31.12.17

Τατιάνα Ζωγράφου «Φόραγε κίτρινο σκουφί»

Τατιάνα Ζωγράφου
«Φόραγε κίτρινο σκουφί»
Ένα cd με τραγούδια και για παιδιά



Η σχέση μου με τη μουσική είναι πολύ απλή –μου αρέσει να την ακούω σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητάς μου. Κυρίως όταν γράφω, όταν οδηγώ., ως μουσική υπόκρουση σε ώρες σπιτικής κουβεντούλας  με φίλους.
Θέλω να πω πως δεν είμαι ειδικός* δεν έχω σαφείς προτιμήσεις σε είδη* δεν έχω ξεχωριστό πάθος με κάποιους ερμηνευτές. Το μόνο που ζητώ να απολαμβάνει η ακοή μου είναι κάτι που να το διακρίνει η ποιότητα.
Αλλά γνωρίζω πως η έννοια της ποιότητας διαφορετικά ορίζεται από άτομο σε άτομο. Φίλος στενός, λάτρης και γνώστης της κλασικής μουσικής, δεν εκτιμά ιδιαιτέρως  τις όπερες του Πουτσίνι, ενώ ένας άλλος φίλος –φανατικός αυτός συλλέκτης των παλαιών ρεμπέτικων- με τίποτε δεν θέλει να αποδεχτεί τη γοητεία ενός τραγουδιού του Αττίκ.
Σέβομαι όλων αυτών τη γνώμη, αλλά και παράλληλα διαφωνώ. Εγώ αφήνομαι να με κερδίζει το ξάφνιασμα κάθε μουσικής σύνθεσης που τη διακρίνει η γνησιότητα της έμπνευσης και η συνέπεια της εκτέλεσής της.
Στην ουσία αντιμετωπίζω την προσωπική μου σχέση με τη μουσική, έτσι όπως στέκομαι απέναντι και σε κάθε μορφή λογοτεχνικού έργου.  Θέλω να το πλησιάσω δίχως προκαταλήψεις και να περιμένω αν θα συμβεί η πολυπόθητη ταύτιση ή όχι.
Συχνά ισχυρίζομαι πως ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν πάει εκείνο να συναντήσει τον αναγνώστη του. Αλλά στέκεται στη θέση που έχει επιλέξει ο δημιουργός του να το τοποθετήσει και είναι ο κάθε αναγνώστης που θα το πλησιάσει ή όχι ανάλογα με τις διαθέσεις του και τις δυνατότητές του.
Το ίδιο θεωρώ πως εφαρμόζεται και σε κάθε άλλης μορφής καλλιτεχνική δημιουργία. Άρα και στις μουσικές συνθέσεις.
Με τα –κοινώς λεγόμενα- παιδικά τραγούδια δεν θυμάμαι να είχα κάποια ιδιαίτερη σχέση από τον καιρό που κι εγώ ήμουνα παιδί. Ο πατέρας μου –από εκείνον είχα τις πρώτες και βασικές μουσικές μου εμπειρίες- συνήθιζε τα κυριακάτικα πρωινά να χουζουρεύει έχοντας με στην αγκαλιά του και να μου τραγουδά άλλοτε τραγούδια από οπερέτες των αρχών του 20 αιώνα, άλλοτε  μουσικά δραματάκια του Αττίκ κι άλλοτε τις μεταπολεμικές επιτυχίες  της Ζαχά και του Γούναρη.
Η κλασικές συνθέσεις εισέβαλαν (κυριολεκτώ με τον όρο) στη φοιτητική ζωή μου όταν φίλος καλός μου χάρισε ένα δίσκο 33 στροφών με τις εισαγωγές του Ροσσίνι.
Κι ενώ είχα συναίσθηση –ως γνήσιος αθηναίος, γόνος γνήσιων σμυρνιών- πως αγνοούσα τη δημοτική μας παράδοση (θα έπρεπε να περιμένω κάποια χρόνια να συναντήσω την αδρή φωνή της Δόμνας Σαμίου), κι ενώ ως νέος άνδρας μπορούσα να κάνω δικές μου τις συνθέσεις του Νέου Κύματος, του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, ήρθε άξαφνα να με συνεπάρει ένας δίσκος που αφορούσε –υποτίθεται- το παιδί μου.
«Ο Μορμόλης» -εκείνος ο δίσκος που πήραμε μετά την παράσταση  της Παιδικής Σκηνής της Ξένιας Καλογεροπούλου- με έκανε να σκεφτώ  πως είναι δυνατό να υπάρχει και  μουσική που μπορεί να έχει γραφτεί κυρίως  για παιδιά, αλλά παράλληλα να διαθέτει και όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν και ένα ενήλικο να παρασύρεται και να σιγομουρμουρίζει το ρυθμό και τους στίχους της.
Μουσική Γιάννης Σπανός, στίχοι Εύας Κυριαζή (νομίζω πως πίσω από την άγνωστη στιχουργό κρυβότανε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος)
Κι ενώ όλοι στην οικογένεια τραγουδούσαμε  Ο Μορμόλης είναι Μορμόλης και μεις είμαστε εμείς,  από το κρατικό ραδιόφωνο ο Μάνος Χατζιδάκις έδινε την ευκαιρία σε νέους συνθέτες και στιχουργούς να γράψουν μουσική  για παιδιά με άλλες προδιαγραφές, πολύ διαφορετικές από εκείνες που στα τραγουδάκια των δικών μου παιδικών χρόνων ίσχυαν.
Η Λιλιπούπολη  γινότανε ένας από τους μουσικούς  πυλώνες που θα καθόριζαν πολλά μουσικά δρώμενα της δεκαετίας του ’80.
Στην ίδια δεκαετία εγώ και  κάποιοι ακόμα άλλοι συγγραφείς αποφασίζαμε να γράφουμε βιβλία για παιδιά με προδιαγραφές παρόμοιες με εκείνες που ισχύουν στη λογοτεχνία για ενήλικες.
Κάπως έτσι οι Τέχνες αλληλοεπηρεάζονται και κάπως  έτσι οι δημιουργοί επεμβαίνουν στο έργο άλλων καλλιτεχνών.
                                            *****************************
Όλα αυτά τα σκέφτηκα, όταν λίγο πριν από  τη μέρα των Χριστουγέννων βρέθηκα στην παρουσίαση του μουσικό άλμπουμ της Τατιάνας Ζωγράφου «Φόραγε κίτρινο σκουφί».
Πρόκειται για ένα cd με 15 τραγούδια για παιδιά.
Αλλά… Ναι, καθώς κάποια από αυτά άκουσα κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στο café του ΙΑΝΟΥ  και τα υπόλοιπα μέσα στο αυτοκίνητό μου όπως οδηγούσα επιστρέφοντας στο σπίτι, στη σκέψη μου ήρθαν όλα όσα πιο άνω προσπάθησα να καταγράψω και έτσι χάρηκα καθώς διαπίστωνα πως παρά την πίεση τηλεοπτικών προγραμμάτων όπου επιχειρείται μια ολοκληρωτική επικράτηση μουσικής αναλώσιμης, εξακολουθούν να βρίσκουν τρόπους να εκφραστούν καλλιτέχνες που θεωρούν ως μεγίστη αξία την ‘ενήλικη παιδικότητα’.
Ενήλικη παιδικότητα –ένας ιδιαίτερα εύστοχος χαρακτηρισμός αυτού του είδος της Τέχνης που ενώ γράφεται ή συνθέτεται από ενήλικες έχει ως βασικό (μα και όχι μοναδικό) αποδέκτη της άτομα μικρής ηλικίας.
Τον χαρακτηρισμό αυτόν τον άκουσα να το λέει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου και ομολογώ πως αισθάνθηκα πως βρήκα  την έκφραση που χρόνια τώρα αναζητούσα για να περιγράψω αυτό που αισθάνομαι όταν κι εγώ γράφω για παιδιά.
Το cd αυτό, λοιπόν, έχει την υπογραφή της Τατιάνας Ζωγράφου. Μουσικός με σημαντικές σπουδές και με  πολύ καλή γνώση της παιδικής αισθαντικότητας καθώς η ίδια διδάσκει μουσική σε μεγάλο σχολείο της Αθήνας. Έχει στο παρελθόν κυκλοφορήσει και άλλα cd  με τραγούδια που απευθύνονται σε παιδιά. Λίγα, ελάχιστα από αυτά είχε τύχει να ακούσω.
Στην ουσία, αυτό το cd με τον τόσο ευρηματικό τίτλο –«Φόραγε κίτρινο σκουφί»-  είναι το πρώτο που με προσοχή άκουσα … Και ξανάκουσα.
Και όπως τότε με τα τραγούδια του Μορμόλη και της Λιλιπούπολης, έτσι και τώρα την ίδια αίσθηση ενήλικες παιδικότητας εισέπραξα πρώτα και στη συνέχεια την μετέφερα στην καθημερινότητά μου.
Η Τατιάνα χρησιμοποιεί διάφορους ρυθμούς –από Blues έως μπαλάντες.  Και με σαφήνεια έχει αποφασίσει να δείξει πως συνεχίζει την παράδοση του μεγάλου Χατζιδάκι και των όσων ηχητικών παιχνιδιών εκείνος επέτρεψε να ακουστούν μέσα από τα τραγούδια μιας εκπομπής που αν και παιδική, με πάθος την άκουγαν και οι ενήλικες.
Πέρα από τους δόκιμους μουσικούς που χρησιμοποίησε, πέρα από την ενορχήστρωση του Δημήτρη Μπουζάνη που φώτισε τους στόχους των συνθέσεων, είχε και την ευτυχία να τραγουδήσουν τα τραγούδια της δόκιμοι τραγουδιστές, αλλά και νέοι ιδιαιτέρως ταλαντούχοι – Πρωτοψάλτη, Μαχαιρίτσας, Νταλάρας, Ζερβουδάκης, Πανουργιά, Παπανικολάου, Στρατηγού, Φασούλη κ.α. Συμμετέχει ακόμα  η παιδική Χορωδία Αρσακείων – Τοσιτσείων Σχολείων.
Και βέβαια η συνθέτης ευτύχησε επίσης να έχει στίχους ισάξιους με εκείνους που κάποτε υπέγραφε η Μαριανίνα Κριεζή.
Από το αρχικό –και  έτοιμο να γίνει ένα σουξέ: φόραγε κίτρινο σκουφί  η Κοκκινοσκουφίτσα και λύκο δε  συνάντησε, μονάχα μια νυφίτσα- τραγούδι με τον ομόνυμο τίτλο όλου του cd που το υπογράφει ο Μάκης Τσίτας, μέχρι το τελευταίο, το τόσο  νοσταλγικό : Στη χώρα που δεν έχει χρόνο, ούτε φεγγάρι ούτε πρωί, ένα σπιτάκι φέγγει μόνο, αυτό που ήμουνα παιδί- της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, οι ρυθμοί εναλλάσσονται και τα λόγια σε τραβάνε σε σκιρτήματα συναισθημάτων. Κι έτσι η Φίλια Δενδρινού  βεβαιώνει πως: Σίγουρα θα προσέξατε, μέσα στις ιστορίες, υπάρχουν χίλια δυο όνειρα και χίλιες αγωνίες, η Βεατρίκη Κάντζολα – Σαμπατάκου διαπιστώνει πως: Και είναι τώρα σκοτεινό και αδειανό το βράδυ, κι απ΄ του ουρανού την αγκαλιά γλιστράει το φεγγάρι, η ίδια η Τατιάνα Ζωγράφου διαπιστώνει πως:  Είπανε πως ήταν γρύλος κι η αγάπη τους αυτή κράτησε χιλιάδες χρόνια σαν παλιό, καλό κρασί, και μέσα σε παρόμοιο κλίμα κινούνται και οι στίχοι των άλλων στιχουργών (Μαριάννα Αβούρη, Ελισάβετ Τάρη, Στέλλα Τζίβα).
Αξίζει να αναφέρω και τη ζωγραφική σύνθεση του εξωφύλλου –ένα κίτρινο 2CV  (έργο του ζωγράφου Χρήστου Κεχαγιόγλου)* φέρνει  κι αυτό τον απόηχο μιας ενήλικης παιδικότητας.
Τελικά ένα cd που δεν τραυματίζει τη μουσική παιδεία των παιδιών, ενώ συνοδοιπορεί με την ενήλικη παιδικότητα των μεγάλων.

