28.5.23

Η Κατερίνα Δημόκα για το "Μάσκα στο φεγγάρι"

 

Αγαπητέ κε Κοντολέων,

Ελπίζω να είστε πολύ καλά! Σας το είχα υποσχεθεί πως θα σας έγραφα

ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημά σας, θυμάστε; Είναι πράγματι μέρες που τελείωσα

τη "ΜΑΣΚΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ", αλλά η αίσθηση που μου προκάλεσε παραμένει νωπή.

Πολύ-επίπεδο έργο, πολύ-φωνικό, πολύ-πρόσωπο, μεγαλοπρεπές όχι μόνο για τα

πολυ- που προανέφερα, αλλά για τον όγκο του υλικού που επεξεργαστήκατε, καθώς

και για την τολμηρή σύμπλεξη των οργανικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι

τρεις βασικοί ήρωες στο αφηγηματικό παρόν. Η αποσυμπίεση του άχθους που

βιώνουν επέρχεται -θαυμαστό!- με τη διέλευση της ίδιας οδού, που αποδεικνύεται

για όλους βασιλική.

Το υλικό σας είναι πλούσιο, με τόσες διακειμενικές αναφορές που θα θαύμαζε

φιλόλογος και θεατρολόγος. Ήρωες απτοί μέσα στις υψηλές και τις αδύναμες στιγμές

τους, ιδωμένοι με σεβασμό και κατανόηση. Σχεδόν ζήλεψα τη σχέση που χτίσατε με

όλους τους! Σας φανταζόμουν να τους σμιλεύετε με πλαστικότητα, να τους δανείζετε

από τα δικά σας αποθέματα και να τους αφήνετε έπειτα με εμπιστοσύνη να βαδίσουν

τις αναπόδραστες δικές τους διαδρομές. Σαν καλοβαλμένος γονιός, θα σκεφτείτε

ίσως. Μα, όπως κάθε γνήσια σχέση, είναι κι αυτή ανταποδοτική· μεγαλώνοντας τους

ήρωες, δε μεγαλύνεται και ο δημιουργός τους;

Πάντως, από την αρχή το κείμενό σας μου καλλιέργησε μια αίσθηση ονειρικού

μετεωρισμού. Σας το δήλωσα κιόλας. Κάτι λανθάνον κυοφορούνταν, που απέρρεε

ίσως από τη συνθήκη ενός προηγούμενου έργου σας, ενώ παράλληλα αυτονομούνταν

στο τρέχον. Ένας υπαρξιακό και αστυνομικό μυστήριο πλανιόταν και συντόνιζε τη

δράση των ηρώων, που αποκτούσαν έτσι δυναμική, πασχίζοντας να το

οριοθετήσουν.

Εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι ο κύριος λόγος για το σύθαμπο της

ατμόσφαιρας είναι ότι συνυφάνατε τη ζωή με το απείκασμά της, δηλ. το θέατρο, τις

μορφές (πχ Κλειώ) με τις περσόνες (πχ Ιουλιέτα), τα πρόσωπα (Λουκάς Αλεξίου) με

τα προσωπεία (Λεονάρντο, Ρωμαίος κλπ), τις όψεις (συμπλεγματική μητέρα) με τις

αντανακλάσεις τους (υποκριτική ιδιοφυΐα του γιου), το στιγμιαίο της θεατρικής

πράξης με το εξακολουθητικό της ζωής. Έτσι, διαστρωματώσατε αινιγματικά την

αλήθεια με τις ερμηνείες της.

Και προεκτείνω λίγο τη σκέψη, ελπίζω να μη σας κουράζω... Αν ο Λουκάς

Αλεξίου υπήρχε κυρίως μέσω των ρόλων που υποδυόταν, πόσο απέχει το ηδονικό

του μαρτύριο από εκείνο του συγγραφέα που συνυπάρχει με τα πλάσματά του ωσεί

πραγματικά (και ενυπάρχει βέβαια σε αυτά); Του δημιουργού που συνθέτει με τα


διαθέσιμα οικοδομικά του υλικά μια αληθοφανή κοσμογονία, έχοντας συνάμα

επίγνωση της πλασματικής και ουτοπικής της υφής;

Προσωπικά, με άλλα λόγια, μου φαντάζει δυσχερής η αδιατάρακτη χάραξη

των συνόρων, η εναλλαγή μεταξύ του αρχιτέκτονα (συγγραφέα) και των ενοίκων

(ηρώων) ενός ολοκλήρου κόσμου... Πώς γίνεται ο συγγραφέας να ζει επάλληλες ζωές

και να διατηρεί απαρασάλευτη γείωση με τη δική του; Να πλαστουργεί με

αλάνθαστες αναλογίες λογικής και συναισθήματος, τέχνης και τεχνικών, με

συνιστώσες γλώσσας, ιστορίας, ψυχολογίας, μύθου ή όποιων άλλων πηγών; Και

έπειτα να ταχτοποιείται στον δικό του καθημερινό βίο, να γίνεται θνητός από

κοσμοποιός;

Γενικοί οι προβληματισμοί μου, δεν τους απευθύνω ειδικά σε εσάς, κε

Κοντολέων... Πιθανόν η απάντηση να έγκειται απλά στο πολυδύναμο του ταλέντου.

Επανέρχομαι στο αρχικό μας ερέθισμα. Η ΜΑΣΚΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ δεν ομοιάζει

με κανένα από τα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει, πολύ- σε πολλούς τομείς.

Γλώσσα λεπτοδουλεμένη και εξίσου τολμηρή. Για μένα λογοτεχνία που θα διάβαζαν

κάλλιστα ενήλικες. Α, και κάτι που δε σας είπα στη συνάντηση: η αποτύπωση της

νεανικής ιδιοσυστασίας (ο ιδεαλισμός, ο ερωτισμός, η ανένδοτη υπερβολή) μου

θύμισε την κλασική τοποθέτηση περί νεότητας του Αριστοτέλη στη Ρητορική.

Διαχρονικότητα, λοιπόν, που υπογραμμίστηκε και μέσα από την άλκιμη

παρουσία του κλασικού θεάτρου. Και μαζί κοινωνική σπουδή της μέσης ελληνικής

οικογένειας, μα και ένα πλαίσιο θέασης της ελληνικής εκπαίδευσης, που μου

τσίγκλισε έναν κριτικό αναστοχασμό, καθόσον την υπηρετώ...

Σας ευχαριστώ που με φέρατε σε επαφή με το συγκεκριμένο έργο αλλά και με

όλα τα μυθιστορήματα που συνέχουν ως τώρα την ομάδα φιλαναγνωσίας. Σας

εύχομαι καλή συνέχεια σε ό,τι πραγματεύεστε και φυσικά ένα όμορφο καλοκαίρι!

Με εκτίμηση,

Κατερίνα Δημόκα

(Η Κατερίνα Δημόκα είναι συγγραφέας. Βιβλία της: 'Όμηρος στο πέλαγο', 'Δυο στόματα' κ.α )


26.5.23

Μάκης Τσίτας "Ο σύμβουλος του βασιλιά"

 

Ιδιαίτερα ξεχωριστή είναι η παρουσία του Μάκη Τσίτα στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας.

Συγγραφέας 5 βιβλίων για ενήλικες και 29 εικονογραφημένων ιστοριών για μικρά κυρίως παιδιά, έχει παράλληλα δει και έργα του να ανεβαίνουν στο θέατρο και στίχους του να μελοποιούνται.

Κάποια από τα βιβλία του αυτά έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και επίσης έχουν τιμηθεί με διάφορα βραβεία.

Και όλη αυτή η δραστηριότητα πλαισιώνεται από τη διεύθυνση του ενημερωτικού site για το βιβλίο και τον πολιτισμό Diastixo.gr

Είναι, λοιπόν, ο Μάκης Τσίτας μια παρουσία -από τις ελάχιστες στη χώρα μας- που διαπερνά τις όποιες λογοτεχνικές κατατάξεις και δείχνει πως γνωρίζει να χρησιμοποιεί τις λέξεις με διάφορους τρόπους για να υλοποιεί κάθε φορά το δικό του συγγραφικό κόσμο.

Όλα του τα έργα έχουν την δική του προσωπική σφραγίδα, που όμως χωρίς να χάνει την αυτοδυναμία της, καταφέρνει να προσαρμόζεται στο κάθε είδος που αποφασίζει να συνθέσει.

Το πλέον πρόσφατα από τα βιβλία του  είναι το «Ο σύμβουλος του βασιλιά», ένα σύντομο σε έκταση παραμύθι που, στολισμένο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές της Μαιρηλία Φωτιάδου, μας προσφέρει την ευκαιρία να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις για το είδος αυτό των βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας και που κάτω από την σκέπη διαφόρων σειρών, οι εκδότες συνηθίζουν να τροφοδοτούν τα βιβλιοπωλεία.

