7.11.18

40 χρόνια - έψαχνα πάντα τις λέξεις







«Βαγγέλης Παυλίδης: Η έκρηξη του Γαργαντούα και η ουτοπία του Δον Κιχώτη»





Όταν σκέφτηκα να ξεκινήσω μια σειρά «μεταγραφών» κλασικών κειμένων, αποφάσισα ως κριτήριο επιλογής των έργων με τα οποία θα εργαζόμουνα τον χαρακτήρα του κεντρικού τους ήρωα, δηλαδή το κατά πόσο αυτός είναι μια διαχρονική περσόνα όχι μόνο στο όλο σώμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και στο να μπορεί να συνομιλεί και με ένα σημερινό κοινό παιδιών και εφήβων. Το γιατί αποφάσισα να ασχοληθώ με μεταγραφές είναι κάτι που αλλού έχω εξηγήσει αναλυτικά. Στο σημείωμα αυτό ας τονίσω απλώς πως πιστεύω ότι, όπως κάθε άλλη μορφή ιστορίας, έτσι και η ιστορία της λογοτεχνίας έχει μια χρονολογική διαδοχή γεγονότων και αξίζει οι νέοι αναγνώστες της να μπορέσουν να γνωρίσουν τους ήρωες που τη σημάδεψαν με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να τους είναι ελκυστικοί και να τους φανερώνουν την ικανότητά τους να συνομιλούν με το παρόν και το μέλλον.

Οι δικές μου μεταγραφές –από την πρώτη στιγμή το αποφάσισα– θα στηριζόντουσαν στη δημιουργία ενός νέου αφηγητή. Με τη δική του ματιά και γλώσσα θα έγραφα το νέο κείμενο που θα είχε την υπογραφή μου. Συγγραφική μου απόφαση ήταν, ακόμα, το νέο έργο που θα δημιουργούνταν, αν και θα είχε τη ματιά του στραμμένη προς ένα νεανικό κοινό, παράλληλα θα είχε τις προϋποθέσεις να το αγαπήσουν και ενήλικοι αναγνώστες.

Με την Έλενα Πατάκη –μόλις της παρέδωσα τον δικό μου Γαργαντούα– αποφασίσαμε η μορφή του βιβλίου να έχει μια διαχρονικά κλασική εμφάνιση. Και ασφαλώς σε αυτό κεντρικό ρόλο θα έπαιζε η επιλογή του εικονογράφου. Και οι δυο αμέσως σκεφτήκαμε ποιον θα προτιμούσαμε. Αυτόν που τα πρόσωπα τα οποία εικονογραφεί διαθέτουν τον όγκο του Γαργαντούα, αλλά και που παράλληλα, ενώ σκιτσάρει με ρεαλισμό, την ίδια στιγμή σχολιάζει το θέμα άλλοτε λατρεύοντάς το κι άλλοτε σαρκάζοντάς το. Κοινές προδιαγραφές επιλογής. Κοινή και η απόφαση. Ο Βαγγέλης Παυλίδης.

Προσωπικά με τον Παυλίδη είχα μια ζεστή όσο και απόμακρη σχέση. Κι αυτό γιατί στην ουσία όποτε οι δρόμοι μας ανταμώσανε, πάντα είχαν να κάνουνε με το βιβλίο για παιδιά και νέους.
Είχαμε συνυπάρξει στο περιοδικό Το Ρόδι – σ’ εκείνα τα καθοριστικά πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Στη συνέχεια, εικονογράφησε τη συλλογή διηγημάτων μου Γάντι σε ξύλινο χέρι και έκανε το εξώφυλλο στο Τα φαντάσματα της σοφίτας. Βρεθήκαμε μαζί στη Σεβίλλη το 1996 για να παραλάβουμε τους τιμητικούς πίνακες της ΙΒΒΥ (εκείνος εικονογράφησης, εγώ μυθιστορήματος). Μα εκείνο που με έκανε ιδιαίτερα να εκτιμήσω τη λεπτότητα και την αρχοντιά του ήταν το ότι δέχτηκε αμέσως να εικονογραφήσει το πρώτο βιβλίο της Άννας – Ένας πλανήτης στο πλυντήριο (α’ έκδοση το 1993 από το «Δελφίνι»). Εκείνος φτασμένος και γνωστός στο πανελλήνιο, με πόση τρυφερότητα ασχολήθηκε με το κείμενο μιας πρωτοεμφανιζόμενης – και μάλιστα της χάρισε και μια εικόνα. Μετά χαθήκαμε. Ο Βαγγέλης πάντα με τον δικό του τρόπο απομονωμένος στη Ρόδο, εγώ στράφηκα σε κείμενα που αν απαιτούσαν εικονογράφηση δεν θα ταίριαζαν στο δικό στο εκρηκτικό ταμπεραμέντο.

