27.3.21

Μάγια Αγγέλου «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί»

 Μάγια Αγγέλου

«Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί»

Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη

Εκδόσεις Πατάκη

 

         


        

 

Η Μάγια Αγγέλου (1928 – 2014) είναι μια αμερικανίδα ποιήτρια, πεζογράφος, χορεύτρια και ηθοποιός,  αλλά και ηγετική φυσιογνωμία του αντιρατσιστικού κινήματος και η οποία με τα πεζογραφικά βιβλία της διερευνά θέματα ρατσισμού, πολιτικής και φεμινισμού έτσι όπως αυτά έχουν καταγραφεί κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ.

Η Αγγέλου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της  παιδικής της ηλικία στο σπίτι της γιαγιάς της, σε μια περιοχή  των Νότιων Πολιτειών. Αργότερα, γύρω στα οχτώ της χρόνια και καθώς πλέον ζει μαζί με τον αδελφό της στο σπίτι της μητέρας της, στην Καλιφόρνια, βιάζεται από τον πατριό της και το γεγονός αυτό την τραυματίζει ψυχολογικά και έτσι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αρνείται να μιλήσει.

Αυτή την περίοδο στην ουσία περιγράφει και στο πρώτο της βιβλίο, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλα έξι , όλα τους αυτοβιογραφικά και όλα τους να καταγράφουν τις προσπάθειες κατοχύρωσης  μιας ανεξάρτητης κι χειραφετημένης ταυτότητας των μαύρων κατοίκων των ΗΠΑ.

I Know Why the Caged Bird Sings» (1969) -στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1993 από τις Εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί», σε μετάφραση της Ιωάννας Καρατζαφέρη και ακολούθησαν: Gather Together in My Name (1974) -στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1995 από τις Εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας», σε μετάφραση της Κώστιας Κοντολέων-  «Singinand Swinginand GettinMerry Like Christmas» (1976), «The Heart of a Woman» (1981), «All Gods Children Need Traveling Shoes» (1986), «A Song Flung Up to Heaven» (2002), «Mom & Me & Mom» (2013).

Με αυτά τα έργα της, η Μάγια Αγγέλου μετατρέπει τον ίδιο της τον εαυτό σε μια μυθιστορηματική ηρωίδα, την ίδια ακριβώς  στιγμή που όλο της αυτό το έργο αποτελεί και ένα ντοκουμέντο της προσπάθειας χειραφέτησης μιας έγχρωμης αμερικανίδας του 20ου αιώνα.

Η ζωή της υπήρξε έτσι και αλλιώς μυθιστορηματική -έφηβη ακόμα  απέκτησε ένα παιδί χωρίς να αναζητήσει να το αναγνωρίσει ο έτσι κι αλλιώς περαστικός από τη ζωή της πατέρας του* έγινε η πρώτη μαύρη εισπράκτορας σε τραμ* εργάστηκε ως μαγείρισσα, μετά σε οίκο ανοχής, στη συνέχεια σπουδάζει χορό, περιοδεύει στην Αμερική, στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική άλλοτε ως χορεύτρια ή ηθοποιός, άλλοτε ως μέλος διαφόρων αντιρατσιστικών οργανώσεων ή ως δημοσιογράφος. Πρωταγωνιστεί στο έργο του Ζαν Ζενέ «Οι νέγροι», συμμετέχει στο καστ της ταινίας «The roots», γράφει τα επεισόδια μιας τηλεοπτικής παραγωγής, σκηνοθετεί η ίδια στο θέατρο, διδάσκει ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε αμερικάνικα πανεπιστήμια. Τέλος το 1993, απαγγέλει ποίημά της  στην ορκωμοσία του Προέδρου Μπιλ Κλίντον και έτσι γίνεται η πρώτη ποιήτρια που απήγγειλε ποίημά της σε ορκωμοσία Προέδρου των ΗΠΑ μετά τον Robert Frost στην ορκωμοσία του Προέδρου John F. Kennedy το 1961.

Όλη αυτή έντονη ζωή έχει περάσει μέσα στο επτάτομο πεζογραφικό της έργο, το οποίο πέρα από λογοτεχνικά βραβεία, της έχει χαρίσει και μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στις γυναίκες συγγραφείς της Αμερικής.

Πολύ συχνά η Μάγια Αγγέλου τοποθετείται δίπλα στην Τόνι Μόρισον  -στην ουσία και οι δυο έζησαν την ίδια περίοδο , όπως επίσης και οι δυο αφιέρωσαν όλο  ο έργο τους στο να φωτίσουν πάθη, όνειρα και αγώνες των αφροαμερικάνων γυναικών.