Τα σύντομα κείμενα θεωρείται πως είναι περισσότερο προσιτά σε ένα μικρό παιδί από ότι ένα πολυσέλιδο έργο. Και παράλληλα, αν διαθέτουν και ένα ξεκάθαρο μήνυμα, γίνονται εύχρηστα εργαλεία στα χέρια του δασκάλου για να συζητήσει με τους μαθητές του διάφορα κοινωνικά ζητήματα (πχ σχολικός εκφοβισμός, πρόσφυγες, έμφυλες ταυτότητες κλπ).

Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στη δημιουργία τέτοιων έργων είναι η προσέγγιση του θέματος να γίνεται επιδερμικά και απλώς να ενημερώνει χωρίς να εμβαθύνει.

Παρόλα αυτά, στα χέρια ενός άξιου τεχνίτη του λόγου και της μικρής σύνθεσης, αυτού του είδους τα έργα μπορεί να έχουν αυτοτέλεια αισθητική και ουσιαστική προσέγγιση του ζητήματος που θέλουν να παρουσιάσουν.

Ο Μάκης Τσίτας έχει αποδείξει πως τα έργα του για μικρά παιδιά σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν. Είναι ένας σύγχρονος ‘αφηγητής’ που με απλότητα, αλλά με άριστη ανάλυση του κάθε θέματος που τον απασχολεί, ξεδιπλώνει με συντομία την ιστορία και παράλληλα με αξιοθαύμαστη τεχνική αφήνει ίχνη του μηνύματος να ενεργοποιούν τη δράση.

Από τα πλέον χαρακτηριστικά έργα του και αυτό το τελευταίο.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:

Μια φορά κι έναν καιρό εµφανίστηκε ένας άνθρωπος που είχε την ικανότητα να δίνει τη σωστή απάντηση για οποιοδήποτε θέµα. Γι’ αυτό και ο βασιλιάς της χώρας τον ονόµασε Σοφό, τον έκανε επίσηµο σύµβουλό του και τον πήρε µαζί του στο παλάτι. Και στην αρχή όλα κυλούσαν ωραία και καλά κι ήταν όλοι χαρούµενοι. Λίγο καιρό όµως µετά τα πράγµατα άρχισαν να αλλάζουν, ο σύµβουλος έκανε το ένα µεγάλο λάθος µετά το άλλο… Μα τι συνέβαινε στ’ αλήθεια;

Και καθώς η ανάγνωση προχωρά και μαζί με τις εικόνες η ιστορία εξελίσσεται και στο τέλος ολοκληρώνεται, ο μεν μικρός αναγνώστης μένει με την απορία ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο σύμβουλος του βασιλιά και γιατί πάντα έδινε την ίδια μονολεκτική απάντηση, αλλά ο ενήλικος αναγνώστης (αυτός που καλείται να διαβάσει μαζί με τον ανήλικο την ιστορία – να τονίσουμε πως η έκδοση ανήκει στη σειρά ‘Μικρές Καληνύχτες’ που περιλαμβάνει κείμενα προτεινόμενα να αποτελέσουν κρίκο σύνδεσης ενήλικα με ανήλικο) αρπάζει την ευκαιρία για να προχωρήσει στο ‘ξεκλείδωμα’ του μυστικού και να μιλήσει στον μικρό του συναναγνώστη - ακροατή για το τι σημαίνει γνώση και τεκμηριωμένη άποψη και να προχωρήσει ακόμα πιο πέρα και να σταθεί στα προϊόντα της τεχνολογίας, αυτά που συντροφεύουν πλέον και τα παιδιά μας και που προσπαθούν να τα πείσουν πως γνωρίζουν τα πάντα και πως κάθε τι μπορεί να λύσουν.

Στην ουσία ο Μάκης Τσίτας παίρνει θέση για την Τεχνιτή Νοημοσύνη και με τεκμηριωμένο ιδεολογικά κέφι μετατρέπει τη θέση του αυτή σε ένα παραμύθι που έχει τη φόρμα του κλασικού, αλλά τον προβληματισμό του εντελώς νέου και σύγχρονου.

https://018.bookpress.gr/kritikes/eikonografimena

(650 λέξεις)

Αλέξης Γεράσης "Ο μέτριος Αλέξανδρος"

 

Αλέξης Γεράσης

«Ο μέτριος Αλέξανδρος»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

 

                                     Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Ο Αλέξης Γεράσης έχει ασχοληθεί με τη διαφήμιση. Στα αρχεία της biblionet μπορεί κανείς να δει πως πριν από το προοριζόμενο για εφήβους μυθιστόρημα «Ο μέτριος Αλέξανδρος» είχαν κυκλοφορήσει δυο ακόμα βιβλία του. Εκείνα ήταν για ενήλικες και με έναν ιδιαίτερο τρόπο σχολιάζανε τις συνθήκες μέσα στις οποίες ένας νέος άνδρας αναζητά να βρει τη θέση του μέσα στην παραγωγική ταυτότητα μιας κοινωνίας.

Κατά κάποιον τρόπο, παρόμοιο είναι και το θέμα του τρίτου βιβλίου του, που, όπως προανέφερα, έχει κυκλοφορήσει σε σειρά εφηβικής / νεανικής λογοτεχνίας.

Ο ήρωας, ο Αλέξανδρος, είναι μαθητής Λυκείου, οπότε  δεν αναζητά να βρει τα πατήματά του μέσα σε μια κοινωνία ενηλίκων, αλλά στο χώρο του σχολείου και ακόμα  να κατανοήσει το ποιος είναι, το τι αξίζει, το με ποιον τρόπο οι άλλοι θα τον αποδεχτούν, το ποιο θα είναι το μέλλον του. Όλα όσα, με άλλα λόγια, απασχολούν το κάθε άτομο που διανύσει την περίοδο της εφηβείας.

Και ασφαλώς αυτά όλα τα ζητήματα έχουν απασχολήσει και θα απασχολήσουν και άλλους συγγραφείς, πολλοί είναι οι ήρωες που τα ενσαρκώνουν… Όμως ο Αλέξανδρος του Γεράση σε κάποια σημεία διαφέρει.

Κι αυτά τα σημεία έχουν να κάνουν με τα συγγραφικά τεχνάσματα που ο Γεράσης επιστράτευσε για να συνθέσει το μυθιστόρημά του.

Μυθιστόρημα με μια ιδιότυπη αφηγηματική οντότητα-ένα κράμα ακραίου χιούμορ και απροσδόκητου σουρεαλισμού.

Από το οπισθόφυλλο ήδη διαβάζουμε και προετοιμαζόμαστε για το τι πρόκειται να διαβάσουμε:

Στο βιβλίο αυτό, αναγνώστη, θα διαβάσεις για µένα – τον Αλέξανδρο: τι περνάω στο σχολείο, τι περνάω στο σπίτι, τι περνάω στη φαντασία µου και τι στ’ αλήθεια. Για να ξέρεις, είµαι λίγο τεµπελάκος, έχω και ψιλοπροβλήµατα στη µάθηση, είµαι και λίγο ακοινώνητος, έχω και τον ανθρωποδιώκτη. Τι άλλο;…

Α, είµαι και λίγο φαντασιόπληκτος και όποτε τα πράγµατα δεν πάνε καλά, φαντάζοµαι πως έχω σούπερ ικανότητες και τους εκδικούµαι όλους. Ε ναι, είµαι και λίγο εκδικητικός…

Αλλά σε κάποια φάση, γνωρίζω µια κυρία από τη Βραζιλία που κάνει κάτι περίεργες µαγικές τελετές και φτιάχνουµε ένα πήλινο δοχείο, το «vaso vagio», που µου δίνει στ’ αλήθεια αυτές τις σούπερ δυνατότητες που λέγαµε. Μετά γίνεται χαµός, αλλά αυτά σ’ αφήνω να τα διαβάσεις µόνος. Τι λες; Ψήνεσαι;

Ο Αλέξανδρος είναι ένας έφηβος με πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ορφανός από μητέρα, με πλούσιο και διάσημο και γι αυτό απόμακρο πατέρα, με πολλές ανέσεις, σε ιδιωτικό σχολείο… Κι όμως αισθάνεται πως είναι ένας άνθρωπος που τίποτε δεν μπορεί να πετύχει, για τίποτε το ουσιαστικό δεν είναι ικανός.

Κανείς δεν του έχει μάθει πως η όποια ικανότητα απαιτεί μια προσπάθεια για να εμφανίσει τα αποτελέσματά της. Θύμα -μάλλον- μιας κοινωνίας που έχει ξεχάσει το όραμα μα και την προσπάθεια.

Ο Αλέξανδρος αντί να μοχθεί κάτι να πετύχει, ονειρεύεται πως με τρόπους μαγικούς το πετυχαίνει. Και βέβαια επιδεινώνει την έλλειψη αυτοεκτίμησής του.

Όλη αυτή η κατάσταση περιγράφεται από τον Γεράση με απανωτά ευρήματα, με μια γλώσσα παρόμοια με αυτή που ένας έφηβος θα χρησιμοποιούσε, διανθισμένη με ευφάνταστες φράσεις αυτοσαρκασμού.

Στο τέλος θα έρθει η αυτογνωσία και η ανακάλυψη  του τι σημαίνει η αποδοχή να είμαι αυτό που είμαι και όχι αυτό που κάποιοι άλλοι με έχουν πείσει πως θέλω να είμαι.

