27.2.21

Μάνος Κοντολέων «Η μάσκα του Καπιτάνο» (προδημοσίευση -απόσπασμα) – Περιοδικό Περί Ου

Μάνος Κοντολέων «Η μάσκα του Καπιτάνο» (προδημοσίευση -απόσπασμα)

http://www.periou.gr/%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%89%ce%bd-%ce%b7-%ce%bc%ce%ac%cf%83%ce%ba%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%bd%ce%bf/


ΠΡΏΤΑ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΕ κάτι υγρό να μουσκεύει το κούτελό του.

Κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και είδε τη μουσούδα του Ραστ με τη γλώσσα κρεμασμένη πάνω από το πρόσωπό του.

Η ανάσα του σκυλιού κοφτή κι αμέσως μετά μια φωνή βραχνή – κάπως έτσι ακουγότανε η γιαγιά του, που κάπνιζε δυο πακέτα τσιγάρα τη μέρα μέχρι την τελευταία ώρα της ζωής της.

«Έλα, πιάσε μου το χέρι και προσπάθησε να σηκωθείς… Ένα γδάρσιμο, μονάχα, στα γόνατα έχεις…»

Μια γυναίκα τού μιλούσε. Η ματιά του Φιλ σκίρτησε.

«Μάτι που παίζει σαν τη δική σου τη ματιά… Τίποτε άλλο δεν έπαθες!» Η άγνωστη συγκράτησε το αγόρι. «Για να σε δω… Κάνε ένα δυο βήματα…»

Ο Φιλ λύγισε το γόνατο. Το πληγωμένο δέρμα εκεί στην άρθρωση τον έκανε να βογκήξει.

Η γυναίκα τον στήριξε από τον ώμο.

«Με το πόδι, δοκιμάζω τη γέφυρα*1 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής». Με σοβαρότητα μιλούσε η άγνωστη και παράλληλα έφερε τον Φιλ προς τη μεριά της ξύλινης αυλόπορτας που οδηγούσε στην αυλή του σπιτιού της.

 

Ο Ραστ είχε ήδη μπει και χαριεντιζότανε με μια παρδαλή γάτα.

Η αυλή στρωμένη με γκρίζες πλάκες, σε μια γωνιά και ανάμεσα σε κλώνους γκουάβα πρόβαλλε μια πέτρινη γούρνα, ολόγυρα πήλινες γλάστρες και παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια και, αμέσως μετά, τρία σκαλιά οδηγούσαν σε μια απλόχωρη βεράντα. Από τις δυο πλευρές της εξώπορτας, καρφωμένα στον τοίχο δυο κλουβιά. Στο ένα μέσα κάποιο πουλί με κατακόκκινα φτερά∙ στο άλλο ένα με πιτσιλωτό φτέρωμα.

Τιτιβίζανε. Και από τη γούρνα έσταζε ήρεμα, ρυθμικά το νερό.

Δροσιά.

Η γυναίκα έβαλε τον Φιλ να καθίσει κάτω από τον ίσκιο μιας μοσχοϊτιάς.

«Πάω να φέρω βαμβάκι, οινόπνευμα…» – η φωνή της πάντα βραχνή και σταθερή.

Ο Φιλ προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες. Το αίμα τον αναστάτωνε.

Οι άντρες δεν κλαίνε! θα του φώναζε ο πατέρας, αν… Ο Φιλ κοίταξε ολόγυρά του. Από την αφημένη μισάνοιχτη αυλόπορτα φαινότανε ο δρόμος και ένα μέρος του πεσμένου στο χώμα ποδηλάτου.

Το είδε ο Φιλ και πήγε να σηκωθεί. Δεν έπρεπε να μείνει εκεί πέρα το ποδήλατο. Μπορεί κάποιος να το άρπαζε. Και τότε ο παππούς…

Με το πρώτο κιόλας βήμα κατάλαβε πως ο πόνος ήταν ακόμα οξύς.

«Ποια, τάχα, φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου και ποια ανεμοζάλη *2 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής». Η γυναίκα προσπέρασε τον Φιλ. «Κάτσε εκεί που σ’ έβαλα και  σ’ το φέρνω εγώ… Να σ’ το κλέψει κανείς, πάντως, μη φοβάσαι…» Επέστρεψε κρατώντας το ποδήλατο. «Παλιατσαρία!… Άσε που ποιος θα τολμούσε να μπλέξει με τον γέρο του πέρα σπιτιού… Όλοι ξέρουμε πως δικό του είναι τούτο δω… Κι εσύ το εγγόνι που περίμενε…» πρόσθεσε και, για να προλάβει την όποια ερώτηση, φρόντισε να διευκρινίσει: «Στα μικρά μέρη… Κρυφά μου ’στειλαν μαντάτα, κι ο καλός μου είναι στη στράτα*3 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής».

Ο Φιλ κατάλαβε πως εννοούσε τον παππού του… Όσοι στον τόπο αυτόν κατοικούσαν θα είχαν ακούσει για τον ερχομό του… Γι’ αυτό και μόνο; Ξέρουν κι άλλα, άραγε;

Ο Φιλ λες και τρέμει.

«Έλα, άπλωσε το πόδι σου!» Η γυναίκα δε δείχνει να προσέχει την ταραχή του. «Με τούτη δω την αλοιφή που θα σου βάλω, μέχρι το βράδυ θα έχει κλείσει το τραύμα» λέει κι αρχίζει να περιποιείται την πληγή.

Ο Φιλ δάγκωσε τα χείλη του. Γέλασε, τώρα, η γυναίκα.

«Έλα, κόψε από τη γλάστρα τούτη δω ένα φυλλαράκι μέντας. Μύρισέ το!… Σταλάζει η πρωινή δροσιά από κάθε φύλλο του κήπου *4 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής». Τώρα η γυναίκα τύλιγε με επίδεσμο το τραύμα.

