Μάνος Κοντολέων
Ημερολόγιο συγγραφικών περιπλανήσεων
8.10.25
Η Έρικα Αθανασίου για το 'Κόντρα ρόλος' στο fractal
Με όμορφες εικόνες ξεκινάει o Μάνος Κοντολέων το τελευταίο του μυθιστόρημα «Κόντρα Ρόλος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Και οι ωραίες εικόνες συνεχίζουν να ακολουθούν την αφήγηση, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται και αυτό που φαίνεται αρχικά να είναι ένας αποχαιρετισμός ενός ηλικιωμένου στον έρωτα, καταλήγει σε μια ιστορία όπου ο έρωτας κυριαρχεί.
«Ο ίσκιος από τα φύλλα της μανόλιας σε παραπλανά, σαν τις απρόσμενες στάλες μιας βρύσης που νόμιζες πως καλά την έχεις σφίξει». Ένα δέντρο «που ποτέ δεν επέλεξε να φυτέψει, μα που έχει βρεθεί να τον συντροφεύει... Πλέον. Αλήθεια, πόσων χρονών να είναι αυτή η μανόλια;»
Η αρχή της αφήγησης αποπνέει τη μελαγχολία του ηλικιωμένου άντρα που νιώθει ότι η ζωή τον αφήνει στο περιθώριο και είναι θέμα αξιοπρέπειας να αποσυρθεί από μόνος του. Ακόμα και η προσπάθεια να ανατρέξει στη ζωή του και να γράψει για αυτήν τον κάνει να μετανιώνει «που αθέτησε ότι εδώ και αρκετό καιρό τώρα έχει αποφασίσει - να μην ασχολείται με τις λέξεις που μετράνε τον χρόνο».
Δυο ηλικιωμένοι, αποτραβηγμένοι σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, συζητάνε για τον έρωτα με αναφορές και στην παγκόσμια λογοτεχνία. «Ανάλαφρες όσο και ανιαρές συζητήσεις αντρών τρίτης ηλικίας». Ανάλαφρες, όχι όμως και τόσο ανιαρές, καθώς μέσα από τη συζήτηση με τον φίλο του γιατρό αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του Λάμπρου Αρνή, επιτυχημένου κριτικού θεάτρου και θεατρικού παραγωγού, που παρέδωσε όμως τη σκυτάλη, θεωρώντας ότι είναι καλύτερο να γερνάει κανείς με αξιοπρέπεια.
Ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορία που εμπλέκει στις γραμμές της την ποίηση αλλά και τον θεατρικό λόγο, καθώς οι ήρωες δανείζονται χαρακτηριστικά από τους πρωταγωνιστές της Φαίδρας του Ρακίνα. «Ακόμα και με την απαγγελία ενός μενού μπορείς να φλερτάρεις. Δε χρειάζεσαι ποιήματα…»
Τους βασικούς ρόλους μοιράζονται ο Λάμπρος Αρνής, ο οποίος βαδίζει προς τη δεκαετία των 80 χρόνων του, έχοντας δίπλα του την κατά τριάντα χρόνια νεότερη σύντροφό του, Αντρίνα Λεμονή, διάσημη ταλαντούχα ηθοποιό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η Αντρίνα οφείλει την καριέρα της στη σχέση της με τον ήδη πετυχημένο Λάμπρο Αρνή. Μια καριέρα όμως που στηρίχτηκε στο δικό της ταλέντο, ενώ ξεφεύγει από το πρότυπο της γυναίκας που αδιαφορεί για τον σύντροφο, καθώς η διαφορά ηλικίας γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής «…τις γυναίκες τις συναρπάζουν περισσότερο οι άντρες με πνευματικό σφρίγος παρά εκείνοι με σφρίγος στους κοιλιακούς και σε άλλους μυς….».
Πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει και ο Πασκάλ Ομάν, ένας γοητευτικός άντρας, τυχοδιώκτης φωτογράφος, που εμφανίζεται ξαφνικά στις ζωές του ζευγαριού, διαταράσσοντας τις δύσκολα κερδισμένες ισορροπίες. «Ότι φωτογράφιζε ήταν αυτό που υπήρχε και που οι άλλοι δεν το βλέπανε...τα κλαριά της μανόλιας έτσι όπως δραπετεύουν από την αγκαλιά της μάντρας τον προκαλούν να τα προσέξει κι αυτά. Οικία οικογένειας με ριζικό σύστημα». Ο συγγραφέας παίζει με το διπλό νόημα των λέξεων αλλά και με το όνομα του Πασκάλ ή Πασχάλη, ο οποίος αναζητώντας την ταυτότητά του θα καταλήξει στο Πασχάλ. Και τελευταία πρωταγωνίστρια η Σιμόν, που έχει ήδη αποσυρθεί από την ιστορία όταν αυτή ξεκινάει, παραμένοντας όμως πάντα παρούσα, μέσα από τα ίχνη της. Ίχνη στην άμμο, όπως το υλικό που χρησιμοποιούσε συχνά για τα κεραμικά της. Όπως ένα ξεχωριστό πρες παπιέ που έφτιαξε, ένα αντικείμενο που θα καταλήξει αμφίβολο δώρο.
Γύρω από τους βασικούς ήρωες υπάρχουν και οι δευτεραγωνιστές που βρίσκονται όμως στη σκηνή μόνο για να αναδειχτεί καλύτερα ο χαρακτήρας των πρωταγωνιστών.
Η ιστορία εκτυλίσσεται καθώς η Αντρίνα προετοιμάζεται για τον ρόλο της Φαίδρας και συνεχίζει μέχρι την πρεμιέρα και το τέλος των παραστάσεων που θα φέρει αλλαγές στις ζωές όλων, ενώ μια παλιά ιστορία επαναλαμβάνεται αλλάζοντας τους ρόλους των πρωταγωνιστών. «Θα είμαι κι εγώ στην πρεμιέρα», θα στείλει μήνυμα στην Αντρίνα, ο Λάμπρος Αρνής, που έχει επιλέξει να παραμείνει και μετά το πέρας του καλοκαιριού στην εξοχική κατοικία. «Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι καλό είναι να προφυλάσσονται. Ποικιλοτρόπως».
