19.8.15

"Δάχτυλα πάνω στο σώμα της" - Η ανάδειξη της προσωπικής ελευθερίας στον έρωτα





Πρώτη δημοσίευση:
http://fractalart.gr/daxtyla/
http://fractalart.gr/daxtyla/

Γράφει η Ειρήνη Σπυριδάκη


Αν εξετάσουμε τους βασικούς πυλώνες του λογοτεχνικού έργου του Μάνου Κοντολέων, θα διαπιστώσουμε πως το ενδιαφέρον του συγγραφέα συνοψίζεται στην επίμονη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει την ταυτότητά του μέσα από πνευματικές διαδρομές και διαπροσωπικές συναναστροφές, καθώς και στον έρωτα, ως απάντηση στην ψυχική ανατομία του ανθρώπου. Και στο τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», ο συγγραφέας πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο η ηρωίδα δομεί την έμφυλη ταυτότητά της, την αυτοαντίληψη δηλαδή που σχηματίζει σχετικά με τον γυναικείο κοινωνικό ρόλο μέσα σ’ ένα περιβάλλον που απορρίπτει, ως αποκλίνουσα, τη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Μέσα από το βιβλίο αναδεικνύονται τα κοινωνικά και πολιτισμικά κατασκευάσματα που διαμορφώνουν συγκεκριμένους και στερεοτυπικούς τρόπους συμπεριφοράς σε συμφωνία ή διαφορά προς το βιολογικό φύλο. Άλλωστε, το φύλο ως θεσµοθετηµένο σύστηµα κοινωνικής ιεράρχησης και συνεπώς, ως µορφή κοινωνικής ανισότητας, είναι εξουσιαστικό και καταπιεστικό, κυρίως για τις γυναίκες.

Λίγα λόγια πριν απ’ όλα για την υπόθεση του βιβλίου: Πρωταγωνίστρια, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, η Λία. Μεγαλωμένη μέσα σε συντηρητικό, έως καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον. Με αποσκευές της, τις σπουδές στην Οδοντιατρική και με δικό της πια οδοντιατρείο. Παντρεμένη με τον Ορέστη, έναν άνδρα πολύ ερωτευμένο μαζί της. Όλα μοιάζουν αψεγάδιαστα. Τίποτα εκ πρώτης δε μαρτυρά την επερχόμενη ανατροπή. Ή μήπως αυτό που επήλθε δεν επρόκειτο τελικά για ανατροπή; Μήπως για την ηρωίδα η φαινομενικά καθωσπρέπει ζωή της ως τα τριάντα δεν ήταν παρά μια προσπάθεια ανατροπής των μύχιων επιθυμιών της που ως τότε κρατούσε καταπιεσμένες μέσα της;

Η φοιτητική ζωή της ηρωίδας στη Θεσσαλονίκη θα δώσει στη Λία τη δυνατότητα να ανακαλύψει για πρώτη φορά τα «θέλω» της και πιο συγκεκριμένα τη σεξουαλική της ταυτότητα. Στην πόλη των φοιτητικών της χρόνων, η ηρωίδα θα τολμήσει να συνάψει ετεροφυλοφυλικές, αλλά και ομοφυλοφυλικές σχέσεις με γυναίκες που τη σημάδεψαν. Θα συνειδητοποιήσει ότι έλκεται ερωτικά από γυναικεία πρόσωπα. Όμως θα διστάσει να εκφράσει ελεύθερα τις σεξουαλικές προτιμήσεις, φοβούμενη τα αρνητικά σχόλια της κοινωνίας και του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Θα συμβιβαστεί μέσα σ’ ένα κοινωνικά αποδεκτό γάμο. Αφορμή της επανάστασης της Λίας θα αποτελέσει η συνάντηση με δύο ομοφυλόφιλες γυναίκες που τολμούν να ζουν τη ζωή τους χωρίς να περιορίζονται από τις όποιες κοινωνικές προκαταλήψεις. Δυο γυναίκες που όχι μόνο ζουν, αλλά διεκδικούν με αγώνες την κοινωνική απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων γυναικών. Η Λία θα ερωτευτεί τη μία από αυτές και για πρώτη φορά θα νιώσει έτοιμη να το βροντοφωνάξει. Θα επαναστατήσει ανακοινώνοντας την απόφασή της να διαλύσει τον γάμο της και να ζήσει όπως ακριβώς ταιριάζει στην ίδια, αποδεχόμενη πλήρως τη φύση της. Μάλιστα, θα αρχίσει να στρατεύεται υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, με αποτέλεσμα η ζωή της να αποκτήσει για πρώτη φορά νόημα.

