12.7.20

Ο Απόστολος Πάππος στο Elpinex για το "Οι Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης"

Ελλάδα, 1979. Ο πληθωρισμός πλησιάζει το 20%. Η Ελλάδα μπαίνει στην ΕΟΚ, πρόγονο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κερδίζοντας τη Σοβιετική Ένωση, η Εθνική προκρίνεται για πρώτη φορά σε τελικά Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Έρχεται στην Ελλάδα ο Γκάλης για λογαριασμό του Άρη. Παραίτηση Σημίτη από το εκτελεστικό γραφείο του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ετοιμάζεται να κυβερνήσει “στις 18 σοσιαλισμός”. Συζητήσεις με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα και ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.

Ελλάδα, 1979. Η Ελλάδα διανύει το πέμπτο έτος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Η επταετής ασέλγεια της Χούντας στο ασθενικό σώμα της ήδη τραυματισμένης από τον πόλεμο Ελλάδας, το Πολυτεχνείο, οι Λαμπράκηδες και ο βίαια απών νονός τους, το 1-1-4, το ψωμί, η παιδεία, η ελευθερία, τα βασανιστήρια, η Κύπρος, ο Μακάριος, ο Μάλλιος κι ο Γουέλς, οι μεγάλες πορείες των εκατό+ χιλιάδων κόσμου, η φτώχεια, ένας σφυγμός που δεν ακούς αλλά υποθέτεις πως δεν έχει πάψει και κρατά ζωντανό τον ασθενή.

 

Ελλάδα, 1979. Σε φημισμένο πρότυπο γυμνάσιο-Λύκειο του επίνειου της πρωτεύουσας πέρασαν από ανάκριση (ανακριτής κανονικός, όχι οι καθηγητάδες) τον 14χρονο αδερφό μου επειδή με άλλους συμμαθητές τους τόλμησαν να βγάλουν μαθητική εφημερίδα όπου έκαναν το εγκληματικό λάθος να συμπεριλάβουν αφιέρωμα στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη. Τόση δημοκρατία και ελευθερία έκφρασης υπήρχε πέντε χρόνια μετά την επιστροφή του καθαγιασμένου “Εθνάρχη”.

Πώς θα σου φαινόταν, λοιπόν, να μιλήσει κάποιος στα μικρά παιδιά της Ελλάδας, εκείνο το 1979, για εργασιακά δικαιώματα, για εργοδοτική καταδυνάστευση, για συγκέντρωση πλούτου, για προστασία του περιβάλλοντος και τήρηση κανόνων από τα εργοστάσια; Για εργατικά ατυχήματα, ποιότητα ζωής, κοινωνικές τάξεις και χαρακτηριστικά των αρχόντων;

Ο μέγας τεχνίτης του λόγου, Μάνος Κοντολέων, εκείνη τη χρονιά, τριάντα τριών ετών έγραφε η νιότη του, χτυπά με το Ο Φωκιών δεν ήταν ελάφι και το “Κάποτε στην Ποντικούπολη” (Καστανιώτης) και στρέφει τα βλέμματα της εποχής πάνω του. Μιλά στα παιδιά με τη γλώσσα μιας απροσποίητης ειλικρίνειας, βάζοντας στην ατζέντα της παιδικής λογοτεχνίας μια για τα καλά πολιτικοποιημένη ματιά που προχωρούσε ένα βήμα πιο πέρα τον ενίοτε πολιτικοποιημένο λόγο της Άλκης Ζέη και της Ζωρζ Σαρή που είχαν φωτίσει το πρώτο αστέρι. Ο Κοντολέων και με τα δύο εκείνα βιβλία δρούσε στο υποσυνείδητο το οποίο έπρεπε να αποσυμβολίσει τις δύο ιστορίες του και να κάνει τις αναγωγές στην πραγματικότητα του μικρού αναγνώστη, μια διαδρομή που ήδη ήξερε καλά να διανοίγει.

