13.2.19

Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του


Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του
(σενάριο πιθανής επιστημονικής φαντασίας)
               



Συχνά με ρωτούνε –μια  ερώτηση που νομίζω πως γίνεται σε όλους τους συγγραφείς- τι με συνδέει με τους ήρωες των βιβλίων μου.
Ανάλογα με τις ψυχολογικές διαθέσεις μου απαντώ άλλοτε πως έχω για τους ήρωες μου τα ίδια συναισθήματα που έχω και για τα παιδιά μου –«Παιδιά , πνευματικά παιδιά του συγγραφέα είναι οι ήρωές του», διευκρινίζω- άλλοτε πάλι πως αισθάνομαι πως για αυτούς εγώ είμαι ένα θεός –«Εγώ τους έπλασα, εγώ τους δημιούργησα!» , ξεκαθαρίζω- κι άλλοτε πάλι κι όταν είναι μια μέρα που έχω μια απροσδιόριστη αγωνία για το που τάχα με πάει η ζωή και πόσο ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκα τις μέρες και τα χρόνια που έχω ζήσει, τότε…
Μια ιστορία τους λέω –παραμύθι ή μικρό κείμενο μαγικού ρεαλισμού;
Όταν –ξεκινώ- έρθει η ώρα ο συγγραφέας να αφήσει αυτόν τον κόσμο, τότε γύρω από τον τάφο του μαζεύονται όλοι οι ήρωες των βιβλίων που έχει γράψει. Μαζεύονται και ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τον Χάρο.
Θέλουν να τον νικήσουν. Είναι γι αυτούς  μια πάλη  που το αποτέλεσμά της θα κρίνει την ίδια τους την ύπαρξη.
Αν οι ήρωες των ιστοριών του συγγραφέα νικήσουν τον Χάρο, τότε ο δημιουργός τους θα παραμείνει ζωντανός, τα βιβλία του θα συνεχίσουν να διαβάζονται και οι ίδιοι αυτοί οι  ήρωες θα εξακολουθούν να αναγνωρίζονται από τους μελλοντικούς αναγνώστες.
Αν όμως οι μυθιστορηματικοί ήρωες νικηθούν από τον Χάρο, τότε και ο συγγραφέας θα ταφεί και σε λίγο καιρό τόσο ο ίδιος όσα και τα δημιουργήματά του θα ξεχαστούν.
Ποιοι είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που νικούνε τον Χάρο; Μα αυτοί που ο συγγραφέας τους κατάφερε να τους πλάσσει δυνατούς και διαχρονικούς* γι’ αυτό και αθάνατους. Με άλλα λόγια- εκείνοι οι ήρωες που αποτελούν απόδειξη για το μέγεθος του ταλέντου του συγγραφέα τους- ας θυμηθούμε τον Όλιβερ Τουϊστ, τον Ρασκόλνικοφ, την Έμα Μποβαρύ, την Χαδούλα. Είναι εκείνοι που χάρισαν την αθανασία στον Ντίκενς, στον Ντοστογιέφσκι, στον Φλομπέρ, στον Παπαδιαμάντη.
Αν όμως – συνεχίζω- ο συγγραφέας διέθετε αδύναμο ταλέντο, τότε ο Χάρος θα νικήσει τους ήρωές του κι έτσι τόσο αυτοί όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας θα θαφτούν και λίγο μετά -σε μήνες ή σε χρόνια-  θα ξεχαστούν.

Αυτήν την ιστορία αφηγούμαι και είναι νομίζω ξεκάθαρο το πόσο στενή θεωρώ τη σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του και  όλων αυτών με την αθανασία.
Αγάπησα τη λογοτεχνία -παιδί ακόμα-  διαβάζοντας τους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Δουμά και αποφάσισα πως θέλω κι εγώ να γίνω συγγραφέας όταν διάβασα Κοσμά Πολίτη και Καραγάτση… Τότε, στην εποχή της ύστερης εφηβείας μου, πρωτοετής φοιτητής στη Θεσσαλονίκη.
