17.4.19

Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο


Μάνος Κοντολέων, Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο


  Το πήρα χαμπάρι με καθυστέρηση ενός μηνός, ότι από τις 3 έως 9 του Μάρτη ήταν η εβδομάδα «διάβασε ένα ebook». Η «Ανοικτή βιβλιοθήκη», συμμετέχοντας, έθετε στη διάθεση των αναγνωστών της διηγήματα, ενός συγγραφέα κάθε μέρα, τα οποία θα μπορούσαν να κατεβάσουν και να τα διαβάσουν. Εγώ, λάτρης του ηλεκτρονικού βιβλίου (έχω διαβάσει ένα σωρό στο tablet μου) αποφάσισα να συμμετάσχω αναδρομικά, διαβάζοντας τα διηγήματα τεσσάρων συγγραφέων, οι οποίοι με ενδιέφεραν.
  Ο πρώτος συγγραφέας ήταν ο Τουργκένιεφ με το διήγημά του «Ο σκύλος». Σειρά είχε ο Τολστόι με το διήγημά του «Οι τελευταίες στιγμές ενός κατάδικου». Στη συνέχεια ο Ροΐδης, με δυο διηγήματα, «Η ιστορία ενός σκύλου» και «Η ιστορία μιας γάτας». Και τέλος ο Μάνος Κοντολέων με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1982.
  Ξεκινάω ανορθόδοξα παραθέτοντας δυο αποσπάσματα από ένα κείμενο οιονεί εισαγωγή.
  «…και χαρακτηρίζουν τις συγγραφικές του εμμονές».
  Πρόσφατα έγραψα για την τελευταία ταινία της Naomi Kawase «Κάθε χίλια χρόνια» ότι «Τελικά με την Kawase διαπιστώνω ακόμη μια φορά ότι πάρα πολλοί σκηνοθέτες έχουν τις θεματικές και/ή υφολογικές εμμονές τους. Η εμμονή της Kawase είναι κυρίως υφολογική, και οι ερωτικές της ιστορίες είναι απλά το στημόνι για να υφάνει τον υφολογικό της καμβά». Για τις συγγραφικές εμμονές του Μάνου Κοντολέοντα θα έλεγα ότι είναι θεματικές και υφολογικές.
  Για τις θεματικές του εμμονές διαβάζουμε (ίσως το γράφει ο ίδιος) ότι «Τα κείμενα της συλλογής δημιουργούν μικρά πορτραίτα ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μέσα στα όρια μιας αστικής περιοχής…». Αυτό που δεν γράφει είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μοναξιασμένοι, ότι ζουν μια περιφερειακή και δυστυχισμένη ζωή. Όσο για τις υφολογικές, αυτό που παρατηρούμε είναι η «παραμυθική» αφήγηση στην οποία ο διάλογος σπανίζει, όπως και τα λογοτεχνικά μπιχλιμπίδια που βλέπουμε σε άλλα πεζογραφήματα.
  Στο πρώτο διήγημα «Εγώ κι εκείνος ή εκείνος κι εγώ» βλέπουμε τον μοναξιασμένο ήρωα για τον οποίο λέει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής ότι «Η δική του ζωή ήταν ολάκερη μια υποταγή με ασφυχτικά, οδυνηρά, επώδυνα “δεν”. Δε χόρτασε, δε σπατάλησε, δεν τόλμησε, δεν αγάπησε, δεν ερωτεύτηκε, δεν έκανε έρωτα, δε γάμησε-ούτε καν αυτό». Αντιστικτικά έχουμε τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή με τις κατακτήσεις του και την ειρωνεία του, στην οποία σιγοντάρει και η συνάδελφός τους στη δουλειά.
  Στο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή ο ήρωάς μας δεν είναι μόνος, όμως νιώθει εξίσου μοναξιασμένος μέσα στην οικογένειά του. Θυμάται ευτυχισμένες στιγμές των πρώτων ερώτων με τη γυναίκα του. Τώρα η σιδερώστρα και η τηλεόραση είναι τα κύρια αξεσουάρ της οικογενειακής του «ευτυχίας».
  Στο «Όσα ξέρει ο νοικοκύρης» η εγκαταλειμμένη εδώ και χρόνια από το σύζυγό της γυναίκα μιλάει για τη ζωή της και κυρίως για το γιο της που είναι ομοφυλόφιλος. Δεν την πειράζει, ένας άντρας στο σπίτι (το γιο της προφανώς δεν τον θεωρεί για άντρα) είναι μια ασφάλεια, προσφέρει μια προστασία. Και όταν πηγαίνουν διακοπές, το τρίο είναι πάντα μαζί.
  «Οι καθαρίστριες στα δημόσια ουρητήρια δεν έχουν φύλο». «Μοιάζουν με τους αγγέλους. Το ίδιο κι αυτοί, μήτε αρσενικοί είναι, μήτε θηλυκοί…Κανείς δεν τις προσέχει, κι αυτές σε κανένα δε δίνουν σημασία». Κάποτε, στα νιάτα τους, η ζωή τους ήταν γεμάτη υποσχέσεις. Όμως η βιοπάλη συνέτριψε τους συζύγους, και αυτές εκλιπαρούσαν για μια θέση στα δημόσια ουρητήρια.