Και ανασηκώθηκε.

Του δίνει μαντιλάκια ποτισμένα σε αντισηπτικό.

«Καθάρισε και τα χέρια σου… Καφεδάκι μάλλον δεν πίνεις… Γάλα είναι για τα μωρά… Οπότε, τι απομένει;… Σταφύλια… Θες; Ή μήπως καλογινωμένο μάνγκο;»

Ο Φιλ κοίταξε το δεμένο του γόνατο. Ο πόνος μαλάκωνε.

«Ευχαριστώ… Καλύτερα να φύγω τώρα!»

«Λάουρα!…» Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της και έσφιξε την παλάμη του Φιλ. «Πρόσεξε, όχι Λώρα, αλλά Λάουρα… Έτσι θα με φωνάζεις» είπε και φάνηκε πως περίμενε να ακούσει το δικό του όνομα.

«Φιλ… Με λένε Φιλ» είπε.

Η γυναίκα τράβηξε μια πάνινη πολυθρόνα από πιο δίπλα και κάθισε.

Ο Φιλ την περιεργάστηκε.

Ίσως πιο νέα από τον παππού του – έτσι, τουλάχιστον, έδειχνε. Μα σίγουρα μεγαλύτερη από τη μητέρα του. Τα μαλλιά της… Τρίχες λευκές και γκριζόμαυρες… Αλατοπίπερο! Και τα μάτια της ίδια με δυο γυάλινες, κατάμαυρες χάντρες. Χείλη μικρά. Ζουμερά. Δέρμα φωτεινό – από τις άκριες των ματιών μικρές ρυτίδες ζωγραφίζανε, λες, ακτίνες που ξεκινούσαν από τις λαμπερές ίριδες και σβήνανε προς τη μεριά των κροτάφων. Αδύνατη. Μα όχι κοκαλιάρα. Και το ρούχο της… Μια ολόσωμη φόρμα – τόσο κίτρινη που σου πληγώνει το βλέμμα.

Την περιεργάζεται ο Φιλ κι η γυναίκα κάνει το ίδιο. Κι έπειτα λέει…

«Λοιπόν… Δε θα περάσουμε όλο το πρωινά κοιτώντας ο ένας τον άλλον… Άλλωστε, όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής: δεν ξεχνώ, μα ούτε στιγμή, δυο γαλανά ματάκια, δυο χείλη ρόδινα…» *5 Αναστενάζει πρώτα με σοβαρότητα και μετά βάζει τα γέλια. «Εσύ δεν έχεις πάντως μήτε κόκκινα μαλλιά μήτε και φακίδες…»

Χαμογελά ο Φιλ.

«Ο εγγονός του, λοιπόν… Έτσι;» Η Λάουρα δείχνει με το κεφάλι προς τη μεριά του κτήματος του παππού.

«Ναι…»

«Μικρό το μέρος, όλα μαθαίνονται…» η Λάουρα εξηγεί. «Αλλά η ώρα περνά κι εγώ έχω…» Με το βλέμμα αναζητά τη θέση του ήλιου.

Ο Φιλ πάει να σηκωθεί.

 

«Πού πας, μικρέ τραυματία;… Οι μώλωπες της γης προσμένουν την βροχή *6 – που λέει κι ο παλιός ο ποιητής…» Η Λάουρα έχει κι εκείνη σηκωθεί. «Πρέπει να βγάλω την τυρόπιτα από τον φούρνο – αυτή τη δουλειά εννοούσα πως έχω… Προσώρας, δηλαδή… Μετά θα σε ξεναγήσω στο σπίτι μου για να δεις… πόσο πιο δω πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε *7– όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής» λέει και γελά.

«Μα…» Ο Φιλ σηκώνεται, αλλά μια γκριμάτσα προδίδει τον πόνο του.

«Όπως τα είπα όλα θα γίνουν!»

«Αλλά είναι κι ο Ραστ…»

Η Λάουρα στρέφει το βλέμμα.

«Για δες τον!»

Ο Ραστ κυλιέται μέσα στα παρτέρια με τη γάτα.

«Κάθε πρωί μας κάνει την επίσκεψή του. Φιλαράκια με τον Μπατίκ μου… Την ίδια μέρα νομίζω γεννηθήκανε… Ξέρει ο Ραστ τον δρόμο και για το “έλα” και για το “φεύγα”…» Η Λάουρα κοντοστέκεται στα σκαλάκια της εισόδου. «Από εδώ κι εμπρός κι εσύ όποτε θες… Τώρα τον δρόμο τον έμαθες!» λέει, κι ενώ δρασκελά το πλατύσκαλο, ο Φιλ την ακούει να μουρμουρίζει: «Έχει μιαν ήρεμη καρδιά και σα μικρού πουλιού δειλή…»*8

Αυτά μόνο μπόρεσε να ξεχωρίσει. Μα υπέθεσε όσα θα είχαν –σίγουρα– ακολουθήσει…

Όπως λέει κι ο παλιός ο ποιητής.

Και ο Φιλ χαμογελά. Κι έπειτα δακρύζει.

Για πρώτη φορά αισθάνθηκε… Βρήκε… Βρέθηκε…

 

ΣΗΜΈΙΩΣΈΙΣ

  1. Χαϊκού από τη συλλογή Χαϊκού και σενριού, μτφρ. Σωκράτης Σκαρτσής, εκδόσεις Καστανιώτη 1988.
  2. Από το ποίημα «Μια πίκρα» του Κωστή Παλαμά.
  3. Από το ποίημα «Η γριά στο χορό» του Ν. Πετιμεζά Λαύρα.
  4. Από το ποίημα «Συνάντημα» του Τάκη Παπατσώνη.
  5. Από το ποίημα «Πορτρέτο» του Κ. Κουκή.
  6. Από το ποίημα «Κράμα ενιαυτών» του Ανδρέα Εμπειρίκου.
  7. Από το ποίημα «Προθαλάμιο» του Γιώργου Καραβασίλη.
  8. Από το ποίημα «Ήθελα» του Νίκου Καββαδία.

