12.3.16

"Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" -στην Πάτρα και στο Πολύρδρον

Τα…Δάχτυλα πάνω στο σώμα της… του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα που με τράβηξε από την πρώτη στιγμή. Ένιωσα πως από τη σύλληψή του ως την τελευταία λεπτομέρεια της δομής του με αφορούσε ως άνθρωπο και ως εκπαιδευτικό. Ως άνθρωπο γιατί προβάλλει τα μύχια της ψυχής ενός άλλου ανθρώπου, μιας νέας γυναίκας με ρεαλισμό και ποιότητα με πολιτισμό και αποστασιοποίηση. Ως εκπαιδευτικό γιατί πάλι προβάλλει μια προχωρημένη αντίληψη αποδοχής μιας άλλης συμπεριφοράς.
Ο συγγραφέας κρατάει ένα θεατρικό ρόλο με μπρεχτική ματιά σ’ ένα σαγηνευτικό παιχνίδι αποκάλυψης και αυτογνωσίας μιας νέας γυναίκας.
Όταν ξαναδιάβασα το κείμενο ανακάλυψα την κρυμμένη σοφία του. Ο Κοντολέων θαρρώ πως μάλλον ενστικτωδώς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του λείπει η θεωρητική πληρότητα συνέλαβε πως η νεανική ψυχή όταν δεν παγιδεύεται ή αυτοπαγιδεύεται σε σχηματοποιήσεις δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα ορμητικό ποτάμι που θες δε θες θα κυλήσει. Θα βρει την κοίτη του και τότε ή θα  το σεβαστείς κοιτάζοντας από την όχθη ή θα βουτήξεις και θα σε πάρουν τα απόνερα να σε πνίξουν. Είναι ένα αφηγηματικό μυστήριο, μια τελετή μύησης αυτό το βιβλίο στην αναζήτηση ταυτότητας ζωής. Είναι η προσπάθεια μιας καθαρής ματιάς σ’ ένα καθαρό καθρέφτη.
Σ’ όλες τις κοινωνίες ιστορικά η ενηλικίωση και η απόκτηση ταυτότητας συνδέεται με διαδικασίες οι οποίες εν τέλει ελέγχουν το βαθμό αυτογνωσίας και ωριμότητας. Αποκορύφωση είναι η ταύτιση με το κοινωνικό φύλο και με ό,τι αυτό προσδιορίζεται.
Ο Κοντολέων μεταφέρει στο …Δάχτυλα πάνω στο σώμα της … αυτή τη βουτιά αναζήτησης της σεξουαλικής αλλά και κοινωνικής ταυτότητας της ηρωίδας, μιας βουτιάς στα βαθιά του εαυτού της  και ανάσα μετά στην πραγματικότητα.
Mια πραγματικότητα ανικανοποίητη, ανολοκλήρωτη αλλά με μια έμφυτη παρόρμηση που οδηγεί στην ωριμότητα και στην πληρότητα μέσα από μια παράσταση ζωής χωρίς πρόβα ή μάλλον μια πρόβα ανοιχτή που θα παραμένει πρόβα μέχρι την αναζήτηση και την ολοκλήρωση της αλήθειας της ζωής της ηρωίδας, του καθενός.
Γοητευτική, ευθύγραμμη αφήγηση που οδηγεί στην αυτογνωσία. Το ενδιαφέρον ήταν στο γεγονός ότι η αυτοπραγμάτωση και η αποδοχή είναι πολλών ελπίδων.
Η Λία μυείται στην αυτογνωσία της ερωτικής της συμπεριφοράς και της ταυτότητάς της.
Η Στέλλα το ίδιο. Υπάρχουν  οι μυημένοι η Γεωργία, η Άλκη, η Φιλιώ.
Ο αναγνώστης μυείται από το συγγραφέα στο μυστήριο της αναγνώρισης της ύπαρξης και  ερωτικήε έκφρασης της ηρωίδας  και φθάνει στην αποδοχή της δικής της αλήθειας που μπορεί να είναι αλήθεια ανομολόγητη κάποιων.
Σ’ αυτό το βιβλίο όπου κυριαρχεί ένα ερωτικό κάλεσμα, τα δάχτυλα, η εμπειρία που έρχεται σιγά σιγά οδηγεί την ηρωίδα στη διαύγεια μιας λυτρωτικής ανατολής.


