29.5.10

Η θλίψη της λέαινας

Βασίλης Τσιρώνης

"Η θλίψη της λέαινας"

Εκδόσεις ΑΛΔΕ

Είναι ένα ερώτημα που συχνά με απασχολεί. Τα λογοτεχνικά βιβλία που εκδίδονται από μικρούς και μάλιστα περιφερειακούς εκδοτικούς οίκους, ποιοι τα διαβάζουν; Κι όταν μάλιστα το όνομα του συγγραφέα είναι σχεδόν άγνωστο (που τις περισσότερες φορές είναι) πως θα μπορέσει το βιβλίο να βρει τρόπους επικοινωνίας με κάποιον αναγνώστη;

Στα βιβλιοπωλεία -στα μικρά κυρίως- σχεδόν ποτέ δεν θα βρεις βιβλία από μικρούς εκδοτικούς οίκους. Στα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, μπορεί να τα συναντήσεις σε κάποιο πάγκο ή συχνότερα σε κάποιο από τα ράφια τους. ΑΛλά και πάλι γιατί να σταματήσεις σε αυτά, γιατί να ξεκινήσεις τη διαδικασία επιλογής τους, όταν κανείς δεν έχει γι αυτά κάτι γράψει, όταν κανείς γι αυτά κάπως δεν έχει μιλήσει;

Ξέρουμε δα το πως επιλέγουν οι δημοσιογράφοι / κριτικοί των μεγάλων εφημερίδων και περιοδικών τους συγγραφείς και τους τίτλους -με κριτήρια που καθόλου δεν τα χαρακτηρίζει η διάθεση μιας πλουραλιστικής ενημέρωσης των αναγνωστών.

Κι όμως, πολύ συχνά ανάμεσα στις εκδόσεις μικρών εκδοτικών οίκων, ανακαλύπτει κανείς ενδιαφέροντες συγγραφείς.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Βασίλης Τσιρώνης.

Εντελώς τυχαία βρέθηκε το μυθιστόρημά του στα χέρια μου (ο έκδότης του μου το είχε προσφέρει όταν γνωριστήκαμε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης).

Και μια από αυτές τις μέρες, είπα να το ξεφυλλίσω.

Με κέρδισε, το έφτασα ως το τέλος τους.

Ο Βασίλης Τσιρώνης έχει γράψει -διάβασα στο βιογραφικό του - και δυο νουβέλες, που κι αυτές κυκλοφορούν από την κερκυραϊκή ΑΛΔΕ.

Η Θλίψη της Λέαινας είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Φιλόδοξο όσο και πρωτότυπο.

Ο συγγραφέας οραματίζεται τρεις ιστορίες που έχουν ως κεντρικό τους πρόσωπο την Μήδεια.

Η μια αφορά την ίδια την έμπνευση συγγραφής της τραγωδίας από τον Ευριπίδη. Οι άλλες δυο είναι σύγχρονες και μάλιστα διαδραματίζονται ταυτόχρονα.

Η σουηδέζα Σιμπίλα που έχει παντρευτεί έλληνα, μαζί του έχει αποκτήσει δυο παιδιά, ξαφνικά βιώνει την προδοσία του άντρα της και οι αντιδράσεις της συγκλίνουν προς αυτές της Μήδειας.

Η Ιφιγένεια, μια μεγάλη ηθοποιός, ετοιμάζεται να ερμηνεύσει στην Επίδαυρο τον τελευταίο της ρόλο -τη Μήδεια. Η ίδια είναι ετοιμοθάνατη καθώς ο καρκίνος της τρώει τα σπλάχνα, αλλά παράλληλα κουβαλά τις τύψεις της για τον θάνατο, πριν χρόνια, του μοναδικού παιδιού της.

Τρεις ιστορίες που φωτίζουν από τρεις διαφορετικές πλευρές τα πάθη της Μήδειας, αλλά και την διαχρονικότητα αυτών των παθών.

Σαφέστατα φιλόδοξο τόλμημα.

Ομολογώ όχι απόλυτα ολοκληρωμένο. Ένα από τα βασικά πρόσωπα –αυτός της Σουηδέζας- δείχνει αμήχανο σε ότι ο δημιουργός του το βάζει να εκτελεί. Επίσης, ο συγγραφέας θα μπορούσε να κρατηθεί σε μια απόσταση από κλισέ κάπως τηλεοπτικής ματιάς.

Αυτά όμως δεν κάνουν το έργο του να υστερεί από άλλα που ιδιαιτέρως έχουν απασχολήσει τα ΜΜΕ.

Η Θλίψη της Λέαινας είναι ένα μυθιστόρημα που διαθέτει πρωτοτυπία θέματος και άνετη αφηγηματική ροή.

Αλλά ο εκδοτικός οίκος θα μπορούσε να είχε σε κάποια σημεία προφυλάξει τις συγγραφικές απειρίες (μια σωστή επιμέλεια είναι πάντα βασικό στοιχείο).