Μα  θεωρώ πως έχουν και βασικές διαφορές. Η Μόρισον -με μια εντελώς διαφορετική ζωή, περισσότερο θα την χαρακτήριζα προγραμματισμένη- αναφέρεται κυρίως, με μια καθαρή λογοτεχνική γραφή, σε πρόσωπα (βασικά γυναίκες) που προσπαθούσαν να υπάρξουν μέσα σε μια νέα και εχθρική πατρίδα.

Αντίθετα η Αγγέλου είναι περισσότερο μαχητική, η γραφή της συχνά είναι ένα μείγμα λογοτεχνίας και μαρτυρίας και σαφώς πολύ πιο ξεκάθαρα πολιτικοποιημένη. Ατενίζει όχι το παρελθόν, μα το παρόν και το μέλλον.

Αυτά τα στοιχεία είναι ολοφάνερα και στο «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί».

Η μικρή Ριτ (το πραγματικό όνομα της Μάγια Αγγέλου ήταν Μάργκαριτ Τζόνσον και ήταν μετά από το γάμο της με άνδρα ελληνικής καταγωγής που επέλεξε να διατηρήσει το δικό του επίθετο) μεγαλώνοντας σε μια Νότια Πολιτεία των ΗΠΑ αναζητά, από τα πρώτα χρόνια της ζωής της, να κατανοήσει το πως μπορεί να ερμηνευθούν οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις  ανάμεσα σε ένα μαύρο και ένα λευκό και ποιοι είναι εκείνοι που όχι μόνο μπορούν να τις επιβάλλουν,  αλλά και ποιοι εκείνοι που μπορούν να  τις αμφισβητήσουν.

Γράφει σε μια σελίδα του έργου: Τί διαφοροποιεί μια πόλη του Νότου από μια άλλη, ή από μια πόλη ή ένα χωριουδάκι του Βορρά, ή από μια μεγαλούπολη; Η απάντηση πρέπει να είναι η εμπειρία που μοιράζεται η αδαής πλειοψηφία (το σύνολο) από τη μειονότητα που ξέρει (εσένα)

Το άτομο -λοιπόν. Κι άλλωστε και η ίδια η μικρή Ριτ, καθώς είχε την τύχη να μεγαλώσει δίπλα σε δυο δυναμικές γυναίκες  -γιαγιά και μητέρα- πολύ γρήγορα  αποφασίζει να γίνει η γνωρίζουσα μειονότητα και αμέσως μετά να μεταφέρει αυτή την ατομική της γνώση στην λίγο ή πολύ αγνοούσα ‘πολύχρωμη’ πλειοψηφία του τόπου της.

Στις περιγραφές της κοινωνίας των μαύρων απουσιάζει η αυτολύπηση και οι δομές που καθορίζουν την καθημερινότητα των μελών της φανερώνουν την ύπαρξη μιας παράλληλης, με αυτή των λευκών, ζωής. Οι δυο κοινότητες αποδέχονται η μια την άλλη αλλά όχι και με τις ίδιες διαθέσεις.

Οι λευκοί αν δεν αγνοούν τους ‘άλλους’ σαφέστατα τους υποτιμούν. Μα αυτοί οι ‘άλλοι’ όχι μόνο δεν δέχονται την υποτίμηση, μα και πολύ συχνά την αμφισβητούν. Σημειώνω το κεφάλαιο όπου η γιαγιά της Ριτ απαιτεί από τον οδοντογιατρό των λευκών να απαλύνει τους πόνους της εγγονής της. Ενώ, επίσης, ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σκιαγράφηση της μητέρας της, μιας γυναίκας που ζει με καθαρά αστικό τρόπο και έχει όνειρα για τα παιδιά της παρόμοιας υφής με αυτά της όποιας άλλης δυναμικής λευκής μητέρας.

Η παρουσία στη ζωή της μικρής Ριτ αυτών των δυο γυναικών θα τονώσει την έμφυτη αξιοπρέπειά της μα και την μαχητικότητά της κι έτσι είναι λογικό στην μετέπειτα ζωή της να εκφράζει μια ταύτιση των διεκδικήσεων του φεμινισμού με τον αντιρατσισμό.

