22.7.24

Ο Μάρκος τα λέει όλα

 

Εικόνες : Τέτη Σώλου


Ο Μάρκος εδώ και δυο μήνες ξεκίνησε το γυμνάσιο. Ο Νέστορας, ο μικρός του αδελφός, πάει ακόμα στο δημοτικό.Αλλά μπορεί ο Μάρκος να είναι ο μεγάλος αδελφός, μα αυτός που τελικά κάνει ό,τι θέλει και πάντα το δικό του γίνεται είναι ο Νέστορας. «Δεν ξέρω αν πρέπει να τον λέω αδελφάκι-αγγελάκι ή αδελφάκι-διαβολάκι» παραπονιέται ο Μάρκος και αποφασίζει να μοιραστεί με άλλους το τι σημαίνει να είσαι ο αδελφός του Νέστορα. Κι έτσι, τα λέει… όλα! Με ποιον τρόπο το κάνει αυτό; Πάντως όχι κρατώντας ένα ημερολόγιο. Υπάρχουν πιο σύγχρονοι τρόποι για να φανερώσεις όσα σε κάνουν άλλοτε να θυμώνεις κι άλλοτε να γελάς. Και στη συνέχεια όχι μόνο να τα μοιραστείς με άλλους, μα και αυτοί οι άλλοι να σε ακούσουν.
Ένα μυθιστόρημα που λέει –με κάπως ανορθόδοξο τρόπο– πολλά από αυτά που τα παιδιά δεν τολμούν να τα πούνε στους μεγάλους.

8.7.24

Μαρία Μαμαλίγκα «Μερκάντο»

 

Μαρία Μαμαλίγκα

«Μερκάντο»

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Τη δική της πορεία έχει διανύσει η Μαρία Μαμαλίγκα στο χώρο της λογοτεχνίας μας. Γνωστή μέχρι σήμερα από έξι -αν καλά θυμάμαι- βιβλία για παιδιά που τα χαρακτηρίζει μια ιδιαιτέρως προσωπική άποψη για το πως μπορεί να γράφεται αυτού του είδους λογοτεχνικό κείμενο, τώρα εισέρχεται και στο χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων.

Και εισέρχεται με τρόπο εντυπωσιακό.

Το τελευταίο της βιβλίο, η νουβέλα «Μερκάντο’  θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα κείμενο ενηλικίωσης, αλλά προτιμώ να το θεωρήσω μια κατάθεση για το πως η Ιστορία βιώνεται σε ατομικό επίπεδο.

Ζούμε την Ιστορία. Όταν θα την γράψουν, θα ξέρουν πόσο προσωπικό πόνο κρύβει η κάθε γραμμή; (σελ. 84)

Με τη φράση αυτή μπορεί κανείς να περιγράψει και το βασικό νήμα που διαπερνά τη ζωή όχι μόνο της κεντρικής ηρωίδας, αλλά και όλων των υπολοίπων προσώπων του έργου.

Μια νέα κοπέλα, εβραία που ζει στη Ρόδο τα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής όλων των Δωδεκανήσων είναι το πρόσωπο στη ζωή του οποίου ο αναγνώστης θα κληθεί να συμμετάσχει.

Ναι, ακριβώς αυτό -συμμετάσχει. Γιατί η Μαρία Μαμαλίγκα έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια δική της αφηγηματική τεχνική όπου η τριτοπρόσωπη αφήγηση συνεχώς εναλλάσσεται με ημερολογιακές καταγραφές, και όπου ακόμα οι λιτές, σχεδόν ψυχρές περιγραφές συνυπάρχουν με σκιρτήματα ψυχογραφικών και φιλοσοφικών στοχασμών.

Μια νέα, λοιπόν, Εβραία, στη Ρόδο που θα δημιουργήσει δεσμό με τον Τούρκο πολιτιστικό ακόλουθο, που θα μείνει έγκυος, αλλά θα βρεθεί μόνη μετά τον ξαφνικό θάνατο του συντρόφου της. Απέναντι σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να αποδεχτεί την αμφισβήτηση παραδοσιακών αρχών.