Μα αν μια έκδοση από μικρό εκδοτικό οίκο, γραμμένη από σχεδόν άγνωστο συγγραφέα δεν θα μπορέσει να βγάλει σχεδόν ούτε τα έξοδά της, πώς να ζητήσουμε επιμέλειες που θα ανεβάσουν το κόστος της έκδοσης; Κι αν κάποιοι δεν θα σκύψουν πάνω από αυτά τα βιβλία και καταθέσουν τις κρίσεις τους (αρνητικές ή θετικές), τότε πως ο δημιουργός τους θα κατανοήσει όσα έχει πετύχει μα και τα όσα τυχόν κάπως παρανόησε;

Ας ανοιγόμαστε, λοιπόν, σε επιλογές που δεν θα τις κατευθύνουν κέντρα ποικίλα. Και ας δίνουμε την ευκαιρία σε νέους συγγραφείς να επικοινωνούν μαζί μας.

Η δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνο με την πολιτική -έτσι δεν είναι;

27.5.10

Λογιών, λογιών χωράφια


















Ήταν τότε που άλλαζε ο αιώνας. Εργαζόμουνα ακόμα στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων, υπεύθυνος ήμουνα για το in flight magazine ΚΙΝΗΣΗ / ΜΟΤΙΟΝ και γενικώς για τα έντυπα του –ακόμα κρατικού – αερομεταφορέα.
Ιδέα μου ήταν να γιορτάσει η ΟΑ την αλλαγή του αιώνα, προσφέροντας στους επιβάτες των τελευταίων πτήσεων του αιώνα που έφευγε και των πρώτων του νέου, μια ειδική έκδοση ποιημάτων των δυο ελλήνων ποιητών που μέσα στα χρόνια του 20ου είχαν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία – Σεφέρη και Ελύτη.
Πράγματι, η ιδέα μου άρεσε στη Διοίκηση και προχώρησα στην υλοποίησή της.
Σε στενή συνεργασία με τις Εκδόσεις Ίκαρος και τους κληρονόμους των δυο ποιητών, έκανα μια ανθολόγηση ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη και το τομίδιο που τελικά κυκλοφόρησε (εκτός εμπορίου) ήταν στ΄ αλήθεια ένα κομψό βιβλίο, αληθινό συλλεκτικό εκδοτικό εγχείρημα.
Μοιράστηκε όχι μόνο στους επιβάτες εκείνων των πτήσεων, αλλά και σε επιλεγμένους φίλους ή συνεργάτες της Ολυμπιακής.
Και για να κλείσει κάπως πιο πανηγυρικά η συμμετοχή της ΟΑ στις γιορτές για τη νέα χιλιετηρίδα, αποφασίστηκε να δοθεί και μια συναυλία με τραγούδια βασισμένα σε ποιήματα των Σεφέρη και Ελύτη.
Ο Γιώργος Κουρουπός διεύθυνε την ολιγομελή ορχήστρα, ο Σπύρος Σακάς τραγούδησε και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου απάγγειλε τους στοίχους των τραγουδιών.
Την όλη εκδήλωση προλόγισε ο Μάνος Στεφανίδης.
Η συναυλία αποφασίστηκε να γίνει στο κομψό θέατρο του νέου (τότε) κτηρίου του Υπουργείου Μεταφορών.
Μέγα το πλήθος των θεατών και βέβαια ανάμεσά τους ο τότε Υπουργός Μεταφορών Τάσος Μαντέλης, ο Πρόεδρος της ΟΑ, ο Διευθύνων Σύμβουλος (αληθινά έχω ξεχάσει ποιοι ήταν στις θέσεις αυτές εκείνη την περίοδο), άλλοι διευθυντές, συνδικαλιστές, αρκετοί άνθρωποι της μουσικής και της λογοτεχνίας και βέβαια πολλοί υπάλληλοι της ΟΑ, μαζί με φίλους τους.
Μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη βραδιά, μια βραδιά που δεν θα περίμενε κανείς πως είχε σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από μια από τις πλέον αμαρτωλές ή συκοφαντημένες ΔΕΚΟ.
Το ήξερα από τότε, άσχετα αν κανείς δεν το ομολόγησε (παρά μόνο ο Μάνος Στεφανίδης) πως όλα αυτά –βιβλίο και συναυλία- ήταν δικά μου έργα.