Μια ιστορία που έχει επαναληφθεί πολλές φορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά μπορεί πάντα να δώσει νέες ερμηνείες, καθώς οι πρωταγωνιστές αλλάζουν και μπορεί να αναγκαστούν σε κάποιον «Κόντρα Ρόλο». Κι ο Μάνος Κοντολέων, παίρνει μια ιστορία πολυπαιγμένη στους αιώνες και της δίνει μια νέα πνοή, καθώς οι ήρωές του με φόντο την Ακρόπολη κάνουν τις δικές τους επιλογές.
Έναν αισθησιακό ερωτισμό αποπνέει το μυθιστόρημα και μένουν μετά το διάβασμα εικόνες που δεν το περιμένεις. «Δάχτυλα που αλώβητα είχαν διανύσει πεδιάδες, ασφαλτοστρωμένες οδούς και βρεγμένα ακρογιάλια. Μπορούσε να εμπιστευθείς την αρρενωπή πείρα τους».
Αργόσυρτο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, καθώς θέτονται οι βάσεις της ιστορίας, αποκτά έναν ρυθμό όλο και πιο γρήγορο στα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο μέρος και φτάνοντας στο πέμπτο η ιστορία καθυστερεί και πάλι βαδίζοντας προς το τέλος.
Ο Λάμπρος Αρνής θα προσπαθήσει να κατανοήσει παλιά και νέα γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή του, μπαίνοντας αυθόρμητα σε ένα καράβι, παραμονή Χριστουγέννων. «Μα ταξιδεύει κανείς προς προορισμό που πλέον δεν υπάρχει;»
7.10.25
Κόντρα ρόλος -στην Καθημερινή της Κυριακής
Στη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος, ο σκηνογράφος θα χρησιμοποιήσει μανόλιες. Η μισερή σκιά του φυτού, που ενδημεί στην αυλή του πετρόκτιστου αρχοντικού, στην κωμόπολη όπου έχει βρει καταφύγιο ο ογδοντάχρονος θεατρικός κριτικός Λάμπρος Αρνής, θα αναδείξει την «υπενθύμιση πως η απόλυτη προστασία δεν προσφέρεται, μιας και μήτε υπάρχει». «Αυτό, στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε, είναι η μη προστασία» (μτφρ. Α. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013) δηλώνει ο Μίκι Σάμπαθ, στο εμβληματικό έργο του Φίλιπ Ροθ.
Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων συνδιαλέγεται όμως, πρωτίστως, με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα. Ο Αρνής, ως άλλος Θησέας, αναμετριέται με το γήρας και τη μνήμη. Στην πορεία θα κάνει την εμφάνισή του και ο Ιππόλυτος του έργου, ο Πασκάλ, γιος του Αρνή από έναν έρωτα της νιότης του, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Η Αντρίνα Αρνή, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύζυγός του, θα παίξει, ούσα ηθοποιός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τον ρόλο της Φαίδρας.
Μελοδραματισμοί
Η αφετηρία του βιβλίου είναι ομολογουμένως γοητευτική: η απόσυρση του καταξιωμένου κριτικού σκιαγραφείται όχι απλώς ως βιολογική φθορά, αλλά ως πάλη απέναντι στις αναπόδραστες μεταμορφώσεις τέχνης και ζωής. Ωστόσο, η αφήγηση γρήγορα διολισθαίνει στον μελοδραματισμό. Αντί να πειθαρχήσει στο υλικό του, ο συγγραφέας εγκλωβίζεται σε μια λυρική αυταπάτη. Το συναίσθημα κυριεύει τον ρυθμό, υποσκάπτοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο και την αξιοπιστία του εγνωσμένου κύρους ήρωα. Το κείμενο στερείται έτσι τη δύναμη της ειρωνείας, που θα υπογράμμιζε την απόσταση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι του βίου.
σοβαροφανές-προσωπείο
«Ο Λάμπρος Αρνής τις μέρες με έντονη ομίχλη θα επιχειρεί να μεταφέρει στη γαλλική γλώσσα στίχους του Καρούζου». Οπως και «άσκοπα περπατώντας ανάμεσα στους δρόμους της αριστερής όχθης και καπνίζοντας Gitanes στα μπιστρό, αναζητώντας συνεχώς νέες υπόγειες διαδρομές του μετρό». Ή ακόμη: «Αναζητώντας παλιές εκδόσεις στα κιόσκια εκεί στις όχθες του Σηκουάνα». Και ποιος δεν θα ζήλευε έναν Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε για το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η «παριζιάνικη αύρα», το «μπλε μπερεδάκι» που γίνεται «πάντα μονόχρωμη τραγιάσκα», οι αναφορές στον Ταρκόφσκι και στη «γοητεία της ανέμελης επιμόρφωσης» των θερινών σινεμά, μετά την επιστροφή στην Αθήνα. Επιφανειακές πινελιές που προσδίδουν στον ήρωα επίπλαστο πολιτισμικό κύρος αντί στιβαρότητα χαρακτήρα.
Αντίστοιχα, οι λυρικές εξάρσεις («η σκιά μου θα είναι το μόνο από μένα που θα μείνει») ή οι σπαραξικάρδιες αποκηρύξεις της παλιάς ερωμένης του Αρνή («γιατί δεν ήθελα να ακούσω ποτέ πια το Ne me quitte pas σε γωνιές του Παρισιού…») επιτείνουν το μελοδραματικό βάρος, αμαυρώνοντας το όποιο ουσιαστικό εσωτερικό δράμα αφήνουν να φανεί κάποια εύτακτα διαλογικά σημεία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο ασύμμετρο, που δύσκολα αντέχει δεύτερη ανάγνωση. Οι εικόνες μοιάζουν παράταιρες, δάνειες· η σύνθεση υποβιβάζεται σε παραλλαγή γνώριμων μοτίβων.