26.2.21

"Ερωτική Αγωγή" - η Πάπισσα Ιωάννα στο Βιβλιοκαφέ

 

Monday, February 22, 2021

Μάνος Κοντολέων, “Ερωτική αγωγή”

 

Η Ιστορία είναι ανδροκρατούμενη και ως προς το ποιος την κινεί και ως προς το ποιος την γράφει. Ένας άνδρας λοιπόν συγγραφέας διαπερνά τον 20ό αιώνα με όχημα δύο άνδρες …πεοφόρους!

 

 

Τον Κοντολέοντα τον γνώρισα μικρή. Από τα cross over του. Κι από τότε δεν δοκίμασα έργα του για ενήλικες. Ήρθε η ώρα λοιπόν.

 

ΚΑΝΟΝΙΚΑ έπρεπε να είμαι θυμωμένη με το βιβλίο. Εκφράζει μια διπλή σύνδεση ανάμεσα στον ανδρισμό και την Ιστορία, αλλά και ανάμεσα στον ανδρισμό και τον ηδονισμό. Με πιο απλά λόγια, δηλώνει μέσα από τη ζωή του Χρήστου Βαλλή την ιδέα ότι η Ιστορία, εθνική, κοινωνική, πολιτική κ.ο.κ., προωθείται μέσω της σεξουαλικότητας. Ίσως αποδίδει φροϋδικά πρότυπα, καθώς οι άνδρες δρομολογούν τις εξελίξεις οδηγούμενοι απ’ την πορεία που χαράζει το πέος τους. Έτσι, οι επιλογές του πρωταγωνιστή, που ξεκίνησε από τα χωριά της Ηπείρου, για να περάσει απ’ τα Γιάννινα και να καταλήξει στην Αθήνα, οιστρηλατούνται από τις ορμές του.

 

ΚΑΝΟΝΙΚΑ θα έπρεπε ως γυναίκα να νιώθω προσβεβλημένη απ’ αυτή τη σεξιστική ανάγνωση της ιστορίας. Αλλά με κέρδισαν άλλες αρετές του συγγραφέα. Καταρχάς, η άνεση στην αφήγηση που με τσαλίμια και χαριεντισμούς προχωρά την ιστορία. Ο ήρωας μεγαλώνει, σπουδάζει νομική, διορίζεται στην τράπεζα, καλοβλέπει όποια γυναίκα, ελεύθερη, παντρεμένη ή εκδιδόμενη, μπορεί να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Περνά την Κατοχή, αβρόχοις ποσί που λέγαν οι παλιοί, ζει τον Εμφύλιο με το μέρος των νικητών, μεταβαίνει στη μεταπολεμική εποχή αστός. Οι σελίδες γυρνάνε γρήγορα όχι επειδή διαβάζουμε μια ουδέτερη γλώσσα, αλλά επειδή οι συγγραφικές φιοριτούρες είναι τόσο όσο.

ΚΙ ΕΚΕΙ μέσα εμφιλοχωρούν λέξεις καθαρεύουσας ή αρχαίες, μόνο όπου θα ήθελε ο πεζογράφος να διανθίσει τα γεννητικά όργανα, ανδρών και γυναικών, τις στάσεις του έρωτα, τις επαγγελματίες του είδους και τα υπόλοιπα γενετήσια δρώμενα με ανοίκειες λέξεις και φράσεις, με απρόσμενες περιγραφές, με μονολεκτικές εκφράσεις των ποταπών συμπεριφορών. Δεν φτάνει βέβαια στην ποιητικότητα του Εμπειρίκου και του “Μεγάλου Ερωτικού”, δεν φτάνει ούτε στην πορνογραφία του, αφού άλλωστε δεν το θέλησε. Προσεγγίζει ωστόσο το ταπεραμέντο του ποιητή, όταν ξενίζει τον αναγνώστη με λέξεις όπως πάτταλος, ενεργοβατώ, τιτθία, δαγύδα, καταγιγαρτίζειν, δελφάκιον, λέξεις που σημαδεύει εύγλωττα λόγω της σπανιότητάς τους ο κορέκτορας του Word.

 

Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ως μοχλός κίνησης και προόδου, ως ανδρικό σύμβολο της κατάκτησης και της ανόδου, συνεχίζεται με συνεχείς προδρομικές αφηγήσεις στον γιο του Χρήστου Άρη. Ανδροκρατούμενη πορεία και στίξη της Ιστορίας. Ο άνδρας επιβάλλεται με την π… του. Συγκρίνω αυτόν τον άξονα με το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου “Στο αυτί της αλεπούς”, όπου η μεταβίβαση απ’ τη μια γενιά στην άλλη της παράδοσης, της ιστορίας, της ζωής γίνεται από γυναίκα σε γυναίκα. Η μία ματιά και η άλλη δείχνουν και πώς τα δύο φύλα προσεγγίζουν την πορεία της ανθρωπότητας.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ γράφεται με θεωρίες πανηδονισμού, που κανοναρχεί τον άνδρα κι αυτός την ιστορία. Λέξεις και σκηνές, σχεδόν πορνογραφικές, όχι όμως ωμές, καθώς είναι σε περιβάλλον λογοτεχνικό, ξεπαρθενέματα, κατακτήσεις, ηδονές, μυστικά κι αφανέρωτα, αλλά και σεξουαλικοί κομπασμοί.

 

Πάπισσα Ιωάννα

https://vivliocafe.blogspot.com/

Αναρτήθηκε από ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ στις 9:20 AM

1 comment:

Μάνος Κοντολέων said...

