«Ένα ταξίδι στα θεμέλια της γυναικείας ψυχοσύνθεσης»
Γράφει η Νάντια Τράτα //
“J’ai aimé
ton monde noir, ton audace, ta révolte, ta connivence avec l’horreur et la
mort, ta rage de tout détruire. J’ai cru avec toi qu’il fallait toujours
prendre et se battre et que tout était permis.” Jean Anouilh, Médée
Στις απαρχές των καιρών, στο γύρισμα του καιρού, στην λάμψη
της αστραπής καθώς φωτίζει το πέρασμα από την ανυπαρξία στο φως, εκεί που η
ανθρώπινη φύση τανύζεται πασχίζοντας να φθάσει από το μηδέν στο κάπου, μύθοι
σκοτεινοί και ψίθυροι ιστοριών έρχονται σαν θρόισμα φύλλων που αποχωρίζονται τα
νεκρωμένα από χυμούς κλαδιά και στροβιλίζονται διστακτικά προτού αγγίξουν
θλιμμένα το αρχέγονο χώμα. Αιώνες προτού ακόμη ο μύθος μας διηγηθεί το ταξίδι
του Οδυσσέα από την ανατολή προς δύση, η Αργοναυτική Εκστρατεία είχε ξεκινήσει
με οιωνούς σκοτεινούς που οδήγησαν τον αρχηγό της Ιάσονα, άνδρα γήινο, γεμάτο
γοητεία και έπαρση μα αρσενικό κίβδηλο, στη μακρινή Κολχίδα, εκεί όπου με τη
βοήθεια της ανυπότακτης, θαρραλέας Μήδειας, ένα θηλυκό απόλυτο, κυρίαρχο και
παρορμητικό, ο ίδιος απέκτησε τον προσδιορισμό «ήρωας» ενώ αυτή που του
προσέφερε όχι μόνο βοήθεια αλλά και την ύπαρξή της ολόκληρη, παραμένει ως
σήμερα κατηγορούμενη για το πλέον απεχθές έγκλημα.
Ο Μάνος Κοντολέων με το τελευταίο έργο του Σαν Μήδεια
ολοκληρώνει μία τριλογία αφιερωμένη σε γυναικείες μορφές που στάθηκαν με
παρρησία στο μεταίχμιο μύθου, θρύλου και πραγματικότητας, ισορροπώντας πάνω στο
αόρατο νήμα που έρχεται βαθιά από το μακρινό παρελθόν και αγγίζει το σύγχρονο
κόσμο, δίνοντας τη δική του, πάντα ευθύβολη και βαθυστόχαστη ερμηνεία της
γυναικείας ψυχοσύνθεσης, αναδεικνύοντας, φωτίζοντας και μελετώντας θηλυκές
υπάρξεις του αρχαίου κόσμου, ηρωίδες πέρα από τα φορμαλιστικά πλαίσια του ηρωικού,
παρεξηγημένες κατά πολλές έννοιες, όπως την Κασσάνδρα στο έργο του Η Κασσάνδρα
στη Μαύρη Άμμο, την Κλυταιμνήστρα στο έργο του Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας και
με το τελευταίο, ολότελα μεστό ευρηματικών στοχασμών, έργο του Σαν Μήδεια (όλα
από τις εκδόσεις Πατάκη) στο οποίο αφουγκράζεται τον εσωτερικό κοπετό της
εξόριστης και περιθωριοποιημένης υπερήφανης και αδάμαστης Μήδειας, άλλοτε
κραταιάς ιέρειας και πριγκίπισσας, προτού αυτή φθάσει στην απονενοημένη πράξη
της, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει και να προσεγγίσει μία εν βρασμώ ψυχή.