 Πρώτη δημοσίευση:

 http://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/8722-zografou-kitrino-skoufi-10



30.12.17

Ιδιαίτερο συγγραφικό τέχνασμα


Γράφει η Βασιλική Ρεσβάνη
Εκπαιδευτικός
Υπ. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών

Το νέο  βιβλίο του Μάνου Κοντολέων «Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα» αποτελεί την διασκευή ενός κλασικού έργου του Φρανσουά Ραμπελαί. Είναι ένα βιβλίο που κατά τη συγγραφή του πληθώρα συναισθημάτων κατακλύζουν το συγγραφέα.
Αφιερωμένο, στην κλασική μορφή του, στον ίδιο όταν ήταν παιδί από την δασκάλα του. Αφιερωμένο τώρα όχι μόνο στη μνήμη της δασκάλας του αλλά και στους εκπαιδευτικούς που αγαπούν τα δικά του βιβλία.... και είναι πολλοί.
Γραμμένο με έναν μοναδικό τρόπο όπου ο γιγάντιος μικρούλης Γαργαντούα μεγαλώνει με τη φροντίδα του υπηρέτη του. Ιδιαίτερο συγγραφικό τέχνασμα του συγγραφέα η δημιουργία του ήρωα αυτού που αγαπητός από την πρώτη στιγμή αναδύει συναισθήματα οικεία στον μικρό αναγνώστη. Πολλοί είναι εκείνοι που φροντίζουν ένα παιδί, γονείς, παππούς, γιαγιά, δάσκαλος. Για τον μικρό γιγάντιο Γαργαντούα τη φροντίδα έχει αναλάβει ένας τοσοδούλης, μοναδικός, μεγάλος «δάσκαλος».
Ο  Μάνος Κοντολέων στα πιο πρόσφατα έργα του έχω την αίσθηση ότι διακατέχεται από μια έγνοια, μια αγωνία να «οδηγήσει» τον νέο αναγνώστη χωρίς καμία προσπάθεια διδακτισμού ή καταναγκασμού. Στο «Μανόλο και Μανολίτο» υπάρχει ένας παππούς που μαζί με τον μικρό Μανολίτο περνούν υπέροχα μαθαίνοντας ο ένας από τον άλλο...  αλλά και στο «Νησί της Ροδιάς» και στο «Φεύγει Έρχεται».
Ιδιαίτερα όμως σε αυτό το βιβλίο θα απολαύσει ο αναγνώστης την εναλλαγή μεγάλου μικρού σε καθημερινά θέματα. Όσο όμως μεγάλος – γιγάντιος είναι ο μικρός Γαργαντούα ο υπηρέτης- φροντιστής του που προσφέρει κάτι πολύ μεγάλο, την ανιδιοτελή αγάπη, την φροντίδα χωρίς όρια, την έγνοια να γίνει μοναδικός ο μικρός γιγάντιος Γαργαντούα όταν μεγαλώσει. Αυτή δεν είναι και η έγνοια των εκπαιδευτικών; Αυτή είναι και των συγγραφέων διότι μέσα από την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων τα παιδιά «ταξιδεύουν» και χαρτογραφούν τον κόσμο τους.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το νιώθεις σαν νε έχεις έναν άνθρωπο να είναι δίπλα σου και να συνομιλεί μαζί σου. Ο τρόπος περιγραφής των καθημερινών αστείων «δυσκολιών» που συναντά ο μικρός υπηρέτης φροντίζοντας τον Γαργαντούα αλλά και η εναλλαγή συμπεριφορών λόγω των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων κάνει το νέο αναγνώστη να κατανοήσει πολλά για την εποχή που γράφτηκε το πρωτότυπο βιβλίο.
Θεωρώ ωστόσο αναγκαίο η συγγραφή των κλασικών έργων να γίνεται από συγγραφείς της σύγχρονης λογοτεχνίας για παιδιά και νέους διότι με αυτόν τον τρόπο επικαιροποιούνται, γίνονται πιο προσιτά. Όταν μάλιστα γράφονται εκ νέου από τον Μάνο Κοντολέων το αποτέλεσμα δικαιώνει τον συλλογισμό μου στο έπακρο.

Βασιλική Ρεσβάνη
Εκπαιδευτικός
Υπ. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών


18.12.17

"Φεύγει - Έρχεται" στο... περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Η Λότη Πέτροβις - Ανδρουτσοπούλου γράφει στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ



Η τρυφερή αυτή ιστορία αναφέρεται σε όσα βιώνουν τα μικρά παιδιά όταν συχνά μεταναστεύουν μαζί με τους γονείς τους, με επακόλουθο το συνεχές πήγαιν’ έλα μεταξύ του νέου τόπου διαμονής και της πατρίδας τους, όπου τα περιμένουν παππούδες, γιαγιάδες και συγγενείς.
Οι δύο συγγραφείς –πατέρας και κόρη– καταγράφουν όλο γνώση κι ευαισθησία τα συναισθήματα μικρών και μεγάλων. Ένα ασυνήθιστο βιβλίο, με θέμα μια συνηθισμένη πλέον κατάσταση.
Η ανάγνωσή του, πέρα από την αισθητική απόλαυση που προσφέρει, μπορεί να δώσει αφορμή για να εξωτερικευτούν μέσω της συζήτησης τα αισθήματα όσων –μικρών και μεγάλων– βιώνουν ή ακούν για παρόμοιες καταστάσεις. Εμπειρία εξαιρετικά πολύτιμη
για την ψυχική υγεία των παιδιών.
Λ.Π.-Α.
Περιοδικό Διαδρομές, τεύχος 124 Χειμώνας 2017

14.12.17

Εύη Γεροκώστα «Ασφοντυλίτης»

Εύη Γεροκώστα
«Ασφοντυλίτης»
Εικονογράφηση: Κώστας Μαρκόπουλος
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο




Οι μύθοι δημιουργήθηκαν για να ερμηνευτεί ο κόσμος και τα παραμύθια για να παρηγορηθούν οι άνθρωποι.
Κάποτε όλα αυτά –όταν ακόμα η αφήγηση ήταν προφορική και η διάδοσή της  γινότανε από στόμα σε στόμα.
Σήμερα οι μύθοι έχουν γίνει συνώνυμοι των ψεμάτων και τα παραμύθια αναγνώσματα που –πιστεύουμε- πως μόνο μικρά παιδάκια θα ενδιαφέρουν.
Φαινόμενα εποχών όπου η λογική προσπαθεί να κυριαρχήσει στην φαντασία και η τεχνολογία έχει αναλάβει να σχηματίσει τις νέες μορφές αφήγησης.
Μα όπως κάθε φορά που μια τάση προσπαθεί να επιβληθεί, παρουσιάζεται μια  αντίστροφη που αναζητά να της αντισταθεί, έτσι και στην περίπτωση της αφήγησης των μύθων και των παραμυθιών έχουμε στις μέρες μας  ένα φαινόμενο αναγέννησής της.
Ασφαλώς και γνωρίζω και σε καμία περίπτωση δεν ξεχνώ πως παραμύθια πάντα γραφόντουσαν και εξακολουθούν να γράφονται. Μα  -και ασχέτως αν θέλουν να παρηγορήσουν ή απλώς να διασκεδάσουν ή και σε κάποιες περιπτώσεις να γίνουν φορέας γνώσεων- είναι έργα που  στηρίζονται σε μια γλώσσα προορισμένη να διαβαστεί ή έστω να αναγνωστεί.
Η γλώσσα της αφήγησης  ίσως είναι πλέον είδος μουσειακό.
Μα η πράξη της αφήγησης ξαναζωντανεύει.  Σε όλον τον κόσμο. Και στη  χώρα μας. Σύγχρονοι παραμυθάδες τριγυρνάνε ανάμεσά μας και αφηγούνται τα παλιά παραμύθια, τους ξεχασμένους μύθους του δικού μας του λαού μα και των άλλων.
Συχνά –με την ιδιότητα του συγγραφέα παραμυθιών και ιστοριών που προσπαθούν να μιμηθούν τους μύθους-  έχω αναρωτηθεί αν θα μπορούσαν αυτά τα δικά μου έργα να γίνουν υλικό αφηγηματικής έκφρασης ενός σύγχρονου αφηγητή.
Γράφω κι εγώ ξέροντας πως το κείμενο μου πρόκειται να διαβαστεί.  Πώς άραγε θα έγραφα αν ήξερα πως κάποιος το δικό μου το κείμενο θα το ήθελε για να στηρίξει πάνω του μια προσωπική αφηγηματική ερμηνεία;
Ανάμεσα στους σημερινούς αφηγητές υπάρχουν εκείνοι (νομίζω πως είναι και οι περισσότεροι) που μόνο λαϊκά παραμύθια και λαϊκούς μύθους έχουν στο ρεπερτόριό τους.
Μα υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που αφηγούνται κείμενα που έχουν ήδη κυκλοφορήσει σε βιβλίο.
Στο βαθμό που έχω σωστά παρακολουθήσει την πορεία της Εύης Γεροκώστα στο χώρο της αφήγησης, νομίζω πως ανήκει σε αυτήν την δεύτερη κατηγορία.
Αυτό δε που την κάνει να έχει αποκτήσει και μια ακόμα πιο προσωπική ταυτότητα είναι πως και η ίδια γράφει ιστορίες.
Ιστορίες που μπορείς και παραμύθια να τις πεις, μπορείς και κάπως ως μύθους να τις αντιμετωπίσεις, σίγουρα πάντως είναι ιστορίες που διαθέτουν μια σχεδόν διπλή γλωσσική ταυτότητα.  Μπορείς να τις διαβάσεις, αλλά και μπορείς να τις ακούσεις κάποιος να στις αφηγείται.
Το πλέον πρόσφατο από τα δικά της βιβλία έχει τον απρόσμενο τίτλο «Ασφοντυλίτης».
Όνομα ενός οικισμού  της Αμοργού. Και όπου εκεί η ίδια η συγγραφέας (σύμφωνα  με τα όσα μας πληροφορεί στο σημείωμα του τέλους του βιβλίου) άκουσε να αφηγούνται την ιστορία ενός ανθρώπου που μια βαριά αρρώστια τον κτύπησε, τον έκανε ανήμπορο να περπατά και έτσι εκείνος έστρεψε την δραστηριότητά του και διοχέτευσε τα ατομικά του αδιέξοδα στη χάραξη λίθων.
Μια ιστορία που ακουμπά σε παλιότερη αλήθεια, που την πήραν κάποια στόματα και την είπανε με τον δικό τους το καθένα τρόπο, και που στο τέλος η ίδια πλέον η Γεροκώστα αποφάσισε  να την καταγράψει χρησιμοποιώντας όλη την εμπειρία της ως αφηγήτρια παλαιών μύθων και παραμυθιών.
Να, λοιπόν, πως κρατάμε στα χέρια μας την εξιστόρηση ενός ανθρώπου που από ένα μεγάλο έρωτα γεννήθηκε και από μια μεγάλη στέρηση ο ίδιος δημιούργησε Τέχνη. Σχήματα απλά, σχεδόν αρχαϊκά (φωτογραφίες συνοδεύουν την πληροφορία) πάνω σε λείες πέτρες που επιβεβαιώνουν πως πάντα κάποιος νέος μύθος μπορεί να εξηγήσει, πάντα ένα παραμύθι μπορεί να παρηγορήσει.
Η εικονογράφηση του Κώστα Μαρκόπουλο θέλησε  -και σωστά- να υποταχθεί στην αισθητική των περιγραμμάτων του λαϊκού χαράκτη. Τα χρώματά που χρησιμοποίησε υπενθυμίζουν τον τόπο όπου οι απλές μορφές γεννήθηκαν –το γαλάζιο του Αιγαίου, το λευκό των σπιτιών, το κίτρινο του ήλιου.
Η όλη έκδοση χαρακτηρίζεται από  την γνωστή ποιοτική σφραγίδα του «Καλειδοσκόπιου».

