4.1.25

Η Ελένη Μπετεινάκη στα Παραμύθια του Σαββάτου

Ποδαρικό στη στήλη των Παραμυθιών του Σαββάτου κάνει ένα υπέροχο νοσταλγικό, βιογραφικό και ιδιαίτερο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων με τίτλο : Τα δώρα! Η ιστορία αφορά τον Μάρκο, ένα αγόρι 11 χρονών, και διαδραματίζεται πριν πολλά πολλά χρόνια. Μοναχοπαίδι το μικρό αγόρι, κι όπως όλοι γνωρίζουμε αυτό σημαίνει μοναξιά στο σπίτι, στο παιχνίδι και στο μοίρασμα. Μια μέρα βρίσκει στον κήπο τους ένα μικρό γατάκι που έμοιαζε με τιγράκι. Αμέσως όλα άλλαξαν. Η Νεφερτίτη, όπως ονόμασε το ζωάκι του ο Μάρκος, έγινε η μόνιμη ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ του, ο φίλος του και η χαρά γέμισε τη ζωή του. Ο Μάρκος δεν ήταν πια μόνος και άρχισε να ονειρεύεται, να ανακαλύπτει καινούργιους τόπους και να έχει κάποιον να τον περιμένει όταν γύριζε από το σχολείο του. Μαζί διάβαζαν, ανακάλυπταν καινούργια μέρη, έπαιζαν και ονειρεύονταν. Πέρασαν μερικοί μήνες απόλυτης ευτυχίας και ξαφνικά η Νεφερτίτη αρρώστησε. Τα όμορφα συναισθήματα του Μάρκου άλλαξαν έγιναν πόνος, προσμονή, ελπίδα και τελικά αποχαιρετισμός και απώλεια. Όμως μαζί με τον χαμό του μικρού γατιού γεννήθηκε η επιθυμία να γραφτούν οι ιστορίες, οι λέξεις, το μοίρασμα … Κι αυτό ήταν η αφορμή, ο λόγος, το δώρο και η αρχή μιας λαμπρής συγγραφικής καριέρας που ευτυχώς κρατάει ως τις μέρες μας. Γιατί ο Μάρκος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Μάνο Κοντολέων και η μικρή Νεφερτίτη η πρώτη του χάρτινη ηρωίδα που κάποτε υπήρξε στη ζωή του και τον οδήγησε στη συγγραφή. Μια υπέροχη αυτοβιογραφική ιστορία συγκινητική, αληθινή, τρυφερή και ευαίσθητη που μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για μικρούς επίδοξους συγγραφείς. Μια ιστορία για την μοναξιά που βιώνουν τα μοναχοπαίδια και την σχέση με τα ζώα. Για την δυνατή φιλία που μπορεί να αναπτυχθεί αναμεσά τους και τα οφέλη μιας τόσο στενής σχέσης. Ένα βιβλίο γεμάτο συναισθήματα που γίνονται δώρα ζωής. Με τα σχέδια και την χρωματική παλέτα της Ιφιγένειας Καμπέρη η ιστορία ζωντανεύει και μας συγκινεί ακόμη περισσότερο... Έκπληξη των τελευταίων σελίδων η αυθεντική ιστορία της Νεφερτίτης που λεγόταν Ποκοπίκο και που γράφτηκε το 1960 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διάπλαση τον Μάιο του ίδιου χρόνου από τον Μάνο Κοντολέων με το ψευδώνυμο Αρχιδούξ. Αυτή η ιστορία ήταν η αρχή όλων. Ο Μάνος Κοντολέων είναι αγαπημένος συγγραφέας για παιδιά και ενήλικες και έχει διαγράψει μια λαμπρή καριέρα μέχρι και σήμερα. Το δικό μας δώρο από «Τα δώρα» το μοίρασμα της ιστορίας και η εναλλαγή της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων της.
https://www.cretalive.gr/politismos/ta-dora-toy-manoy-kontoleonsta-paramythia-toy-sabbatoy?fbclid=IwY2xjawHnE71leHRuA2FlbQIxMQABHcvAHXKrxry_VUHi0tVSMCydn0ydS4InDqZBibXW5PPgKzN4cRGomJ9xMw_aem_8ovyV-nWhEVCH0ocMqeNXQ