Το μυθιστόρημα παγιδεύεται σε ένα σοβαροφανές προσωπείο. Ο Κοντολέων επιχειρεί να παρουσιάσει έναν ώριμο ήρωα με υπαρξιακές αγωνίες που συναντά κανείς σε αντίστοιχους πρωταγωνιστές του Ροθ. Ομως, αντί να ψηλαφήσει το κωμικό που στοιχειοθετεί την τραγωδία προτάσσει έναν κίβδηλο στωικισμό, διάστικτο από αποφθέγματα του συρμού: «Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Ο Αρνής καταλήγει χωλό αντίγραφο, νόθα ατομικότητα, και το έργο συρρικνώνεται σε μια διεκπεραιωτική προφάνεια του ορατού· στην πράξη, διαβάζεται σαν ήδη χιλιοειπωμένο.
Κορύφωση και κατάρρευση
Το «Κόντρα ρόλος» είναι το κατεξοχήν έργο που θα κέρδιζε τα μάλα εάν ισορροπούσε ανάμεσα στη στοχαστικότητα και στην εξιλεωτική σαγήνη του ιλαροτραγικού. Δυστυχώς, η μειλίχια αισθηματικότητα ακυρώνει κάθε ίχνος του αναγκαίου για τον συγκεκριμένο μύθο αυτοσαρκασμού. Μετά τη μέση, όταν η πλοκή πλησιάζει την κορύφωσή της, οι χονδροειδείς προοικονομίες του έρωτα της Αντρίνας για τον Πασκάλ, όπως και η άκαιρη επιλογή «ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου» –η μοιχαλίδα ερωτοτροπεί με ατάκες της Φαίδρας–, δυναμιτίζουν και τα τελευταία υποστυλώματα μυθοπλαστικής συνέπειας. Αντί για μια δόκιμη αναμέτρηση με το γήρας, τον έρωτα και την τέχνη, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ψιμυθιωμένη κατασκευή.
Και αυτό, τελικά, είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα ενός έργου που αποπειράται να μιλήσει για την αυλαία της ζωής, αλλά δεν καταφέρνει να την υψώσει πέρα από το προσωπείο της.
Δημήτρης Ζωγραφάκης
Καθημερινή της Κυριακής, 5/10/2026
4.10.25
Patrick Modiano «Η χορεύτρια»
Patrick Modiano
«Η χορεύτρια»
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πόλις
‘Ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες παραμένουν ζωντανές. Θα ‘πρεπε να τις καταγράψει κανείς, αν και θα ‘ταν πολύ δύσκολο να τηρηθεί η χρονολογική σειρά. Ο χρόνος που θόλωσε τα πρόσωπα, έσβησε και τα σημάδια αναφοράς. Μένουν κάποια κομμάτια του παζλ που δε θα ενωθούν ποτέ’. (σελ. 7)
Ο Patrick Modiano (Nobel Λογοτεχνίας 2014) για μια ακόμα φορά και με αυτή την τελευταία του νουβέλα αναζητά τη σύνδεση της μνήμης με το παρελθόν, όσο και το παρόν, αλλά και το πως αυτό που θυμάται -όπως και όσο το θυμάται- καθορίζει το μέλλον του.
Πολυγραφότατος πεζογράφος -περίπου 32 είναι τα βιβλία που έχει εκδώσει- είχε τιμηθεί στην πατρίδα του με σημαντικά βραβεία, αλλά στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό έγινε γνωστός μετά την βράβευσή του με το Noble Λογοτεχνίας.
Και είναι γεγονός πως η βράβευση αυτή ξάφνιασε μιας και το έργο του ακολουθεί μια εντελώς δική του πορεία ανίχνευσης της σχέσης ατομικής μνήμης με τον χρόνο, στο χώρο όχι μόνο των προσωπικών βιωμάτων αλλά και των κοινωνικών / πολιτικών συνθηκών.
Οι μνήμες είναι ρευστές, αποσπασματικές -αυτή είναι η γοητεία της ατομικότητας, αλλά και το δράμα της. Το ρευστό δημιουργεί τη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά παράλληλα αυτό το άτομο έχει ανάγκη και να στηρίζεται κάπου.
Για τον Modiano στήριγμα είναι ο τόπος* οι δρόμοι, τα πάρκα, τα οικοδομήματα. Σε αυτό, όσο μένουν αναλλοίωτα, πάνω τους μπορεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του- ‘Στο τέλος πείστηκα κι εγώ πως είμαστε εμείς, γιατί οι ίδιες περιστάσεις, τα ίδια βήματα, οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται εσαεί. Και δεν χάνονται, αλλά είναι γραμμένα ανεξίτηλα στα πεζοδρόμια, στους τοίχους και στις εισόδους των σταθμών αυτής της πόλης. Η αιώνια επιστροφή του ίδιου’. (σελ.83)
Μα και αυτό το στήριγμα κινδυνεύει πλέον – ‘Μια πόλη ξένη. Έμοιαζε μ΄ ένα μεγάλο λούνα παρκ ή με το χώρο duty free ενός αεροδρομίου. Πολύ κόσμος στους δρόμους, όπως δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Οι περαστικοί περπατούσαν κατά ομάδες των δέκα, σέρνοντας τροχήλατες βαλίτσες και , οι περισσότεροι, με σακίδιο στην πλάτη. Από πού έρχονταν αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που μας έκαναν ν΄ αναρωτιόμαστε μήπως αυτούς και μόνο θα βλέπαμε πια στους δρόμους του Παρισιού;’.(σελ. 12-13)
Στο ογδόντα του χρόνια, λοιπόν, ο Modiano γράφει ένα ιδιόμορφο κείμενο -μια μείξη ρεαλισμού και ποιητικότητας- και μας ξεναγεί στις ασαφείς, άλλοτε μισοξεχασμένες κι άλλοτε ολοζώντανες αναμνήσεις της εφηβείας του και της πρώτης νεότητάς του -ο αφηγητής χωρίς να δηλώνεται κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ίδιο τον συγγραφέα. Επιστρέφει σε μια περίοδο όπου στη ζωή του κυριαρχούσε η προσωπικότητα μιας γυναίκας, μιας χορεύτριας που τον μυεί στους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Η ίδια άλλοτε χορεύει, άλλοτε παίρνει μαθήματα χορού, τον παίρνει μαζί της σε μακρινές βόλτες σε δρόμους του Παρισιού, του ζητά να φροντίζει τον Πιερ, το μικρό γιο της, αλλά ποτέ δεν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο πατέρας του, ενώ παράλληλα του γνωρίζει ανθρώπους με ασαφές παρελθόν, όσο και άλλους με στοχευμένες και συγκεκριμένες προθέσεις.