Κι ενώ οι ναζί θα μαζεύουν του εβραίους του νησιού για να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η νεαρά θα φυγαδευτεί από τον Τούρκο Πρόξενο στα παράλια της Τουρκίας με ένα άλλο πλέον όνομα και μια άλλα ταυτότητα -από Ελληνίδα και εβραία, Τουρκάλα και μουσουλμάνα.

Το παιδί της θα γεννηθεί νεκρό, ο δρόμος της θα τη φέρει στην Κωνσταντινούπολη κι ενώ εκείνη να αγωνίζεται να στήσει και πάλι μια εντελώς νέα ζωή, όλοι οι δικοί της θα χαθούν στην κόλαση του Άουσβιτς.

Αλλά η ζωή συνεχίζεται , ό,τι έχασε…  «τα ανακαλύπτω πάλι από την αρχή. Μέσα μου κι έξω. Κτίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου ξανά» (σελ.110)

Η νεαρά κοπέλα θα ωριμάσει, θα ζήσει σε άλλες  χώρες. Μα δεν θα έχει ποτέ ξεχάσει, αλλά και με συνεχή δυσκολία θα αποδέχεται πως ήταν πάντα ένας ‘μερκάντο’ -που στα λαντίνο σημαίνει εκείνο/η που εξαγοράστηκε με λύτρα από τον θάνατο.

Μια νουβέλα όπου η χρήση της γλώσσας έχει μια πλαστικότητα, λέξεις και φράσεις ξεχασμένων διαλέκτων εισχωρούν στην αφήγηση. Κι ακόμα ένα κείμενο που έρχεται να φωτίσει μια στιγμή ιστορίας, μια από εκείνες τις στιγμές που η μεγάλη Ιστορική Αφήγηση τις έχει τοποθετήσει ως υποσημειώσεις στις πίσω σελίδες του βιβλίου της.

Η Μαρία Μαμαλίγκα έχει με δημιουργικό τρόπο εμπλουτίσει την μυθιστορηματική της εξιστόρηση  και με πολλές τοπογραφικές λεπτομέρειες, αλλά και -κυρίως αυτό- με τη δημιουργία μια ηρωίδας όπου πείθει ότι μπορεί κάλλιστα να μην είναι μια μυθιστορηματική περσόνα, αλλά μια γυναίκα που έζησε και βίωσε όλη την γκάμα των συναισθημάτων μιας εποχής που βίαια χαράκτηκε από την αναλγησία της Ιστορίας.

 

Απόσπασμα:

Η ιστορία της ποίησης -η εκδίκηση του ανθρώπου απέναντι στην Ιστορία. Τη μία, με το γιώτα μικρό, την επιλέγουμε κι είναι προσωπική. Η άλλη, με το γιώτα κεφαλαίο, μας επιβάλλεται. Αμείλικτα και απρόσωπα. (σελ. 85)

 

https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/20683-merkanto-tis-marias-mamaligka-kritiki-mia-zoi-eksagorasmeni-apo-ton-thanato??utm_source=Newsletter&utm_medium=email

(552 λέξεις)

6.7.24

Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος για "Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε"

 Δεν έκρυψα ποτέ ότι τα κείμενα του Κοντολέων ήταν που με οδήγησαν στον κόσμο της παιδικής λογοτεχνίας. Εκτιμώ το έργο του απεριόριστα και κάθε του βιβλίο είναι για εμένα γιορτή. Σήμερα βρίσκεται στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του και μας χαρίζει βιβλία που πατώντας στέρεα στο παλιό ανοίγουν δρόμους στο νέο. Τέτοιο είναι και «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε». Διαβάζοντάς το είναι σαν να ακούς να αφηγείται ένας παραδοσιακός αφηγητής, ενώ η τεχνική και η θεματολογία είναι εντελώς σύγχρονη. Το κείμενο αυτό δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένη ηλικία αναγνωστικού κοινού. Σαν το καλό παραδοσιακό παραμύθι μπορεί να διαβαστεί απ’ όλους. Στα μικρότερα παιδιά μπορεί να δραματοποιηθεί και οι έξι ιστορίες να φτάνουν κάθε μέρα σε ανάλογο φάκελο. Κείμενο αλληγορικό, γεμάτο συμβολισμούς, θυμίζει «Παραμύθι χωρίς όνομα». Ο Ηγεμόνας κι η Αρχόντισσα συνειδητοποιούν ότι οι κάτοικοι του νησιού τους έχουν ξεχάσει τις παλιές ιστορίες και δεν δημιουργούν νέες. Ο τόπος σαπίζει και οι λέξεις που αγαπάνε έχουν ξεχαστεί. Κάνουν λοιπόν διαγωνισμό και ζητούν από τους νησιώτες να γράψουν ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε. Έτσι θα διαλέξουν τον διάδοχό τους. Λαμβάνουν έξι ιστορίες (τις οποίες διαβάζουμε κι εμείς) και καταλήγουν σε μια απόφαση που … γυρίζει σελίδα στην ιστορία και φέρνει νέα ήθη στην εξουσία. Ένα βιβλίο τόσο κλασικό όσο και σύγχρονο, το οποίο κυκλοφορεί στη σειρά Μυθιστορήματα Φαντασίας, φιλοσοφεί πάνω στο ήθος της εξουσίας και στην αξία της συμμετοχής σε αυτήν όλων των πολιτών με οδηγό την αγάπη, σε μια εποχή που κυριαρχεί η ρητορική του μίσους και η εξουσία στηρίζεται στις ψεύτικες πληροφορίες και στο διχαστικό λόγο.