 Πρώτη ανάρτηση: 

 http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8540-asfontilitis


5.12.17

Έλα τώρα, τέλειωνε!




Αλίκη Χιωτάκη – Αλεξάνδρα Ζερβού

«Έλα τώρα τέλειωνε!»
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης

Κέδρος
               
Τα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά και διατηρούν από τη μια  ένα λογοτεχνικό ύφος αφήγησης, ενώ παράλληλα έχουν και φροντίσει οι κεντρικοί χαρακτήρες της αφηγούμενης ιστορίας να είναι αρκούντως έως και πλήρως αληθοφανείς, πολύ συχνά χρησιμοποιούν τη συναισθηματική φόρτιση που η αφήγηση τους δίνει, για να ‘περάσουν’ στους αναγνώστες τους και βασικά στοιχεία γνώσης.
Λέγοντας ‘στοιχεία γνώσης’ δεν έχω κατά νου τόσο τις διάφορες πληροφορίες πάνω σε ιστορικά, πολιτιστικά ή επιστημονικά θέματα, όσο τα στοιχεία εκείνα που θα βοηθήσουν τον ανήλικο αναγνώστη να κατανοήσει τους άλλους  ή τον ‘άλλον’ –εννοώ τόσο εκείνους που τον περιβάλλουν και τον συντροφεύουν όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Τα τελευταία χρόνια τέτοιου είδους κείμενα βλέπουν πολύ συχνά το φως της δημοσιότητας κι έτσι μπορούμε να πούμε πως υπάρχει πλέον στα χέρια του κάθε ευαίσθητου πολίτη και συνειδητοποιημένου ενήλικα, ένας ικανός αριθμός βιβλίων  (με πολύ ή λιγότερη εικονογράφηση) που μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης των παιδιών.
Κείμενα που αγγίζουν τις προδιαγραφές μιας λογοτεχνικής αφήγησης, αλλά που στην ουσία έχουν στρέψει την προσοχή τους προς μια όσο περισσότερη αποτελεσματική και απολύτως στοχευμένη διάθεση να κάνουν το παιδί που θα τα ξεφυλλίσει να συνειδητοποιήσει –και να αποδεχτεί- πως γύρω του υπάρχουν και άτομα (συνομήλικά του ή όχι) που μπορεί να έχουν διαφορετικές δεξιότητες από το ίδιο, να διανύουν μια άλλη ηλικιακή φάση, να προέρχονται από μια άλλη φυλή.
Αυτού του είδους τα βιβλία για παιδιά δεν θα πρέπει πιστεύω, να τα αντιμετωπίζει κανείς και να τα κρίνει ως να φιλοδοξούσαν να ήσαν καθαρώς λογοτεχνικά έργα, αλλά αντίθετα να προσπαθεί να κατανοήσει τους στόχους τους και να αφεθεί –ναι, γιατί όχι;- και ο ίδιος στην δυνατότητα που του προσφέρουν να διευρύνει τις δικές του γνώσεις και τοποθετήσεις πάνω στα ζητήματα που θέτουν κάθε φορά.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το έργο που υπογράφουν οι Αλίκη Χιωτάκη και η Αλεξάνδρα Ζερβού.
Ένα κείμενο με σαφείς  αποχρώσεις λογοτεχνικής δόμησης που στόχο του έχει να γνωστοποιήσει τον τρόπο σκέψης, αντίδρασης και κατά συνέπια και κατανόησης των παιδιών με αυτισμό.
Οι δυο συγγραφείς με τις επιστημονικές τους ιδιότητες εγγυώνται την ποιότητα και τη συνέπεια του αποτελέσματος.
Η Αλίκη Χιωτάκη είναι ψυχολόγος ειδικευμένη στη παρακολούθηση μικρών ατόμων με αυτισμό και η Αλεξάνδρα Ζερβού μια από τις πλέον ενημερωμένες πανεπιστημιακές καθηγήτριες σε θέματα της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
Ενώνοντας τις ικανότητες τους δημιούργησαν ένα ολοζώντανο αφηγητή –τον Άλεξ.
Ένα αγόρι με αυτισμό που αφηγείται την καθημερινότητά του. Το πως αντιμετωπίζει τους άλλους και πως οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν, το τι θέλει και το τι δεν θέλει, το τι αγαπά και το τι τον κάνει να θυμώνει.
Σε τι το ίδιο υπερέχει από τους άλλους, σε ποια σημεία οι δικές του προσλαμβάνουσες είναι διαφορετικές από αυτές της πλειοψηφίας.
Μέσα από την δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση, λοιπόν, ο στόχος των δυο συγγραφέων επιτυγχάνεται πλήρως
Και βέβαια αυτός ο στόχος δεν είναι παρά να κατανοήσουμε εμείς –οι ‘άλλοι’- τον τρόπο σκέψης και αντίδρασης κάποιων που ίσως να είναι μειονότητες, αλλά που σίγουρα… Ναι, σίγουρα μπορεί εμείς να είμαστε για εκείνους μη κατανοητοί.
Ο κόσμος μέσα στον οποίον ζούμε δεν ανήκει μόνο σε όσους, που με την έπαρση της πλειοψηφίας,  τον θεωρήσανε αποκλειστικό τους κτήμα. Ανήκει στο κάθε άτομο –άλλωστε και για το όποιο διαφορετικό άτομο, άλλος ο καθένας από εμάς είναι.
Ένα κείμενο γραμμένο με γλώσσα αυθόρμητη –που βγαίνει με γνησιότητα από τον ήρωα.
Κείμενο που δείχνει την βαθιά και ουσιαστική γνώση που έχουν  η κάθε μια από τις δυο συγγραφείς στον δικό της τομέα.

Να σημειώσω την απλότητα της εικονογράφησης. Και να τονίσω επίσης πως οι τελευταίες σελίδες περιλαμβάνουν ασκήσεις – παιχνίδια κατανόησης της συμπεριφοράς των ατόμων με αυτά  τα ιδιαίτερα  χαρίσματα, όπως και μια σύντομη επεξήγηση  για το γιατί γράφτηκε όλο αυτό το βιβλίο.


Πρώτη ανάρτηση:
http://www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/13108-ela-tora-teleione-kedros-kritiki-vivliou-tou-manou-kontoleon
Κούλα Πανάγου
 Στο  www.kosvoice.gr
2/12/2017

Το βιβλίο αυτό το έγραψαν η Άννα Κοντολέων και ο Μάνος Κοντολέων.

Διαβάζω στο οπισθόφυλλο

-Μια μέρα η Άννα μου πρότεινε να γράψουμε μαζί ένα βιβλίο. Χάρηκα.

-Μια μέρα σκέφτηκα να προτείνω στον Μάνο να γράψουμε ένα βιβλίο μαζί.

Είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας. Οι ήρωές τους ίσως και να μας μοιάζουν λίγο…

Ένα πανέξυπνο βιβλίο. Δημιούργημα των δύο; Θα έλεγα όχι. Σημαντική συμβολή έχει η εξαιρετική εικονογράφηση της Φωτεινής Τίκκου.

Λοιπόν, η ιστορία ξεκινάει και δεν είναι μία αλλά δύο. Δύο οικογένειες , η μία στο Βορρά και μία στο Νότο. Ένα μικρό αγόρι ο Φοίβος θα επισκεφτεί τον παππού και την γιαγιά , την οικογένεια της μαμάς του. Θα ταξιδέψει πρώτη φορά μόνο του.

Οι δύο οικογένειες προετοιμάζονται για αυτήν την συνάντηση. Ανάμεικτα συναισθήματα. Η χαρά διαδέχεται την αγωνία, ο ενθουσιασμός τον φόβο. Η ανυπομονησία την ηρεμία. Όλοι οι ήρωες , μικροί και μεγάλοι ,προετοιμάζουν κάτι για αυτήν την συνάντηση.

Η ιστορία γράφεται παράλληλα. Η οικογένεια του Βορρά, ο Φοίβος, η μαμά του , μπαμπάς του και ο Χιονιάς ζωντανεύουν στην αριστερή σελίδα. Η οικογένεια του Νότου ,ο Άρης και η Μέλπω, ο παππούς και η γιαγιά , τα δίδυμα ο Φρίξος και η Έλλη, ζωντανεύουν στην δεξιά σελίδα του βιβλίου. Πάνω αριστερά και πάνω δεξιά η Τίκκου έχει σχεδιάσει ένα αεροπλάνο και μία πυξίδα .Στην αριστερή σελίδα το αεροπλάνο απογειώνεται στην δεξιά προσγειώνεται. Παρουσιάζεται παράλληλα η ζωή των δύο οικογενειών. Ταυτόχρονα ο αναγνώστης βρίσκεται και στον Νότο αλλά και στον Βορρά.

Ο Φοίβος που είναι έξι χρονών θα ταξιδέψει μόνος του. Το πρώτο του ταξίδι. Όταν θα φτάσει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς θα κοιμηθεί στο παιδικό δωμάτιο της μαμάς του.

Τα τελευταία χρόνια πολλές οικογένειες έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν.

Τα παιδιά μεγαλώνουν με την ανάμνηση της πρώτης πατρίδας ή της μνήμης που δημιουργούν οι αφηγήσεις των γονιών. Στο βιβλίο οι μεγάλοι αφηγούνται ιστορίες στους μικρότερους. Τους βοηθούν με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσουν συνδέσεις.

Είναι σημαντικό οι ενήλικες να θυμίζουν στα παιδιά στιγμές από το παρελθόν τους. Να αφηγούνται ιστορίες που αφορούν την οικογένειά τους και την προσωπική τους ιστορία.

Το βιβλίο αυτό με τις πολύχρωμες εικόνες, τα υπέροχα σκίτσα , τους κρυφούς συμβολισμούς και την ευρηματική ιστορία είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που σε ταξιδεύει , σε συγκινεί… που παρουσιάζει με απλό αλλά καθόλου απλοϊκό τρόπο την πραγματικότητα πολλών οικογενειών.


