26.10.23

Κωνσταντίνα Τασσοπούλου "Το πιάτο"

 

Κωνσταντίνα Τασσοπούλου

«Το πιάτο»

Εικονογράφηση: Εμμανουέλα Κακαβιά

Εκδόσεις Υδροπλάνο

 

 Κάπου προς τα μέσα της δεκαετίας του ‘50, η οικογένειά μου υποδέχτηκε την θεία Αγγέλα από το Λος Άντζελες.

Η θεία Αγγέλα ήταν αδελφή της γιαγιάς μου και είχε από τα χρόνια της πρώτης της νεότητας μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου και παντρεύτηκε έναν έλληνα  μετανάστη.

Το επίθετο εκείνου ήταν Φαγάς, αλλά στην Αμερική το έκανε Fagan και μαζί με τη θεία Αγγέλα απέκτησαν δυο παιδιά και μια αλυσίδα εστιατορίων.

Όταν η θεία Αγγέλα αποφάσισε το ταξίδι της επιστροφής, ήταν χήρα, οικονομικά ανεξάρτητη και τα παιδιά της μεγάλα και παντρεμένα.

Εντυπωσίασε όλους στην οικογένεια με τη χρηματική της άνεση -στη δεκαετία του ’50 οι Έλληνες ήταν ακόμα φτωχοί και σίγουρα πολλά από τα ‘θαύματα’ της Αμερικής εμείς δεν τα είχαμε. Ας πούμε δεν είχαμε τηλεόραση, ηλεκτρικές συσκευές και μεγάλα αυτοκίνητα.

Η θεία Αγγέλα έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά με το υπερωκεάνιο ‘Βασίλισσα Φρειδερίκη’ και ο πατέρας μου είχε καταφέρει να βρει τρόπο η μητέρα μου μαζί  με την αδελφή της (κι εμένα ασφαλώς) να μπούμε μέσα στο τεράστιο πλοίο και να υποδεχτούμε πρώτοι εμείς την θεία από την Αμερική.

Η θεία Αγγέλα πέρασε μαζί μας όλο το καλοκαίρι και εκτός από τα θαυμαστά που είχε φέρει στις βαλίτσες της, είχε και πολλά να μας αφηγηθεί από τη ζωή των ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και για τις εκεί εργασιακές συνθήκες.

Πολλές από εκείνες τις αφηγήσεις πέρασαν σαν νεράκι από το μυαλό μου. Πιο πολύ με εντυπωσίασε η αυθεντική στολή του κάου-μπόυ που μου είχε φέρει και τα φανταχτερά φουστάνια της.

Αργότερα, μεγάλος πια, θα ενημερωνόμουνα για τον τρόπο που έζησαν οι έλληνες μετανάστες και για το πως κατάφεραν -όσοι κατάφεραν- να αποκτήσουν τις περιουσίες του.

Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα έχουν πολλά αλλάξει. Η Ελλάδα έχει γίνει κι αυτή τόπος όπου προτιμούν πολλοί μετανάστες. Ο τρόπος που εμείς οι ντόπιοι τους υποδεχόμαστε ποικίλλει ανάλογα με τις πολιτικές απόψεις  του καθενός μας, κυρίως από τον τρόπο που ο καθένας από εμάς πιστεύει πως τυχόν η ύπαρξη μεταναστών μπορεί να τον κάνει κάτι να χάσει ή να κερδίσει.

Πάνω από τριάντα χρονιά έχουν περάσει που φτάνανε οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες από τις γειτονικές μας χώρες. Και ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πλέον απόλυτα ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, νέοι μετανάστες από τις χώρες της Ανατολής έρχονται.

Κανείς δεν σκέφτηκε να μιλήσει στα σημερινά παιδιά πως τον καιρό που οι παππούδες τους είχαν τη δική τους ηλικία, οι δικοί τους γονείς μεταναστεύαν σε χώρα μακρινή.

Κανείς δεν έχει φροντίσει να γράψει με τρόπο απλό για τις συνθήκες που εκείνοι οι άνθρωποι ζήσανε, είδαν τα όνειρά τους να υλοποιούνται ή να καταστρέφονται, κάποιοι από αυτούς να επιστρέφουν, κάποιοι όχι.

Κι όμως για να μπορεί ένα σημερινό παιδί να ετοιμαστεί να υποδεχτεί και να συνυπάρξει με τον σημερινό αλλοδαπό μετανάστη, καλό θα ήτανε να γνώριζε πως κάποιος παππούς του ή μια προγιαγιά του είχαν υπάρξει κι εκείνοι μετανάστες σε άλλη χώρα.

Πως είχαν ζήσεις. Πώς τους είχαν υποδεχτεί; Ποια η εκεί ζωή τους και τα όνειρά τους;

Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου με το βιβλίο της ‘Το πιάτο» αυτό επιχειρεί και καταφέρνει με για γλώσσα που την στολίζει το χιούμορ και την ενεργοποιεί ο σημερινός τρόπος που ένα καθημερινό παιδί συνηθίζει να μιλά, να περιγράψει ολοζώντανα και με στοιχεία την καθημερινότητα ενός έλληνα μετανάστη στην Αμερική, τα χρόνια αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μια πολύ κατατοπιστική έκδοση (με έξυπνο τρόπο συνοδεύεται με τα απαραίτητα εγκυκλοπαιδικά στοιχεία) που την σχολιάζουν εικονογραφικά τα σκίτσα της Εμμανουέλα Κακαβιά.

https://www.fractalart.gr/to-piato/

 

(580 λέξεις)

23.10.23

Αιμίλιος Σολωμού "Κράτα την ανάσα σου"

 

Αιμίλιος Σολωμού

«Κράτα την ανάσα σου»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Ο Αιμίλιος Σολωμού είναι ένας από τους πλέον αξιόλογους νέους συγγραφείς της Κύπρου.