Έμενα στην Φοιτητική Εστία Αρρένων και παρόλο που στο σπίτι μας είχαμε αγάπη για τα βιβλία και το έπιπλο βιβλιοθήκη θεωρούσαμε πως είχε  μια διαφορετική λειτουργικότητα από τα υπόλοιπα έπιπλα του σπιτιού μας, ήταν εκεί στη βιβλιοθήκη της Εστίας -μεγάλη αίθουσα γεμάτη με ράφια και  βιβλιοθηκονόμο να συμβουλεύει- που εγώ ο ίδιος, για νύχτες άγρυπνος στο μικρό δωμάτιο, παρακολούθησα τις μάχες λογοτεχνικών ηρώων με τον Χάρο. Αλωνάκι της πάλης τους  η καρδιά και ο νους μου.
Αν με ρωτήσει κάποιος  για ποιο λόγο έγινα συγγραφέας θα έχω να του πω δυο και τρεις λόγους -πιθανούς σίγουρα μιας και κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα  βέβαιος  για το πώς διαμορφώθηκε η προσωπικότητά του.  Πάντως ένας από αυτούς είναι πως έγινα  συγγραφέας, γιατί την κρίσιμη ώρα της επιλογής είχα βρεθεί μέσα σε μια πλούσια βιβλιοθήκη.
Και τώρα που τα γράφω όλα αυτά, σκέφτομαι πως προτού βρεθώ μέσα στη βιβλιοθήκη της Φοιτητικής Εστίας Αρρένων Θεσσαλονίκης, τα χρόνια που εγκατέλειπα την παιδική ηλικία και χωνόμουνα στην απόλυτη εφηβεία, έτυχε να γνωριστούμε οικογενειακώς με μια γυναίκα που ζούσε στην ίδια πολυκατοικία και που η ίδια ήταν συγγραφέας -ο πρώτος συγγραφέας που γνώριζα από κοντά- και που με μάγεψε η προσωπικότητά της, κυρίως με μάγεψε η ύπαρξη μιας  βιβλιοθήκης που δεν περιοριζότανε πάνω σε ράφια, αλλά απλωνότανε παντού μέσα στο διαμέρισμα -σαλόνι, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρες...
Τσαλαβουτούσα σαστισμένος μέσα στα δωμάτια της Γαλάτειας Γρηγοριάδου - Σουρέλη και πολύ σύντομα πίστεψα πως ένας συγγραφέας στην ουσία ζει μέσα σε σπίτι - βιβλιοθήκη.
                               ****************
Περιγράφω στιγμές του παρελθόντος μου για να μπορέσω να υποστηρίξω και να εξηγήσω τον τίτλο αυτού του κειμένου:
 Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του
Αναφέρθηκα, λοιπόν, στο παρελθόν μου -το γιατί έγινα συγγραφέας.
Το παρόν είναι γνωστό. Νομίζω πως πάμπολλοι είναι οι αναγνώστες , που   είτε ως παιδιά και έφηβοι, είτε ως ενήλικοι έχουν  διαβάσει και διαβάζουν βιβλία μου.
Και σχεδόν σε όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας -δημόσιες, δημοτικές, εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων, ιδιωτικές κλπ.-   στα ράφια τους και στους καταλόγους τους υπάρχουν βιβλία με το δικό μου όνομα να τα υπογράφει – παραμύθια, συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα…
Μέσα σε βιβλιοθήκες ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων ζει και συγκατοικεί με άλλους συγγραφείς -από τον Κάρολ μέχρι τη Ζωρζ Σαρρή* από τον Βενέζη μέχρι τον Κουμανταρέα.
Μέσα στις βιβλιοθήκες -ας το διατυπώσω διαφορετικά- ο Μάνος Κοντολέων ως συγγραφέας  γεννήθηκε και ζει.
Θα συνεχίσει, άραγε, εκεί να ζει;
Ώστε λοιπόν… Ναι, είμαι ειλικρινής και ξεκάθαρα το δηλώνω: Ονειρεύομαι την αθανασία!