29.11.17

Τασούλα Τσιλιμένη "Το κουμπί"


Τασούλα Τσιλιμένη
«Το κουμπί»
Διηγήματα
Εκδόσεις Καστανιώτη

                          


Μου αρέσουν οι συλλογές διηγημάτων.
Για δυο κυρίως λόγους.
Ο ένας έχει να κάνει με το ότι κάθε διήγημα είναι ολιγοσέλιδο. Μπορώ να το διαβάσω σχετικά σύντομα και σίγουρα  σε στιγμές που ο διαθέσιμος χρόνος για ανάγνωση είναι πιεστικός. Οι λίγες σελίδες φιλοξενούν μια αυτοτελή ιστορία κι έτσι καλύπτουν την ανάγκη μου να ΄ γευτώ ’  την λογοτεχνική απόλαυση.
Ο δεύτερος λόγος είναι η ποικιλία των ανθρώπων που μέσα σε μια συλλογή διηγημάτων θα ανακαλύψω.
Ακόμα και τα πλέον πολυπρόσωπα μυθιστορήματα δεν μπορούν να σου προσφέρουν τη χαρά να γνωρίσεις από κοντά  τόσους ανθρώπους, όσοι υπάρχουν σε μια συλλογή διηγημάτων. Να ακούσεις τις ιστορίες τους, να μυηθείς στα πάθη τους, να μοιραστείς μαζί τους όνειρα και αδιέξοδα που ίσως να είναι και δικά σου.
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν τη συγγραφή μυθιστορημάτων  πιο απαιτητική από τη σύνθεση ενός διηγήματος. Ασφαλώς και διαφωνώ.  Κάθε είδος έχει τις δικές του απαιτήσεις και τις δικές του δυσκολίες.
Παρόλα αυτά  ίσως να κυκλοφορούν λιγότερα άτεχνα μυθιστορήματα, ενώ είναι περισσότερες οι  συλλογές διηγημάτων που δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα τις έκαναν να ενταχθούν σε μια κατηγορία καλής λογοτεχνίας. Ίσως να φταίει το γεγονός πως αρκετοί είναι εκείνοι που νομίζουν πως έχουν την ικανότητα να συνθέσουν μια λογοτεχνική αφήγηση γιατί γνωρίζουν απλά και μόνο ένα γεγονός το ποίο και εν συντομία καταγράφουν.
Στις συλλογές διηγημάτων διαβάζουμε –συνήθως- για μια στιγμή ενός ανθρώπου. Για ένα γεγονός που σημάδεψε κάποιον άλλον. Ή για μια σκέψη που στιγμιαία γεννήθηκε και σύντομα θα πεθάνει.
Και τώρα σκέφτομαι πως ως ανάσες διαβάζω τα διηγήματα μιας συλλογής. Ανάσες άλλων.
Αυτή η σκέψη μου δημιουργήθηκε καθώς αργά, μέρα τη μέρα, διάβαζα τα διηγήματα της συλλογής «Το κουμπί» που έγραψε η Τασούλα Τσιλιμένη.
Η Τσιλιμένη διδάσκει Παιδική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και είναι και η ίδια συγγραφέας πολλών βιβλίων για παιδιά.
Με τη λογοτεχνία των ενηλίκων έχει και στο παρελθόν ασχοληθεί –θυμάμαι το μυθιστόρημά της  «Τη νύχτα που ζήλεψε το φεγγάρι» (2003).
Τώρα με τη συλλογή αυτή, θα έλεγα πως με μια ήρεμη μα και αποφασισμένη στάση επιδιώκει να ενώσει τη ματιά με την οποία βλέπει την παιδική ηλικία όταν απευθύνεται σε μικρής ηλικίας αναγνώστη,  με μια άλλη, αυτή του ενήλικου ατόμου που αναζητά το βάθος και την σημασία της παιδικότητας.
Όλα τα διηγήματα της συλλογής αυτής έχουν μια άμεση σχέση με την επαρχία –σχεδόν την ανακηρύσσουν τον τόπο όπου τα άτομα οδεύουν προς την ενηλικίωση. Αναζητούν, ακόμα, τα πολλαπλά πρόσωπα της απώλειας. Και δε διστάζουν  μέσα σε μια εποχή τεχνοκρατούμενη να στρέψουν την προσοχή τους προς την δοξασία, το θαύμα, το όποιο ανεξήγητο.
Οι ήρωες ακόμα κι όταν πλέον δεν είναι παιδιά, με κάποιο τρόπο  επανέρχονται στην ηλικία της φαινομενικής αθωότητας. Αλλά και όταν είναι σε νεαρά ηλικία (η δεκατετράχρονη Νόρα, για παράδειγμα του τελευταίου διηγήματος)  μπορούν και διακρίνουν το σημείο εκείνο όπου θα γίνει ο αποχωρισμός και το κορίτσι θα μετασχηματιστεί σε γυναίκα.
Γραμμένα απλά, με κλασικό τρόπο. Με μια επιπόλαια ανάγνωση θα μπορούσε κάποιος να τα εντάξει σε μια νεώτερης μορφής ηθογραφία.
Μα και σίγουρα όχι μόνο ηθογραφικά κείμενα δε θα τα χαρακτήριζα, αλλά αντίθετα θα τα θεωρούσα και ως μεταμοντέρνα. 
Είναι –το σημείωσα και πιο πάνω- αυτή η απλή ματιά που πάει και συλλαμβάνει τη λεπτομέρεια –άλλοτε ένα κουμπί, άλλοτε ένα κέρμα κλεισμένο σε μια παλάμη, ένα ζευγάρι λευκές γόβες ή η φασματική εικόνα ενός αλόγου που περνά πίσω από τους ίσκιους των φύλλων της καρυδιάς.
 Σημερινοί οι ήρωες της Τσιλιμένη. Πρόσωπα καθημερινά.  Ακούς  τις ανάσες τους.  Αφουγκράζεσαι τις απλές ζωές τους.
Και θες να μοιραστείς μαζί τους και κάποιες δικές σου στιγμές –μικρές λεπτομέρειες που νόμιζες πως είχες ξεχάσει… Νόμιζες. Μα αυτές παρέμειναν μικρές φλεβίτσες νερού που δακρύζουν μέσα στα αγριόχορτα της κάθε μέρας.



 Πρώτη ανάρτηση: http://fractalart.gr/to-koumpi/




13.11.17

Από το Bildungsroman στο μυθιστόρημα Crossover. Το παράδειγμα της Αμαρτωλής πόλης του Μάνου Κοντολέων

Από το Bildungsroman στο μυθιστόρημα Crossover. Το παράδειγμα της Αμαρτωλής πόλης του Μάνου Κοντολέων

Βίκυ Πάτσιου, Χριστίνα Δράκου

(Υπό δημοσίευση στον Τιμητικό τόμο για τον Β.Δ. Αναγνωστόπουλο, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)