Το ‘Κράτα την ανάσα σου» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του για ενήλικους αναγνώστες. Έχει ακόμα εκδώσει και δυο εφηβικά μυθιστορήματα.

Τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη έχει διακριθεί με σημαντικά βραβεία και έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Αυτό που σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζει τη γραφή του Σολωμού είναι μια ματιά εστιασμένη στην ψυχοσύνθεση άλλοτε ενός αγοριού κι άλλοτε ενός νέου άντρα. Και στις δυο περιπτώσεις οι ήρωές του διαθέτουν μια ενδοσκόπηση που συχνά τους φέρνει στη θέση να αναζητούν να κατανοήσουν την ταυτότητά τους παρακολουθώντας στιγμές και αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας τους.

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο κεντρικός ήρωας  -ο Ιωάννης Καλλέργης- είναι ένας φιλόλογος καθηγητής, μα και γνωστός συγγραφέας, παντρεμένος, χωρίς παιδιά και με μια οικονομική όσο και κοινωνική αρκούντως εξέχουσα υπόσταση.

Την  σε πρώτη προσέγγιση ατσαλάκωτη ζωή του, έρχεται να την κατακερματίσει η καταγγελία από τον γονιό μιας μαθήτριας του για σεξουαλική παρενόχληση.

Οι πάντες γύρω του τόσο στο επαγγελματικό, όσο και στο φιλικό, αλλά και στο οικογενειακό περιβάλλον στέκονται αρνητικά απέναντί του, λες και ο προηγούμενος άψογος βίος του σε τίποτε πλέον δεν μετρά, ενώ παράλληλα και όλη η γύρω του κοινωνία, παρασυρμένη από το ανελέητο κυνηγητό των ΜΜΕ χωρίς καν να του προσφέρει την ευκαιρία της όποιας υπεράσπισης του εαυτού του, τον εξαναγκάζει να επιλέξει την φυγή και την απομόνωση στο χωριό της πατρικής του οικογένειας.

Η εικόνα του επιτυχημένο μεγαλοαστού καταστρέφεται και το μέρος απ΄ όπου ο ίδιος ξεκίνησε τη ζωή του -ένα μικρό χωριό- είναι εκείνο που θα του προσφέρει την δυνατότητα επανασχεδιασμού όχι μόνο της καθημερινότητάς του, αλλά και ολόκληρης της ζωής του.

Πάνω σε αυτό τον καμβά, ο Σολωμού στήνει την ανίχνευση του εσωτερικού κόσμου του ήρωά του και παράλληλα βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει τις δυνατότητες που προσφέρει η Φύση και η ενασχόληση με τη γη σε σχέση με τις αλλοτριωμένες   ζωές στον αστικό χώρο.

Το μυθιστόρημα αν και διαθέτει μια ιδιαίτερη πλοκή που στηρίζεται στα όσα δημιουργεί η καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση, εντούτοις στρέφεται και προς μια ψυχογραφική ανάλυση ενός ανθρώπου που εγκλωβίστηκε σε καταναλωτικούς ρυθμούς επιβίωσης.

Κι αυτό το πετυχαίνει με τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης δόμησης της αφήγησης.

Στο πρώτο μέρος, μέσα από μια τριτοπρόσωπη και κοφτή, σχεδόν δημοσιογραφική αφήγηση παρακολουθούμε κυρίως το ξέσπασμα του σκανδάλου. Στο δεύτερο μέρος, όπου και ο Ιωάννης Καλλέργης θα αποσυρθεί στο χωριό, η τριτοπρόσωπη αφήγηση συνεχίζεται αλλά τώρα αποκτά ένα συναισθηματικό βάθος που θα φωτίσει το παρελθόν του ήρωα, ενώ παράλληλα ανάμεσα της υπεισέρχονται σύντομα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης αφήγησης που η ύπαρξή τους ξαφνιάζει τον αναγνώστη και αναταράσσει δημιουργικά την αναγνωστική πορεία.

Ο αφηγητής -φίλος και συνάδελφος του Καλλέργη- είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου που διαβάζουμε και οι παρεμβάσεις του θα είναι αυτές που και θα κατοχυρώσουν την αλήθεια των όσων τελικά είχαν συμβεί στη σχολική ζωή, αλλά και των όσων θα ακολουθήσουν μετά την τελευταία σελίδα.

Έτσι έχουμε ένα μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί από τη μια την γραφή και από την άλλη τη δομή για να προτείνει τις πολιτικές του απόψεις.

Και χαρακτηρίζω τις απόψεις ως πολιτικές γιατί βέβαια τί άλλο πέρα από μια καθαρά πολιτική στάση μπορεί να είναι η μυθιστορηματική ενσάρκωση της πρότασης που υποστηρίζει από τη μια την καθαρότητα της Φύσης και από την άλλη το ψεύδος ενός επιφανειακού αστικού τρόπου ζωής.

Αληθινά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που θα μπορούσε κανείς και να το χαρακτηρίσει και ως ‘μυθιστόρημα μαθητείας ή ενηλικίωσης’. Γιατί βέβαια, οι συνθήκες ζωής του σήμερα συχνά καθυστερούν την πορεία προς ενηλικίωση μας… Αν δεν την εμποδίζουν να υλοποιηθεί και μέχρι τέλους της ζωής.

