8.10.10

Φθινοπωρινό φύλλο


Ήταν τότε, εκείνον τον καιρό που έδινα ονόματα στις Εποχές.
Την Πρώτη την Εποχή, τότε -που όλα γύρω μα και μέσα μου- είχαν αρχίσει να γεννιούνται, την είχα πει Άνοιξη… Πώς αλλιώς, άλλωστε, να πει κανείς την Εποχή που όλα –δέντρα και λουλούδια- ανοίγουν;
Την επόμενη Εποχή –αυτή με τον ήλιο τον καυτό και τις νύχτες που η θάλασσα γίνεται καθρέφτης για το φεγγάρι- την καλή την εποχή, ε, Καλοκαίρι την είχα πει.
Μα το ήξερα πως κι αυτή η Εποχή πια τέλειωνε…
Το έβλεπα να συμβαίνει…
Να, το φύλλο έπεσε μπροστά μου.
Ήταν εκείνος ο ξαφνικός άνεμος που σηκώθηκε –ναι, αυτός ο άνεμος ήταν που το τράβηξε από το κλαρί του δέντρου και το πέταξε μπροστά μου.
Ένα κίτρινο φύλλο.
Το κοίταξα –κοίταξα τις ζαρωμένες άκρες του και το κοτσάνι του το μισοσπασμένο και το λυπήθηκα.
«Α!» σκέφτηκα, «Πώς κατάντησε έτσι! Κάποτε θυμάμαι πως ήταν…»
«Ναι, κάποτε ήμουνα…» το φύλλο λες και διάβασε τη σκέψη μου και τη συνέχισε με μια τρεμουλιαστή, μα και συνάμα ήρεμη φωνή, λίγο βραχνή, αφάνταστα ζεστή, «… Κάποτε ήμουνα… Εσύ με είχες φτιάξει να είμαι ένα καταπράσινο φύλλο, με τρυφερό κοτσάνι και χυμούς να κυκλοφορούν μέσα στις νευρώσεις μου… Και πιο πριν ακόμα, εσύ πάντα με είχες φτιάξει να είμαι ένα μικρό φυλλαράκι, πράσινο πάντα, που μόλις κι είχε σκάσει στην άκρη του κλαριού»
«Όμορφα ήταν τότε!» θυμήθηκα εγώ τα παιχνίδια της Άνοιξης.
«Πάντα θα είναι όμορφα!» μου απάντησε εκείνο και με τόση σιγουριά μίλησε που ακόμα κι εγώ ξαφνιάστηκα
«Πάντα;… Ακόμα και τώρα που…» δεν τόλμησα να πω περισσότερα από όσα ήξερα πως θα του συμβούνε.
«Ναι! Ακόμα και τώρα που είμαι κίτρινο, μισοξεραμένο, πεταμένο μπροστά σου»
«Γιατί το λες αυτό;» θέλησα να μάθω.
«Γιατί όλα έχουν την αξία τους» το μισοξεραμένο φύλλο –και πάντα με ήρεμη φωνή, ζεστή, λίγο βραχνή- είπε και συνέχισε «Όταν ήμουνα ένα μικρό πράσινο φυλλαράκι ήταν όμορφα γιατί όλα γύρω μου ήταν καινούργια για μένα. Έβλεπα, άκουγα, μύριζα! Μάθαινα. Και ρούφαγα τους χυμούς και μεγάλωνα. Είναι όμορφο να μεγαλώνεις!..» αναστέναξε το φύλλο κι εγώ χάρηκα που τα πλάσματα στα οποία είχα δώσει ζωή, ξέρανε τόσο πολύ να τη χαίρονται.
Μα εκείνο είχε κι άλλα να πει.
