια μου» είναι το πρώτο της λογοτεχνικό έργο και κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2017, ενώ μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2022.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την καταστροφή του ’22, είναι το θέμα που πάνω του η Οζέκ στήνει τη μυθιστορηματική της εξιστόρηση.

Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας  από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.200.000 περίπου  Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 400.000 περίπου Μουσουλμάνους από την Ελλάδα), οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους.

Αυτή η μεγάλη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών δεν βασίστηκε στη γλώσσα ή την εθνικότητα, αλλά στη θρησκευτική ταυτότητα, και αφορούσε σχεδόν όλους τους γηγενείς ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αρμενοφώνων και τουρκόφωνων ορθόδοξων, και από την άλλη πλευρά τους περισσότερους γηγενείς μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ελληνόφωνων μουσουλμάνων.

Έτσι, λοιπόν, 1.600.000 περίπου άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα μέρη όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει, να αποχωριστούν φίλους και συχνά ακόμα και στενούς συγγενείς. Στην ουσία υπήρξαν θύματα αποφάσεων που εξυπηρετούσαν πολιτικές εξελίξεις  και που δεν λαμβάνανε υπόψη τους τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα η Οζέκ θέλησε να φωτίσει. Ως κεντρικό αφηγητή της ιστορίας της επιλέγει ένα οχτάχρονο αγόρι, τον Εμίν Αλή, που ζει σε χωριό νησιού απέναντι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και που ο πατέρας του είναι Μουσουλμάνος ενώ η μητέρα του Χριστιανή.

Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος περιγράφεται η ήρεμη καθημερινότητα των κατοίκων του χωριού που αν και οι περισσότεροι ζούνε σε διαφορετικές συνοικίες, ανάλογα με το θρήσκευμά τους, εντούτοις καμιά ουσιαστική διαφορά δεν τους χωρίζει.

Η όλη κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει όταν στο νησί φτάνουν οι πρώτοι χριστιανοί πρόσφυγες και το δράμα θα κορυφωθεί με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αναγκαστική μετεγκατάσταση της οικογένειας του Εμίν Αλή σε κάποιο χωριό στο Αϊβαλί.

Εκεί πλέον, η χριστιανή μητέρα του θα αναγκαστεί να κρύβει τόσο το θρήσκευμα όσο και την καταγωγή της για να μπορέσει τόσο ή ίδια όσο και η οικογένειά της να γίνουν αποδεχτοί από τους ντόπιους που πολλοί από αυτούς θρηνούν τους δικούς τους νεκρούς από τον πόλεμο που είχε προηγηθεί.

Στην ουσία έχουμε ένα μυθιστόρημα ανθρώπινου πόνου που δημιουργείται από πολιτικές αποφάσεις που δεν υπολογίζουν διαπροσωπικές σχέσεις και ατομικά συναισθήματα.

Μικρές σημειώσεις στο περιθώριο της Ιστορίας -αυτά είναι τα όσα η Γιασεμίν Οζέκ θέλησε να περιγράψει και με μια διακριτικά τρυφερή γραφή μας υπενθυμίζει.

Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε μια ταυτότητα, μα και η υποχρέωση των άλλων  να σεβαστούν αυτήν την ταυτότητα.

Η αφήγηση χρησιμοποιεί ως βάση της την παιδική ερωτική ματιά του μικρού Εμίν Αλή προς την ελληνοπούλα φίλη του Δέσποινα και μέσα από αυτήν αφήνεται να ξετυλίξει την πορεία των γεγονότων και την ενηλικίωση τόσο του κεντρικού αφηγητή όσο και την νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στις δυο χώρες.

Χαμηλόφωνο μυθιστόρημα, με πληθώρα  καλοσχηματισμένων χαρακτήρων, με συνεχή επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενα συναισθήματα και ήθη. Ίσως και γι αυτό τελικά καταφέρνει -αν και περιγράφει γεγονότα μιας προηγουμένης εποχής- να υπενθυμίσει στον σημερινό αναγνώστη πως το δράμα του ανθρώπου που εξαναγκάζεται να ξεριζώνεται από τον τόπο του παραμένει πάντα μέγιστο και δυσβάσταχτο. Τότε μα και σήμερα.

 

(582 λέξεις)

 https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/22737-despoina-matia-mou

25.6.24

Σοφία Νικολαϊδου "Δικά μας παιδιά"

 

Σοφία Νικολαϊδου

«Δικά μας παιδιά»

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

                                               Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Θα χαρακτήριζα τη Σοφία Νικολαϊδου ως μια ανήσυχη συγγραφέα, με την έννοια πως στα περισσότερα από τα έργα της αναζητά την δημιουργία μιας μυθιστορηματικής αφήγησης στηριγμένης σε κοινωνικά και ευρύτερα πολιτικά γεγονότα τόσο του σήμερα όσο και του πρόσφατου παρελθόντος.

Με άλλα λόγια η σύνθεση των χαρακτήρων των έργων της είναι προσανατολισμένη προς την ερμηνεία ευρύτερων κοινωνικών γεγονότων.

Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, η ίδια χρησιμοποιεί από τη μια την μυθοπλαστική της δεινότητα και από την άλλη στοιχεία που προέρχονται από έρευνες της σε χώρους εντός των οποίων σκοπεύει να βάλει τους ήρωές της να κινηθούν.

Αυτό συμβαίνει και με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της «Δικά μας παιδιά».

Κεντρικοί στόχοι της αφήγησης, από τη μια  η οπαδική βία και το πως αυτή φτάνει έως τη δολοφονία ενός εφήβου και από την άλλη η μουσική ως τρόπος απελευθερωμένης έκφρασης μιας καταπιεσμένης εφηβικής καθημερινότητας.

Μια δολοφονία, λοιπόν, στους δρόμους μιας συνοικίας της Θεσσαλονίκης θα προκαλέσει τη μυθιστορηματική δράση, αλλά βέβαια όπως κάθε βίαιο επεισόδιο, έτσι και το συγκεκριμένο  έχει από κάπου προέλθει, έχει τις ρίζες που το έθρεψαν και τους κλώνους που το κάνουν να συνεχίζει να ρίχνει τη βαριά σκιά του στην καθημερινότητα καθημερινών ανθρώπων.

Πόσο αθώοι είναι άραγε αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι; Και με ποιον τρόπο η βία κληροδοτείται;

Για να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, η Σοφία Νικολαϊδου δημιούργησε μια ομάδα μυθιστορηματικών προσώπων που και από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις προέρχονται, αλλά και διαφορετικές ηλικίες έχουν.

Στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης ο αναγνώστης θα συναντήσει τρεις εφήβους -μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Τον Κωστή που αναζητά να εκφραστεί μέσα από τη σύνθεση ραπ στίχων, τη Τζίνα που μέσω υπολογιστή ‘ντύνει’ αυτούς τους στίχους με μουσικές και τον Μάκη που τους ακολουθεί εμψυχώνοντάς τους ως πρώτος ακροατής τους. Τρία νέα παιδιά που με κάποια ασάφεια ασφυκτιούν ως προς τις κοινωνικές νόρμες που τους επιβάλλονται και από την άλλη βασισμένα στο ένστιχτό τους βαδίζουν  προς την ατομική τους απελευθέρωση.

Μέσα από τη δική τους οπτική γωνία, αλλά και τη δική τους γλώσσα, ο αναγνώστης θα μπορέσει να ακολουθήσει την έρευνα της συγγραφέα προς την αναζήτηση του τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των εφηβικών δωματίων, στις μεγάλες μαθητικές και εφηβικές συγκεντρώσεις, στις αυλές των σχολικών κτιρίων, στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών και στους δρόμους των πόλεων όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει.

Λογικό είναι η έρευνα να φωτίσει και άλλα πρόσωπα και τελικά το μυθιστόρημα θα εμπλουτιστεί και με άλλους ήρωες -τους ενήλικους που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται με τη νέα γενιά και που βέβαια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια των δικών τους νεανικών επιλογών.

Γιατί τελικά -αυτό θα έλεγα πως είναι το κεντρικό αποτύπωμα του έργου- ‘δικά μας παιδιά’ δεν είναι μόνο όσα μεγαλώνουμε, αλλά και εμείς οι ίδιοι μιας και εμείς αν και ενήλικες πλέον, παραμένουμε παιδιά των πλασμάτων που φέραμε στον κόσμο.

Η ιστορία δε περιλαμβάνει μόνο σημειώσεις του παρελθόντος, αλλά συνεχώς ανανεώνεται και  με εμπειρίες του παρόντος.