Γιώργος Σκαμπαρδώνης "Φάλτσα κεφαλής"

Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Φάλτσα κεφαλής» Διηγήματα Εκδόσεις Πατάκη Γράφει ο Μάνος Κοντολέων Από τις πλέον αναγνωρίσιμες παρουσίες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Συχνές οι εκδοτικές εμφανίσεις του που άλλες από αυτές έχουν τη μορφή μυθιστορημάτων, άλλες -ίσως οι περισσότερες- είναι συλλογές διηγημάτων. Επεσήμανα αναγνωρισιμότητα στον εκ της Θεσσαλονίκης συγγραφέα, θέλοντας να τονίσω πως έχει ένα εντελώς δικό του ύφος γραφής, όπως και σαφέστατες θεματικές προτιμήσεις. Ως προς το πρώτο, αντιγράφω από τη σελίδα 81του νέου του βιβλίου «Φάλτσα κεφαλής», τις πρώτες αράδες του διηγήματος «Ο καστανοφύλακας»: ‘Το φθινόπωρο μετρίασε τους αλαλαγμούς των χρωμάτων. Τώρα, ανεβαίνοντας, χαράματα, τις ανηφόρες των μονοπατιών του Κόζιακα, τα πάντα παίρνουν τις αποχρώσεις της παρακμής -σκουριά, καφέ-γκρι, βαθυκίτρινο. Τα δέντρα έχουν ένα ύφος ήττας, με γυμνά, βουρκωμένα κλαδιά* μερικά καταλήγουν σε στρεβλά, μαύρα ή χρυσά χερούλια που στάζουν υγρασία’. Είναι σαφέστατη, νομίζω, η ικανότητα του Σκαμπαρδώνη να ζωντανεύει τον χώρο χρησιμοποιώντας λέξεις. Αλλά στο ίδιο αυτό σύντομο απόσπασμα, διαφαίνονται και οι θεματικές προτιμήσεις του -τουλάχιστον αυτές που αφορούν τον περιβάλλοντα χώρο. Ο Σκαμπαρδώνης έχει μια σαφή γεωγραφική προτίμηση ως προς τους χώρους όπου τοποθετεί τις ιστορίες του. Η Θεσσαλονίκη, έτσι κι αλλιώς έντονα παρούσα και σε προηγούμενα έργα του, κι εδώ συχνά πρωταγωνιστεί -άλλοτε το κέντρο της και άλλοτε οι συνοικίες της. Κι ακόμα έλκεται από τη μακεδονική γη -το παραπάνω απόσπασμα είναι ένα ελάχιστο δείγμα. Μα ο χώρος πάντα συνομιλεί με όσους τον έχουν μετατρέψει σε ταυτότητά τους. ‘Βράδιαζε ολοένα*ο Θωμάς τέλειωσε το φαγητό, τα μάζεψε, τακτοποίησε, έριξε ένα κούτσουρο στη φωτιά και ξάπλωσε ανάσκελα στα χορτάρια κοιτώντας τον ουρανό. Ο Θόλος είχε κατέβει, υπήρχε κάποια βουβή, απόλυτη διαφάνεια, κι έβλεπε τους αστερισμούς σε κοντινή απόσταση, όπως κοιτούσε από την ταράτσα της πολυκατοικίας του της ακτές τις Πιερίας. Γέμισαν τα μάτια του και το μέσα του με το έναστρο φέγγος -έβλεπε αντανακλάσεις, σελαγισμούς, ανοιχτούς λογαριασμούς, και είπε: -Η πασαρέλα της αιωνιότητας’. (σελ. 121) Δεν μπορώ -μένοντας για λίγο σε αυτό το απόσπασμα- να μην επισημάνω το εύρημα της χρήσης του επίθετου ‘βουβή’ για να χαρακτηριστεί η διαφάνεια, όπως και για τη συνύπαρξη των ‘αντανακλάσεων’ με τους ‘ανοιχτούς λογαριασμούς’. Οι γλωσσικοί πειραματισμοί μετατρέπονται σε τεκμηριωμένες απόψεις. Είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που προσφέρουν τη λογοτεχνική μέθεξη. Και που βέβαια, ο συγγραφέας αυτός την επιδιώκει χρησιμοποιώντας ακόμα και λέξεις από το οπλοστάσιο άλλων εποχών: ‘Αποπάνω κρέμεται ένα τσίγκινο δοχείο νερού με βρυσάκι (μουσλούκι)’ (σελ. 48)- ή και όχι και τόσο γνωστών επαγγελματικών