30.6.09

Ομορφιά και Θλίψη


Γιασουνάρι Καουαμπάτα
"Ομορφιά και Θλίψη"
Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Κστανιώτη
Με την ευφορία που σε κατέχει μετά από το τέλος της ανάγνωσης έργου μεγάλου συγγραφέα, γράφω αυτές τις γραμμές.
Γιατί ο Καουαμπάτα (Καβαμπάτα, τον ήξερα στα χρόνια της εφηβείας μου, όταν πρωτοδιάβασα έργο του) είναι αληθινά μάστορας μεγάλος του λογοτεχνικού ύφους, αλλά και σπουδαίος ανατόμος των ανθρώπινων παθών.
Στο μυθιστόημα του αυτό (που είναι, νομίζω, και το τελευταίο που έγραψε προτού αυτοκτονήσει) πρωταγωνιστεί η ζήλεια.
Η ζήλεια και η εκδίκησή της, δίπλα όμως στο μεγάλο έρωτα, στο μεγάλο πόθο. Το ίδιο δίπλα και στον καθημερινό συμβιβασμό, το ίδιο δίπλα και στην ανάλυση των έργων τέχνης.
Χαλαρή αφήγηση που ξαφνικά αποκτά μια τρομερή ένταση, και που αμέσως μετά θα χρησιμοποιήσει τη διακριτικότητα μιας γιαπωνέζικης στάσης ζωής.
Οι μεγάλοι συγγραφείς δε διστάζουν να αναμετρηθούν με το παρελθόν, τολμούν να γράψουν για πάθη αρχέγονα, έχουν την ικανότητα να τα φωτίσουν με νέες, μικρές μα και ουσιαστικές λεπτομέρειες.
Το κλασικό ερωτικό τρίγωνο, εδώ μετατρέπεται σε τετράγωνο, γίνεται πεντάγωνο. Και κάθε γωνία του -ο κάθε ήρωας του, δηλαδή- ισότιμα αναλύεται και με δικαιοσύνη δικάζεται.
Λογοτεχνιά υψηλών προδιαγραφών. Λογοτεχνία συναισθημάτων και αισθήσεων.

23.6.09

Ελίτσα ή Παπαρούνα;


Όχι, δεν το παραμέλησα αυτό το βιβλιό μου.
Δεν ήταν η πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός μου "Λεβάντα της Άτκινσον" που θα με έκανε να βάλω σε δεύτερη μοίρα το πιο πρόσφατο παιδικό μου.
Αντίθετα, αυτό το βιβλίο μου πολύ το αγαπώ και ό,τι πολύ αγαπάς διστάζεις γι αυτό να μιλήσεις.
Αγαπώ την Ελίτσα η Παπαρούνα γιατί μιλά για μια απώλεια που μετατρέπεται σε δημιουργία.
Στην ουσία μιλά για το πως φτιάχνεται ένα λογοτεχνικό έργο.
Είναι ένα κείμενο που αν και βασικά ανήκει στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά, φιλοδοξώ και πιστεύω πως μπορεί να αγγίξει και τον κάθε μεγάλο. Αυτόν, τουλάχιστον, που αναγνωρίζει τον τρόπο που ένα παιδί αγαπά.
Το αγαπώ.
Μα και το θαυμάζω σαν βιβλίο. Είναι, αληθινά, πολύ όμορφη έκδοση. Και ο Βασίλης Παπατσαρούχας έφτιαξε πανέμορφες εικόνες.
"Ελίτσα ή Παπαρούνα;" , λοιπόν;
Ήδη οι πρώτες απαντήσεις έχουν φτάσει.
Και όλoυς όσους μου στείλανε τη γνώμη τους, τους ευχαριστώ. Κι αυτούς που θα μου τη στείλουνε, επίσης.