Τέσσερις δεκαετίες (συν ένα) μετά, ξαναφέρνει στα ράφια εκείνο το βιβλίο της Ποντικούπολης. Δεν κάνει προώθηση χειρογράφου και επανέκδοση. Προβαίνει σε μια δυναμική αναθεώρηση και αναμόρφωση του τότε βιβλίου, του αλλάζει ακόμα και τον τίτλο και με την συγγραφική ωριμότητα που κατέχει, παρουσιάζει κάτι άκρως δυναμικό, διεισδυτικό, ώριμο και επικαιροποιημένο.

Οι Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης, μας μεταφέρουν σ έναν παράξενο τόπο που σκιάζεται από ένα βουνό με δυο κορυφές και φωτίζεται από δυο ήλιους. Σε αυτόν τον τόπο, υπάρχει ένα εργοστάσιο τυριών που ανήκει, δέκα γενιές τώρα, στην οικογένεια του φιλάργυρου Βαρόνου Πανταλέων του Δέκατου, νυν ιδιοκτήτη, και παράγει το φημισμένο τυρί Δίδυμοι Ήλιοι. Όλοι οι κάτοικοι αυτού του τόπου δουλεύουν στο εργοστάσιο αυτό και μένουν σε σπιτάκια που βρίσκονται κοντά στη φάρμα.

Όταν ένα χαλασμένο κοπίδι αρπάζει δυο δάχτυλα της Κάλης, ο ιδιοκτήτης όχι μόνο δεν σκέφτεται τίποτα για την τραυματισμένη εργάτρια, αλλά την απολύει κιόλας επειδή λέρωσε με το αίμα της τη μηχανή του και χάλασε πολύ χαρτί, ενώ τον πατέρα της του αλλάζει πόστο υποβιβάζοντάς τον ουσιαστικά και μισθολογικά.

“Λοιπόν, κυρ Βρασίλη, θα πάνε το βρούμε το αφεντικό… Εσύ… κι εγώ μαζί σου!… είπε η Λαλούσα.
Ο Βρασίλης την κοίταξε ξαφνιασμένος.
“Τρελάθηκες, κόρη μου; Ποιος έχει τολμήσει να μιλήσει στον Πανταλέων τον Δέκατο;…”

Η συνάντηση με το αφεντικό ήταν σκέτη απογοήτευση. Και τότε ξεκίνησαν όλα. Οι εργαζόμενοι αποφασίζουν αγώνα για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας αλλά και της ποιότητας ζωής τους. Το αποτέλεσμα των διεκδικήσεών τους δεν είναι εύκολο να το μαντέψεις… Όσο κι αν το παραμύθι αυτό δεν είναι τόσο παραμύθι…

Μέσα από μια απολαυστική φαντασιακή αφήγηση, εύρυθμη, με λέξεις διαλεγμένες μια και μια όπως πάντα, με πλήθος εμβριθών συμβολισμών και αλληγορικών ιδεών, ο δεινός μυθοπλάστης Μάνος Κοντολέων φέρνει έναν μεστό οδηγό διαμαρτυρίας και αντίστασης, ένα αιχμηρό εγχειρίδιο μη αποδοχής των άνωθεν θεσφάτων και αναδεικνύει το ρόλο της απεργίας δίχως να συμμερίζεται τον κάποτε εκφυλισμό της από τους διαχειριστές της. Γιατί όταν θα φτάσεις στα δεκαοκτώ ή στα είκοσι πέντε και θα βλέπεις σημάδια στο σβέρκο σου, θα είναι κάπως αργά να κόψεις την αλυσίδα από το πόδι. Πρέπει να ξέρεις. Και με την Ποντικούπολη θα ξέρεις.