Χάρηκα για την ανάρτηση. Παρακολουθώ το blog χρόνια. Και ομολογώ πως με εντυπωσίαζε το γεγονός πως εκείνο δεν παρακολουθούσε εμένα. Τώρα δόθηκε η απάντηση -η βαριά όσο και σημαντική σκιά της παιδικής / νεανικής λογοτεχνίας. Ελπίζω πλέον να διαλύθηκε για το καλό και το δικό μου (sic), και του blog (sic) και -ας μου επιτραπεί- της λογοτεχνίας μας.

Επί της ουσίας των θέσεων ασφαλώς και συμφωνώ. Μα και διαφωνώ. Ας επιτρέψουμε στους Άντρες να λατρεύουν τις Γυναίκες με το δικό τους κώδικα λατρείας. Οι ίδιοι άλλωστε έχουν αποδεχτεί να λατρεύονται από εκείνες με τον τρόπο που αυτές θέλουν.

Μεγάλη συζήτηση -ίσως όμως και ξεπερασμένη. Μιας και όπως και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημά μου σημειώνω ως τελευταία φράση: η Ερωτική Αγωγή συνεχίζεται... Τώρα πια στη ρευστότητα του διαδικτυακού χώρου.


24.2.21

«Ο αδελφός της Ασπασίας» Γράφει ο Απόστολος Πάππος στο Elpinex




Είκοσι οκτώ ανατυπώσεις σε είκοσι οκτώ χρόνια και τριάντα εννιά χιλιάδες αντίτυπα για ένα αγαπημένο βιβλίο των ελληνικών οικογενειών που έχει διαγράψει τη δική του αξιοθαύμαστη τροχιά. Μάλιστα το πρώτο βιβλίο ακολουθήθηκε από ακόμα δύο βιβλία, το Ο αδελφός της Ασπασίας No2. Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες και το Ο αδελφός της Ασπασίας 3: Κατασκήνωση κάτω από τα ζώδια.

 Ο Δαμιανός είναι μαθητής της Πέμπτης δημοτικού, δηλαδή κάπου δέκα ετών. Με τα μαθηματικά ζορίζεται λίγο, αλλά με τα ,αθήματα της γλώσσας δεν έχει πρόβλημα. Του αρέσουν επίσης οι Μ.Α., οι μεγάλες αποφάσεις. Ο πατέρα του είναι φιλόλογος και συγγραφέας για παιδιά και μεγάλους. Και η μητέρα του είναι συγγραφέας, αλλά εκείνη γράφει μόνο για μεγάλους. Όλα αυτά τα μαθαίνουμε από το ημερολόγιό του, αυτό που γράφει ο ίδιος ο Δαμιανός και διαβάζουμε εμείς.

 Ο Δαμιανός είναι ένας ποταμός ειλικρίνειας και αυθορμητισμού. Γράφει πηγαία, φυσικά, όπως σκέπτεται. Μιλά για τον εαυτό του, για το σχολείο, τους συμμαθητές τους, τους καβγάδες του (όπως εκείνον στη δεντροφύτευση με τον Γιώργο), την καθημερινότητά του, τους γονείς του και ασφαλώς την αδερφή του, την Ασπασία.

 Ο Μάνος Κοντολέων, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του δεκάχρονου Δαμιανού, για ακόμα μία φορά εκπλήσσει με την επιδεξιότητα με την οποία αλλάζει τρόπο αφήγησης και ύφος γραφής δοκιμάζοντας από το μακρινό 1992, χρονιά πρώτης έκδοσης του βιβλίου, έναν πολύ φρέσκο, ημερολογιακό τρόπο αποτύπωσης της καθημερινότητας, των σκέψεων και των συναισθημάτων ενός προέφηβου που έχει ανέγγιχτα όλα τα χαρακτηριστικά του παιδιού.

 Αγωνίες, δυσκολίες, Μεγάλες Αποφάσεις, σκέψεις, ταλέντα, ματαιώσεις, κόντρες, ζήλιες, προσπάθειες, συνθέτουν την ανέμελη, ανόθευτη παιδικότητα μέσα από την οποία θα αναδυθεί η εφηβεία. Ειδικά οι Μ.Α., οι Μεγάλες Αποφάσεις του αποτελούν ένα αριστοτεχνικό εύρημα του συγγραφέα να τονίσει την ένταση και όλη την εσωτερική προσπάθεια του παιδιού να γίνει πιο αποφασιστικός και να συγκεντρώσει τη δύναμή του προς μία κατεύθυνση και έναν στόχο, ξεπερνώντας δυσκολίες και εμπόδια. Όπως το να γεμίσει αυτό το ημερολόγιο για να βελτιώσει τον γραφικό του χαρακτήρα. Ή να γίνει τακτικός. Ή να μοιάσει στην αδερφή του.

 Η Ασπασία! Η αδερφή του. Το πρότυπό του. Γι’ αυτό και έξυπνα ο συγγραφέας δίνει τον τίλο Ο αδερφός της Ασπασίας κάνοντάς το να είναι επιλογή της ίδιας της Ασπασίας που επέλεξε ο Δαμιανός να αποφασίσει για τον τίτλο του ημερολογίου του. Γιατί ο Δαμιανός δεν έχει ακόμα ταυτότητα. Αλλάζει, μετατοπίζεται, μετεωρίζεται, ψάχνει και ψάχνεται. Όμως ακόμα δεν είναι ο εαυτός του. Είναι ο αδερφός του προτύπου του, της μεγάλης του αδερφής, που διαρκώς τη “στολίζει” στο ημερολόγιό του με διάφορα, αλλά εκείνη είναι καλή σε όλα. Προσπαθεί να την μιμηθεί, την ανταγωνίζεται, την κυνηγά, τη χάνει. Μα παλεύει να βρει τον βηματισμό του, μέσα σε μια οικογένεια όπου οι γονείς είναι δύο άνθρωποι με περιεχόμενο και ισχυρή προσωπικότητα. Κάπως έτσι ο Δαμιανός παίρνει τη Μ. Α. να διαβάσει κείμενα σε μια λογοτεχνική εκδήλωση και γράφει ένα παραμύθι. Μάλιστα ο εκδότης του πατέρα του εκπλήσσεται όταν μαθαίνει ότι αυτό το ημερολόγιο που του άρεσε τόσο πολύ είναι του γιου του.