Β. Ηλιόπουλος


2.7.24

Yasemin Özek: «Δέσποινα, μάτια μου»

 


Γιασεμίν Οζέκ

«Δέσποινα, μάτια μου»

Μετάφραση: Σπύρος Χατζηαναστασίου

Εκδόσεις Πατάκη

 

                                                         Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Η Γιασεμίν Οζέκ (Κωνσταντινούπολη, 1980) προέρχεται από οικογένεια ανταλλαγέντων το 1923 και ασχολείται με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το μυθιστόρημα «Δέσποινα, μάτια μου» είναι το πρώτο της λογοτεχνικό έργο και κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2017, ενώ μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2022.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την καταστροφή του ’22, είναι το θέμα που πάνω του η Οζέκ στήνει τη μυθιστορηματική της εξιστόρηση.

Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας  από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.200.000 περίπου  Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 400.000 περίπου Μουσουλμάνους από την Ελλάδα), οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους.

Αυτή η μεγάλη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών δεν βασίστηκε στη γλώσσα ή την εθνικότητα, αλλά στη θρησκευτική ταυτότητα, και αφορούσε σχεδόν όλους τους γηγενείς ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αρμενοφώνων και τουρκόφωνων ορθόδοξων, και από την άλλη πλευρά τους περισσότερους γηγενείς μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ελληνόφωνων μουσουλμάνων.

Έτσι, λοιπόν, 1.600.000 περίπου άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα μέρη όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει, να αποχωριστούν φίλους και συχνά ακόμα και στενούς συγγενείς. Στην ουσία υπήρξαν θύματα αποφάσεων που εξυπηρετούσαν πολιτικές εξελίξεις  και που δεν λαμβάνανε υπόψη τους τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα η Οζέκ θέλησε να φωτίσει. Ως κεντρικό αφηγητή της ιστορίας της επιλέγει ένα οχτάχρονο αγόρι, τον Εμίν Αλή, που ζει σε χωριό νησιού απέναντι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και που ο πατέρας του είναι Μουσουλμάνος ενώ η μητέρα του Χριστιανή.

Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος περιγράφεται η ήρεμη καθημερινότητα των κατοίκων του χωριού που αν και οι περισσότεροι ζούνε σε διαφορετικές συνοικίες, ανάλογα με το θρήσκευμά τους, εντούτοις καμιά ουσιαστική διαφορά δεν τους χωρίζει.

Η όλη κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει όταν στο νησί φτάνουν οι πρώτοι χριστιανοί πρόσφυγες και το δράμα θα κορυφωθεί με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αναγκαστική μετεγκατάσταση της οικογένειας του Εμίν Αλή σε κάποιο χωριό στο Αϊβαλί.

Εκεί πλέον, η χριστιανή μητέρα του θα αναγκαστεί να κρύβει τόσο το θρήσκευμα όσο και την καταγωγή της για να μπορέσει τόσο ή ίδια όσο και η οικογένειά της να γίνουν αποδεχτοί από τους ντόπιους που πολλοί από αυτούς θρηνούν τους δικούς τους νεκρούς από τον πόλεμο που είχε προηγηθεί.