Μα δεν είναι αυτό το -ας το πούμε- μήνυμα- που κάνει ιδιαίτερο τούτο το εφηβικό μυθιστόρημα. Είναι η εντελώς πρωτότυπα σχολιαστική γλώσσα με την οποία έχει γραφτεί και η γρήγορου ρυθμού  αφήγησή του.

Λίγο μετά με εξέτασε κι ένας πιτσιρικάς γιατρός. Πού τον βρήκανε, εν τω μεταξύ τόσο νέο; Λες να είχε πληρώσει για να πάρει το δίπλωμα πιο νωρίς; Άρχισε και τις αδιάκριτες ερωτήσεις, λες κι ήταν της CIA. Πώς τραυματίστηκα, που είναι ο πατέρας μου, γιατί βρίσκομαι τέτοια ώρα μόνος μου κ.λπ.  Τί σε νοιάζει, μωρέ, καταζητούμενος είμαι; Ήμουν με το γκομενάκι, φασωνόμαστε, τσακωθήκαμε και μου έδωσε κλωτσιά στο πόδι. Αυτό του είπα και το ‘φαγε αμάσητο. (σελ. 59)

Τελικά, μια ασυνήθιστη, όσο και πληθωρική μυθιστορηματική σύνθεση για εφήβους που σίγουρα δείχνει πως ο Αλέξης Γεράσης ξέρει να πλησιάζει την εφηβική ιδιοσυγκρασία και με ένα εντελώς δικό του τρόπο να τη βοηθά να ξεπεράσει τον όποιο φόβο αποτυχίας της – Γι’ αυτό το έγραψα αυτό το βιβλίο. Για σένα που σφαλιαρίζεις τον εαυτό σου. Πέτυχα εγώ, ρε, και έκδωσα βιβλίο με χίλια ζόρια -δε θα πετύχεις εσύ; Και ταλέντο να μην έχουμε, έχουμε υπομονή. (σελ. 163)

Αλέξης Γεράσης: «Ο μέτριος Αλέξανδρος» (diastixo.gr)

(719 λέξεις)

21.5.23

Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος για το "Με το ίδιο όνομα"

 "Τη ζωή εμείς τη συνεχίζουμε"... Σε αυτή τη φράση περιέχεται όλη η κοσμοθεωρία του συγγραφέα για τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία, του ανθρώπου με τη φύση, του σήμερα με το χθες, του εγγονιού με τον παππού. Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, την αλληλογραφία του παππού με το εγγόνι του, ο συγγραφέας, με τη μοναδική συγγραφική του δεινότητα, μιλά τόσο απλά στον αναγνώστη για τόσο μεγάλα θέματα, τα οποία απασχολούν τον άνθρωπο σε όλη την πορεία του στη Γη. Εξαιρετικό το εύρημα των ένθετων ιστορίων - επιστολών που εμπεριέχουν όλη τη σοφία από αρχαίες μυθολογίες. Μαζί με το κείμενο "φιλοσοφεί" και σε βοηθά να στοχαστείς και η ζωγραφική της Φωτεινής Στεφανίδη που αποδίδει εξαιρετικά το πεδίο δράσης των ηρώων, όχι ως ντεκόρ αλλά ως κυρίαρχο στοιχείο της εξέλιξης της δράσης. Για παιδιά από 9 έως 109 ετών. Β. Ηλιόπουλος

 

Το πέτρινο σπίτι χτισμένο σε πλαγιά. Μπροστά του ένας πορτοκαλεώνας, από την πίσω την αυλή ξεχώριζε το δάσος με τις Φιλύρες. Εκεί ο παππούς έφτιαχνε τις ιστορίες του. Εκεί ξέσπασε και η φωτιά που όλα τα έκαψε.

Αλλά ο παππούς ήξερε να κάνει τα όνειρά του αλήθεια… Μου έμαθε και μένα, τον εγγονό του, τον τρόπο. Κι εγώ τον δωρίζω σε σένα. Με τον παππού έχω το ίδιο όνομα. Με σένα τα ίδια όνειρα… Υποθέτω.

Τον είχα πιστέψει.

Με τον πατέρα και τη μητέρα επιστρέψαμε στον άλλο τόπο. Μεγάλωνα, μάθαινα όλα όσα η ζωή προσφέρει σε ένα παιδί που μεγαλώνει.

Μα πέρα και πίσω από τα μαθήματα της καθημερινότητας, ήταν και όσα γνώριζα από τις ιστορίες που ο παππούς μού είχε κάποτε στείλει μέσα σε μεγάλους κίτρινους φακέλους. Τις διάβαζα πια, ξανά και ξανά. Καθεμιά και για ένα φυτό, δέντρο ή λουλούδι· καθεμιά τους και για μια ιδέα, ένα συναίσθημα, κάποιο ιδανικό.

Συχνά λέμε πως «η ζωή συνεχίζεται». Αλλά δεν το λέμε σωστά – «τη ζωή εμείς τη συνεχίζουμε», αυτό θα πρέπει και να λέμε και να θυμόμαστε.

Ο Μάνος Κοντολέων για να αποδείξει αυτή τη φράση έγραψε τούτο το βιβλίο. Και το βλέπει ως αφορμή για μια συζήτηση, ως αφορμή να μοιραστεί τούτη τη σκέψη του με περισσότερους. Και στη συνέχεια ελπίζει πως η δική του αυτή ιστορία ίσως γίνει στάση ζωής σε έναν από εμάς. Σ’ έναν αναγνώστη του.

Κι αυτός με τη σειρά του… Γράψει τη δική του.

Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η ιδέα για να γραφτεί αυτή η ιστορία που μιλά για το πως αξίζει κανείς να βλέπει τη σχέση του τώρα με το χτες, το τι σημαίνει να ζεις άλλοτε μέσα στη φύση κι άλλοτε σε μια πόλη, τι σημαίνει να θυμάσαι και τι να δημιουργείς. Το ότι ο πολιτισμός δεν κληρονομείται μόνο, αλλά και κατακτάται.

Μέσα στο κείμενο συνυπάρχουν περιγραφές φυσικών καταστροφών, όπως μια μεγάλη πυρκαγιά, με αφηγήσεις πανάρχαιων μύθων δημιουργίας στοιχείων της Φύσης, ενώ παράλληλα εξελίσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις διαμορφώνοντας το ίδιο το μέλλον του ανθρώπου.

Ένα βιβλίο με αληθινά γεγονότα, αλλά και μύθους για τόπους που αγαπάμε, μια αφήγηση για όσους ακούνε στο ίδιο με το δικό μας όνομα, έχουν το ίδιο όνειρο.

Με το ίδιο όνομα | ΔΙΠΤΥΧΟ (diptyxo.gr)

Με τον Κώστα Στοφόρο συζητάμε για το "Με το ίδιο όνομα"

 

-Ποια στάθηκε η αφορμή για το νέο σου βιβλίο;

-Ομολογώ πως αυτή η ιστορία ξεκίνησε με μια εσωτερική συνομιλία με τον εαυτό μου. Ήταν το καλοκαίρι του 2021, εγώ από το Πήλιο παρακολουθούσα τις φωτιές στην Εύβοια και στην Αττική, στην τηλεόρασή μου κάποια στιγμή είδα τις φλόγες να πλησιάζουν το σπίτι μου και… Ξαφνικά αισθάνθηκα πως δεν υπήρχε κάποιο συναίσθημα να με ταρακουνά. Αμέτοχος -απίθανη εμπειρία, το ομολογώ. Εκείνη την ώρα, η Άννα, η κόρη μου, μας πήρε τηλέφωνο από τα Χανιά και με ένα σπάσιμο στη φωνή προσπαθούσε να παρηγορήσει την Κώστια, τη  μητέρα της κι εμένα. Ενώ και η ίδια ήταν συγκλονισμένη καθώς έβλεπε μια καταστροφή που αποκτούσε και προσωπική διάσταση. Κι εγώ, της απάντησα… Της είπα πως ότι κι αν χάναμε θα ήταν υλικό. Όλα τα πολύτιμα τα είχα φυλαγμένα στη μνήμη. Κι αφού ζούσα, τίποτε στην ουσία δεν θα έχανα.

Κάποια στιγμή, λίγες μέρες αργότερα, άρχισα να γράφω το «Με το ίδιο όνομα». Έτσι χωρίς προγραμματισμό. Στην ουσία έγραψα για τη μνήμη που συνδέει τον άνθρωπο με τον ίδιο τον εαυτό του, με έναν άλλον άνθρωπο, αλλά και τον Άνθρωπο με την ίδια τη Φύση.

-«Τη ζωή εμείς τη συνεχίζουμε». Τι σημαίνει αυτή η κομβική φράση του βιβλίου για σένα;

- Πως όλα είναι μνήμη και από τη μνήμη φτιάχνουμε το μέλλον. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος –‘Με το ίδιο όνομα’. Συμβολικά και μόνο πρωταγωνιστούν ένας παππούς και ο εγγονός του. Στην ουσία μίλησα για τη συνέχεια των γενεών. Για τη συνέχεια της ίδιας της ζωής.  Και τη ζωή του ανθρώπινου γένους  ο ίδιος ο άνθρωπος τη φτιάχνει. Και είναι το μόνο είδος του ζωικού βασιλείου που το κάνει αυτό. Γιατί διαθέτει μνήμη.