Το 1857 ο Charles Augustin Sainte-Beuve οριοθετούσε μέσα από την κριτική του το τέλος του κινήματος του Ρομαντισμού, τόσο στη Γαλλία όσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Tα ιδανικά χάθηκαν, ο λυρισμός στέρεψε. Είμαστε πιο νηφάλιοι. Η επίμονη, ανελέητη αναζήτηση της αλήθειας, η πλέον σύγχρονη μορφή εμπειρισμού, έχει διεισδύσει ακόμα και στην τέχνη» (Τravers, 2005, σ. 123). Στα μέσα του 19ου αιώνα το αίτημα για αληθοφάνεια και για πιστή απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου στο κείμενο, αναδεικνυόταν μέσα από το νέο λογοτεχνικό κίνημα του ρεαλισμού. Υποκαθιστώντας έννοιες όπως «φαντασία», «επινοητικότητα» και «όνειρο», με όρους όπως «αντανάκλαση», «απεικόνιση» και «αναπαραγωγή», οι εκπρόσωποι του ρεαλισμού έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη σύγχρονη κοινωνία, σε καθημερινές και τετριμμένες καταστάσεις, αλλά και στην αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας.
Στη Γερμανία την ίδια περίοδο εμφανίστηκε ένα αντίρροπο κίνημα ‒ο ποιητικός ρεαλισμός‒ ο οποίος αντιτάχθηκε στην επιμονή των εκπροσώπων του ρεαλισμού να εστιάζουν σε θέματα όπως η απομόνωση του ατόμου, η αδυναμία του να ενταχθεί στο κοινωνικό πλαίσιο, η ερωτική απογοήτευση, αλλά και οι αυτοκτονικοί ιδεασμοί που κυριαρχούν στη σκέψη του, όταν απογοητεύεται και αποστασιοποιείται. Οι εκπρόσωποι του νέου αυτού κινήματος, υποστήριζαν ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται να απεικονίζει και πρόσωπα τα οποία μπορούν να είναι ευτυχισμένα εντός της οικογενειακής εστίας, σεβόμενα τα κοινωνικά ήθη και την παράδοση και να αναγνωρίζουν στην εξωτερική πραγματικότητα τη ζωντάνια και τη χαρά της ζωής. Για τους συγγραφείς του ποιητικού ρεαλισμού, το άτομο διαμορφώνει και διαμορφώνεται μέσα σε μία ασφαλή και ηθική κοινωνική πραγματικότητα. Ο ποιητικός ρεαλισμός διαδόθηκε ως κίνημα και σε χώρες της Σκανδιναβίας, στα όρια πάντα μιας περιφερειακής εξέλιξης του ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Η σημασία δε αυτού του κινήματος έγκειται στην προώθηση του λεγόμενου μυθιστορήματος μαθητείας (Bildungsroman) που θα αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορηματικά είδη του 19ου αιώνα (Τravers, 2005, σσ. 157-159).
Αφετηρία ανάπτυξης του συγκεκριμένου μυθιστορηματικού είδους ήταν η Γερμανία, τον 18ο και 19ο αιώνα. Ο όρος Bildungsroman εισάγεται το 1810 από τον Καθηγητή κλασικής φιλολογίας  Karl von Morgenstern, o οποίος σε δύο διαλέξεις του με τίτλο «Über das Wesen des Bildungsromans» και «Zur Geschichte des Bildungsromans» (1819, 1820) αναπτύσσει τις απόψεις του σχετικά με το μυθιστόρημα μαθητείας (Martini, 1991, σ. 2 & Πάγκαλος, 22008, σ. 297). Σύμφωνα με την προσέγγιση του Dennis Mahoney, o Karl von Morgenstern στην προσπάθειά του να ορίσει την ταυτότητα του Bildungsroman αναφέρεται στον ρόλο του αναγνώστη και δη στην αναγνωστική του ανταπόκριση. Υπογραμμίζει το βασικό γνώρισμα του μυθιστορήματος διαμόρφωσης ‒που είναι να αναδεικνύει την πορεία του ήρωα προς την ολοκλήρωση‒ θεωρεί όμως εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθητείας, προωθείται η ηθικοπνευματική καλλιέργεια του αναγνώστη σε μεγαλύτερο βαθμό, από οποιοδήποτε άλλο είδος μυθιστορήματος (Mahoney, 1991, σσ. 100-101).
Αν και ο Morgenstern ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο Βildungsroman για να προσδιορίσει το νέο λογοτεχνικό είδος, εν τούτοις ο κριτικός και φιλόσοφος Wilhelm Dilthey ήταν εκείνος που καθιέρωσε αρκετές δεκαετίες αργότερα τον όρο (1870 /1906) και συνέβαλε στη διάδοσή του (Mahoney, 1991, σ. 97). Ο Dilthey εστίασε στον ρόλο των συγκρούσεων που βιώνει το άτομο κατά τη διάρκεια της μαθητείας του, επισημαίνοντας την προσωρινή τους διάσταση, καθώς θεωρεί ότι αυτές οι συγκρουσιακές καταστάσεις αποτελούν «μεταβατικές φάσεις, τις οποίες υπομένει το άτομο στην πορεία του προς την κατάκτηση της ωριμότητας και της αρμονίας» (Τravers, 2005, σσ. 159-160).
Ακολουθώντας την προσέγγιση του Bildungsroman με βάση την ετυμολογική του ερμηνεία (ο όρος «Bildung» σημαίνει «διάπλαση, διαμόρφωση»), μπορούμε να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας του έργου διαμορφώνει την προσωπικότητά του, οδηγείται στην προσωπική του ολοκλήρωση και στην ωριμότητα, μέσα από μία πορεία μαθητείας. Τα τρία στάδια από τα οποία περνάει ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Bildungsroman προκειμένου να φθάσει στο επιθυμητό επίπεδο της ωριμότητας έχουν σκιαγραφηθεί ως εξής. Στο πρώτο στάδιο ο ήρωας  βρίσκεται μέσα σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον, με «περιχαρακωμένα όρια». Σε δεύτερο επίπεδο ‒την εποχή της νεότητας και της περιπλάνησης‒ ο πρωταγωνιστής βιώνει μία έντονη συγκρουσιακή κατάσταση, μέσα από την οποία έρχεται αντιμέτωπος τόσο με την κοινωνία όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο τελευταίο στάδιο της μαθητείας του ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι «η προοπτική ανοίγεται ως ουτοπία και ξανακλείνει ως αναγνώριση λίγο πολύ αρμονική και συνειδητή του κατεστημένου και των δυνατοτήτων ολοκλήρωσης που αυτό πράγματι επιτρέπει» (Dahl,1999, σσ. 400-401). Με το πέρας της μαθητείας του ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στο σπίτι του, αξιολογεί την πορεία του, νιώθει ώριμος και ικανός να ενσωματωθεί και να αναλάβει ενεργό ρόλο στο κοινωνικό περιβάλλον που τον πλαισιώνει.
Στην πρόθεσή της να ορίσει το είδος με βάση ειδικά χαρακτηριστικά η Marianne Hirsch-Gottfried εστιάζει στην πρόθεση του συγγραφέα μυθιστορήματος διαμόρφωσης να παρουσιάσει την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή μέσα από τις σκέψεις και τις πράξεις του, προκειμένου να αναδειχθεί ο χαρακτήρας στην ολότητά του. Σύμφωνα με την Hirsch-Gottfried, βασικό γνώρισμα του Bildungsroman είναι «η ισορροπία η οποία ενυπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο, καθώς και η διερεύνηση της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης» (Hirsch-Gottfried, 1976, σ. 122)[1]. Προς επίρρωση της προαναφερθείσας άποψης ο Franco Moretti υποστηρίζει ότι η διαχρονικότητα του είδους του Bildungsroman έγκειται στον καινοφανή και επιτυχή συνδυασμό πειστικότητας και αισιόδοξης οπτικής. Στο μυθιστόρημα μαθητείας, όπως επισημαίνει, δεν υπάρχει τελικά κανενός είδους διαμάχη ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία, καθώς η διαμόρφωσή του ως προσωπικότητα αυτόνομη και η ολοκλήρωσή του συμπίπτει με την ομαλή ένταξή του στην κοινωνική ζωή (Moretti, 2000, σ. 562).
Το έργο το οποίο καθιερώνει όχι μόνο τη δημιουργία ενός νέου λογοτεχνικού είδους, του Bildungsroman, αλλά και ενός νέου τύπου ήρωα ‒Wilhelm Meister‒ είναι το μυθιστόρημα Wilhelm Meisters Lehrjahre (1796) του Goethe[2]. Μέσα από το προαναφερθέν μυθιστόρημα περιγράφεται η πορεία του πρωταγωνιστή Βίλχελμ, o οποίος χρειάζεται να περάσει εμπόδια τόσο σε εξωτερικό όσο και σε εσωτερικό επίπεδο. Ο ήρωας στο μυθιστόρημα εκδηλώνει έναν έντονο εγωκεντρισμό, ο οποίος δυσχεραίνει τις σχέσεις του με τους άλλους, παρόλη την πνευματική αυτάρκεια που τον χαρακτηρίζει. Σταδιακά με την υπέρβαση των δυσκολιών αφυπνίζεται, ωριμάζει, ενηλικιώνεται και φτάνει στην αποκαλούμενη σύμφωνα με τον αφηγητή του έργου «ύψιστη μορφή εξέλιξης για τον άνθρωπο» (Τravers, 2005, σ. 160).
Με το μυθιστόρημα μαθητείας ασχολήθηκαν και επιφανείς διανοητές του 20ού αιώνα σε χαρακτηριστικά για τη θεωρία του είδους δοκίμιά τους. Ο Mikhail Bakhtin σε ειδικό μελέτημά του για το Bildungsroman και τη σημασία του για την ιστορία του ρεαλισμού υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο Wilhelm Meister κινείται στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών εποχών· ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που πρόκειται να γίνει και παρατηρεί σχετικά: «Αυτή η μετάβαση πραγματοποιείται σε αυτόν και μέσω αυτού. Αναγκάζεται να γίνει ένας νέος, πρωτοφανής τύπος ανθρώπου» (Μπαχτίν, 2014, σ. 28), ενώ ο Georg Lukács, ο οποίος αφιερώνει στο Bildungsroman και ειδικότερα στα Χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ένα κεφάλαιο στην κλασική μελέτη του για το μυθιστόρημα, αναγνωρίζει ως κεντρικό θεματικό άξονα του μυθιστορήματος μαθητείας τη «συμφιλίωση του προβληματικού ανθρώπου, καθοδηγούμενου από ένα ιδανικό που συνιστά γιʼ αυτόν βίωμα, με τη δεδομένη κοινωνική πραγματικότητα» (Λούκατς, 2004, σ. 175).
Η ελληνική κριτική προσεγγίζοντας τα ζητήματα αυτά εστιάζει τα τελευταία χρόνια στις σχέσεις ανάμεσα στο Bildungsroman και το μυθιστόρημα εφηβείας. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «Θέμα του μυθιστορηματικού αυτού είδους δεν είναι γενικά η εφηβεία ή η νεότητα. Η ηλικία της εφηβείας αποτελεί απλώς το πλαίσιο για τη διαδικασία της ενηλικίωσης του νέου, που συνεπάγεται μία περίοδο μαθητείας, αγωγής» (Αμπατζοπούλου, 2000, σ. 60)[3]. Η Αγγέλα Καστρινάκη συσχετίζει το μυθιστόρημα εφηβείας με το μυθιστόρημα μύησης και σημειώνει σχετικά: «Το μυθιστόρημα της εφηβείας […] παρουσιάζει μια διαδικασία κατά την οποία ο ανώριμος άνθρωπος, το παιδί, εισέρχεται στον κόσμο των ενηλίκων μέσα από τη διαδικασία της γνωριμίας με τον έρωτα και τον θάνατο. Το μυθιστόρημα αυτό συνδέεται, χωρίς να ταυτίζεται, με το Bildungsroman, το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης ή της μαθητείας, που παρουσιάζει τη σταδιακή διάπλαση ενός ήρωα από τα παιδικά του χρόνια έως την ωριμότητά του» (Καστρινάκη, 1995, σ. 30). Σύμφωνα με την ίδια, ο πρωταγωνιστής του έργου υπόκειται σε μια διαδικασία ωρίμανσης «μέσα από μια περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή αυτοδιαμόρφωση».
Το μυθιστόρημα μαθητείας θεωρήθηκε τυπικό είδος της γερμανικής γραμματείας. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες του 20ού αιώνα ο προβληματισμός σχετικά με το Bildungsroman επεκτείνεται και σε άλλες εθνικές γραμματείες, όπως την αγγλική και τη γαλλική. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και του 20ού  στην Αγγλία το Bildungsroman εμφανίζει μεγάλη διάδοση και έχει σταθερή παρουσία με έργα όπως τα μυθιστορήματα του Charles Dickens (David Copperfield, 1850 και Great Expectations, 1861) ή του Somerset Maugham (Of Human Bondage, 1915), ενώ στη Γαλλία το λογοτεχνικό αυτό είδος αναδείχθηκε μέσα από το πεζογραφικό έργο του Stendhal (Vie de Henry Brulard, 1890) και αργότερα του Romain Rolland (Jean-Christophe, 1904-1912)[4].  
Στην ελληνική πεζογραφία υπάρχουν ορισμένα έργα του 20ού αιώνα, τα οποία θεωρούνται ότι μπορούν να συσχετιστούν με το είδος του Bildungsroman, όπως η Eroica (1938) του Κ. Πολίτη[5], ο Λεωνής (1940) του Γ. Θεοτοκά[6] και Τα ψάθινα καπέλα (1946) της Μ. Λυμπεράκη. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης το μυθιστόρημα μαθητείας κάνει διακριτή την παρουσία του με έργα όπως Η αρχαία σκουριά (1979) της Μ. Δούκα και Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987) της Α. Ζέη. Στο μεταίχμιο του 20ού και του 21ου αιώνα νεανικά μυθιστορήματα μαθητείας δομούνται πάνω σε ένα κοινό θεματικό άξονα: τα ζωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι στις σχέσεις τους με τους άλλους[7], ενώ πεζογράφοι όπως η Βούλα Μάστορη (Στο γυμνάσιο, 1991), ο Μάνος Κοντολέων (Γεύση πικραμύγδαλου, 1996) και η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Το φιλί της λύκαινας, 2016) προχωρούν στη συγγραφή μυθιστορημάτων ενηλικίωσης αποδεικνύοντας τον άρρηκτο δεσμό του εν λόγω λογοτεχνικού είδους με το αναγνωστικό κοινό.
Παράλληλα με την ανάπτυξη και τη διάδοση του Bildungsroman στον ευρωπαϊκό χώρο και τη διερεύνησή του ως είδους με συγκεκριμένο θέμα, περιεχόμενο και χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή του, αναδύθηκε πρόσφατα από μια διαφορετική αφετηρία, αυτή του αναγνώστη μια ιδιαίτερη προβληματική που συσχετίστηκε με ορισμένες κατηγορίες, έργα και είδη που χαρακτηρίστηκαν ως λογοτεχνία crossover και είχαν ιδιαίτερη απήχηση τόσο εντός Ευρώπης όσο και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Αν η ύπαρξη του Βildungsroman θεωρείται ότι επικυρώνεται με το εμβληματικό μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, η στοίχιση με ένα άλλο ειδολογικό μοντέλο, αυτό του crossover, καθώς και η προσέγγισή του ως μετεξέλιξη ή μεταμόρφωση ενός προηγούμενου, εγείρει διάφορα θεωρητικά ζητήματα, που φέρνουν στο προσκήνιο οι ολοένα αυξανόμενες μελέτες, έρευνες και κριτικές των τελευταίων χρόνων στην ευρωπαϊκή κυρίως βιβλιογραφία σχετικά με τη λογοτεχνία crossover. Η ομοιοσυστασία του θεωρούμενου ως μοντέλου, η ομοιογένεια των επικαλούμενων ιστορικών παραδειγμάτων, που φτάνουν στο βάθος των αιώνων, τα σύγχρονα παραδείγματα και η απόστασή τους σε σχέση με το νοούμενο ειδολογικό επίκεντρο, είναι ορισμένα από αυτά.
Σύμφωνα με την Sandra Beckett πολλοί κριτικοί και δημοσιογράφοι θεωρούν τη λογοτεχνία  crossover ως επινόηση του 21ου αιώνα, ενώ ορισμένοι ανατρέχουν στις πρόσφατες δεκαετίες του 20ού προκειμένου να εντοπίσουν παραδείγματα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην παράδοση του είδους (R. Adams, Watership Down, 1972· J. R. R. Tolkien, The Lord of the Rings, 1954-1955). Από άλλους έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο 19ος αιώνας αποτέλεσε το χρονικό σημείο αφετηρίας για την εμφάνιση έργων crossover με κορυφαίο παράδειγμα το μυθιστόρημα του L. Carroll Alices Adventures in Wonderland (1865) [8].
Αν και αρχικά θεωρήθηκε από τους μελετητές ως ένα νέο φαινόμενο, εν τούτοις οι αρχές της crossover λογοτεχνίας εντοπίζονται ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. Λογοτεχνικά είδη όπως οι μύθοι και τα παραμύθια (Jean de La Fontaine, Fables, 1668· Ch. Perrault, Contes, 1697) διαδόθηκαν γρήγορα τόσο στο ανάμεσα στο ενήλικο όσο και στο παιδικό αναγνωστικό κοινό και αποτέλεσαν τα λογοτεχνικά πεδία στα οποία η crossover λογοτεχνία βρήκε μια χαρακτηριστική έκφρασή της. (Beckett, 2009, σ. 2). Πολλά κλασσικά έργα του 17ου και 18ου αιώνα (Don Quijote de la Mancha του Miguel de Cervantes, Robinson Crusoe του Daniel Defoe, Gullivers Travels του Jonathan Swift), αλλά και έργα του 19ου αιώνα  με ιστορικό χαρακτήρα (Ivanhoe του Sir Walter Scott), μυθιστορήματα περιπέτειας (The Last of the Mohicans του James Fenimore Cooper), και τα ευρέως γνωστά έργα του Charles Dickens (Oliver Twist, A Christmas Carol, David Copperfield) αποτέλεσαν αντιπροσωπευτικά δείγματα της λογοτεχνίας crossover, καθώς διασταυρώθηκαν με επιτυχία με τις αναγνωστικές προσδοκίες ενηλίκων και παιδιών.