  Υπάρχουν άραγε ακόμη; Στην Ιεράπετρα, στη θέση των ουρητηρίων που το επόπτευαν η κουτσο-Μαρία με την κόρη της κτίσθηκε το δημαρχείο, που τώρα πια στεγάζει μόνο κάποιες υπηρεσίες του. Τι να έγιναν άραγε; Θα ζει τουλάχιστον η κόρη; Είχαν και ένα γλάρο συντροφιά. Τι μου θύμισες, Μάνο Κοντολέων.
  «Πάμε να φάμε σήμερα στο Καβούρι;».
  Απηυδισμένος από τη δουλειά στο γραφείο το θεωρεί σαν απόδραση, σαν διαφυγή από το ζοφερό περιβάλλον της εργασίας, όμως κανείς δεν φαίνεται να συγκινείται από την πρότασή του, ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Ακόμη και εκείνος που βρίσκεται τυχαία δίπλα του στο φανάρι, στον οποίο απευθύνει απελπισμένα την ίδια ερώτηση.
  «Έτσι…».
  Στην πραγματικότητα το διήγημα θα έπρεπε να τιτλοφορείται «Έξω». «Έξω!» λέει στα πεθερικά του, στα αδέλφια του, στους γονείς του. Έδιωξε και τη γυναίκα του. Στο τέλος έδιωξε και τα παιδιά του. Ο Κοντολέων δεν μας λέει, σε αυτό το σύντομο διήγημα, αν κατάφερε να διώξει και το νοσοκομειακό από το Δρομοκαΐτειο. 
   «Με την ευκαιρία της άφιξης της θείας από το Λος Άντζελες, ή το ανάποδο».
   Για να είμαι ειλικρινής αυτό το ανάποδο δεν το κατάλαβα. Και κανείς δεν ένοιωθε δυστυχισμένος με την άφιξή της, ούτε κατά την τελετή του αποχαιρετισμού στα «Εφτά αδέλφια». Μόνο ο αφηγητής, μικρό παιδί, νομίζει ότι νιώθει τη στενοχώρια της μητέρας του, κοντή και καθόλου όμορφη, ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναικάρες τις μικρασιάτισσες. Και ένας που τη χόρεψε, νόμισε ότι το έκανε από οίκτο. Το κατάλαβε και ο ίδιος ότι ήταν υπερβολικός, γιατί το διήγημα τελειώνει: «Καλά! Βλακείες, ανοησίες, χαζομάρες! Ήθελα να ’ξερα [«ήθελα και να κάτεχα» λέμε στην Κρήτη, θυμήθηκα τώρα] μέχρι πότε θα μένω έτσι παιδί! Έτσι ανήλικος! Φαντασιόπληχτος! Έτσι μαλάκας! Μέχρι πότε – γαμώ το! Μέχρι πότε!». Και, στην ηλικία του αφηγητή, θυμάμαι πόσο ζήλεψα που η μητέρα μου χόρεψε με κάποιον πολύ μικρότερό της στον αρραβώνα της Μαρικούλας, μιας γειτόνισσας. 
  «Η εφηβεία της… τα νιάτα της… τόσα χρόνια μοναξιάς». Ο λόγος για μια δασκάλα σε ένα διήγημα με ένα τίτλο μακρινάρι που βαριέμαι να τον γράψω. Δύσκολη η ζωή του εκπαιδευτικού, είτε είναι δάσκαλος είτε είναι καθηγητής.
  Μου το είπε η συναδέλφισσα η Ζοζεφίνα, που το έλεγε κάποια δασκάλα. «Όταν είμασταν μαθητές, μας πήδαγαν οι δάσκαλοί μας [εγώ έφαγα άγριο ξύλο από τον συγχωρεμένο τον Κατσιδονιώτη, δάσκαλο, και τον επίσης συγχωρεμένο Μιχαλάκη, μαθηματικό]. Τώρα που είμαστε δάσκαλοι μας πηδάνε οι μαθητές μας [μην τολμήσεις και αγγίξεις μαθητή, θα καθίσεις στο σκαμνί του κατηγορουμένου]. Καλά, εμείς πότε θα πηδήξουμε;
  Στην άλλη ζωή ίσως, μπορεί να έχει και ο Παράδεισος σχολεία, αν είμαστε εννοείται από τους τυχερούς.
  Το διήγημα αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί κάποια στιγμή μιλάει ο ίδιος ο συγγραφέας, όχι σαν αφηγητής πια, για τον εαυτό του. «Τελικά αποφάσισα να την κάνω δασκάλα. Έτσι, αυθαίρετα! Μια αυθαιρεσία απόλυτα-νομίζω-δικαιολογημένη σ’ ένα συγγραφέα. Κάτι τέτοιες αυθαιρεσίες με κάνουν να αισθάνομαι – όταν γράφω – πως είμαι ένας μικρός θεός, ένας πλάστης συγκεκριμένων ανθρώπων». Εγώ πάλι, σαν κριτικός, νοιώθω σαν ένας δικαστής πάνω στην έδρα που κρίνει αν ένα έργο αν είναι καλό ή κακό. Εν τάξει, τον κακό συγγραφέα/σκηνοθέτη δεν τον στέλνω και στη φυλακή. 