                                                                        Λαμπρόπουλος Ηλίας


                                                                           Εκπαιδευτικός 

Θανάσης Τριαρίδης «Οιδίνους» * Ένα βιβλίο – Εκδόσεις Ευρασία * Μια παράσταση στο θέατρο «Θησείο»

Θανάσης Τριαρίδης «Οιδίνους»

* Ένα βιβλίο – Εκδόσεις Ευρασία

* Μια παράσταση στο θέατρο «Θησείο»

Σε σκηνοθεσία Λάζαρου Γεωργακόπουλου // Με τους ηθοποιούς: Λάζαρο Γεωργακόπουλο και Άννα Μάσχα


Τον Θανάση Τριαρίδη τον γνωρίζω από τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα. Τότε που έκανε τις πρώτες του προσπάθειες να εκδοθούν τα κείμενά του.

Από τότε μέχρι σήμερα ο Θ. Τ. έχει εκδώσει πάνω από 40 βιβλία –μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα.

Θέλω να είμαι ειλικρινής –άλλωστε πάρα πολλοί είναι εκείνοι που το γνωρίζουν.

Ο Τριαρίδης είναι ένας από τους νέους μας συγγραφείς που μπορώ να καμαρώσω πως εγώ πρώτος ανακάλυψα και πως εκείνος αυτό το αναγνωρίζει. Μας συνδέει μια βαθιά ουσιαστική σχέση φιλίας και εκτίμησης.

Το 2000 ήταν η χρονιά που το πρώτο μυθιστόρημα του Θ. Τ. είδε το φως της δημοσιότητας. Από εκεί και πέρα η παρουσία του στα πράγματα της λογοτεχνίας μας υπήρξε συνεχής και εντελώς ιδιότυπη.

Με διηγήματα αναζητά τις σχέσεις που συνδέουν τα πάθη ιδεών και σωμάτων* με πεζογραφήματα ανασκευάζει θρησκείες και ιδεολογίες, ξαναδιαβάζει τον Δυτικό Πολιτισμό* με λογοτεχνίζοντα δοκίμια προτείνει τον ακτιβισμό ως στάση ζωής.

Και τέλος ανακαλύπτει το θέατρο… Ή μήπως το θέατρο ήταν αυτό που τον ανακάλυψε;

Γίνομαι περισσότερο σαφής.

Η σκέψη, μα και η γραφή του Τριαρίδη ήταν και είναι πάντα πληθωρικές. Η ματιά με την οποία ζητά να καταγράψει τις ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως της διαπροσωπικές, διαθέτει μια μεγάλη γκάμα ιδεολογικών αποχρώσεων.

Ο ίδιος δείχνει να ψάχνει συνέχεια νέες φόρμες αφήγησης. Και η αναζήτησή του τον οδηγεί σε κείμενα που δομούνται με την οικονομία των θεατρικών διαλόγων, αλλά που δεν αποδέχονται τους περιορισμούς μιας θεατρικής σύμβασης.

Με άλλα λόγια, ο Τριαρίδης αφού αμφισβήτησε πρώτα το μυθιστόρημα ,το διήγημα, το δοκίμιο, μετά το ίδιο θέλησε να κάνει και με το θέατρο.

Φαίνεται πως ο κόσμος της λογοτεχνίας μας είναι αρκούντως συντηρητικός. Τις νέες φόρμες του Τριαρίδη η λογοτεχνική οικογένεια δεν έδειξε απόλυτα πρόθυμη να τις αποδεχτεί. Μα κάτι αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον χώρο του θεάτρου. Οι άνθρωποι –κάποιοι έστω- που εκφράζονται μέσα σε θεατρικές αίθουσες είναι πιο πρόθυμοι να αποδεχτούν ακόμα κι αυτό που μπορεί και να τους αμφισβητεί. Πιο πρόθυμοι, ίσως και πλέον έξυπνοι. Αν κάτι διαισθάνεσαι πως μπορεί να ναρκοθετεί την πορεία σου, το πλέον σώφρον είναι να το εντάσσεις στις δικές σου δυνάμεις.

Ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων του θεάτρου μας είδαν στα έργα αυτά του Τριαρίδη την ευκαιρία να ανανεώσουν τις δικές τους πορείες.

Και ο ιδιόμορφος πεζογράφος, έγινε ένας πρωτοποριακός θεατρικός συγγραφέας.

Μετά από έργα όπου αναζήτησε τα όρια μέσα στα οποία κινούνται οι καταπιεστικές σχέσεις ενός ζευγαριού, μετά από έργα όπου επανατοποθέτησε τη συλλογική ευθύνη του δυτικού κόσμου απέναντι στο Ολοκαύτωμα, τώρα πρόσφερε στους σταθερούς συνεργάτες του από το χώρο του θεάτρου την ευκαιρία να ερμηνεύσουν (με σκηνοθεσία και με υποκριτική) πιθανές νέες απόψεις για το πώς η βάση της κοινωνίας μας –η οικογένεια- έχει διαμορφωθεί από την εποχή του Σοφοκλή μέχρι σήμερα.

«Οιδίνους», λοιπόν. Αν Οιδίπους σημαίνει αυτός που έχει πληγωμένα πόδια, Οιδίνους είναι αυτός που έχει πληγωμένο νου.

Και αυτόν τον Οιδίνου ο Τριαρίδης έφερε στη σκηνή.

Φιλόδοξο τόλμημα. Να συνομιλήσεις με το εμβληματικότερο ίσως πρόσωπο του αρχαίου δράματος, ακολουθώντας τη δομή της σύνθεσης ενός από τα εμβληματικότερα έργα του σύγχρονου θεάτρου, το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι.

Ο Λ. και η Ι. είναι ένα ζευγάρι φιλολόγων που γιορτάζει τα δέκατα όγδοα γενέθλια του γιου τους. Μόνο που αυτό το παιδί έχει πεθάνει  καθώς κοιμότανε, όταν ήτανε ακόμα μερικών μηνών βρέφος.

Ο Λ. είχε προτείνει και η Ι. το είχε αποδεχτεί  να συνεχίσουν να ζούνε με τη σύμβαση πως το παιδί τους ζει και μεγαλώνει ανάμεσά τους. Άλλωστε είχαν από τα πριν αποφασίσει πως το παιδί τους μήτε θα το δηλώνανε σε ληξιαρχεία, μήτε θα το στέλνανε σχολείο, μήτε έξω από το σπίτι τους θα το αφήνανε να κυκλοφορεί. Θα το μεγαλώνανε – ο Λ. έτσι το είχε αποφασίσει- μόνοι τους και μόνο για κείνους.

Ο Λ. είχε, φαίνεται, κατά νου να συνεχίσει να ζει και μετά το δικό του θάνατο, μέσα από τον γιο που θα είχε ολότελα αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Με διαφορετική έκφραση διατυπωμένο –ο πατέρας εξουσιαστής του γιου.

Μα ο αιφνίδιος θάνατος αλλάζει τα δεδομένα. Αλλά ο Λ. προσαρμόζει τα σχέδιά του -άλλοτε θα ζει ως πατέρας και άλλοτε ως γιος.

Με άλλα λόγια ο Θ. Τ. επιχειρεί να ταυτίσει τον Λάιο με τον Οιδίποδα, διευρύνοντας κατά κάποιο τρόπο το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

Άποψη ιδιαζόντως αιχμηρή που απαιτεί μια πληρέστερη τεκμηρίωση από αυτή που απλώς υλοποιείται με την επιλογή οι ρόλοι πατέρα και γιου να ερμηνεύονται από τον ίδιο ηθοποιό.