15.6.09

Τα νέα της Πόλυς Μηλιώρη



Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη, 2009


Η Πόλυ Μηλιώρη έχει μια πολύπλευρη και μακρόχρονη σχέση με τον γραπτό λόγο.
Για χρόνια διευθύντρια και αρθρογράφος του περιοδικού ‘Πάνθεον’, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στρέφεται και στην πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει οκτώ μυθιστορήματα, δυο μυθιστορήματα για νέους, μια συλλογή χρονογραφημάτων, ένα χρονικό του ελληνικού περιοδικού τύπου και ένα βιβλίο σχετικό με την δημιουργική γραφή.
Στα πρώτα της έργα, η δημοσιογραφική ματιά της συνδυαζότανε με την εσωτερική ενατένιση της πεζογράφου, μα σταδιακά το δημοσιογραφικό στοιχείο υποχωρεί και στα τελευταία της
πλέον έργα, η μυθιστοριογράφος μένει μόνη για να χειριστεί με –συχνά- εργαστηριακές τεχνικές τον κόσμο και τα πρόσωπα που πάνω τους θα στηρίξει κάθε φορά το έργο της.
Το μυθιστόρημα «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» κλείνει μια τριλογία -οι άλλοι δυο τίτλοι είναι: «Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη» (1999) και «Η Νανά των ανοιχτών λογαριασμών» (2003). Τίτλος της τριλογίας : «Στο θέατρο των ανιόντων»
Μέσα από τα τρία αυτά μυθιστορήματα η Πόλη Μηλιώρη ανατέμνει τον 20ο αιώνα, έτσι όπως
αυτός εκφράστηκε από μια μερίδα ελλήνων –αναφέρομαι στους μικρασιάτες πρόσφυγες και την άνοδό κάποιων από αυτούς, από την χορεία των προσφύγων στην τάξη των μεγαλοαστών.
Μέσα από τα πρόσωπα μιας οικογένειας με μικρασιατική καταγωγή, ο αναγνώστης της τριλογία
ς θα πλησιάσει και θα κατανοήσει διαπροσωπικές σχέσεις, οικογενειακά μυστικά και επιχειρηματικές επεμβάσεις.
Η Μηλιώρη χρησιμοποιεί διαφορετικές τεχνικές αφήγησης στο κάθε μυθιστόρημα της τριλογίας.
Το πρώτο στηρίζεται σε μονολόγους των ηρώων. Το δεύτερο έχει κτιστεί πάνω σε μια τριτοπρό
σωπη αφήγηση με παρεμβολές αφηγήσεων της κεντρικής ηρωίδας.
Στο τρίτο –στο «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» - η αφήγηση είναι από την πλευρά ενός μόνο προσώπου και μόνο σε κάποια σημεία ακούγονται οι φωνές κάποιων τρίτων, φωνές που απλώς επιβεβαιώνουν τις απόψεις και της βασικής αφηγήτριας.
Το κάθε μυθιστόρημα λειτουργεί ως αυτοτελές κείμενο, αλλά η συγγραφέας φροντίζει να προσφέρει στοιχεία που ενώνουν το ένα με τα υπόλοιπα.
Ο μυθιστορηματικός άξονας που διαπερνά και τα τρία κείμενα είναι οι σχέσεις δυο αδελφών – μια που ξεκινά από τις αρχές του αιώνα και μια άλλη που τον κλείνει.
Εκείνο που διαφο
ροποιεί τις δυο αυτές σχέσεις είναι και ότι διαφοροποιεί το τέλος από την αρχή του 20ου αιώνα. Αναφέρομαι όχι στην ποιότητα του δεσμού, αλλά στον τρόπο που αυτός εκφράζεται.