Η ηρωίδα, έχοντας εγκλωβιστεί στις κοινωνικές συμβάσεις που της στερούν το δικαίωμα να ζήσει όπως εκείνη το επιθυμεί, το δικαίωμα έκφρασης συναισθημάτων και αναγκών που πηγάζουν από μια παρεκκλίνουσα για τα στερεότυπα της εποχής σεξουαλική ταυτότητα, κάνει τελικά την επανάστασή της. Στο μυθιστόρημα κυριαρχεί η ομοφυλόφιλη ταυτότητα της ηρωίδας, τόσο κοινωνικά όσο και υπαρξιακά. Επίκεντρο του ενδιαφέροντος ο άνθρωπος, η γυναίκα, στον οποίο το βιολογικό φύλο (sex) και το κοινωνικό φύλο (gender) επιδίδονται σε μια εσωτερική πάλη. Η ηρωίδα, σ’ ένα κομβικό σημείο της προσωπικής της διαδρομής, απολύτως συνειδητοποιημένη, διεκδικεί αποφασιστικά την ερωτική της ταυτότητα . Μια ταυτότητα που στον σύγχρονο πολύπλοκο και διασπασμένο κόσμο, θα δώσει περιεχόμενο στη ζωή της.

Η αναζήτηση της ταυτότητας της Λίας αναδύεται μέσα από όλες αυτές τις εσωτερικές φωνές που ενυπάρχουν από τα εφηβικά χρόνια μέσα της. Τις φωνές των ανέφικτων πόθων. Τις φωνές που παραπέμπουν στη βουή των παθών. Την αγωνία του αυτοπροσδιορισμού. Έτσι, η ηρωίδα αποφασίζει να αναζητήσει τις λύσεις, στρέφοντας τον φακό στον εαυτό της, στην προσπάθειά τους να λύσει όλων των ειδών τους γόρδιους δεσμούς. Με επίμονη προσπάθεια, αποφεύγει να προβάλλει τα αδιέξοδά της στους άλλους και εστιάζει στο πώς οι ίδια θα μειώσει το κόστος της θέσης που κατέλαβε στην έως τώρα ζωή της. Μέσα από μια βαθύτερη εξερεύνηση του εαυτού και της σχέσης του με τη ζωή, αργά αλλά σταθερά, διευρύνει τους ορίζοντές της και ελευθερώνει το δυναμικό της. Μαθαίνει να παίρνει πλέον την ευθύνη του εαυτού της στα χέρια της.

Έτσι, περνώντας μέσα από το τούνελ των προσωπικών αναζητήσεων, μέσα από βαθύτερα στρώματα της υπαρξιακής και βιολογικής της υπόστασης, οδηγείται σε μια πιο συνθετική ταυτότητα. Η Λία ανακαλύπτει νέες πτυχές του εγώ της, αντιλαμβανόμενη τα θέλω της και αποφασισμένη να τα μετουσιώσει σε πράξη. Καταθέτει με θάρρος το ψυχικό σθένος της να διεκδικήσει και να δρομολογήσει τις αλλαγές στη ζωή της και βεβαίως στη ζωή των γύρω της. Επιθυμεί πια να διαχειρίζεται τη μοίρα της, αντί να την υφίσταται διεκδικώντας το δικαίωμα της ερωτικής και σεξουαλικής επιθυμίας έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις.





Στο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», όπως συμβαίνει και στο σύνολο του έργου του συγγραφέα, κυριαρχεί η έντονη παρουσία των αισθήσεων. Όλων των αισθήσεων με δεσπόζουσα αυτή τη φορά την αφή. Και συμπληρωματικά η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η γεύση… Αγγίγματα, χρώματα, ήχοι, μυρωδιές, αγγίγματα, ακόμα και γευστικές απολαύσεις, πολιορκούν τον αναγνώστη και τελικά εισβάλλουν από παντού. Και ο αναγνώστης καλείται να βιώσει τα αισθήματα που ανακινούνται μέσω της αφύπνισης των αισθήσεων και να τα διαχειριστεί. Εκ προοιμίου δύσκολη υπόθεση…

Οι κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ολιγάριθμοι, με ολοκληρωμένο πάντως το κοινωνικό και ψυχολογικό τους προφίλ. Οι ήρωες διαγράφονται μ” εκείνες μόνο τις λεπτομέρειες που είναι απαραίτητες, ώστε να αφήνεται στο μυαλό του αναγνώστη η ελευθερία να ολοκληρώσει αυτός το πορτρέτο του καθενός. Τα ψυχικά και συνειδησιακά διλήμματα παρέχουν στα πρόσωπα του μυθιστορήματος εσωτερικό πλούτο. Οι χαρακτήρες διαθέτουν δυναμική εσωτερική ζωή, κυμαινόμενη, με συνέπειες στη δράση τους και στη γενικότερη στάση που υιοθετούν έναντι της πραγματικότητας που βιώνουν.

Από άποψη έκφρασης, ο συγγραφέας επιλέγει την απλή – λιτή γραφή προκειμένου να διαφανεί με ενάργεια ο κυμαινόμενος εσωτερικός βίος της ηρωίδας. Οι περιγραφές είναι ακριβείς, χωρίς όμως να προκαλούν ή να σοκάρουν. Άλλα χαρακτηριστικά του ύφους του Μάνου Κοντολέων είναι οι δυνατές εικόνες, η πλούσια στίξη, η ακατάσχετη ροή, η συνεχής εναλλαγή των ρημάτων που κυριαρχούν στις περιόδους. Η γραφή του είναι επιμελημένη, αλλά όχι επιτηδευμένη. Άμεση, αλλά όχι απλοϊκή.