Κι έπειτα και καθώς τα χρόνια περνάνε όλα αυτά τα πρόσωπα χάνονται, μαζί τους εξαφανίζονται τα στέκια της νεότητας, οι άνθρωποι που τη σφραγίσανε. Κι αυτό γιατί… «Εγώ ζούσα μέρα τη μέρα χωρίς να νοιάζομαι και πολύ να μάθω πώς λέγονταν οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Σαν να΄ μουν ακίνητος στην επιφάνεια του νερού κι όπου με πήγαινε το ρεύμα» (σελ. 53)
Κι αν κάποια στιγμή, ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα του παρελθόντος ίσως περνάνε φευγαλέα από τις σκάλες ενός σταθμού, ήταν αληθινά ή ‘ένα όνειρο που είχα δει την παραμονή της συνάντησης και που το άφησα να διαρκέσει όλη τη μέρα, ώστε να ξεχάσω το παρόν;’ (σελ. 1110
Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία του 2023. Και κάπου μέσα στις τελευταίες σελίδες του, εκεί δηλαδή που ο συγγραφέας πλησιάζει στο τέλος της καταγραφής του, ο αναγνώστης θα διαβάσει: ‘Τί είχε απογίνει η χορεύτρια και ο Πιερ και όλοι όσους είχα γνωρίσει εκείνη την εποχή; Να κάτι που αναρωτιόμουν συχνά όλα αυτά τα πενήντα χρόνια και που ‘χε μείνει ως τότε αναπάντητο. Και ξαφνικά στις 8 Ιανουαρίου 2023, αισθάνθηκα ότι όλο αυτό δεν είχε πια καμία σημασία. Η χορεύτρια και ο Πιερ δεν ανήκαν στο παρελθόν, αλλά σε ένα αιώνιο παρόν’(σελ. 111)
Με τον δικό του τρόπο ο Modiano φιλοσοφεί πάνω στον χρόνο και στην σχέση της με τη μνήμη. Σαφέστατα συγγραφέας ιδιόμορφος και με ένα δικό του τρόπο τρυφερός όσο και σκληρός.
Η γραφή του υπηρετεί θαυμαστά τις απόψεις του, ενώ αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ανασυνθέσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες την πορεία του ατόμου ανάμεσα στον χρόνο και στον χώρο.
Η λογοτεχνική απόδοση αυτής της γραφής στα ελληνικά από τον δόκιμο Αχιλλέα Κυριακίδη είναι απολύτως επιτυχημένη.
Βιβλιοδρόμιο, 4/10/2025
25.9.25
Ο Διονύσης Μαρίνος για το 'Κόντρα ρόλος' στο bookpress
Στη Φαίδρα του Ρακίνα, διακείμενο του Ιππόλυτου που μας άφησε ως μια ακόμη παρακαταθήκη ο Ευριπίδης, το παράνομο πάθος της μητριάς Φαίδρας κινητοποιεί όλες τις δράσεις. Είναι αυτό που την οδηγεί ακόμη και στην αυτοχειρία, καθώς δηλητηριάζει τον εαυτό της. Προηγουμένως, όμως, έχουν εξελιχθεί επί σκηνής διάφορες σύνθετες καταστάσεις ερωτικής φύσεως. Αυτό το έργο χρησιμοποιεί ο Μάνος Κοντολέων ως πρόπλασμα, για να προκαλέσει τις ρωγμές στους ήρωες του πρόσφατου μυθιστορήματός του Κόντρα ρόλος, το οποίο, άλλωστε, είναι διαποτισμένο από το θέατρο.
Ο κεντρικός ήρωας, Λάμπρος Αρνής, υπήρξε επί πολλά χρόνια ένας άκρως επιτυχημένος κριτικός θεάτρου. Ο λόγος του είχε καθοριστική σημασία στα θεατρικά πράγματα, όμως ο χρόνος φαίνεται να βαραίνει πάνω του. Δεν είναι μόνο η σωματική κούραση που τον ωθεί να αποτραβηχτεί, αλλά και η συνειδητοποίηση ότι οι ιδέες του, πλέον, δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Σαν κάτι δραστικό να έχει επισυμβεί που τον αποκόβει από την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή έχει διαφοροποιηθεί.
Η γυναίκα του, Αντρίνα Λεμονή, είναι κατά πολύ νεότερή του και φιλοδοξεί να κάνει σπουδαία καριέρα στο θέατρο. Δεν είναι μυστικό ότι δίχως τη βοήθεια του Αρνή, ελάχιστα επιτεύγματα θα μπορούσε να είχε καταφέρει στο σανίδι. Η διαφορά ηλικίας παίζει το ρόλο της στη σχέση τους, καθώς ως άλλος Πυγμαλίων, ο Αρνής λειτουργεί ως σύντροφος, μέντορας, αλλά και πατέρας για τη νεότατη Αντρίνα. Το τρίτο πρόσωπο του μυθιστορήματος είναι μια παλιά αγαπημένη του Αρνή, η κεραμίστρια Σιμπέλ Ομάν, η οποία ζει πλέον στην Κρήτη και διατηρεί ένα παραθαλάσσιο μπαρ. Η εμφάνισή της στη «σκηνή» της ζωής του Αρνή θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα. Το ίδιο θα συμβεί όταν θα εμφανιστεί και ο γιος της, Πασκάλ Ομάν, ένας φωτογράφος με διεθνή φήμη, νέος, γοητευτικός, που προσπαθεί μάταια να καθυποτάξει το εγγενές πάθος του.