Μυθιστόρημα που ακολουθεί μορφολογικά τα όσα περιγράφει. Σύντομα κεφάλαια, εστιασμένα σε διάφορα πρόσωπα, χωρίς χρονολογική ευθυγράμμιση, υλοποιημένα με μια γλώσσα που καταφέρνει να τεμαχίζει με την αμεσότητά της.

Θύτες και θύματα συμπαρασύρονται από διαχρονικά πάθη -τον έρωτα, το χρήμα, την εξουσία, τον φθόνο, την ανερμάτιστη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση.

Ειλικρινά από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων μηνών και που έχει ακόμα και μιας άλλης διάστασης πρόταση να καταθέσει -θα έλεγα παρόμοια με εκείνη που συναντάμε στο μυθιστόρημα «Αγνοείται»  της Brigitte Giraud (Εκδόσεις Διόπτρα)

Καθώς οι χαρακτήρες διαθέτουν μια ηλικιακή ποικιλία και από την άλλη η αφήγηση άλλοτε εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο των εφήβων κι άλλοτε στις ανησυχίες των ενήλικων γονέων τους και ακόμα καθώς η γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο διαθέτει μια ανατρεπτικά νεανική λογοτεχνικότητα μέσω της οποίας φωτίζονται σκέψεις, αποφάσεις, πράξεις και υπαναχωρήσεις ενηλίκων και ανηλίκων, το έργο «Δικά μας παιδιά» κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα γνήσιο μυθιστόρημα cross over, λογοτεχνικό κείμενο, δηλαδή, που διαπερνά τις ηλικιακές  αναγνωστικές  ομάδες και παράλληλά καταφέρνει ισότιμα να αναπτύξει σκέψεις και συναισθήματα ανθρώπων που αν και απέχουν μια γενιά οι μεν από τους δε, εντούτοις κάτω από μια τέτοιων προδιαγραφών εξιστόρηση οι θέσεις και οι αντιθέσεις τους συνυπάρχουν και εξηγούνται.

 https://www.literature.gr/dika-mas-paidia-sofia-nikolaidoy-ekdoseis-metaichmio/

(700 λέξεις)

22.6.24

J. M. Coetzee ‘Ατίμωση’

 

J. M. Coetzee

‘Ατίμωση’

Μετάφραση: Χριστίνα Σωτηροπούλου

Εκδόσεις Διόπτρα

 

Ο J. M. Coetzee είναι ένα από τους σημαντικότερους  συγγραφείς που έχουν καταθέσει το έργο τους κατά τη διάρκεια τόσο του 20ου αιώνα όσο και του 21ου.

Τα βιβλία του έχουν τιμηθεί με σημαντικά βραβεία και ανάμεσά τους βέβαια ξεχωρίζουν τα δυο Booker και το Nobel του 2003.

Γεννημένος στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής το 1940 έζησε τόσο μέσα στο κλίμα του Απαρτχάιντ όσο και στις συνθήκες που επικράτησαν μετά από αυτό.

Ένας άντρας λευκός, γύρω στα πενήντα, που ζει στο Κέιπ Τάουν λίγα χρόνια μετά το Απαρτχάιντ είναι και ο Ντέιβιντ Λούρι, ο κεντρικός ήρωας αυτού του μυθιστορήματος που πρωτοκυκλοφόρησε το 1999.

Έχει σημασία να θυμάται ο αναγνώστης το πότε γράφτηκε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Από το 1999 έως σήμερα μας χωρίζουν 25 χρόνια και το πέρασμα από ένας αιώνα σε έναν άλλον. Μέσα στο διάστημα αυτό οι κοινωνικές αλλαγές έχουν πάρα πολύ διαφοροποιηθεί. Και ανάμεσα στις μεγάλες διαφοροποιήσεις θα πρέπει κανείς να τοποθετήσει και ζητήματα ισότητας μεταξύ λευκών και μαύρων, όσο και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Και με μια δίχως εμπάθεια και προκαταλήψεις διάθεση, να αναζητήσει αυτό που μπορεί να συνυπάρχει με το όποιο αντίθετό του.

Αξίζει, λοιπόν να θυμηθεί κανείς και το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα του Coetzee «Ο Πολωνός»,  όπου και πάλι έχουμε ως κεντρικό χαρακτήρα έναν άνδρα μεσήλικα που αν και ανδρώθηκε μέσα σε μια κομμουνιστική κοινωνία, βρέθηκε τελικά να ζει σε μια καπιταλιστική.

Στην ουσία και στα δυο μυθιστορήματα, έχουμε ανδρικούς χαρακτήρες που είναι μεσήλικες, ερωτικοί με κλασικά αρσενικό σεξουαλικό πρόσημο και που αναζητούν να προσαρμοστούν στις νέες κοινωνικές συνθήκες, άσχετα αν ο ένας αποτυγχάνει, ενώ ο άλλος όχι.

Κι αυτό, γιατί ίσως μεταξύ τους υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά -τα 25 χρόνια. Και κάτω από τη δική τους παρουσία, ο Coetzee έγραψε τα δυο έργα.

Αλλά ας επικεντρωθούμε στο πλέον πρόσφατα μεταφρασμένο στη γλώσσα μας μυθιστόρημα –«Ατίμωση»

Ο Λούρι έχει δυο αποτυχημένους γάμους και μια κόρη με κλεισμένα τα είκοσι χρόνια της που είναι λέσβια και προσπαθεί να ζήσει μόνη της σε ένα αγρόκτημα, ανάμεσα σε μαύρους που ακόμα δεν έχουν ξεπεράσει τα ποικίλα τραύματα των φυλετικών διακρίσεων.

Ο Λούρι είναι καθηγητής σε ένα Πανεπιστήμιο, διδάσκει λογοτεχνία, έχει κατά καιρούς δημιουργήσει επιφανειακούς ερωτικούς δεσμούς, ενώ πλέον αναζητά εκτόνωση της φθίνουσας σεξουαλικότητάς του με μια πόρνη. Μα όταν αυτή σταματήσει να τον δέχεται, ο Λούρι μέσα σε ένα κλίμα στέρησης δημιουργεί ένα πρόσκαιρο δεσμό με μια φοιτήτρια του.

Από εκεί και πέρα το σκάνδαλο είναι αναμενόμενο και ο ίδιος τελικά θέλοντας να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, προτιμά να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Το μέλλον του θα είναι αρκούντως ζοφερό -γερνά, είναι άνεργος, η χώρα του βαδίζει σε νέα, άγνωρα στον ίδιον μονοπάτια.

Θα αναζητήσει καταφύγιο και χρόνο ανασυγκρότησης στο αγρόκτημα της κόρης του. Δεν θα έχει κατανοήσει την ατίμωση που στην ουσία ο ίδιος επέβαλε στον εαυτό του καθώς χρησιμοποίησε το κύρος της θέσης του για να παρασύρει στο κρεβάτι του την νεαρή φοιτήτρια.

Αλλά η ζωή στο αγρόκτημα θα επιφέρει και μια ακόμα ατίμωση -τρεις μαύροι θα βιάσουν την κόρη του ενώ τον ίδιο θα επιχειρήσουν να τον κάψουν. Τώρα η ατίμωση δεν προέρχεται από μια εγωκεντρική φαλλοκρατική συμπεριφορά, αλλά είναι το αποτέλεσμα της φυλετικής εκμετάλλευσης των λευκών προς τους μαύρους. Η ίδια η κόρη του θα το δει με αυτόν τον τρόπο και δεν θα ζητήσει να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι βιαστές της. Άλλωστε πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει πως έχει μείνει έγκυος. Ένα νέο πλάσμα θα έρθει σε ένα νέο κόσμο.

Πόσο είναι έτοιμος ο Λούρι να αποδεχτεί αυτές τις νέες συνθήκες; Μήπως τελικά αυτό που ο ίδιος θα συνεχίσει να  εισπράττει θα είναι μια ακόμα ατίμωση;

Ο Coetzee είναι ένας αυτοελεγχόμενος συγγραφέας. Οι φράσεις τους είναι κοφτές, ο συναισθηματισμός του αν και σαφής εντούτοις δεν κραυγάζει και το νυστέρι με το οποίο ανατέμνει χαρακτήρες και κοινωνικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα αιχμηρό.