Ο Μάνος Κοντολέων επιλέγει να υιοθετήσει στο τελευταίο του μυθιστόρημα τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή που δε μετέχει στα δρώμενα. Ίσως επειδή στο βάθος επιθυμεί να μεταφέρει, ως συνήγορος της ηρωίδας του, στους αναγνώστες του μια καθολικά παραδεκτή αλήθεια: ότι όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να επιλέγουμε τον σεξουαλικό μας προσδιορισμό, όπως και όλοι μας οφείλουμε να σεβόμαστε τη σεξουαλική ταυτότητα των συνανθρώπων μας. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση λειτουργεί σε αρκετά σημεία ως εσωτερικός μονόλογος των ηρώων, ξεδιπλώνοντας μια σειρά από πληροφορίες για τη ζωή τους, αλλά και μια σειρά από σκέψεις που την ανατέμνουν. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με συμπάθεια όλες τις αδυναμίες των ηρώων, χωρίς να τις κατακρίνει, αφήνοντας στον αναγνώστη να ερμηνεύσει τις ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις και τα λανθάνοντα ένστικτά τους. Η αφήγηση διατρέχει όλους τους ήρωες και τα γεγονότα, χωρίς να πλατειάζει, χωρίς να αφήνει ερωτηματικά γύρω από τα ενδόμυχα κίνητρα του κάθε πρωταγωνιστή.

Προβαίνοντας σε μια συνολική θεώρηση του μυθιστορήματος θα λέγαμε πως ο Μάνος Κοντολέων αναδεικνύει τον έρωτα ως πεδίο διεκδίκησης και προάσπισης της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου, μακριά από φόβους, προκαταλήψεις και στερεότυπα. Και η επιθυμία του ανθρώπου να υπεραμύνεται του δικαιώματος έκφρασης της όποιας σεξουαλικής του ταυτότητας σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που αποδέχεται κατεστημένα έμφυλα πρότυπα, συνιστά αδιαμφισβήτητα σπουδαία πολιτική πράξη. Ο έρωτας αντικρίζεται ως πολιτική πράξη που μπορεί να εξασφαλίσει ή να στερήσει την ελευθερία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα μέσα στις κοινωνικές συνθήκες μιας χώρας που ψάχνει να βρει το πρόσωπό της στο μεταίχμιο του απαγορευμένου και του επιτρεπτού.

Στους αναγνώστες του μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέων «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» εγείρονται διαρκώς ερωτηματικά. Δεν τους παρέχονται έτοιμες λύσεις. Οι αναγνώστες νιώθουν συμμέτοχοι στα βιώματα της κεντρικής ηρωίδας, αλλά και των υπολοίπων ηρώων. Κι έτσι, καθώς είναι ανυποψίαστοι, αίφνης βρίσκονται ενώπιον διλημμάτων ζωής που τους ζητούν επιτακτικά να πάρουν θέση. Πόσοι από εμάς, άραγε, είμαστε έτοιμοι να δώσουμε μια γρήγορη, απολύτως συνειδητή απάντηση στα καίρια διλήμματα της ζωής; Πόσοι είμαστε έτοιμοι να πούμε το μεγάλο «Όχι» στα κοινωνικά στερεότυπα που περιορίζουν τα όρια της προσωπικής μας ελευθερίας;



13.8.15

«Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπαλντ», Τέτα Μακρή, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2014





Πρώτη δημοσίευση:
http://fractalart.gr/teta-makri/
http://fractalart.gr/teta-makri/


 Μέσα της δεκαετίας του ’90 επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε μια νέα έκδοση και σε νέο εκδοτικό οίκο ένα μυθιστόρημα μου γραμμένο από τις αρχές του ’80.

Με την Άννα Πατάκη συζητούμε το εξώφυλλο της νέας έκδοσης κι εγώ θυμάμαι μια αφίσα που είχα πάρει από μια γκαλερί του Κολωνακίου- Ένας νέος άντρας, κοιτά πίσω από ένα μισάνοιχτο παράθυρο νεοκλασικού οικήματος. Με κάθετη φορά γραμμένο το όνομα του καλλιτέχνη: ΜΑΚΡΗ.

Δε θυμόμουνα μήτε πότε είχα πάρει τη συγκεκριμένη αφίσα, μήτε αν είχα επισκεφθεί την έκθεση στην οποία η αφίσα αναφερότανε.

Μα το έργο μου άρεσε πάρα πολύ. Είχα κρατήσει αυτήν την τυπωμένη του απεικόνιση και καθώς μιλούσαμε για το νέο εξώφυλλο του μυθιστορήματός μου «Τα φώτα!, είπε», πρότεινα να χρησιμοποιήσουμε αυτήν τη ανδρική μορφή – θα μπορούσε να ήταν το πορτραίτο του ήρωα μου.

Δεν ήταν δύσκολο για την Άννα Πατάκη να βρει ότι το επώνυμο ΜΑΚΡΗ συνοδευότανε από το όνομα Τέτα κι έτσι ζητήσαμε από την ζωγράφο να μας δώσει την άδεια να χρησιμοποιήσουμε τον πίνακά της.