Δικά μου –εγώ ο Μάνος Κοντολέων που για 26 τόσα χρόνια υπήρξα ένας αφανής υπάλληλος μιας κρατικής εταιρείας, ξαφνικά και για μια και μόνη βραδιά, άλλαζα ταυτότητα, έπαιρνα εκείνη του γνωστού συγγραφέα και επέβαλα την δική μου αισθητική (πάει να πει και πολιτική) στην ηγεσία κράτους και εταιρείας.
Και δεν το κρύβω, πως κατά τη διάρκεια ενός τραγουδιού και την ώρα που όλο το ακροατήριο σιγομουρμούριζε τους στοίχους του Ελύτη, δάκρυσα, καθώς θυμήθηκα όλο τον εργασιακό βίο μου (που παρόμοιος ήταν και όλων των άλλων εργαζομένων), ένα βίο που ξαφνικά φτερούγιζε στο όραμα μιας άλλης έκφρασης.
Ποιος έχει πει και μας έχει κάνει να πιστέψουμε πως η Τέχνη δεν είναι κάτι το καθημερινό και άξια να γίνει κτήμα των πολλών;
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά;
Μα οι αποκαλύψεις του Μαντέλη μου τα φέρανε στο νου. Ήταν τότε ο Υπουργός, στην ουσία ο οικοδεσπότης της εκδήλωσης.
Λοιπόν, αφού τελείωσε η συναυλία και ενώ ο κόσμος κυκλοφορούσε στο φουαγιέ τσιμπολογώντας και πίνοντας, μια στενή και παλιά φίλη, που παράλληλα ήταν (και είναι σημαντικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και τότε –όπως και τώρα- κατείχε σημαντική θέση στη δημόσια διοίκηση) είδε την σύζυγο του υπουργού, μας σύστησε και η κυρία Μαντέλη, μέσα στο κλίμα –υποθέτω- της όλης καλλιτεχνικής ευφορίας, μας πρότεινε να μας ξεναγήσει σε ειδικούς χώρους του κτηρίου, όπου είχε εκτεθειμένα παλιά και όμορφα έπιπλα που τα είχαν βρει σε αποθήκες να σαπίζουν.
Και καθώς την ακολουθούσαμε, η παλιά και καλή φίλη, γύρισε και είπε «Τώρα είμαστε στα δικά μου χωράφια!» εννοώντας φαντάζομαι πως εκείνη με τη σειρά της θα με ξεναγούσε στην ποιότητα και στην ευαισθησία της πολιτικής εξουσίας, όπως εγώ λίγο πιο πριν την είχα σεργιανίσει στην αισθητική της ποίησης.
Είδαμε, πραγματικά, πολύ όμορφα έπιπλα. Και από τότε, πιάνω συχνά τον εαυτό μου να αναρωτιέται ποια τάχα να υπήρξε η τύχη τους.
Αλλά, δεν τα θυμήθηκα όλα αυτά για να καταθέσω την ανησυχία μου για την τύχη μερικών παλιών γραφείων ενός υπουργείου.
Μα για να εκφράσω την ιδιόμορφη και ιδιότυπη απαισιοδοξία μου.
Ο Σεφέρης και ο Ελύτης όχι μόνο την Ολυμπιακή δε σώσανε, αλλά μήτε να αλλάξουν την όλη μορφή των εργασιακών σχέσεων δεν καταφέρανε (α, μη μου πείτε πως δεν ήταν δική τους δουλειά κάτι τέτοιο, γιατί θα σας έλεγα να το ξανασκεφτείτε).
Και οι αντίκες της κυρίας Μαντέλη δεν αλλάζουνε τις αποκαλύψεις για τις ημέρες και τα έργα του συζύγου της υπουργού.
Άλλα τα χωράφια που εγώ καλλιεργώ, άλλα εκείνη της παλιάς και καλής μου φιλενάδας.
Απλώς –σκέπτομαι- τα δικά μου έστω και ανίσχυρα, μου θυμίζουν όμως το στοίχο του Ελύτη «θα πιάσουμε το σύννεφο, θα βγούμε από τη συμφορά του κόσμου» και παίρνω –πάρτε!- κουράγιο.
Μα τα χωράφια της φίλης μου –αχ, τι άδικο, τι έγκλημα, τι κρίμα!- φέρνουν στο νου άλλο στοίχο –του Σεφέρη, τώρα, που ισχυρίζεται πως… «στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι, θέλουν να χτίσουν ένα πύργο που γκρεμίζει».
Λογιών, λογιών χωράφια.
Τον τελευταίο λόγο, μάλλον, τον έχουν οι καλλιεργητές τους. Λέω.