Τελικά πρόκειται για ένα συγγραφέα που παρακολουθεί τις εποχές μέσα στις οποίες ζει. Κι έτσι επανερχόμαστε στην παράλληλη ανάγνωση ‘Ατίμωση» και ‘Πολωνού’  και διαπιστώνουμε το πως η ανδρική ταυτότητα έχει διαφοροποιηθεί, το πόσο -μέσα από τη γραφή ενός μεγάλου τεχνίτη- αυτή η διαφοροποίηση δημιούργησε δυο τόσο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες.

Από την αμυνόμενη -και γι αυτό στείρα- αρρενωπότητα ενός λευκού άντρα, στην με τρυφερότητα μεταγραφή του ερωτικού πάθους σε κύκνειο άσμα.

Ο Coetzee ξέρει πολύ καλά να φωτίζει -τη συχνά καλά κρυμμένη-  ανδρική έκφραση έτσι όπως ανασαίνει σε κάθε εποχή.

Για μια ακόμα φορά, η Χριστίνα Σωτηροπούλου υπηρέτησε το ιδιαίτερο συγγραφικό αποτύπωμα του νομπελίστα συγγραφέα.

 

(745 λέξεις)

 

 "Βιβλιοδρόμιο, 22/6/2024)

16.6.24

Διαβάσαμε: «Σαν Μήδεια» από τον Μάνο Κοντολέων https://www.pna.gr/ Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων

 

Διαβάσαμε: «Σαν Μήδεια» από τον Μάνο Κοντολέων

https://www.pna.gr/

Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων

 

Για κάποιους μια νέα μάγισσα… Για κάποιους το υπέροχο θήλυ… Με ό,τι  προσόντα διαθέτουν οι άλλοι, ανάλογα θα σε γνωρίζουν… Δικό τους θέμα.

 

Η Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδος Αιήτη και της Ιδυίας, έπειτα από απόφαση του πατέρα της πηγαίνει στην Αία για να μαθητεύσει δίπλα στη Κίρκη. Εκεί, η τρανή μάγισσα τη διδάσκει να αναζητήσει για σύντροφό της ένα γιο του Ήλιου και να δημιουργηθεί από την ένωσή τους μια νέα γενιά θεών που θα εκπροσωπεί ισότιμα τον Ουρανό και την Γαία. Όμως πέρα από αυτές τις διδαχές, η Μήδεια θα ανακαλύψει τον ερωτισμό και τη δημιουργία ζωής μέσα από τη συνεργασία της Εκάτης και του Ήλιου αλλά και θα οδηγηθεί στη διττή υπόσταση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Με την ολοκλήρωση της μαθητείας της, η Κίρκη τη χρίζει άξια διάδοχό της μα τη προειδοποιεί πως η πορεία της δε θα είναι εύκολη, για κάποιους θα είναι μια επικίνδυνη μάγισσα ενώ για κάποιους ένα υπέροχο θήλυ. Η Μήδεια με αυτόν τον ιδιαίτερο αποχαιρετισμό φεύγει από το νησί της Κίρκης για να υπηρετήσει τη θεά Εκάτη.

 

 Ως ιέρεια της Εκάτης, η Μήδεια νιώθει πανίσχυρη και αισθάνεται πως η ψυχή της Κολχίδας πλέον της ανήκει και καταλαβαίνει πως ο βασιλιάς – πατέρας της και ο αδερφός της τη φοβούνται, φοβούνται πως όντας ισχυρή μπορεί να τους ανατρέψει. Όμως εκείνη αδιαφορεί για τα παιχνίδια της εξουσίας, θεωρεί τον εαυτό της μια διαχρονική γυναίκα και άξια κόρη της Γαίας. Ώσπου αντικρίζει τον Ιάσονα και στο πρόσωπό του αντικρύζει – ή μάλλον πιστεύει – έναν απόγονο του Ήλιου, αντάξιο να γίνει ταίρι της. Η Μήδεια δίχως ενδοιασμούς θα γίνει προστάτιδα και συνεργός του, μητέρα των παιδιών του, και για χάρη του θα προβεί σε αποτρόπαιες πράξεις. Εκείνος θα της το ανταποδώσει με τον χειρότερο τρόπο, στις πιο δύσκολες μέρες τους θα εγκαταλείψει αυτή και τα παιδιά τους έξω από τα τείχη της Κορίνθου. Εκείνη προδομένη και απογοητευμένη αντιλαμβάνεται πως ήταν ένας απλός άνδρας και πως η γενιά που δημιούργησαν δεν ήταν αυτή που ονειρευόταν.  Αποφασισμένη λοιπόν, προχωρά στην ύστατη πράξη που θα χαράξει το όνομά της μια για πάντα στη μυθολογία.        

 

Ο Μάνος Κοντολέων ολοκληρώνει το ταξίδι του στο αρχαίο ελληνικό θέατρο με τη πιο αμφιλεγόμενη τραγική προσωπικότητα, αυτή της Μήδειας. Έχοντας ως «συνοδοιπόρους» του το θεατρικό έργο «Μήδεια» του Ζαν Ανουίγ και την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, πλάθει τη δική του εκδοχή στο μύθο και πιάνει τα γεγονότα της ζωής της πριν την Αργοναυτική Εκστρατεία και φτάνει στις μέρες που βρέθηκε πρόσφυγας στη Κόρινθο, όταν ο Ιάσωνας την εγκατέλειψε και εκείνη για να τον εκδικηθεί σκοτώνει τα δύο παιδιά τους. Στο έργο του Μάνου Κοντολέων η Μήδεια έχει διαφορετική υπόσταση. Σκοτεινή, θηλυκή και ανθρώπινη. Δε σκοτώνει για να εκδικηθεί και δεν αφήνει τα συναισθήματά της να τη παρασύρουν ή να βγουν στην επιφάνεια. Όσον αφορά τη γραφή, δε χρειάζεται να πούμε πολλά καθώς ο κ. Κοντολέων φανερώνει για άλλη μια φορά πόσο δεξιοτέχνης είναι στο χειρισμό της γλώσσας και αυτό αποδεικνύεται αφηγηματικά, ειδικά στη στιγμή της κορύφωσης του δράματος. Όπως και στα άλλα δύο έργα του, «Η Κασσάνδρα στη μαύρη άμμο» και «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», έτσι και αυτό αποτελεί μια ψηλάφηση της γυναικείας ταυτότητας και πρόταση ισότιμης συνύπαρξης των δύο φύλων. Κλείνοντας, μιλάμε για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που δε παύει να έχει διαχρονικό και επίκαιρο χαρακτήρα.

14.6.24

Στο 'Ποτέ πιο πριν" το βραβείο του Αναγνώστη για το Εφηβικό Βιβλίο

 