Το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου μου ιδιαιτέρως το αγάπησα –δεν ήταν μόνο που μου θύμιζε πολύ τον ήρωά μου, ήταν γιατί πολύ μου άρεσε και η τεχνοτροπία της ζωγράφου. Μετά περάσανε τα χρόνια, άλλα μυθιστορήματα, άλλα εξώφυλλα. Και δεν είμαι από εκείνους που παρακολουθούν το τι παρουσιάζουν οι σύγχρονοι εικαστικοί μας. Αλλά μερικά πράγματα δεν τα ξεχνάς. Θα έλεγα πως με κάποιον ιδιότυπο τρόπο σε έχουν σημαδέψει.

Κι έτσι όταν, αυτόν τον Ιούλιο του 2015, εκεί στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου όπου συνηθίζω να περνώ τα καλοκαίρια μου, πήρα με μια καλή φίλη να μιλάμε για τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, ξαφνιάστηκα καθώς την άκουσα να μου λέει πως μόλις είχε τελειώσει ένα βιβλίο της ζωγράφου Τέτας Μακρή. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα. Όπως όταν μαθαίνεις πως παλιός και αγαπητός σου γνώριμος ήρθε να κατοικήσει στη γειτονιά σου. Και σχεδιάζεις άμεσα να τον επισκεφθείς.

Ζήτησα, λοιπόν, από τη φίλη να μου δανείσει το βιβλίο.

Και μέσα στο μουντό καλοκαίρι του 2015, ήρθε να κουρνιάσει η αισιοδοξία που με συντρόφευε πριν από 20 τόσο χρόνια –ένα νέος άντρας που κοιτά στοχαστικά πίσω από ένα παράθυρο νεοκλασικής οικοδομής.

Λοιπόν…

Λοιπόν, για μια ακόμα φορά η Τέτα Μακρή με μάγεψε. Κι αυτή τη φορά με την Τέχνη του Λόγου.

«Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπαλντ» ο ασυνήθιστος τίτλος του βιβλίου.

Ο Μαξ Ζέμπαλντ (1944-2001) είχε γερμανική καταγωγή και μέσα στην δεκαετία του ’90 ξάφνιασε το παγκόσμιο κοινό καθώς άρχισε να δημοσιεύει μια σειρά βιβλίων όπου ο στοχασμός συμπορεύεται με τη φιλοσοφία, η ποίηση με την πολιτική ενδοσκόπηση. Πολιτικός εν τέλει διανοούμενος, βρίσκει το 2001 ξαφνικό θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν μόνο 57 ετών.

Στα κείμενά του (όλα έχουν κυκλοφορήσει από την Άγρα) αναζητά τρόπους προβολής της ευθύνης όσων βύθισαν την Ευρώπη στον τρόμο του Β Παγκόσμιου Πολέμου. Και η αναζήτησή του έχει ένα βαθύ στοχασμό. Γίνεται ταξίδι σε τόπους και πλησίασμα ανθρώπων. Από ένα σημείο και μετά γίνεται αναστοχασμός που μπορεί ο καθένας μας να τον δανειστεί και να αναζητήσει πλέον κι αυτός την ευθύνη για το πώς πορεύτηκε στη δική του ζωή, να ψάξει να βρει το δικό του χαμένο διαβατήριο.

Αυτό ακριβώς κάνει και η Τέτα Μακρή. Ξεκινά από τη συγκίνηση της γραφής του Ζέμπαλντ και παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει τις δικές του διαδρομές όχι μόνο μέσα στις σελίδες που είχε γράψει, αλλά και σε πολλές από τις πόλεις της Ευρώπης που είχε εκείνος επισκεφθεί.

Ακολουθεί τα βήματα του Ζέμπαλντ και αναζητά το δικό της διαβατήριο.

Ούτε μια στιγμή δεν αφήνει το χέρι του δασκάλου της. Ούτε μια φορά δεν αποχωρίζεται τις σκέψεις, τις ματιές, τις φράσεις του. Αλλά την ίδια στιγμή καταφέρνει να μιλήσει με απόλυτη αυτοδυναμία, να φανερώσει τις δικές της πορείες ζωής και σκέψεων. Να ανασύρει τις σκέψεις άλλων δημιουργών, να θυμηθεί άλλων καλλιτεχνών στάσεις και θέσεις.


 Η Μακρή καταφέρνει να δείξει τι σημαίνει δημιουργική ανάγνωση.

Και με το μεγάλο της αυτό κατόρθωμα αποδεικνύει πως όταν ένας καλλιτέχνης έχει βαθύ στοχασμό πάνω στην Τέχνη του, μπορεί να χρησιμοποιήσει και τα υλικά μιας άλλη Τέχνης και πλέον σε αυτήν την άλλη να δημιουργήσει ένα μοναδικό έργο.

Βαθιά παιδεία, ευαίσθητη θεώρηση του κόσμου, τολμηρές ανασκευές απόψεων, σαγηνευτικές προσωπικές καταθέσεις, εξονυχιστικές αναζητήσεις λεπτομερειών -όλα αυτά δοσμένα με μια άψογη λογοτεχνική γραφή.

