Kaouther Adimi
«Με κακό άνεμο»
Μετάφραση: Έφη Κορομηλά
Εκδόσεις Πόλις
Την Καουτέρ Αντιμί οι έλληνες αναγνώστες της ξένης λογοτεχνίας τη γνωρίσανε για πρώτη φορά με το προηγούμενο μυθιστόρημά της ‘Τα πλούτη μας’ και έδειξαν πως τους κέρδισε ο τρόπος γραφής της -ένα τρόπος φαινομενικά απλός, αλλά στην ουσία με μια έντονη ικανότητα να χρησιμοποιεί την απλότητα για να φωτίζει το μέγα απρόβλεπτο της καθημερινότητας. Και αυτή την τεχνική τη χρησιμοποιεί και στο δεύτερο μυθιστόρημά της, το ‘Με άνεμο κακό’ : «…Στα στρατόπεδα είχε μάθει, ήθελε δεν ήθελε, γερμανικά, ότι αυτή η γλώσσα, μολονότι έλπιζε να την ξεχάσει με τον καιρό, του φαινόταν πως θα ‘μενε για πάντα κολλημένη στο πετσί του, ότι του είχε τύχει να σκοντάφτει σε μια γαλλική λέξη και να την αντικαθιστά με μια γερμανική, κι ότι έτσι, σιγά σιγά, θα κατέληγε να χάσει τη μιλιά του, θαρρείς και άξαφνα κάποιος άλλος εκφραζότανε μέσα από αυτόν, κάποιος που δεν ήταν ο Ταρέκ από το Ελ Ζαχρά».
Όπως και στο προηγούμενο έργο της, έτσι και σε αυτό, η Αντιμί (Αλγέρι 1986) έχει ως κέντρο της αφήγησής της την πατρίδα της και πάνω σε δικούς της συμπατριώτες στήνει την πλοκή της. Στόχος της από τη μια να φωτίσει το σχετικά πρόσφατο παρελθόν αυτής της χώρας, και από την άλλη να αποδείξει πως οι απλοί άνθρωποι κρύβουν απλές, μα ουσιαστικές, σκέψεις και εκφράζουν απλά, μα διαχρονικά, συναισθήματα.
Και πρέπει αυτή η μυθιστορηματική στάση της να είναι και ότι φάνηκε να αναγνωρίζει το φοιτητικό κοινό της Γαλλίας -η Αντιμί εδώ και χρόνια ζει και εργάζεται στο Παρίσι- που ξεχώρισε και βράβευσε τα δυο αυτή της μυθιστορήματα. Τελικά ο απόλυτα προσωπικός , μα όχι και ανερμάτιστα υποκειμενικός, τρόπος να διαβάζει κανείς την Ιστορία, δείχνει να έχει ανταπόκριση μέσα στο χώρο εκείνης της νεολαίας που θέλει να ξεφύγει από την επίσημη και ψυχρή επαφή με όσα καθόρισαν προηγούμενες εποχές.
Δυο τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Ο Ταρέκ και η Λεϊλά. Δυο παιδιά κάπου στα 1920, μεγαλώνουν σε ένα χωριό της Αλγερίας. Μαζί τους, τρίτος στη συντροφιά, και ο Σαϊντ.
Καθώς τα χρόνια περνούν και η χώρα σχηματίζει το νέο της πρόσωπο μαχόμενη για την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους, οι ζωές των τριών φίλων θα πάρουν η κάθε μια τους το δικό της δρόμο.
Την Λεϊλά θα την παντρέψουν με ένα πολύ μεγαλύτερό της άντρα και θα αποκτήσει ένα γιο. Την ίδια εποχή ο Ταρέκ και ο Σαϊντ θα βρεθούνε μέσα στις μάχες με τους Γερμανούς, θα ζήσουν και εκτός της πατρίδας τους την εμπειρία να μη σε θεωρούν ελεύθερο πολίτη.