25.5.10

Πολύτιμα Δώρα ... και πάλι

Ως τα απώτατα όρια της ανθρώπινης αντοχής

Μάνος Κοντολέων
Πολύτιμα δώρα
Εικονογράφηση: Ρίτα Τσιμόχοβα
Εκδόσεις Πατάκη, 2009
σελ. 30


Ο συγγραφέας ανήκει σ’ εκείνη τη μεταπολιτευτική γενιά η οποία στο πεδίο της λογοτεχνικής πράξης πρόσφερε και προσφέρει ένα ικανό σώμα βιβλίων γα παιδιά και εφήβους. Θα σημείωνα δε ότι με το «Δομήνικο», από τα πρώτα μυθιστορήματα μαγείας και φαντασίας –πολύ προτού κατακλύσουν την αγορά τα άλλα, τα χαρυποτεριανής επίδρασης–, «εγκαινίασε» επιπλέον ένα ιδιάζον ποιητικό ύφος στην πεζογραφία. Σήμερα νομίζω, ότι μπορούμε να μιλάμε για μια ομάδα ορισμένων συγγραφέων που γράφουν για (ή και για) παιδιά οι οποίοι/ες εμποτίζουν τα πεζογραφικά τους κείμενα με μια απλή, αλλά έντονη και ουσιαστική ποιητικότητα. Εκκινώντας από τη φαντασία χρησιμοποιούν κατάλληλα την ιστορική μνήμη, ιδίως τη μνήμη της παράδοσης την οποία μεταλλάσσουν σε ρεαλιστικά σημαινόμενα στο επίπεδο της οραματικής πραγματικότητας ή της συμβολιστικής πρακτικής. Ας έλθουμε όμως στο παρόν βιβλίο:
Ιστορία πρώτη («Διαμάντια»): Ο υπέρτατος ανθρώπινος πόνος. Ένας πατέρας πεθαίνει με τον πόνο του χαμού του μεγάλου του γιού. Ο μικρότερος, στα λογοτεχνικά χνάρια των παραλογών του δημοτικού μας τραγουδιού, υποσχέθηκε να τον βρει. Μάταιος κόπος. Τα δάκρυα της μάνας, λίγο προτού φύγει, έγιναν δύο λείες πέτρες που αντανακλούσαν τη δύναμη της απόλυτης ήττας.
Ιστορία δεύτερη («Μαργαριτάρια»): Η κατασκευή ονείρων. Κάποιος είχε ένα Όργανο που έβγαζε μελαγχολικές ή χαρούμενες μελωδίες και που ανάλογα κανόνιζε τις διαθέσεις της φύσης. Ήθελε να το μοιραστεί με τους ανθρώπους μα εκείνοι το αρνήθηκαν. Έμεινε αφόρητα μόνος. Κι έφυγε δακρυσμένος ένα βράδυ ακολουθώντας τη Σελήνη. Κι άνθρωποι βρήκαν το Όργανο πλάι σε λαμπερές πέτρες που αντανακλούσαν το θρίαμβο του ενός, την θετική ουτοπία εκείνη που οραματίζεται να αλλάξει τον κόσμο.
Ιστορία Τρίτη («Σμαράγδια»): Ο απόλυτος έρωτας. Ένα αγόρι έψαχνε να χαρίσει στο κορίτσι του κάτι που να ταιριάζει στο χρώμα των ματιών του. Το έψαχνε ως τα βάθη της θάλασσας. Σ’ ένα δοχείο ήταν αυτό που ζητούσε. Μα η θάλασσα δε χαρίζει κι εκδικήθηκε. Μέρες αργότερα κάποιοι βρήκαν πέτρες στην ακτή που λαμπύριζαν την ήττα του απόλυτου έρωτα.
Στις μέρες μας, όπου τα οράματα βρίσκονται μάλλον εν υπνώσει κι η τεχνολογία μάς έχει αφήσει ενεούς μπροστά στο άγνωστο και το επίφοβο κι όπου ο ανθρωπισμός πολλαπλώς δοκιμάζεται, έχουμε ανάγκη, νομίζω, από κείμενα στα οποία ο άνθρωπος επιστρέφει μέσω της μεταμόρφωσης, της μαγείας, της ομορφιάς και της μνήμης στον εαυτό του για να αναψηλαφήσει τα όρια της ανθρώπινης μοίρας. Κι αν η νίκη κάθε απόλυτης αναζήτησης βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την ήττα, επειδή ακριβώς τα ανθρώπινα όρια φτάνουν στο έσχατο σημείο της αντοχής τους, τότε η ήττα ενίοτε είναι ίσως προτιμότερη, προκειμένου να διαφυλαχτεί ως συμβολισμός η ουσία του οράματος μέσα από τη εναγώνια αναζήτηση, την ανείπωτη ομορφιά, τον απόλυτο έρωτα.
Ο λόγος του βιβλίου είναι συγκρατημένα λυρικός. Το συναίσθημα τροχιοδρομεί υποβόσκον στην ταχύτητα των ημερών μεταλλασσόμενο σε απλή, αφαιρετική ποίηση. Ο καθένας άλλωστε έχει διακείμενες εμπειρίες, δικές του, των άλλων, της συλλογικής συνείδησης στο διάβα της ιστορίας. Μια τέτοια ρέουσα αφήγηση αποτελούν οι τρεις ιστορίες, στην ουσία αφήγηση του ανθρώπου, του πολιτισμού και των ορίων τους.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο που θα το απολαύσουν τα μεγάλα παιδιά, οι έφηβοι αλλά και οι ενήλικες.
Γιάννης Σ. Παπαδάτος
(Ο Γιάννης Παπαδάτος διδάσκει παιδική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχος Μαϊου 2010)