ενασχολήσεων: ‘Όλο το ιχθυοτροφείο είναι ένα πολύ μεγάλο παραλληλόγραμμο μες στο νερό, χωρισμένο, εντός, σε είκοσι γκιόλια’ (σελ. 25) Από ένα σημείο και μετά η λογοτεχνική γλώσσα μετατρέπεται και σε κιβωτό λέξεων που ελάχιστοι πιθανώς να γνωρίζουν. Μα, ας δούμε και τους χαρακτήρες των διηγημάτων του Σκαμπαρδώνη. Κι εδώ, όπως και σχεδόν σε όλα τα προηγούμενα έργα του, τα κεντρικά πρόσωπα κινούνται στο περιθώριο της μικρομεσαίας τάξης, και πάντως εντός περιοχών όπου δεν συχνάζουν πλέον οι άνθρωποι της εποχής μας… Με μια πλέον σιβυλλική διατύπωση, θα έλεγα οι ήρωες των περισσοτέρων διηγημάτων κυκλοφορούν εκεί όπου εκτελούνται εργασίες τις οποίες η καταναλωτική μανία του σήμερα αν και τις χρησιμοποιεί, υποκρίνεται πως τις αγνοεί. Με αυτήν την επιλογή, ο Σκαμπαρδώνης δείχνει να περισώζει τύπους, ήθη και επαγγέλματα που πολύ απέχουν από τη σύγχρονη τεχνολογική παντοδυναμία. Σαφέστατα οι άνδρες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι παραδοσιακά αρρενωποί: ‘Μανιακός καπνιστής* πάντα είχε ένα τσιγάρο κρεμασμένο μάγκικα στα χείλια, που το άναβε απ΄ την καύτρα του προηγούμενου και φουμάριζε ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο στη θάλασσα’ (σελ.95). Αλλά και η γυναικεία ψυχοσύνθεση δείχνει πως μπορεί ισότιμα να υπάρχει: ‘Η θεία μου τελείωσε χτες το φουστανάκι μου -ένα όμορφο, ελαφρύ φουστάνι κοντό, με τιραντούλες- κι ονειρεύομαι να γυρίσω στη Σαλονίκη για να το φορέσω’ (σελ. 34) Μια τέτοια στάση συγγραφικής χρήσης των χώρων και των χαρακτήρων, διαθέτει το κίνδυνο να υποπέσει σε ένα στείρο νατουραλισμό, αρκούντως μάλιστα και λάτρη του παρελθόντος. Δεν συμβαίνει αυτό στα κείμενα που ο Σκαμπαρδώνης υπογράφει. Γιατί ο ίδιος -ως συγγραφέας και ως κοινωνικό ον- δεν επιχειρεί να διασώσει μια ανάμνηση ζωής, αλλά αντίθετα επιχειρεί ο ίδιος πρώτα να τη βιώνει. Κι έτσι έχει συνεχώς ανοιχτούς τους πόρους της έμπνευσης του και συλλέγει όλα όσα θα θελήσει, στη συνέχεια, να τα στείλει να συνυπάρξουν με τους αναγνώστες του. Στην ουσία η όποια αναπόληση του χθες εξορίζεται και με ένα ιδιότυπο συγγραφικό τρόπο, έχουμε μια πολιτική θέση αμφισβήτησης της τεχνολογικής παντοκρατορίας. Οι χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής χρησιμοποιούν πρωτογενείς τρόπους επικοινωνίας με τα ίδια τους τα συναισθήματα -οργίζονται, αποχωρούν, συμβιβάζονται, αντιστέκονται, πάντα όμως σκηνοθετώντας με μια δική τους πρακτική την καθημερινότητά τους. Ενδιαφέρουσα -ίσως από τις πλέον ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη το «Φάλτσα κεφαλής». Αναντίρρητα όλα τα κείμενα δεν έχουν την ίδια ένταση, ούτε και την ίδια πρωτότυπη ματιά. Αλλά ακριβώς γι αυτό η όλη συλλογή μπορεί άνετα να θεωρηθεί ως άρτιο δείγμα γραφής ενός πεζογράφου που έχει καθορίσει εδώ και καιρό το δικό του αποτύπωμα. (796 λέξεις) https://www.hartismag.gr/hartis-73/biblia/faltsa-kfalis