Μέχρις ότου ολοκλήρωσα τον Γαργαντούα και με την Έλενα αποφασίσαμε σιγά σιγά να στήσουμε μια σειρά μεταγραφών κλασικών κειμένων. Κι όπως λίγο πιο πριν ανέφερα, επιλέξαμε τον αντισυμβατικό γίγαντα του Ραμπελαί να τον ζωντανέψει στη δική μου διασκευή ένας άλλος αντισυμβατικός γίγαντας.

Κι έτσι, ο Βαγγέλης Παυλίδης ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο νέο μου βιβλίο. Δεν ήταν εύκολος στη συνεργασία ο Βαγγέλης. Όχι γκρινιάρης, μήτε εριστικός. Απλώς αντιδρούσε σαν ένα παιδί – ζητούσε ειλικρίνεια, απαιτούσε συνέπεια. Ήθελε χαδάκια. Κι άλλωστε, ήξερε κι ο ίδιος πολύ καλά να χαϊδεύει. Μου έστειλε τα πρώτα του σχέδια. Κι εγώ δεν μπορούσα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Και ενώ εκείνος προχωρούσε –είχε τελειώσει τις ολοσέλιδες εικόνες και παιδευότανε με τις βινιέτες– εγώ του ανακοίνωσα τον νέο ήρωα που τον περίμενε.

«Δον Κιχώτης!» ενθουσιάστηκε και βιάστηκε να ολοκληρώσει τον Γαργαντούα και να αναζητήσει τον δικό του Ιππότη της Ελεεινής Μορφής.

Μαγευόμουνα με τα προσχέδια που μου έστελνε. Πάντα εκρηκτικός, αλλά τώρα τη θέση του ανέμελου Γάλλου γίγαντα την έπαιρνε η φιγούρα ενός Ισπανού γέροντα που αναζητούσε την ουτοπία. Και δίπλα του – αχ, με πόσο κέφι ερχότανε να σταθεί ο Σάντσο Πάνσα.

Κάμποσους μήνες πριν ολοκληρωθεί η εικονογράφηση του Δον Κιχώτη, βρέθηκα για μια σειρά εκδηλώσεων στη Ρόδο. Ασφαλώς και πέρασα από το σπίτι του Βαγγέλη στη Λαχανιά. Στο δικό του άντρο –γραφείο και σχεδιαστήριο– μου έδειχνε πώς ονειρεύεται τις τελευταίες λεπτομέρειες στις βινιέτες – για μια ακόμα φορά, οι λεπτομέρειες σε μικρό χώρο τον παιδεύανε.

Όταν γνωρίσεις τον χώρο όπου ένας άνθρωπος ζει και δημιουργεί, αισθάνεσαι πως ένας νέος, πιο ουσιαστικός δεσμός σε δένει μαζί του. Όταν στη συνέχεια βρεθήκαμε και στο ταβερνάκι του χωριού και είδα στους τοίχους κρεμασμένα πορτρέτα διαφόρων κατοίκων φτιαγμένα από το δικό του χέρι, κατάλαβα την κοινωνικότητα ενός ανθρώπου που ήξερε από τη μια να αγαπά σχολιάζοντας και από την άλλη να σχολιάζει αγαπώντας. Αν θυμάμαι καλά, εκείνη τη μέρα αποφασίσαμε και ποιες εικόνες θα χρησιμοποιηθούν ως εξώφυλλα. Η Άννα Πατάκη θα έβρισκε τις λύσεις για το στήσιμό τους.
  