-Αφηγείσαι με έναν μοναδικό τρόπο μύθους για τα δέντρα. Θα μπορούσε να είναι η αρχή για μια σειρά βιβλίων;

-Ο άνθρωπος και η Φύση -στενή η σχέση. Ασφαλώς και στο παρελθόν το έχω μετατρέψει σε ιστορίες. Πρόχειρα θυμάμαι το έργο μου «Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε», αλλά και τη σειρά των βιβλίων μου «Μανόλο και Μανολίτο και Μανουήλ». Τώρα αν αυτό θα το συναντήσω συγγραφικά και στο μέλλον… Δεν ξέρω. Πολύ πιθανόν. Έτσι κι αλλιώς από τους Μύθους ξεκίνησε ο Πολιτισμός μας.

-Είσαι από τους πλέον βραβευμένους συγγραφείς βιβλίων για παιδιά και νέους. Έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές με τα δικά σου τα βιβλία. Θεωρείς πως η παιδική- νεανική λογοτεχνία θεωρείται από ορισμένους ως υποδεέστερο είδος;

-Ναι, θεωρείται. Και δεν μπορώ να καταλάβω αυτή τη στάση. Όχι πως δεν υπάρχουν και άτεχνα έργα σε αυτή την κατηγορία. Αλλά μήπως κάτι παρόμοιο δε συμβαίνει και στην ενήλική λογοτεχνία; Νομίζω πως αυτή η στάση που επισημαίνεις έχει να κάνει με μια διάθεση πολλών, πάρα πολλών ενηλίκων να διαχωρίζουν την ύπαρξή τους ως παιδιά από αυτή που διαθέτουν ως ενήλικες. Και μάλλον  υποτιμούν την πρώτη.  Αλλά για να φτάσεις στο ρετιρέ, πρέπει να έχεις περάσει και από το ισόγειο. Κι αν αυτό έχει χωρίς σωστή δόμηση φτιαχτεί, όλο το οικοδόμημα θα καταρρεύσει.

Μα όλο αυτό το θέμα που θίγεις με την ερώτησή σου είναι πολύ βαθύ και απαιτεί μια άλλη συζήτηση. Που θα στηρίζεται και σε άλλους άξονες -πολιτικούς, κοινωνικούς, ψυχαναλυτικούς κ.λπ

-Συχνά -όχι μόνο από τα βιβλία σου- παίρνεις θέση και για τα πράγματα του τόπου. Όπως και για το πρόσφατο έγκλημα στα Τέμπη. Πιστεύεις πως οι Έλληνες διανοούμενοι στην εποχή μας στέκονται στο «ύψος των περιστάσεων»;

- Στην πλειονότητά τους θα έλεγα πως όχι. Θεωρώ πως ένα μεγάλο μέρος των διανοούμενων έχει στρέψει την προσοχή του προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Ένας εγωκεντρισμός επικρατεί. Κι ένας στείρος ανταγωνισμός. Βέβαια όλο αυτό το κλίμα το συντηρεί και η γενικότερη κοινωνική στάση, ο τρόπος που εκφράζονται τα διάφορα ΜΜΕ. Αλλά με τίποτε δεν μπορώ να δικαιολογήσω την απουσία της ελληνικής διανόησης από τα φλέγοντα πολιτικά θέματα της εποχή μας. Την απουσία της , όπως και την επιπόλαιη, συχνά, τοποθέτησή της.

(Ο δρόμος της Αριστεράς, Μάιος 2023)

12.5.23

Η Μένη Πουρνή στο oanagnostis.gr για το "40 χρόνια, έψαχνα πάντα τις λέξεις"

 

Τον Νοέμβριο του 2018 στο κατάμεστο αμφιθέατρο του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για τα 40 χρόνια παρουσίας του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων στην ελληνική λογοτεχνία και ειδικά στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία. Ο Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας ιδιαίτερα αγαπητός στους εφήβους και τα παιδιά συνέβαλε σημαντικά στην ανανέωση και ανάπτυξη της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας μετά την Μεταπολίτευση μαζί με πολλούς ακόμη σημαντικούς συγγραφείς. Παράλληλα, δεν έπαψε να εκδίδει αξιόλογα μυθιστορήματα για ενηλίκους. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διάδραση ο τόμος  των  πρακτικών της τιμητικής ημερίδας Μάνος Κοντολέων 40 χρόνια: Έψαχνα πάντα τις λέξεις (2022)  που διοργανώθηκε από την καθηγήτρια του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Βίκυ Πάτσιου, η οποία επιμελήθηκε και τον τόμο. Περιέχει τις εισηγήσεις 20 σημαντικών Ελλήνων ερευνητών και συγγραφέων που συνέδεσαν το έργο τους με τον συγγραφέα ή υπήρξαν φίλοι και συνοδοιπόροι.

 

Η Βίκυ Πάτσιου αναφέρθηκε στην συνολική πορεία του Μάνου Κοντολέων ως ενός συγγραφέα που καταπιάστηκε με πολλά λογοτεχνικά είδη βρίσκοντας την ισορροπία ανάμεσα στο ενήλικο και νεανικό κοινό. Επικεντρώνεται σε κομβικά στοιχεία του έργου του αναδεικνύοντας την διαχρονικότητά του καθιστώντας δημοφιλή για πολλές δεκαετίες. Η καθηγήτρια Τζίνα Καλογήρου επέλεξε να αναδείξει την συγγραφική μαεστρία του συγγραφέα μέσα από την συλλογή παραμυθιών  Τα πολύτιμα δώρα τονίζοντας τις διακειμενικές του σχέσεις και το γνήσιο παραμυθικό περιεχόμενο των ιστοριών του μέσα από ένα αλληλένδετο πλέγμα συμβολισμών και συνδέσεων.  Η ομότιμη καθηγήτρια  Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου αναφέρεται στην ευαισθησία του Κοντολέων για τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, στοιχείο που απαντάται έντονα στα εφηβικά του μυθιστορήματα. Περιθώριο, απόγνωση, πρόσφυγες, μετανάστες, φτώχια εφηβικός θυμός και επανάσταση αποτυπώνονται έντεχνα από τη  πένα του συγγραφέα. Στο ίδιο περίπου μοτίβο, η συγγραφέας Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου μίλησε για την εικόνα του Άλλου στο έργο του Μάνου Κοντολέων. Οι ήρωες του συγγραφέα είναι, συχνά, έτοιμοι να βοηθήσουν και να περιθάλψουν, όποιον έχει ανάγκη ξεπερνώντας κοινωνικά και ρατσιστικά στερεότυπα.

 

Ο καθηγητής Δημοσθένης Δασκαλάκης εξετάζει τα κοινωνικά μυθιστορήματα του συγγραφέα υπό την οπτική της μαρξιστικής θεωρίας. Αναλύοντας τα μυθιστορήματα Μία ιστορία του Φιόντορ και Δεν με λένε Ρεγγίνα…Άλεχ με λένε διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας περιγράφει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής των μεταναστών στην Ελλάδα, καθώς και την ανετοιμότητα της χώρας και της κοινωνίας να τους υποδεχτεί κατάλληλα. Ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπαμπούνης και η διδάκτωρ ιστορίας  Γιούλα Κωνσταντοπούλου διερευνούν την πρόσληψη της ιστορίας στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Ο χαρταετός της Σμύρνης. Για τον συγγραφέα ο χρόνος είναι πάντα παρών και ζωντανός πέρα από την ευθύγραμμη, συνήθη εξέταση των ιστορικών γεγονότων .Ο, επίσης, συγγραφέας Βαγγέλης Ηλιόπουλος θυμάται την εμπειρία του από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Ο μικρός Μάνος και η μαγική μπέρτα που είχε σκοπό να φέρει σε επαφή τους μικρούς μαθητές με το έργο του Μάνου Κοντολέων.

 

Οι καθηγητές Θωμάς Μπαμπάλης και Κωνσταντίνα Τσώλη προτείνουν μία εκπαιδευτική δράση για το απόσπασμα Αποκριάτικη ιστορία από μυθιστόρημα του συγγραφέα που συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων της Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού. Στο κέντρο της δράσης βρίσκονται οι πάντα σημαίνουσες έννοιες της δημιουργικότητας και της καινοτομίας. Η καθηγήτρια Αλεξάνδρα Ζερβού σφυρηλατεί το πορτραίτο της σχέσης του συγγραφέα με την κλασική λογοτεχνία μέσα από τους τρόπους που αξιοποίησε τις επιρροές τους στο έργο του. Λογοτεχνικά  μοτίβα και ήρωες, όπως ο Δον Κιχώτης, ο Γαργαντούας, οι αρχαίες τραγωδίες, ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι, το διήγημα  Το μόνον της ζωής του ταξείδιον του Γεωργίου Βιζυηνού, διατρέχουν ολόκληρο το σώμα του συγγραφικού έργου του Μάνου Κοντολέων. Η καθηγήτρια Διαμάντη Αναγνωστοπούλου καταγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες κατά την διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, οι οποίες διαμορφώνουν την ενήλικη ταυτότητα της νεαρής ηρωίδας Στεφανίας στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Αμαρτωλή πόλη.