Κι έτσι δεν το διέκοψα, μα άφησα να συνεχίζει…
«Κι όταν έφτασα πια να είμαι ένα μεγάλο φύλλο, ήταν και πάλι όμορφα, γιατί είχα τα ζουζούνια να περπατάνε πάνω μου και τις δροσοσταλίδες να με στολίζουν και τον ήλιο να με χαϊδεύει, το φεγγαράκι να ρίχνει πάνω μου τις σκιές του και τον αέρα να με λικνίζει…»
Μιλούσε το φύλλο και μέσα από τα λόγια του εγώ ξαναζούσα το Καλοκαίρι που πια τέλειωνε…
«Κι όταν πια κιτρίνισα, πάλι όμορφα ήταν!» το φύλλο δεν είχε σταματήσει να μονολογεί και να θυμάται τις χαρές της ζωούλας του, «Ίσως γιατί αγάπησα το νέο μου χρώμα. Ίσως γιατί χαιρόμουνα που είχε χάσει το κορμί μου τη γυαλάδα και τη στιλπνάδα του και πάνω του μπορούσαν να κάνουν μια στάση και να ξεκουραστούν τα μερμηγκάκια… Μα ίσως να ήταν και τα σύννεφα που όλο και πιο συχνά μαζεύονταν στον ουρανό και τις μέρες παίζανε με τον ήλιο και τις νύχτες παίζανε με το φεγγάρι και –αχ, τι όμορφα σχήματα και χρώματα
έβλεπα στον ουρανό!... Ώρες περνούσα να τα χαζεύω!»
«Όμως, τώρα…» θέλησα να το διακόψω.
«Τώρα είναι και πάλι όμορφα, ίσως γιατί είμαι ελεύθερο. Γιατί τίποτε δεν με κρατά πάνω στο κλαρί. Γιατί περιμένω τον άνεμο να με σύρει σε άλλα μέρη και τη βροχή να με στείλει σε βιαστικά ρυάκια, που κι αυτά θα με οδηγήσουμε σε κάποια ποτάμια, ίσως στη θάλασσα… Ίσως σε μια λίμνη… Μπορεί και σε ένα βάλτο!»
Το άκουγα το μισοξεραμένο φυλλαράκι και αισθανόμουνα θλίψη… Τύψεις… Μπορεί να μην τα είχα όλα φτιάξει με τρόπο σωστό… Μπορεί να είχα κάνει κι εγώ κάποιο λάθος.
Με είδε εκείνο που είχα σκυθρωπιάσει.
«Α, μα και τότε θα είναι όμορφα!» είπε, «Κάθε τι το καινούργιο είναι όμορφο. Και δεν το φοβάμαι. Γιατί το ξέρω –το ξέρεις κι εσύ- πως δεν πρόκειται να χαθώ. Τίποτε που εσύ έχεις φτιάξει δε χάνεται! Όλα αυτά θα τα ξαναζήσω… Θα είμαι και πάλι φύλλο… Κάποτε… Μα μπορεί να γίνω μια μικρή μέλισσα… Μπορεί μια παπαρούνα… Ίσως, κάποτε κι ένα τριζόνι… Ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να το πει;… Ακόμα κι εσύ κάτι τέτοιο δεν το ξέρεις. Κι ανυπομονώ να έρθει η νέα Άνοιξη … Με φαντάζεσαι να τριγυρνώ σα μια χρυσόμυγα ή να μοσχομυρίζω σαν ένα χαμομήλι;… Άσε που μπορεί να έχω χωθεί μέσα σε καμιά πολύχρωμη πεταλούδα ή σε μια πανύψηλη φασολιά… Μπορεί… Όλα αυτά μπορεί να συμβούνε…»
Χαμογέλασα
«Κι άνθρωπος ακόμα μπορεί κάποτε να γίνεις…» είπα και το εννοούσα.
Το ξερό, κίτρινο φύλλο αφέθηκε στο ξαφνικό φύσημα του αγέρα και πήρε να σέρνεται πάνω στις πέτρες του μονοπατιού κι έπειτα οι πρώτες στάλες της βροχής το μουσκέψανε κι έπειτα παντού απλωθήκανε τα νερά κι έπειτα… το έχασα.
Εξαφανίστηκε πίσω από τον κορμό ενός δέντρου.
Η βροχή πήρε να δυναμώνει.
Το χώμα είχε βραχεί και μύρισε.
Κι εγώ ανάσανα βαθιά
«Φθινόπωρο!» ψιθύρισα, «Φθινόπωρο!» -το όνομα αυτής της εποχής των ξερών φύλλων.