Το τοπίο τρέχει έξω από το παράθυρο του τρένου κυνηγημένο από τους ρυθμούς της εποχής. Το τοπίο είναι γκρίζο, η ανάμνηση της μαμάς είναι γκρίζα, η μαμά έγινε τοπίο.

Μένω στις φράσεις αυτές. Δε σου τυχαίνει συχνά να βλέπεις πως η ζωγραφική γίνεται λογοτεχνία ή και το αντίστροφο –η λογοτεχνία να μετατρέπεται σε ζωγραφική.

Αλλά δεν μπορούσε παρά αυτή η σχέση να υπάρξει, μιας και η ίδια η ζωγράφος επίσης γράφει: Τότε ανακάλυψα τη ζωγραφική και έζησα μαζί της δεκαετίες. Μια σχέση με διακυμάνσεις, σαν όλες τις σημαντικές και έντονες σχέσεις. Τώρα όμως, οι δρόμοι μας χωρίσαν. Για πόσο; Θα δούμε. Για την ώρα θέλω να απαλλαγώ από την παρουσία της. Από την αχαριστία της. Μακριά της, για όσο αποφασίσω. Υπέροχο συναίσθημα. Σαν την εμπιστοσύνη…

Καλλιτέχνης του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, η Τέτα Μακρή, λογικό είναι να ακουμπήσει πάνω στους ευαίσθητους προβληματισμούς ενός ευρωπαϊκου πνεύματος της ίδιας εποχής και να καταγράψει την πορεία όχι μόνο μιας ζωγράφου, όχι μόνο μιας γυναίκας, όχι μόνο μιας ελληνίδας, αλλά όλων αυτών μαζί και ακόμα ενός ανθρώπου που στοχάζεται καθώς ο βιολογικός του κύκλος ωριμάζει.

Και στο κομβικό αυτό σημείο της ζωής, η μόνη Τέχνη που μπορεί να εκφράσει την Αλήθεια είναι η Τέχνη του Λόγου.

Η ίδια η Μακρή, κάπως έτσι κλείνει το οδοιπορικό που ξεκίνησε από το έργο ενός άλλου και φώτισε τον δικό της δρόμο.

Εφόσον δεν έφτιαξα το πορτρέτο μου, όσο ακόμη η νεότητα καταδεχόταν τη συντροφιά μου, για να μεγαλώνει αυτό αντί για μένα, εφόσον δεν πούλησα την ψυχή μου στον διάβολο, γιατί δεν πιστεύω στην ύπαρξή του, αγαπητέ μου αναγνώστα, ύφανα αυτόν τον πέπλο βάζοντας λέξεις στη σειρά, τη μια δίπλα στην άλλη, όπως έκανα ως τώρα με τις χρωματικές κηλίδες, για να τυλίξω μέσα του μερικά απ΄ όσα άντεξαν στον χρόνο.

Η ζωή περνάει στην αφήγηση από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αξίζει –τελειώνοντας- να σημειώσω πως το κείμενο συνοδεύεται από ασπρόμαυρες εικόνες, που κάποιες από αυτές είναι του ίδιου του Ζέμπαλντ.

Γενικά μια πάρα πολύ προσεγμένη έκδοση.

(Οι πίνακες της ανάρτησης αυτής είναι όλοι της Τέτα Μακρή)

12.8.15

Λεβάντα της Άτκινσον -πάντα φρέσκια

http://tasosaggelidisgentzos.blogspot.gr/2015/08/blog-post.html
http://tasosaggelidisgentzos.blogspot.gr/2015/08/blog-post.html

Γράφει ο Τάσος Αγγελίδης - Γκέντζος

Κάθομαι απέναντι από την οθόνη του φορητού υπολογιστή μου και μονολογώ: “Είναι μέγα θράσος να γράφεις την άποψή σου για το μυθιστόρημα ενός πεζογράφου... που είναι και κριτικός της λογοτεχνίας;”

Διάφορες φωνές με επισκέπτονται απρόσκλητες... προσπαθώντας να με αποτρέψουν από το εγχείρημα. Φωνές σαρκαστικές, χλευαστικές, αλλόκοτες! Προσπαθώ να τις αντιμετωπίσω...

“Γιατί λοιπόν... να μας γράψεις την άποψή σου για αυτό το βιβλίο; Τόσο πολύ σου άρεσε;”