********************************************************************


Με την εμφάνιση της λογοτεχνίας crossover παραβιάστηκαν αναγνωστικά σύνορα τα οποία είχαν καθιερωθεί και διαχώριζαν την παιδική / εφηβική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενήλικες. Όπως επισημαίνει η Rachel Falconer η εμφάνιση της λογοτεχνίας crossover και η ιδιαίτερη ανταπόκριση που είχε σε ένα ευρύ από ηλικιακή άποψη αναγνωστικό κοινό, αποδείκνυε αφενός την έλλειψη μιας κοινής θεώρησης για το τι θεωρείται κατάλληλο ανάγνωσμα για ανηλίκους και αφετέρου τη δυσκολία να τεθούν διακριτά όρια ανάμεσα στην ανήλικη και την ενήλικη ζωή (Falconer, 2009, σ. 3). Σύμφωνα με την ίδια το ενήλικο αναγνωστικό κοινό έστρεψε το ενδιαφέρον του σε έργα σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας, όταν ανακάλυψε ότι τα έργα αυτά πραγματεύονταν βασικά ζητήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως οι θρησκευτικές διαφορές και οι διαμάχες, η κρίση των ηθικών αξιών κ.ά.

Γενικότερα, η Falconer υποστηρίζει ότι είναι δύσκολο να προσεγγιστεί η λογοτεχνία crossover ως ανεξάρτητο είδος, καθώς δεν υπάρχουν σταθερά χαρακτηριστικά, θέματα, μοτίβα ή τεχνικές που να είναι κοινά σε όλα τα crossover έργα (Falconer, 2009, σ. 27). Στον αντίποδα της άποψης αυτής, η Maija-Liisa Harju επιλέγει τρία κριτήρια με βάση τα οποία ένα έργο μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην crossover λογοτεχνία: να απευθύνεται σε διαφορετικές ηλικίες αναγνωστών, να έχει σύνθετη μορφή ή και θέμα και να υπάρχει διαπιστωμένη η ευρεία αποδοχή του (Harju, 2009, σ. 363). Η Harju υποστηρίζει ότι η ύπαρξη του λογοτεχνικού είδους των βιβλίων crossover προϋποθέτει, αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει τον άρρηκτο δεσμό που διακρίνει την ανθρώπινη εμπειρία, ανεξάρτητα από το ηλικιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται το άτομο και εισάγει την έννοια του «crossover continuum» προκειμένου να αναφερθεί στο «συνεχές» που συνδέει την εφηβική ηλικία με την ενήλικη ζωή.
            Άμεσα συνδεδεμένη με την έννοια των crossover μυθιστορημάτων είναι και η έννοια του «cross writing». Σύμφωνα με την Beckett η έννοια αυτή αφορά συγγραφείς οι οποίοι γράφουν και για παιδιά και για ενήλικες σε διαφορετικά όμως έργα (Beckett, 2009, σ. 5). Όπως επισημαίνει η Katharine Capshaw-Smith οι έννοιες «cross writing», «cross reading» και «crossover literature» υποδηλώνουν τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι ενήλικες εμπλέκονται στα παιδικά βιβλία και σηματοδοτούν μια νέα πρακτική ανάγνωσης, η οποία παραβλέπει τα όρια που υπάρχουν ανάμεσα στο ενήλικο και στο ανήλικο αναγνωστικό κοινό (Capshaw-Smith, 2012, σ. 1). Οι Ulrich Knoepflmacher και Mitzi Myers διαβλέπουν μέσα από την έννοια του «cross writing» τη διαλογική σχέση διαφορετικών φωνών (του παιδιού πρωταγωνιστή και του ενήλικα συγγραφέα), οι οποίες συνυπάρχουν αρμονικά στο ίδιο κείμενο. Συγγραφείς οι οποίοι γράφουν για παιδιά, υιοθετώντας την παιδική οπτική και φωνή, αναπόφευκτα έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους παιδική τους ηλικία και πραγματοποιούν μέσω της γραφής ένα είδος ιδιότυπης επικοινωνίας ανάμεσα στο «παιδικό» παρελθόν τους και στο «ενήλικο» παρόν τους (Knoepflmacher & Myers, 1997, σ. vii).
Αντιπροσωπευτικά έργα της σύγχρονης πεζογραφίας τα οποία τροφοδοτούν τη συζήτηση σχετικά με τη λογοτεχνία crossover (αλλά και τη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες) είναι, μεταξύ άλλων, το βραβευμένο μυθιστόρημα μυστηρίου του Άγγλου Mark Haddon The Curious Incident of the Dog in the Night-time (2003)[9], το οποίο τυπώθηκε ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές εκδόσεις, μία για παιδιά και μία για ενηλίκους, τo μυθιστόρημα του Αυστραλού Markus Zusak The Book Thief (2005)[10], ένα best seller που έγινε γνωστό και από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο και το βραβευμένο μυθιστόρημα της Αγγλίδας Geraldine McCaughrean The White Darkness (2005)[11].
Ο 21ος αιώνας σηματοδότησε μια νέα προσέγγιση ως προς την κατηγοριοποίηση / κατάταξη των λογοτεχνικών ειδών και σε σχέση με τη δημιουργική παραγωγή ελληνικών έργων που καταγράφουν ή παρακολουθούν περιπετειώδεις πορείες ενηλικίωσης. Ανάμεσα στους πρώτους συγγραφείς που ανοίγουν τη συζήτηση και στη χώρα μας σχετικά με τη λογοτεχνία crossover είναι και ο Μάνος Κοντολέων με το μυθιστόρημά του Αμαρτωλή πόλη (2016), ήδη με τη χαρακτηριστική ένδειξη (Λογοτεχνία Crossover) και το εξώφυλλο του βιβλίου (φιλοτεχνημένο από τον Φώτη Πεχλιβανίδη), που παραπέμπει σε σειρά κόμικ, νοερά απευθυνόμενο και στο ενήλικο αναγνωστικό κοινό. Ο ίδιος σε θεωρητικό του άρθρο που είχε προηγηθεί, στο οποίο διερευνούσε τη σχέση της εκδοτικής ταξινόμησης της συγγραφικής δημιουργίας με τις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τη λογοτεχνία «για νεαρούς ενήλικες», σημείωνε σχετικά με τα μυθιστορήματα crossover: «στα crossover παρατηρούμε μια συγγραφική τάση να συνυπάρχουν γωνίες όρασης και δομές αφηγηματικές, έτσι ώστε το αναγνωστικό κοινό να μην ταξινομείται κατά ηλικίες» (Kοντολέων, 2011, σσ. 53-54).
Συνολικά το έργο του γνωστού και καθιερωμένου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων, που διανύει στα γράμματά μας μία γόνιμη πορεία σχεδόν σαράντα ετών (τα πρώτα του βιβλία κυκλοφόρησαν το 1979) θέτει πολλά ερευνητικά ερωτήματα, μεταξύ άλλων, σχετικά με την έννοια της «ιστορικότητας» της ανάγνωσης, της πρόσληψης του λογοτεχνικού κειμένου και του λογοτεχνικού κανόνα, ενώ μας επιβάλλεται όχι μόνο με τον όγκο και την ποιότητά του, αλλά και την ευρηματική ή και αμήχανη, για τους ειδικούς, παραδοξότητα να διαβάζεται από ενηλίκους, εφήβους και παιδιά. Το έργο του διαβάστηκε από πλήθος νέων και ενηλίκων αναγνωστών, βραβεύτηκε από πολλούς φορείς, τιμήθηκε με κρατικό βραβείο και γνώρισε διαδοχικές επανεκδόσεις.
Πότε και ποιοι διάβασαν / διαβάζουν το έργο του; Ποιο είναι το διαφορετικό νόημα που κάθε φορά του αποδίδεται και πόσο αυτό επηρεάζεται από το ιδεολογικό κλίμα της εποχής; Η ελευθερία του αναγνώστη είναι απεριόριστη ή ακολουθεί, έως ένα βαθμό, τις αντικειμενικές ιδιότητες που ορίζει η επιφάνεια των λέξεων; Ποια είναι τα όρια της γραφής και η σχέση τους με το θέμα που επιλέγεται; Ίσως, κανένας άλλος συγγραφέας, από την εποχή της μεταπολίτευσης και μετά, δεν έθεσε ιστορικά τόσα ερωτήματα για τα όρια του αναγνωστικού κοινού και τον προσδοκώμενο αναγνώστη, τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία, τους τρόπους έκφρασης και την υπονόμευσή τους με τον τρόπο, τη διαύγεια αλλά και την επιμονή που τα έθεσε ο Μάνος Κοντολέων.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα, η Αμαρτωλή πόλη, με τις προφανείς διακαλλιτεχνικές συνδηλώσεις της[12], παραπέμπει στον σκοτεινό λαβύρινθο της αστικής μεγαλούπολης που συνδέεται παρηγορητικά ή και αντιστικτικά με τα περίχωρα και την εξοχή, τον χώρο όπου τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα επουλώνουν ή αντιμετωπίζουν τα τραύματά τους. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Στεφανία, δεν αποτελεί μια τυπική γυναικεία φωνή, αλλά μια ξεχωριστή φωνή κοριτσιού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στη λογοτεχνική εκφορά και την αναπαράσταση του αφηγηματικού υποκειμένου: έχουμε να κάνουμε με μια ανώριμη ωριμότητα και μια φωνή που γίνεται κραυγή σε ένα κόσμο που καταρρέει.
H συγκεκριμένη ηρωίδα μας προσφέρει μια προνομιακή θέα του γιατί ή για ποιον γράφει κανείς, καθώς αναπτύσσει ή εκθέτει ένα λόγο για τη βιωμένη της εμπειρία που αποσταθεροποιεί δραστικά τους καθιερωμένους λόγους περί κανονικότητας, που συνήθως συνοδεύουν την πορεία προς την ενηλικίωση και την κοινωνική ένταξη. Στη διαδρομή της η ηρωίδα πραγματοποιεί μια πολλαπλή παραβίαση, καθώς καταπατά τα όρια του επικίνδυνου και του απαγορευμένου και συναντά αλλόκοτα πλάσματα που μεταμορφώνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τους φόβους ή τις επιθυμίες της.
H δεκαεφτάχρονη Στεφανία της Αμαρτωλής πόλης, μέσα από μία πορεία μαθητείας, αλλαγών και ανατροπών οδηγείται στην ωριμότητα. Οι αλλαγές οι οποίες ξεκινούν με την οικονομική κατάρρευση του πατέρα της Κλεάνθη, σηματοδοτούν την αφετηρία ενός «ταξιδιού» μέσα από το οποίο η Στεφανία θα έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό και αδιάφορο πρόσωπο της κοινωνίας, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό: «Και η Στεφανία ‒στα δεκαεπτά της χρόνια‒ δεν είχε ποτέ της φανταστεί πως υπάρχουν και αλλαγές που τρομάζουνε [...]. Αλλαγές, λοιπόν... Για να τις πάρει μία μία... Έτσι. Η καθεμιά της μόνη της αποδυναμώνεται. Αντιμετωπίζεται. Παλεύεται [...]. Ο πατέρας έκλεισε το μαγαζί. Το ιδιωτικό λύκειο έγινε δημόσιο. Η μάνα... μετακόμισε! Χα! Μακριά απʼ όλα αυτά να μείνει η ίδια. Αυτοπροστασία» (Κοντολέων, 2016, σσ. 26, 31).
Μέσα από τις δοκιμασίες που περνάει η πρωταγωνίστρια συμφιλιώνεται με το παρελθόν της, αντιμετωπίζει τους φόβους της και τις ενοχές της και κατορθώνει να αποδεχθεί τόσο τον εαυτό της όσο και την αμαρτωλή πόλη στην οποία ζει: «Και περπατά πάντα η Στεφανία. Μια πόλη για να την κατακτήσεις, να τη νικήσεις, να αντιμετωπίσεις τις αμαρτίες που μαζί της σχεδίασες, πρέπει ολότελα να την έχεις αποδεχτεί [...]. Περπατά, πάντα, η Στεφανία. Και τώρα πια ξέρει πού θέλει να φτάσει» (Κοντολέων, 2016, σσ. 375-376).