Χτες, 13/6/2024, στα Βραβεία του Αναγνώστη, το 'Ποτέ πιο πριν" τιμήθηκε με το βραβείο εφηβικού βιβλίου. Κι εγώ με ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, είπα τα παρακάτω λόγια:
<<Για τρίτη φορά μέσα σε αυτή τη χρονιά έχω την τιμή να βιώνω τη χαρά να βραβεύεται ένα μυθιστόρημά μου που ανήκει στην κατηγορία της λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες (crossover).
Προχθές ήταν η απονομή του Κρατικού Βραβείου για το μυθιστόρημά μου «Η Μάσκα του Καπιτάνο», ενώ πριν από λίγους μήνες το «Ποτέ πιο πριν» βραβεύτηκε από το Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ.
Τώρα το ίδιο αυτό μυθιστόρημα τιμάται και με το βραβείο του περιοδικού «Αναγνώστης».
Ασφαλώς –και καθόλου τυπικά– ευχαριστώ όλα τα μέλη της επιτροπής και συγχαίρω το περιοδικό και τους ανθρώπους που το λειτουργούν για την ποιότητα της φροντίδας τους.
Θέλω να συγχαρώ ακόμα και όλους τους συνυποψηφίους μου.
Δεν μπορώ –και πάλι καθόλου τυπικά– να μην ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους των Εκδόσεων Πατάκη για τη μακρόχρονη και τόσο δημιουργική συνεργασία μας και ειδικά –στον χώρο που ανήκει το «Ποτέ πιο πριν»– την Έλενα Πατάκη που για μένα είναι κάτι ανάμεσα σε πολύτιμη σύμβουλο και αγαπημένη θετή θυγατέρα, τον Dikaios Chatziplis που χρόνια τώρα οι ιδέες μας αλληλοσυμπληρώνονται, την Υβόνη Καρύδη για τον συντονισμό της έκδοσης. Σίγουρα ακόμα την Αντωνία Γουναροπούλου – κάθε φορά με την επιμέλεια που κάνει στα κείμενά μου μου προσφέρει την ασφάλεια της ποιητικής όσο και φιλολογικής ματιάς της.
Θέλω ακόμα να ευχαριστήσω όλους εκείνους που το διάβασαν και ποικιλοτρόπως εξέφρασαν –γραπτά ή προφορικά– την αγάπη τους γι’ αυτό.
Αλλά, με την ευκαιρία αυτής εδώ της βράβευσης, δεν μπορώ να μη σημειώσω και κάτι ακόμα – σημαντικότερο ίσως από την όποια χαρά αυτής της βραδιάς.
Η λoγοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και τα μυθιστορήματα crossover, για ένα μεγάλο μέρος του κοινού και κυρίως –και δυστυχώς– για την ίδια την πολιτεία, και συγκεκριμένα για το Υπουργείο Παιδείας, λες και δεν υπάρχουν. Λες και αγνοείται η ύπαρξή τους.
Η λογοτεχνία για εφήβους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αν δεν απουσιάζει παντελώς, σίγουρα δεν κατέχει τη θέση που της αξίζει. Και όποτε δηλώνει ένα αρκούντως δυναμικό παρών, είναι από το μεράκι και τη θέληση κάποιων φιλολόγων.
Αλλά αν κατά τη διάρκεια της εφηβείας δεν εδραιωθεί στην ψυχή του κάθε νέου η ομορφιά της λογοτεχνικής αφήγησης, τότε να μην περιμένουμε ποτέ να έχουμε ένα δυνατό και με άποψη λογοτεχνικό κοινό ενηλίκων.
Η λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και τα μυθιστορήματα crossover είναι η βάση εδραίωσης μιας ενήλικης αγάπης προς την καλή λογοτεχνία.
Κάποια στιγμή πρέπει όλοι μας να το πιστέψουμε αυτό και κάποια στιγμή πρέπει οι μελλοντικοί μας φιλόλογοι να έχουν την τύχη να διδάσκονται στις πανεπιστημιακές σχολές τους και το είδος αυτό της λογοτεχνίας.
Είναι μια λογοτεχνία με ιδιαιτέρως άξια έργα, που έχουν μάλιστα το προσόν να μπορούν να συναρπάζουν αναγνώστες διαφορετικών γενεών.
Ας μην υποτιμώνται αυτά τα έργα από κάποιους κύκλους – αν μη τι άλλο το πρώτο και σε παγκόσμιο επίπεδο επίσημα χαρακτηρισμένο μυθιστόρημα crossover είναι ο «Φύλακας στη σίκαλη». Ε, ας δεχτούμε κάτι παρόμοιο να κάνουμε και με «Τα ψάθινα καπέλα» ή την «Ερόικα».
Μα μπαίνω σε πλατύτερους προβληματισμούς που δεν είναι η ώρα να ακουστούνε.
Θέλω –κλείνοντας– να αφιερώσω αυτό το βραβείο στην Anna Kondoleon . Κεντρικό θέμα και βάση της λύσης του αδιεξόδου στο «Ποτέ πιο πριν» είναι η σχέση κόρης-πατέρα. Οπότε και δικαιολογημένη η αφιέρωσή μου προς τη δική μου κόρη.
Και τώρα, ας αφήσω τους ήρωες του «Ποτέ πιο πριν» –την Ανίκα, τον Αγκίπ Ζατάν, την Ντόνα Νεράν, τον Γιαν, τη Μόνα, την Ντάφνη, τη Λούρα και τον Μουχράμ– μαζί τους κι εγώ να σας ευχηθούμε καλό καλοκαίρι.

2.6.24

ΜΙσέλ Φάιος "Αμήν"

 


Μισέλ Φάις

«Αμήν»

Εκδόσεις Πατάκη

 

                           

Μια εντελώς ιδιότυπη και απολύτως ιδιωματική περίπτωση πεζογράφου είναι ο Μισέλ Φάις.

Άνθρωπος αφοσιωμένος σε μια λογοτεχνία που θα τη χαρακτήριζα  ως σκεπτόμενη, ακριβώς γιατί είναι και ιδιαιτέρως ψυχαναλυτική.

Στα κείμενα του φωτίζεται το άτομο, αλλά πίσω από τη μοναδικότητά του  είναι σαφές το αποτύπωμα μιας κοινωνικής ομάδας.

Κάποιες στιγμές  νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Χωρίς περιστροφές, είναι σαν να καθαρίζεις πατάτες, μην ξέροντας αν θα τις βράσεις, αν θα τις κάνεις  πουρέ, τηγανιτές, ψητές στον φούρνο ή γιαχνί, πατατόσουπα ή πατατοσαλάτα. Και το κρισιμότερο, μην ξέροντας γιατί καθαρίζεις πατάτες, όταν τη στιγμή που εσύ καθαρίζεις πατάτες, χωρίς να ξέρεις όχι μόνο πώς θα τις μαγειρέψεις, αλλά κι αν πεινάς για να τις φας, ο κόσμος ψωμολυσσάει ή τρώει και ξερνάει σκοτάδι και μηδέν. Αμήν. (σελ. 96)

Το παραπάνω κείμενο, είναι μια από τις 87 μικρές ιστορίες που αποτελούν το σώμα αυτού του βιβλίου. 

Όλες τους  -και οι 87- ξεκινούν με την φράση : Κάποιες στιγμές  νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου, και ολοκληρώνονται με τη λέξη: Αμήν.

Τί μπορεί να σηματοδοτεί η επί ογδόντα επτά φορές επανάληψη αυτής της φράσης;

Η γραφή του Μισέλ Φάις έχει μια δική της αποσπασματικότητα, αλλά παράλληλα σου υπενθυμίζει πως τα επιμέρους αποσπάσματα αποτελούν μέρη ενός συνόλου. Το ποιο είναι αυτό το σύνολο, ο προσδιορισμός του και κατά συνέπεια η πορεία ‘συνομιλίας’ του κάθε αναγνώστη με τον συγγραφέα αφήνεται ελεύθερη να καταγραφεί από τον ίδιο τον αναγνώστη.

Κάτω από αυτή τη μέθοδο ανάγνωσης θεωρώ πως η φράση : Κάποιες στιγμές  νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου εκφράζει από τη μια την ανάγκη να ταυτιστείς με τον όποιο συνυπάρχει γύρω σου, την ίδια ώρα που ακριβώς αυτήν την ταύτιση την φοβάσαι.

Το ανέφικτο μιας ευχής που απαλλάσσει από την ενοχή και προστατεύει από τον κίνδυνο πιθανής υλοποίησής της.

Και αυτή τη διττή υπόσταση της αρχικής φράσης της κάθε ιστορίας, έρχεται να την θεσμοθετήσει η καταληκτική λέξη του τέλους -Αμήν.

Ατομικές, λοιπόν, εμμονές, μα και συλλογικές τύψεις -κάποιες ιστορίες αναφέρονται στην πορεία ατόμων προς το Ολοκαύτωμα- έρχονται να ζητήσουν την προστασία λόγων που έχουν προηγηθεί καθώς καταγράφηκαν από άτομα μεγίστου κύρους: Κάποιες στιγμές  νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. «Πριν από καμιά εικοσιπενταριά χρόνια κάτι ήξερα, τώρα όμως δεν θυμάμαι τίποτα. Τίποτα. Ίσως και να μην είναι άνθρωπος και μόνο  να δίνω την εντύπωση πως έχω χέρια, πόδια, κεφάλι. Ίσως και καθόλου να μην υπάρχω, και μόνο να μου φαίνεται πως περπατάω, πως τρώω, πως κοιμάμαι». Αμήν.

Αυτό το κείμενο (σελ. 100) δεν είναι παρά μια αντιγραφή  διαλόγου από το έργο του Τσέχωφ ‘Τρεις αδελφές’ και θεωρώ πως η χρήση του από τον Φάις, ακριβώς αυτή την τύψη του ενός προς κάποιους άλλους περιγράφει.