“Κι άλλα βιβλία μου έχουν αρέσει... όταν όμως τα έκλεισα δε μου δημιούργησαν τα περισσότερα από αυτά την ανάγκη να ξεφυλλίσω από την αρχή τα κεφάλαια και σχεδόν... να τα ξαναδιαβάσω. Έμειναν στο μυαλό μου οι εικόνες, τα αρώματα, τα νοήματα, οι συγκρούσεις... Έπαιρνα όσα μου έδινε ο συγγραφέας και πήγαινα μέχρι εκεί που μου επέτρεπε ο χρόνος της ανάγνωσης. Άλλα βιβλία σού αφήνουν πολλά κι άλλα λιγότερα! Κι αυτά που δε σου αρέσουν καθόλου σου δίνουν την ευκαιρία... αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων. Μέσα σε αυτό το μυθιστόρημα είχα την αίσθηση πως οι ήρωες κυκλοφορούσαν – από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα - γυμνοί. Σε κάποιες στιγμές με έκαναν να νοιώθω άβολα... Δεν μου έδιναν σημασία και δεν μου έλεγαν ούτε αυτό που θα ήθελα να ακούσω... ούτε αυτό που θα περίμενα... ούτε την φοβερή ανατροπή που θα με εντυπωσίαζε. Δεν μου έδιναν τίποτα! Σαν να με καλούσαν να κλέψω από το καλάθι των εμπειριών τους... και να προσαρμόσω τα δώρα τους κατά τον χρόνο της ανάγνωσης. Να διαλέξω ό,τι θέλω... Να τους εκμεταλλευτώ και να κρατήσω για το αύριο τις μεγάλες ποσότητες της προσφοράς τους... Γυμνές ψυχές... Γυμνά σώματα! Και κάτι άλλο άσχετο... Θα σου τα λέω με την σειρά που μου έρχονται! Δε διεκδικώ άλλωστε τον τίτλο του κριτικού. Στην “Λεβάντα της Άτκινσον” δεν διέκρινα πουθενά σημεία ωραιοποίησης. Τα έπιπλα δεν ήταν άσχημα... αλλά δεν έμενες εκεί, τα τοπία δεν ήταν άσχημα... και πάλι όμως... δεν έμενες εκεί. Οι άνθρωποι δεν ήταν εξωτερικά άσχημοι – ακόμα δεν ξέρω αν ήταν άσχημοι η όμορφοι... γιατί δεν με ενδιέφερε. Όσο διάβαζα... τόσο περισσότερο έκανα δική μου την δική τους ιστορία. Άσχετο κι αυτό... Δεν ήταν πια... ιστορία τους.”

“Ποια ήταν η υπόθεση του μυθιστορήματος;”

“Από όλα όσα σου είπα παραπάνω η υπόθεση είναι αυτή που σε ενδιαφέρει; Στη συνέχεια θα με ρωτήσεις για την πλοκή και το τέλος; Ας μην προτρέχω... Η υπόθεσή του, λοιπόν, ... οι ανθρώπινες σχέσεις, ερωτικές και μη... Κι οι ερωτικές σχέσεις... είναι ανθρώπινες! Οι σχέσεις ενός ζευγαριού κάποιας ηλικίας... μπροστά από το φως. Οι σχέσεις με τα ενήλικα παιδιά τους και οι συγκρούσεις τους. Η ανάμνηση του κοινού παρελθόντος, τα καλά, κυρίως τα κακά... που μετασχηματιζόντουσαν – στην δική μου πάντα αντίληψη - με μαγικό τρόπο σε καλά! Μαγικό τρόπο είπα... Να το σβήσεις! Μάλλον το δούλεψαν αρκετά... Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Συνεχίζω για τις σχέσεις... Και μέσα από αυτές τις σχέσεις ο δημιουργός έδινε μαθήματα γνώσης και αυτοσεβασμού... στην ανθρώπινη ψυχή. Ζήλεια, πόθος, πάθη, εγωισμοί, μανίες... Ο συγγραφέας ήξερε τόσο καλά την γυναίκα... όσο και τον άνδρα! Προσπαθούσε να “δικαιολογήσει” με την γραφή του την γυναικεία πλευρά και μετά από δευτερόλεπτα αντιμετώπιζε με κατανόηση την ανδρική. Μάλλον τον άνθρωπο είχε μπροστά στα μάτια του! Άλλοτε αφηγητής ο άνδρας, κι άλλοτε η γυναίκα. Συγκρούσεις δυνατές...”

“Ψυχοπλάκωμα μου ακούγεται...”