Αλλά δεν θα πρέπει να μην τονισθεί πως η τριλογία έχει και την κεντρική ηρωίδα της. Η Νανά Τρανού –που το όνομά της αναφέρεται στον τίτλο του δεύτερου μέρους της τριλογίας- στην ουσία πρωταγωνιστεί και στα άλλα δύο μυθιστορήματα.
Από τα πλέον σύνθετα πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας, είναι στιγμές που αγγίζει τα όρια μιας τραγικής ηρωίδας της εποχής μας. Τραγικής όσο και αρνητικής.
Μένοντας, πάντως, στο τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ίσως είναι το μοναδικό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας, το οποίο περιγράφει την πτώση μιας τάξης επιχειρηματιών –αυτούς που έφτιαξαν την αυτοκρατορία τους αμέσως σχεδόν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια πτώση που δημιουργείται καθώς το κοινωνικό και οικονομικό ήθος μεταλλάσσεται και στη θέση της ατομικότητας βλέπουμε να εισβάλλει η κλίκα –ή αν προτιμάτε τα διάφορα καρτέλ.
Μα μια τέτοια κατάσταση επιδρά και στις διαπροσωπικές σχέσεις, καταρρακώνει και οικογενειακούς δεσμούς. Η Πόλυ Μηλιώρη πάνω σε αυτήν την καταρράκωση στέκεται και αναλύ
ει με ρυθμούς αγχωτικούς τα μικρά και μεγάλα δράματα που κρύβονται μέσα στα μεγαλοαστικά σπιτικά.
Και έτσι βέβαια δικαιολογεί και την απόφασή της να χρησιμοποιήσει την υποκειμενικότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Από τη συνολική ματιά της προσφυγιάς, στην αντικειμενικότητα της οικονομικής αυτάρκειας και τέλος στην υποκειμενικότητα της διαπραγμάτευσης αξιών και συναισθημάτων.
Το μυθιστόρημα «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» είναι και περισσότερο φιλόδοξο σε σχέση με τα άλλα δύο της τριλογίας. Κι αυτό γιατί παράλληλα με την αφήγηση των μυθιστορηματικών συμβάντων, η Μηλιώρη θέτει ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση πραγματικής ζωής και μυθιστορηματικής. Καθώς η βασική αφηγήτρια είναι και η ίδια συγγραφέας θεατρικών έργων, αναζητά τα όρια ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη.
Έργο κι αυτό –όπως και τα άλλα δύο- πολυπρόσωπο. Αλλά η συγγραφέας –και πάλι- με άνεση και ευαισθησία περιγράφει επαρκέστατα κάθε χαρακτήρα, ενώ οι γειτονιές και τα
προάστια της Αθήνας, οι μονοκατοικίες και τα διαμερίσματά της δίνουν και αυτά το στίγμα τους σ
το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από εκείνο της αναπαράστασης του τέλους μιας εποχής.
Έργο εν τέλει πικρό καθώς κλείνει την αυλαία μιας εποχής και μιας οικογένειας, αλλά και τρυφερό μιας και συμπάσχει με τον κάθε θύτη, ξέροντας πως θα είναι ο ίδιος και θύμα του
εαυτού του.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ,Ιούνιος, 2009)