 Η αφοπλιστική ειλικρίνεια και αθωότητα των παιδιών αυτής της ηλικίας, η πίεση που νιώθουν από μια μεγαλύτερη, ταλαντούχα αδερφή, η αδερφικότητα και η ανταγωνιστική διάθεση μεταξύ δύο παιδιών μέσα στην οικογένεια, οι σχολικές δυσκολίες, οι συνεχείς συναισθηματικές και ψυχολογικές διακυμάνσεις του μικρότερου παιδιού που θέλει συνεχώς τα φώτα πάνω του, μέσα από μια δύσκολη και συγγραφικά απαιτητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση που θέλει ιδιαίτερη επιδεξιότητα για να μην κατρακυλήσει προς τη γλώσσα του ενήλικα συγγραφέα ο οποίος θα κάνει εν τέλει προβολή του εαυτού του. Ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει να βγει από τον εαυτό του και να αφήσει τη φρεσκάδα της νιότης στον ήρωά του. Και το κάνει τόσο όμορφα, με τέτοια φυσικότητα.

 Οι κόμικ εισδύσεις των σκίτσων του αείμνηστου Αντώνη Καλαμάρα αποτελούν μια πρωτότυπη, ακόμα και σήμερα, πρόταση εικονογράφησης που ξαφνιάζει ευχάριστα, χαρίζοντας τη δύναμη των κόμικ καρέ στο γεμάτο σπιρτάδα κείμενο.

 

                    **********************

Με μια ματιά

 

Η αφοπλιστική ειλικρίνεια και αθωότητα των παιδιών αυτής της ηλικίας, η πίεση που νιώθουν από μια μεγαλύτερη, ταλαντούχα αδερφή, η αδερφικότητα και η ανταγωνιστική διάθεση μεταξύ δύο παιδιών μέσα στην οικογένεια, οι σχολικές δυσκολίες, οι συνεχείς συναισθηματικές και ψυχολογικές διακυμάνσεις του μικρότερου παιδιού που θέλει συνεχώς τα φώτα πάνω του, μέσα από μια δύσκολη και συγγραφικά απαιτητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Μάνου Κοντολέων που εκπλήσσει ξανά από το μακρινό 1992. Και μοιάζει τόσο φρέσκο σήμερα…

 

https://www.elniplex.com/%CE%BF-%CE%B1%CE%B4%CE%B5%CF%81%CF%86%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89/?fbclid=IwAR3fCt7hn1q8hL9vTJG1N1lFWJxrhfmfrURiPo1t_lkywqgk5n4L6FXNtaU

20.2.21

Andrew Ridker "Οι αλτρουιστές"

 

Andrew Ridker

Οι αλτρουιστές


Μυθιστόρημα

Μετάφραση Σοφία Τάπα

Κλειδάριθμος

Αθήνα, 2020

 

 

Ο Άντριου Ρίντκερ γεννήθηκε το 1991 και είναι απόφοιτος του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής της Iowa. Κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί στους "New York Times" και σε διάφορα σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το μυθιστόρημά του "Οι Aλτρουιστές", που είναι το πρώτο του βιβλίο, ήταν υποψήφιο για το Prix du Meilleur Livre Etranger και διακρίθηκε ως New York Times Editors Choice. Επίσης, χαρακτηρίστηκε "καλύτερο βιβλίο της χρονιάς" 2019 από το People, τους Times, το Vanity Fair και τη New York Post.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ανάλυσης ενδοοικογενειακών σχέσεων και από αυτή τη σκοπιά συχνά μου έφερνε στο νου το επίσης ενδοοικογενειακών σχέσεων μυθιστόρημα του Κολμ Τόιμπιν «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό»

Όπως σε εκείνο του Ιρλανδού συγγραφέα ο επικείμενος θάνατος ενός μέλους της οικογένειας στέκεται η αφορμή οι οικογενειακές σχέσεις να επαναπροσδιοριστούν, έτσι και σε αυτό του νεαρότατου Αμερικανού ένας θάνατος, που έχει όμως ήδη συμβεί, θα ενεργοποιήσει γεγονότα που θα αναζητήσουν την οδό για  μια νέα ισορροπία στις σχέσεις γονιού και παιδιών.

Τέσσερα τα κεντρικά πρόσωπα του έργου. Τα τρία από αυτά ζωντανά* το τέταρτο, η μητέρα, εδώ και δυο περίπου χρόνια, έχει πεθάνει.

Αλλά -πρώτη παρατήρηση που δείχνει την συγγραφική δεινότητα του Ρίντκερ- η ήδη νεκρή μητέρα δεν καθορίζει με την απουσία της και μόνο τα νέα γεγονότα που ακολουθούν τον θάνατό της, αλλά είναι και η ίδια παρούσα. Όχι βέβαια με σάρκα και οστά, μήτε και ως  κάποιου είδους εξαϋλωμένη μορφή, αλλά με τη δυναμική που αφήνει πίσω του κάθε άτομο που αν και μπορεί να έχει πεθάνει, εντούτοις η παρουσία του μένει πάντα σταθερή ανάμεσα στα άλλα μέλη της οικογένειάς της.