Τα βιβλία κυκλοφόρησαν και μαζεύανε θετικές κρίσεις και ενθουσιώδεις εντυπώσεις. Αυτό που όλοι σημειώνανε ήταν εκείνο που όλοι εμείς είχαμε προσπαθήσει να πετύχουμε – διαχρονικά κλασικό, κλασικά σύγχρονο.

Μετά είχε έρθει η ώρα της παρουσίασης των βιβλίων και της έκθεσης όλων των έργων του Βαγγέλη στη Ρόδο. Μια όμορφη βραδιά. Κόσμος, ουσιαστικές ομιλίες και ολόγυρά μας οι πίνακες – ακριβώς έτσι όπως παρουσιάζονται και τώρα, στην γκαλερί του Ιανού. Και θυμάμαι μια φωτογραφία από εκείνη τη βραδιά, στην οποία εκείνος κι εγώ έχουμε σκύψει και υπογράφουμε τα βιβλία που μας φέρνανε οι φίλοι.

Κάποια στιγμή είχα πει πως μια παρόμοια εκδήλωση θα την κάνουμε και στην Αθήνα. Αλλά, βέβαια, δεν μπορούσα να ξέρω… Ποιος θα το μπορούσε;

Την επόμενη βραδιά, η Ναόμι, η Κώστια, ο Βαγγέλης κι εγώ βρεθήκαμε να τρώμε τους μεζέδες που εκείνος διάλεγε κάπου στο λιμάνι της Ρόδου. Κι εκεί του φανέρωσα το θέμα του τρίτου βιβλίου. Ο θρύλος του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Φάνηκε να απογοητεύεται. Προτιμούσε –μου είπε– μια ιστορία με κουρσάρους και θαλασσοπόρους. Τον διαβεβαίωσα πως και μέσα στην ιστορία του Τριστάνου υπάρχει η θάλασσα και τα καράβια με τα πανιά. Και του ζήτησα –ακόμα– για το ένα από τα τρία πρόσωπα του έργου να χρησιμοποιήσει εμένα ως μοντέλο. Ασφαλώς όχι την Ιζόλδη, μήτε και τον Τριστάνο… Αλλά για τον βασιλιά Μάρκο νομίζω πως η φυσιογνωμία μου θα ταίριαζε.

«Μα πώς πάνω σου να στηρίξω έναν ήρωα… Με το κοντοκουρεμένο σου μαλλί και το μουστακάκι…» μου έβαλε πάγο.

Είχε δίκιο. Και οι νέοι χαρακτήρες του έργου που σιγά σιγά ολοκλήρωνα είχανε κι αυτοί τη δικιά τους αντισυμβατικότητα. Θα φρόντιζα να τους μοιάσω – αποφάσισα και υποσχέθηκα στον Παυλίδη πως μέχρι να του παραδώσω τελειωμένο το μυθιστόρημα θα έχω αλλάξει.
Μακριά μαλλιά, γένια, σκουλαρίκι…

Όλα τα έκανα όπως του τα είχα υποσχεθεί. Μόνο που…

Αρχές αυτού του καλοκαιριού η Ναόμι και ο Σάββας –οι δικοί του– κατέβηκαν στην Αθήνα. Καθώς τρώγαμε σε ταβερνάκι που θα άρεσαν τα εδέσματά του και σε κείνον, η Ναόμι μού πρόσφερε όλους τους πίνακες – έτσι όπως ακριβώς ο ίδιος είχε επιμεληθεί την εμφάνισή τους για την έκθεση της Ρόδου.

Και τώρα βρίσκονται στην γκαλερί του Ιανού. Ο Γαργαντούας, ο Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάνσα, ο Ροσινάντης... Μαζί και ο Βαγγέλης.



(Ομιλία στα εγκαίνια της έκθεσης των έργων στη γκαλερύ ΙΑΝΟΣ 5/11/2018)
Πρώτη ανάρτηση: https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/10914-gargantoua