«Πάντοτε είναι αργά»


Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Ψυχογιός


Οι περισσότεροι συγγραφείς διαθέτουν ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο στίγμα.
Αναφέρομαι στην περιοχή απ΄ όπου αντλούν τα θέματά τους και στη συνέχεια αυτήν την ίδια περιοχή στην πιο απλή περίπτωση καταγράφουν και στην πλέον σύνθετη
ανιχνεύουν και ερμηνεύουν.
Κάπως έτσι μπορούμε να δούμε συγγραφείς που ασχολούνται με ιστορικά θέματα, άλλους με ζητήματα του έρωτα, άλλους με εκφράσεις της πολιτικής και βέβαια πάμπολλους που έλκονται από την τάση να ψυχαναλύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η Πόλυ Μηλιώρη έχει κι αυτή το δικό της συγγραφικό στίγμα.
Μόνο που το δικό της αν και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και ακόμα περισσότερο σημαντικό, λίγοι, ελάχιστοι, ίσως και ουδείς άλλος το διαθέτει.
Το συγγραφικό στίγμα της Πόλυ Μηλιώρη είναι οι νεοέλληνες αστοί.
Λέγοντας νεοέλληνες αστοί, έχω στο νου εκείνους τους έλληνες που από τα μέσα περίπου του 1920 έως και λίγο πριν το τέλος του 20ου αιώνα, κατάφεραν να αναρριχηθούν κοινωνικά και οικονομικά και στην πλειοψηφία τους να αποτελέσουν τη δεξαμενή από όπου βγήκαν επιστήμονες, έμποροι , επιχειρηματίες και καλλιτέχνες.
Η τάξη αυτή –έτσι όπως τουλάχιστον την ορίζω- σήμερα δεν υπάρχει. Όσοι την εκπροσωπούν είναι οι τελευταίοι –και ίσως φθαρμένοι πλέον- απόγονοι των πρώτων νεοελλήνων αστών.
Οι κοινωνικές δομές αλλάζουν, οι οικονομίες διαφοροποιούνται και οι ταξικές διαφορές ολοένα και περισσότερα δείχνουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης.
Αλλά ο κόσμος που εμείς γνωρίσαμε, η ελληνική κοινωνία που εμείς μέσα της μεγαλώσαμε, ήταν γεμάτοι από εκπροσώπους των αστών. Από τον Ωνάση στον Θεοφανίδη, από την Κυβέλη στην Βουγιουκλάκη –άντρες και γυναίκες που διαμόρφωσαν μια κοινωνική δομή –αρχές, αξίες, απαξίες, οράματα και αδιέξοδα.
Η Πόλυ Μηλιώρη εκπροσώπους αυτών των αστών έχει ως ήρωες στα περισσότερα βιβλία της. Και από την εποχή της παντοδυναμίας τους και από τη σημερινή εποχή των τελευταίων αδύναμων επιγόνων τους.
Και με ιδιαίτερη παρατηρητικότητα περιγράφει τους χώρους μέσα στους οποίους ζούνε και εργάζονται.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα –«Πάντοτε είναι αργά», κεντρικά πρόσωπα είναι δυο γυναίκες. Μάνα και κόρη.
Και οι δυο από εκείνους, που πιο πάνω λέγαμε, τους επιγόνους των αστών των μέσων του 20ου.
Η μάνα χήρα συμβολαιογράφου, με κάπως ταπεινή καταγωγή που όμως γρήγορα και αποτελεσματικά εντάχθηκε στην ανώτερη τάξη του συζύγου.
Η κόρη συμβολαιογράφος, μια γυναίκα που πλησιάζει τα σαράντα, όσο κι αν έχει λιγότερο εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας του πατέρα της, εντούτοις με σαφήνεια εκφράζει τα τελευταία κατάλοιπά τους.
Το μυθιστόρημα στηρίζεται πάνω σε ένα οικογενειακό μυστικό.
Η κόρη σε πολύ νεαρά ηλικία –μαθήτρια της τελευταίας τάξης του σχολείου- είχε μείνει έγκυος μετά από μια τυχαία ερωτική της συνεύρεση με γάλλο φοιτητή.
Αποτέλεσμα εκείνης της ερωτικής της πρώτης εμπειρίας ήταν να μείνει έγκυος, ενώ μήτε το επίθετο του περαστικού εραστή της δεν ήξερε.
Η ίδια με το πάθος της επανάστασης του νέου της δεκαετίας του ’80 , είχε αποφασίσει να κρα-