20.12.24

Κώστα Λογαράς «Διπλή ζωή»

Κώστα Λογαράς «Διπλή ζωή» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Καστανιώτη Με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα του, ο δόκιμος πεζογράφος Κώστας Λογαράς επιχειρεί μαζί με την μυθιστορηματική πλοκή να κάνει και μια τολμηρή ανάλυση των ερωτικών -κυρίως- ηθών πάνω στο πως αυτά εκφράζονται σε επίπεδο κοινωνίας ανάλογα με τις εποχές, μα και το πως επίσης ενεργοποιούν ατομικές αντιδράσεις. Για μια κάπως πλέον άμεση προσέγγιση του έργου, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο του Παύλου Παυλή; Είναι εσωστρεφής και απόμακρος, όπως υποστηρίζει η κόρη του; Άνθρωπος με δαίμονες μέσα του που πρέπει κάπως να τους θρέψει, όπως αποδέχεται η γυναίκα του; Είναι ο ιδανικός σύντροφος και εραστής, όπως τον βλέπει η ερωμένη του; Ο υποκριτής που εξαγοράζει με δώρα τη σιωπή των θυμάτων του, όπως καταγγέλλει ο γιος της ερωμένης; Είναι ο ρεαλιστής που θεωρεί πως η κοινωνία αλλάζει και οι σχέσεις πρέπει να αναμορφωθούν; Ή μήπως ο ανήθικος ηδονοθήρας που υπονομεύει τον θεσμό της παραδοσιακής οικογένειας, όπως αποφαίνεται ο εισαγγελέας; Οι έξι διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ανθρώπου σχηματίζουν το αντιφατικό πολύπτυχο που συνθέτει το πορτρέτο ενός περίπλοκου, ίσως και αμφιλεγόμενου χαρακτήρα». Κεντρικό, λοιπόν, πρόσωπο του μυθιστορήματος ένας άνδρας (θα τον παρακολουθήσουμε για κοντά 20 χρόνια) που με τον τρόπο που θέλει να συνδυάζει ερωτική και οικογενειακή ζωή, άλλοτε προκαλεί θετικές αντιδράσεις από μέλη του περιβάλλοντός του και άλλοτε αρνητικές. Ο ίδιος -στις σελίδες 194 / 195- θα δηλώσει: «Δεν είναι απάτη να κρατάς μυστική την άλλη σχέση… Όχι όταν υπάρχει συνομολογία. Ήδη πέραν των μονογαμικών σχέσεων λειτουργούν σήμερα οι πολυγαμικές, η πολυπιστία μέσα στην ομάδα, οι παράλληλες σχέσεις διαφόρων μορφών. Η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων δεν είναι κολάσιμο αμάρτημα, αλλά ελευθερία και δικαίωμα…Είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί ζωντανός και υγιής ο θεσμός της οικογένειας». Αλλά οι απόψεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των άλλων. Και αυτόν ακριβώς τον αντίκτυπο ο Κώστας Λογαράς περιγράφει μυθιστορηματικά καθώς δίνει φωνή στα πρόσωπα που ζούνε δίπλα στον κεντρικό χαρακτήρα του έργου. Στο κείμενο του οπισθόφυλλο (που πιο πάνω αντέγραψα) τα πρόσωπα αυτά φαίνεται πως το καθένα με τον δικό του τρόπο αντιδρά. Αλλά από ένα σημείο και πέρα, πρακτικές που ίσως επιφέρουν διατάραξη του κοινωνικού status απασχολούν και τη θεσμοθετημένη κοινωνία. Οπότε δίπλα στη σύζυγο, την κόρη, στην ερωμένη και στον γιο της ερωμένης, άποψη θα εκφράσει και ένας δικαστικός λειτουργός. Κι αυτό γιατί οι αντιδράσεις των άλλων απέναντι στις δικές μας πράξεις μπορούν να μετατραπούν και σε ποινικά αδικήματα. Ο ίδιος ο συγγραφέας προσπαθεί να παραμείνει αμέτοχος -όσο αμέτοχος μπορεί να είναι ο δημιουργός μιας ιστορίας. Προτιμά να προσφέρει ανάσες και παλμούς στα πρόσωπα του έργου του και μέσω αυτών να τεθούν τα θέματα -φλέγοντα θέματα όπως όλα όσα επηρεάζουν την καθημερινότητά μας, διαμορφώνουν τις νέες γενιές, υποχρεώνουν το κάθε άτομο να πάρει άλλοτε μια θέση κι άλλοτε να κρατηθεί στο περιθώριο. Αληθινά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που φέρνει τη σημερινή ελληνική λογοτεχνική κοινότητα (συγγραφείς όσο και αναγνώστες) μπροστά σε ζητήματα και καταστάσεις που από τη μια επιχειρούν να εμποδίσουν την όποια -θετική ή μη- εξέλιξη και από την άλλη να τη βοηθήσουν να κατανοήσει τις αλλαγές που ήδη έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται. (516 λέξεις) https://www.literature.gr/dipli-zoi-kosta-logaras-ekdoseis-kastanioti/