Η ατομικότητα μπορεί να μετατραπεί σε ειλικρινή ταύτιση με το όποιο κοινωνικό σύνολο, μα και με την ατομικότητα του όποιου άλλου. Οπότε και πάλι ο Φάις θα στραφεί στη δεδομένη εκτίμηση που έχει προς τον Κάφκα και θα αντιγράψει την άποψη εκείνου: «Όλες οι αρετές είναι ατομικές, αλλά τα ελαττώματα κοινωνικά» (σελ.98)

Μα πάντα κυριαρχεί το ‘εγώ’. Το ‘εγώ’ όμως που αναγνωρίζει  πως θα πρέπει να καταφέρει να διαχωριστεί από την ευτέλεια των άλλων –«Ζήσε  σαν αυτόν που υπερασπίζεται με σθένος τον χρόνο των πραγμάτων που δεν φοβούνται να παλιώσουν.  Με σθένος και ανιδιοτέλεια. Να φθαρούν και να πεθάνουν. Δηλαδή τα πράγματα που αρνούνται να αναστηθούν ως καινούργια. Αμήν» (σελ.134)

Οπότε η αξία της ύπαρξης στηρίζεται στο παρελθόν της. Και από αυτό ορμώμενη μπορεί να δημιουργήσει το νέο σε μια μελλοντική κατάσταση -η συνέχεια της γενιάς, η κυτταρική μνημη αν προτιμάτε. «Με άλλα λόγια, ο τεθνεώς εργάζεται άοκνα και αθόρυβα μέσα στον ζώντα. Αμήν.» (σελ. 140)

Κάθε ιστορία καταλήγει με τη λέξη ‘Αμήν’. Λέξη με εβραϊκή ρίζα και με ένα πολλαπλό περιεχόμενο στις διάφορες παραλλαγές της -ο Μισέλ Φάις μας τις υπενθυμίζει: αξιόπιστος, εγκρίνω, πίστη, πιστεύω.

Μια συλλογή μικρών ιστοριών που εν τέλει μπορεί και να διαβαστούν ως σπαράγματα μιας εσωτερικής μυθιστοριογραφίας γύρω από τις υπαρξιακές αναζητήσεις ενός ενήλικου ανθρώπου που διατηρεί τον πολυσήμαντο στοχασμό ενός παιδιού.

Ο σύντομος διάλογος που προηγείται των ιστοριών, μας υποψιάζει πως κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει:

ΜΑΡΚΟΣ: Ακούγεται πολλή ησυχία…

ΜΙΣΕΛ: Φοβάσαι την ησυχία;

ΜΑΡΚΟΣ: Μόνο λίγο, όταν έχω ξυπνήσει.

 

 

(695 λέξεις)


https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/20369-amin-tou-misel-fais-kritiki-sparagmata-mias-esoterikis-mythistoriografias

28.5.24

Λέξεις που γίνανε σκέψεις

 

Ένας τόμος  με 65 συνεντεύξεις ανθρώπων του βιβλίου κυρίως, αλλά όχι μόνο, μα  γενικότερα δημιουργών, όπως και άλλων που κινούνται στον χώρο της πολιτικής.

Συγγραφέας του βιβλίου αυτού μια γυναίκα -η Γιούλη Τσακάλου.

Είναι εκείνη που συναντήθηκε με τα 65 αυτά πρόσωπα και έχοντας ήδη προσεγγίσει το έργα του καθενός και της καθεμιάς, ξεκίνησε μαζί τους μια συνομιλία. Άλλοτε προφορική που την κατέγραφε σε ένα μαγνητόφωνο, άλλοτε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.

Με τις 65 αυτές συνεντεύξεις -που πρέπει να πούμε πως αποτελούν μια επιλογή από πολύ περισσότερες- η Γιούλη Τσακάλου δημιούργησε αυτό το βιβλίο και μέσω των Εκδόσεων Πνοή, το έστειλε στα βιβλιοπωλεία.

Αυτό είναι το γεγονός για το οποίο έχουμε σήμερα εδώ έρθει να το συζητήσουμε.

Βιβλίο σαφώς ιδιαίτερο -προσωπικά δεν γνωρίζω κάτι παρόμοιο να έχει κυκλοφορήσει στη χώρα μας. Και λέγοντας κάτι παρόμοιο δεν εννοώ άλλο βιβλίο με συνεντεύξεις γιατί σαφώς υπάρχουν και άλλα, αλλά  ο χαρακτηρισμό ‘παρόμοιο’ αναφέρεται στο πλήθος των συνεντεύξεων και στην ποικιλία των συνεντευξιαζόμενων.

Αλλά ας πλησιάσουμε την έκδοση πλέον μεθοδικά. Και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα δυο βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το κάθε βιβλίο.

Το συγγραφέα του και το τι προσφέρει η ύπαρξη του έργου.

Το επίσημο βιογραφικό της Γιούλης Τσακάλου αναφέρει τα παρακάτω:

Γιούλη Τσακάλου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, στην πατρίδα του Καβάφη, του ποιητή της καρδιάς της. Φοίτησε στο Αβερώφειο Λύκειο Αλεξανδρείας και στη Νομική Σχολή Αθηνών. Επί σειρά ετών εργαζόταν ως στέλεχος της ναυτιλιακής εταιρείας «LIBERTY MANAGEMENT S.A.». Διατηρεί από το 2011 μία από τις παλαιότερες βιβλιοφιλικές ομάδες στο Facebook, με το όνομα «ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ», με αρκετά μεγάλο έργο στον χώρο του βιβλίου. Της έχουν παραχωρήσει συνέντευξη πάρα πολλοί συγγραφείς που έχουν αφήσει το στίγμα τους στην ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Αρθρογραφεί στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος», «Athens Voice», καθώς και στα διαδικτυακά περιοδικά για το βιβλίο και τον πολιτισμό, «Διάστιχο» και «Fractal».

Όπως όλα τα επίσημα βιογραφικά περιγράφει το πρόσωπα στο οποίο αναφέρεται, αλλά παράλληλα -και στην ουσία- το κρατά σε μια απόσταση από εκείνον που θα το διαβάσει.

Ναι, η Γιούλη Τσακάλου είναι από την Αίγυπτο, σπούδασε Νομικά, εργάστηκε σε ναυτιλιακή εταιρεία, το 2011 δημιούργησε μια βιβλιοφιλική ομάδα στο Facebook.

Αλλά από το σημείο αυτό και μετά ξεκινά η γέννηση του ανθρώπου που υπογράφει αυτό το βιβλίο.

Η εποχή μας με σαφήνεια έχει απόλυτα διαχωριστεί από τις προηγούμενες εποχές. Το στοιχεία που την έχει διαφοροποιήσει είναι το διαδίκτυο.  Τα Κοινωνικά Μέσα Μαζικής Δικτύωσης έχουν επιφέρει μια μεγάλη ανατροπή στον τρόπο που όλοι μας ενημερωνόμαστε… Αλλά και δημιουργούμε.

Σε μια προηγούμενη -όχι και τόσο μακρινή εποχή- αν μια γυναίκα, που εργαζότανε τα πρωινά σε μια ναυτιλιακή εταιρεία και τα απογεύματα διάβαζε μετά μανίας λογοτεχνικά βιβλία και σύχναζε στις παρουσιάσεις τους σε διάφορα βιβλιοπωλεία, ήθελε κάπου να καταθέσει τις δικές της αναγνωστικές εμπειρίες και παράλληλα να τις μοιραστεί μαζί με άλλους απλούς αναγνώστες, θα έπρεπε να κατάφερνε να της δώσουνε μια στήλη σε κάποιο έντυπο. Και επειδή θα ήταν άγνωστη, το πιθανότερο το έντυπο αυτό να ήταν κάποιο βραχύβιο ή με λίγους συνδρομητές περιοδικό.

Μα στην εποχή μας, ο καθένας μπορεί να ελέγξει και να διαχειριστεί τον τρόπο που ο ίδιος θέλει να χρησιμοποιήσει για να επικοινωνεί με τους άλλους.

Ναι, ο καθένας, αλλά αυτό δε σημαίνει πως όλοι μπορούμε τελικά να πετύχουμε τον στόχο μας και να αποκτήσουμε πολλούς ‘ακολούθους’.

Η Γιούλη Τσακάλου το πέτυχε. Και απέδειξε πως ακόμα και μια γυναίκα που εργαζότανε σε ναυτιλιακή εταιρεία μπορεί να αναδειχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο της διάδοσης της λογοτεχνίας.

Πώς το πέτυχε αυτό;

Με μια εντελώς δική της δυναμική έκφραση.

Λοιπόν, θα είμαι ειλικρινής -τον πρώτο καιρό ο επίσημος χώρος της λογοτεχνίας δεν έδωσε και τόση σημασία σε αυτή τη νεοφερμένη.

Οι άνθρωποι αυτής της Τέχνης είναι συνήθως διστακτικοί στο να ανοιχτούν, διστάζουν να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν το νέο που διαθέτει κάτι το εκρηκτικό στον τρόπο παρουσίας του. Αισθάνονται ασφαλείς με το σοβαρό και το ήδη αναγνωρισμένο. Το διαφορετικό πριν το ψάξουν το χαρακτηρίζουν σοβαροφανές.