 

Η καταστρατήγηση της σωματικής αρτιμέλειας και της σεξουαλικής ταυτότητας ενός νεαρού άνδρα, του Έλενου, αναλύει στην εισήγησή της η καθηγήτρια Μένη Κανατσούλη. Στο μυθιστόρημα Ιστορία ενός ευνούχου ο Μάνος Κοντολέων περιγράφει την πορεία του νεαρού ευνούχου Έλενου προς την δύναμη και την εξουσία. Μία πορεία μοναχική, χωρίς αυτοσεβασμό. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 και προάγγελων της βαθύτατης κρίσης που ακολούθησε, εξετάζει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Μαλαφάντης υπό το πρίσμα της θεωρίας του Μιχαήλ Μπαχτίν στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Ανίσχυρος άγγελος. Επισημαίνει την ύπαρξη πολλών τύπων αφηγήσεων ταυτόχρονα, την αντιπαράθεση αντίθετων πλευρών και απόψεων, αλλά και την παράλληλη ύπαρξη του καλού και του κακού. Το ζήτημα των πολλαπλών ταυτοτήτων των ηρώων τίθεται από τον καθηγητή Ανδρέα Καρακίτσιο για το μυθιστόρημα του συγγραφέα Μία ιστορία του Φιόντορ. Η κεντρική ηρωίδα Λιουμπόφ παλεύει να προσαρμοστεί στην νέα της πατρίδα. Δεν είναι ούτε Σοβιετική ούτε Ρωσίδα ούτε Ελληνίδα. Πρόκειται για μία σύνθετη ταυτότητα άρρηκτα συνδεδεμένη με τις περιρρέουσες περίπλοκες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.

 

Η καθηγήτρια Μαρία Δημάκη-Ζώρα διερευνά την έννοια του προσωπείου στο εφηβικό-νεανικό μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων Μάσκα στο φεγγάρι. Οι έφηβοι ήρωες,  η νεαρή φιλόλογος, ο αφανής ήρωας, ηθοποιός Λουκάς Αλεξίου πρέπει να απεκδυθούν το προσωπείο που φορούν για να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα και την πραγματική τους ταυτότητα. Ο καθηγητής Γιάννης Παπαδάτος παρουσιάζει τα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού και τα μυθολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα βιβλία του συγγραφέα Η μαγική μητέρα, Τα πολύτιμα δώρα και Δομήνικος. Ο μαγικός ρεαλισμός ενσωματώνεται στην καθημερινότητα των μικρών ηρώων πλεγμένος με σημαντικά ιδεολογικά ζητήματα που αφορούν το άτομο και την κοινότητα. Το μυθολογικό πρόσωπο της Κασσάνδρας πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα Η Κασσάνδρα στην μαύρη άμμο που παρουσίασε η καθηγήτρια Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή. Η Νικολουδάκη-Σουρή επιχειρεί να διερευνήσει το εγχείρημα να βασιστεί η δημιουργία ενός μυθιστορήματος με κύρια πηγή τις μυθολογικές πληροφορίες.

 

Τις διασκευές κλασικών έργων και τα διακείμενα από τους κλασικούς συγγραφείς που έχει δημιουργήσει και αξιοποιήσει στο έργο του ο Μάνος Κοντολέων αναλύει η καθηγήτρια Τασούλα Τσιλιμένη. Με επίκεντρο την διασκευή του Γαργαντούα, η Τσιλιμένη τονίζει τον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο διασκεύασε το κλασικό κείμενο με σεβασμό, χιούμορ και δίνοντας αφορμή στον νεαρό αναγνώστη για προβληματισμό. Η διδάκτωρ παιδικής λογοτεχνίας και εκπαιδευτικός Χρύσα Κουράκη διαγράφει την πορεία δύο νεαρών ηρωίδων του συγγραφέα υπό το πρίσμα του Bildungsroman. Η Στεφανία και η Κασσάνδρα, αν και ζουν σε δύο εντελώς διαφορετικές εποχές, πληρώνουν το τίμημα των κρίσεων και επιλογών των ενηλίκων. Στον επίλογο του τόμου, ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων κάνει έναν σύντομο απολογισμό της σαραντάχρονης πορείας του στην λογοτεχνία και σε όσα αποτέλεσαν σταθμό σε αυτήν.

 

Η έκδοση των εισηγήσεων που εκφωνήθηκαν στην επιτυχημένη και άκρως ενδιαφέρουσα ημερίδα για τα 40 χρόνια λογοτεχνικής δημιουργίας του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων σηματοδοτεί, όχι μόνο την βαθιά του απήχηση σε αναγνωστικό και ερευνητικό επίπεδο, αλλά και τα καινοτόμα στοιχεία που τον κατέστησαν συγγραφέα πρώτης γραμμής από άποψη μορφής και περιεχομένου. Έχοντας ασχοληθεί επιτυχημένα με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου, ο Μάνος Κοντολέων αποτελεί ένα πολύτιμο εν εξελίξει οργανικό μέλος  της νεοελληνικής λογοτεχνίας με απεριόριστες, ακόμη, προοπτικές για το μέλλον.

Γιώργος Παναγιωτάκης "Μικρόκοσμος"

 


Αν σωστά μετρώ και θυμάμαι, ο Γιώργος Παναγιωτάκης έχει παρουσιαστεί στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά πριν από 18 χρόνια και από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 15 βιβλία με το όνομά του.

 

Συνεπής συγγραφέας ως προς το κοινό που θέλει να απευθυνθεί – κυρίως παιδιά από τα μέσα του Δημοτικού έως τις αρχές του Γυμνασίου.

 

Και τη συνέπειά του αυτή την εκφράζει με μια τεχνική μείξης ρεαλισμού και φαντασίας, περιπέτειας και συναισθημάτων, διακριτικού χιούμορ και υπολανθάνουσας τρυφερότητας. Μα και με –άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε με περισσότερη σαφήνεια– τοποθέτηση των θεμάτων του μέσα σε συνθήκες που καθορίζονται από μια πολιτική σκέψη.

 

Κι όλα αυτά με τη χρήση μιας γλώσσας που ενώ δείχνει να κυλά με μια ήρεμη απλότητα, στην ουσία είναι γλώσσα που έχει στηριχθεί σε δομές μιας σύγχρονης τεχνικής αφήγησης, συχνά κινηματογραφικής καταγωγής.

 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που μέσα σε αυτά τα 18 χρόνια όχι μόνο τιμήθηκε με σημαντικές διακρίσεις και βραβεία, αλλά που –για έμενα τουλάχιστον– θεωρείται ως ο σημαντικότερος συγγραφέας της γενιάς του βιβλίων για μεγάλα παιδιά.

 

Του αναγνωρίζω αυτή τη θέση καθώς διαβλέπω στα έργα του την ύπαρξη μιας «ενήλικης παιδικότητας» η οποία –πάντα κατά την άποψή μου– αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση για να γράψει κανείς καλή λογοτεχνία που θα διαβαστεί ευχάριστα και δημιουργικά από το ανήλικο κοινό όσο και από το ενήλικο.

 

Γράφοντας «ενήλικη παιδικότητα», εννοώ εκείνη τη ματιά με την οποία ένας συγγραφέας απευθύνεται στο παιδί όχι για να το εκπαιδεύσει στις ενήλικες απόψεις του, αλλά να το μυήσει στις ανήλικες εμπειρίες του που πλέον αποτελούν για τον ίδιο εφόδια και στάσεις της ενήλικης ζωής.

 

Κάπως έτσι γράφεται η καλή λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους και σίγουρα αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίον ο Γιώργος Παναγιωτάκης άλλοτε κινείται στον χώρο της φαντασίας (π.χ. «Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων», Ο Ισιντόρ και το φεγγάρι) κι άλλοτε στον χώρο του απόλυτου ρεαλισμού (π.χ. Τίγκρε).

 

Το βιβλίο που τον έκανε γνωστό είναι το συμβολικό μυθιστόρημα-παραμύθι Μικρόκοσμος, που είχε για πρώτη φορά κυκλοφορήσει το 2011 από τον Κέδρο και τώρα επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, στο συγγραφικό δυναμικό των οποίων ο Παναγιωτάκης έχει πλέον ενταχθεί.

 

Είναι ένα τεκμηριωμένο ιδεολογικά πολιτικό έργο και προσωπικά –ας μου επιτραπεί να το αναφέρω– ιδιαίτερα το χάρηκα, καθώς είμαι ο πρώτος που αμέσως μετά την μεταπολίτευση με δύο βιβλία μου (Φωκίων και Ποντικούπολη) έδωσα το στίγμα της δημιουργία ιστοριών που ενώ χρησιμοποιούν τους κανόνες παραμυθιού και φαντασίας, εντούτοις ξεκάθαρα αναφέρονται σε ρεαλιστικές πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες μικροί και μεγάλοι ζούμε και καλούμαστε ή να τις αποδεχτούμε ή να τις βελτιώσουμε ή ακόμα και να τις ανατρέψουμε.