Δε θα το διαβάσεις κάτω από μια ομπρέλα στην παραλία. Εγώ μπορεί και να το διάβαζα... Δεν ξέρω πως να σου περιγράψω το συναίσθημα της μετάβασης από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, από την μία σελίδα στην άλλη... Αυτό που έχω να σου πω έχει να κάνει με την φιλοσοφία του δημιουργού... την οποία δεν ξεγυμνώνει στα αδηφάγα μάτια του αναγνώστη. Την κρύβει καλά... Σε ένα δεύτερο ή ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης, όταν θα έχεις αφαιρέσει τα πλαστικά καλύμματα πάνω από τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων... τότε θα αντιληφθείς πως πίσω από τους ήρωες υπάρχει κάποιος που κινεί τις μαριονέτες - ήρωες. Αρνητική λέξη η μαριονέτα για τους πολλούς... Ο συγγραφέας ελέγχει απόλυτα τον πατέρα, τη μάνα, την κόρη, το γιο... κι από το στόμα τους βγαίνει... η φιλοσοφία του. Και ποια είναι αυτή η φιλοσοφία; Οι ίσες αποστάσεις... Ο καθένας έχει τα δίκια του! Τον ακούει τον ήρωά του... Ξέρει να ακούει! Του δίνει χώρο και χρόνο να πει όσα θέλει, να σκεφτεί, να εκνευριστεί, να ενθουσιαστεί, να πάρει ανάσες... Πόσοι από μας όταν γράφουμε ένα έργο χαρίζουμε σε έναν χαρακτήρα το maximum του καλού και του κακού- ή του ωραίου και του άσχημου; Κι αν το κάνεις θα το κάνεις σε έναν... Κάποιοι ήρωές μας εμφανίζονται με αρνητικό και κάποιοι άλλοι πάλι με θετικό πρόσημο... Οι αλλαγές και το πέρασμα από την μια μεριά της όχθης στην άλλη ορατές και κατανοητές κατά την ανάγνωση των έργων μας. Από την αρχή όμως μέχρι το τέλος να κρατούν τόσο γερά... Αυτό το ψυχοπλάκωμα που λες - και το βάθος του συμπληρώνω εγώ - σε αγγίζουν μόνο αν είσαι έτοιμος να χωθείς γυμνός μέσα στην ιστορία. Κάτι σαν βάπτισμα... Θα σκεφτείς, θα στεναχωρηθείς, θα αγανακτήσεις, θα λυπηθείς... θα μισήσεις και θα αγαπήσεις. Κι αν τους λυπηθείς... τότε να χλευάσεις τον εαυτό σου. Ποιος είσαι εσύ που τους λυπάσαι; Αυτό το μυθιστόρημα του Κοντολέων δεν είναι από εκείνα τα “σκοτεινά βιβλία” που διαβάζεις για έναν θάνατο ή έναν βιασμό και μετά από λίγο γίνεται κάτι καλό... για να έχεις τον αναγνώστη σου σύμμαχο. Δεν είναι δηλαδή για να στο πω απλά μια έξυπνη εναλλαγή των αντιθέσων που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη και την ισορροπία του. Η λύτρωση των ανδρών και των γυναικών, των νέων και των λιγότερο νέων, των ηρώων, των αναγνωστών, των συγγραφέων... έχουν κοινή αφετηρία και κοινό τέλος.”

“Μιλάς γενικόλογα για τη λύτρωση. Οι ήρωες του μυθιστορήματος ποια σχέση έχουν με αυτήν;

“Αυτή η ερώτηση μου αρέσει. Άκου... Έχουν αξιοπρέπεια! Άλλος μπορεί και να τους έλεγε... εμμονικούς. Δεν συμφωνώ! Θα μου πεις τώρα... Συμβιβασμούς δεν έκαναν αυτοί οι άνθρωποι; Τους έχεις θεοποιήσει... Οι συνειδητές υποχωρήσεις και οι ουσιαστικές αποδοχές είναι αυτές που σε περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο και σε οδηγούν στην λύτρωση. Ήθελαν να ξέρουν τι ακριβώς γίνεται μέσα τους... Η γλώσσα τους... γλώσσα της καρδιάς, άλλες φορές γλώσσα εγκεφαλική, άλλες πάλι γλώσσα προσχεδιασμένη... Έπαιζαν με τις λέξεις και με αυτά που κρυβόντουσαν κάτω από αυτές. Μερικές λέξεις είναι κώδικες για ένα ζευγάρι. Έχει τεράστια σημασία να λες μια ουδέτερη λέξη για τους περισσότερους και να έρχεται στο μυαλό του άλλου μια εικόνα... από το παρελθόν. Κι αν έρχεται και στην ψυχή η εικόνα... εκεί κι αν είναι επικοινωνία! Δε δίνω επιθετικό προσδιορισμό στην επικοινωνία...”

“Να το διαβάσω το βιβλίο;”

“Να το διαβάσεις το βιβλίο.”

“Θα δω όσα είδες εσύ;”

“Μακάρι... εσύ να δεις περισσότερα! Εγώ σου είπα κάποια... Δε θα γράψω και μονογραφία...”

“Λεβάντα της Άτκινσον, του Μάνου Κοντολέων, από τις Εκδόσεις Πατάκη. Για τον τίτλο τίποτα δε μου είπες...”

“Μια κολώνια είναι ο τίτλος...”

“Το τέλος του μυθιστορήματος;”

“Μια άλλη κολώνια...”

“Κι η αναγνωστική απόλαυση...

“Κολώνια κι αυτή!”

“Κάποιοι δε φορούν κολώνια...”

“Μυρίζουν τα αρώματα των άλλων...

3.8.15

Μέσα στον Αύγουστο.... "Δυο φορές Άνοιξη"

Διαβάσαμε απνευστί το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων: 




 και σχολιάζουμε…

(γράφει η Μαντώ Χαντζή στο:
 http://www.kulturosupa.gr/index.php/art-book/xatzh-dio-fores-zoi-9905/#.Vb98N_ntmkp )




Λένε πως, αν σου χτυπήσει ο έρωτας την πόρτα, δεν πρέπει να τον αφήσεις να φύγει. Βέβαια, τι γίνεται όταν ο έρωτας σε πετυχαίνει σε εκείνη τη φάση ζωής που είσαι περιτριγυρισμένος από πρέπει; Αυτή είναι κι η ιστορία του βιβλίου «Δύο φορές άνοιξη».