Στην ουσία έχουμε ένα μυθιστόρημα ανθρώπινου πόνου που δημιουργείται από πολιτικές αποφάσεις που δεν υπολογίζουν διαπροσωπικές σχέσεις και ατομικά συναισθήματα.

Μικρές σημειώσεις στο περιθώριο της Ιστορίας -αυτά είναι τα όσα η Γιασεμίν Οζέκ θέλησε να περιγράψει και με μια διακριτικά τρυφερή γραφή μας υπενθυμίζει.

Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου σε μια ταυτότητα, μα και η υποχρέωση των άλλων  να σεβαστούν αυτήν την ταυτότητα.

Η αφήγηση χρησιμοποιεί ως βάση της την παιδική ερωτική ματιά του μικρού Εμίν Αλή προς την ελληνοπούλα φίλη του Δέσποινα και μέσα από αυτήν αφήνεται να ξετυλίξει την πορεία των γεγονότων και την ενηλικίωση τόσο του κεντρικού αφηγητή όσο και την νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στις δυο χώρες.

Χαμηλόφωνο μυθιστόρημα, με πληθώρα  καλοσχηματισμένων χαρακτήρων, με συνεχή επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενα συναισθήματα και ήθη. Ίσως και γι αυτό τελικά καταφέρνει -αν και περιγράφει γεγονότα μιας προηγουμένης εποχής- να υπενθυμίσει στον σημερινό αναγνώστη πως το δράμα του ανθρώπου που εξαναγκάζεται να ξεριζώνεται από τον τόπο του παραμένει πάντα μέγιστο και δυσβάσταχτο. Τότε μα και σήμερα.

 

(582 λέξεις)

 https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/22737-despoina-matia-mou

25.6.24

Σοφία Νικολαϊδου "Δικά μας παιδιά"

 

Σοφία Νικολαϊδου

«Δικά μας παιδιά»

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

                                               Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Θα χαρακτήριζα τη Σοφία Νικολαϊδου ως μια ανήσυχη συγγραφέα, με την έννοια πως στα περισσότερα από τα έργα της αναζητά την δημιουργία μιας μυθιστορηματικής αφήγησης στηριγμένης σε κοινωνικά και ευρύτερα πολιτικά γεγονότα τόσο του σήμερα όσο και του πρόσφατου παρελθόντος.

Με άλλα λόγια η σύνθεση των χαρακτήρων των έργων της είναι προσανατολισμένη προς την ερμηνεία ευρύτερων κοινωνικών γεγονότων.

Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, η ίδια χρησιμοποιεί από τη μια την μυθοπλαστική της δεινότητα και από την άλλη στοιχεία που προέρχονται από έρευνες της σε χώρους εντός των οποίων σκοπεύει να βάλει τους ήρωές της να κινηθούν.

Αυτό συμβαίνει και με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της «Δικά μας παιδιά».

Κεντρικοί στόχοι της αφήγησης, από τη μια  η οπαδική βία και το πως αυτή φτάνει έως τη δολοφονία ενός εφήβου και από την άλλη η μουσική ως τρόπος απελευθερωμένης έκφρασης μιας καταπιεσμένης εφηβικής καθημερινότητας.

Μια δολοφονία, λοιπόν, στους δρόμους μιας συνοικίας της Θεσσαλονίκης θα προκαλέσει τη μυθιστορηματική δράση, αλλά βέβαια όπως κάθε βίαιο επεισόδιο, έτσι και το συγκεκριμένο  έχει από κάπου προέλθει, έχει τις ρίζες που το έθρεψαν και τους κλώνους που το κάνουν να συνεχίζει να ρίχνει τη βαριά σκιά του στην καθημερινότητα καθημερινών ανθρώπων.

Πόσο αθώοι είναι άραγε αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι; Και με ποιον τρόπο η βία κληροδοτείται;

Για να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, η Σοφία Νικολαϊδου δημιούργησε μια ομάδα μυθιστορηματικών προσώπων που και από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις προέρχονται, αλλά και διαφορετικές ηλικίες έχουν.

