8.3.17

Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη -το αποτύπωμα μιας συγγραφικής παρουσίας.



Αρχές Φθινοπώρου του 2016, η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη έφυγε από κοντά μας.
Για το πρόσωπο της παιδικής –και όχι τελικά μόνο- λογοτεχνίας που εκείνη υπηρέτησε και που εμείς μαζί του μεγαλώσαμε, θα ήθελα σήμερα, λοιπόν, να μιλήσω.  
Τη λογοτεχνία εκείνη που παρουσιάζεται κάπου στα μέσα του ‘50 και συνεχίζει να εκφράζεται μέχρι σήμερα. Κοντά 70 χρόνια –μαζί της μεγαλώσανε αρκετές γενιές και συνεχίζουν και οι πιο πρόσφατες να μεγαλώνουν.
Τη λογοτεχνία εκείνη που είχε κληρονομήσει την Πηνελόπη Δέλτα και τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Που στην αρχή δείχνει ότι ακολουθεί πειθήνια εκείνων τα βήματα, αλλά που σιγά- σιγά καταγράφει κάποιες διαφοροποιήσεις.
Τους συγγραφείς της τους διακρίνει η διάθεση να κρατήσουν τα πιο έντονα χαρακτηριστικά των προηγουμένων δημιουργών – την έννοια της πατρίδας και της οικογένειας-  αλλά παράλληλα –και ο καθένας με το δικό του τρόπο- προχωρούν και πιο πέρα.
Θέματα όπως αυτά της οικολογίας, των ενδοοικογενειακών σχέσεων, των ναρκωτικών, της βίας γίνονται οι άξονες ανάπτυξης παραμυθιών ή μυθιστορημάτων. Ο έντονος διδακτισμός αν δεν εξαφανίζεται εξ  ολοκλήρου, σαφέστατα υποχωρεί, η λογοτεχνική οντότητα των κειμένων προβάλει με απαιτήσεις και ο τελικός αποδέκτης -το παιδί- αντιμετωπίζεται με μια δημοκρατική στάση κατανόησης και πλησιάσματος του.
Από τα έργα εκείνων των δημιουργών άλλα έχουν –δικαίως ή αδίκως- πλέον ξεχαστεί, άλλα όμως εξακολουθούν να κρατούν συντροφιά στα παιδικά μαξιλάρια. Οι ίδιοι οι συγγραφείς μπορεί να έχουν ποικιλότροπα άλλοι τους σιωπήσει, μα και άλλοι τους ποικιλότροπα επίσης να συνεχίζουν να εκφράζουν ένα δυναμικό παρόν.
Και καθώς τα χρόνια έχουν περάσει και οι όποιες επαναστατικές λίγο ή πολύ βελτιώσεις που επέφεραν στον τρόπο γραψίματος ενός παιδικού βιβλίου έχουν εδραιωθεί, είναι πια φυσικό να θέλουμε να δούμε όλη αυτή την πορεία και με μια ματιά περισσότερο κριτική, να αναρωτηθούμε αν ότι έγινε άξιζε έτσι να γίνει ή μήπως κάτι περισσότερο θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί.
Ο συγγραφέας εκφράζει την εποχή του –και η γενιά εκείνη που ξεκινά το έργο της κάπου στα μέσα του ‘50 έζησε στη συνέχεια πολλές κοινωνικές ανακατατάξεις, πολλά πολιτικά γεγονότα… Πόσο διαλεκτικά στάθηκε απέναντι όλων αυτών; Το έργο των συγγραφέων εκείνης της γενιάς  πέρα από την ιστορική του αξία, θα έχει και μια αντιστοίχηση με ότι ήδη συμβαίνει στις δομές της κοινωνίας και στις αντιδράσεις των ατόμων;