 

Η χρήση των δυνατοτήτων μιας αφήγησης που στηρίζεται στη φαντασία και στο παραμύθι για να διαμορφώσει μια πολιτική και κοινωνική συνείδηση στο παιδί είναι παμπάλαιη, στην ουσία ξεκινά από τον Αίσωπο και βέβαια διατρέχει σχεδόν όλα τα λαϊκά παραμύθια.

 

Ο ανθρωπομορφισμός –δηλαδή η χρήση διαφόρων ζώων για να περιγράψουμε ανθρώπινες συμπεριφορές– συχνά κατηγορήθηκε πως αδικεί τα ζώα. Με άλλα λόγια είναι άδικο να θεωρείται η αλεπού ως πονηρή και ο λύκος ως κακός, ο λαγός κατεργάρης και η κουκουβάγια σοφή. Αλλά αν ως ένα σημείο αυτή η άποψη μπορεί να αναγνωριστεί πως σωστά υπερασπίζεται τη μη σύνδεση της μορφής και της φυσικής συμπεριφοράς ενός ζώου, με τη συνειδητά αντίστοιχα επιλεγμένη στάση κάποιων ανθρώπων, από την άλλη στα χέρια ενός ταλαντούχου συγγραφέα γίνεται εφόδιο να επιτευχθεί ο στόχος του έργου του –να θυμηθούμε τη Φάρμα των ζώων μα και τους Όρνιθες.

 

Στον Μικρόκοσμο αυτός ο ανθρωπομορφισμός καθόλου δεν ενοχλεί, άλλωστε τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας δεν αναφέρεται πως ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο είδος. Παραπέμπουν, ίσως, σε μερμήγκια, αλλά στην ουσία ο Παναγιωτάκης, περιγράφοντας το βασίλειο που ζούνε οι χαρακτήρες του, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να σκιαγραφεί με αδρές γραμμές τον δικό μας κόσμο – ένα μέρος τουλάχιστον αυτού.

 

Πρόκειται για ένα βασίλειο με μια βασίλισσα που υπάρχει μόνο και μόνο για να γεννά στρατιώτες και εργάτριες, που κι αυτοί με τη σειρά τους στόχο έχουν να επιτίθενται χωρίς κανένα λόγο στα παρόμοια πλάσματα του κοντινού άλλου βασιλείου.

 

Πλάσματα που κυκλοφορούνε στο σκοτάδι και δεν αποκτούν καμιά πρωτοβουλία δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζούνε, να σκοτώνουν, να πεθαίνουν.

 

Μα θα είναι αρκετό να υπάρξουν έστω και δύο μόνο από αυτούς τους κατοίκους με τις αδιαμόρφωτες συνειδήσεις –η μια στο ένα βασίλειο, ο άλλος στο απέναντι– οι οποίοι θα συνειδητοποιήσουν πως υπάρχει και κάτι ακόμα, κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι. Και το συναίσθημα είναι ζωή. Και ζωή είναι ο έρωτας. Και ο έρωτας είναι επανάσταση. Η επανάσταση ελευθερία. Και η ελευθερία –η νέα βασίλισσα– γεννά όχι στρατιώτες και εργάτριες, αλλά πλάσματα με όνειρα.

 

Πάνω σε αυτόν τον καμβά στήνεται η υπόθεση του έργου. Διαθέτει δράση, περιπέτεια, χαρακτήρες. Κυρίως διαθέτει μια πλήρη εξιστόρηση των καταστάσεων μη ελευθερίας – πολιτική, οικονομική, κοινωνική.

 

Αυτό που κάνει τον Μικρόκοσμο να δείχνει τόσο επίκαιρος μετά από τόσα χρόνια κυκλοφορίας του είναι από τη μια η δομημένη προσέγγιση του σε πολιτικές συνθήκες και από την άλλη οι ρέουσες περιγραφές συναισθημάτων και εικόνων.

 

Ο Παναγιωτάκης –προηγουμένως αναφέρθηκα στις κινηματογραφικές καταγωγές της γραφής του– χωρίς να αγνοεί τον διάλογο, προτιμά λογοτεχνικά να κινηματογραφεί.

 

Είτε είχε τα μάτια της ανοιχτά είτε τα κρατούσε σφαλισμένα, ήταν το ίδιο και το αυτό. Έτσι, τουλάχιστον, της φάνηκε στην αρχή. Ύστερα από λίγες στιγμές όμως συνήθισε στη μαυρίλα και ανακάλυψε ότι με λίγη καλή θέληση και αρκετή φαντασία μπορούσε να διακρίνει τι υπήρχε ένα ίσως και δύο εκατοστά μακριά από τις δαγκάνες της. Η ανακάλυψη αυτή της έδωσε κουράγιο και αποφάσισε να κινηθεί προς το βάθος της φυλακής. Προχώρησε λίγα βήματα ώσπου σκόνταψε κάπου και σωριάστηκε στο χώμα. Μάζεψε τα πονεμένα μέλη της και ψηλάφισε τον τόπο γύρω της. Οι κεραίες της άγγιξαν έναν ξαπλωμένο… (σελ. 69)

 

Αλλά και…

 

Η πρώτη εντύπωση από τον έξω κόσμο ήταν τόσο ισχυρή, ώστε απόμεινε να κοιτά αποσβολωμένη γύρω της. Είδε την καταπράσινη χλόη να λυγίζει στο πέρασμα του γυαλιστερού σκουληκιού και την κιτρινωπή γύρη να χορεύει τρελά μέσα στις λοξές ηλιαχτίδες. Άκουσε το παιχνιδιάρικο θρόισμα των φύλλων και το επιβλητικό τρίξιμο των δέντρων. Μύρισε τις μπερδεμένες ευωδιές που στροβιλίζονταν στον αέρα… (σελ. 95)

 

Ένα καθαρόαιμα καλό, πολύ καλό βιβλίο για παιδιά σε μια νέα εκδοτική πορεία, έτοιμο να κερδίσει νέους αναγνώστες.

Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης, Μικρόκοσμος- vivliopoleiopataki.gr

10.5.23

Αγκουστίνα Μπαστερρίκα «Εξαίσιο πτώμα»

 

Αγκουστίνα Μπαστερρίκα

«Εξαίσιο πτώμα»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

 

Η Αγκουστίνα Μπαστερρίκα γεννήθηκε το 1974 στην Αργεντινή.

Με τα έως σήμερα τρία μυθιστορήματά της, έχει κατορθώσει να αναγνωριστεί στη χώρα της ως μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες συγγραφικές φωνές.

Το «Εξαίσιο πτώμα» είναι το τρίτο της βιβλίο και γράφτηκε το 2017. Σημειώνω την χρονιά αυτή μιας και ο αναγνώστης του έργου θα πιστέψει πως η πηγή έμπνευσής του  θα υπήρξε η πανδημία του covid 19.

Κι όμως η έμπνευση της Αγκουστίνα Μπαστερρίκα είχε προηγηθεί της πανδημίας.

Δυο λόγια για την υπόθεση του έργου, έτσι όπως τη διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η ξαφνική εμφάνιση ενός θανατηφόρου ιού που προσβάλλει τα ζώα μεταβάλλει αμετάκλητα τον κόσμο: Από τα θηρία μέχρι τα κατοικίδια πρέπει όλα να θανατωθούν συστηματικά, ενώ το κρέας τους δεν μπορεί να καταναλωθεί. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την κατάσταση με μια δραστική απόφαση: νομιμοποιούν την εκτροφή, την αναπαραγωγή, τη σφαγή και την επεξεργασία ανθρώπινου κρέατος. Ο κανιβαλισμός γίνεται νόμος και η κοινωνία έχει διαιρεθεί σε δύο ομάδες: σ’ αυτούς που τρώνε και σ’ αυτούς που τρώγονται».

Νομίζω πως είναι σαφές πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα δυστοπίας, ασφαλώς όχι το μόνο, αλλά σίγουρα εντελώς ιδιότυπο και τρομερά ρεαλιστικό στις περιγραφές του.

Κεντρικός χαρακτήρας ένας άντρας που έχει την ευθύνη μιας μονάδας επεξεργασίας κρέατος κι έτσι σε καθημερινή βάση έρχεται σε επαφή με όλα τα στάδια μετατροπής ανθρώπινων σωμάτων σε κρέας προς πώληση στις αγορές της πόλης.

Οι σκέψεις του -αυτές είναι που παρακολουθεί ο αναγνώστης- διακρίνονται από μια αδιέξοδη θλίψη λόγω θανάτου του μικρού γιου του. Με άλλα λόγια ο Μάρκος Τέχο ζει κυριολεκτικά μέσα και κάτω από την εξουσία του θανάτου.