14.12.24

Μαρία Σκιαδαρέση «Αντιγόνη απ΄το Πουσκάρ»

Μαρία Σκιαδαρέση «Αντιγόνη απ΄το Πουσκάρ» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Πατάκη Με μια σειρά βιβλίων που ξεκινούν από το ιστορικό / κοινωνικό μυθιστόρημα και φτάνουν έως σε ιστορικές μονογραφίες για παιδιά, άλλοτε χρησιμοποιώντας το εύρος μιας μυθιστορηματική αφήγησης κι άλλοτε τη συντομία μιας συλλογής διηγημάτων, η Μαρία Σκιαδαρέση από το 1996 όπου μας συστήνεται με την saga «Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε" (Πατάκης) έως και σήμερα έχει κατοχυρώσει μια ξεχωριστή και εντόνως ποιοτική θέση στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Ξεχωριστή και ποιοτική η γραφή της, αλλά πάντα και ικανή να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό που αναζητά να γοητευθεί από μια αφήγηση η οποία μπορεί και στήνει έναν ολόκληρο κόσμο. Τα συνήθως πολυσέλιδα έργα της Σκιαδαρέση δεν ανήκουν (με αυστηρή κατάταξη) στα ιστορικά μυθιστορήματα. Αλλά ‘πατούν’ πάνω στην Ιστορία και οι ήρωές της όσο κι αν ζούνε έντονα μέσα στον μυθιστορηματικό τους χρόνο, εντούτοις δείχνουν πως αποτελούν συνέχεια ενός κοινωνικού παρελθόντος ενώ παράλληλα φωτίζουν και το παρόν τους. Από αυτήν την άποψη είναι έργα φιλόδοξα, καθώς επίσης και τολμούν να θέσουν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και μια διαχρονική καταγραφή και εμπλοκή του έρωτα. Στο τελευταίο της αυτό μυθιστόρημα, η Σκιαδαρέση μέσα σε 380 σελίδες αναπτύσσει την ιστορία της και αφήνει τα κεντρικά πρόσωπα να αφηγηθούν την εξέλιξη των γεγονότων. Τόπος όπου όλα θα συμβούν η βοιωτική γη. Αλλά -το έργο αναφέρεται στο παρόν- σε αυτή τη γη πλέον ζούνε και άτομα άλλης κουλτούρας, διαφορετικής καταγωγής. Η παγκοσμιοποίηση διαπερνά όχι μόνο τις οικονομικές συνθήκες, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι δίπλα σε χαρακτήρες που οι ρίζες τους φτάνουν έως τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, συναντάμε και άτομα που έχουν άλλα βιώματα και άλλες θρησκευτικές και ιδεολογικές καταβολές. Ο μετανάστης -στο έργο αυτό της Σκιαδαρέση- έχει τη δική του φωνή και τα δικά του ποικίλα πάθη. Και αυτές οι φωνές και αυτά τα πάθη ισότιμα συμπορεύονται με τα αντίστοιχα του ντόπιου πληθυσμού. Πάνω στη συμπόρευση αυτή η συγγραφέας πλάθει τον μύθο της. Και με συνειδητή προσπάθεια αποφασίζει να ενεργοποιήσει το αρχαίο δράμα που στα ίδια χώματα , μα πριν από αιώνες, είχε συντελεστεί. Μυθιστόρημα πολυπρόσωπο και ίσως η προσπάθεια να δοθεί μια περίληψη της υπόθεσης να το αδικούσε. Θα το αποφύγω, άλλωστε στη λογοτεχνία δεν έχει τόση σημασία το τι λέγεται όσο το πως αυτό λέγεται. Κι επίσης -και πάντα συνειδητά- η Σκιαδαρέση δίνει και μια απόχρωση αστυνομικής πλοκής στο έργο της. Αλλά δεν είναι τα κρυμμένα μυστικά αυτά και μόνο που κράτησαν το συγγραφικό της ενδιαφέρον. Θα έλεγα, μάλιστα, πως δεν είναι μήτε και τα ατομικά πάθη. Βαθιά όσο και ουσιαστικά η Μαρία Σκιαδαρέση τοποθετείται πολιτικά απέναντι τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν -η ευρωπαϊκή γεωργική πολιτική, οι μετανάστες και πρόσφυγες, τα νέα ήθη του γεωργικού κόσμου, αποτελούν κομβικής σημασίας σημεία της εξέλιξης των γεγονότων. Κι αυτό είναι ίσως και το σημείο που δίνει στο έργο της -το συγκεκριμένο αλλά και στο γενικότερο- τη δική της σφραγίδα. Μια συγγραφέας που τοποθετείται απέναντι στο κοινωνικό συμβάν. Μα είναι ακόμα και η χρήση της γλώσσας. Το να δομείς όλο το έργο σου σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις αποτελεί μέγιστο ρίσκο. Κάθε φωνή πρέπει να διαθέτει τη δική της χροιά και να ενεργοποιείται από διαφορετικά συναισθήματα. Και η Σκιαδαρέση αυτό το πετυχαίνει εξολοκλήρου. Στα συν του έργου να προστεθεί και η ουσιαστική και ολοζώντανη ανάδειξη του τρόπου σκέψης ανθρώπων που προέρχονται από άλλες κουλτούρες. Και βέβαια οι τόσο σπαρταριστές περιγραφές του τοπίου και των καιρικών φαινομένων -γιατί επαρχία είναι όχι μόνο ή και τόσο οι άνθρωποι, όσο κυρίως η ίδια η Φύση. Ένα σύντομο παράδειγμα: «Ο ήλιος έχει γείρει και δεν καίει, ένα αεράκι δροσερό έρχεται από τη θάλασσα. Παρότι δεν την βλέπουν, ξέρουν καλά πως βρίσκεται εκεί, κάπου ανάμεσα στο στρίφωμα των κάμπων και στα βουνά που ορθώνονται πάνω στο ρόδινο κορμί της Εύβοιας». Μυθιστόρημα σίγουρα πρωτότυπο και ικανό να διεκδικήσει αναγνώσεις από μια ευρύτερη γκάμα αναγνωστών -από εκείνους που αρέσκονται να περιπλανιόνται σε σκοτεινά υπόγεια μη ελεγχόμενων παθών, μα και από εκείνους που στέκονται στοχαστικά πάνω σε λέξεις, φράσεις και παραγράφους. https://www.periou.gr/manos-kontoleon-maria-skiadaresi-antigoni-ap%ce%84to-pouskar-mythistorima-ekdoseis-pataki/ (620 λέξεις) https://www.periou.gr/manos-kontoleon-maria-skiadaresi-antigoni-ap%ce%84to-pouskar-mythistorima-ekdoseis-pataki/