  Να και ένας σύντομος τίτλος, «Η εκδρομή».
  «Μέσα στη θάλασσα με 40 παιδιά κι ένα νέο, άπειρο δάσκαλο. Ναι, αυτό ήταν! Η ευθύνη». Δεν ξέχασα ποτέ τις σαράντα τόσες μαθήτριες που πνίγηκαν στην Κρήτη, δεν είχα διορισθεί ακόμη, και γι’ αυτό μόνο σε μονοήμερες εκδρομές συμμετείχα.
  Το ειδύλλιο προσημαίνεται, χωρίς να δηλώνεται με σαφήνεια, με τον νεαρό καθηγητή. 
  Στο επόμενο διήγημα ο αφηγητής ξεκινάει με τη λαχτάρα που είχε από μικρός να αποκτήσει ένα σκυλί [εγώ ποτέ]. Αυτό το σκυλί ήταν η αιτία να χάσει την αρραβωνιαστικιά του. Με ένα σκυλί, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, δεν ξέρεις ποτέ τι σου ξημερώνει.
  Και η «Φανή» επίσης θυμάται τα νιάτα της, τους έρωτές της. Έχουν περάσει σαράντα χρόνια, το κορμί της πλαδάρεψε. Άθλια γερατειά!!!
  «Πώς και γιατί δεν έγραψα ένα διήγημα».
  Σκέφτηκα να γράψω ένα διήγημα με ηρωίδα μια πόρνη… Μα αγνοώ το θέμα, δεν έχω πια προσωπική εμπειρία. Έχω να πατήσω το πόδι μου σε οίκο ανοχής από τον καιρό που ήμουνα έφηβος, κοντεύουν-τι κοντεύουν!-περάσανε είκοσι χρόνια από τότε. Υποθέτω πως τα πράγματα θα έχουν διαφοροποιηθεί».
  Δεν έχω διαβάσει άλλο έργο του Κοντολέοντα, ίσως τελικά να έγραψε αυτό το διήγημα και να βρίσκεται σε άλλη συλλογή.
  Όμως μπορεί και όχι. «Μα για την ηλικία μου, για τη φήμη μου, για την οικογενειακή και κοινωνική μου θέση, μια τέτοια απόπειρα εισόδου θα είναι μια πολύ, μα πολύ παράτολμη πράξη».
  Πρωτοκλασάτος συγγραφέας, ναι, θα ήταν μια πολύ, μα πολύ παράτολμη πράξη.
  «Τα στερνά», ένα διήγημα που δημοσιεύτηκε σε συλλογικό τόμο το 1969 από τις εκδόσεις «Κάλβος», δίνει το στίγμα των διηγημάτων αυτής της συλλογής, ίσως και των μεταγενέστερων έργων του Κοντολέοντα. Η έφηβη γεμάτη αισιοδοξία για το μέλλον, ο συμβιβασμός για ένα γάμο που δεν ήταν ακριβώς αυτός που ονειρευόταν, και στο τέλος η ματαίωσή του λόγω ενός ατυχήματος και της μικρής προίκας, μια τυπική ιστορία για πολλές κοπέλες, αλλά και πολλούς άνδρες.
  Ποια είναι η «Χίμαιρα»;
  Το να αντιστρατεύεσαι τις εξελίξεις. Κάποιοι έτριβαν τα χέρια τους δίνοντας το παλιόσπιτό τους για αντιπαροχή, άλλοι όμως ήσαν εντελώς απρόθυμοι, καθώς ήταν δεμένο με τις αναμνήσεις τους. Το ίδιο και η ηρωίδα του Κοντολέοντα. Το ίδιο και μια φίλη μου. Και αρκετοί άλλοι, φαντάζομαι. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Χαμένος κάθε χρόνος που είναι πια παρελθόν. Το να τον αναζητάς είναι μια χίμαιρα. Ή μήπως όχι;
  Πολύ μου άρεσαν τα διηγήματα αυτά του Μάνου Παντολέοντα (πήγα να το διορθώσω αλλά το μετάνιωσα. Ας μείνει σαν ανάμνηση του συγχωρεμένου Βαγγέλη Παντολέοντα, πολύ καλού συνάδελφου, επίσης φιλόλογου, στο 61ο λύκειο στην Γκράβα όπου υπηρέτησα για έξι ολόκληρα χρόνια). 

Αναρτήθηκε από Babis Dermitzakis στις Sunday, April 14, 2019
https://hdermi.blogspot.com/2019/04/blog-post_14.html?fbclid=IwAR2eR48NiI_cbHAwqxvFF4ZunGU96uKKaW0jOVZgafioYydDHETzMHzwhxk