Μα η Γιούλη Τσακάλου  κατάφερε να ξεπεράσει αυτόν τον χαρακτηρισμό. Με πείσμα και πάθος, με σωστές κινήσεις, έστηνε το προφίλ της. Και -αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- καθώς το έστηνε και το γνώριζε* το τελειοποιούσε.

Οπότε κάποια στιγμή από στέλεχος της ναυτιλίας βρέθηκε να είναι άτυπο στέλεχος στο χώρο των εκδόσεων και της δημοσιογραφίας.

Και χωρίς να αλλοιώσει τον τρόπο της δικής της προσωπικής έκφρασης, έγινε μια persona αναφοράς για αναγνώστες, εκδότες, συγγραφείς.

Η Γιούλη Τσακάλου είχε σωστά, έξυπνα και κυρίως με ήθος χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες της σύγχρονής εποχής μας.

Οπότε ήταν λογικό από ενδιάμεσο πρόσωπο -συντονίστρια λεσχών και διαχειρίστρια ενός blog - να μετατραπεί σε δημιουργό ενός βιβλίου με συνεντεύξεις.

Τί είδους δημιουργός όμως είναι εκείνος που στέκεται απέναντι από μια προσωπικότητα και συζητά μαζί της;

Οπότε φτάνουμε και στο δεύτερο βασικό στοιχείο αυτού του βιβλίου.

Ο κάθε συγγραφέας ή πολιτικός μιλά -κυρίως με το έργο του, αλλά πολύ συχνά μιλά και με άλλους ανθρώπους. Ιδιωτικά ή δημόσια. Με όσα λέει -συνειδητά ή μη- σκιαγραφεί τον ίδιο του τον εαυτό. Στην ουσία κάνει μια αυτοπροσωπογραφία.

Μα όσο κι αν κάτι τέτοιο έχει και τη δική του αξία, ΄παραμένει πάντα μια κατάθεση ελεγχόμενη από το ‘εγώ’ εκείνου που αφηγείται.

Σε μια συνέντευξη όμως το ‘εγώ’ του συνεντευξιαζόμενου παρασύρεται από τις ερωτήσεις, παρασύρεται στην ουσία από την προσωπικότητα του συνομιλητή του και αφήνεται να περιδιαβάσει σε μονοπάτια που από μόνος του δεν θα τα είχε επιλέξει. Αλλά που τελικά κι αυτά φωτίζουν τον ίδιο και το έργο του.

Να ποιος πρέπει να είναι ο στόχος εκείνου που κάθεται απέναντι σε έναν καλλιτέχνη ή πολιτικό  και συζητά μαζί του. Σας θυμίζει τη σχέση ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόμενου;  Μα είναι παρόμοια.

Και η Γιούλη Τσακάλου με το βιβλίο της αυτό φανερώνει πως ξέρει πολύ καλά να ψυχαναλύει τον άνθρωπο που έχει επιλέξει να στέκεται απέναντί της.

Οπότε το βασικό στοιχείο αυτού του βιβλίου είναι πως μας προσφέρει μια ανοιχτή βεντάλια με τις σκέψεις, τις απόψεις, τα όνειρα  προσωπικοτήτων της Τέχνης πρωτίστως, μα και της Πολιτικής.  Με μια άλλη διατύπωση: καταφέρνει να μας τους δείξει μέσα στο κοινωνικό / πολιτικό  περιβάλλον στο οποίο ζούνε και δημιουργούν.

Μα το κοινωνικό /πολιτικό περιβάλλον στην ουσία διαμορφώνεται όχι μόνο από καλλιτέχνες, αλλά -ίσως και κυρίως- από πολιτικούς. Οπότε και η Γιούλη Τσακάλου πολύ εύστοχα θέλησε και με κάποιους από αυτούς να συζητήσει και τις συνεντεύξεις τους να τις τοποθετήσει δίπλα στις άλλες.

Παράλληλα -το διαδίκτυο και αυτό έχει ως αποτέλεσμα- το όρια του κόσμου μας έχουν διευρυνθεί. Κι αν από πάντα οι σκέψεις και τα έργα ανθρώπων από άλλες χώρες παρεμβαίναν στις δικές μας σκέψεις, τώρα πλέον η εγγύτητα των επαφών είναι άμεση.

Ο έλληνας αναγνώστης στην ουσία διαμορφώνει απόψεις σχεδόν με την ίδια ένταση τόσο από το έργο ενός έλληνα συγγραφέα, όσο και από το έργο ενός ξένου.

Η Γιούλη Τσακάλου ανάμεσα στα 65 πρόσωπα με τα οποία συζήτησε, γνώρισε και αρκετούς ξένους συγγραφείς.

Τώρα το πως έχει καταφέρει να βρει τον τρόπο να εμβαθύνει στο έργο και τη ζωή τόσων ανθρώπων, αυτό είναι κάτι που ομολογώ δεν μπορώ να το γνωρίζω. Μπορώ όμως να το θαυμάζω. Άλλωστε έχω προσωπική πείρα. Συνέντευξη μου -στην ουσία συνέντευξη δική μου και της  Κώστιας- περιλαμβάνεται σε αυτήν την έκδοση.

Έχουμε , λοιπόν, στην ουσία ένα βιβλίο ντοκουμέντο. Πολύτιμο βοήθημα για τους ιστορικούς  του μέλλοντος.

Μα έχουμε και το παράδειγμα ενός ανθρώπου που είναι αυτοδημιούργητος. Και που με το πάθος, το ήθος και την εξυπνάδα του αποδεικνύει πως όσο κι αν πολλά έχουν αλλάξει, κάποια παραμένουν αναλλοίωτα -ο γνήσια ικανός αναγνωρίζεται.

 

(1238 λέξεις)

Ελεύθερος Τύπος, 28/5/2024

27.5.24

Κρατικό Βραβείο Εφηβικού Βιβλίου στο μυθιστόρημά μου "Η μάσκα του Καπιτάνο"

 








Τη Δευτέρα 27/5/2024 έγινε η απονομή του Κρατικού Βραβείου Εφηβικού Βιβλίου στο μυθιστόρημά μου "Η μάσκα του Καπιτάνο"

Ένα μυθιστόρημα που πανεπιστημιακοί δάσκαλοι των Παιδαγωγικών Τμημάτων και κριτικοί βιβλίου το επαίνεσαν. Τελικά η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού το τίμησε με αυτό το βραβείο. Ακολουθούν τα όσα είπα:
Σήμερα από εδώ θέλω μέσα από την καρδιά μου να τα μέλη της κριτικής επιτροπής, αλλά και κάποια άλλα δικά μου και αγαπημένα πρόσωπα που το πίστεψαν και το αγάπησαν. Τον γιο μου τον Δομήνικο που ένα δικό του θεατρικό έργο στάθηκε η αφορμή να πλάσω εγώ τον δικό μου ήρωα. Την Κώστια Κοντολέων Kostia Kontoleon που με ενθάρρυνε από την πρώτη σελίδα που της διάβασα* την Έλενα Πατάκη που με πάθος και από την πρώτη στιγμή πίστεψε στο καλό του άστρο* τοτ Βασίλης Κουτσογιάννης Bill Kouts που έφτιαξε το εξώφυλλο που ονειρεύτηκα. Όλη την ομάδα των Εκδόσεις Πατάκη-Patakis Publishers που είναι πάντα δίπλα σε μένα και τα βιβλία μου. Μα και όλους τους ποιητές -και αυτούς που είναι ανάμεσά μας και εκείνους που έφυγαν- μιας και με τα ποιήματά του χάρισαν ιδιαίτερη αύρα στο κείμενο.
Μα θέλω και κάτι ακόμα να προσθέσω. Το Υπουργείο Πολιτισμού μου προσφέρει αυτό το Κρατικό Βραβείο για Εφηβικό Βιβλίο (θα είναι μάλιστα το τρίτο που αξιώνομαι). Αλλά δεν μπορώ να μην καταγράψω το γεγονός πως ένα άλλο Υπουργείο, αυτό της Παιδείας, το λογοτεχνικό αυτό είδος δείχνει να το αγνοεί. Η λογοτεχνία για εφήβους στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσή αν δεν απουσιάζει παντελώς, σίγουρα είναι ασθενής. Και όποτε δηλώνει το παρών της είναι από τη θέληση και το μεράκι κάποιων φιλολόγων. Αλλά έτσι -αν κατά τη διάρκεια της εφηβείας- δεν εδραιωθεί στην ψυχή του κάθε νέου η ομορφιά της λογοτεχνικής αφήγησης, τότε ας μην περιμένουμε ποτέ να έχουμε ένα δυνατό και με άποψη λογοτεχνικό κοινό ενηλίκων.
Η λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και τα μυθιστορήματα cross over είναι η βάση για την καλή λογοτεχνία.
Κάποια στιγμή αξίζει να το πιστέψουμε αυτό και κάποια στιγμή οι μελλοντικοί μας φιλόλογοι να έχουν την τύχη να διδάσκονται στα πανεπιστημιακά έδρανα και αυτο το είδος της λογοτεχνίας.