Εκείνη γύρω στα τριάντα. Εκείνος γύρω στα σαράντα. Ένα άλμπουμ γίνεται αφορμή για να συναντηθούν η Ανθή κι ο Μανουήλ. Η Ανθή, στην αρχή, έχει αναστολές, ούσα παντρεμένη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Σ’ ένα πάρτι το ’86 η Ανθή γνωρίζει το Δημήτρη. Σύντομα θα παντρευτούν, καθώς η Ανθή είναι έγκυος. Το δεύτερο παιδί θα ακολουθήσει το πρώτο και κάπως έτσι η Ανθή βρίσκεται κλεισμένη στο σπίτι να μεγαλώνει τα δύο της παιδιά. Ενώ ο άντρας της δουλεύει, συναναστρέφεται με κόσμο και γενικά ζει τη ζωή του. Κι ως άντρας, που σέβεται τον εαυτό του, κάνει τις απιστίες του. Όταν λοιπόν η Ανθή αποφασίζει να πάρει τη ζωή στα χέρια της, δεν ξέρει τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Επειδή είναι άμαθη. Η γνωριμία της με το Μανουήλ Δαλασσηνό, το γνωστό φωτογράφο, θα τη βοηθήσει να ανακαλύψει τις κρυφές της επιθυμίες μα περισσότερο τον ίδιο της τον εαυτό. Το καλοκαίρι που θα περάσει μαζί του θα σφραγίσει για πάντα το πέρασμα της στην (σεξουαλική) ωριμότητα. Μετά από αυτή τη σύντομη, έστω, σχέση, τίποτα δε θα είναι το ίδιο.

Εικοσιέξι χρόνια είναι η διαδρομή αυτού του βιβλίου. Οι ήρωες από νέοι γίνονται μεσήλικες, τα παιδιά τους μεγαλώνουν, οι γονείς τους γερνούν. Όλα αλλάζουν. Μα πιο πολύ οι ίδιοι. Οι ζωές των ηρώων, όμως, θα ενωθούν αναγκαστικά. Ένα άσχημο γεγονός θα φέρει στο φως καλά κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος κι αλήθειες που πονάνε. Οι ήρωες θα πρέπει να αποδεχτούν την αλήθεια και να συμβιβαστούν με αυτή.

Τέσσερις είναι οι ήρωες- δύο γυναίκες, δύο άντρες. Η Ανθή μοιάζει να κινεί τα νήματα, έστω κι ερήμην της. Η γυναίκα που με τη γοητεία της καταφέρνει να δημιουργεί πάθη. Που όμως απόλυτη προτεραιότητά της είναι η οικογένεια. Που τη διατηρεί με νύχια και με δόντια. Από την άλλη η φίλη της η Αλίκη, μια γυναίκα ανεξάρτητη και μόνη, που ζηλεύει την Ανθή για την τύχη της. Για την ευτυχισμένη οικογενειακή της ζωή, δηλαδή.

Κι έπειτα οι δύο άντρες ήρωες. Ο Δημήτρης, ένας φυσιολογικός άντρας. Όμορφος, αυτοδημιούργητος, σταθερός χαρακτήρας και με εκείνο το μουστάκι που διατηρεί από τα φοιτητικά του χρόνια καταφέρνει να κρατά κοντά του την Ανθή. Από την άλλη ο Μανουήλ, ένας παρορμητικός φύσει και θέσει άντρας, που σαν άνεμος στροβιλίζει ό,τι βρεθεί κοντά του. Αγαπά τα ταξίδια, αντιπαθεί τη σταθερότητα, λατρεύει τη θάλασσα. Όπως κι η Αλίκη, έτσι κι εκείνος φαίνονται να βοηθούν στην ενηλικίωση της Ανθής.

Το βιβλίο αυτό είναι κάτι παραπάνω από την απλή αφήγηση μιας ακόμη ερωτικής ιστορίας. Δεν είναι η ιστορία μιας παντρεμένης που απατά το σύζυγό της, ούτε αφορά στο χρονικό της διάλυσης ενός γάμου. Είναι ένα ταξίδι συνειδητοποίησης εαυτού. Οι ήρωες στη διάρκεια μιας εικοσιπενταετίας μεγαλώνουν, συλλέγουν εμπειρίες κι ωριμάζουν. Αντιλαμβάνονται τις αδυναμίες τους, κατανοούν τα λάθη των άλλων. Μα πιο πολύ μαθαίνουν να συγχωρούν. Γιατί μεγαλώνοντας μαθαίνει κανείς πως το σημαντικότερο είναι η αγάπη. Κι όταν αγαπάς κάποιον, συγχωρείς.

Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Ίσως γιατί η αφήγηση κι η δόμηση των χαρακτήρων μυεί τον αναγνώστη στις σελίδες, τον ωθεί να συναισθανθεί την ηρωίδα, να νιώσει παρατηρητής των ζωών των ηρώων. Μια πολύ καλή πρόταση για τις καλοκαιρινές Σας διακοπές!