Με
το βλέμμα προς τα πίσω - κι όμως μπροστά!- στραμμένο
Σε
λίγες μέρες κυκλοφορεί ένα ακόμα βιβλίο
μου –το μυθιστόρημα «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»
Δεν
κάθομαι να μετρήσω αν είναι το 60ο,
το 61ο ή δεν ξέρω ποιο βιβλίο μου που βλέπει το φως της
δημοσιότητας.
Έτσι
κι αλλιώς το κάθε νέο ‘παιδί’ για το γονιό, είναι πάντα μοναδικό όπως και τα
άλλα του που έχουν προηγηθεί.
Όμως…
‘Όμως δεν είναι μόνο τα βιβλία που αυξάνονται. Μαζί τους έχουν αυξηθεί και τα
χρόνια.
Από
το 1979 μέχρι το 2015 μετρήστε πόσα χρόνια έχουν περάσει.
Καθόλου
λίγα και σίγουρα λιγότερα από όσα μπροστά μου απλώνονται.
Α,
όχι δε είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον μου –το συγγραφικό και το βιολογικό. Νέο
ακόμα θεωρώ τον εαυτό μου –και είμαι…
Για την εποχή μας, τουλάχιστον.
Κι
άλλωστε το νέο μου μυθιστόρημα είναι ένα έργο που πιστεύω πως με το θέμα του θα
ταράξει τα νερά!
Και
το να μπορεί ένα συγγραφέας να αναστατώνει με τις θέσεις και τις απόψεις των
κειμένων του και των ηρώων του μέρος, τουλάχιστον, της κοινωνίας είναι για μένα
κάτι που πολύ εκτιμώ όταν το βλέπω να το εφαρμόζουν άλλοι συγγραφείς, πολύ
καμαρώνω όταν εγώ το πετυχαίνω. Κατά κάποιο τρόπο είναι έκφρασης νεανικότητας.
Ποιο
το θέμα του νέου μου μυθιστορήματος;
Λοιπόν, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που
παρουσιάζει μια άλλη γυναικεία ταυτότητα,
ένα άλλο ερωτικό ένστιχτο… Εν
τέλει μία πολιτική πράξη.
Και
καθώς σε λίγες μέρες θα το κρατώ στα
χέρια μου και θα το δω στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, θυμάμαι πως με τα ίδια
συναισθήματα περίμενα και το πρώτο μου βιβλίο που εκεί στα 1979 κυκλοφορούσε κι
έμελλε να ταράξει κι εκείνο με τον τρόπο του τα νερά.
Ήταν το παραμύθι «Κάποτε στην Ποντικούπολη» που εκδόθηκε από τον Καστανιώτη
Οι υπέροχες εικόνες του Αντώνη Καλαμάρα, βοήθησαν το βιβλίο να γίνει γρήγορα γνωστό.
Αλλά και ένα άλλο ακόμα στοιχείο ήταν που έκανε την Ποντικούπολη πασίγνωστη και εμένα, αν και νέο συγγραφέα, να γίνω γρήγορα γνωστός. Το θέμα του.
Θέμα της Ποντικούπολης ήταν η απεργία.
Σε ένα εργοστάσιο τυριών, οι εργάτες ποντικοί απαιτούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καταφεύγουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ήταν μια εποχή που όλα στην Ελλάδα αλλάζαν και όλοι μας ένα καλύτερο αύριο ονειρευόμαστε. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το παραμύθι μου και ασφαλώς εξέφραζε τη θέση που από τότε είχα πως στα παιδιά μπορούμε να λέμε τα πάντα, φτάνει να ανακαλύπτουμε τον σωστό τρόπο για να τα κατανοήσουν.
Κι όμως… όσο κι αν η εποχή χαρακτηριζότανε από προοδευτικές αντιλήψεις, πάρα πολλοί υπήρξαν που διαφώνησαν με αυτό που επιχειρούσα με την Ποντικούπολή μου.
Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα κι ούτε άλλωστε υπάρχει λόγος να τα κάνουμε να ενδιαφερθούνε –αυτά ήταν σε γενικές γραμμές που καταλογίζανε στο παραμύθι. Και κάποιοι, μάλιστα, φτάσανε στο σημείο να με κατηγορήσουν πως έγραψα ένα βιβλίο ακολουθώντας κομματικές εντολές.
Ασφαλώς και όταν έγραφα την Ποντικούπολη δεν είχα καμιά εντολή να εκτελέσω –κι ούτε ποτέ μου το έκανα.. Με έσπρωξε η διάθεσή μου να μοιραστώ με τα δικά μου παιδιά κάποιες συνθήκες της δικής μου καθημερινότητας, να τους γνωρίσω τις συνθήκες εργασίας των δασκάλων τους.
Από εκεί και πέρα, χρόνια πολλά ήρθανε και φύγανε, νέα βιβλία, νέοι προβληματισμοί, νέες συνθήκες εργασιακές, νέα εκπαιδευτικά συστήματα, νέοι τρόποι αντίδρασης των νέων.
Το «Κάποτε στην Ποντικούπολη» εξακολουθεί να κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Κανείς πια δεν θεωρεί πως τέτοια ζητήματα δεν αφορούν και δεν ενδιαφέρουν τα παιδιά. Και να το πιστεύει κάποιος, δεν κάθεται να ασχοληθεί περισσότερο και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να διαμαρτυρηθεί.
Η Ποντικούπολη ήταν ένα ακόμα στοιχείο του συγγραφικού μου παρελθόντος. Έτσι πίστευα… Μέχρι πριν από ένα , περίπου, χρόνο…
Ήταν σε μια συνάντησή μου με μια ομάδα παιδιών Τετάρτης Τάξης του Δημοτικού, όπου ένα κοριτσάκι με πλησίασε και μου είπε πως είχε να μου παραδώσει ένα γράμμα από τον πατέρα της.
Το πήρα και όταν βρέθηκα μόνος άνοιξα το φάκελο και διάβασα τις τέσσερις χειρόγραφες σελίδες Α4.
Τις αντιγράφω τώρα εδώ:
… Μια φορά και ένα καιρό στην Ποντικούπολη, θα λέγαμε αν ήταν παραμύθι.
Δυο παιδάκια, αδέρφια, έξι και τεσσάρων ετών, στη τσιμεντούπολη, Φάληρο 1979. Το «κλίμα» στη χώρα ακόμα γελαστό, χαρούμενο. Πέντε χρόνια μακριά απ΄ τη χούντα, νόμπελ ποίησης, πανέμορφα φεστιβάλ, τραγούδια, πίστη πως τελικά :
«Και να αδερφέ μου που μάθαμε
να κουβεντιάζουμε
ήσυχα και απλά!
Καταλαβαινόμαστε τώρα!»
Πατέρας Ρίτσος
Τα αδέρφια ζουν όμορφα με τη μητέρα τους, ο πατέρας δουλεύει στην επαρχία. Η μητέρα τους διαβάζει, τους φροντίζει με τη στοργή που φυλάει κάθε μητέρα μέσα της, θέατρα, Μορμόληδες, παιδικά βιβλία, αγάπη…
Κι ήρθε η μέρα που γνώρισαν, που γνωρίσαμε, ένα πολύ ιδιαίτερο κόσμο, γεμάτο χρώματα, τρυφερότητα, μα και σκληράδα, αίμα, αγώνα…
Γνωρίσαμε την Ποντικούπολη!
Μας έφερε η μητέρα μας το βιβλίο, κι όπως κάνουν πάντα τα παιδιά, μαγευτήκαμε από τις εικόνες. Ιδίως με αυτήν του εξωφύλλου, της αφίσας που είχε δώρο μέσα. Μα και με τις άλλες ζωγραφιές : Ποντίκια γλυκά, Ποντίκια τρυφερά, Ποντίκια θυμωμένα, Ποντίκια με επιδέσμους…
Ύστερα ήρθε η ιστορία, το Παραμύθι! Πόσες φορές δε μας το διάβασε η μητέρα μας, και πάλι και πάλι… Θέλαμε κάθε βράδυ το παραμύθι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Ωραία του παππού, ωραία της γιαγιάς, τα γνωστά, μα τούτο είχε μια άλλη γεύση, κάτι που σε πείσμωνε, που σου βγαζε ένα «δίκιο» αλλιώτικο, μια μαχητική διάθεση. Μαζί με τα πρώτα δάκρυα για τα δάχτυλα και το αίμα της «Καλλιοπίτσας», προστέθηκε και το γιατί… Γιατί;… Αφού παραπονέθηκε, αφού το΄πε στον επιστάτη; Γιατί να πονέσει;
Έπειτα, το σκυμμένο κεφάλι του πατέρα της, του μαστρο – Βρασίδα, με το καπέλο στα χέρια. Γιατί;
Γιατί να κλάψει μπροστά στο αφεντικό; Γιατί να του φέρονταν έτσι; Οι σπόροι μπήκαν στο παιδικό χωράφι της ψυχής μας, φύτρωσαν γρήγορα, βγήκαν τα πρώτα λουλούδια του «ΔΙΚΙΟΥ» και του αγώνα για την υπεράσπισή του, της ανθρωπιάς, των ευγενικών ποντικιών, της συσπείρωσης…
Οι παιδικές γροθιές μας σφίξανε σαν δυνάμωνε «ο Φρίξος, ο Αντρίκος, ο Βαγγέλης, η Φροσούλα…». Σκιρτάγαμε όταν φώναζαν οι εργάτες: «Άδικο! Άδικο!»
Και ποτέ δε θα ξεχάσουμε εκείνη την ποιητική εικόνα, την ομορφιά που ‘χουμε όλοι μέσα στην ψυχή και γίνεται λέξη και γίνεται ιδέα, έννοια, ιδανικό στις καρδιές του κόσμου:
«Μια ηλιαχτίδα!»
«… κι ήταν μια ηλιαχτίδα που χρύσιζε τα τζάμια του παραθύρου. Μια ηλιαχτίδα!»
Και ναι, αγαπητέ μας κύριε Μάνο, δεν την ξεχνώ ποτέ την ηλιαχτίδα σας κείνη, μια ζωή την προσέχω, έτσι όπως την χάραξε το κοντύλι σας!
*Η λ ι α χ τ ί δ α*
Τα χρόνια πέρασαν, η Ποντικούπολη είναι παραμύθι και για τα δικά μυ παιδιά, η γλύκα και η συγκίνηση όμως φωλιάζει πάντα στην παιδική μου ψυχή…
Μόλις μου είπε η κόρη μου, η Δ…, πως θα επισκεφθούν σε εκδρομή μαθητική της βιβλιοθήκη και μπορεί να είστε και σεις… λύγισα από τη χαρά, έγινα πάλι πεντάχρονος, εξάχρονος. Που ακούει το παραμύθι σας και χαζεύει τις εικόνες του κ. Αντώνη Καλαμάρα και … ποντικεύει.
Σας ευχαριστώ για την αντάμωση κι ας μη σας γνωρίζω, γνωρίζω τον κόσμο σας.
Της φαντασίας, της ευγένειας, της Αγάπης!
Σας εύχομαι Υγεία και Ευτυχία!
Σ… Λ…
Αυτή ήταν η επιστολή που το κορίτσι μου έδωσε εκ μέρους του πατέρα της.
Και εγώ έμεινα να σκέφτομαι πως όλα αυτά τα χρόνια συγγραφικής ζωής δεν πρέπει να πήγανε χαμένα…
Σε ευχαριστώ αγαπητέ μου Σ. Λ. (για προφανείς λόγους δεν έχω το δικαίωμα να κοινοποιήσω, χωρίς άδεια, το όνομά σου) που με έκανες να δω το τι πήρα και το τι έδωσα μέσα σε αυτά όλα τα χρόνια.
Εύχομαι να είσαι εσύ, όλη σου η οικογένεια, η κορούλα σου όχι μόνο πάντα καλά, αλλά να έχετε πάντα αυτή την ικανότητα τα διακρίνεται μια ηλιαχτίδα.
Σε ευχαριστώ για τη χαρά που μου χάρισες. Με έκανες να αισθανθώ… δικαιωμένος.
Και
τώρα… Ένα ακόμα μυθιστόρημα που θα ζητήσει να αποδεχτούμε και να υποστηρίξουμε
μια άλλη ελπίδα στη ψυχή και στη ζωή κάποιων συνανθρώπων μας.
Άλλη
η προβληματική της ‘Ποντικούπολης’ – φοβάμαι όμως πάντα επίκαιρη.
Άλλη
η προβληματική των ‘Δαχτύλων’ –από τότε και από πιο πριν, αλλά και μέχρι τώρα
πάντα κι αυτή επίκαιρη.
Το
όνειρο για ένα καλύτερο αύριο έστω και για ένα συνάνθρωπο μας πάντα υπάρχει.
Οι
μειονότητες εξακολουθούν να απαιτούν ίσα δικαιώματα με την πλειοψηφία.
Κι
εγώ γράφω υπακούοντας όχι σε εντολές άλλων, αλλά σε δικές μου αξίες.
Άραγε…
Ναι, ας το εξομολογηθώ.
Θα
βοηθήσει το νέο μου μυθιστόρημα έστω και ένα αναγνώστη να πάρει μια άλλη στάση
ζωής, έτσι όπως το παλιό μου παραμύθι επηρέασε τον Σ. Λ. ;
Το
εύχομαι. Το παρακαλώ. Το ελπίζω.