21.5.24

Η Ασημένια Σαράφη στον 'Χάρτη" για το 'Σαν Μήδεια'

 

Η Μήδεια και η διαχρονική επικαιρότητα της βίας

Μάνος Κοντολέων, Σαν Μήδεια (Πατάκης 2023)

 

                                Γράφει η Ασημένια Σαράφη

                                  Συγγραφέας - φιλόλογος

 

 

Με το μυθιστόρημα Σαν Μήδεια (Πατάκης 2023), ο Μάνος Κοντολέων ολοκληρώνει την τριλογία του με πρωταγωνίστριες γυναίκες-σύμβολα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Έχουν προηγηθεί τα μυθιστορήματα Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο (Πατάκης 2018) και Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας (Πατάκης 2021). Η επιλογή του να ζωντανέψει οικείες από τον μύθο γυναικείες μορφές είναι ταυτοχρόνως ενδιαφέρουσα και ριψοκίνδυνη. Τι τον ώθησε, άραγε, να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Διαβάζουμε σε συνέντευξή του:

 

[…] η επαφή μου με την Ιλιάδα και τις αρχαίες τραγωδίες, με έκανε να θελήσω αυτά τα συγγραφικά μου «πειράματα» να τα δω να συνεχίζονται και να εφαρμόζονται πρώτα στην Κλυταιμνήστρα και τώρα στη Μήδεια. Γιατί σε αυτές τις δύο; Μα γιατί τα όσα γι’ αυτές γνωρίζουμε, τους χαρίζουν όχι μόνο μια διαχρονικότητα, αλλά και μια επικαιρότητα. Αυτή της βίας.

 

Η επικαιρότητα της βίας, λοιπόν. Να ένα κρίσιμο ζήτημα προς διερεύνηση με όχημα τον αρχαίο μύθο. Ποια θα μπορούσε καλύτερα να εξυπηρετήσει αυτόν τον σκοπό από την πρωθιέρεια της μυθικής βίας, τη φονική Μήδεια;

Είναι γεγονός, πως η νεοελληνική πεζογραφία αποφεύγει να καταπιαστεί με τους αρχαίους μύθους. Είναι επειδή φαντάζουν πολύ γνωστοί ή πολύ οριστικοί; Τι παραπάνω να πει κανείς για το ήδη ειπωμένο; Τη μυθοπλασία εδώ και αιώνες ταλανίζει η αγωνία της πρωτοτυπίας. Η εφεύρεση μίας πλοκής πρωτόφαντης, το στήσιμο ενός στόρι που δεν το έχει διανοηθεί έως τώρα κανείς. Αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. Ή αν είναι κάτι τέτοιο ουσιώδες.  Οι Αθηναίοι της κλασικής εποχής που συνέρρεαν στο θέατρο του Διονύσου για να παρακολουθήσουν τραγωδία, διόλου δεν δυσανασχετούσαν που θα γίνονταν μάρτυρες του ξετυλίγματος μίας ιστορίας, η έκβαση της οποίας τούς ήταν ανέκαθεν γνωστή. Γιατί δεν χωρούσε αμφιβολία πως στο τέλος της παράστασης η Αντιγόνη θα αυτοκτονούσε, πως ο Ηρακλής θα κατόρθωνε να φέρει από τον Κάτω Κόσμο την Άλκηστη και πως η Μήδεια θα σκότωνε τους γιους της. Οπότε; Τους θεατές, αλλά και τους ποιητές της αρχαίας τραγωδίας δεν τους απασχολούσε η πλοκή, αλλά η διαπραγμάτευσή της. Ο φωτισμός δια μέσω του λόγου των κινήτρων των προσώπων, οι ψυχικές διακυμάνσεις, η βάσανος και η λύση των ηθικών διλημμάτων, η γενναιότητα που απαιτεί η διατήρηση της ηθικής στάσης, η θυσία και η αυτοθυσία, που αυτές και μόνον αυτές δικαιώνουν την ανθρώπινη ζωή.

Ο Μάνος Κοντολέων πιάνει, λοιπόν, ένα κομμένο νήμα και επιλέγει να διαπραγματευτεί μυθικές ηρωίδες, παγωμένες επί αιώνες στα βάθρα των παρελθουσών αναπαραστάσεών τους από άλλους, σημαίνοντες συγγραφείς. Και μία εύλογη πρώτη αντίδραση σε αυτό το εγχείρημα θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: πολύ τολμηρό! Ομοιάζει με αναίδεια! Μάλλον θα αποτύχει. Είναι όμως έτσι;

Οι μυθικοί ήρωες και ηρωίδες, που δημιουργήθηκαν και ανέπνευσαν και έδρασαν στο πλαίσιο όχι μόνο της αρχαιοελληνικής αλλά και της παγκόσμιας μυθολογίας και οι οποίοι/-ες άλλοτε επέλεξαν το ορθό και θριάμβευσαν και άλλοτε το επαίσχυντο και τιμωρήθηκαν, αποτελούν τις ενσαρκωμένες διά του λόγου και της αφηγηματικής πράξης απαντήσεις στα διαχρονικά ζητήματα που απασχολούν την ανθρώπινη ζωή και διατρέχουν την ανθρώπινη συνθήκη. Οι εποχές όμως περνούν και αλλάζουν, παρασέρνοντας ή και ακυρώνοντας παρελθούσες ερμηνείες, που κατά καιρούς εκλήφθηκαν από το κοινό ως θέσφατα. Η επαναπροσέγγιση, επομένως, του μύθου στη σύγχρονη εποχή από έναν σύγχρονο δημιουργό, πόσω μάλλον από έναν άξιο δημιουργό, δεν αποτελεί παρά μία χρήσιμη επανερμηνεία ή/και πρόταση επανερμηνείας του μύθου και της μυθικής πράξης στο τώρα. Και κάτι τέτοιο το έχουμε ανάγκη. Ή τουλάχιστον αυτό συμπεραίνει όποιος διαβάζει τη Μήδεια του Μάνου Κοντολέων.

Στη νεότερη Ελλάδα, όπου κατά καιρούς περίσσεψε η αρχαιολατρία (ή – συχνότερα - η προγονοπληξία), καμία μητέρα δεν επέλεξε και δεν επιλέγει να δώσει το όνομα «Μήδεια» στην κόρη της. Η παιδοκτονία που διαπράχθηκε από μέρους της μυθολογικής ηρωίδας αποθαρρύνει μια τέτοια απόφαση, γιατί, ως γνωστόν, τα ονόματα είναι ευχές και φέρουν το βάρος της επαλήθευσής τους από αυτόν ή αυτήν που τα φέρει. Κι ας πρόκειται για ένα όνομα με άκρως ενδιαφέρουσα και θετική σημασία: εκ του «μήδομαι», που σημαίνει σκέφτομαι συλλογίζομαι, μηχανεύομαι. Η Μήδεια εδώ και χιλιετίες αποτελεί φόβητρο και παράδειγμα προς αποφυγή. Ένα όνομα απεχθές, με λησμονημένο σημαινόμενο, μία ευχή που δεν δίνεται, για να μη θυμίζει εκείνη, την πρώτη Μήδεια. Παρά ταύτα, επαλήθευσε η μυθική Μήδεια το όνομά της; Υπήρξε, άραγε, αρκούντως επινοητική και εύστροφη; 

Στην Ελλάδα του 2024, από τη μία, στο δικαστήριο αλλά και στα βραδινά δελτία ειδήσεων των καναλιών δικάζεται μήνες τώρα η Ρούλα Πισπιρίγκου, τρις παιδοκτόνος ζηλόφθονη και με εγκληματικό μυαλό σύζυγος, μία Μήδεια του 21ου αιώνα, βδελυρή και αναθεματισμένη. Από την άλλη πάλι, στα ίδια αυτά δελτία ανακοινώνονται με συχνότητα καταιγιστική οι νέες, όλο και πιο ευφάνταστες, όλο και πιο ειδεχθείς γυναικοκτονίες της διπλανής πόρτας. Κι ενώ η έξαρση της βίας κατά των γυναικών παίρνει αποδεδειγμένα τερατώδεις διαστάσεις, τα δελτία αυτά αποφεύγουν να αναζητήσουν τα βαθύτερα αίτια, αλλά αναλώνονται σε συζητήσεις για το αν και κατά πόσο είναι δόκιμος ο όρος «γυναικοκτονία»! Σε αυτό το πλαίσιο, η επαναδιαπραγμάτευση των πράξεων και των κινήτρων της μυθικής ηρωίδας Μήδειας ίσως να μας βοηθήσει να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τον φαύλο κύκλο της βίας εκ μέρους αλλά και εις βάρος των γυναικών. Όχι να συγχωρήσουμε. Να κατανοήσουμε. Και ίσως κατανοώντας να αποτρέψουμε ανάλογα εγκλήματα, που έχουν μετατρέψει τη χώρα σε μία επικράτεια τέλεσης εξαιρετικά βίαιων φόνων, που άπτονται του παράγοντα φύλου.