Η Φρανσίν, λοιπόν, καθηγήτρια ψυχολογίας σε επαρχιακό πανεπιστήμιο, πεθαίνει από καρκίνο, έχοντας σχεδόν όλη της τη ζωή προσπαθήσει να τονώσει με την παρουσία της την ταραγμένη και ελλιπή προσωπικότητα του συζύγου της Άρθουρ Άλτερ- καθηγητή εφαρμοσμένων τεχνολογιών, στο ίδιο πανεπιστήμιο κι αυτός.

Δύο χρόνια μετά από τον θάνατο της συζύγου του, ο Άρθουρ, βρίσκεται σε μπροστά σε διευρυμένο αδιέξοδο.

Παραμένει πάντα υποαπασχολούμενος στο πανεπιστήμιο και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα χρέη του που συσσωρεύονται από την συντήρηση του μεγάλου τους σπιτιού. Παράλληλα έχει δημιουργήσει και μια σχέση με μια πολύ νεότερή του βοηθό, που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιος αν η νέα αυτή  γυναίκα θα έχει την διάθεση να του συμπαρασταθεί όπως τον είχε συνηθίσει η Φρανσίν.

Τα δυο παιδιά του ζεύγους Άλτερ ζούνε μακριά από τον πατέρα τους και το καθένα μέσα στις δικές του ιδεοληψίες. Ο Ίθαν που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ομοφυλοφιλία του και ξοδεύει αστόχαστα την περιουσία που η μητέρα του του είχε αφήσει.

Η μικρότερη αδελφή του Μάγκι, καταδυναστεύεται από έωλες αλτρουιστικές ιδέες και από τον φόβο μήπως έχει κληρονομήσει την επιπολαιότητα του πατέρα της.

Καθώς κοντεύει πια να χάσει το σπίτι του, ο Άρθουρ καλεί τα παιδιά του στο Σεντ Λούις με το πρόσχημα της συμφιλίωσης. Στην ουσία θα επιδιώξει να τα κάνει να του προσφέρουν οικονομική βοήθεια μέσω της μητρικής περιουσίας που αυτά και μόνο είχαν κληρονομήσει.

Τα τρία εναπομείναντα μέλη της οικογένειας συναντιόνται εκεί όπου κυριαρχούσε -και συνεχίζει να κυριαρχεί- η προσωπικότητα της νεκρής συντρόφου και μητέρας.

Και αυτή η ‘άυλη’ παρουσία θα λειτουργήσει εν τέλη καταλυτικά, όχι για να βρεθεί η λύση ως προς τα χρέη, αλλά για να στηθούν νέες γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στον πατέρα και στα παιδιά του.

Μέσα σε αυτό το γενικό πλάνο, ο Ρίντκερ βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει τις παθογένειες μιας μέσης αμερικάνικης οικογένειας, να φωτίσει τους λόγους που τα άτομα συχνά οδηγούν μόνα τους, σχεδόν αυτόβουλα, τους εαυτούς τους στο λάθος μέρος, στη λάθος στάση μιας ζωής.

Παράλληλα ο Ρίντκερ αυτά τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα τα εντάσσει μέσα στις γενικότερες κοινωνικές και επαγγελματικές συνθήκες που επικρατούν στις ΗΠΑ κι έτσι σχολιάζει με έντονες και ολοζώντανες περιγραφές το εκπαιδευτικό σύστημα μιας κοινωνίας που όλα τα μετρά με βάση το οικονομικό όφελος. Και τέλος καταφέρνει να ολοκληρώσει ένα έργο όπου τους κεντρικούς μεν ρόλους ισάξια τους μοιράζονται οι τέσσερεις κεντρικοί χαρακτήρες, αλλά παράλληλα ολοκληρώνει επιτυχώς και μια αφήγηση που με άνεση κυκλοφορεί από το τώρα στο χθες, από παρελθόν στο παρόν.

Μα με αυτόν τον τρόπο μορφοποιεί συγγραφικά ότι και στην ίδια τη ζωή συμβαίνει -οι άνθρωποι επικοινωνούμε μεταξύ μας βασισμένοι στο χτες καθώς σχεδιάζουμε το αύριο και οι πράξεις μας κρατάνε τη δυναμική τους και επεμβαίνουν ακόμα κι όταν εμείς οι ίδια έχουνε αποχωρήσει.

Μυθιστόρημα που δείχνει πως τα μαθήματα δημιουργικής γραφής μπορούν κάλλιστα να δημιουργήσουν σημαντικά έργα, φτάνει βέβαια και ο μαθητής να έχει ο ίδιος και το ταλέντο και τη διάθεση να μετατρέψει την μάθηση σε εμπειρία.

Η μετάφραση του έργου πρέπει να ήταν δύσκολη. Η Σοφία Τάπα βρήκε τους τρόπους να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες. Η μετάφρασή της κρατά το ενδιαφέρον του έλληνα αναγνώστη.

 

(Τα Νέα - Βιβλιοδρόμιο – 20/2/21)

 

 

7.2.21

'Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε" -γράφει η Βασιλική Ρεσβάνη

 

Το νησί των ξεχασμένων λέξεων

Σκέψεις πάνω στο έργο «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» του Μάνου Κοντολέων

 


 

 Βασιλική Ρεσβάνη, Εκπαιδευτικός, Υπ. Διδάκτωρ Παν/μιου Πατρών

 

Κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι ένα νησί με ένα απάνεμο λιμανάκι όπου τα κύματα ψιθυρίζουν λέξεις όπως ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία, αλληλεγγύη. Ανοίγω τα μάτια μου και κρατώ στα χέρια μου το βιβλίο «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» του Μάνου Κοντολέων.