Ένα από τα ζητήματα που θέτει το μυθιστόρημα είναι και αυτό της σχέσης του με τη λογοτεχνία crossover. H Aμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των έργων crossover, καθώς πληροί ορισμένα βασικά κριτήρια (όπως τα προσδιόρισε η Harju, 2009) που σχετίζονται με την επιλογή των ηρώων, το θέμα και τον αφηγηματικό χειρισμό του χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στα στάδια και τις εμπειρίες της ανήλικης και της ενήλικης ζωής. Ο συγγραφέας απευθύνεται «επί ίσοις όροις» τόσο στον ενήλικα όσο και στον νεαρό αναγνώστη. Χωρίς ψήγμα διδακτισμού, χρησιμοποιώντας έναν λόγο αιχμηρό, ο συγγραφέας θέτει στον αναγνώστη ερωτήματα, για τα οποία καλείται να βρει απαντήσεις: «Πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή; Και πώς τάχα; Μήπως είναι οι κάτοικοί της που αφού πρώτα οι ίδιοι αμαρτήσουν, στη συνέχεια μολύνουν και την πολιτεία που τους φιλοξενεί; Ή να ’ναι η ίδια η πόλη που διοχετεύει τις αμαρτωλές σκέψεις της σε όσους την επέλεξαν για να ζήσουν μέσα στις λεωφόρους της, στα πάρκα της, στις πιο απόμερες γειτονιές της; Ό,τι κι αν ισχύει, το αποτέλεσμα μένει σταθερό. Μιλάμε για μια πόλη αμαρτωλή. Που κάποτε ‒ίσως‒ να μην ήταν. Και μιλάμε, ακόμα, για ανθρώπους αμαρτωλούς. Που κάποτε ‒ίσως‒ να μην ήταν» (Κοντολέων, 2016, σ. 145).
Επιπρόσθετα, η Αμαρτωλή πόλη είναι ένα πεζογράφημα το οποίο μέσω της πολυπλοκότητας των θεμάτων του που αναφέρονται στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού κεντρίζει το ενδιαφέρον αναγνωστών διαφορετικών ηλικιών. Ο συγγραφέας σκιαγραφώντας μια κοινωνία που δοκιμάζεται παρουσιάζει τα μυθοπλαστικά του πρόσωπα να έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις και συναισθήματα τα οποία βιώνει τόσο ο έφηβος όσο και ο ενήλικας: οικονομική κρίση, ένδεια ψυχική, έλλειψη επικοινωνίας τόσο στο οικογενειακό επίπεδο όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό, αισθήματα αβεβαιότητας, απόρριψης και μοναξιάς. Το ενήλικο αναγνωστικό κοινό συμπάσχει με την πορεία του Κλεάνθη, ο οποίος έχοντας χάσει την οικονομική του ανεξαρτησία, χάνει ταυτόχρονα και την αποδοχή από το οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ ο νεαρός αναγνώστης συμπάσχει με την πορεία της Στεφανίας και του Τονίνο, των δύο νεαρών πρωταγωνιστών, οι οποίοι έρχονται και εκείνοι αντιμέτωποι με την έννοια της απώλειας μέσα από τις ποικίλες εκφάνσεις της: απώλεια της ασφάλειας τόσο σε οικονομικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο, απώλεια του έρωτα στην ακέραιη μορφή του. Τα πρόσωπα όμως αυτά αποφασίζουν να μην υποκύψουν, να μην περιχαρακωθούν στα τραύματά τους. Επιλέγουν να αναγνωρίσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους, να αμφισβητήσουν τις συμβατικές αξίες και τελικά να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι ζωή, οριοθετώντας τον εαυτό τους στο συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο για την ένταξη του συγκεκριμένου μυθιστορήματος στη λογοτεχνία crossover μπορεί να αποτελέσει η συγγραφική στόχευση, αλλά και οι διευκρινίσεις που μας παρέχει ο ίδιος ο συγγραφέας για το πώς θα μπορούσε να διαβαστεί το έργο του στο «Σημείωμα» που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας ανταγωνίζεται ή συμπληρώνει τον αναγνώστη του σε μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί ή να αξιοποιηθεί η χρήση ενός πλούσιου παρακειμενικού υλικού από την οπτική μιας θεωρίας της πρόσληψης που αντιμετωπίζει είδη, μορφές και περιεχόμενα ως κοινωνική μεταβλητή. «Ολόκληρο τον πρώτο χρόνο συγγραφής του μυθιστορήματος δεν μπορούσα να αποφασίσω αν το έργο που γράφω ανήκει στη λογοτεχνία για νέους ή στην άλλη, αυτή των ενηλίκων», σημειώνει ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Τελικά κατάλαβα πως για μια ακόμα φορά υπηρετούσα το είδος του μυθιστορήματος ενηλικίωσης ‒το Βildungsroman, όπως διεθνώς αποκαλείται‒ και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυθιστορηματική καταγραφή της πορείας ενός νεαρού ατόμου προς την ατομική του και συνειδητή του ενσωμάτωση στον κόσμο των ενηλίκων. Μια πορεία συνήθως επώδυνη και συχνά ανατρεπτική ως προς τις κοινωνικές νόρμες. Που όμως τελικά οδηγεί το κεντρικό πρόσωπο του έργου να βρει τη θέση του μέσα σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο. Πιστεύω, λοιπόν, πως και η Αμαρτωλή πόλη είναι ‒ή διεκδικεί να είναι‒ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή ‒με τον νέο τρόπο ονοματοδοσίας αυτού του λογοτεχνικού είδους‒ ένα μυθιστόρημα crossover» (Κοντολέων, 2016, σσ. 387-388).
Είναι προφανές ότι το ζήτημα που θέτει ο Μάνος Κοντολέων με την Αμαρτωλή του πόλη και τη λογοτεχνία crossover ως φαινόμενο της σύγχρονης ελληνικής εκδοτικής κίνησης αλλά και της αναγνωστικής ανταπόκρισης έχει μόλις ανοίξει.
Βιβλιογραφία
Adams, J. (2010). ‘Into Eternity’s Certain Breadth’: Ambivalent Escapes in Markus Zusak’s ‘The Book Thief’. Childrens Literature in Education, 41, 222–233.
Αμπατζοπούλου, Φ.  (1994).  Αυτοβιογραφικός λόγος: Ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας, Εντευκτήριο, 28-29, 74-88 (= Αμπατζοπούλου, Φ.  (2000). Η Γραφή και η Βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης. Αθήνα: Πατάκης, σσ. 57-83).
Bασιλαράκης, Ι. Ν. (2004). Εσωτερικός και μυητικός της ζωής λόγος σε ελληνικά νεανικά μυθιστορήματα μαθητείας των τελευταίων χρόνων. Μια μικρή δειγματική περιήγηση. Στο Τ. Τσιλιμένη (Επιμ.), Το Σύγχρονο Ελληνικό Παιδικό - Νεανικό Μυθιστόρημα (σσ. 37-50). Αθήνα: Σύγχρονοι Ορίζοντες. 
Beckett, S. L. (2009). Crossover fiction. Global and historical perspectives. New York and London: Routledge.
Buckley, J. H. (1974). Season of Youth. The Bildungsroman from Dickens to Golding. Cambridge, Massachusetts and London: Harvard University Press.
Capshaw-Smith, K. (2012). Critical Cross-overs. Children’s Literature Association Quarterly 37(1), 1-3.
Ciocia, S. (2009). Postmodern Investigations: The Case of Christopher Boone in ‘The Curious Incident of the Dog in the Night-time’. Children’s Literature in Education, 40, 320-332.
Dahl P. (1999). To ‘Bildungsroman’. Στο Benoit-Dusausoy, A. & Fontaine, G. (Επιμ.). Ευρωπαϊκά Γράμματα. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας - Τόμος Β´ (Α. Ζήρας, Β. Ιβάνοβιτς, Γ. Κιουρτσάκης, Λ. Στεφάνου, Τ. Τσαλίκη-Μηλιώνη, Μτφρ.). Αθήνα: Σοκόλης.
Falconer, R. (2007). Crossover Literature and Abjection: Geraldine McCaughrean’s ‘The White Darkness’. Children’s Literature in Education, 38, 35-44.
Falconer, R. (2009). The crossover novel. Contemporary children’s fiction and its adult readership. New York and London: Routledge.
Galef, D. (1995). Crossing Over: Authors Who Write Both Children’s and Adults’ Fiction. Children’s Literature Association Quarterly, 20(1), 29-35.
Harju, M.-L. (2009). Tove Jansson and the Crossover Continuum. The Lion and the Unicorn 33(3), 362-375.
Hirsch-Gottfried, M. (1976). Defining Bildungsroman as a Genre. Publications of the Modern Language Association of America, 91(1), 122-123.
Καστρινάκη, Α. (1995). Οι περιπέτειες της Νεότητας: Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία (1890-1945). Αθήνα: Καστανιώτης.
Knoepflmacher, U. C. & Myers, M. (1997). From the Editors: Cross-Writingand the Reconceptualizing of Childrens Literary Studies. Childrens Literature, 25(1), vii-xvii.
Κοντολέων, Μ. (2011). Από το μυθιστόρημα εφηβείας σε εκείνα για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες και τώρα στα cross-over. Στο Μ. Κανατσούλη & Δ. Πολίτης, (Επιμ.), Σύγχρονη Εφηβική Λογοτεχνία. Από την ποιητική της εφηβείας στην αναζήτηση της ερμηνείας της (σσ. 50-56). Αθήνα: Πατάκης.
Κοντολέων, Μ. (2016). Αμαρτωλή πόλη. Αθήνα: Πατάκης.
Κοντολέων, Μ. (2016). Μυθιστόρημα Ενηλικίωσης: από το Bildungsroman στο Crossover Novel. Διάστιχο. Δημοσιεύθηκε 15/3/2016. Aνακτήθηκε 13/1/2017, από http://diastixo.gr/epikaira/apopseis/5006-kontoleon-15032016
Λούκατς, Γ. (2004). Η Θεωρία του Μυθιστορήματος (Ξ. Τσελέντη, Μτφρ., Γ. Σαγκριώτης, Επιμ.). Αθήνα: Πολύτροπον.
Mahoney, D. F. (1991). The Apprenticeship of the Reader: The Bildungsroman of the ‘Age of Goethe’. In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 97-117). Columbia: University of South Carolina Press.
Martini, F. (1991). Bildungsroman – Term and Theory. In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 1-25). Columbia: University of South Carolina Press.
Μελισσαράτου, Γ. (1996-1997). Το μυθιστόρημα ‘Eroica’ ως Bildungsroman: Κριτικά ξαναδιαβάσματα και μια πρόταση τυπολογικού προσδιορισμού. Ελίτροχος, 11, 103-121.
Moretti, F. (2000). From the Way of the World: The Bildungsroman in European Culture. In M. McKeon (Ed.), Theory of the Novel. A Historical Approach (σσ. 554-565). Baltimore & London: The Johns Hopkins University Press.
Μπαχτίν, M. (2014). Δοκίμια ποιητικής (Γ. Πινακούλας, Μτφρ.). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Πάγκαλος, Γ. (22008). Bildungsroman. Στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι (σσ. 296-299). Αθήνα: Πατάκης.
Saine, T. P. (1991). Was ‘Wilhem Meisters Lehrjahre’ really supposed to be a Bildungsroman? In J. Hardin (Ed.), Reflection and Action: Essays on the Bildungsroman (σσ. 118-141). Columbia: University of South Carolina Press.
Shavit, Z. (1980). The Ambivalent Status of Texts: The Case of Childrenʼs Literature. Poetics Today, 1(3), 75-86.
Τζιόβας, Δ. (2007). Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία (Α. Ρόζενμπεργκ, Μτφρ., Ουρ. Ιορδανίδου, Επιμ.). Αθήνα: Πόλις.
Travers, M. (2005). Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Από τον Ρομαντισμό ως το Μεταμοντέρνο (Ι. Ναούμ & Μ. Παπαηλιάδη, Μτφρ., Τ. Καγιαλής, Επιμ.). Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Χωρεάνθη, Μ. (2016). Μάνος Κοντολέων: «Αμαρτωλή πόλη» κριτική της Μάριον Χωρεάνθη. Διάστιχο. Δημοσιεύθηκε 12/12/2016. Ανακτήθηκε 8/1/2017, από http://diastixo.gr/kritikes/efivika/6136-amartoli-poli-kontolewn