Με το ρίσκο να φανώ υποκειμενικός –λόγω αυτής της σημερινής μέρας της αφιερωμένης στο έργο μα και στη ζωή της Γαλάτειας - τολμώ να θεωρήσω ως την πλέον χαρακτηριστική εκπρόσωπο αυτής της γενιάς των συγγραφέων, τη Γρηγοριάδου – Σουρέλη.
Και σπεύδω να εξηγήσω τους λόγους μιας τέτοιας άποψης.
Η Γαλάτεια (στην αρχή μόνο ως Γρηγοριάδου) πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1954. Και από τότε μέχρι πριν από λίγο καιρό  εκδίδει μια ολόκληρη σειρά βιβλίων που διαθέτουν μια πλουσιότατη γκάμα τόσο από πλευράς λογοτεχνικού είδους, όσο και από πλευράς θεματικής ανησυχίας.
Παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα. Τα θέματά τους από την ιστορία, τη θρησκεία, τον προβληματισμό για το περιβάλλον, τις ανθρώπινες σχέσεις, το θάνατο, τον έρωτα, τη φιλία, τη βία, τη μετανάστευση, την εθνική ταυτότητα, …
Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη έγραφε  ακατάπαυστα και έγραφε με επιτυχία. Οι αναγνώστες της πολυπληθείς και φανατικοί. Το βιβλία της διαχρονικά best sellers. Και η ίδια άτομα ανήσυχο δεν σταματούσε να τρέχει εδώ και εκεί και να προπαγανδίζει την αξία της φιλαναγνωσίας. Ομιλίες, συζητήσεις, ραδιοφωνικές εκπομπές, δημοσιεύσεις, κριτικές – η δράση της Γαλάτειας Σουρέλη όλα τα ΜΜΕ έχει χρησιμοποιήσει.
Παράλληλα έχει αναγνωριστεί – διακρίσεις, βραβεία…
Τιμημένη από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, τον Δήμο Αθηναίων, το πανεπιστήμιο της Πάντοβα, την Ακαδημία Αθηνών και υποψήφια  για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.
Αν κάποιος θέλει να γνωρίσει το πρόσωπο της παιδικής λογοτεχνίας με την οποία μεγαλώσαμε, δεν έχει παρά να κοιτάξει τους τίτλους των βιβλίων της  Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη.
Είπαμε -παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα… Άλλα από αυτά απευθύνονται σε μικρά παιδιά, άλλα σε μεγαλύτερα, άλλα σε εφήβους, άλλα σε ενήλικες…
Νομίζω πως ανήκε σ’ εκείνους τους συγγραφείς που δεν μπορούν να ταξινομηθούν αβίαστα σε ένα είδος της λογοτεχνικής γραφής .
Ασφαλώς τα περισσότερα έργα της είναι για παιδιά… Μα το ύφος της  είχε μια τόσο έντονη προσωπικότητα και η χρήση λέξεων και συντακτικού ακολουθούσε συχνά τόσο ριζοσπαστικούς δρόμους που σπάνια κανείς συναντά σε κείμενα της Π. Λ.

Σημαντικός αριθμός των έργων της ανήκει στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος.
Άλλωστε η ίδια συχνά το δήλωνε πως πίστευε στην ιστορική μνήμη. Και αυτή τη μνήμη προσπαθούσε να την μεταγγίσετε στον αναγνώστη της. Άλλοτε με διάθεση κριτικής αμφισβήτησης, αλλά κι άλλοτε  με απόλυτα παραδοχή των όσων έχει καταγράψει η επίσημη –και αν θέλετε η ελεγχόμενη- ιστορία.
Η Γαλάτεια Σουρέλη είχε και ως άνθρωπος και ως δημιουργός συγκλονιστικές μεταπτώσεις. Από τη μια επαναστάτρια ή και αναρχική και από την άλλη δεμένη με την παράδοση και τη θρησκεία.
Με ένα δικό της ολότελα τρόπο κατάφερε σε ένα μεγάλο βαθμό να συνταιριάξει όλες αυτές τις εκφράσεις.
Και μάλιστα με μια φράση –ξεκίνησε ως τίτλος μυθιστορήματός της και έγινε προσωπικό μότους – Εμένα με νοιάζει.

Ένα άλλο της πρόσωπο ήταν αυτό του σύγχρονου παραμυθά. Είχε γράψει πολλές συλλογές παραμυθιών που τις χαρακτηρίζει η διάθεση να αναπτύξουν σύγχρονους προβληματισμούς μέσα από τη φόρμα ενός παραμυθιού. Τί μπορεί να προσφέρει το παραμύθι στο σημερινό αναγνώστη του; Και τελικά ποιος είναι αυτός ο αναγνώστης; Μικρής μόνο ηλικίας ή και κάποιος ενήλικος;
Όταν κάποιος ξεφυλλίζει τα παραμύθια της Σουρέλη τέτοιες σκέψεις του δημιουργούνται. Γιατί η Γαλάτεια όταν έγραφε ένα παραμύθι, στην ουσία θεωρούσε πως ο πρώτος τη αναγνώστης θα ήταν κάποιο άτομα που θα της έμοιαζε –ένα άτομο που μαγευότανε σαν παιδί και στοχαζότανε ως ενήλικος.