Στο πρώτο επίπεδο της αφήγησης ο αναγνώστης θα συναντήσει τρεις εφήβους -μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Τον Κωστή που αναζητά να εκφραστεί μέσα από τη σύνθεση ραπ στίχων, τη Τζίνα που μέσω υπολογιστή ‘ντύνει’ αυτούς τους στίχους με μουσικές και τον Μάκη που τους ακολουθεί εμψυχώνοντάς τους ως πρώτος ακροατής τους. Τρία νέα παιδιά που με κάποια ασάφεια ασφυκτιούν ως προς τις κοινωνικές νόρμες που τους επιβάλλονται και από την άλλη βασισμένα στο ένστιχτό τους βαδίζουν  προς την ατομική τους απελευθέρωση.

Μέσα από τη δική τους οπτική γωνία, αλλά και τη δική τους γλώσσα, ο αναγνώστης θα μπορέσει να ακολουθήσει την έρευνα της συγγραφέα προς την αναζήτηση του τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των εφηβικών δωματίων, στις μεγάλες μαθητικές και εφηβικές συγκεντρώσεις, στις αυλές των σχολικών κτιρίων, στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών και στους δρόμους των πόλεων όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει.

Λογικό είναι η έρευνα να φωτίσει και άλλα πρόσωπα και τελικά το μυθιστόρημα θα εμπλουτιστεί και με άλλους ήρωες -τους ενήλικους που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται με τη νέα γενιά και που βέβαια φέρνουν πάνω τους τα σημάδια των δικών τους νεανικών επιλογών.

Γιατί τελικά -αυτό θα έλεγα πως είναι το κεντρικό αποτύπωμα του έργου- ‘δικά μας παιδιά’ δεν είναι μόνο όσα μεγαλώνουμε, αλλά και εμείς οι ίδιοι μιας και εμείς αν και ενήλικες πλέον, παραμένουμε παιδιά των πλασμάτων που φέραμε στον κόσμο.

Η ιστορία δε περιλαμβάνει μόνο σημειώσεις του παρελθόντος, αλλά συνεχώς ανανεώνεται και  με εμπειρίες του παρόντος.

Μυθιστόρημα που ακολουθεί μορφολογικά τα όσα περιγράφει. Σύντομα κεφάλαια, εστιασμένα σε διάφορα πρόσωπα, χωρίς χρονολογική ευθυγράμμιση, υλοποιημένα με μια γλώσσα που καταφέρνει να τεμαχίζει με την αμεσότητά της.

Θύτες και θύματα συμπαρασύρονται από διαχρονικά πάθη -τον έρωτα, το χρήμα, την εξουσία, τον φθόνο, την ανερμάτιστη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση.

Ειλικρινά από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων μηνών και που έχει ακόμα και μιας άλλης διάστασης πρόταση να καταθέσει -θα έλεγα παρόμοια με εκείνη που συναντάμε στο μυθιστόρημα «Αγνοείται»  της Brigitte Giraud (Εκδόσεις Διόπτρα)

Καθώς οι χαρακτήρες διαθέτουν μια ηλικιακή ποικιλία και από την άλλη η αφήγηση άλλοτε εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο των εφήβων κι άλλοτε στις ανησυχίες των ενήλικων γονέων τους και ακόμα καθώς η γλώσσα με την οποία είναι γραμμένο διαθέτει μια ανατρεπτικά νεανική λογοτεχνικότητα μέσω της οποίας φωτίζονται σκέψεις, αποφάσεις, πράξεις και υπαναχωρήσεις ενηλίκων και ανηλίκων, το έργο «Δικά μας παιδιά» κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα γνήσιο μυθιστόρημα cross over, λογοτεχνικό κείμενο, δηλαδή, που διαπερνά τις ηλικιακές  αναγνωστικές  ομάδες και παράλληλά καταφέρνει ισότιμα να αναπτύξει σκέψεις και συναισθήματα ανθρώπων που αν και απέχουν μια γενιά οι μεν από τους δε, εντούτοις κάτω από μια τέτοιων προδιαγραφών εξιστόρηση οι θέσεις και οι αντιθέσεις τους συνυπάρχουν και εξηγούνται.

 https://www.literature.gr/dika-mas-paidia-sofia-nikolaidoy-ekdoseis-metaichmio/

(700 λέξεις)

22.6.24

J. M. Coetzee ‘Ατίμωση’

 

J. M. Coetzee

‘Ατίμωση’

Μετάφραση: Χριστίνα Σωτηροπούλου

Εκδόσεις Διόπτρα

 

Ο J. M. Coetzee είναι ένα από τους σημαντικότερους  συγγραφείς που έχουν καταθέσει το έργο τους κατά τη διάρκεια τόσο του 20ου αιώνα όσο και του 21ου.