Το εκτενές αυτό παραμύθι δεν αναπτύσσει απλώς υποδειγματικά μια ενδιαφέρουσα ιστορία με καλοφτιαγμένους ήρωες, ούτε ανασηκώνει απλώς τα συναισθήματά τους και τους συσχετισμούς εργατών και αφεντάδων, φτιάχνοντας μια κάποια ιστορία συσχετισμών. Δεν είναι μόνο ένας οδηγός συμπεριφοράς στον εργασιακό βίο, όπως προείπα, αλλά κάτι ακόμα βαθύτερο. Είναι η ψηλάφηση της φύσης της εξουσίας και των συχνά άνευ ποιότητας ενοικιαστών της, είναι η διαδρομή στο τούνελ που κάνει ο φόβος όταν δεν έχεις αναρωτηθεί ξανά “μα γιατί;”. Είναι μια ωδή στο “κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό”. Μια ολόκληρη ιδεολογία, όχι κάποιου κομματικού επιτελείου όπως είπαν κάποτε αφελώς στον ίδιο τον συγγραφέα, αποκαλύπτεται. Μια ιδεολογία αξιοπρέπειας και επιβίωσης που πρέπει πάντα να ξέρεις και να υπερασπίζεσαι σε όποιο σημείο του ιδεολογικού φάσματος κι αν στέκεις. Εκτός κι αν θεωρείται αρκούντως κομμουνιστικό να διαμαρτύρεσαι επειδή σου έκοψαν δυο δάχτυλα και από πάνω σε απέλυσαν γιατί λέρωσες χαρτί και κόστισες. Μη γελάτε. Υπάρχουν και τέτοιοι υπερασπιστές.

Ο Κοντολέων δεν έχει πάψει, τα τελευταία χρόνια ειδικά, να πειραματίζεται με παλαιότερα βιβλία, δικά του και άλλων. Άλλοτε επανεγγράφει τα ιερά της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης), άλλοτε επανεγγράφει τα δικά του (Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι), άλλοτε σμίγει τρία δικά του βιβλία εις σάρκα μίαν (Φιλαράκια), τώρα επιστρέφει ξανά στα γεννητούρια του. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί ασχολείται ξανά με μια ιστορία που ειπώθηκε;

Ο συγγραφέας τα λέει καλύτερα:

Δυο είναι οι λόγοι. Που θέλησα να γράψω ξανά την ιστορία αυτή.

Ο πρώτος είναι πως εκείνο το βιβλίο του 1979, αν και ήταν γραμμένο από έναν παθιασμένο μεν, αλλά πρωτόπειρο συγγραφέα, ιδιαίτερα αγαπήθηκε και συζητήθηκε. Θα έλεγα πως στάθηκε η αφορμή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να με κάνει γνωστό. Σκέφτηκα, λοιπόν, να ανταποδώσω αυτή τη φροντίδα και να γράψω ξανά για τους ίδιους ήρωες και για τους ίδιους αγώνες τους, με την πείρα όμως τη συγγραφική που πιστεύω πως πλέον διαθέτω.

Ο δεύτερος λόγος ίσως είναι περισσότερο ουσιαστικός. Έχει να κάνει με τη διαρκή –από τότε μέχρι τώρα– άποψή μου πως στα παιδιά πρέπει να λέμε πάντα την αλήθεια μας. Και να τη λέμε με όση γίνεται και μπορούμε ειλικρίνεια και να τα αφήνουμε στη συνέχεια, αφού γνωρίσουν και τις αλήθειες των άλλων, να επιλέγουν τη δική τους.

Αυτό που πριν σαράντα χρόνια πίστευα –το τρίπτυχο: Ελευθερία, Ισότητα, Δημοκρατία– εξακολουθώ και να το πιστεύω και να το υπερασπίζομαι.

Κι έτσι να γιατί αποφάσισα το νέο μου βιβλίο για παιδιά να βασίζεται πάνω στα γεγονότα του πρώτου.

Μα τίποτε άλλο δεν είναι πια το ίδιο – στον κόσμο μας και σε αυτή την ιστορία.

Άλλο να χρησιμοποιείς ως τίτλο το «Κάποτε στην Ποντικούπολη» κι άλλο το «Ο Δίδυμος Ήλιος της Ποντικούπολης».

Τελικά, μεγαλώνοντας έγινα –φαίνεται– περισσότερο αισιόδοξος. Πιο μαχητικός.

Ένα παιδί –ευτυχώς– παρέμεινα“.

Για αναγνώστες από 9 ετών, δίχως ηλικιακό περιορισμό ασφαλώς.