Κατά τη διάρκεια του ανεβάσματος της Φαίδρας του Ρακίνα (να πώς εμφανίζεται το συγκεκριμένο έργο), θα συμβούν πράγματα που θα αλλάξουν πολλές σταθερές. Ο Κοντολέων στοχάζεται πάνω στις έννοιες του πάθους και της κατανίκησής του, την επιθυμία που δεν μπορεί να ξεριζωθεί από τον άνθρωπο και το γήρας που επελαύνει και λειτουργεί ως σιγαστήρας της ζωτικότητας.
Το ανομολόγητο πάθος της Φαίδρας δεν είναι απλώς μια θεατρική σύμβαση, μας λέει ο Κοντολέων με το μυθιστόρημά του. Οτιδήποτε συμβαίνει πάνω στη σκηνή είναι μια εμπνευσμένη και δραματοποιημένη προβολή των δεδομένων της ζωής. Από τη μία, η απόσυρση λόγω ηλικίας του Αρνή κι από την άλλη, το ιμερικό πάθος των νέων σαν αυτό της γυναίκας του και του Πασκάλ.
Συμπόνια
Ο Κοντολέων συμπονάει τους ήρωές του. Ούτε τους κρίνει ούτε τους ειδωλοποιεί. Δείχνει τη φθορά, τις εγκοπές του σώματος, τις σιωπές των ανθρώπων του, αλλά και το τερέτισμα του πόθου τους. Οι εσωτερικοί μονόλογοι κυριαρχούν στο βιβλίο (άλλη μια νύξη στη θεατρική πράξη), κάτι που του δίνει και μια ποιητική χροιά, την οποία ομολογουμένως έχει ανάγκη.
Κάπως έτσι παρελαύνουν (πάλι επί της σκηνής) οι Προυστ, Κάφκα, Τσέχοφ, Χειμωνάς, Μανιώτης, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Τσίρκας, Φασιανός, Μυταράς και κάμποσοι άλλοι, που με έμμεσο τρόπο συνομιλούν με τα τεκταινόμενα στον Κόντρα ρόλο
Επιλέγει, επίσης, να συνομιλήσει και με σημαντικές προσωπικότητες της γραφής και μέσω της διακειμενικότητας, να δώσει περαιτέρω βάρος στο δράμα. Κάπως έτσι παρελαύνουν (πάλι επί της σκηνής) οι Προυστ, Κάφκα, Τσέχοφ, Χειμωνάς, Μανιώτης, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Τσίρκας, Φασιανός, Μυταράς και κάμποσοι άλλοι, που με έμμεσο τρόπο συνομιλούν με τα τεκταινόμενα στον Κόντρα ρόλο, ενώ παράλληλα τους αποδίδονται και οι προσήκουσες τιμές από τον συγγραφέα. Αν δούμε όμως όλα τα παραθέματα των «μεγάλων», θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως μπήκαν επί σκοπώ: όλα δείχνουν πως η πράξη της δημιουργίας είναι ταυτισμένη με τη ζωή και τη μνήμη.
Συνομιλία με το αρχαίο θέατρο
Τα τελευταία έργα του Μάνου Κοντολέων συνομιλούν ανοιχτά με τους αρχαίους μύθους και το θέατρο. Συνακόλουθα ανασύρουν γυναικείες φιγούρες του αρχαίου θεάτρου, τις οποίες μεταφέρει στο σήμερα. Σε αυτή την περίπτωση επιλέγει έναν άντρα πρωταγωνιστή, εντούτοις ο σκοπός της «συνομιλίας» με το παρελθόν παραμένει ο ίδιος.
Στον Κοντολέων, ο έρωτας λαμβάνει χαρακτήρα κινητήρα που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση κι άλλοτε σε στιγμή κατασίγασης.
Ίσως διότι η έτερη θεματική, την οποία μελετάει με ζέση ο Κοντολέων είναι ο έρωτας όχι μόνο ως ιδέα, αλλά και ως σωματική έλξη. Τούτο το στοιχείο είναι εν πολλοίς σε όλους μας, άντρες και γυναίκες. Μας κινητοποιεί με παραπλήσιο τρόπο, αν και υπάρχει πάντα η διαφοροποίηση των φύλων. Στον Κοντολέων, ο έρωτας λαμβάνει χαρακτήρα κινητήρα που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση κι άλλοτε σε στιγμή κατασίγασης. Πάντα, όμως, θερμαίνει και προκαλεί αναταράξεις στους ήρωές του. Θα έλεγε κανείς πως είναι κυρίαρχο ζήτημα στο θέατρο της ζωής τους. Μήπως και στο δικό μας δεν είναι;
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/23846-kontra-rolos-tou-manou-kontoleon-kritiki-i-tolmiri-texni-tis-thnitotitas?utm_source=Newsletter&utm_medium=email
20.9.25
Η Ελένη Πριοβόλου για το Κόντρα ρόλος στο Βιβλιοδρόμιο
Τα τελευταία χρόνια ο Μάνος Κοντολέων αντλεί τα θέματά του από τα μεγάλα κλασσικά έργα και τις ηρωίδες τους (Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια και τώρα Φαίδρα) συνδέοντάς τα με το σήμερα και προσαρμόζοντας την θεματική του, με μεγάλη επιτυχία, στα ερωτήματα του καιρού μας αποδεικνύοντας ότι είναι και παντοτινά.
Ενώ, όμως με τα τρία πρώτα περιέγραφε τα πάθη των ηρώων μέσα στην εποχή που είχαν ζήσει, τώρα με το τέταρτο μεταφέρει τα κεντρικά πρόσωπα και τη δράση στο σήμερα.
Το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Κόντρα ρόλος», είναι ένα βαθύ ψυχογράφημα, μια ανατομία της τρίτης ηλικίας, της απώλειας της ερωτικής ευρωστίας, της έρευνας των κοινωνικών ρόλων, των εξουσιαστικών σχέσεων, της προσωπικής και κοινωνικής απελευθέρωσης και των ανεκπλήρωτων επιθυμιών.