Τα βιβλία του έχουν τιμηθεί με σημαντικά βραβεία και ανάμεσά τους βέβαια ξεχωρίζουν τα δυο Booker και το Nobel του 2003.

Γεννημένος στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής το 1940 έζησε τόσο μέσα στο κλίμα του Απαρτχάιντ όσο και στις συνθήκες που επικράτησαν μετά από αυτό.

Ένας άντρας λευκός, γύρω στα πενήντα, που ζει στο Κέιπ Τάουν λίγα χρόνια μετά το Απαρτχάιντ είναι και ο Ντέιβιντ Λούρι, ο κεντρικός ήρωας αυτού του μυθιστορήματος που πρωτοκυκλοφόρησε το 1999.

Έχει σημασία να θυμάται ο αναγνώστης το πότε γράφτηκε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Από το 1999 έως σήμερα μας χωρίζουν 25 χρόνια και το πέρασμα από ένας αιώνα σε έναν άλλον. Μέσα στο διάστημα αυτό οι κοινωνικές αλλαγές έχουν πάρα πολύ διαφοροποιηθεί. Και ανάμεσα στις μεγάλες διαφοροποιήσεις θα πρέπει κανείς να τοποθετήσει και ζητήματα ισότητας μεταξύ λευκών και μαύρων, όσο και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Και με μια δίχως εμπάθεια και προκαταλήψεις διάθεση, να αναζητήσει αυτό που μπορεί να συνυπάρχει με το όποιο αντίθετό του.

Αξίζει, λοιπόν να θυμηθεί κανείς και το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα του Coetzee «Ο Πολωνός»,  όπου και πάλι έχουμε ως κεντρικό χαρακτήρα έναν άνδρα μεσήλικα που αν και ανδρώθηκε μέσα σε μια κομμουνιστική κοινωνία, βρέθηκε τελικά να ζει σε μια καπιταλιστική.

Στην ουσία και στα δυο μυθιστορήματα, έχουμε ανδρικούς χαρακτήρες που είναι μεσήλικες, ερωτικοί με κλασικά αρσενικό σεξουαλικό πρόσημο και που αναζητούν να προσαρμοστούν στις νέες κοινωνικές συνθήκες, άσχετα αν ο ένας αποτυγχάνει, ενώ ο άλλος όχι.

Κι αυτό, γιατί ίσως μεταξύ τους υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά -τα 25 χρόνια. Και κάτω από τη δική τους παρουσία, ο Coetzee έγραψε τα δυο έργα.

Αλλά ας επικεντρωθούμε στο πλέον πρόσφατα μεταφρασμένο στη γλώσσα μας μυθιστόρημα –«Ατίμωση»

Ο Λούρι έχει δυο αποτυχημένους γάμους και μια κόρη με κλεισμένα τα είκοσι χρόνια της που είναι λέσβια και προσπαθεί να ζήσει μόνη της σε ένα αγρόκτημα, ανάμεσα σε μαύρους που ακόμα δεν έχουν ξεπεράσει τα ποικίλα τραύματα των φυλετικών διακρίσεων.

Ο Λούρι είναι καθηγητής σε ένα Πανεπιστήμιο, διδάσκει λογοτεχνία, έχει κατά καιρούς δημιουργήσει επιφανειακούς ερωτικούς δεσμούς, ενώ πλέον αναζητά εκτόνωση της φθίνουσας σεξουαλικότητάς του με μια πόρνη. Μα όταν αυτή σταματήσει να τον δέχεται, ο Λούρι μέσα σε ένα κλίμα στέρησης δημιουργεί ένα πρόσκαιρο δεσμό με μια φοιτήτρια του.

Από εκεί και πέρα το σκάνδαλο είναι αναμενόμενο και ο ίδιος τελικά θέλοντας να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, προτιμά να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Το μέλλον του θα είναι αρκούντως ζοφερό -γερνά, είναι άνεργος, η χώρα του βαδίζει σε νέα, άγνωρα στον ίδιον μονοπάτια.

Θα αναζητήσει καταφύγιο και χρόνο ανασυγκρότησης στο αγρόκτημα της κόρης του. Δεν θα έχει κατανοήσει την ατίμωση που στην ουσία ο ίδιος επέβαλε στον εαυτό του καθώς χρησιμοποίησε το κύρος της θέσης του για να παρασύρει στο κρεβάτι του την νεαρή φοιτήτρια.

Αλλά η ζωή στο αγρόκτημα θα επιφέρει και μια ακόμα ατίμωση -τρεις μαύροι θα βιάσουν την κόρη του ενώ τον ίδιο θα επιχειρήσουν να τον κάψουν. Τώρα η ατίμωση δεν προέρχεται από μια εγωκεντρική φαλλοκρατική συμπεριφορά, αλλά είναι το αποτέλεσμα της φυλετικής εκμετάλλευσης των λευκών προς τους μαύρους. Η ίδια η κόρη του θα το δει με αυτόν τον τρόπο και δεν θα ζητήσει να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι βιαστές της. Άλλωστε πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει πως έχει μείνει έγκυος. Ένα νέο πλάσμα θα έρθει σε ένα νέο κόσμο.

Πόσο είναι έτοιμος ο Λούρι να αποδεχτεί αυτές τις νέες συνθήκες; Μήπως τελικά αυτό που ο ίδιος θα συνεχίσει να  εισπράττει θα είναι μια ακόμα ατίμωση;

Ο Coetzee είναι ένας αυτοελεγχόμενος συγγραφέας. Οι φράσεις τους είναι κοφτές, ο συναισθηματισμός του αν και σαφής εντούτοις δεν κραυγάζει και το νυστέρι με το οποίο ανατέμνει χαρακτήρες και κοινωνικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα αιχμηρό.

Τελικά πρόκειται για ένα συγγραφέα που παρακολουθεί τις εποχές μέσα στις οποίες ζει. Κι έτσι επανερχόμαστε στην παράλληλη ανάγνωση ‘Ατίμωση» και ‘Πολωνού’  και διαπιστώνουμε το πως η ανδρική ταυτότητα έχει διαφοροποιηθεί, το πόσο -μέσα από τη γραφή ενός μεγάλου τεχνίτη- αυτή η διαφοροποίηση δημιούργησε δυο τόσο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες.

Από την αμυνόμενη -και γι αυτό στείρα- αρρενωπότητα ενός λευκού άντρα, στην με τρυφερότητα μεταγραφή του ερωτικού πάθους σε κύκνειο άσμα.

Ο Coetzee ξέρει πολύ καλά να φωτίζει -τη συχνά καλά κρυμμένη-  ανδρική έκφραση έτσι όπως ανασαίνει σε κάθε εποχή.

Για μια ακόμα φορά, η Χριστίνα Σωτηροπούλου υπηρέτησε το ιδιαίτερο συγγραφικό αποτύπωμα του νομπελίστα συγγραφέα.

 

(745 λέξεις)

 

 "Βιβλιοδρόμιο, 22/6/2024)

16.6.24

Διαβάσαμε: «Σαν Μήδεια» από τον Μάνο Κοντολέων https://www.pna.gr/ Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων

 

Διαβάσαμε: «Σαν Μήδεια» από τον Μάνο Κοντολέων

https://www.pna.gr/

Πελοποννησιακό Πρακτορείο Ειδήσεων

 

Για κάποιους μια νέα μάγισσα… Για κάποιους το υπέροχο θήλυ… Με ό,τι  προσόντα διαθέτουν οι άλλοι, ανάλογα θα σε γνωρίζουν… Δικό τους θέμα.