Μα π΄΄ως αλλιώς; Κάθε πλάσμα που γεννήθηκε δε θέλει να πεθάνει. Και λέγοντας δε θέλει να πεθάνει, εννοούμε στην ουσία πως δε θέλει να λησμονηθεί. Η μνήμη είναι η οδός της αθανασίας.
Θα με μνημονεύουν τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου… Κάποια στιγμή οι απώτεροι απόγονοί μου θα ξεχάσουν την ύπαρξή μου.
Οι αναγνώστες του μέλλοντος όμως; Από αυτούς είναι που αναμένω και ελπίζω να αξιωθώ την αθανασία.
Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχω κι εγώ καταφέρει, τώρα που ακόμα ζω, να έχω φτιάξει ήρωες δυνατούς.
Κι ας πούμε πως το κατάφερα. Ε, τότε, πια  και σύμφωνα με τα όσα πιο πάνω υποστήριξα, τα βιβλία μου θα εξακολουθούν να αγαπιόνται από τους λάτρεις της λογοτεχνίας.
Μα που θα τα βρίσκουν τα βιβλία μου; Τα δικά μου και των άλλων συγγραφέων, αυτών που  πριν από εμένα ζήσανε, όσων την ίδια εποχή έχουμε ζήσει.
Μα στις βιβλιοθήκες -εκεί που οι συγγραφείς συναντούν το μέλλον τους.
                           ********************
Θα μπορούσα εδώ  να ολοκληρώσω αυτό που ο τίτλος αυτού του άρθρου έχει υποσχεθεί.
Μακάρι να μπορούσε κάτι τέτοιο να γινότανε. Θα τελείωνα με μια κάπως ευχάριστη νότα.
Αλλά… Συνεχίζω… Με δυο προβληματισμούς.
α. Ας υποθέσουμε πως υπάρχουν πολλές βιβλιοθήκες. Πως όλες τους είναι και πλούσιες και σε τακτά χρονιά διαστήματα ενημερώνονται με τις νέες κυκλοφορίες, ανανεώνουν τα βιβλία που από τη χρήση έχουν καταστραφεί με νέα.
Και, ας υποθέσουμε ακόμα, πως οι μαθητές στις σχολικές, οι δημότες και οι πολίτες στις δημοτικές, στις δημόσιες  και στις ιδιωτικές δανείζονται βιβλία -για ψυχαγωγία και γενικότερη παιδεία (θέλω εδώ να σημειώσω πως πάντα σε λογοτεχνικά βιβλία αναφέρομαι και σε συγγραφείς λογοτεχνικών βιβλίων).
Στόχος όμως της ύπαρξης και της υγειούς λειτουργίας μιας, της όποιας βιβλιοθήκης δεν είναι να αποτελεί μόνο  πηγή δανεισμού λογοτεχνικών βιβλίων, αλλά κυρίως να καλλιεργήσει την αγάπη  του κοινού προς το λογοτεχνικό βιβλίο, να πλάσει λιγότερο ή περισσότερο φανατικούς αναγνώστες,  οπότε στη συνέχεια αυτοί να στραφούν και οι ίδιοι προς αγορά δικών τους βιβλίων.
Αν αυτό δεν συμβεί, τότε το λογοτεχνικό βιβλίο θα αρρωστήσει -πρόθυμοι εκδότες δεν θα υπάρχουν να το εκδίδουν, βιβλιοπώλες δεν θα βρίσκονται να το πουλούν και έτσι και οι συγγραφείς δεν θα έχουν τη ευκαιρία να βλέπουν τα έργα τους να φτάνουν στα χέρια εκείνων που θα τα διαβάσουν. Κι όχι μόνο αυτό… Ίσως και να μην είναι εύκολο να γράφονται βιβλία. Όταν κάποιος αναγκάζεται να εργάζεται σκληρά για να βιοποριστεί, είναι δύσκολο να απαιτεί ο ίδιος από τον εαυτό του και να γράφει καλά έργα -μυθιστορήματα, για παράδειγμα,  που απαιτούν χρόνο περισυλλογής, χρόνο για έρευνα και δυνατότητες απομόνωσης. Δύσκολο να το απαιτεί ο συγγραφέας από τον εαυτό του, άδικο να το απαιτούν οι αναγνώστες από τον συγγραφέα.