Γιατί αν ο Λάιος είχε αποφασίσει να σκοτώσει το γιο του, ο Λ. αντίθετα αποφασίζει το νεκρό παιδί του να το κρατήσει στη ζωή και μάλιστα δανείζοντάς του το ίδιο του το σώμα.

Παράλληλα ο Τριαρίδης στρέφεται προς το έργο του  Άλμπι και ζητά να συνδέσει το ζεύγος Τζωρτζ και Μάρθας, με την τριπλή σχέση Λάιου – Ιοκάστης – Οιδίποδα.

Αλλά το ζευγάρι του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» επινόησε ένα παιδί και πάνω σε αυτό το ψέμα έστησε το σάπιο οικογενειακό του σύμπαν.

Οι Λ. και Ι. αποφασίζουν να διατηρήσουν σε μια δήθεν ζωή το νεκρό τους παιδί κι έτσι πυροδοτούν την όποια οικογενειακή ταυτότητα.

Ο σκοπός του Τριαρίδη είναι σαφής. Θέλει να καταγγείλει το καταπιεστικό οικοδόμημα της οικογένειας. Τη βάση, με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας όπου η ελεύθερη επιλογή της ταυτότητας στραγγαλίζεται.

 Ένα νέος, λοιπόν, προβληματισμός έρχεται να προστεθεί σε όσους μέχρι σήμερα σχημάτισαν μια ‘τριαρίδιο’ (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός) ερμηνεία του Δυτικού Πολιτισμού.

Ενδιαφέρουσα άποψη και ακόμα πλέον ενδιαφέρον ο τρόπος που ζήτησε να υλοποιηθεί. Αλλά πιστεύω πως θέλει περισσότερη αναζήτηση, πιο βαθύ σκάψιμο, πλέον επεξεργασμένες σχέσεις συμβολισμών.

Η παράσταση στο θέατρο ‘Θησείον’, φέρνει τη σφραγίδα του Λάζαρου Γεωργακόπουλου.

Σκηνοθέτης και ηθοποιός με ιδιαίτερα προσόντα και κατοχυρωμένες τεχνικές.

Και με τις δυο του, λοιπόν, ιδιότητες ανέσυρε  τρόπους για να τονισθεί  το αρρωστημένα εκρηκτικό της ταύτισης πατέρα – γιου. Σκηνοθετικά ευρήματα και υποκριτικές λύσεις που εντυπωσιακά περιγράφανε την αντιπαλότητα της διαδοχής, μα δεν διέθεταν αντιστοίχου έντασης εσωτερικές αμφισβητήσεις αυτής της μη-σχέσης.

Η Ι. της Άννα Μάσχα υποτάχτηκε τόσο στην αμηχανία από  την οποία συγγραφικά δημιουργήθηκε, όσο και στην αρσενική άποψη με την οποία σκηνοθετήθηκε.

Έγραψα πιο πριν πως τα θεατρικά κείμενα του Θ. Τ. δίνουν τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη τους να τα προσαρμόζει σύμφωνα με τη δική του οπτική γωνία ερμηνείας των νοημάτων τους.

Σε μεγάλο βαθμό αποδέχομαι μια τέτοια σκηνοθετική ενέργεια. Κάθε παράσταση βασικά σφραγίζεται από τον σκηνοθέτη της. Αλλά έχει –ως συγγραφέας κι εγώ, αυτό το λέω και το υποστηρίζω- άλλο νόημα να υπονοείς με το σκηνοθετικό εύρημα πως η Ι. αυτοκτονεί μετά από την αλληλοεξόντωση πατέρα και γιου και άλλο αυτό που  το κείμενο δήλωνε –η Ι. να ετοιμάζεται να δοκιμάσει το γλυκό των γενεθλίων που ίσως να είναι δηλητηριασμένο από τον σύντροφό της. Σύντροφο που –ας μην ξεχνάμε- για δέκα οχτώ χρόνια ήταν άλλοτε ο Λάιος – σύζυγος κι άλλοτε ο Οιδί–πους/νους – γιος.