18.5.10

Το λάθος του Γκοντάρ


Πρέπει να το παραδεχτώ!
Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό το να ακούς τα όσα δήλωσε ο Γκοντάρ για την Ελλάδα, όταν μάλιστα είσαι ο ίδιος Έλληνας.
Αλλά, μετά σκέφτηκα... 'Ολα όσα λέει αφορούν εμένα; Και τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου; Τους γονείς, τους συγγενείς μου, τους φίλους μου; Τους γνωστούς, τους συναδέλφους, τους γείτονές μου;
Όλους που συναντώ στα μαγαζιά, στα καφενεία;
Τους συνταξιδιώτες μου, αυτούς που περπατούν δίπλα μου στα πεζοδρόμια, εκείνους που είναι μπλοκαρισμένοι, σαν κι εμένα, τα πρωϊνα στην Εθνική;
Όλα όσα είπε ο Γκοντάρ, όλους εμάς αφορούν;
Α, μα δεν το νομίζω!
Γιατί εμείς είμαστε που προσπαθούμε να βρούμε τρόπους εύκολους και ανέξοδους για να κάνουμε τις δουλειές μας.
Εμείς που χτίζουμε τα αυθαίρετα, εμείς που παρκάρουμε στα πεζοδρόμια, εμείς που δεν δίνουμε αποδείξεις, ούτε και ζητάμε, εμείς που βρίζουμε τον οδηγό που του έσβησε το αυτοκίνητο μπροστά στο φανάρι, εμείς που την τελευταία στιγμή πληρώνουμε (αν πληρώνουμε) τους λογαριασμούς μας, εμείς που δανειστήκαμε για να έχουμε ένα Καγιέν ή μια πισίνα ή για να κάνουμε ένα ταξίδι στη Σαγκάη, ψώνια από επώνυμα μαγαζιά και γεμίζουμε τα μοδάτα μπαρ τα βράβια των σαββάτων.
Εμείς που αδιαφορούμε για την κατάντια των νοσοκομείων μας, τα χάλι των σχολειών μας, τη βρώμα των δρόμων μας, την ασυνέπεια των ΜΜΜ, την ασυδοσία των ΜΜΕ.
Εμείς που θεοποιούμε όσους μας προτείνουνε, εμείς που που δεν έχουμε ιστορική μνήμη, μήτε οικολογική συνείδηση, μήτε ουμανιστικά οράματα.
Εμείς που διαλέγουμε λάθος κυβερνήτες και όταν το καταλάβουμε τους αλλάζουμε με μια ακόμα λάθος επιλογή μας.
Εμείς όλα αυτά.
Εμείς; Μα τότε τί στο καλό είπε ο Γκοντάρ. Για ποιους μιλούσε;
Λυπάμαι Ζαν - Λυκ, αλλά θα διαφωνήσω μαζί σου.
Λάθος με μέτρησες. Λάθος μας μέτρησες.
Άσε μας να πληρώνουμε τα λάθη μας.
Άσε μας να έχουμε την τελευταία μας ελπίδα -τους βαρβάρους

15.5.10

Όταν τελειώνουν οι καιροί


Το πιο κάτω κείμενο γράφτηκε από τον γιατρό Νώντα Τσίγκα και εκφωνήθηκε -μεταξύ άλλων- κατά την παρουσίαση του συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη και του τελευταίου μυθιστορήματός του «Όταν τελειώνουν οι καιροί» στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιορυθμός- Σαββάλα» στη Θεσσαλονίκη την 14η Μαϊου 2010.
Θέλησα να το δημοσιεύσω και στο δικό μου blog, εκφράζοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο τη θέση μου -θέση ενός ανθρώπου που ασχολείται με τη λογοτεχνία- μπροστά στα μεγάλα προβλήματα που όλοι μας αυτόν τον καιρό αντιμετωπίζουμε.
*******************************************
Η… μουσική δεν τελειώνει
(μικρή αναφορά στον συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη)


Ας δώσω από την αρχή μερικές εξηγήσεις: Στην πρόσκληση που λάβατε έχετε διαβάσει πως πρόκειται απόψε να μιλήσουν για τον συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη οι φίλοι του. Προτού αρχίσουν τίποτε περίεργοι συνειρμοί «από πού ξεφύτρωσε αυτός;» θα σας αποκαλύψω
εν συντόμω:
Τον Δημήτρη τον γνώρισα κάποτε σαν ασθενή. Θα πρέπει να ’ταν το 1992. Αντιμετώπισα τότε λοιπόν έναν συμπαθή, νεότατο άνθρωπο προικισμένο, ευφυή, ίσιο πολύ, ευθύ στους τρόπους και τις κοινωνικές του σχέσεις, που με υπομονή -και κάποτε όπως είναι φυσικό με θυμό- αντιμετώπιζε το πρόβλημα της υγείας του-. Ωριμο από τότε βέβαια συγγραφέα. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Μάθαινα όμως για κείνον και παρακολουθούσα τη συγγραφική του αδιάκοπη μέχρι σήμερα πορεία.
Τρία μυθιστορήματα κατάφερε και εξέδωσε από τότε. Η ζωή εχει το δικό της τρόπο να παίζει βέβαια παράξενα παιχνίδια έτσι έμελλε πολλά χρόνια μετά να γνωρίσω τους φίλους του Δημήτρη όλους όσους σήμερα στέκονται ομοτράπεζοι εδώ. Ο κύκλος λοιπόν αυτός κλείνει σήμερα. Νιώθω λοιπόν κι εγώ -δικαίως μάλλον- πως ανήκω στους φίλους τους Δημήτρη. Κι αυτό μονάχα σαν μεγάλη τιμή προς το πρόσωπό μου σας το αναφέρω.
Γράφοντας αυτές τις αράδες όλο ερχόταν στο νου μου μια μουσική με τσέλο: Η μεγάλη Ζακλίν Ντυπρέ η ιρλανδέζα με το… γαλλοπρεπές ονοματεπώνυμο -εικοσάχρονη ίσως εκείνη την ώρα της ηχογράφησης- παίζει στο τσέλο της με συνοδεία στο πιάνο του Αργεντινοεβραίου συζύγου της - επίσης πολύ νεαρού τότε και διάσημου μαέστρου τώρα- Ντάνιελ Μπάρενμπόϊμ από τη Σονάτα αριθ. 2 του Μπετόβεν το Adagio sostenouto ed espressivo…