Κάποτε -το αναγνωρίζω – το να γράφει κάποιος λογοτεχνία δεν θεωρείτο επάγγελμα. Αλλά εδώ, στον τόπο μας. Ο Ντίκενς από τα βιβλία του ζούσε και ο Τολστόι είχε προσωπική περιουσία. Όμως ας μην σταθούμε περιπτωσιολογικά στο θέμα. Ας αποδεχτούμε πως οι συνθήκες οι κοινωνικές και οι οικονομικές έχουν αλλάξει και έτσι το βιβλίο, το λογοτεχνικό βιβλίο αναγνωρίζεται από την πολιτεία ως ένα προϊόν που υφίσταται τις καταπιέσεις φορολογίας, ασφαλιστικών εισφορών κλπ.
Δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου  να αναφερθεί σε συγκεκριμένους νόμους. Απλώς επισημαίνω το γεγονός πως η νέα κατάσταση πραγμάτων που ζούμε όλοι μας αντιμετωπίζει όλη την διαδικασία της έκδοσης ενός λογοτεχνικού βιβλίου (από την συγγραφή ως την πώληση σε βιβλιοπωλεία) ως μια σειρά επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Και όπως η κάθε άλλη εμπορική δραστηριότητα, έτσι και όσες με το λογοτεχνικό -αν θέλετε να προσθέσω και τον χαρακτηρισμό ‘καλό’ – βιβλίο έχουν να κάνουν, θα μπορούν να συνεχίζουν να εξασκούνται όταν και αν αποφέρουν κέρδη, τουλάχιστον όταν αυτοχρηματοδοτούνται.
Μένω ως εδώ στο θέμα τούτο -σίγουρα απαιτείται ένα άλλο άρθρο για να αναπτυχθούν αυτά τα ζητήματα.
Αλλά ας κρατήσουμε  ένα και μόνο: Βιβλιοθήκες - εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του. Ή με μια  άλλη διατύπωση: Εκεί όπου ο συγγραφέας ζει.
Αλλά…
β. Ναι, έρχομαι τώρα στο δεύτερο σημείο (και που συνδέεται με τον προηγούμενο) ενός κάπως ίσως απαισιόδοξου -σίγουρα επιστημονικής φαντασίας – προβληματισμού.
Ποια θα είναι η μορφή των βιβλιοθηκών στο μέλλον; Ποια θα είναι η μορφή των λογοτεχνικών βιβλίων που θα διαβάζουν οι αναγνώστες που από τις μέρες μας και μετά θα γεννηθούν;
Σίγουρα οι σύγχρονες βιβλιοθήκες στηρίζονται πολλαπλά και πολυδύναμα στην τεχνολογία για να λειτουργούν σωστά. Αλλά στο σημείο που έχει να κάνει με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων εκείνο που κυρίως παρέχουν είναι το έντυπο κείμενο ή έστω το κείμενο σε μια μορφή eBook.
Οι μελλοντικοί αναγνώστες ποια λογοτεχνία και σε ποια μορφή δόμησης θα αναζητούν;
Βέβαια, ελπίζω πάντα να υπάρχει η ανάγκη για μια αφήγηση. Ο άνθρωπος που μέλλοντος να θέλει και ο ίδιος να αφηγείται και τις αφηγήσεις των άλλων να ακούει. Το ελπίζω γιατί σε μια όποια διαφορετική περίπτωση τότε ο άνθρωπος με τη μορφή και το περιεχόμενο που γνωρίζουμε από τον καιρό του Σάπιενς ως σήμερα θα εξαφανιστεί.