Όπως στα περισσότερα έργα του για ενήλικες αναγνώστες μα
κυρίως στα βιβλία της τριλογίας με κυρίαρχο άξονα τις μυθολογικές ηρωίδες
Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα και Μήδεια, ο συγγραφέας διερευνά συστηματικά και
δημιουργεί ασφαλείς χώρους για την άσκηση της ελευθερίας του γυναικείου
βλέμματος, προ(σ)καλεί τη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη και καλλιεργεί
μία προσωπική ερμηνευτική η οποία παραδίδεται ως tabula rasa προκειμένου το
έργο του να αποτελέσει ένα λογοτεχνικό επεισόδιο μίας απροσδόκητης αποτύπωσης
του γυναικείου ψυχισμού. Με την άνεση
και τη στόφα ενός αυθεντικού grand auteur, οικειοποιείται, ανα-συνθέτει και
επαναπροσδιορίζει τα τεκμήρια όπως μας τα παραδίδει ο μύθος, υπολείμματα μίας
quasi βιωμένης πραγματικότητας προκειμένου να αποκαλύψει υποκειμενικές
δια-συνδέσεις και στήνοντας δεξιοτεχνικά γέφυρες μεταξύ προσωπικού και
συλλογικού συν-αισθήματος, θέτοντας θεμελιώδη ερωτήματα γύρω από την
πολλαπλότητα της ηρωίδας, την εικονοποιητική δύναμη του ανθρώπινου νου, τη
σχέση αντικειμενικότητας (καλό-κακό) και υποκειμενικότητας (αποδεκτό – μη
αποδεκτό) καθώς και τη σημασία της λογοτεχνικής αισθητικής εμπειρίας ως
συνειρμικής διαδικασίας (το ξεχωριστό βλέμμα, η ατομική προσέγγιση).
Στο τελευταίο του έργο Σαν Μήδεια, βασικοί πυλώνες της
έμπνευσής του στάθηκαν, όπως ο ίδιος ομολογεί, πέραν της τραγωδίας Μήδεια του
Ευριπίδη (431 π.Χ.), το θεατρικό έργο Médée του Γάλλου δραματουργού Jean
Anouilh (1945) και η δανέζικη ταινία Medea (1988) σε σκηνοθεσία Lars von Trier βασισμένη στην απόδοση της
αρχαίας τραγωδίας από τον Carl Theodor Dreyer και ιδιαίτερα η τραγική σκηνή του
τέλους. Για άλλη μια φορά, ο εξαιρετικός Μάνος Κοντολέων συνθέτει με υλικά υψηλής
αισθητικής (γλωσσική επεξεργασία του κειμένου, συντακτική ανάπτυξη των
προτάσεων, χρήση λέξεων παλαιάς κοπής) μία σπουδή πάνω στη μεταφορά του
κλασσικού στο σύγχρονο περιβάλλον, όσμωσης μεταξύ μύθου και αλήθειας,
προσφέροντας γενναιόδωρα στον αναγνώστη του τη δυνατότητα να αποκτήσει ενεργό ρόλο
στην ανάγνωση και να αποκρυσταλλώσει το δικό του βλέμμα, να κατασταλάξει σε μία
ερμηνεία προσωπικής επιλογής.
Στο εκπληκτικό εξώφυλλο του βιβλίου (έργο της υπέροχης
Francesca Woodman – αμερικανίδα φωτογράφος, 1958-1981), η ασπρόμαυρη υποβλητική
θολή φωτογραφία μίας γυναικείας φιγούρας που μοιάζει με νύμφη, ξωτικό ή
νεράιδα καθώς φαίνεται πως είναι ένα με το φυσικό περιβάλλον, δίνει το
έναυσμα, συντονιζόμαστε με γεγονότα, αφηγήματα παλαιά όσο και τα ίχνη της
ανθρώπινης παρουσίας σε τούτη εδώ τη μετέωρη κουκίδα….. Το βιβλίο χωρίζεται σε
τέσσερα μέρη καθένα από τα οποία αναπτύσσεται αντίστοιχα σε τέσσερα, επτά και έξι
σύντομα κεφάλαια, ενώ κάθε μέρος προλογίζεται με σημαίνοντες στίχους από το
έργο Μήδεια του Ζαν Ανούιγ, οι οποίοι δίνουν ουσιαστικά μία πρόγευση των όσων
θα ακολουθήσουν. Ρυθμός κοφτός μα μελωδικός, η αφήγηση αφουγκράζεται τη δράση,
η αναζήτηση του αίτιου σε αντιπαράθεση με το αιτιατό, η αναγνώριση του
βαθύτερου τραύματος που θα οδηγήσει στην τέλεση μίας αποτρόπαιης πράξης
οργανώνει τη λογοτεχνική αφήγηση καθώς επιχειρείται μία μετακίνηση από τον
εξοστρακισμό στην κατανόηση, στην αντίληψη μίας πιθανής αλήθειας.