Συχνά –όταν διαβάζω κάποιο παραμύθι ή μια μικρή ιστορία– αναρωτιέμαι αν ένα λογοτεχνικό έργο πρέπει να έχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα; Μήπως τελικώς μια τέτοια διάθεση εκ μέρους του συγγραφέα, οδηγεί το έργο στο χώρο της στενής παιδαγωγικής;  Το κάνει , με άλλα λόγια, να χάνει την ανεξαρτησία του και την επαναστατικότητά του;
Αλλά τα παραμύθια της Σουρέλη ενώ σαφέστατα λένε με σαφήνεια τα πιστεύω της, την ίδια ώρα προσφέρουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη τους να προβληματιστεί με τις απόψεις τους.

Είναι γνωστό πως γνώρισα τη Γαλάτεια όταν ήμουνα 14 χρονών. Και τη γνώρισα πολύ καλά.
Μέσα στο σπίτι της εκείνων των χρόνων –θρυλικών λογοτεχνικών οραμάτων το διαμέρισμα της οδού Γρηγοροβίου 12, στον Άγιο Λουκά Πατησίων- μυήθηκα στη καλή λογοτεχνία και στο τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας.
Η βιβλιοθήκη της όχι μόνο πλούσια, πλουσιοτάτη, αλλά και συνεχώς ανανεούμενη. Η Γαλάτεια δάνειζε βιβλία που ποτέ δεν της τα επέστρεφαν ενώ παράλληλα συνέχιζε να αγοράζει νέα.
Πολύ συχνά κατέβαζε από τα ράφια ένα τόμο  και με κάποιο απόσπασμα άλλου συγγραφέα υποστήριζε την δική της άποψη. Κι εγώ μάθαινα πως η λογοτεχνία δεν αρχίζει και τελειώνει μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου, αλλά μπαίνει μέσα στην καθημερινότητά μας και τη διαμορφώνει.
Συχνά με φώναζε δίπλα της και με έβαζε να ακούσω τις σελίδες που μόλις είχε γράψει.
Γράψιμο ολοζώντανο, ρέον, ατίθασο. Ακριβώς όπως η φωνή που εκείνη την ώρα το διάβαζε. Ακριβώς όπως η εικόνα εκείνης της γυναίκας με τα γυαλιά με τους χοντρούς φακούς και τα ατίθασα μαλλιά που μέσα τους ολοένα και μπλεκόντουσαν τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της.
Κι έτσι από τη μια η ίδια η γραφή και από την άλλη η ίδια η δημιουργός, με έκαναν να πιστέψω πως τελικά μια και μόνο μια λογοτεχνία υπάρχει. Οι όποιοι διαχωρισμοί της σε παιδική, εφηβική ή ενήλικη μπορεί να στηρίζονται σε κάποια τεχνικής υφής ζητήματα, αλλά το πάθος και το ήθος τους είναι ένα και το αυτό.
Η αισθητική μέθεξη και η διάθεση να έχουν κοντά τους αναγνώστες μικρούς και μεγάλους.
Λογικό μου ακούγεται και το ότι τελικά κι εγώ ο ίδιος –πιστός μαθητής της Γαλάτειας- ποτέ δεν έπαψα να θέλω το κάθε μου έργο να συναρπάζει αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών.

Κάποτε, στα πλαίσια μιας εκπομπής του Γ Προγράμματος όπου είχα την ευθύνη της, είχα προσκαλέσει τη Γαλάτεια και μεταξύ των άλλων την είχα ρωτήσει πως βλέπει τις διαφορές στη συγγραφή ενός έργου για παιδιά και ενός έργου για μεγάλους.
Με είχε κοιτάξει με νόημα και χωρίς να θυμάμαι τα ακριβή λόγια της, δεν ξεχνώ πως η απάντησή της επιβεβαίωνε αυτό ακριβώς που ως έφηβος είχα πιστέψει καθώς την έβλεπα να δημιουργεί.
Στην ίδια εκείνη εκπομπή την είχα ρωτήσει ακόμα γιατί τα περισσότερα έργα της είναι για μικρούς αναγνώστες ή για εφήβους.
Η απάντηση που ακούστηκε τότε από τα ερτζιανά είχε να κάνει με την θέση της συγγραφέας πως επιζητά να διαμορφώσει την ψυχή του νέου και να την μυήσει σε διαχρονικές αξίες.
Αλλά αμέσως μετά και καθώς ένα τραγούδι μας έδινε το δικαίωμα να μιλήσουμε χωρίς κανείς να μας ακούει, είχε προσθέσει «Βέβαια να σου εξομολογηθώ και κάτι άλλο που με κάνει να θέλω περισσότερο να γράφω για παιδιά. Διότι έτσι κι εγώ αισθάνομαι πάντα νέα…»