Περίληψη
Η παρούσα εργασία εστιάζει στην Αμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων θέτοντας το ερώτημα του κατά πόσο το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να ενταχθεί στη λογοτεχνία crossover, στη συγκεκριμένη περίπτωση στη λογοτεχνία που μπορεί να διαβαστεί από εφήβους και ενηλίκους. Αφού εξετάσουμε τον ορισμό του Bildungsroman και τον συσχετισμό του με το μυθιστόρημα εφηβείας, αναφερόμαστε σε ορισμένες κατηγορίες, έργα και είδη που χαρακτηρίστηκαν ως λογοτεχνία crossover και είχαν ιδιαίτερη απήχηση τόσο εντός Ευρώπης όσο και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Η Αμαρτωλή πόλη απευθύνεται σε αναγνωστικό κοινό διαφορετικών ηλικιών και ενδιαφέρει τους νεαρούς αναγνώστες καθώς διαπραγματεύεται την ενηλικίωση και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Παράλληλα, η κριτική ματιά του συγγραφέα αναδεικνύει σε αφηγηματικό επίπεδο την επικαιρότητα, την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στα ήθη, στις πράξεις και στις συμπεριφορές των ατόμων που δοκιμάζονται. Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ένα ανάγνωσμα το οποίο μπορεί να ενδιαφέρει και το ενήλικο κοινό. H Aμαρτωλή πόλη του Μάνου Κοντολέων ανήκει στην κατηγορία των έργων crossover, καθώς πληροί ορισμένα βασικά κριτήρια που σχετίζονται με την επιλογή των ηρώων, το θέμα και τον αφηγηματικό χειρισμό του χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στα στάδια της ανήλικης και της ενήλικης ζωής.





[1] Όπου δεν δηλώνεται διαφορετικά, η μετάφραση των ξενόγλωσσων παραθεμάτων είναι δική μας.
[2] Σύμφωνα με τον Thomas Saine, ο Goethe δεν είχε ποτέ παραδεχθεί ότι το μυθιστόρημά του Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ ανήκε στο λογοτεχνικό είδος του Bildungsroman. Σημειώνει σχετικά: «O Goethe δεν συνήθιζε να δίνει ερμηνείες για τα δικά του έργα [...]. Η σύντομη περιγραφή του για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν ότι δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει κανείς με τη λογική» (Saine, 1991, σ. 127). Σε άμεση διακειμενική συνάφεια με το έργο του Goethe βρίσκονται και δύο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα: Το μαγικό βουνό (1924) του Τhomas Mann και Το τενεκεδένιο ταμπούρλο (1959) του Günter Grass.
[3] Όπως συμπληρώνει η ίδια, πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα μπορούν να χαρακτηριστούν και ως αφηγήσεις μαθητείας, καθώς εξιστορείται η πορεία ενηλικίωσης του συγγραφέα από την παιδική του ηλικία, τα χρόνια μαθητείας, έως και την ωριμότητά του (Αμπατζοπούλου, 2000, σ. 61).
[4] Βλ. μεταξύ άλλων, Buckley, J. H. (1974). Season of Youth. The Bildungsroman from Dickens to Golding. Cambridge, Massachusetts and London: Harvard University Press.
[5] Ειδικότερα για το μυθιστόρημα αυτό και τις σχέσεις του με το Bildungsroman, βλ. Μελισσαράτου, Γ. (1996-1997). Το μυθιστόρημα ‘Eroica’ ως Bildungsroman: Κριτικά ξαναδιαβάσματα και μια πρόταση τυπολογικού προσδιορισμού. Ελίτροχος, 11, 103-121.
[6] Για το μυθιστόρημα αυτό ως Bildungsroman, βλ.Τζιόβας, Δ. (2007). Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία (Α. Ρόζενμπεργκ, Μτφρ., Ουρ. Ιορδανίδου, Επιμ.). Αθήνα: Πόλις, σσ. 236-252.
[7] Όπως επισημαίνει ο Ι. Ν. Βασιλαράκης, η προσπάθεια των προσώπων να ξεπεράσουν αυτά τα προβλήματα συνεπάγεται μια πορεία μαθητείας στην ίδια τη ζωή (Βασιλαράκης, 2004, σ. 38).
[8] Σχετικά με το μυθιστόρημα του Carroll ως έργο που δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε «κλειστή» κατηγορία, βλ. Shavit, Z. (1980). The Ambivalent Status of Texts: The Case of Childrenʼs Literature. Poetics Today, 1(3), σσ. 79-86. H R. Falconer αναφερόμενη και αυτή στο ιστορικό προηγούμενο της crossover λογοτεχνίας επισημαίνει τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του συγκεκριμένου έργου σε σχέση με το αναγνωστικό του κοινό. Όπως παρατηρεί, κάποιοι κριτικοί θεώρησαν ότι ήταν ένα πεζογράφημα κατάλληλο για το ανήλικο κοινό, κάποιοι ακατάλληλο, ενώ άλλοι εστίασαν στην έλξη που ασκούσε ως έργο crossover (Falconer, 2009, σ. 12). Σύμφωνα με τον David Galef οι συγγραφείς οι οποίοι μέσω των έργων τους απευθύνονται τόσο σε ενήλικους αναγνώστες όσο και στο ανήλικο κοινό διαπερνώντας τα σχετικά όρια, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πεζογράφοι οι οποίοι ενώ αρχικά έγραφαν για ενήλικες, αποφάσισαν στη συνέχεια να στραφούν στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία. Στη δεύτερη κατηγορία οι δημιουργοί ακολουθούν μία αντίστροφη συγγραφική πορεία· πρόκειται για συγγραφείς οι οποίοι αρχικά έγραφαν για παιδιά και στη συνέχεια αποφάσισαν να απευθυνθούν στο ενήλικο αναγνωστικό κοινό. Η τρίτη κατηγορία κινείται ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες. Ο συγγραφέας, από την αρχή της συγγραφικής του πορείας, απευθύνεται ταυτόχρονα τόσο στο ενήλικο όσο και στο παιδικό / εφηβικό αναγνωστικό κοινό (Galef, 1995, σ. 29).

[9] Σύμφωνα με την Stefania Ciocia η ιδιαίτερη απήχηση που είχε το μυθιστόρημα σε ένα ευρύ ηλικιακά αναγνωστικό κοινό οφείλεται στην επιλογή του πρωταγωνιστή, του νεαρού Christopher, o oποίος έχει προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά και στο γεγονός ότι το έργο ακολουθεί τις συμβάσεις μιας αστυνομικής ιστορίας στο πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας γραφής (Ciocia, 2009, σ. 321).

[10] Όπως σημειώνει η Jenni Adams, το στοιχείο το οποίο κάνει το μυθιστόρημα τόσο ασυνήθιστο για έργο που αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα είναι η επιλογή του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ως αφηγητή τον ίδιο τον θάνατο, μία δυνητικά ενοχλητική μορφή για το αναγνωστικό κοινό. Μέσω του ιδιότυπου αυτού αφηγητή ο Zusak επιτυγχάνει να μεταφέρει τη σκληρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε την εποχή του Ολοκαυτώματος, να φέρει τον έφηβο αναγνώστη αντιμέτωπο με την έννοια του θανάτου, αλλά ταυτόχρονα και να τον προστατεύσει (Adams, 2010, σ. 222).

[11] Βασικά γνωρίσματα του έργου είναι ο (φεμινιστικός) υπερ-ρεαλισμός και η (μεταμοντέρνα) φαντασία. Σύμφωνα με την Falconer αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μέσα από την πορεία των μυθοπλαστικών προσώπων ‒και δη της πρωταγωνίστριας Sym‒ διερευνώνται τα ψυχικά όρια των ατόμων και οι διαφορετικές ταυτότητες είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ελκυστικό σε αναγνωστικό κοινό διαφορετικών ηλικιών (Falconer, 2007, σ. 36).
[12] Όπως επισημαίνει η Μάριον Χωρεάνθη στη βιβλιοκριτική της: «Άκρως ενδιαφέρουσες είναι επίσης  οι παραπομπές [εκτός από τις ταινίες με παρόμοιο τίτλο του F. Miller] σε ταινίες όπως Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο του Δαλιανίδη, Μάμα Ρόμα του Παζολίνι ή Ο Ρόκο και τα αδέλφια του τού Βισκόντι (ή ίσως ακόμα Η γέφυρα της αμαρτίας του Λιρόι και Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω του Χότζες)» (Χωρεάνθη, 2016). Ο συγγραφέας συνομιλεί εξάλλου, όπως ρητά δηλώνει ο ίδιος μέσω της εμφανούς διακειμενικής αναφοράς του και με το γνωστό έργο του γάλλου συγγραφέα J.M.G. Le Clézio, Το χρυσόψαρο, το οποίο διαβάζει η ηρωίδα του στην αρχή του βιβλίου ευχόμενη ο τρόμος των σελίδων του να μην περάσει και στη δική της ζωή.