Το καλοκαίρι του 2020, οι εκδόσεις Πατάκη και ο συγγραφέας επέλεξαν να επανεκδώσουν ταυτόχρονα δύο βιβλία του συγγραφέα, το “Οι Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης” και την “Ερωτική Αγωγή”. Πρόκειται ουσιαστικά για μια συμβολική διπλή έκδοση που απευθύνεται σε δύο διαφορετικά ηλικιακά κοινά και σηματοδοτεί την μεγάλη ανάγκη για ανάγνωση από όλους, την συνύπαρξη διαφορετικών αναγνωστών και διαφορετικών ειδών λογοτεχνίας, προερχόμενα από τον ίδιο συγγραφέα, φανερώνοντας ότι κάποιος μπορεί να θέτει με επιτυχία προβληματισμούς σε διάφορες ηλικίες ανθρώπων και να συνομιλεί σε διάφορα επίπεδα μαζί τους.

ΥΓ: Το 2004 ο Μάνος Κοντολέων παρουσίασε την Ερωτική Αγωγή στην Ερμούπολη. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα από κοντά να μιλά για ένα βιβλίο του, στις μέρες της δικής μου ερημιάς στην πόλη του Ερμή. Και το παράξενο ήταν ότι το πρώτο βιβλίο του που διάβασα ήταν αυτό και όχι κάποιο παιδικό.

 

Απόστολος Πάππος (Elniplex Ιουλιος 2020)

 


Η Βικυ Πάτσιου για το "Ερωτική Αγωγή"

            Θα μπορούσε άραγε η Ερωτική αγωγή, το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε,  να δανειστεί τον τίτλο του από κάποιον στίχο του Σεφέρη, του Παλαμά ή του Καρυωτάκη; - για να αναφερθώ σε μερικούς από τους νεοέλληνες ποιητές στους οποίους ευθέως παραπέμπει ο συγγραφέας, ή μήπως θα προτιμούσε να θυμηθούμε μεταξύ άλλων την Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ και τον Ερωτισμό του Ζωρζ Μπατάιγ; Κειμενικός χώρος που υπόκειται σ’ ένα ειδικό καθεστώς, ο τίτλος του συγκεκριμένου έργου αποτελεί συστατικό στοιχείο της δομής του και παρέχει ισχυρές ενδείξεις για το περιεχόμενό του επιτρέποντας τη δημιουργία συνειρμικών ακολουθιών που λειτουργούν ως διερεύνηση των θεμελιακών νοημάτων του.

            Μυθιστόρημα «ασεβές», προσωπικό και ιδιότυπο χαρακτηρίζει  ο Μάνος Κοντολέων το έργο του στο Επιλογικό σημείωμα, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε λαθραναγνώστη και να παραβιάσει τον χώρο του ιδιωτικού για να κρυφοκοιτάξει, να θυμηθεί, να ανακαλέσει τις δικές του εικόνες, γεύσεις και ήχους, να περιπλανηθεί στο δικό του παρελθόν ή να κατασκευάσει το μέλλον του. Η Ερωτική αγωγή είναι τελικά ένα μυθιστόρημα για τον χρόνο, την ηδονή και τον θάνατο; Ένα βιογραφικό, ένα «ιστορικό» ή μήπως ένα μυθιστόρημα μαθητείας; Πώς θα μπορούσε εξάλλου το μυθιστόρημα να συγκριθεί με έναν πίνακα ζωγραφικής (τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί), την επανάσταση του κυβισμού ή τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν;

            Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. «Ο πατέρας του Άρη, ο Χρήστος Βαλλής, είχε γεννηθεί σε κάποιο ορεινό κεφαλοχώρι της Ηπείρου, μερικά χρόνια αφότου είχε μπει ο 20ός αιώνας- ο αιώνας που θα ξεκινούσε με τα πιο μεγάλα κινήματα ανθρωπιστικών ιδεών και θα κατέληγε στις πιο οργανωμένες τάσεις κυριαρχίας των ελαχίστων πάνω στους πάμπολλους... Ο αιώνας που με το λίκνισμα του έρωτα θα άνοιγε τα μάτια του και θα τα έκλεινε με τους τριγμούς του ηδονισμού- την Ευρώπη, στις αρχές του 1900, την κατακτούσαν τα ταγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο∙ μετά από ογδόντα με ενενήντα χρόνια, οι κάτοικοι των πρωτευουσών της θα τρώγανε au poivre  παρακολουθώντας σε video wall τη Μαντόνα σε εικονικό οργασμό- σαν αστήρ διάττων, σαν ήρως ανεξήγητων... θαυμάτων».