Αλλά δίπλα στις οικογενειακές εμπειρίες και η ίδια -από την παιδική της ηλικία- θα διαθέτει ένα πολυπρισματικό τρόπο ερμηνείας των όσων αισθάνεται και βιώνει. Ιδιαίτερος  είναι και ο τρόπος που η οχτάχρονη Ριτ θα αντιμετωπίσει την εμπειρία από τον βιασμό της -θύτης και θύμα  αποτελούν μια ενότητα που χωρίς ούτε μια στιγμή να μην φωτίζεται και να καταγγέλλεται η απάνθρωπη συμπεριφορά του ενός, επίσης και υποσημειώνεται η ενοχική -και ασφαλώς υπόγεια-  διάθεση του θύματος να κατηγορήσει τον ίδιο τον εαυτό του, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την μακρόχρονη αφωνία.

Όσα, λοιπόν, θα της συμβούν κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, επειδή ήταν και κορίτσι και μαύρη, θα αποτελέσουν τη βάση για να στηθεί η αυτόνομη προσωπικότητα και ταυτότητα του ενεργού μαύρου πολίτη.

Σύμφωνα με μια τέτοια μορφή ανάγνωσης, θεωρώ το «Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί» ως ένα διαχρονικό παράδειγμα έργου ενηλικίωσης και μαθητείας (ή με ένα πλέον σύγχρονο ορισμό ως μυθιστόρημα cross over). Δηλαδή λογοτεχνικού έργου που από τη μια στηρίζεται στην ανάπτυξη ενός χαρακτήρα που αναζητά το ατομικό του αποτύπωμα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο και από την άλλη ως κείμενο που έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών.

Αυτή η συλλογιστική με ώθησε και να προτείνω την έκδοσή του στις Εκδόσεις Πατάκη το 1992 -αναζητώ πάντα έργα που να γεφυρώνουν χάσματα και να προτείνουν δυναμικούς τρόπους συνειδητοποίησης του ατομικού όσο και του ομαδικού ‘εγώ’.

Αν το άτομο αποκτήσει πρώτα συνείδηση της ισότητας του με τα άλλα άτομα, τότε αυτή η αυτογνωσία  μπορεί να μεταγγισθεί στην ομάδα και στη φυλή. 

Χαρακτηριστικά θα αναφέρω μια πρόταση που υπάρχει στο επόμενο έργο της Αγγέλου  -«Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας»- όπου η αφήγηση ξεκινά αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Εκεί, λοιπόν, η Αγγέλου θα γράψει: Η φυλετική προκατάληψη έχει πεθάνει. Ήταν Ένα Λάθος που έγινε από μια νεαρή χώρα. Θα τους το συγχωρούσαμε, όπως θα συγχωρούσαμε κάποιο μεθυσμένο φίλο που μας φέρθηκε άσχημα.

Σαφέστατα η προκατάληψη μήτε είχε τότε πεθάνει, ίσως να μην έχει ολότελα πεθάνει ακόμα και τώρα. Αλλά η αυτοεκτίμηση μιας και γεννήθηκε δεν πεθαίνει – εκείνο το θα τους το συγχωρούσαμε έτσι και ειπωθεί δεν ξεχνιέται και ασφαλώς καταγράφεται ως απόλυτα επαναστατική θέση.

Εδώ νομίζω πως είναι και η αξία τόσο του συγκεκριμένου βιβλίου όσο και όλου του έργου της Μάγιας Αγγέλου.

Η αξιοπρέπεια της συγχώρεσης και όχι η εκμαίευση της συμπάθειας -με άλλα λόγια η ενεργητική πράξη και όχι η παθητική..

Μια στάση που σαφέστατα μπορεί να μην γίνεται και τόσο αναγνωρίσιμη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, σίγουρα πάντως και στο ελληνικό.

Από αυτή -αν και όχι μόνο- τη σκοπιά θα έλεγα πως είναι σημαντική η απόφαση της επανέκδοσης αυτού μυθιστορήματος, αλλά επίσης σημαντική θα είναι και η επανέκδοση του δεύτερου έργου, όπως και της μετάφρασης στη γλώσσα μας όλων των πεζογραφικών αυτοβιογραφικών έργων της Μάγια Αγγέλου.

Η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία στην όποια έχουμε ενταχθεί έχει ως ένα από τα βασικά στοιχεία  της επιζητούμενης και αναγκαίας διατήρησης της ταυτότητας ενός εκάστου έθνους, την ικανότητα της αυτοεπιβεβαίωσης μέσω της συγνώμης προς τις πράξεις  των… μεθυσμένων άλλων.

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 27/3/2021