Από τα πρώτα της έργα η τότε Γρηγοριάδου είχε δείξει πως ένας βασικός άξονας της ζωής της και τον ιδεών της ήταν η ορθόδοξη εκκλησία. Κι αυτός ο άξονας ερχότανε πάντα να συνυπάρχει με έναν άλλον –της ιδέας του ελληνισμού.
Άγιος Δημήτριος από τη μια, Καπετάν Κώττας από την άλλη.
Μα τα τελευταία χρόνια η Γαλάτεια αφιέρωσε τη ζωή και το έργο της κυρίως στην υπηρεσία του  στη ενός σκοπού. Στρατεύθηκε στη διάδοση της Ορθοδοξίας. Πολύ γρήγορα κάποιοι φρόντισαν να την κατατάξουν στην κατηγορία των χριστιανών συγγραφέων.
Χωρίς να δέχομαι αυτόν τον χαρακτηρισμό που της έχουν αποδώσει, δεν μπορώ παρά να ομολογήσω πως η όποιας μορφής συγγραφική στράτευση δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Για μένα –προσωπική άποψη εκφράζω- ο δημιουργός πρέπει την ίδια ώρα που μάχεται για μια ιδέα και ένα σκοπό, την ίδια ώρα να κρατά τις αποστάσεις του και να εκφράζει τις εντελώς προσωπικές του απόψεις και κρίσεις.
Εν αρχή είναι ο Λόγος –βασική άποψη μου.
Η Γαλάτεια με αυτής της κατηγορίας τα έργα της, αλλά και με μια σειρά άλλων παρεμβάσεών της πολλά πρόσφερε στην Εκκλησία μας.
Μα –μπορώ να διακινδυνέψω την πρόβλεψη- τα έργα της που θα την κρατήσουν σε μια υψηλή θέση στη λογοτεχνία μας είναι αυτά της πρώτης συγγραφικής της περιόδου.
Τα αναφέρω χωρίς αξιολόγηση και ίσως κάποια λάθος να τα αξιολογώ όπως και κάποια άλλα άδικα να σιωπώ.
Ο μικρός μπουρλοτιέρης
Χορεύοντας στο δάσος
Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο
Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου
Εμένα με νοιάζει
Πριν από το τέρμα
Σκύλος με σπίτι
Κατερίνα
Καπετάν-Κώττας
Μνήμες της Σμύρνης
Ο μεγάλος αποχαιρετισμός
Είναι κανείς εδώ;

Τα τρία τελευταία ανήκουν εκδοτικά στη λογοτεχνία των ενηλίκων.
Και θα ήθελα με ένα διήγημα από της Μνήμες της Σμύρνης να κλείσουμε αυτή τη μάζωξη – τιμή στη μνήμη και το έργο της Γαλάτειας – Γρηγοριάδου Σουρέλη
Νομίζω πως με απόλυτα άξιο λογοτεχνικό τρόπο εκφράζει το συγγραφικό πάτημα της Γαλάτειας, το ανεξίτηλο –το εγώ, το εμείς και το Θείο.

Μάνος Κοντολέων

 Σημ. :Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση – αφιέρωμα στην Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη που διοργάνωσαν  τα Δ.Σ. των σωματείων ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ και ΜΗΤΕΡΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΕΣ, στον ΙΑΝΟ, στις 7 Μαρτίου 2017.
Για το έργο της και την προσωπικότητά της μίλησαν οι συγγραφείς:  Αγγελική Βαρελά, Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Μάνος Κοντολέων, η κόρη της Νατάσα Δαρκαδάκη και οι συνεργάτιδές της Γεωργία Νικολαΐδου και Μαρία Παπαευαγγέλου.
Ο χώρος του καφέ του ΙΑΝΟΥ κατάμεστος. Η απουσία των ομοτέχνων της χαρακτηριστική των συνθηκών που διέπουν την εποχή μας.