τήσει το παιδί.
Αλλά η μητέρα με τη κοινωνική γνώση μιας γυναίκας που μεγάλωσε αμέσως μετά από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και που χρησιμοποίησε το άσπιλο κορμί της για να ανέβει την κοινωνική κλίμακα, δεν μπορεί κάτι τέτοιο να το επιτρέψει.
Ότι σχεδίασε και εφάρμοσε δείχνει πως για είκοσι χρόνια λειτούργησε. Αλλά καθώς ο νέος αιώνας έχει μπει, οι νέες συνθήκες που έχουν επιβληθεί θα επαναφέρουν στο προσκήνιο εκείνη την κρυφή πράξη και θα προκαλέσουν μια καθυστερημένη εκτόνωσή της.
Μια ιστορία που όλοι γνωρίζουμε πως παρόμοιες έχουν συχνά συμβεί –η αστική τάξη ήξερε να σχεδιάζει επιθέσεις και άμυνες για να επιβιώνει.
Μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να υλοποιηθεί συγγραφικά με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμά της να χαρακτηρισθεί ως ένα κοινωνικό ρομάντζο.
Αλλά η Μηλιώρη δεν κάνει ροζ λογοτεχνία, κάνει λογοτεχνία κοινωνικών τομών και ψυχογραφικών ανιχνεύσεων.
Η ανεπιθύμητη γέννα θα της προσφέρει την αφορμή να φωτίσει προσωπικότητες και σχέσεις –κυρίως τη σχέση κόρης και μάνας, αλλά και να διεισδύσει στις ψυχολογικές καταστάσεις δυο γυναικών έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται από τις ηλικίες που η κάθε μια τους διανύει.
Μάνα και κόρη ή δυο γυναίκες που η μια τελειώνει το βίο της και η άλλη κάπως καθυστερημένα προσπαθεί να τον ολοκληρώσει.
Η Μηλιώρη δεν γνωρίζει μόνο τα μυστικά των γυναικών ως γυναίκα και η ίδια, μα ξέρει αυτά τα μυστικά να τα φωτίζει με τέτοιο τρόπο ώστε από ατομικές στιγμές να μετατρέπονται σε υπαρξιακές καταθέσεις.
Αλλά οι γυναίκες δεν αυτοπροσδιορίζονται μόνο βλέποντας η μια την άλλη. Μα και μέσα από τον τρόπο που συνυπάρχουν με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου.
Ο άντρας ως σύζυγος, ο άντρας ως εραστής, ο άντρας ως συνεταίρος, ο άντρας ως γιος.
Η Μάρθα και η Αφροδίτη –η μάνα και η κόρη- ζούνε δίπλα σε άντρες. Συνυπάρχουν δημιο
υργούν μαζί τους, η μια από αυτές άντρα γέννησε.
Η Πόλυ Μηλιώρη δεν καταγράφει μόνο το πως οι γυναίκες επηρεάζονται από τους άντρες της ζωής τους. Μα και το πως αυτές μπορούν και διαμορφώνουν τα όνειρα όσων αντρών τις πλησιάζουν.
Ένα μυθιστόρημα που περιγράφει καταστάσεις και ψυχογραφεί αντιδράσεις, ασφαλώς πρέπει να δείχνει και την εποχή μέσα στην οποία τα πρόσωπα ζούνε.
Το σήμερα των ημερών μας έχει τη στάμπα μιας τηλεοπτικής επέμβασης.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η τηλεόραση πολλαπλά παρεμβαίνει στη ζωή μας.
Αυτή την παρέμβαση η Πόλυ Μηλιώρη με ένα ακόμα εύρημα της την υλοποιεί, και μάλιστα τόσο εύστοχα ώστε αφήνει στο, κατά κάποιο τρόπο ανοιχτό, τέλος να διαφανεί πως μέσα από μια τηλεοπτική εκπομπή θα ολοκληρωθεί η διαφάνεια των σχέσεων και θα αποδοθούνε οι ευθύνες.
Μυθιστόρημα λοιπόν που φλερτάρει με το ύφος και το περιεχόμενο τηλεοπτικών εκπομπών, την ίδια τη στιγμή που πηγαίνει λες πίσω από τα σκηνικά των reality show
και αναδεικνύει τα ανθρώπινα πάθη και –για να επιστρέψουμε εκεί απ΄ όπου αρχίσαμε- υπογραμμίζει πως η αστική τάξη μεταλλάχτηκε ήδη, από φορέας
ανάπτυξης και αλλαγών, έγινε αποδέκτης καταναλωτικών μηνυμάτων και εκχώρησης συναισθηματικών δικαιωμάτων.
(κείμενο παρουσιάσης του έργου στον ΙΑΝΟ, 16/6/2009)