Η Μήδεια, από την αρχή κιόλας του κειμένου, ασπάζεται μία διάκριση, που φαντάζει νέα: άλλο ο άνδρας, κι άλλο το άρρεν. Άλλο η γυναίκα, κι άλλο το θήλυ. Και φαντάζει νέα, μια και στην πραγματικότητα είναι πανάρχαια, προϊστορική: στο πρόσωπο και στην αντίληψη της Μήδειας επιβιώνουν αξίες της εποχής της μητριαρχίας, οπότε και η θηλυκή γονιμότητα, ως αντανάκλαση των γονιμοποιητικών δυνατοτήτων της μητέρας Γης, αποτελούσε την ύψιστη αξία. Το κυρίαρχο θηλυκό δίνει ζωή και χωρίς αυτό ζωή δεν υπάρχει. Το κυρίαρχο θηλυκό είναι σκεπτόμενο, είναι εφευρετικό, είναι ικανό να συλλάβει τον κόσμο στην ολότητά του. Το άρρεν με τη σειρά του πρέπει να αρθεί στο ύψος του παντοδύναμου θηλυκού, προκειμένου να σταθεί με επάρκεια δίπλα του. Θα είναι ο Ιάσονας ένας τέτοιος άρρενας; Ο Ιάσονας επιθυμεί το χρυσόμαλλο δέρας. Χωρίς τη βοήθεια της Μήδειας δεν θα μπορούσε να το αποσπάσει από την Κολχίδα. Επιθυμεί τη δόξα, επιθυμεί ένα βασίλειο, επιθυμεί στο τέλος μία άλλη, νεαρή νύφη. Αρκετά με τη μάγισσα! Και τα παιδιά δικά του είναι, θα της τα πάρει. Θα της τα πάρει, γιατί έχει ξεχάσει ή δεν τον συμφέρει να θυμάται πως δίχως τη Μήδεια κανένα ανδραγάθημα δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ικανός να φέρει σε πέρας. Πως είναι εξαρχής υπόχρεος στη Μήδεια, που ήξερε να σκέφτεται, να μηχανεύεται (δικαιώνοντας απόλυτα το όνομά της), που ήξερε τους τρόπους να ανακηρυχθεί εκείνος ήρωας, ενώ δεν ήταν παρά ένα νευρόσπαστο κινούμενο σύμφωνα με τις εντολές τις υπαγορευμένες από τη μητριαρχική της σοφία.

Και η Μήδεια, που πίστεψε ότι είχε στο πλάι της ένα ανώτερο πλάσμα απογοητεύεται. Το χρυσό γένος που θα ανάβλυζε από τη σπηλαιώδη μήτρα της, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των ανώτερων γεννητόρων του δεν γεννιέται ούτε από κείνη (παρότι η ίδια πληροί όλες τις προϋποθέσεις γι’ αυτό). Τα παιδιά της δεν είναι παρά εκπρόσωποι του κατώτερου γένους, στο οποίο αποδεδειγμένα ανήκει ο πατέρας τους. Η γέννησή τους δεν προχωρά τον κόσμο μπροστά, αντιθέτως τον καθηλώνει στο ίδιο μοτίβο ιδιοτέλειας, μοχθηρίας και αίματος. Στον κόσμο των ανεπαρκών αντρών. Και ως τέτοιοι ανεπαρκείς άντρες πρέπει κι εκείνα να πεθάνουν.

 

«Παγίδα παιδικών ματιών, μικρά φιλύποπτα τέρατα, κεφάλια αντρικά…», η φράση αυτή από το θεατρικό έργο του Ζαν Ανούιγ Μήδεια, υπήρξε η φράση-κλειδί, που καθ’ ομολογία του συγγραφέα, ξεκλείδωσε το μυστήριο πίσω από την παιδοκτονία της Μήδειας. Η ιέρεια της θεάς Εκάτης, της χθόνιας θεότητας που προασπίζεται και υπενθυμίζει την πάλαι ποτέ πρωτοκαθεδρία του θηλυκού στην ανθρώπινη κοινωνία, δολοφονώντας τα παιδιά της ακυρώνει τη μέγιστη δυνατότητά της: το να γεννά και να ανατρέφει. Ο κόσμος τον αντρών είναι ένας κόσμος κούφιας φιλοδοξίας, πολέμου, προδοσίας. Και στον κόσμο αυτόν δεν επιθυμεί πλέον να συμμετέχει ούτε ως ερωμένη, ούτε ως μητέρα. Προκειμένου να εκδηλώσει την αντίθεσή της σε αυτόν τον κόσμο που κυβερνιέται από τους άντρες, καταστρέφει τους άντρες που έχει γεννήσει. Και έκτοτε ζει στη χλεύη και στην απέχθειά μας:

 

Πετά με κίνηση απότομη των ποδιών τα σανδάλια της. Με πέλματα γυμνά αναζητά τη συμβουλή της Γαίας.

                   Η υγρασία από τα ακροδάχτυλα των ποδιών ανεβαίνει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της. Νιώθει τους μαστούς της να φουσκώνουν – λεπτά αγγεία γύρω από τις θηλές που πάλλονται. Θρασύ, βίαιο υγρό τα πλημμυρίζει.

Δεν είναι για να καθυστερεί άλλο.

Άλλωστε από τα τείχη φτάνει αγριεμένη ιαχή – ο θυμός του όχλου.

Αγκαλιάζει η Μήδεια την Αγιδώ.

«Εσύ θα είσαι η μόνη που θα με μνημονεύεις ως ιέρεια μια θηλυκής θέας. Όλοι οι άλλοι ως μια μάγισσα. Θεραπαινίδα ακατονόμαστης λαγνείας».

Σκύβει το κεφάλι η Αγιδώ.

«Μετά από λίγο κι εγώ θα πεθάνω…» - ίσως λέει. (σελ. 128-129)

 

Στην εξέλιξη μιας αφήγησης ρέουσας, παλλόμενης και υποβλητικής, όπου αναβιώνουν με ζυγισμένη γλωσσική στιβαρότητα, οικονομία και ευστοχία αρχετυπικά φυσικά τοπία, ζωικές οσμές και υφές, βαθιά και πυκνά χρώματα, τα κουλουριάσματα του φύλακα όφεως, η αρχέγονη θηλυκή μαγεία, πάθη των ανθρώπων τανυσμένα στο έπακρο, ο αφηγητής επανασυστήνει στον αναγνώστη την ιέρεια Μήδεια, που οραματίστηκε, ματαίως, έναν διαφορετικό, πιο φωτεινό κόσμο, όπου το άρρεν και το θήλυ συμβιώνουν με όρους ισοτιμίας και μεγαλουργούν. Η συντριβή του οράματος συντρίβει και την ηρωίδα, προικοδοτώντας την στο διηνεκές με την απέχθεια απέναντι σε ό,τι  σηματοδοτεί το όνομά της και η πράξη της και καθιστώντας την σύμβολο της διαχρονικής, μαύρης επικαιρότητας της βίας. Της βίας που υπέστη και ακολούθως άσκησε, αμυνόμενη και εξεγειρόμενη διαχρονικά και ταυτοχρόνως.

 

 

https://www.hartismag.gr/hartis-65/biblia/i-mideia-kai-i-diakhroniki-epikairotita-tis-vias?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR3Xf9IwYWiaIXX-dG9BWGYdl84w3GPrTmKAzdb9TvEcTTWm-P4E4-nC9-c_aem_AW1HI0BnCkUq0PT49mIWCOrHOSezuO-oUeMHK3TyG8yHFgvtKdKPtgLim9lGZj_j923z9cbau9H9kiFAXTcE3PXZ