Ο αναγνώστης του έργου, με την σκηνοθεσία του συγγραφέα, παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας πάνω λες σε θεατρική σκηνή και μέσα από την αφήγηση -ήσυχη έως σιωπηλή- βλέπει στον έσω κόσμο των ηρώων σαν σε καλειδοσκόπιο. Στο βιβλίο τίθενται σοβαρά υπαρξιακά θέματα και κυρίως η πορεία προς το αναπόδραστο τέλος.
Με τις γνωστές βραχείες προτάσεις, ενίοτε κοφτές, με το ρήμα στο τέλος της πρότασης, ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει οικονομία λόγου και βάθος έννοιας, καθώς πρόκειται για βιβλίο εσωτερικού μονολόγου και υπαρξιακού δράματος, αφού ο πρωταγωνιστής, Λάμπρος Αρνής, επιτυχημένος κριτικός ` και μαικήνας του θεάτρου, στα 80 του χρόνια βλέπει το σύστημα των νέων τάσεων να τον θέτει στο περιθώριο.
«Δεν είναι μόνο που η ίδια η φύση σπρώχνει το γερασμένο τέκνο της προς το περιθώριο, είναι και το συναίσθημα της αυτοεκτίμησης. Προτού οι άλλοι κραυγάσουν το ‘Άδειασέ μας τη γωνιά’, καλό θα ήταν εσύ να το εφάρμοζες ως αξιοπρεπή επιλογή» (σελ. 21)
Αντιθέτως, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύντροφός του, η ηθοποιός, Αντρίνα Λεμονή, βρίσκεται στην ωρίμανση της. Γνωρίζει ότι του οφείλει την καριέρα της στο χώρο του θεάτρου, αλλά έχει τον τρόπο της να του ασκεί «την δύναμη της γυναικείας νεότητας πάνω στο αντρικό γήρας»(σελ 59). Όμως και σε αυτή τη νέα γυναίκα έχει εμφιλοχωρήσει η ανασφάλεια, καθώς «…νεαρότερης ηλικίας ερμηνεύτριες αναλαμβάνουν να ξεδιπλώσουν τα πάθη μιας Κλυταιμνήστρας ή Μάνας Κουράγιο. Η εποχή της Παξινού έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Και το κοινό με αδηφάγα διάθεση απαιτεί νέες προτάσεις». (σελ 59)
Ο υπαινιγμός για τον ηλικιακό ρατσισμό στον χώρο του θεάματος είναι σαφής, όπως επίσης και οι ερωτικές σχέσεις ως σχέσεις εξουσίας.
Κρυφά ομολογεί την ανασφάλειά της στον εαυτό της η Αντρίνα Λεμονή, αλλά έντιμα. Ο Λάμπρος Αρνής τής παρέχει ένα εχέγγυο σιγουριάς.
Και οι δυο σύντροφοι, επικεντρώνονται και στην φθορά του σώματος που αποτελεί το εκμαγείο προστασίας του εσωτερικού τους κόσμου. Η Αντρίνα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως οι μεγάλοι ρόλοι είναι για ηλικίες άνω των 50 και να αντισταθεί στην πρόκληση της επανορθωτικής ιατρικής που θα την κάνουν να δείχνει νεότερη. Μοιάζει να γυμνάζει τον εαυτό της για «επανεκκίνηση» της ζωής στη μέση ηλικία. Με κέντρο την Αντρίνα τίθενται ερωτήματα, όπως αυτά της εθελουσίας αποχής από τη βίωση της μητρότητας, της έννοιας της ανεξαρτησίας, της καριέρας και των παραχωρήσεων.
Οι αναδρομές στον παρελθόντα χρόνο πραγματοποιούνται σαν σε φωτοσκιάσεις του χρόνου και μέσω της μνήμης το παρελθόν ταυτίζεται με το παρόν και η αίσθηση συγκατοικεί με την βίωση. Είναι σημαντικό πως μέσα σε λίγες μόνο φράσεις ο συγγραφέας δίνει το ιστορικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Αθήνας, της Χαμένης Άνοιξης, της Χαμένης Επταετίας, του Μάη του ’68, της Μεταπολίτευσης. Μέσα στη ροή του λόγου, πάλλεται το τραγούδι Le café des trois Colombes, που τόσο αισθαντικά τραγούδησε ο Τζο Ντασέν, αλλά και στίχοι από τον Ερωτόκριτο με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Η κορύφωση έρχεται αργά με την εμφάνιση του Πασχάλ Ομάν, άγνωστου γιού του Αρνή με μητέρα την Σιμπέλ, μια περιστασιακή του σχέση από την εποχή του Παρισιού. Είναι ένας νέος άντρας, κατακτητικός, θρασύς, γεμάτος σιγουριά αλλά και γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα για τον λόγο τον οποίο φανερώθηκε στον άγνωρο από πατρικό ένστικτο Αρνή. Βρίσκει τον Αρνή απροετοίμαστο, αλλά τον βγάζει από την ασάφεια της ύπαρξης και του δίνει ρόλο -αυτόν του πατέρα. Βρίσκει και την Αντρίνα σαν έτοιμη από ποτέ να παραδοθεί στο πάθος. «Τον πόθο μου το δέχομαι κι αθώα δεν κοιτώ» (σελ. 213)
Και τότε στις σελίδες του βιβλίου η Φαίδρα του Ρακίνα πραγματώνεται τόσο στη ζωή των ηρώων όσο και στη σκηνή του θεάτρου, όπου η Αντρίνα Λεμονή επιτυγχάνει να παίξει τον κορυφαίο ρόλο της καριέρας της. Όμως ίσως και της ζωής της, αφού περνά από τη σκέψη της να ζητήσει από τον εραστή της να την αποκαλεί με ένα άλλο όνομα: Φαίδρα. Ως Φαίδρα κρατά το παιδί που κυοφορεί από την ένωσή της με τον Πασχάλ.
«Και έτσι, ως Φαίδρα, ανεβαίνει τα τρία σκαλιά του θεάτρου, μιας και η μανία της για διάκριση την κρατά μακριά από τον εαυτό της».
