Παύλος Μεθενίτης: «Άδειο άλογο»
Το έκτο λογοτεχνικό βιβλίο του δημοσιογράφου Παύλου Μεθενίτη κυκλοφορεί μέσα σε μια περίοδο όπου το θέμα του και ο τρόπος που ο συγγραφέας το διαχειρίστηκε αντανακλούν απόλυτα το όλο κοινωνικό κλίμα που χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο. Αυτό της ασφυξίας και της κοινωνικής αποξένωσης.
Ένας μονόλογος είναι το έργο. Το πρόσωπο που αφηγείται, ο Ηλίας Πανταζής, μπορεί να θεωρηθεί ως μια χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα ανδρός που πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στη Χούντα, ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια των χρόνων της μεταπολίτευσης και πλησιάζει πλέον την ηλικιακή του ωρίμανση όντας κοινωνικό θύμα της εποχής των μνημονίων. Χωρίς εργασία και κατεστραμμένος οικονομικά από τις ανάλγητες και ατελέσφορες πολιτικές των μνημονίων, με τον καλύτερο παιδικό του φίλο να του έχει ξελογιάσει τη γυναίκα και το παιδί του, βιώνει όλη αυτή την κατάσταση μέσα σε ένα ατομικό αδιέξοδο και αναζητά να ταξινομήσει σκέψεις και συναισθήματα με έναν λόγο παραληρηματικό και ιδιαιτέρως προκλητικό, ενώ τελικά θα αποφασίζει την εκδίκηση.
Όπως και στα προηγούμενα έργα του, έτσι και σε αυτό ο Μεθενίτης επιχειρεί να στήσει την ιστορία του ήρωά του σε συνάρτηση με τον κοινωνικό ιστό. Από ένα σημείο και μετά θα μπορούσα και να ισχυριστώ πως ο Ηλίας Πανταζής είναι μια συμπυκνωμένη απεικόνιση μιας μερίδας Νεοελλήνων της μεταπολιτευτικής περιόδου και που άνετα μπορεί αυτή η απεικόνιση να συμπληρωθεί με τον Χρυσοβαλάντη, τον ήρωα στο μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα Μάρτυς μου ο Θεός. Πανταζής και Χρυσοβαλάντης καταγγέλλουν σκιαγραφώντας τις δυο πλευρές του νομίσματος της νεοελληνικής κοινωνικής παράνοιας.
Η συχνά ιδιαιτέρως αθυρόστομη αφήγηση του Πανταζή περιγράφει τις μεταλλάξεις των ατόμων έτσι όπως οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες τις προκαλέσανε. Ενώ, για παράδειγμα, ο ίδιος θέλοντας να διατηρήσει τις αρχές ενός ήθους που το κοινωνικό γίγνεσθαι το καταρράκωνε, έχανε συνεχώς σε όλα τα πεδία, ο παιδικός του φίλος, αυτός που στο τέλος και θα τον προδώσει, συνεχώς ανέβαινε κοινωνικά, επαγγελματικά, οικονομικά, μιας και είχε ολότελα ενδώσει στους νέους κανόνες συμπεριφοράς και χρήσης του άλλου.
Η διάρκεια της όλης αφήγησης κρατά μία νύχτα απόλυτης και οδυνηρής αϋπνίας. Πάνω στο λευκό ταβάνι του δωματίου, ο Ηλίας Πανταζής βλέπει να καταγράφονται εν είδει ντοκιμαντέρ όλες οι στιγμές της δικής του ζωής – η ζωή ως παιδί δίπλα στους γονείς του, τα χρόνια της εφηβείας και του κτισίματος της σεξουαλικής ταυτότητας, η εποχή της νεότητας, οι ψευδαισθήσεις του έρωτα, ο εξευτελισμός της εξ ανάγκης εργασίας, η ασφυξία να μην μπορεί να υλοποιήσει την πατρική του έγνοια. Και αυτές τις στιγμές –μαζί με τα ασφυκτικά αδιέξοδα του παρόντος του– θα τις καταγράφει με μια γλώσσα βουτηγμένη στον θυμό και στην ύβρι· στο απόλυτο αδιέξοδο μιας ζωής που ξεγελάστηκε από όλους.
Ακόμα κι αν τη ζεις έτσι την αγάπη, σαν τη λάμψη του τύφλωσε τον Παύλο καθώς πήγαινε στη Δαμασκό, ακόμα κι έτσι, εάν νιώθεις κάποια στιγμή πως είσαι γεμάτος από αυτή, κάθε κύτταρό σου να είναι πλημμυρισμένο από αγάπη, πως είσαι και εσύ ο ίδιος αγάπη και όχι ένα κύμβαλο αλαλάζον, ακόμα και τότε, ω Θεέ μου, αυτή η αγάπη θα χαθεί, θα εξατμισθεί, μαζί με όλα τα υπόλοιπα.
Μυθιστόρημα ασυνήθιστο, συχνά έντονα βίαιο, με τον δικό του τρόπο εν τέλει τρυφερό, καθώς πάλλεται από μια αγχωμένη διάθεση κατανόησης της πορείας που οδηγεί προς την κοινωνική απεξάρτηση.
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/15897-adeio-alogo