Λίγον καιρό αργότερα εκείνα τα λεπτά δάκτυλα από αλάβαστρο θα χάσουν την αξιοπιστία τους και την ακρίβειά τους στο χάϊδεμα των χορδών. Το δοξάρι θα πέφτει πια άτακτο και βαρύ αδυνατώντας να εκφράσει μουσική. Το λόγο θα είχε τώρα μια ανίκητη αρρώστια: Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Η Ζακλίν Ντυπρέ θα αποσυρθεί και θα πεθάνει αρκετά χρόνια αργότερα σε ηλικία μόλις 37 χρόνων.

Η ίδια μουσική με το τσέλο της Ζακλίν Ντυπρέ αντηχούσε στ’ αυτιά μου πάλι καθώς διάβαζα το βιβλίο του Δημήτρη Παπαδούλη: « Όταν τελειώνουν οι καιροί». Που ζει για χρόνια στην εξορία της ίδιας αρρώστιας.


Ξέρετε, οι γιατροί σαν δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι, χαρίζουν εντυπωσιακές και εξωτικές κάποτε στην εκφορά τους διαγνώσεις. Σαν να απευθύνουν στον άρρωστο έναν αλλόκοτο τόπο προορισμού με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Κι αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία της ιατρικής μονάχα (άλλωστε ποια επιστήμη είναι παντοδύναμη;) αλλά στη ίδια την … αχάριστη και αδυσώπητη κάποτε φύση της αρρώστιας.

Όταν πριν από αρκετούς μήνες έγραφα στον Πρόεδρο της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρείας, και του ζητούσα να συμπεριλάβει στο πολιτιστικό μέρος του Συνεδρίου των Ελλήνων Νευρολόγων του 2010 μια εκδήλωση για τον γιατρό και συγγραφέα Δημήτρη Παπαδούλη, έλεγα σε κάποιο σημείο:

(Ο Δημήτρης Παπαδούλης) υψώνει ύμνο στη θέληση και την ανθρώπινη δύναμη που δεν ηττάται από την αρρώστια. Καθώς καταφέρνει κιόλας να παράγει σημαντικό έργο μέσα από την αναμέτρηση μαζί της. Αποτελεί αναμφίβολα ελπίδα και πρόταση ζωής για ασθενείς και θεραπευτές.

Η πρόταση αυτή μετά από τον αρχικό ενθουσιασμό βρέθηκε να… βαριανασαίνει στα ρηχά. Η Εταιρεία των Νευρολόγων αθέτησε την δια στόματος του Προέδρου της υπόσχεση (όπως και την αρχική απόφαση του Δ.Σ.) υιοθετώντας μια βροντόφωνη σιωπή που δεν λύθηκε μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα λοιπόν της άρνησης όλων μας -να υποστούμε τις πολύ ανθυγιεινές συνέπειες αυτής της σιωπής- αποτελεί θαρρώ η οργάνωση της αποψινής βραδιάς προς τιμήν του Δημήτρη Παπαδούλη και του βιβλίου του…

O Ζαν -Ντομινίκ Μπόμπι ήταν επιτυχημένος διευθυντής του ELLE, ο οποίος ύστερα από κάποιο σοβαρό καρδιαγγειακό σύμβαμα βρέθηκε να ζει «έγκλειστος» μέσα στο ίδιο του το σώμα χτυπημένος από το νευρολογικό Σύνδρομο Locked- in. Που σημαίνει πρακτικά την εξασφάλιση πλήρους συνειδητότητας όμως απουσία οποιασδήποτε κίνησης. Ο λόγος παράγεται όμως δεν μπορεί να εκφέρεται. Σαν μοναδική λοιπόν δυνατότητα επικοινωνίας απομένει η κίνηση μιας συγκεκριμένης –συζυγούς- οφθαλμικής κίνησης. Η κίνηση του βλέμματος προς το ένα μονάχα πλάγιο.