 

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/21198-krata-tin-anasa-sou-kritiki

 

(606 λέξεις)

21.10.23

Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας στο Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων

 


Έρχεται κάποτε ο καιρός που δεν ενθυμείσαι πια τη ζωή που έζησες, αλλά μια μόνο στιγμή της. Σταματάς να βλέπεις τη ζωή να ζει. Την καταβροχθίζει εκείνη η στιγμή – η μια και μοναδική. Η στιγμή της Αυλίδας.

Η Κλυταιμνήστρα, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, από τα πρώτα παιδικά της χρόνια μαθαίνει να ζει στη σκιά της αδερφής της Ελένης, όμως εκείνη το βλέπει ως πλεονέκτημα και όχι σα μειονέκτημα. Μαθαίνει τη τέχνη της εξουσίας δίπλα στον πατέρα της αλλά και να παρατηρεί και να ακούει τους ψιθύρους του παλατιού, πεπεισμένη πως αν κατέχει αυτές τις ικανότητες αν όχι να διοικεί στρατούς, σίγουρα να διευθύνει βασιλικούς οίκους. Ώσπου, μια μέρα μια νύμφη προφητεύει ότι τρία αρσενικά θα σφραγίσουν μοιραία τη ζωή της, η Κλυταιμνήστρα θα κρατήσει με δισταγμό τα λόγια του πλάσματος και θα παραμονεύουν στο πίσω μέρος του μυαλού της.

Η προφητεία δε αργήσει να βγει αληθινή όταν ο Αγαμέμνωνας σκοτώσει τον πρώτο της σύζυγο, γιό του Θυέστη Τάνταλο, και τη ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της. Εκείνη θα παραδοθεί φανερά στη μοίρα της, μα θα περιμένει υπομονετικά τη στιγμή της εκδίκησης. Μόνο που αυτή η στιγμή αναβάλλεται, ο Πάρης απαγάγει την Ελένη και οι Αχαιοί καλούνται να πολεμήσουν στο πλευρό του οίκου των Ατρειδών, και η Κλυταιμνήστρας δράττει την ευκαιρία να καθορίσει της μοίρα της ως άνασσα των Μυκηνών. Όμως, τα πλοία παραμένουν στην Αυλίδα, μια θυσία απαιτείται για ούριο άνεμο. Ο Αγαμέμνωνας με δόλο παρασέρνει τη Κλυταιμνήστρα και την Ιφιγένεια, ανυποψίαστη για τη τραγική μοίρα της αγαπημένης της κόρης. Συντετριμμένη από την αδίστακτη θυσία της Ιφιγένειας, δε βλέπει τίποτα άλλο πάρα μόνο την εκδίκηση. Τότε τα λόγια της νύμφης ξαναέρχονται στο λογισμό της «Τρία θα είναι τα αρσενικά – δύο κι ένα, έτσι να τα μετράς! – που θα σε κάνουν δική τους… Τρία! Να το θυμάσαι! … Φονικά θα σε δέσουν και με τα τρία! Τα δύο και … το ένα!»

Είδα μητέρα και σφετερίστρια του θρόνου μου. Είδα μάνα δική μου και φόνισσα του πατρός μου. Είδα θήλυ που αμφισβήτησε αρσενικό … Είδα άνασσα … Είδα …

Ο Ορέστης μεγαλώνει στη σκιά του πατέρα του, εκπαιδεύεται για να γίνει ο επόμενος άνακτας και κατακτητικής. Ο παιδαγωγός του τον μαθαίνει από τη παιδική του κιόλας ηλικία να κραυγάζει «Ανήρ ειμί» και διδάσκεται τη τέχνη του πολέμου στην αυλή του βασιλιά της Φωκίδας. Ονειρεύεται να συνοδεύσει ως διάδοχος τον νικητή πατέρα του που επιστρέφει από τη Τροία. Όμως, τα νέα που φτάνουν από τις Μυκήνες είναι δυσοίωνα και η Ηλέκτρα τον καλεί πίσω και να τηρήσει το ηθικό χρέος απέναντι στο νεκρό πατέρα του. Η τιμή που καλείται να πληρώσει είναι ακριβή και οδυνηρή. Άραγε η Ιστορία θα τον μνημονεύει ως δίκαιο τιμωρό ή ως μητροκτόνο και μόνο;  

Εγκλωβισμένος στο βασίλειο των σκιών εκείνης… Πως αλλιώς; Και δε διαμαρτύρομαι. Δεν επιζητώ οίκτο. Άλλωστε, τα γεγονότα ενθυμούμαι και ιστορώ.

Ο Μάνος Κοντολέων εμπνεόμενος από την ιστορία της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών δίνει τη δική του σύγχρονη εκδοχή και «ντύνει» το αρχαίο δράμα με μια μεταφεμινιστική ερμηνεία των ταυτοτήτων των δύο φύλων. Αφηγητές αυτής της τραγωδίας η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης, μητέρα και γιός, θύμα και θύτης, αλλά και οι δύο θύματα της γοητείας της εξουσίας και των προσωπικών τους ερινυών. Ο συγγραφέας δίπλα σε αυτή τη σχέση αφήνει να φανούν και οι σχέσεις Κλυταιμνήστρας – Ελένης – Λήδας, Κλυταιμνήστρας – Ηλέκτρας, Κλυταιμνήστρας – Αγαμέμνονα και Κλυταιμνήστρας – Αιγίσθου. Ο αναγνώστης παρακολουθεί όλα τα στάδια της ζωής της Κλυταιμνήστρας από τη γέννησή της και τα παιδικά – εφηβικά της χρόνια στη Σπάρτη μέχρι τη παράνομη σχέση της με τον Αίγισθο και τη δολοφονία της από τον Ορέστη. Η εναλλασσόμενη διήγηση των γεγονότων τόσο από τη πλευρά της Κλυταιμνήστρας όσο από τη πλευρά του Ορέστη είναι συγκλονιστική, με αποκορύφωμα τη τελική τους κάθαρση. Κλείνοντας, μιλάμε για μια εξαιρετική ανατύπωση της γνωστής τραγωδίας που πρόκειται να εντυπωσιάσει μέχρι και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες!

Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.

By Editor4  Οκτωβρίου 20, 2023

https://www.pna.gr/politismos/books/item/88849-diavasame-oi-skies-tis-klytaimnistras-apo-ton-mano-kontoleon

https://www.pna.gr/politismos/books/item/88849-diavasame-oi-skies-tis-klytaimnistras-apo-ton-mano-kontoleon

11.10.23

Πατρίκ Μοντιανό “Chevreuse”

 

Πατρίκ Μοντιανό

Chevreuse

Μετάφραση :Αχιλλέας Κυριακίδης

Εκδόσεις Πόλις

  

Μπορεί να εμπιστευόμαστε τη μνήμη για να συνθέσουμε το παρελθόν μας;

Αυτό που κάποτε ζήσαμε είναι ίδιο με αυτό που πιστεύουμε πως γνωρίσαμε, βιώσαμε;

Ο γάλλος συγγραφέας Πατρίκ Μοντιανό (Βραβείο Νόμπελ 2014) ακολουθεί τα ίχνη του Προυστ και καταγράφει τις αντιδράσεις του ήρωά του καθώς στιγμές του ‘τώρα’ φέρνουν στο νου αντίστοιχες στιγμές κάποιου ‘τότε’.

Αλλά τα στάδια ζωής κάθε ανθρώπου πόσο συνδέονται μεταξύ τους; Πόσο στην ουσία μπορεί κανείς να εμπιστευθεί τις μεταξύ τους συνδέσεις;

«… Οι διαφορετικές περίοδοι μιας ζωής -παιδική ηλικία, εφηβεία, ωριμότητα, γηρατειά- αντιστοιχούν σε πολλούς διαδοχικούς θανάτους» -διαβάζουμε από τις πρώτες κιόλας σελίδες ενός σύντομου μυθιστορήματος που φλερτάρει με την αγωνιώδη εξέλιξη μιας αστυνομικής πλοκής καθώς ο ήρωας του έργου «…κάποιες εικόνες μιας περιόδου της ζωής  (που) τις έβλεπε να ξετυλίγονται γρήγορα προτού εξαφανιστούν στη λήθη».

Κεντρικό πρόσωπο  ένας συγγραφέας, ο Ζαν Μποσμάν και είναι αυτός που καθώς σε μια ώριμη πλέον ηλικία θα βρεθεί σε μέρη όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια και άλλα της νεότητάς του, θα αναζητά να αναγνωρίσει το πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν αυτά τα μέρη και οι άνθρωποι που αντίστοιχα είχε γνωρίσει, στη τωρινή του κατάσταση.

Και αν τα μέρη προσδιορίζονται με μια υποκειμενική λεπτομέρεια –«… οφειλόταν στο ότι είχε περπατήσει πολλές φορές στην περιοχή, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του, κι ότι ο χρόνος είχε συντομεύσει τις αποστάσεις», αυτά που ενεργοποιούν τη μνήμη είναι πράγματα μικρά, συχνά ασήμαντα -ο ήχος ενός ρολογιού, η φλόγα ενός αναπτήρα.

Και βέβαια οι άνθρωποι. Που καθώς έχουν περπατήσει για μεγάλα ή και σύντομα διαστήματα δίπλα στον ήρωα, μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να μορφοποιήσουν το παρελθόν του.

Συγγραφέας, ο Μοντιανό, της λεπτομέρειας και των αποσιωπήσεων, μα και μανιώδης καταγραφέας του περιβάλλοντος (πάντα όμως μέσα από μια εντελώς δική του ματιά όπου το ‘είναι’ γίνεται ισότιμο του ‘φαίνεσθαι’) δημιουργεί με εντελώς αυθαίρετες προσωπικές του περιγραφές, έναν δικό του γεωγραφικό χώρο -την κοιλάδα της κωμόπολης Σερβέζ- και μια δική του παρισινή συνοικία -το Οτέιγι, όπως και ανασυνθέτει σπίτια, ξενοδοχεία και καφέ από το παρελθόν . Και μέσα σε αυτούς τους χώρους θα κυκλοφορήσει όχι μόνο ο ήρωάς του (ως ένα alter ego του) αλλά και κάποια πρόσωπα που ο αναγνώστης θα αναζητά συνέχεια να κατανοήσει την υφή των εγκλημάτων του. Μα που τελικά δεν είναι άλλη από την ακούσια ή μη επέμβασή τους στο μέλλον του άλλου, στην ουσία στη διαμόρφωση της μνήμης του.

Και αν ο Προυστ αναζητούσε τον Χαμένο Χρόνο, ο Μοντιανό μιας και ξέρει πως ο όποιος κρυμμένος θησαυρός ενός παιδιού τελικά θα αποδειχτεί παλιά χαρτονομίσματα ληγμένα, περιγράφει τον ήρωά του να παρακολουθεί τη λευκή γραμμή που αφήνει πίσω του ένα αεροπλάνο, χωρίς όμως να μπορεί να πει αν έρχεται από το παρελθόν ή αν επιστρέφει σε αυτό.