4.6.09

Συνέντευξη στο "ΔΙΑΒΑΖΩ"

Ανοιχτοί λογαριασμοί με τη φθορά και τον έρωτα




Με αφορμή το νέο μυθιστόρημά του, Λεβάντα της Άτκινσον,
ο Μάνος Κοντολέων συνομιλεί με τον Γιάννη Κοτσιφό


Σε μια περίοδο που πολλοί ομότεχνοί του κινούνται στο θολή γραμμή μεταξύ εκδοτικής συνέπειας και αναγνωστικής ανίας, ο Μάνος Κοντολέων προτιμά να είναι συνεπής στην πρόκληση της συγγραφικής ανανέωσης και επανέρχεται από απροσδόκητους δρόμους σε θέματα που διατρέχουν την πλούσια λογοτεχνική παραγωγή του τα τελευταία χρόνια, φωτίζοντας με αδυσώπητο τρόπο γωνιές που ο αναγνώστης ίσως προτιμούσε να μείνουν στην ασφάλεια της αφάνειας.

Πριν από τρία χρόνια, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τις δυνάμεις του στο είδος του θεάτρου, συμπύκνωσε στο βιβλίο του Τέταρτη Εποχή (εκδ. Πατάκη) τη βία που περιέχει η ανάγκη των ανθρώπων να ξορκίσουν με τον έρωτα τη φθορά σωμάτων και συναισθημάτων και τολμά να την εκτοξεύσει στον αναγνώστη του πολλαπλασιασμένη από την αντιστροφή αυτού του σχήματος: η Κλέα και ο Μενέλαος, οικογενειάρχες, αστοί, επιτυχημένοι επαγγελματικά, αν δεν κάνουν τη φθορά κοινό κτήμα τους δεν θα μπορέσουν να αντέξουν τον έρωτά τους.
Φέτος, ο Μάνος Κοντολέων ξανανοίγει τους συγγραφικούς λογαριασμούς του με το θέμα, μετασχηματίζοντας εκείνο το θεατρικό έργο σε μυθιστόρημα, έχοντας όμως θέσει στον εαυτό του μια σειρά από δεσμεύσεις: ίδιοι ήρωες, ίδιος αφηγηματικός χρόνος, ίδιοι διάλογοι. Μέσα από τέτοια στοιχήματα τεχνικής αναδύθηκε η Λεβάντα της Άτκινσον, και μοιραία από αυτά εκκινεί και η συζήτησή μας γι’ αυτήν.

- Αναρωτιέμαι τι βάρυνε στο ζύγισμα μεταξύ της πρόκλησης σε επίπεδο τεχνικής και του φόβου για ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να μυρίζει εργαστήριο. ¨Ή κάποια άλλη άδηλη ανάγκη υπερέβαινε παρόμοια διλήμματα;

*Είναι γεγονός πως οι πειραματισμοί με ελκύουν. Και στο πλαίσιο ενός πειραματισμού έγραψα το θεατρικό Η Τέταρτη Εποχή - ήθελα να διαπιστώσω αν μπορώ να εγκαταλείψω την άνεση του πεζογράφου και να γράψω κάτω από την συμπιεσμένη τεχνική ενός θεατρικού συγγραφέα. Αλλά όταν το θεατρικό τελείωσε, διαπίστωσα πως τα πρόσωπα του έργου εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέσα και γύρω μου. Λες και μου ζητούσαν να χαρίσω και σε αυτά τον άνετο χώρο έκφρασης που είχα στο παρελθόν προσφέρει στους άλλους ήρωές μου. Κι εγώ τους άκουσα, τους έκανα το χατίρι. Αλλά επειδή, όπως είπαμε, πάντα οι πειραματισμοί με ελκύουν, αποφάσισα το μυθιστόρημα που θα έγραφα να είχε κάποιους περιοριστικούς κανόνες. Μυθιστορηματικός χρόνος αφήγησης ίδιος με αυτόν του θεατρικού και οι διάλογοι του μυθιστορήματος μόνο αυτοί που ήταν και μέσα στο θεατρικό έργο. Με άλλα λόγια συνέχισα να ανιχνεύω τεχνικές αφήγησης και να πειραματίζομαι σε νέες δομές.