Ο Λάμπρος Αρνής μόνος,
«Μέσα στο ημίφως του χαμηλού φωτισμού μπορεί να ηρεμεί τα αντιμαχόμενα πάθη και να πλησιάζει περισσότερο προς τη λήψη της απόφασης που θα ξορκίσει παραλήψεις του παρελθόντος». (σελ 260)
Με τονικότητα αρχαίου δράματος και χορό τούς ίδιους τους αναγνώστες, ο Μάνος Κοντολέων πετυχαίνει ένα μοντέρνο μυθιστόρημα με κλασσική φόρμα, μια εσωτερική τοιχογραφία για τις εξουσιαστικές σχέσεις, το γήρας, τις υποταγές στα ορμέφυτα, το δράμα του ίδιου του ανθρώπου. Με τις διακειμενικές αναφορές σε μεγάλους κλασσικούς συγγραφείς και ποιητές το έργο γίνεται πρόσφορο και για την φιλολογική και θεατρική έρευνα.
Βιβλιοδρόμιο, 20/9/2025
Ελένη Πριοβόλου
10.9.25
Μάνος Κοντολέων στον ΕΤ: Έντονος στην εποχή μας ο ηλικιακός ρατσισμός
10/09/2025
Στο βιβλίο «Κόντρα ρόλος», εκδόσεις Πατάκη, ο χρόνος δεν συγχωρεί. Η μνήμη πληγώνει και οι επιθυμίες καίνε. Οι ήρωες του Μάνου Κοντολέων στέκονται στο χείλος της ζωής, ανάμεσα στην αγάπη και την απώλεια, στο πάθος που δεν μπορεί να εξευμενιστεί.
Γιούλη Τσακάλου
Η «Φαίδρα» του Ρακίνα γίνεται καθρέφτης της ψυχής τους, αλλά και της δικής μας: βλέπουμε εκεί τον τρόμο της φθοράς, τη σιωπή που καταπίνει, την αθανασία που κρύβεται στις ανάσες που δεν παίρνουμε πίσω. Σ’ αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η θνητότητα συναντώνται, και εμείς, οι αναγνώστες, γινόμαστε μάρτυρες της ευθραυστότητας και της αθανασίας που κρύβεται στις ψυχές μας. Ενα βιβλίο που σε κρατάει, σε αναστατώνει και σε αφήνει να νιώθεις την ίδια την ύπαρξη να παλινωδεί.
Στο τελευταίο μυθιστόρημά σας, «Κόντρα ρόλος», το γήρας παρουσιάζεται όχι μόνο ως σωματική αλλά και ως πολιτισμική περιθωριοποίηση. Πώς βιώνεται αυτή η διπλή φθορά και πώς τη μετατρέψατε σε λογοτεχνία;
Νομίζω πως στην εποχή μας έχει έντονη παρουσία ο ηλικιακός ρατσισμός. Κι αυτό ως αποτέλεσμα μιας θεοποίησης της κατανάλωσης, που πάνω της στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού σχεδιασμού. Αλλά η κατανάλωση απαιτεί -μα και καλλιεργεί- συνθήκες άκρατης όσο και επίπλαστης ατομικής και κοινωνικής ευμάρειας. Το νεανικό σώμα άνετα μπορεί να υπηρετήσει αυτήν την επιφανειακή ευμάρεια, σε αντίθεση με το γήρας, που και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι τέτοιο, αλλά, αντίθετα, με την εικόνα του και μόνο -αλλά και με την εμπειρία του- το απογυμνώνει. Ολα αυτά από μόνα τους αποτελούν πλούσιο υλικό για μια λογοτεχνική σύνθεση.
Ο Λάμπρος Αρνής και η Αντρίνα Λεμονή ζουν την ένταση ανάμεσα στη σοφία της ηλικίας και την αλαζονεία της νεότητας. Ο έρωτας μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ή είναι πάντα μια αέναη πάλη ισχύος και χρόνου;
Ο έρωτας, όταν παρουσιάζεται, μπορεί πολλά να γεφυρώνει και άλλα τόσα να αγνοεί. Αλλά το ερωτικό συναίσθημα δεν είναι κάτι στατικό μέσα στον χρόνο. Από ένα σημείο και μετά το πάθος υποχωρεί και το κάθε μέλος του ερωτικού ζεύγους ακολουθεί τη δική του πορεία, που είναι μια συνύπαρξη πολλών παραμέτρων, και μεταξύ αυτών και του χρόνου και της αντιπαλότητας. Διαφορετικά αισθάνεται ο ένας που από σαράντα χρόνων γίνεται πενήντα και διαφορετικά ο άλλος που από εβδομήντα γίνεται ογδόντα.
Γιατί επιλέξατε τη «Φαίδρα» του Ρακίνα ως άξονα γύρω από τον οποίον κινούνται οι ήρωες; Τι σας συγκινεί σε αυτήν τη μορφή της απαγορευμένης επιθυμίας;
Με τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά μου είχα συγγραφικά «σκύψει» με έναν πολύ προσωπικό τρόπο πάνω σε τρεις γυναίκες των αρχαίων τραγωδιών μας. Στην Κασσάνδρα, στην Κλυταιμνήστρα, στη Μήδεια. Μα τις είχα πλησιάσει μέσα στην εποχή που είχαν ζήσει. Δεν θέλησα να ακολουθήσω την ίδια τεχνική. Κι έτσι, όταν επέλεξα να ασχοληθώ με τη «Φαίδρα», αποφάσισα να τη φέρω στην εποχή μας. Και ακόμα να φωτίσω δίπλα της έναν σημερινό Θησέα. Σε αυτήν μου την προσπάθεια θεώρησα πως ο Ρακίνας με τη «Φαίδρα» του θα μου ήταν περισσότερο πολύτιμος από τον Ευριπίδη και τον «Ιππόλυτό» του.