Εσωτερικών και ήσυχων σπασμών το μυθιστόρημα, κρατά αυτόν τον ρυθμό και στη γλώσσα μας. Τη μετάφραση την υπογράφει ο πολλαπλά δόκιμος και στον τομέα αυτό, Αχιλλέας Κυριακίδης.

https://www.fractalart.gr/chevreuse/

(480 λέξεις)


9.10.23

Τζον Γκριν "Το λάθος αστέρι"


 

Τζον Γκριν

«Το λάθος αστέρι»

Μετάφραση: Δημήτρης Μελικέρτης

Εκδόσεις Ψυχογιός

 

Τα μυθιστορήματα που απευθύνονται σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες -δηλαδή μαθητές του Γυμνασίου και των πρώτων τάξεων του Λυκείου- δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλή στη  χώρα μας. Το εκπαιδευτικό σύστημα από τη μια που ακόμα και στο Δημοτικό δεν προωθεί ικανοποιητικά τη φιλαναγνωσία, στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχει φροντίσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες με τις οποίες ο δεκατριάχρονος  ή και ο δεκαεξάχρονος έφηβος θα γνωρίσει τη λογοτεχνία που περιγράφει και τον δικό του κόσμο και φωτίζει τα δικά του συναισθήματα και προβλήματα. Μα και από την άλλη -ας το παραδεχτούμε κι αυτό- όλοι μας, ως λαός, δεν διαθέτουμε εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μας βοηθήσουν να τολμήσουμε να προσφέρουμε στους εφήβους μας τις ευκαιρίες να γνωρίσουν τη χαρά μιας λογοτεχνικής ανάγνωσης.

Γεμάτες -και σωστά- οι γειτονιές από κέντρα σωματικών δραστηριοτήτων, αλλά σε ελάχιστες γειτονιές  θα δούμε να λειτουργούν βιβλιοθήκες και να δημιουργούνται λέσχες ανάγνωσης για εφήβους.

Παρόλα αυτά, έλληνες συγγραφείς υπάρχουν που γράφουν καλά -στην πλειοψηφία τους- νεανικά μυθιστορήματα, όπως και αρκετοί εκδοτικοί οίκοι μεταφράζουν έργα αυτής της κατηγορίας.

Οι επιλογές των τελευταίων γίνονται βασισμένες στο πως τα επιλεγμένα προς μετάφραση μυθιστορήματα έχουν κριθεί στη χώρα που δημιουργήθηκαν, αλλά και σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου.

Ως ένα βαθμό ο τρόπος αυτός επιλογής προσφέρει μια ασφάλεια ως προς την ποιότητα των έργων, συχνά όμως δεν λαμβάνονται υπόψιν οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στον τόπο καταγωγής του συγγραφέα.

Ο Τζον Γκριν είναι ένας από τους πλέον γνωστούς αμερικάνους συγγραφείς βιβλίων για νέους. Πολλά τα μυθιστορήματά του και όλα σχεδόν ιδιαιτέρως αγαπήθηκαν από το κοινό των εφήβων τόσο της Αμερικής όσο και άλλων χωρών της Δύσης.

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν εδώ και μια δεκαετία αρκετά από τα έργα του και -χωρίς να έχω επιβεβαιωμένα στοιχεία- μάλλον έχουν βρει κι εδώ ένα πιστό κοινό.

Ανάμεσα στα μυθιστορήματα του «Το λάθος αστέρι» μπορεί κανείς να πει πως είναι το πλέον δημοφιλές κι άλλωστε πάνω του στηρίχτηκε και μια κινηματογραφική διασκευή.

Θέμα του μυθιστορήματος ο καρκίνος και οι νέοι. Οι δυο έφηβοι πρωταγωνιστές του πάσχουν από ανίατες μορφές αυτής της αρρώστιες και θεωρούνται ως μελλοθάνατοι.

Ο Γκριν καταφέρνει ένα τόσο ζοφερό θέμα να το μετατρέψει σε μια ερωτική ιστορία που χωρίς να αποκρύπτει την τραγική αλήθεια της, καταφέρνει να την περιβάλει με μια μορφή αισιοδοξίας.

Υποθέτω πως αυτή η μείξη θανάτου- νεότητας – έρωτα είναι και το στοιχείο που έχει κάνει αυτό το έργο τόσο δημοφιλές.

Αλλά όπως κάθε τι, έτσι και εδώ η δημοφιλία έχει το κόστος της και αυτό καλείται να το πληρώσει η ρεαλιστική προσέγγιση αυτού του θέματος.

Ο Γκριν χαρίζει μια σκωπτική ωριμότητα στους ήρωές του είτε αυτοί είναι οι έφηβοι καρκινοπαθείς είτε το άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον. Στολίζει ακόμα την αφήγησή του με πολλές φιλοσοφικές, απλά όμως διατυπωμένες, σκέψεις, όπως και ενσωματώνει στην πλοκή μια λογοτεχνική νότα καθώς ένα από τα κομβικά πρόσωπα του έργου είναι και κάποιος διάσημος συγγραφέας.

Το πως αντιμετωπίζονται οι καρκινοπαθείς έφηβοι στην Αμερική είναι εντελώς διαφορετικό από τον τρόπο που κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στην Ελλάδα. Αλλά ο έλληνας αναγνώστης δε νομίζω πως θα σταθεί σε αυτό καθώς θα τον παρασύρει η περιγραφή μιας εφηβικής ερωτικής εμπειρίας κάτω από τη σκιά, μα και την επέλαση του θανάτου.

Τελικά έχουμε ένα μυθιστόρημα που περιγράφει αυτό που θα θέλαμε να συμβαίνει και που καλύπτει μέσα από μια συχνά στερεοτυπικά φιλοσοφική ματιά το βάθος αυτής της ίδιας της μοίρας εκείνου του ανθρώπου που από νεαρή ηλικία έρχεται αντιμέτωπος με την ύπαρξη της αρρώστιας και του θανάτου.