- Και μέσα σε αυτές η Κλέα και ο Μενέλαος έρχονται εκ νέου αντιμέτωποι με τη φθορά του έρωτά τους ή μήπως με τη φθορά του ίδιου του εαυτού του ο καθένας;

* Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι για δύο. Αν παρουσιάσει σημάδια φθοράς, αυτό συμβαίνει γιατί ο ένας ή και οι δυο παίχτες έχουν φθαρεί. Η φθορά των ατόμων , αλλά και των σχέσεων, έχει να κάνει και με τον χρόνο, αλλά και με το πόσο ο καθένας –μα και οι δύο– άφησαν τον εαυτό τους να καταρρεύσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των ηρώων του μυθιστορήματός μου, η φθορά γίνεται κάποια στιγμή αντιληπτή και από τους δύο και γι’ αυτό αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν και τον χρόνο και την κατάρρευση των ίδιων των προσωπικοτήτων τους. Αλλά η αντιμετώπιση της φθοράς είναι πράξη κουραστική… Ή μάλλον επώδυνη. Κάτι σαν μια θεραπεία δύσκολη. Αλλά αν θέλεις να ζήσεις ως ερωτικό ον, πρέπει να την ακολουθήσεις. Ο Μενέλαος και η Κλέα είναι ερωτικά όντα. Άρα…

- Η έννοια της φθοράς τόσο σε αυτό όσο και σε προηγούμενα μυθιστορήματά σας μοιάζει να χρειάζεται την εστία της οικογένειας είτε για να αναπτυχθεί είτε για να αποσοβηθεί. Πώς αντιλαμβάνεστε την οικογένεια ως θεσμό και ως δεσμό;

* Ναι, η οικογένεια είναι και θεσμός και δεσμός. Για μένα όμως είναι κυρίως κάτι άλλο. Είναι φιλοξενία σχέσεων. Μέσα σε μια οικογένεια –αλλά προσέξτε: σε μια κλειστή, σχεδόν κυτταρική οικογένεια– αναπτύσσονται συναισθήματα, δημιουργούνται εντάσεις, προκαλούνται φθορές, γεννιούνται όνειρα. Τα μέλη μιας οικογένειας αξίζει να βιώνουν τις μεταξύ τους σχέσεις, όχι με τρόπους προκαθορισμένους –π.χ. άντρας-γυναίκα, γονείς-παιδιά κτλ. – αλλά ελεύθερους και κάθε φορά διαμορφωμένους από τα ίδια τα άτομα που την αποτελούν. Τα μέλη μιας οικογένειας ζούνε τον έρωτα, ζούνε την αγάπη, ζούνε τη φιλία, ζούνε την κατανόηση και τη συμπαράσταση, όπως επίσης ζούνε και τη μοναξιά, την καταπίεση, την εξάρτηση ή την προδοσία. Με άλλα λόγια ζούνε επικινδύνως ολοκληρωμένα, αλλά μέσα σε συνθήκες ασφαλείς.

- Αν η Ερωτική Αγωγή, το μυθιστόρημά σας του 2003, αντιμετώπιζε τον έρωτα και τον ερωτισμό στη δημόσια, πολιτική και κοινωνική διάστασή του, η Λεβάντα της Άτκινσον μοιάζει να σκάβει βαθύτερα στο σκοτεινό πεδίο της ιδιωτικής δοκιμασίας. Κλείνει ένας κύκλος γι’ αυτό το θέμα;

* Εδώ και χρόνια με απασχολεί ο έρωτας στις διάφορες μορφές με τις οποίες εκφράζεται, ως μνήμη παιδική (Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας), ως μνημονική ζήλια (Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο), αλλά και το πώς συνδυάζεται με την εξουσία (Ιστορία Ευνούχου), ή το πώς συνδέεται με τις κοινωνικές αλλαγές (Ερωτική Αγωγή), κι άλλοτε πάλι πώς παρουσιάζεται μέσα στην καθημερινότητα (Σχεδόν Έρωτας). Τώρα θέλησα να τον δω ως καταλυτικό στοιχείο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πως ο κύκλος έχει κλείσει… Νομίζω πως έχει μείνει κάτι που δεν το έχω συγγραφικά αντιμετωπίσει. Τον έρωτα με τον ίδιο τον εαυτό μας…