Μα και πάλι η ζωή όπως προχωρά, θα δημιουργήσει νέες καταστάσεις. Η Λεϊλά θα τολμήσει να αφήσει τον βίαιο άντρα της, ο Ταρέκ θα πάρει το θάρρος να της προτείνει να γίνει δικιά του γυναίκα, ενώ ο Σαϊντ θα ασχοληθεί με τη συγγραφή.
Κι ενώ ο Ταρέκ θα ξενιτεύεται για να μπορεί να ζει την οικογένειά που έχει φτιάξει και ενώ η Λεϊλά θα δίνει τις δικές της μάχες μέσα σε μια χώρα που σπαράζεται από εμφύλιους σπαραγμούς, ο Σαϊντ θα γράψει ένα μυθιστόρημα όπου τα κεντρικά πρόσωπα θα είναι οι δυο παιδικοί του φίλοι και το οποίο θα θεωρηθεί ως το πρώτο σημαντικό λογοτεχνικό έργο γραμμένο από αλγερινό.
Και ξαφνικά δυο άνθρωποι -ο Ταρέκ και η Λεϊλά- που είχαν μάθει να ζούνε σιωπηλά, αισθάνονται πως κάποιος τους έχει αφαιρέσει κάθε ένδυμα και η ιδιωτικότητα τους γίνεται κτήμα πολλών, σχολιασμός δεικτικός.
«Είναι αλήθεια, Λεϊλά; Περιγράφει το κορμί σου με κάθε λεπτομέρεια, πώς είναι δυνατόν; Κι ο φουκαράς ο Ταρέκ που σκοτώνεται στη δουλειά εκεί στην Ευρώπη για σένα και τα κορίτσια, για να μη σας λείψει τίποτα!»
Μέσα από τους άλλους προσδιοριζόμαστε. Μαζί με τους άλλους στήνουμε το ατομικό και συλλογικό μέλλον μας.
Μα και η σιωπή είναι στάση ζωής -μια διακριτική στάση. Αλλά πόσο ελεύθερος είναι ο καθένας μας να επιλέξει τον δικό του δρόμο;
Κι ενώ η Αλγερία ολοένα και μετασχηματίζεται και άλλοτε αποδιώχνει τα κατάλοιπα του παρελθόντος της κι άλλοτε υποκύπτει στη βιαιότητα του σήμερα, οι τρεις αυτοί άνθρωποι -απόμακροι πια από την παιδική τους ηλικία- θα φτάνουν ο καθένας στο δικό του τέλος. Για τον ένα, αυτόν που επέλεξε, τη κραυγή της δημοσιοποίησης, το τέλος θα είναι μοναχικό και επώδυνο. Για τους άλλους δύο, έτσι όπως θα έχουν τελικά καταφέρει να επιστρέψουν από εκεί απ΄ όπου είχαν ξεκινήσει, το τέλος τους θα το αναμένουν πάνω σε μια ταράτσα, να κοιτάνε τα αστέρια πιασμένοι χέρι με χέρι.
Στις τελευταίες, πλέον, σελίδες, η Αντιμί, θα φανερώσει πως έγραψε την ιστορία των δικών της ανθρώπων, όχι όμως για να τους δείξει ολόγυμνους, αλλά για να μπορέσει να τους καταλάβει. Αυτούς που υπήρξαν οι πρόγονοί της και μαζί τους να κατανοήσει και την πατρίδα της -όσο κι αν η ίδια ζει και εργάζεται και δημιουργεί στην απέναντι ακτή της Μεσογείου, είναι σημαντικό να ξέρει πως οι φραγκοσυκιές του τόπου καταγωγής της συνεχίζουν να μεγαλώνουν.
Μυθιστόρημα ιδιαίτερης αισθαντικότητας, μια ενδιαφέρουσα πρόταση γνωριμίας με έναν αρκούντως διαφορετικό λαό της Μεσογείου και σίγουρα κείμενο δομημένο πάνω στη σχέση του ατόμου με τη γλώσσα καταγωγής του.
Την επιτυχημένη μετάφραση την υπογράφει η εμπειρία της Έφης Κορομηλά.
Βιβλιοδρόμιο , 30/3/2024
(844 λέξεις)