Μπορεί κανείς -όπως εγώ, για παράδειγμα- να διαφωνεί με αυτή τη συγγραφική προσέγγιση. Αλλά από την άλλη δεν γίνεται -και αυτό κάνω κι εγώ- να μην εκτιμήσει τις συγγραφικές ικανότητες του Γκριν που καταφέρνει να πείσει πως ο τραγικός  κόσμος που περιγράφει έχει τη δική του γοητεία.

(630 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/efivika/21093-to-lathos-asteri

2.10.23

Όσκαρ Ουάιλντ "Ο εγωιστής γίγαντας' (Μετάφραση Μάνος Κοντολέων) στον 'Χάρτη'

Ο εγωιστής Γίγαντας Τα απογεύματα που τα παιδιά επέστρεφαν από το σχολείο, τους άρεσε να περνάνε από τον κήπο του Γίγαντα κι εκεί να σταματούν για να παίξουν. Ήταν ένα μεγάλος και πολύ όμορφος κήπος, στρωμένος όλος με καταπράσινο γρασίδι που δώθε , κείθε το στόλιζαν πολύχρωμα λουλούδια, ίδια όπως στολίζουν τ΄ αστέρια τον ουρανό. Υπήρχαν ακόμα και δώδεκα ροδακινιές που την μεν άνοιξη γεμίζαν με ανθάκια σε απαλούς χρωματισμούς, το δε φθινόπωρο με τους ζουμερούς καρπούς τους. Πάνω τους τα πουλιά κούρνιαζαν κι αρχίζαν ένα τόσο γλυκό κελάηδισμα που ακόμα και τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι τους για να χαρούνε τους τρυφερούς ήχους. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε σε αυτό το μέρος!» έλεγαν μεταξύ τους. Μα μια μέρα ο Γίγαντας επέστρεψε. Έλειπε για επτά ολόκληρα χρόνια καθώς είχε πάει να δει τον παλιό του φίλο, τον Δράκο της Κορνουάλης. Ότι είχε να πει ο Γίγαντας στον φίλο του το είχε πει κι όπως άλλωστε δεν του αρέσαν και πολύ οι χωρίς περιεχόμενο συζητήσεις, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο κάστρο του. Με το που επέστρεψε ε’ιδα τα παιδιά να παίζουν στον κήπο του. «Ε, τί κάνετε εδώ!» φώναξε και η άγρια φωνή του τρόμαξε τα παιδιά που το βάλανε στα πόδια. «Ο κήπος είναι δικός μου!» συνέχιζε να φωνάζει ο Γίγαντας, «Νομίζω πως αυτό όλοι το ξέρουν! Και στον δικό μου κήπο κανείς άλλος εκτός από του λόγου μου δεν επιτρέπεται να παίζει» Έχτισε, λοιπόν, ολόγυρα έναν ψηλό τοίχο και κρέμασε και μια πινακίδα που προειδοποιούσε: ΟΣΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑΙ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ Α, ναι! Ήταν ένα πολύ εγωιστής γίγαντας. Και τα καημένα τα παιδιά δεν είχαν πια που να παίξουν. Πήγαν στον δρόμο, μα ήταν όλο χώμα και μυτερές πέτρες. Κανένα παιχνίδι εκεί δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούνε. Κι έτσι το μόνο που τους έμενε ήταν , όταν σχολούσανε, να περνάνε έξω από τον ψηλό μαντρότοιχο, να θυμούνται τον όμορφο κήπο που τους έκρυβε και να αναστενάζουν και να λένε, «Θυμάστε πόσο όμορφα κάποτε διασκεδάζαμε σε αυτό το μέρος;» Έπειτα ήρθε η άνοιξη και η εξοχή γέμισε από τα χρώματα των λουλουδιών και από τα τιτιβίσματα των πουλιών. Μα μέσα στον κήπο του Γίγαντα εξακολουθούσε να βασιλεύει ο χειμώνας. Τα πουλιά μιας και δεν είχαν τη συντροφιά των παιδιών, δε είχαν και κέφι να τραγουδάνε, μα και τα δέντρα δεν θέλανε να στολίζονται με τα άνθη τους. Μόνο μια φορά, ένα μικρό λουλουδάκι πρόβαλε μέσα από το γρασίδι, μα μόλις είδε την πινακίδα, τόσο λυπήθηκε, που προτίμησε να γείρει προς τα κάτω το κεφαλάκι του και να κοιμηθεί. Οι μόνοι που χαιρόντουσαν με όλα αυτά ήταν το Χιόνι και η Παγωνιά. «Η Άνοιξη ξέχασε να περάσει εφέτος από εδώ κι έτσι όλη η χρονιά είναι δικιά μας!» πανηγύρισαν. Το Χιόνι με τον άσπρο μανδύα του κάλυψε όλο το χορτάρι και η Παγωνιά στόλισε με ασήμι όλα τα δέντρα. Και στη συνέχεια, σκέφτηκαν να φωνάξουν και τον Βοριά να έρθει να μείνει μαζί τους. Κι αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τυλιγμένος με τις βαριές γούνες του, τριγύρναγε μέσα στον κήπο και άλλοτε μούγκριζε κι άλλοτε ξεφυσούσε τόσο δυνατά που τα καπελάκια από τις καπνοδόχους πέφτανε χάμω. «Αυτός είναι ο τόπος που τόσο καιρό ψάχναμε» είπε ο Βοριάς, «Λέω να προσκαλέσουμε και το Χαλάζι να μας κάνει μια επίσκεψη» Νάσου, λοιπόν, και το Χαλάζι. Κάθε μέρα και για τρεις ολόκαιρες ώρες έπεφτε με δύναμη πάνω στις στέγες του κάστρου μέχρις ότου σπάσανε οι περισσότερες από τις πλάκες τις σκεπάζανε. Και δεν έφτανε αυτό. Πήρε και να τρέχει ασταμάτητα μέσα στον κήπο κι όλα πήρανε το χρώμα των ρούχων που φορούσε -γκρίζα- και παγώσανε από τις ανάσες του. «Μπα σε καλό! Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εφέτος η Άνοιξη άργησε τόσο να έρθει» αναρωτιότανε ο Γίγαντας, καθώς πίσω από το τζάμι κοιτούσε τον κάτασπρο και παγωμένο κήπο του. «Δεν γίνεται, κάποια στιγμή θα αλλάξει ο καιρός!» μουρμούριζε. Μα μήτε η Άνοιξη έφτασε ποτέ, μήτε και το Καλοκαίρι. Και το Φθινόπωρο, όταν ήρθε, δώρισε χρυσούς καρπούς στα δέντρα των άλλων κήπων… Μα όχι και σε αυτά που βρίσκονταν στον κήπο του Γίγαντα. «Αυτός ανήκει σε ένα πολύ εγωιστή Γίγαντα» είπε. Κι έτσι σ΄ εκείνο τον κήπο υπήρχε πάντα ο Χειμώνας και ο Βοριάς, η Παγωνιά και το Χιόνι και το Χαλάζι. Όλοι αυτοί γλεντοκοπούσαν και χορεύανε ανάμεσα στα δέντρα. Ένα πρωινό, ο Γίγαντας είχε ξυπνήσει και χουζούρευε στο κρεβάτι του, όταν άκουσε μια όμορφη μουσική. Τόσο γλυκιά ήταν η μελωδία που ο Γίγαντας σκέφτηκε πως απ΄ έξω πρέπει να περνούσε η βασιλική μπάντα. Μα όχι -απλώς ένας τόσος δα Σπίνος που κελαηδούσε έξω από το παράθυρο. Αλλά ο Γίγαντας είχε τόσο καιρό να ακούσει κελάηδισμα πουλιού στον κήπο του, που του φάνηκε πως άκουγε τραγούδι παιγμένο από σπουδαίους μουσικούς. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το Χαλάζι σταμάτησε να χοροπηδά πάνω στο κεφάλι του και ο Βοριάς να ουρλιάζει μέσα στα αυτιά του και μέσα από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε μια εξαίσια μυρωδιά. «Επιτέλους ,η Άνοιξη έφτασε!» φώναξε ο Γίγαντας και πήδηξε από το κρεβάτι του για να κοιτάξει έξω. Μα τί ήταν αυτό που είδε; Από μια μικρή τρύπα του μαντρότοιχου, τα παιδιά είχαν καταφέρει να μπούνε μέσα στον κήπο και -νάτα!- σκαρφαλωμένα στα κλαριά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο πάνω κι ένα παιδί. Και τα δέντρα, χαρούμενα που τα παιδιά είχαν επιστρέψει, γέμισαν αμέσως με άνθη τα κλαριά τους και τα πηγαινοφέρνανε πάνω από τα παιδικά κεφαλάκια. Ολόγυρα τους πετούσαν τα πουλιά με χαρούμενα τιτιβίσματα και τα λουλούδια ξεφύτρωνα χαμογελαστά μέσα από το πράσινο χορτάρι. Α, ήταν μια πανέμορφη εικόνα! Και μόνο σε μια γωνιά είχε απομείνει ακόμα η χειμωνιά. Ήταν μια τόση δα γωνίτσα κι εκεί βρισκόταν ένα αγοράκι.. Όπως ήταν πολύ μικρό, δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο κλαρί και τριγύρναγε γύρω από το δέντρο κλαίγοντας με παράπονο. Μα και το δύστυχο το δέντρο, ήταν κι αυτό ακόμα σκεπασμένο με χιόνι και ανάμεσα στα κλαριά του ο Βοριάς λυσσομανούσε. «Έλα, σκαρφάλωσε πάνω μου!» το Δέντρο προσπαθούσε να χαμηλώσει τα κλαδιά του και έδινε θάρρος στο αγοράκι. Μα εκείνο ήταν πολύ μικρό ακόμα. Μια εικόνα που έκανε την σκληρή καρδιά του Γίγαντα να λιώσει. Κι έτσι «Μα πόσο εγωιστής ήμουνα!» ομολόγησε στον εαυτό του, «Τώρα καταλαβαίνω γιατί η άνοιξη δεν ήθελε να έρθει στον κήπο μου… Λοιπόν, να τι θα κάνω. Θα βοηθήσω πρώτα το αγοράκι να ανέβει στα κλαριά και μετά θα πάω και θα γκρεμίσω τη μάντρα. Κι έτσι ο κήπος μου θα γίνει και πάλι ο παράδεισος για τα παιχνίδια των παιδιών» Ήταν στ΄ αλήθεια πολύ λυπημένος με όλο αυτό το κακό που είχε κάνει. Κι έτσι κατέβηκε κάτω και πολύ σιγά και προσεχτικά άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του και έκανε ένα βήμα προς τον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, το βάλανε στα πόδια, ο κήπος άδειασε και ο Χειμώνας επέστρεψε και πάλι. Μόνο το μικρό αγοράκι είχε απομείνει στη γωνιά του. Το βλέμμα του ήταν τόσο θολό από τα δάκρυά που δεν είχε δει