Αφήγηση όμως ποιας μορφής και ποιας δόμησης;
Η εικόνα κυριαρχεί στις αφηγήσεις που  δείχνουν ν΄ αγαπούν οι νέοι και τα παιδιά -τα περισσότερα video games αφηγήσεις είναι. Και στην εξέλιξη τους επεμβαίνει ο ίδιος ο παίχτης -παίχτης που από μια άλλη σκοπιά μπορούμε να τον θεωρήσουμε αποδέχτη της αφήγησης… Αλλά μιας νέας μορφής αναγνώστη;
Ο κινηματογράφος -εννοώ οι ταινίες που όλοι ξέρομε  σιγά,  σιγά δίνουν τη θέσης τους στις σειρές. Αυτές -έτσι λέω- θα είναι τα μυθιστορήματα ποταμός του μέλλοντος.
Ναι -ας το δούμε από μια τέτοια σκοπιά. Σήμερα μπορούμε να σταματήσουμε στο σημείο που θέλουμε ένα επεισόδιο - κεφάλαιο, να γυρίσουμε πίσω ή να πάμε στο επόμενο… Μα κάτι παρόμοιο δεν κάνουμε όσοι από εμάς διαβάζουμε πολυσέλιδα μυθιστορήματα;  
Όμως η τεχνολογία έχει πλέον ξεφύγει από την όποια μορφή έντυπης απόδοσης της αφήγησης. Γιατί, λοιπόν, να μην υποθέσουμε πως σε κάποια χρόνια -λίγα ή όχι;- ο κάθε θεατής-αναγνώστης θα μπορεί να κυριαρχεί πάνω στην αφήγηση που μόνο ως σκελετός (θέμα, χαρακτήρες, εποχή κλπ.) θα του προσφέρεται και θα τη διαμορφώνει σύμφωνα με τα δικά του γούστα;
Αν συμβεί -που δεν θεωρώ καθόλου απίθανο το να συμβεί (και να υπενθυμίσω πως ήδη έχει επιχειρηθεί, έστω και ως πειραματικό επεισόδιο μιας σειράς) - κάτι τέτοιο, τότε μια ιδιαιτέρως σημαντική διάσταση της ανάγνωσης, αυτή που ενώνει με αόρατους, αλλά δυνατούς δεσμούς, τους αναγνώστες, θα πάψει να υπάρχει.
Ο αναγνώστης-θεατής θα βιώνει την όποια μέθεξη της ανάγνωσης-θέασης με απόλυτα μοναχικό τρόπο.
Το άτομο που αν και θα κατασκευάζει την αφήγησή του, δεν θα μπορεί, αλλά και δε θα έχει πλέον την ανάγκη,  να την μοιραστεί με άλλους.
Κι τότε, σε μια τέτοια συνθήκη… Ο συγγραφέας πλέον θα έχει πεθάνει.
Ο συγγραφέας ως εκφραστής μιας συλλογικής εμπειρίας και μνήμης, ως εκείνο το άτομο που βάζει το εγώ του να συνυπάρξει με το εγώ, το κάθε εγώ του κάθε άλλου.
Σε μια τέτοια εποχή, ποια θα είναι η μορφή μιας βιβλιοθήκης;
Αγνοώ!
Ξεκίνησα αυτό το κείμενο με μια αφήγηση που στηριζότανε σε λαϊκούς μύθους και θρύλους.
Την ολοκληρώνω με μια περιγραφή μελλοντικής… Δυστοπίας ή ουτοπίας;
Δεν ξέρω.
Ίσως το μόνο που έκανα ήταν να παρουσιάσω το σχεδιασμό ενός νέου μου μυθιστορήματος επιστημονικής  φαντασίας.
Αυτό, άραγε, έκανα;
Δεν απαντώ. Απλώς σημειώνω  πως αυτού του είδους τη λογοτεχνία μήτε ποτέ μου την έγραψα, μήτε και μου αρέσει ως αναγνωστική πράξη να την εξασκώ.
Αυτό και μόνο  σημειώνω…
Και βέβαια- σας ευχαριστώ που αποφασίσατε  να φτάσετε την δική σας ανάγνωση ως αυτή την αράδα.
Επικοινωνούμε, ακόμα.

 http://fractalart.gr/bibliothikes/