Με πεταρίσματα, ανοιγοκλείσματα βλεφάρων και λοξές ματιές γράφτηκε το συγκλονιστικό μικρό βιβλίο με τον εξίσου συγκλονιστικό τίτλο: «Το σκάφανδρο και η πεταλούδα» που αργότερα έγινε και κινηματογραφική ταινία:

Για να καλοπιάσω το πεπρωμένο μου, δουλεύω τώρα στο μυαλό μου ένα μυθιστόρημα-ποταμό, όπου ο βασικός μάρτυρας θα είναι ένας δρομέας κι όχι ένας παραλυτικός. Ποτέ δεν ξέρεις: μπορεί και να πιάσει.

Μόλις το βιβλίο κυκλοφόρησε -μέσα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα- πούλησε 150.000 αντίτυπα. Τρεις μέρες αργότερα ο Ζαν-Ντομινίκ μας αποχαιρέτησε.

Μην νομίζετε πως και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα γράφτηκε εύκολα. Αντίθετα, γράφτηκε κάτω από πολύ δύσκολες και σχεδόν ανίκητες για τους περισσότερους από μας περιστάσεις. Αποτελεί το δίχως άλλο έναν άθλο. Για το μέγεθός του, την ποιότητά του και την κειμενική σημαντικότητά του. Αλλά και για τις πολύ αντικειμενικές-πρακτικές δυσκολίες που συνάντησε στην ολοκλήρωσή του. Για προσπαθήσετε να σκεφτείτε: Τι γίνεται αλήθεια σαν δεν μπορείς πια να κατευθύνεις το μολύβι πάνω στο χαρτί ή να πληκτρολογήσεις με ακρίβεια στον υπολογιστή τις σκέψεις σου ή να τις υπαγορεύσεις με ευχέρεια σε γραμματέα; Αν όχι γράμμα προς γράμμα, σίγουρα με μεγάλη δυσκολία λέξη-τη λέξη, σελίδα προς σελίδα οικοδομήθηκε αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα άξιο να σταθεί και να συγκριθεί ανάμεσα σε κλασσικά του είδους.
Ο Δημήτρης Παπαδούλης σαν τον διάσημο τετραπληγικό -εξαιτίας μιας κάκωσης του αυχένα ύστερα από μια ανέμελη και απερίσκεπτη βουτιά στη θάλασσα- Ραμόν Σανπέδρο, που μας συγκλόνισε αργότερα και με την απόφασή του να διεκδικήσει -και να πετύχει- για τον εαυτό του το δικαίωμα της ευθανασίας, μοιάζει να επαναλαμβάνει τους στίχους του Ισπανού:

Πιστεύω σ’ έναν Θεό άνθρωπο παντοδύναμο
…………………………………………………….
Πιστεύω σ’ αυτόν τον Θεό, γιατί αυτός ο άνθρωπος
επειδή είναι άνθρωπος θα γίνει ένας θνητός Θεός
Και θα είναι τιμώντας το όνομα του ανθρώπου
πάνω από τον φόβο, τον θάνατο και την αρρώστια.

Kι ο Παπαδούλης αφήνει τον ήρωά του να μονολογεί:

Είναι ολοφάνερο, καθετί έχει έναν προορισμό. Όταν συμφιλιωθεί μαζί του, δεν πρόκειται να συναντήσει πρόβλημα. Ο δικός μου προορισμός είναι ξεκάθαρος, δεμένος με αίμα και κουβέντες σημαδιακές. Τον κουβαλάω συνέχεια μέσα μου.

Και λίγο μετά:

Πάντως, καταραμένο κι αφορισμένο με τα χειρότερα λόγια, εγώ θα συνεχίσω τη δουλειά μου. Αφού φοβούνται να δώσουν σημασία στην ύπαρξή μου, είναι πιο εύκολο.

Η σκλήρυνση κατά πλάκας λοιπόν δεν είναι μια ανίκητη αρρώστια. Ο συγγραφέας Δημήτρης Παπαδούλης μας έδειξε το δρόμο της εξόδου μέσα από αυτήν την αθέλητη ξενιτειά του. Ας δούμε τις γραμμένες σελίδες, ας μαγευτούμε με τον κόσμο που ανασταίνεται εδώ. Ας νιώσουμε το κλείσιμο του ματιού αυτού του ανθρώπου. Κι ας αισθανθούμε πως όλα μπορεί να τα κάνει η αρρώστια, όλα μπορεί να τα προσβάλλει. Ν’ αλλάξει το σώμα, να μην σεβαστεί το πρόσωπο, να περιορίσει την κίνηση, κάποτε τη σκέψη. Να κάνει το βίο αβίωτο. Στο τέλος να νικήσει κι όλας.
Όμως: τη Φιλία, την Τέχνη, τη Δημιουργία μοιάζει να μην τολμάει να τ’ αγγίξει.
Εστω και σαν γλυκιά αυταπάτη αυτό το τελευταίο μου αρέσει…

Το βιολοντσέλο της Ζακλίν Ντυπρέ τ’ ακούω να ηχεί και πάλι!