            Στη διαδρομή του από τη μοναξιά των κορυφογραμμών του χωριού του, στα υγρά σοκάκια των Ιωαννίνων και από κει στο περιβάλλον της μεσοπολεμικής Αθήνας με τους ποιητές, τα πολιτικά πάθη, το τραμ, τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία του Συντάγματος και τα θέατρα, και τέλος ύστερα από μια σύντομη περιπλάνηση σε χώρες της Ευρώπης, στο Μανχάτταν της Νέας Υόρκης, ο ήρωας θα διασταυρωθεί με την επιστήμη, την τέχνη, την πολιτική και την ιστορία αναζητώντας σταθερά την αυτάρκεια, την αναγνώριση και την επιβολή. Ο προσεκτικά και ψύχραιμα σχεδιασμένος γάμος του με την κόρη επιτυχημένου εργολάβου οικοδομών και η προοπτική μετεγκατάστασής του από τη μίζερη κάμαρα του Θησείου στο διώροφο νεοκλασικό της Φωκίωνος Νέγρη επιβεβαιώνουν τη μετάλλαξή του σε αστό που γνωρίζει την ακρίβεια και τη σαφήνεια των υπολογισμών: «[Τον Χρήστο Βαλλή] τον ενοχλούσε πια η μιζέρια της κάμαράς του. Τα δυο μικρά δωμάτια. Εκείνο το κρεβάτι που έτριζε. Η ντουλάπα που δεν έκλεινε η πόρτα της... Και δεν του έβγαινε από το μυαλό το λουτρό του σπιτιού της οικογένειας Τσιμένογλου... Αν έπρεπε να απαντήσει τί ήταν αυτό που περίμενε με περισσότερη αγωνία από τον γάμο του να κερδίσει, τη χρήση του κορμιού της Ελένης ή τη χρήση του μπάνιου του σπιτιού της, μάλλον δεν θα δίσταζε και θα απαντούσε «Το μπάνιο»».

            Η οργάνωση και η ιεραρχία οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής τάξης, οι ιδεολογικές και οι φιλοσοφικές αντιλήψεις, η αστική κυριαρχία και οι τεχνολογικές εξελίξεις συγκροτούν και υποστηρίζουν το πλαίσιο της αφήγησης, η οποία δεν αναταποκρίνεται απολύτως στις ρεαλιστικές  προδιαγραφές και τις αναλογίες της με τον πραγματικό κόσμο, παρόλο που εκβάλλει σ’ αυτόν. Η πραγματολογική προσέγγιση και επεξεργασία του αφηγηματικού υλικού παραμένει εν μέρει αποκλίνουσα καθώς στοχεύει, πέρα από κάθε αναπαραστατική πρόθεση,  στο να διατυπώσει μια θεωρία των πράξεων του έρωτα που κινούνται στη δική τους χρονικότητα και αποκτούν μια ιδιαίτερη αξία γνωστικής εξερεύνησης, χωρίς να ακολουθούν τον καταναγκαστικό συγχρονισμό με άλλες κοινωνικές σχέσεις και αποδεκτές, προσχηματισμένες ισορροπίες και συμβιβασμούς.

            Με αφετηρία τη σημασία και την ένταση της εμπειρίας ο συγγραφέας σκηνοθετεί τη δυναμική των εσωτερικών αντιθέσεων και συνθέτει χρησιμοποιώντας τον ιστορικό πυρήνα της αφήγησης, μια συνολική θεώρηση της ζωής, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τα σκιρτήματα της συνείδησης και της βούλησης αναδεικνύοντας τον έρωτα ως βασικό μέσο επιβεβαίωσης ή άρνησης της ύπαρξης. Αποδεσμεύοντας ταυτίσεις και προβολές η διάρθρωση και οι μηχανισμοί του έργου εξασφαλίζουν μια στέρεη θέση στη κύρια διάσταση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και αναδεικνύουν τον προσωπικό μύθο του ήρωα Χρήστου Βαλλή σε μια σταθερή συμβολική δομή γύρω από την οποία θεμελιώνεται η τελετουργία της ερωτικής τέχνης και οργανώνεται η μορφοποίηση της επιθυμίας και της φαντασίωσης.