Τζούλια Γκανάσου «Δευτέρα παρουσία»

Τζούλια Γκανάσου «Δευτέρα παρουσία» Μυθιστόρημα Εκδόσεις Καστανιώτη Δυναμική εκπρόσωπος της νέας ελληνικής λογοτεχνικής γενιάς η Τζούλια Γκανάσου, από το 2006 όπου κυκλοφορεί το πρώτο της δικό της έργο, έως σήμερα, είχαμε διαβάσει πέντε δικά της μυθιστορήματα, ενώ παράλληλα την έχουμε συναντήσει και σε διάφορες συλλογικές εκδόσεις. Η θεματική της Γκανάσου αναζητά πάντα ένα εύρημα που πάνω τους θα στηθεί μια κριτική ματιά της σημερινής πολυπλοκότητας έτσι όπως αυτή εκφράζεται στις διαπροσωπικές, μα και στις κοινωνικές σχέσεις. Με το έκτο της και πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας μας κάνει γνωστό και το ενδιαφέρον της για το πως η πολιτική μπορεί να παρέμβει όχι μόνο στην καθημερινότητα απλών ατόμων, αλλά να εισχωρήσει στον ίδιο τον πυρήνα των πολιτιστικών και ηθικών κανόνων που διέπουν την κοινωνία μας. Βάση των προβληματισμών που η Τζούλια Γκανάσου θα χρησιμοποιήσει για τη σύνθεση του τελευταίου της έργου είναι οι πόλεμοι τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα. Και βασισμένη σε γεγονότα που έχουν καταγραφεί σε δελτία ειδήσεων και στο διαδίκτυο, πλάθει ένα δυστοπικό κείμενο, γεμάτο από περιγραφές που διαπερνούν όλο το φάσμα αφήγησης από τον ρεαλισμό στον συμβολισμό για να φανερώσουν τη φρίκη της βίας που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί. Ο τόπος και ο χρόνος της μυθιστορηματικής σύνθεσης δεν δηλώνεται. Άλλωστε ο ζόφος των καταστροφών και η αγριότητα των πράξεων δεν θα αποδεχόντουσαν να μειώσουν την έντασή τους καθώς θα αποκτούσαν χρονικά και τοπικά όρια. Η αγριότητα του πολέμου θέλει την απόλυτη κυριαρχία της. Και η Τζούλια Γκανάσου της την προσφέρει με πολλά ευρηματικά μοτίβα. Κεντρικά πρόσωπα δυο γυναίκες -γιαγιά και εγγονή. Που σημαίνει παρελθόν και μέλλον. Οι μόνες που επέζησαν από όλη την οικογένεια. Και που για να μπορέσουν να καταφέρουν να επιβιώσουν μετατρέπονται σε ένα διττό σώμα -η μια συμβουλεύει, η άλλη εκτελεί. Η πορεία αυτού του διττού σώματος προς τα εκεί όπου ακόμα υπάρχει η ελευθερία, θα είναι όχι μόνο επώδυνη και επικίνδυνη, αλλά και ιδιαιτέρως ενημερωτική όσον αφορά τις πράξεις των ανθρώπων που άλλοι από αυτούς είναι τα θύματα/άμαχοι και άλλοι οι θύτες/εκμεταλλευτές της πολεμικής βίας. Αλλά μέσα σε μια περίοδο πολέμου δεν συμβαίνουν μόνο μάχες και βομβαρδισμοί. Κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν, ή να πραγματοποιήσουν τα αυταρχικά και ακόμα και ναζιστικής προέλευσης σχέδια τους και δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον άλλον ως αντικείμενο, να αγνοήσουν το κάθε συναίσθημα, την όποια ηθική που στηρίζει μια ειρηνική κοινωνία. Και η Γκανάσου αρπάζει -λες- τις λέξεις και φτιάχνει φράσεις που δεν φοβούνται το σκοτάδι το οποίο καλούνται να περιγράψουν. Κι όμως η δυστοπία μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο αυτή η αντιμετώπιση μορφοποιείται με τη χρήση της διακειμενικότητας. Η Γκανάσου συχνά θα μας θυμίσει φράσεις από του ‘Σατανικούς στίχους’ του Ρουσντί, μα και από την Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας ή και ακόμα από παιδικά τραγουδάκια. Και βέβαια θα αναζητήσει το χάραμα μιας ελεύθερης και αξιοπρεπούς ζωής μέσα από τη σχέση δυο παιδιών. «Θα σου φτιάξω μια χώρα που δε θα σε διώχνει…» είπε το αγόρι. «Θα σου φτιάξω μια χώρα που δε θα σε πληγώνει…» απάντησε το κορίτσι… Σκοτεινό, σκληρό… Κι όμως ιδιότυπα ελπιδοφόρο μυθιστόρημα. (510 λέξεις) https://www.periou.gr/manos-kontoleon-tzoulia-gkanasou-deftera-parousia-mythistorima-ekdoseis-kastanioti/