Το νέο λογοτεχνικό βιβλίο του Μάνου Κοντολέων έρχεται να συντροφεύσει τα δύο προγενέστερα «Οι δίδυμοι ήλιοι της Ποντικούπολης» αλλά και το «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι». Να συντροφεύσει αλλά και να συγκεκριμενοποιήσει τη λύση σε έναν ιδεολογικό προβληματισμό που ο Μάνος Κοντολέων έχει ξεκινήσει από τα δύο προγενέστερα έργα και όχι μόνο σε αυτά. Στο νέο βιβλίο οι ήρωες είναι άνθρωποι, πρόσωπα. Οι νέοι αναγνώστες διαβάζοντας, προβληματίζονται, σκέφτονται και κρίνουν την ιστορία που διαβάζουν, αφυπνίζονται.

Η προσεγμένη εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου και το ιδιαίτερης υφής και χρωμάτων εξώφυλλο προμηνύει ένα υπέροχο βιβλίο. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη ενώ φράσεις όπως του Ρίτσου, του Λόρκα, του Βιζυηνού δίνουν αφόρμηση στα κεφάλαια, μυώντας τους νέους αναγνώστες στα κείμενα αυτά.

Στο νησί με τις λέξεις που αγαπάνε οι ήρωές του άνθρωποι ενός νησιού που καταστρέφεται αναζητούν την σημασία που έχουν οι λέξεις, όταν συντεταγμένες στη σύνθεση μίας ιστορίας, προσπαθούν να δηλώσουν το βαθύτερο νόημα της ζωής. Ο ηγεμόνας και η αρχόντισσα του νησιού, ένα άκληρο ζευγάρι, αναζητούν αυτόν που θα τους διαδεχθεί μέσα από τους κατοίκους του νησιού και ανακοινώνουν έναν συγγραφικό διαγωνισμό. Έρχονται στα χέρια τους έξι φάκελοι με  ιστορίες. Σπονδυλωτά και μέσα από ένα κρεσέντο σημαντικότητας ξεδιπλώνονται ιστορίες για την αγάπη, την αδερφική αγάπη , την αγάπη της μητέρας του πατέρα ενώ από την ιστορία στον κόκκινο φάκελο, το πουλί τριανταφυλλί καταλαβαίνουμε ότι η λύση θα δοθεί ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε από τα παιδιά, την ιστορία στον ασημί φάκελο.

Πρόκειται για ένα βαθιά στοχαστικό κείμενο, αλληγορικό με συμβολισμούς και πολλές παράλληλες αναγνώσεις. Ο αναγνώστης πρέπει να σκεφτεί πέραν από τις λέξεις. Το βιβλίο είναι ένας κωδικοποιημένος χάρτης του νησιού με τις λέξεις που αγαπάνε. Διαβάζοντας σε μία πρώτη ανάγνωση, μπορεί να φωτίσει μία όψη των νοημάτων του. Αποκρυπτογραφώντας το, διαφαίνεται ένα δευτερεύον κείμενο εξίσου σπουδαίο στη σύλληψή του, κρύβει έναν θησαυρό που αξίζει να ανακαλυφθεί. Η ιδέα μίας επανάστασης αλλά και η συνεργασία και η κοινή προσπάθεια για το καλό όλων είναι αξίες που διαπερνούν το έργο. Ο συγγραφέας προτάσσει την αξία της ανιδιοτελούς αγάπης, προβάλλει πρόσωπα όπως η μάνα, η αδερφή, ο πατέρας που ανεβαίνει στον ουρανό για να φέρει το καλοκαίρι. Είναι το έργο ένα ταξίδι στις λέξεις που αγαπάνε, στην σημασία της αγάπης, του έρωτα. Αποτελεί μία διέξοδο στον περιχαρακωμένο κόσμο που ζούμε, είναι ένα μικρό ταξίδι της σκέψης, μία ανάσα χωρίς μάσκες, σκοτεινές σκέψεις.

Σε αρκετά σημεία ο συγγραφέας συνομιλεί με τον αναγνώστη σε μια προσπάθεια να τον φέρει κοντά του να γνωρίσει τους ήρωες, τον ηγεμόνα και την αρχόντισσα του νησιού. Σαν να είναι καθισμένοι δίπλα στο τζάκι, στη ζέστη, και το φως που εκπέμπουν οι φλόγες και να θέλει ο συγγραφέας να διαβάσουν όλοι μαζί τις ιστορίες με τις λέξεις που αγαπάνε. Μαζί ανοίγουν έναν ένα τους φακέλους με τις ιστορίες και διαβάζουν, σκέφτονται και στοχάζονται πέραν από τις λέξεις τα σημαινόμενα. Όλοι μαζί παίρνουν την τελική απόφαση. Η συλλογική προσπάθεια, η σημασία της από κοινού απόφασης για την αλλαγή.

Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε θέλει να μας κάνει να ξαναγίνουμε άνθρωποι, να αγαπήσουμε τα σημαντικά να προσπαθήσουμε από κοινού.

(αναρτήθηκε στο ηλεκτρ. Περιοδικό ‘Περί Ου’, 6/2/2021)

Μαρία Παπαγιάννη "Χρυσά κουπιά"

 

Μαρία Παπαγιάννη

«Χρυσά κουπιά»

Εκδόσεις Πατάκη

 

 


Πολλά είναι τα μυθιστορήματα για παιδιά των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού που έχουν ως βάση ανάπτυξης του θέματος τους τον τρόπο που μια ομάδα παιδιών περνά τις  καλοκαιρινές διακοπές.

Άλλοτε τα γεγονότα διαδραματίζονται σε ένα νησί, άλλοτε σε περιοχή με αρχαιολογικά ευρήματα, κάποτε και σε μέρη ορεινά.

Είναι μυθιστορήματα που επιδιώκουν  να συνδυάσουν την καθημερινή ζωή των παιδιών (σχέσεις μεταξύ τους ή με πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος τους) με στοιχεία κάποιας μορφής γνώσης πάνω σε θέματα ιστορίας, αρχαιολογίας κλπ.