Το παρελθόν «σπαρταρά» και διεκδικεί τον χώρο του μέσα στο παρόν των ηρώων. Για εσάς η μνήμη είναι παγίδα που μας κρατά δέσμιους ή καταφύγιο που μας σώζει από τη φθορά;
– Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η μνήμη από ένα σημείο και μετά… Πιο σωστά, από μια ηλικία και μετά πρέπει να παίρνει τις διαστάσεις της εμπειρίας. Το μέγα προσόν της προχωρημένης ηλικίας είναι η εμπειρία. Αλλά αυτή η μετατροπή της μνήμης σε εμπειρία δεν είναι δεδομένη. Πρέπει να καλλιεργείται.
Στο μυθιστόρημα η τέχνη δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο· είναι χώρος υπαρξιακής αναμέτρησης. Οι αναφορές σε συγγραφείς, ποιητές και καλλιτέχνες πώς λειτουργούν, ως φόρος τιμής, διάλογος ή αναγκαία ανάσα;
Κυρίως το τελευταίο – ως ανάσα. Με την τέχνη μετατρέπεις τη στιγμιαία καθημερινότητα σε κάτι που διαρκεί και σε βοηθά να παίρνεις βαθιές, ζωογόνες ανάσες.
Μετά από τόσα βιβλία, πώς νιώθετε σήμερα απέναντι στη συγγραφή; Είναι ακόμη μια σκηνή αγωνίας και δοκιμασίας ή ένας χώρος όπου η εσωτερική παρατήρηση, η τρυφερότητα και η σοφία κυριαρχούν;
Και τα δύο. Κάθε νέο έργο είναι ένας νέος αγώνας που δεν ξέρω που θα με οδηγήσει. Αλλά παράλληλα είναι και μια επιβεβαίωση πως εξακολουθώ να υπάρχω. Εχω αληθινά γράψει πολλά και διαφορετικά βιβλία όλα αυτά τα πενήντα περίπου χρόνια που δίνω το συγγραφικό παρόν μου. Μα το καθένα από αυτά μένει μέσα μου ως μια πολύτιμη εμπειρία ζωής. Τα βιβλία μου είναι το αποτύπωμα της ζωής μου.
6.9.25
Η Μαρία Κουλούρη στο OfflinePost
Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Κόντρα ρόλος» του Μάνου Κοντολέοντα
Μαρία Κουλούρη, Αρχισυντάκτρια Ύλης
Offlinepost.gr
31 Αυγούστου, 2025
Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουμε πώς περνά, χάνοντας το νόημα των στιγμών που δεν επιστρέφουν, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους όταν πλέον είναι αργά. Με πρωταγωνιστές τον χρόνο, το γήρας, τον έρωτα και έναν άντρα «παγιδευμένο» ανάμεσα σε όλα αυτά, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο Κόντρα ρόλος του Μάνου Κοντολέοντα.
Συγγραφέας του βιβλίου είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Μάνος Κοντολέων. Είναι γεννημένος στην Αθήνα, ενώ σπούδασε στο τμήμα φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται διηγήματα, μυθιστορήματα και παραμύθια, ενώ παράλληλα είναι και κριτικός λογοτεχνίας. Τέλος, έχει τιμηθεί 3 φορές με το Κρατικό Βραβείο, καθώς και από το ελληνικό τμήμα της ΙΒΒΥ και το αντίστοιχο των ΗΠΑ.
Ας επιστρέψουμε, ωστόσο, στα σχετικά με το βιβλίο. Η υπόθεσή του ξεδιπλώνεται μέσα από 5 μεγάλα μέρη που αποτελούνται από 36 κεφάλαια συνολικά. Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Λάμπρος Αρνής, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, από εύπορη οικογένεια, η οποία διατηρούσε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο της πόλης. Ο ίδιος φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ενώ από μικρός είχε ιδιαίτερη αγάπη στην ανάγνωση βιβλίων και στο θέατρο, με το οποίο και επιθυμούσε να ασχοληθεί, όχι, όμως, ως ηθοποιός, αλλά ως κριτικός θεάτρου. Όταν πατέρας του έφυγε από τη ζωή, ο Λάμπρος αποφάσισε να πουλήσει τον εκδοτικό οίκο και να μην ασχοληθεί με τον χώρο αυτό, φεύγοντας έτσι για το Παρίσι, με σκοπό να ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε περισσότερο, το θέατρο.
Στην πόλη του φωτός ο Λάμπρος έγινε ένας σπουδαίος κριτικός θεάτρου και όντας καταξιωμένος, επέστρεψε στην Ελλάδα, ιδρύοντας τον λογοτεχνικό και θεατρικό οργανισμό «Μάσκες», από τον οποίο περνούν πολλοί λόγιοι της εποχής, όπως ποιητές, συγγραφείς, μουσικοί και ηθοποιοί. Στα 66 του χρόνια ερωτεύτηκε μια 35χρονη ανερχόμενη ηθοποιό, την Αντρίνα Λεμονή, την οποία και βοηθά να εδραιωθεί στον χώρο της υποκριτικής, δίνοντάς της ρόλους σε θεατρικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Πλέον, όμως, κοντά στα 80 του χρόνια, κάνει σκέψεις να αποσυρθεί από τον χώρο, γιατί καταλαβαίνει πως μεγαλώνει και η υγεία του έχει αρχίσει να κλονίζεται. Αυτά του τα προβλήματα επηρεάζουν ως έναν βαθμό και τη σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας της, πρωταγωνιστώντας στη «Φαίδρα» του Ρακίνα.
«Παγιδευμένος» στα δίχτυα του χρόνου, του γήρατος και του έρωτα, ο Λάμπρος αποτελεί έναν ήρωα στο πρόσωπο του οποίου θα μπορούσαμε όλοι μας να ταυτιστούμε. Ως προς το βιβλίο καθαυτό, οι παραστατικές περιγραφές και το οικείο ύφος του το καθιστούν ένα εύληπτο ανάγνωσμα, ιδανικό για όσους επιθυμούν να διαβάσουν ένα εξαιρετικής λογοτεχνικής ποιότητας μυθιστόρημα.
Subscribe to:
Posts (Atom)