8.5.10

Αναγνωστική πληρότητα...






Γιάννης Μακριδάκης





"Η δεξιά τσέπη του ράσου"





Νουβέλα





Βιβλιοπωλείο της Εστίας





Αθήνα, 2009




Μου το είχαν στείλει το βιβλίο από τότε που είχε πρωτοκυκλοφορήσει.


Κάτι ο τίτλος του, κάτι το κείμενο του οπισθόφυλλου, ομολογώ πως με είχε απωθήσει. Το άφησα σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου, ανάμεσα σε άλλα βιβλία που κάποτε ίσως θα διαβάσω.


Μετά φτάσανε στα αυτιά μου οι καλές γνώμες των αναγνωστών -αυτές, άκουσα, πως ήταν εκείνες που κάνανε το όνομα του συγγραφέα να γίνεται ολοένα και πιο γνωστό.


Και πάλι το κατέβασα από το ράφι του, πάλι όμως το οπισθόφυλλο με έκανε να μη θέλω να ξεκινήσω την ανάγνωσή του.


Και πριν από λίγες μέρες, όταν ήμουνα στη Θεσσαλονίκη για την Διεθνή Έκθεση του Βιβλίου, γνώρισα τον συγγραφέα, τον Γιάννη Μακριδάκη.


Μας σύστησε ο καλός μου φίλος, ο Θανάσης Τριαρίδης και ήταν αυτός που είχε μια γλύκα στα λόγια του καθώς μου παρουσιάζε τον νέο συγγραφέα.


Όποιον εκτιμά και αγαπά ο Θανάσης, ξέρω πως πρέπει να τον προσέξω κι εγώ.


Ο Τριαρίδης έχει ένστιχτο και αρχές.


Ο Μακριδάκης μας έδειξε το νέο του μυθιστόρημα -νομίζω πως στον Θανάση το είχε κάνει δώρο μαζί με το "ράσο".


Κι εγώ έπιασα τον εαυτό μου να μετανοιώνει που το είχα τοποθετήσει στο ράφι με τα ... προς πιθανή ανάγνωση.


Ήταν το χαμόγελο του συγγραφέα, το προσωπό του ήταν που με έκανε να πιστέψω πως είχα απέναντί μου ένα άνθρωπο που ήξερε να επικοινωνεί με τους άλλους.

Μόλις επέστρεψα στην Αθήνα, ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο που είχα αδικήσει.
Και ομολογώ πως με κατέκτησε απόλυτα.
Ό,τι πιο όμορφο έχω εδώ και καιρό διαβάσει. Ό, τι περισσότερο λογοτεχνικό.
Απλό, τρυφερό, λεπτοδουλεμένο, ασυνήθιστο, με άποψη, με θέση.
Α, δεν έχω σκοπό να αναφερθώ κι εγώ στην υπόθεση του μυθιστορήματος (ή της νουβέλας, σύμφωνα με τον εκδότη). Οι περισσότεροι πλέον θα την ξέρουν και έτσι κι αλλιώς μπορούν έυκολα να τη βρούνε μέσα στο διαδίκτυο.
Ούτε μια αναλυτική κριτική έχω σκοπό να κάνω. Τα απλά και μεγάλα δεν προσπαθείς να τα αναλύσεις -απλώς σημειώνεις τη χαρά σου που τα γεύτηκες.
Έχω τώρα στα χέρια μου, το πρώτο βιβλίο του Μακριδάκη -"Ανάμισης Ντενεκές", λέγεται. Θα ξεκινήσω την ανάγνωσή του... Δεν φοβάμαι πως θα μειωθεί η εκτίμηση μου για το ταλέντο του νέου συγγραφέα.
Αλλά, άραγε, θα το αγαπήσω όσο το δεύτερο -αυτό το βιβλίο με την πλούσια γλώσσα και την απροσδόκητη ανατρεπτικότητά του. Ναι, ανατρεπτικότητα είναι να βιώνεις τον θάνατο και τη νέα ζωή, να επιλέγεις τρόπο σκέψης και ζωής καθώς αντιπαραθέτεις έναν αρχιεπίσκοπο σε ένα σκυλάκι και να επιλέγεις να χώσεις μέσα στην τσέπη σου το δεύτερο.
Ανατροπή, σχεδόν επανάσταση.
Μακάρι τέτοιες επαναστάσεις να καθόριζαν τη ζωή μας.
Μακάρι τέτοια κείμενα να διαμορφώνανε τις απόψεις μας.
Ήρθαν έτσι τα πράγματα και διάβαζα το κείμενο αυτό μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, μέσα στην καρδιά της κοινωνικής εξέγερσης, κι έτσι μπόρεσα να δω ξεκάθαρα πως ο Μακριδάκης έγραψε εν τέλει ένα πολιτικό βιβλίο -γιατί πολιτικό είναι το μυθιστόρημα που μιλά για τη μοναξιά του άνθρώπου και την επιλογή του ανάμεσα στην εξουσία και την επαφή.