Στην ουσία πρόκειται για μυθιστορήματα γραμμένα ως  καλοκαιρινά αναγνώσματα και γι αυτό διατηρούν μια γρήγορη και θα έλεγα επιφανειακή προσέγγιση των θεμάτων με τα οποία καταπιάνονται, καθώς συχνά καταφεύγουν σε μυστηριώδεις περιπέτειες ή εξερευνήσεις και με τους ήρωές – παιδιά να συμπεριφέρονται τις περισσότερες φορές με τρόπο αφύσικο.

Η Μαρία Παπαγιάννη -από τις πλέον δραστήριες όσο και αναγνωρισμένες παρουσίες στο χώρο του παιδικού βιβλίου- μας δίνει ένα μυθιστόρημα που αν και έχει να κάνει με τις καλοκαιρινές διακοπές δυο αδελφών σε κάποιο ορεινό χωρίο, δεν θυμίζει σε τίποτε τον τρόπο που παρόμοιου θέματος έργα τις περιγράφουν, όπως και πιο πάνω σημειώσαμε.

Η Λήδα και η Ηρώ αναγκαστικά βρίσκονται στο χωριό του παππού τους, μιας και ο πατέρας τους έχει σοβαρά αρρωστήσει και η μητέρα τους θέλει να μπορεί συνέχεια να βρίσκεται κοντά του.

Τα δυο κορίτσια με αρνητική διάθεση φτάνουν στο ορεινό μέρος όπου η μητέρα τους είχε γεννηθεί και για πρώτη φορά στη ζωή τους συναντούν ένα παππού που δείχνει απλώς να τις ανέχεται.

Αλλά ο ορεινός αυτός οικισμός έχει ένα παρελθόν που κανένας πλέον δε θέλει να το συζητά, αλλά τα γεγονότα του τότε επηρεάζουν τις ζωές και τα συναισθήματα των κατοίκων  του ακόμα και τώρα.

Οι δυο αδελφές σιγά, σιγά θα γνωριστούν  με διάφορους τύπους του τόπου και το όλο κλίμα που επικρατεί με κάποιον υπόγειο τρόπο δείχνει να μπορεί να τις παρηγορεί από το θλίψη και την αγωνία που έχουν για την αρρώστια του πατέρα τους. Στο τέλος μάλιστα θα τις βοηθήσει ακόμα και να αντιμετωπίσουν τον θάνατό του

Στην ουσία έχουμε ένα μυθιστόρημα μια παιδιά που πολύ πλησιάζει το είδος εκείνο της μυθιστορηματικής αφήγησης που έχει να κάνει με την πορεία προς την ενηλικίωση.

Η Μαρία Παπαγιάννη φρόντισε αυτό το χωριό και από σύνθετους χαρακτήρες να κατοικείται, αλλά και να διαθέτει ένα θαυμάσιο μείγμα ρεαλισμού και παγανισμού.

Το μείγμα αυτό θα προσφέρει τη δυνατότητα στις δυο αδελφές να περάσουν από την παιδική ηλικία στην εφηβεία καθώς θα μπορέσουν να πλησιάσουν τον επικείμενο θάνατο του πατέρας τους με τρόπο εσωτερικής ενδοσκόπησης, την ίδια ώρα που θα έχουν ανακαλύψει και άλλα μεγάλα συναισθήματα όπως αυτά της πρώτης εφηβικής αγάπης, της κατανόησης της ιδιαιτερότητας του άλλου, την αξία του παρελθόντος, τη γνώση της ιστορίας ως στοιχείο διάπλασης των χαρακτήρων.

Μυθιστόρημα ατμοσφαιρικό, με ευαίσθητες περιγραφές. Παράλληλα ένα κείμενο που θέτει με τόλμη ερωτήματα που απασχολούν άτομα μικρών ηλικιών και που απαντά σε αυτά με διακριτικότητα και  με τη διάθεση να αφήσει τον άλλον μόνο του να αποφασίσει.

Αλλά την ίδια στιγμή έχουμε και ένα μυθιστόρημα με ολοζώντανους διαλόγους. Τα διάφορα πρόσωπά του έργου -παιδιά και ενήλικες- μιλάνε με μια καθημερινή γλώσσα και με τέτοιο τρόπο ώστε ο χαρακτήρας του καθενός να καθρεφτίζεται στις προτάσεις του.

Θα τολμήσω να σημειώσω πως υπήρξαν σελίδες που μου έφεραν στο νου αντίστοιχες σελίδες από το «Καπλάνι της βιτρίνας» της Ζέη. Κυρίως στους διαλόγους των δυο αδελφών, αλλά και σε κάτι άλλο, ίσως περισσότερο βαθύ.

Αναφέρομαι σε μια άποψη που υλοποιείται μέσα από τις διάφορες προτάσεις και η οποία έχει να κάνει με μια γυναικεία ματιά στον τρόπο φωτισμού των δυο κεντρικών ηρωίδων.

Τα δυο κορίτσια στα «Χρυσά κουπιά», ακριβώς όπως και τα άλλα δυο κορίτσια στο «Καπλάνι της βιτρίνας» διαθέτουν μια πρώιμη γυναικεία  υπόσταση έτσι όπως μπορεί κάποιος να την εντοπίσει σε νεαρής ηλικίας θηλυκά άτομα τα οποία έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα οικογενειακό κλίμα ισότητας και παιδείας.

Και νομίζω πως αυτό είναι και το πρώτο προσόν του έργου. Το ότι, δηλαδή, η συγγραφέας δεν βίασε την εξέλιξη της ιστορίας της. Αντίθετα άφησε τους ίδιους του ήρωές της να την καταγράψουν σύμφωνα με τις προσωπικότητές του.

 

(α΄ ανάρτηση, Ηλεκτ. Περιοδικό ‘Περί Ου’, 6/2/2020)