Μια παράσταση σαφέστατα από τις πλέον ενδιαφέρουσες –δεν είναι τυχαίο που σου χαρίζει τόσους και ποικίλους προβληματισμούς.


Το βιβλίο με όλο το έργο, με στοιχεία της παράστασης και πολλά άλλα κείμενα σχετικά με τις πολλαπλές αναγνώσεις του Οιδίποδα, διαθέτει άψογη αισθητική, όπως άλλωστε όλα τα άλλα έργα του Θ. Τ. που οι Εκδόσεις Ευρασία έχουν συμπεριλάβει στους καταλόγους τους.

Λεία Βιτάλη - «Νύχτα στην Εθνική» (Μια παράσταση στο θέατρο Μεταξουργείο, σε σκηνοθεσία της ίδιας της συγγραφέως)

Οι πολιτικές (και όχι μόνο οικονομικές) συνθήκες που έχουν επικρατήσει σε όλο τον κόσμο, μα και στην Ευρώπη και ασφαλώς και πρωτίστως στη χώρα μας, έχουν με τη σειρά τους παρέμβει στη θεματολογία τόσο των μυθιστορημάτων όσο και των θεατρικών έργων.
Οι συγγραφείς που αποφασίζουνε να περιγράψουν τις διαπροσωπικές σχέσεις ατόμων που ζούνε μέσα στις νέες αυτές συνθήκες, συνειδητά ή μη φωτίζουν το έρεβος που επικρατεί στην καθημερινότητα και ματαιώνει την ουσιαστική επικοινωνία.
Ζητήματα όπως αυτά της βίας, του ρατσισμού, της οικονομικής ανέχειας, της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο γίνονται οι βάσεις που πάνω τους αρθρώνεται ο μυθιστορηματικός ή ο θεατρικός λόγος.
Η Λεία Βιτάλη είναι μια από τις πλέον δραστήριες συγγραφείς θεατρικών έργων, μα και μυθιστορημάτων.
Θα έλεγα δε πως η παρουσία της στα θεατρικά δρώμενα των ημερών μας απλώνεται πέρα από την συγγραφή και τη σκηνοθεσία. Αναζητά τρόπους να βρεθούνε κάτω από τα φώτα μιας παράστασης όλο και περισσότερα ελληνικά έργα γραμμένα από σύγχρονους συγγραφείς.
Χαρακτηρίζω τη Λεία Βιτάλη ως μια πολιτικοποιημένη περσόνα του θεάτρου και της λογοτεχνίας μας –χαρακτηρισμός που βέβαια αφορά την υφή των έργων της.
Και που το τελευταίο της θεατρικό κείμενο –έτσι όπως το είδα στη σκηνή του θεάτρου ‘Μεταξουργείο’- με πείθει πως σωστά της έχω αποδώσει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Το «Νύχτα στην Εθνική» είναι έργο που περιγράφει τη βία του σήμερα. Πιο σωστά αναζητά πέρα από την περιγραφή της, τα αίτια που τη δημιουργούν.
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του προγράμματος:
«Μια ταβέρνα στην Εθνική Οδό. Η Αντρίκα, μια σκληροτράχηλη ταβερνιάρισσα -πρώην μετανάστρια στη Γερμανία-, ο Ζάχος, ο γιος της που δεν μπορεί να είναι «κορέκτ», και η Ρούντη, η ξένη, που ήρθε ματωμένη διεκδικώντας νέα ζωή σε μια μη πατρίδα, μπλέκονται σ’ ένα παιχνίδι ακραίας βίας προσπαθώντας να επιβιώσουν, ενώ αυτό που επιζητούν με πάθος είναι ν’ αγαπηθούν. Ποιος θα προλάβει πρώτος να σηκώσει το όπλο του; Ο βιαστής, το θύμα ή ο ηθικός αυτουργός; Μπορεί το μίσος να μετατραπεί ποτέ σε αγάπη ανάμεσα σε ανθρώπους που η σημερινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα φέρνει αντιμέτωπους;»