            Πρόκειται για την επεξεργασμένη εικόνα μιας δυναμικής και παράδοξης προσωπικότητας με απροσδόκητα χαρακτηριστικά για την οποία τα όρια του κόσμου είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα όρια του σώματος και την οικονομία της απόλαυσης στις πιθανές εκδοχές και παραλλαγές της. Βασική ιδιότητα της εικόνας αυτής σε όλη την έκταση της αφήγησης παραμένει το γεγονός ότι η προσεκτική παρατήρησή της μπορεί να αποκαλύψει σταδιακά περισσότερες όψεις από εκείνες που χρειάστηκαν για να προσδιορίσουν την κατασκευή της, επιτρέποντας έτσι να αξιοποιηθεί ένας ευρύς αριθμός συγκείμενων πρόσληψης προκειμένου να γίνει δυνατή η αποκωδικοποίησή της.

            Διάδοχος και συνεχιστής της πατρικής κληρονομιάς ο Άρης Βαλλής  ζει και μεγαλώνει μέσα σε ένα καθημερινό και ιδιότυπο πάθος ανάμεσα στον πατέρα και τη θεία του σε μια εποχή μετάβασης «από το συναίσθημα στη λογική, από το ξαφνικό στο προγραμματισμένο, από την σχεδόν αθωότητα στη πλήρη ιδιοτέλεια». Η εγκυρότητα της μορφής του συναρτάται από την έκρηξη της ερωτικής επιθυμίας που ανακαλύπτει και παρέχει όλες τις πιθανές μάσκες της αδιέξοδης αναζήτησής της. Στην ιδιαίτερη αυτή γραμματική της επιθυμίας η μεταμφίεση και η παραμόρφωση αποτελούν τους βασικούς οργανωτικούς κανόνες μιας δοκιμασίας της οποίας η έκβαση έχει προκαθοριστεί. Μέσα στη δυναμική της σύγκρουσης και της διάψευσης η παραπλανημένη όραση και η πεινασμένη αφή βρίσκουν ανακούφιση στην εμπειρία του θανάτου: «Στο σημείο που η θάλασσα έχει γλείψει το βράχο, το πτώμα ανδρός γυμνού βρέθηκε την επομένη μέρα, την πρώτη του νέου αιώνα. Κομματιασμένο σχεδόν... Και στο γυμνό του στήθος μια βαθιά ουλή. Το αίμα πάνω της ξερό. Τα ρούχα του ολόγυρα πεταμένα. Ρούχα ανδρικά και γυναικεία... Εκεί- σε οίκημα πολυώροφο και στα γύρω μαγαζιά-, στο ουδέτερο κέντρο της πόλης, όσοι ρωτήθηκαν μιλήσανε για έναν ήσυχο άνδρα, ευγενικό, μοναχικό, με μόνο πάθος την ποίηση, τους πίνακες ζωγραφικής και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Και ξαφνιαστήκανε για αυτόν τον τρόπο θανάτου».

            Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων δεν είναι ένα απλό διαφωτιστικό παράδειγμα μιας εκδοχής της ανθρώπινης μοίρας που εξετάζει την ποικιλία της εμπειρικής πραγματικότητας. Είναι ένα έργο που μας θυμίζει με τρόπο ιδιαίτερα ευρηματικό, εύστοχο, όσο και χαρισματικό την ικανότητα της μυθοπλασίας να δημιουργεί εναλλακτικά και απρόβλεπτα μοντέλα του κόσμου: μοντέλα φανταστικά, θαυμαστά ή γκροτέσκα∙ σε τελευταία ανάλυση να κατασκευάζει αυτό που μπορεί να γίνει, δηλαδή να ειπωθεί, να συγκρατηθεί και να διεισδύσει στο λόγο.

 

                                                                             ΒΙΚΥ ΠΑΤΣΙΟΥ

 

                                                              Καθηγήτρια, Παιδαγωγικό Τμήμα, ΕΚΠΑ       

 

(Bookpress, Ιούλιος 2020)