Αλλά -από την πρώτη στιγμή αναρωτιέται ο αναγνώστης- πόσο παρόμοιες μπορεί να είναι οι δυο εμπειρίες θανάτου, όταν η μια δημιουργείται από την αναλγησία της επιβίωσης και η άλλη από το τραύμα της απώλειας; Όταν στη μια συμμετέχεις ενεργά, ενώ την άλλη παθητικά την υφίστασαι; Μα και ακόμα, όταν η μια έχει την επικαιρική κάλυψη της πολιτείας και η άλλη τη διαχρονικότητα του φθαρτού της ανθρώπινης ύπαρξης;  Όταν η μια είναι αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας και η άλλη φυσικής νομοτέλειας;

Η Αγκουστίνα Μπαστερρίκα με μια άψογη τεχνική αφήγησης εξαναγκάζει τον αναγνώστη της να συμπαθήσει κατά κάποιο τρόπο τον ήρωά της -άλλωστε ο ίδιος είναι χορτοφάγος- αλλά επιφυλάσσει για το τέλος την ανατροπή αυτής της συμπάθειας.

Ο Τέχο που βιώνει τον θάνατο του παιδιού του ως μια αποτυχία τόσο ατομική όσο και αποτυχία της παντοδυναμίας των επιτευγμάτων της επιστήμης, και αφού θα προσπαθήσει να ενισχύσει τις άμυνές του παρακολουθώντας, με διάθεση αντιστάθμισης της ψυχικά παγωμένης καθημερινότητάς του, την πορεία προς το θάνατο του άρρωστου και ηλικιωμένου πατέρα του, τελικά θα ενταχθεί στο στρατόπεδο των ανθρωποφάγων για να αμφισβητήσει την αδυναμία του ανθρώπου να σχεδιάζει το μέλλον του και τη βιολογική συνέχεια της ύπαρξής του.

Και εδώ είναι ακριβώς ο πυρήνας της θέσης που η συγγραφέας προβάλει και που το έργο της από ένα μυθιστόρημα δυστοπικής πολιτικής φαντασίας, μετατρέπεται σε κείμενο φιλοσοφικού στοχασμού πάνω στον βασικό ένστιχτο της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους.

Γιατί ο κεντρικός ήρωας όσο και αν είναι προβληματισμένος πάνω στις νέες συνθήκες, όσο και αν έχει για λόγους ατομικής επιβίωσης αποδεχτεί ένα συγκεκριμένο ρόλο μέσα στον γενικότερο κρατικό μηχανισμό, όταν θα του δοθεί η ευκαιρία να εκπληρώσει τον ασύνειδο σκοπό κάθε ζωικής ύπαρξης που δεν είναι άλλος παρά η απόκτηση απογόνων, δεν θα διστάσει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει και να ολοκληρώσει αυτόν τον στόχο κάνοντας χρήση των ευκαιριών που η κομβική θέση του μέσα στο νέο σύστημα του παρέχει.

Με άλλα λόγια η Αγκουστίνα Μπαστερρίκα θέτει από τη μια το δίλημμα του ποια είναι η προσταγή που επικρατεί -αυτή της πρόσκαιρης επιβίωσης ή η άλλη της διατήρησης της κυτταρικής μας ταυτότητας μέσω απογόνων και από την άλλη τον προβληματισμό για το αν η όποια ηθική στάση είναι ιδιοτελής ή ανιδιοτελής;

Ο Τέχο δίνει την απάντηση, η ίδια η συγγραφέας δεν δείχνει να θέλει να πάρει θέση, άλλωστε πιο πριν από την τελική φράση του μυθιστορήματος, έχει φροντίσει με άλλες , πολλές  φράσεις, πολλές παραγράφους να υπενθυμίσει τα ανεξέλεγκτα όρια στα οποία μπορεί να οδηγηθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά όταν αισθάνεται πως κινδυνεύουν τα κεντρικά ζητήματα βιολογικής επιβίωσης της. Και τελικά να θέσει το ερώτημα σχετικά με το αν οι πολιτικές αποφάσεις είναι -ή αν αξίζει να είναι- συμβατές με τον σεβασμό της ζωής κάθε είδους;

Μυθιστόρημα απρόσμενο -σε κρατά δέσμιο της αφήγησης αποτρόπαιων πράξεων και εικόνων, λες και επιζητά να κάνει ακόμα πιο επώδυνη την οδό της αυτογνωσίας.

Αλλά και μυθιστόρημα που προσφέρει ευκαιρίες αναστοχασμών κυρίως πάνω στο ζήτημα του κατά πόσο τελικά ο άνθρωπος έχει ξεφύγει από τα όρια του ζωικού βασιλείου  ή παραμένει απλώς το κυρίαρχο θηλαστικό του πλανήτη και που είναι έτοιμο να περιφρουρήσει χωρίς ηθικές αναστολές αυτήν του την κυριαρχία.

Η μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου διαθέτει την αποστασιοποιημένη οντότητα που το θέμα του έργου απαιτεί.

https://www.hartismag.gr/hartis-52/biblia/ena-eksaisio-ptwma?fbclid=IwAR2tTrw0kbhurvrhglTPYb1JJv7udycCQ0V1cJ-XcyU1rfIBrob-qBe9Ffo

(800 λέξεις)

Ελένη Τασοπούλου «Αυτό που κρύβετε στα δέντρα»

 Ελένη Τασοπούλου

«Αυτό που κρύβετε στα δέντρα»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Καστανιώτη

     


 

Η Ελένη Τασοπούλου γεννήθηκε και ζει στο Αγρίνιο και έχει σπουδάσεις Νομικά.

Στην εφηβική λογοτεχνία δίνει το παρόν της με τρία βιβλία που έχει κυκλοφορήσει από το 2019 έως σήμερα.

Ήδη έχει αναγνωριστεί καθώς τα έργα της έχουν τύχει διαφόρων βραβεύσεων και διακρίσεων, αλλά επίσης έχει κάνει εμφανή και τον συγγραφικό προβληματισμό της- πιο συγκεκριμένα στο χώρο μέσα στον οποίο αφήνει τους ήρωές της να κινούνται.

Δεν είναι άλλος από το σχολικό περιβάλλον, κυρίως των διαφόρων βαθμίδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κι ακόμα δείχνει την προτίμησή της προς χαρακτήρες που κινούνται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής μιας τάξης και συχνά γίνονται στόχος διαφόρων επιθέσεων εκ μέρους των συμμαθητών τους.

Το ίδιο σε γενικές γραμμές είναι το θέμα του τελευταίου  της αυτού μυθιστορήματος.

Η Τασοπούλου δείχνει να γνωρίζει καλά τις συνθήκες που επικρατούν στα σχολεία όπως επίσης πρέπει και να διαθέτει την ικανότητα να περιγράφει με απλότητα και ευθυβολία τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μιας εφηβικής προσωπικότητας και κυρίως ενός κοριτσιού. Επίσης νομίζω πως προτιμά να χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση καθώς θεωρεί πως με την αμεσότητα της μπορεί από τη  μια να πλησιάσει πιο καίρια το νεαρό αναγνώστη και από την άλλη να βοηθήσει τη γραφή να  καταγράψει τον ψυχισμό της ηρωίδας της.

Κεντρικό πρόσωπο η δεκαπεντάχρονη Εύα και δίπλα της δυο συμμαθήτριές της. Και οι τρεις από τα παιδιά που δεν είναι αγαπητά μέσα στο σχολικό κόσμο, ενώ παράλληλα η καθεμιά τους έχει και το βάρος ενός οικογενειακού προβλήματος. Αν και εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες δένονται με μια δυνατή φιλία και μαζί αντιμετωπίζουν την συχνά κοροϊδευτική στάση των άλλων παιδιών του σχολείου. Μα κάποια στιγμή η Εύα -ίσως η περισσότερο ασταθής συναισθηματικά- θα κάνει κάτι που θα φανείς ως προδοσία της φιλίας τους.

Από το σημείο αυτό και πέρα, η αφήγηση χάνει τη διάθεσή της να περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις φιλικές συζητήσεις των τριών κοριτσιών και αποκτά ένας άλλο ρυθμό, περισσότερο έντονο, με στοιχεία δράσης και αγωνίας. Αλλά στο τέλος η αρχική συνθήκη δύναμης της φιλίας επιστρέφει και αποδεικνύει πως μπορεί και για χρόνια να διατηρηθεί.

Μυθιστόρημα που σε κερδίζει με την απλότητα, την ειλικρίνεια  του και κυρίως με τους ζωντανούς χαρακτήρες του. Δεν στοχεύει σε βαθύς προβληματισμούς, κυκλοφορεί μέσα στον ιδιόμορφα αντιφατικό όσο και παράτολμο κόσμο των εφήβων και άλλοτε με το φορτισμένο συναίσθημα, άλλοτε με το διακριτικό χιούμορ καταφέρνει να ενώσει τη λογοτεχνία που μπορεί να κερδίσει ένα πλατύ κοινό  μαζί με την άλλη, εκείνη που απαιτεί να αφεθείς στην πολυσήμαντη περιγραφή της φύσης –‘Τα δέντρα όμως υψώνονται περήφανα στον καθαρό ανοιξιάτικο ουρανό, κι από πάνω τους η ήλιος αντανακλά σε κάθε μικρό φύλλο και κλαράκι κι αστραποβολά  στο στρώμα από πευκοβελόνες όπου είμαι στις πεσμένη. Γέρνω πίσω για να πάρω μια ανάσα και το λαμπερό χρυσαφένιο φως του ξεχύνεται κάτω από τα κλειστά μου βλέφαρα. Σιγά, σιγά ο γρήγορος χτύπος της καρδιάς μου καταλαγιάζει και γίνεται ήρεμος, αχνός σαν το νανουριστικό ψιθύρισμα του αέρα στις κορφές από τα κυπαρίσσια’.