Μέσα από αυτήν τη σύντομη περιγραφή θεωρώ πως εκφράζεται η ουσιαστική στάση της Βιτάλη απέναντι στα όσα καθημερινά είτε παρακολουθούμε είτε βιώνουμε.
Αιτία όλων η βία. Η βία που γεννά βία.
Και μόνη απάντηση η κατανόηση.
Ο θύτης είναι και θύμα.
Ο ρατσιστής είναι εκείνος που φοβάται τον εαυτό του περισσότερο από τον άλλον.
Και η ευθύνη; Δεν υπάρχει ευθύνη για τις πράξεις μας;
Η Λεία Βιτάλη επέλεξε να αναπτύξει τη θέση της φέρνοντας πάνω στη σκηνή τρία και μόνο πρόσωπα. Τρία θύματα βίαιων καταστάσεων. Το καθένα από αυτά την ώρα που λαχταρά να αγαπηθεί ή να βοηθηθεί από τα άλλα, την ίδια ώρα και τα πολεμά, τα βιάζει, τα σκοτώνει. Αλλά παράλληλα οδηγεί τον εαυτό του και στην αυτοκάθαρση, στην αυτοτιμωρία.
Εκείνοι που δεν δικαιούνται κατανόησης, γιατί πράττουν χωρίς το πάθος μιας αγάπης που στερηθήκανε, υπάρχουν εκτός σκηνής. Ακούμε για αυτούς και είμαστε βέβαιοι για τις ύπουλες σκέψεις και τις ένοχες προθέσεις τους. Η ευθύνη του σκότους δική τους.
Δεν θα τους δούμε, όμως. Όπως και στην αληθινή ζωή δεν βλέπουμε τους πραγματικούς θύτες. Μόνο για τα θύματα ακούμε.
Θύματα ίσως κι εμείς να είμαστε που κτυπάμε άλλα θύματα, που ξεχνάμε να στρέψουμε την οργή μας στους βιαστές της καθημερινότητάς μας, στους δολοφόνους των ονείρων μας.
Δεν είμαι κριτικός θεάτρου. Μα δεν μπορώ να μην καταγράψω την ικανοποίησή μου από την παράσταση του έργου στο θέατρο «Μεταξουργείο».
Λεία Βιτάλη
Λεία Βιτάλη
Η Λεία Βιτάλη έγραψε το έργο και το σκηνοθέτησε με γνώση των κρυφών στοιχείων που έπρεπε να φωτιστούνε.
Και δίδαξε στους τρεις ηθοποιούς της τα κρυμμένα μυστικά των ρόλων που έπρεπε να ερμηνεύσουν.
Ξεφυλλίζοντας το θεατρικό κείμενο, σχημάτισα την εντύπωση πως η Αντρίκα, ο Ζάχος και η Ρούντη είναι περισσότερο τύποι ανθρώπων και λιγότερο χαρακτήρες ξεχωριστοί.
Η συγγραφέας Βιτάλη έτσι αποφάσισε. Και σωστά. Γιατί ο σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας δεν είναι μυθιστοριογράφος που όλα εκείνος τα ελέγχει και τα υλοποιεί.
Οι ηθοποιοί (κάτω από τη σκηνοθετική γραμμή) είναι εκείνοι που θα δώσουν σάρκα και οσμή στους τύπους και θα τους μετατρέψουν, για όση ώρα διαρκεί η παράσταση, σε χαρακτήρες. Πρόσωπα με όνομα και ξεκάθαρα χαρακτηριστικά στο σώμα και στο πρόσωπο.
Κι έτσι εγώ, ως θεατής πλέον, ταύτισα την Αντρίκα με τη σπασμένη επιβολή της Μαίρης Νάνου, τον Ζάχο με τον στερημένο από αγάπη φασισμό του Βασίλη Μπατσακούτσα και τελικά πήρα μαζί μου αυτήν την ασθμαίνουσα αγωνία της πρόσφυγα / οικονομικής μετανάστριας Ρούντη, έτσι όπως συγκλονιστικά την σκιαγράφησε η Ντομένικα Ρέγκου.
Μια ουσιαστική θεατρική εμπειρία.