Ποια λοιπόν είναι η Μήδεια που αναλαμβάνει να μας γνωρίσει ο
Μάνος Κοντολέων; Ποια η γενιά της, ποιες οι ρίζες της, πώς μεγάλωσε, πού
ανατράφηκε, τι σκεπτόταν, ποιον ονειρευόταν; Μία ιδιαίτερη περίπτωση έργου
ενηλικίωσης, η αφήγηση αποκαλύπτει πως η Μήδεια, από τη γενιά του Ουρανού και
της Γαίας, του Ήλιου και της Εκάτης, ανατράφηκε από την ξακουστή Κίρκη, αδελφή
του πατέρα της και βασιλιά της Κολχίδας ως θηλυκό παρά ως γυναίκα. Επόμενο ήταν
πως αναζητούσε να κάνει ταίρι της ένα αρσενικό παρά έναν άνδρα…. Ο Ιάσονας,
απατηλό αρσενικό και πιότερο άνδρας, τη μαγεύει, του παραδίδει τον εαυτό της
ολόκληρο, τον αναδεικνύει και τον εξυψώνει στο επίπεδο του ήρωα παρά τις
ατέλειες και τις αδυναμίες του και εκείνος της ανταποδίδει τη λατρεία με
προδοσία όταν την εγκαταλείπει για χάρη της πριγκίπισσας της Κορίνθου. Εκείνη,
ακόμη και την ύστατη στιγμή, φαίνεται πως υποφέρει βαθιά, πιότερο πονά παρά
μισεί….
Η Μήδεια του Μάνου Κοντολέων ζητά να εξυψωθεί μέσα από την
ένωσή της με ένα αρσενικό ισοδύναμης ισχύος, αντίστοιχης υπεροχής, ισότιμης
αξίας ώστε μία νέα γενιά ανθρώπων να
προέλθει μέσα από την ένωσή τους δημιουργώντας τις βάσεις για ένα κόσμο
διαφορετικό, σίγουρα καλύτερο, θεωρεί το περήφανο θηλυκό. Πόση άραγε διάψευση
ένιωσε και πόση απογοήτευση όταν αντιλαμβάνεται πως, φευ, τελικά ο Ιάσονας δεν
είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη άνδρας, άρα και η σπορά του φέρει τα ίδια
ελαττώματα, τα ίδια μειονεκτήματα, τα ίδια λάθη θα κάνει, ο κόσμος που
ονειρεύτηκε δεν μπορεί να υπάρξει, δεν θα πρέπει να υπάρξει, ίσως λοιπόν θα
πρέπει να…..
Ένα έργο εκστατικό και ατρόμητο, συναρπαστικής λογοτεχνικής
αφήγησης που καταθέτει μία ρηξικέλευθη άποψη μετατρέποντας, για άλλη μια φορά,
την ανάγνωση ενός βιβλίου σε μία μυσταγωγία που εκθειάζει με βαθιά
πνευματικότητα και σεβασμό στο μύθο, την απελευθερωτική ιδιότητα της γραφής. Το
θηλυκό του Μάνου Κοντολέων στο έργο του Σαν Μήδεια, διεκδίκησε μία θέση ισάξια
με αυτή του αρσενικού, η πράξη της, αποτρόπαιη σίγουρα, είναι το αποτέλεσμα όχι
μίας ερωτικής απογοήτευσης ή η εκδίκηση μίας συζύγου, ερωμένης, μητέρας,
πριγκίπισσας, εξόριστης, πρόσφυγα, αποσυνάγωγης, εγκαταλειμμένης γυναικός,
είναι ένας θρήνος για έναν κόσμο που δεν θα ανατείλει ποτέ, για μία ξεχωριστή
και ανώτερη νέα γενιά που θανατώθηκε ήδη τη στιγμή της σύλληψης των παιδιών
της…..
Ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας μεγάλος συγγραφέας καθώς με
κάθε του έργο, οπωσδήποτε και με το τελευταίο του έργο Σαν Μήδεια, ενεργοποιεί
το βλέμμα του αναγνώστη καλλιεργώντας τον ελεύθερο συνειρμό και τον αυθόρμητο
μηχανισμό του ανθρώπινου νου να επεξεργάζεται τις λέξεις, τις εικόνες, τους
ήχους και τα μυστικά που αποκαλύπτονται σταδιακά μέσα από την επιδέξια γραφή
του – δημιουργία εννοιολογική και σχεδόν ποιητική που ανοίγει, πλαταίνει ολοένα
προς τον απέραντο ορίζοντα των δυνατοτήτων που μπορεί δυνητικά να ατενίσει το
ανθρώπινο πνεύμα.
Μελετώντας με το δικό του τρόπο την περίπτωση της Μήδειας,
διαχρονικής μυθολογικής θηλυκής μορφής, ο συγγραφέας αναλύει καίρια ακόμη μία
πλευρά της γυναικείας ταυτότητας στο βάθος των αιώνων αποφεύγοντας κάθε εύπεπτη
αναφορά σε κάθε είδους ιδιαιτερότητες ή παρεκκλίσεις. Με αξιοθαύμαστη
συγγραφική ακρίβεια μα και με αύρα ποιητική, μεταφέροντας στο χαρτί ένα
υποδειγματικό αφηγηματικό τέμπο και χωρίς καμία διδακτική διάθεση ή την
παραμικρή υποψία κατηγορίας, αναλύει καίρια μία βαθιά ανθρώπινη ανάγκη αναζήτησης
ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού όχι μόνο μέσω του άλλου αλλά, κυρίως, μαζί με τον
άλλο και μίας ισότιμης θεώρησης των φύλων ακτινογραφώντας την μυθολογικά και
εννοιολογικά. Σταδιακά και αμετάκλητα η Μήδεια μετατρέπεται σε ένα ταξίδι στα
θεμέλια της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, στην ουσία του αβάσταχτου εσωτερικού
πόνου, της φοβερής εκείνης διάψευσης που θα οδηγήσει στο αδιανόητα αποτρόπαιο.
Άμεση λογοτεχνία, καθαρά μηνύματα και μία καίρια
εννοιολογική στόχευση η οποία αντιστέκεται σε κάθε είδους ρατσισμό ή διδακτισμό
χάρη στην αξιοθαύμαστη αφοσίωση του εξαιρετικού έλληνα συγγραφέα Μάνου
Κοντολέων να μιλήσει για ηρωίδες που μοιάζουν να δραπετεύουν από τα κάδρα μίας
politically correct στάσης ζωής. Καθώς πια ο σύγχρονος κόσμος συντάσσεται,
ανασυντάσσεται και δημιουργούνται νέες
τάσεις στην παγκόσμια ανθρωπογεωγραφία, ενώ αναδεικνύονται, κατ’ουσίαν, ζητήματα
που απασχόλησαν τους αρχαίους δραματουργούς εδώ και εικοσιπέντε περίπου αιώνες,
ο Μάνος Κοντολέων καταγράφει εμπνευσμένα και τολμηρά την ανθρώπινη συνθήκη
μεταμορφώνοντας με τον δικό του ιδιαίτερο και αφοπλιστικό τρόπο, το ταξίδι της
ψυχής, συχνά της γυναικείας ευαισθησίας, από τα βάθη των αιώνων έως σήμερα και
προσφέροντάς μας αφειδώλευτα μία σπουδαία συγγραφική αλήθεια.
www.fractal.gr
3/3/2024
(1470 λέξεις)