τον Γίγαντα που τώρα το πλησίαζε και ήρεμα πήγε από πίσω του και το ανασήκωσε απαλά και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Κι αμέσως το δέντρο γέμισε με μπουμπούκια και τα πουλιά δεν καθυστέρησαν κι αυτά να έρθουν να κάτσουνε στα κλαριά πάνω και να πιάσουν το τραγούδι. Και το αγοράκι τότε άπλωσε τα χεράκια του, τα τύλιξε γύρω από τον λαιμό του Γίγαντα και του έδωσε ένα φιλί. Τα είδαν όλα αυτά τα άλλα παιδιά και πήραν θάρρος και επέστρεψαν στον κήπο και μαζί τους επέστρεψε και η Άνοιξη. «Δικός σας και πάλι ο κήπος, παιδιά μου!» είπε ο Γίγαντας και αμέσως πήρε ένα μεγάλο γκασμά και γκρέμισε τον μαντρότοιχο. Κι όταν το μεσημέρι, πέρασαν από εκεί πηγαίνοντας προς υην αγορά, είδαν το Γίγαντα να παίζει με τα παιδιά μέσα στον πανέμορφο κήπο του. Κι έπειτα βράδιασε και τα παιδιά αποχαιρέτησαν τον νέο του φίλο. Αυτός αναζήτησε ανάμεσά τους το αγοράκι που είχε βοηθήσει να ανέβει στο δέντρο. «Πού είναι ο μικρός σας φίλος» ρώτησε. Ο Γίγαντας αισθανότανε μια ιδιαίτερη αγάπη για το μικρό εκείνο παιδί που του είχε χαρίσει ένα φιλί. «Δεν ξέρουμε… θα έχει φύγει» είπαν τα παιδιά. «Να θυμηθείτε να του πείτε πως αύριο τον περιμένω» τους ζήτησε ο Γίγαντας. Αλλά τα παιδιά του απάντησαν πως δεν ξέρανε που μένει μιας και δεν είχε τύχει να τον δούνε πιο πριν. Και τότε ο Γίγαντας στεναχωρήθηκε πολύ. Κάθε απόγευμα, τα παιδιά ερχόντουσαν να παίξουν με τον Γίγαντα. Μα εκείνο το αγαπημένο του αγοράκι, δεν ξαναφάνηκε. Κι εκείνος, αν και κανένα παιδί δεν ξεχώριζε και όλα τα αγαπούσε, εντούτοις για το χαμένο μικρό αγόρι είχε μια αδυναμία και κάθε λίγο και λιγάκι το θυμότανε και μιλούσε γι αυτό. «Πόσο θα ήθελα να το έβλεπα ξανά!» αναστέναζε. Και τα χρόνια περνούσαν και ο Γίγαντας γερνούσε και όλο και πιο αδύναμος γινότανε. Δεν άντεχε πια να παίζει τα παιχνίδια των παιδιών. Προτιμούσε να καμαρώνει αυτά και όλον τον κήπο του καθισμένος σε μια πολυθρόνα. «Πολλά λουλούδια στολίζουν τον κήπο μου, αλλά περισσότερο από τα λουλούδια τον στολίζουν τα παιδιά» έλεγε. Κι ήταν ένα πρωινό το Χειμώνα που φόραγε τα ρούχα του, έριξε και τη ματιά του έξω από το παράθυρό του. Τώρα πια δεν μισούσε τον Χειμώνα μιας και ήξερε πως κάποια μέρα η Άνοιξη θα ερχότανε και μέχρι τότε τα λουλούδια του απλώς ξεκουραζόντουσαν κάτω από το χώμα. Μα ξαφνικά αυτό που είδε ήταν θαυμάσιο, τόσο απίστευτο που έτριψε τα μάτια του για να το δει πιο καθαρά. Κάτι εξαίσιο υπήρχε εκεί έξω. Στην πιο απόμερη και μακρινή γωνιά του κήπου υπήρχε ένα δέντρο σκεπασμένο ολάκερο με πανέμορφα ολόλευκα μπουμπουκάκια. Ασημένιοι καρποί κρεμόντουσαν από ολόχρυσα κλαριά. Και από κάτω τους στεκόταν ο αγοράκι εκείνο που τόσο είχε αγαπήσει ο Γίγαντας. Με χαρά, ο Γίγαντας όρμησε στον κήπο. Με μεγάλες δρασκελιές πάνω στα χορτάρια πλησίασε το παιδί. Μα όταν το πλησίασε και είδε… Κοκκίνισε το πρόσωπό του και «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» ούρλιαξε. Πάνω στις δυο παιδικές παλάμες δυο αιμάτινα σημάδια. Κι άλλα δυο στα ποδαράκια. Όλα τους ήταν σημάδια από καρφιά. «Πες μου ποιος το έκανε αυτό! Ποιος σε πλήγωσε; Θα πάρω το σπαθί μου και θα τον λιανίσω!» ο Γίγαντας είχε αληθινά θυμώσει πάρα πολύ. «Όχι!» το παιδί είπε, «Αυτές είναι οι πληγές της Αγάπης!» Και τότε ο Γίγαντας ξαφνιασμένος και με δέος ψιθύρισε, «Ποιος είσαι;» Αλλά είχε καταλάβει ποιος ήταν Εκείνος που στεκότανε μπροστά του και γονάτισε και το αγοράκι χαμογέλασε και του είπε, «Κάποτε με άφησε να παίξω στον κήπο σου. Σήμερα ήρθα να σε πάρω στον δικό μου κήπο, στον Παράδεισο» Κι έτσι, όταν το απομεσήμερο φτάσανε τα παιδιά για να παίξουν στον κήπο, είδαν μπροστά τους το νεκρό σώμα του Γίγαντα σκεπασμένο με τα λευκά λουλουδάκια της αγάπης. (1760 λέξεις) https://www.hartismag.gr/hartis-58/hartaki/o-eghoistis-ghighantas