 

Η Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδος Αιήτη και της Ιδυίας, έπειτα από απόφαση του πατέρα της πηγαίνει στην Αία για να μαθητεύσει δίπλα στη Κίρκη. Εκεί, η τρανή μάγισσα τη διδάσκει να αναζητήσει για σύντροφό της ένα γιο του Ήλιου και να δημιουργηθεί από την ένωσή τους μια νέα γενιά θεών που θα εκπροσωπεί ισότιμα τον Ουρανό και την Γαία. Όμως πέρα από αυτές τις διδαχές, η Μήδεια θα ανακαλύψει τον ερωτισμό και τη δημιουργία ζωής μέσα από τη συνεργασία της Εκάτης και του Ήλιου αλλά και θα οδηγηθεί στη διττή υπόσταση των ανθρώπων και των πραγμάτων. Με την ολοκλήρωση της μαθητείας της, η Κίρκη τη χρίζει άξια διάδοχό της μα τη προειδοποιεί πως η πορεία της δε θα είναι εύκολη, για κάποιους θα είναι μια επικίνδυνη μάγισσα ενώ για κάποιους ένα υπέροχο θήλυ. Η Μήδεια με αυτόν τον ιδιαίτερο αποχαιρετισμό φεύγει από το νησί της Κίρκης για να υπηρετήσει τη θεά Εκάτη.

 

 Ως ιέρεια της Εκάτης, η Μήδεια νιώθει πανίσχυρη και αισθάνεται πως η ψυχή της Κολχίδας πλέον της ανήκει και καταλαβαίνει πως ο βασιλιάς – πατέρας της και ο αδερφός της τη φοβούνται, φοβούνται πως όντας ισχυρή μπορεί να τους ανατρέψει. Όμως εκείνη αδιαφορεί για τα παιχνίδια της εξουσίας, θεωρεί τον εαυτό της μια διαχρονική γυναίκα και άξια κόρη της Γαίας. Ώσπου αντικρίζει τον Ιάσονα και στο πρόσωπό του αντικρύζει – ή μάλλον πιστεύει – έναν απόγονο του Ήλιου, αντάξιο να γίνει ταίρι της. Η Μήδεια δίχως ενδοιασμούς θα γίνει προστάτιδα και συνεργός του, μητέρα των παιδιών του, και για χάρη του θα προβεί σε αποτρόπαιες πράξεις. Εκείνος θα της το ανταποδώσει με τον χειρότερο τρόπο, στις πιο δύσκολες μέρες τους θα εγκαταλείψει αυτή και τα παιδιά τους έξω από τα τείχη της Κορίνθου. Εκείνη προδομένη και απογοητευμένη αντιλαμβάνεται πως ήταν ένας απλός άνδρας και πως η γενιά που δημιούργησαν δεν ήταν αυτή που ονειρευόταν.  Αποφασισμένη λοιπόν, προχωρά στην ύστατη πράξη που θα χαράξει το όνομά της μια για πάντα στη μυθολογία.        

 

Ο Μάνος Κοντολέων ολοκληρώνει το ταξίδι του στο αρχαίο ελληνικό θέατρο με τη πιο αμφιλεγόμενη τραγική προσωπικότητα, αυτή της Μήδειας. Έχοντας ως «συνοδοιπόρους» του το θεατρικό έργο «Μήδεια» του Ζαν Ανουίγ και την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, πλάθει τη δική του εκδοχή στο μύθο και πιάνει τα γεγονότα της ζωής της πριν την Αργοναυτική Εκστρατεία και φτάνει στις μέρες που βρέθηκε πρόσφυγας στη Κόρινθο, όταν ο Ιάσωνας την εγκατέλειψε και εκείνη για να τον εκδικηθεί σκοτώνει τα δύο παιδιά τους. Στο έργο του Μάνου Κοντολέων η Μήδεια έχει διαφορετική υπόσταση. Σκοτεινή, θηλυκή και ανθρώπινη. Δε σκοτώνει για να εκδικηθεί και δεν αφήνει τα συναισθήματά της να τη παρασύρουν ή να βγουν στην επιφάνεια. Όσον αφορά τη γραφή, δε χρειάζεται να πούμε πολλά καθώς ο κ. Κοντολέων φανερώνει για άλλη μια φορά πόσο δεξιοτέχνης είναι στο χειρισμό της γλώσσας και αυτό αποδεικνύεται αφηγηματικά, ειδικά στη στιγμή της κορύφωσης του δράματος. Όπως και στα άλλα δύο έργα του, «Η Κασσάνδρα στη μαύρη άμμο» και «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», έτσι και αυτό αποτελεί μια ψηλάφηση της γυναικείας ταυτότητας και πρόταση ισότιμης συνύπαρξης των δύο φύλων. Κλείνοντας, μιλάμε για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που δε παύει να έχει διαχρονικό και επίκαιρο χαρακτήρα.