Εν τέλει, το «Αυτό που κρύβεται στα δέντρα» είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης και μαθητείας γραμμένο από γυναίκα που δείχνει όχι μόνο να ξέρει να παρατηρεί τους τρόπους έκφρασης μιας σημερινής νέας κοπέλας, αλλά και που παράλληλα έχει την πείρα να ανακαλεί τις δικές της εφηβικές εμπειρίες.

 Ελένη Τασοπούλου: «Αυτό που κρύβεται στα δέντρα» (diastixo.gr)

(542 λέξεις)

9.5.23

Χρήστος Οικονόμου «Πες της»

 

Χρήστος Οικονόμου

«Πες της»

Εκδόσεις Πόλις

 

 

Ο Χρήστος Οικονόμου μας έχει συνηθίσει σε απρόσμενες οπτικά συγγραφικές συνθέσεις.

Βασικά χρησιμοποιεί μικρές φόρμες αφήγησης -τα πλέον εκτενή κείμενά του φτάνουν στα όρια του διηγήματος.

Αλλά αυτή τη φορά έδωσε στη δημοσιότητα ένα έργο που απλώνεται σε 142 σελίδες, μα που και πάλι αρνείται την ένταξη του τόσο στο χώρο του μυθιστορήματος όσο και της νουβέλας. Μια άρνηση που προκύπτει από την ίδια τη δόμηση του κειμένου.

Στην ουσία έχουμε μια εκρηκτικής γλωσσικής υπόστασης πρωτοπρόσωπη αφήγηση από μια γυναίκα για την οποία το μόνο που μαθαίνουμε είναι πως το επάγγελμά της είναι να μεταφέρει γράμματα και πακέτα, δηλαδή είναι ένας θηλυκού γένους κούριερ.

Και μπορεί ο αναγνώστης να μη  μάθει μήτε το όνομά της, μήτε και κάποιο άλλο ουσιαστικό στοιχείο για τη ζωή της, πέρα από το ότι έχει ένα στενό φιλικό δεσμό με μια άλλη γυναίκα, αλλά μέσα από τις δικές  της αφηγήσεις γνωρίζει ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων -όλων, σχεδόν, εκείνων που η κούριερ συναντά κατά τη διάρκεια που παραδίδει ή παραλαμβάνει πακέτα ή γράμματα σε διάφορες περιοχές, κυρίως γύρω από τον Πειραιά ή σε μέρη της Κρήτης.

Δεν έχουμε, λοιπόν, μια κλασική φόρμα εξιστόρησης συμβάντων με συνέχεια. Αλλά κυρίως περιγραφές που μπορεί να θεωρηθούν και ως κοινωνικοί σχολιασμοί.

Οι περιγραφές αυτές  είναι συνήθως κοφτές και σε ξαφνιάζουν καθώς σε ενημερώνουν για το ποια είναι η σχέση που συνδέει αποστολέα και παραλήπτη:

Στη Γρανικού πήγα φάκελο σ΄έναν πιτσιρικά με μισοξυρισμένο κεφάλι -απ΄τον κωλόγερο είναι; Με ρώτησε, ύστερα τον άρπαξε και τον έκανε κομμάτια.

‘Άλλοτε πάλι μπορεί τα όσα η κούριερ περιγράφει να είναι περισσότερα, αλλά πάντα οι αφηγήσεις γίνονται με μια γλώσσα κοφτή, αγχωμένη και τα περιγραφόμενα ξεφεύγουν από το συνηθισμένο, αγγίζουν τα όρια μιας σουρεαλιστικής κατάστασης:

Πέραμα, μάντρα με φορτηγά. Ζητάω το αφεντικό, μου δείχνουν το κοντέϊνερ, μπαίνω, βλέπω ένα γεροντάκι μια σταλιά, γλαρωμένο στην πολυθρόνα. Καλημέρα, καλημέρα, ευγενικός ήσυχος, την ώρα που υπέγραφε -ήταν μεγάλη παραγγελία- ακούγεται απέξω φασαρία, φρεναρίσματα, φωνές. Ρίχνει ο γέρος μια ματιά απ΄ το το παράθυρο, στάσου μια στιγμή κοπέλα μου, βγα΄νει έξω. Τον βλέπω να στέκεται μπροστά σ΄ ένα φορτηγό και να φωνάζει στον οδηγό -πόσες φορές σου ‘χω πει ρε να μην τρέχεις εδώ μέσα; Ύστερα κάνει έτσι, βγάζει ένα κουμπούρι από τη ζώνη κι αρχίζει να πυροβολάει τα λάστιχα του φορτηγού -τρεις, τέσσερις, πέντε φορές. Ύστερα ξαναβάζει το κουμπούρι στη ζώνη, έρχεται, υπογράφει τα υπόλοιπα, ήρεμος, σα να μην τρέχει τίποτε, μου δίνει κι ένα εικοσάρικο –«για τη φασαρία».

Κάπως έτσι η μια σελίδα ακολουθεί την προηγούμενη, αλλά στο ενδιάμεσο υπεισέρχεται μια φράση -Πες της σ’ αγαπώ πολύ και δεν θα το ξανακάνω.

Από αυτή τη φράση και ο τίτλος του έργου, αλλά το τι μπορεί αυτή η φράση να σηματοδοτεί, κάπου στο τέλος θα γίνει φανερό, όταν πλέον και η αφήγηση θα αποκτήσει άλλο ρυθμό… Ας τον χαρακτηρίσω πιο εσωτερικό, σίγουρο λιγότερο αποστασιοποιημένο : Μη φοβάσαι, εντάξει; Μη φοβάσαι.

Κείμενο που σε παρασύρει ο γρήγορος ρυθμός του και συχνά σταματάς για να αφήσεις το χρόνο να το καταλαγιάσει μέσα στη σκέψη σου, να ηρεμήσει τον συναισθηματικό φόρτο σου.

Ο Χρήστος Οικονόμου είναι -αυτό προσωπικά πιστεύω- ένας ρεαλιστής μα και ιδιότυπα αισιόδοξος συγγραφέας.

Και σκέφτομαι πως αν κάποτε, εκεί στις δεκαετίες των ’50 ή των ’60, προτού δηλαδή να μπούνε μέσα στη καθημερινότητά μας τα σούπερ μάρκετ, υπήρχε ο παντοπώλης της γειτονιάς όπου μέσα στο παντοπωλείο του ερχόντουσαν οι γειτόνοι και μαζί με τα ψώνια τους αφήναν και τις πίκρες ή τα όνειρά τους, μαθαίνανε τα αντίστοιχα των άλλων, τώρα δεν πάμε εμείς όλοι κάπου για να μοιράσουμε και να μοιραστούμε συναισθήματα και μυστικά, αλλά αποκομμένοι, ολοένα και περισσότερο αποκομμένοι πιάνουμε στα χέρια μας τα όσα χρειαζόμαστε καθώς μας τα παραδίδει ένα κούριερ. Αυτός είναι που υποδέχεται τους καημούς μας και τα όνειρά μας και εν τέλει μετατρέπεται από ένα μεταφορά αγαθών σε συλλέκτη συναισθημάτων. Από τη συλλογικότητα των πολιτών, στην ατομικότητα της είδησης -μια περιγραφή της μετάλλαξης.

Ο κόσμος μας αλλάζει. Άλλαξε. Αλλά ο Οικονόμου μέσα στο κείμενό του έσπειρε μια διαπίστωση και μια ερώτηση -Τί θα κάνουμε τώρα, μου λέτε; Μαθαίνεται η αγάπη ή όχι; Κι αν μαθαίνεις ν΄ αγαπάς κάποιον γι αυτό που είναι, πώς μαθαίνεις να τον αγαπάς γι αυτό που θα γίνει; Φοβερό πράγμα δεν είναι, που είναι τέτοιος πόλεμος ατέλειωτος η αγάπη;

Το ‘Πες της’ δεν είναι μυθιστόρημα -κάτι τέτοιο θα απαιτούσε εξέλιξη χαρακτήρων. Θα το χαρακτήριζα -τολμηρός χαρακτηρισμός- ως χρονογράφημα.

Και ως τέτοιο το θεωρώ ιδιαίτερης ποιότητας λογοτεχνικό έργο.

 «Πες της» του Χρήστου Οικονόμου (κριτική) – Ένα «ιδιαίτερης ποιότητας χρονογράφημα» (bookpress.gr)

(739 λέξεις)