- Ελπίζω όχι σαν κι αυτόν που αναπτύσσουν ομότεχνοί σας στο συγγραφικό σταρ σύστεμ. Αλήθεια, έπειτα από 11 βιβλία για ενηλίκους και δεκάδες έργα που –τώρα πια μπορούμε να το πούμε- διαμόρφωσαν νέους αναγνώστες, πώς θα προσδιορίζατε τη θέση σας;



* Όταν κάτι δεν το πιστεύεις, κι αυτό σε αγνοεί. Αποφάσισα πως θέλω να γίνω συγγραφέας από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια. Και το αποφάσισα όχι γιατί θεωρούσα τους συγγραφείς που διάβαζα –και ήθελα να τους μοιάσω– ως μέλη ενός σταρ σύστεμ, αλλά ως άτομα που επικοινωνούσαν με πολλούς ανθρώπους: τους αναγνώστες τους. Ο σταρ δεν επικοινωνεί. Θα έλεγα πως ζητά από τη μια να επιβληθεί στους πολλούς και από την άλλη υποκύπτει στων πολλών την εξουσία. Αυτός που μέσα από τη γραφή επιζητά την επαφή, ζητά κάτι εντελώς διαφορετικό. Καταθέτει τον υποκειμενικό λόγο του και ελπίζει αυτός ο λόγος να συναντηθεί με την υποκειμενικότητα ενός άλλου. Αλλά στη δική μου περίπτωση έχει συμβεί και κάτι ακόμη: Επειδή ένα μεγάλο μέρος του έργου μου ανήκει σε ό,τι εκδοτικά αναφέρεται ως λογοτεχνία για παιδιά και νέους, είναι δύσκολο να γίνω αποδεκτός από εκείνους που σχεδιάζουν τα όρια του συγγραφικού σταρ σύστεμ. Είμαι, μάλλον, ο μόνος έλληνας συγγραφέας (μαζί, ίσως, με τον Παντελή Καλιότσο) που έχει μια συνεχή, για τριάντα τόσα χρόνια, παρουσία στους χώρους τόσο της ενήλικης, όσο και της παιδική / νεανικής πεζογραφίας. Και από αυτή τη σκοπιά –την ηλικία των αναγνωστών μου που απευθύνομαι, δηλαδή-, θα έλεγα πως δεν έχω τυποποιήσει τους τρόπους επικοινωνίας μου μαζί τους. Θέλω άλλοτε νάναι παιδιά ή έφηβοι κι άλλοτε ενήλικες. Αλλά το κάθε σύστημα απαιτεί τυποποίηση. Το δικό μου συγγραφικό προφίλ δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο.

- Αφήνοντας τον Μενέλαο και την Κλέα να δοκιμάσουν την αντοχή όσων τους συνδέουν στη μυθιστορηματική πια Τέταρτη Εποχή τους, κι έχοντας σε προσωπικό επίπεδο παρακολουθήσει από κοντά τον περιπετειώδη λογοτεχνικό δρόμο που ακολουθείτε την τελευταία δεκαετία, αναρωτιέμαι πόσο ισχύει εκείνο το παλιό μότο που συναντάει κανείς ακόμη στην ιστοσελίδα σας: Τίποτε από μένα δεν φαίνεται.

* Ισχύει και κάθε μέρα προσπαθώ να συνεχίζεται η ισχύς του. Γιατί αλίμονο αν όλα γίνουν φανερά σε ένα δημιουργό. Τότε θα σταματήσει να δημιουργεί. Ένα έργο τέχνης δεν ξαφνιάζει μόνο τον αποδέκτη του, αλλά και τον ίδιο τον δημιουργό του. Θέλω να ελπίζω πως αυτά που έχω μέχρι σήμερα δείξει στους αναγνώστες μου, μα και στον ίδιο τον εαυτό μου, είναι πολύ λιγότερα από αυτά που ακόμα δεν έχουν φανεί.


(Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουνίου 2009, του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ)