«Ο έτερος εχθρός»
Ελισάβετ Χρονοπούλου
Πόλις 2017
Τα ιστορικά γεγονότα τόσο την εποχή που συμβαίνουν, όσο και
τα αμέσως επόμενα χρόνια συνήθως καταγράφονται στη συλλογική μνήμη με τον τρόπο
που η πολιτειακή βούληση θέλει να τα χρησιμοποιήσει.
Η γενιά που έζησε ένα γεγονός, όπως και οι δυο ή και τρεις
επόμενες της, αντιμετωπίζουν αυτό το
συμβάν, στοχάζονται πάνω σε αυτό με την ψευδαίσθηση πως το έχουν αντικειμενικά
γνωρίσει.
Αλλά συνήθως η Ιστορία δεν γράφεται χωρίς προγραμματισμό και
κάθε τι ατομικό που ξεφεύγει από το όρια του συλλογικού που έχει επιβληθεί, παραμένει
αφανές, συχνά και ως ενοχή αποκρύπτεται.
Καθώς ο 21ος αιώνας πλησιάζει στο τέλος του
πρώτου τέταρτου του και το μισό το 20ου φτάνει να απέχει από τους
σημερινούς ανθρώπους κοντά ένα αιώνα, η λογοτεχνία αποκτά εκείνους τους
συγγραφείς που θα θελήσουν με τη δική της ευαισθησία να επαναπροσδιορίσουν
συναισθήματα, να επανατοποθετήσουν αποφάσεις και να αναζητήσουν νέα όρια
ανάμεσα στις θέσεις και τις αντιθέσεις όσων έζησαν μέσα σε εκείνα τα παλαιά-πλέον-
γεγονότα.
Κι αυτή η αναζήτηση δεν έχει στόχο της να καταδικάσει, μήτε
και να αγιοποιήσει. Αντίθετα ψάχνει τα ανθρώπινα πάθη σε όλη τους της γκάμα
–από τα πλέον θετικά έως τα πλέον αρνητικά.
Γιατί αυτός ήταν και είναι πάντα ο λόγος ύπαρξης της κάθε Τέχνης και
ασφαλώς της λογοτεχνίας.
Αυτή η λογοτεχνική τάση –εστιασμένη σε μια πολυσήμαντη
ανίχνευση των χρόνων από το 1935 έως το 1945 περίπου- δείχνει να απλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Λογικό μιας και η
Γηραιά Ήπειρος είναι ο χώρος όπου το μέγιστο γεγονός του 20ου αιώνα
–ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος- έδειξε τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να
εκφρασθεί ο άνθρωπος – από κτήνος έως ήρωας.
Αλλά ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα είναι που οι περισσότεροι
ευρωπαίοι κινήθηκαν. Και οι θέσεις τους, εκείνες οι πλέον εσωτερικές θέσεις
σπάνια σχολιάστηκαν, σπανίως φωτίστηκαν με μια διάθεση όχι τόσο αυτοκριτικής,
όσο αυτοκατανόησης.
Στη Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες λογοτεχνικές
προσπάθειες. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μόνο μια αυτή την ώρα μπορώ να σκεφτώ –είναι το
«Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Αλλά σε εκείνη τη συλλογή διηγημάτων, η άλλη
μάτια αφορούσε μια ακόμα παλαιότερη ιστορική περίοδο -το ’22. Προσωπικά θεώρησα
πως εκείνη η τόσο ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, μάλλον είχε αργήσει να
γραφτεί. Η στάση των ελλήνων στρατιωτών στην Μικρασιατική Εκστρατεία μπορεί να
μην ήταν ευρέως γνωστή, σίγουρα όμως ήταν καταγεγραμμένη στις μνήμες και
εκείνων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμμετείχαν στα γεγονότα, όσο και των
απογόνων τους. Η επίσημη αποσιώπηση έπρεπε
να περάσουν πάνω από ενενήντα χρόνια για να αμφισβητηθεί λογοτεχνικά. Και
έτσι η έκδοση του «Γκιακ» απετέλεσε ένα συγγραφικό γεγονός λόγω ποιότητας
γλώσσας και ρεαλισμού περιγραφών, αλλά δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει αντιδράσεις
πάνω στα όσα ο έλληνας του 21ου αιώνα βιώνει.
Όμως επανέρχομαι στην άποψη πως λογοτεχνικές προσπάθειες
νέων ελλήνων συγγραφέων με άξονα τα γεγονότα της Κατοχής και κυρίως των χρόνων
’40 –‘ 43, δεν έχω συναντήσει.
Οπότε και με μέγιστο ενδιαφέρον διάβασα τα διηγήματα της
συλλογής «Ο έτερος εχθρός» της Ελισάβετ Χρονοπούλου.
Κινηματογραφίστρια η Χρονοπούλου, μόλις πριν τέσσερα χρόνια
είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της λογοτεχνικό έργο –συλλογή διηγημάτων κι εκείνο-
και ιδιαιτέρως προσέχτηκε από την κριτική.
Ως καλλιτέχνης που έχει μάθει να εκφράζεται με την εικόνα
και να χρησιμοποιεί τη δομή μιας σεναριακής ανάπτυξης του αφηγούμενου μύθου,
δίνει ιδιαίτερη σημασία στον κεντρικό χαρακτήρα της κάθε ιστορίας της.
Ο χρόνος που όλα τα διηγήματα περιγράφουν είναι τα χρόνια
της Γερμανικής Κατοχής κυρίως αλλά και του Εμφύλιου* χώρος η Αθήνα. Όλα τα
πρόσωπα απολύτως αντιηρωικά και όλα τους αντιμέτωπα με τον… έτερο εχθρό. Ποιος
είναι αυτός;
Αν αποδεχτούμε πως σε μια περίοδο κατοχής από εχθρικά
στρατεύματα ο εχθρός έχει συγκεκριμένο πρόσωπο, αν αποφασίσουμε πως σε μια
εμπόλεμη περίοδο ο απέναντι μας άλλος
είναι ο εχθρός, τότε αν κάποιον θα πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ως έτερο εχθρό,
αυτός δεν είναι παρά ο ίδιος μας ο
εαυτός.
Ο εαυτός μπροστά το φόβο του θανάτου* μπροστά στην πάση
θυσία επιβίωση* ενώπιον της ίδια της ανάγκης μας να συνεχίσουμε να ζούμε. Αλλά
και εκείνος που μας εξαναγκάζει σε συμβιβασμούς, εξευτελισμούς, σε αποσιωπήσεις,
σε υπεκφυγές.
Ο έτερος εχθρός είμαστε εμείς σε μια στιγμή αδύναμη. Που
όμως… Ναι, ο έτερος εχθρός, ο εαυτός μας δηλαδή, πάντα μας ακολουθεί, δεν
μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν. Μήτε –πόσο μάλλον- να τον καταγγείλουμε. Κι
έτσι όχι μόνο αποδεχόμαστε, αλλά και με όλη μας τη δύναμη συντηρούμε την μνήμη
του άλλου –του πρώτου εχθρού που γέννησε το έτερό του ήμισυ.
Η Ελισάβετ Χρονοπούλου καθώς με γρήγορους κινηματογραφικούς
ρυθμούς ‘τρέχει’ πάνω στα πρόσωπα -ήρωες
των διηγημάτων της, καταφέρνει να μας παρασύρει και έτσι να αποδεχτούμε πως εν
τέλει αυτά τα πρόσωπα που εκεί γύρω στα μέσα του 20ου υπέκυψαν στον
έτερο εχθρό τους, ακόμα και αν τα ίδια μπορεί πλέον να μη ζούνε, οι άμεσοι,
πρώτοι και δεύτεροι απόγονοί τους - οι σημερινοί κάτοικοι αυτής της πόλης που
με ανάλογο τρόπο ζει σε συνθήκες μιας
άλλης κατοχής- μπορεί να αντιμετωπίζουν το δικό τους έτερο εχθρό… Σαφώς με άλλα
ενδύματα, κάτω από άλλες -φαινομενικά-
συνθήκες, αλλά πάντα ο έτερος… Αυτός που δεν θέλουμε να δεχτούμε πως
συγκατοικεί με τον άλλον.
Αισθαντικά, αυθεντικά, πρωτότυπα κείμενα.
Πρώτη ανάρτηση: https://www.literature.gr/o-eteros-echthros-elisavet-chronopoyloy/