13.12.24

«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή»

«Το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στη διαμόρφωση της υστεροφημίας των έργων της Πηνελόπης Δέλτα και των επιγόνων της -Ζέη και Σαρή» https://diastixo.gr/epikaira/pinelopi-delta Η πρώτη μου επαφή με το έργο της Δέλτα έγινε όταν ήμουν στην Ε΄ Δημοτικού, μετά από σύσταση του δασκάλου μου. Ήταν το μυθιστόρημά της Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου. Αν και το μυθιστόρημα αυτό μου άρεσε, εντούτοις δεν συνέχισα να διαβάζω άλλα έργα της Δέλτα. Σε μεγάλη πια ηλικία και για λόγους ενημέρωσης γνώρισα το υπόλοιπο έργο της. Και τότε πια κατάλαβα γιατί ως παιδί δεν είχα θελήσει να ζητήσω από τους γονείς μου να μου αγοράσουν τα άλλα βιβλία της. Από την ηλικία εκείνη κρατούσα μια απόμακρη στάση προς κάθε τι το ακραιφνώς εθνικιστικό. Και μπορεί η πλοκή στο μυθιστόρημα Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου να μου κράτησε το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά κάτι παράλληλα πρέπει να με κρατούσε και σε μια αναγνωστική απόσταση. Ως ενήλικος πλέον κατάλαβα πως ήταν ο έντονος εθνικισμός της συγκεκριμένης συγγραφέως. Αλλά και ως ενήλικος θαύμασα και θαυμάζω την άψογη, εκ μέρους της, χρήση της γλώσσας, όπως και την ικανότητά της να δημιουργεί δυνατούς χαρακτήρες. Δυνατούς μα όχι πολυπρισματικούς. Όπως επίσης και όλα της τα ιστορικά μυθιστορήματα (αυτά θεωρώ άλλωστε πως κυρίως εδραίωσαν τη φήμη της ως εθνικής συγγραφέως) δεν διαθέτουν μια πολυπρισματική προσέγγιση των θεμάτων τους. Αναφέρομαι στα δύο από τα τρία πρώτα της βιβλία: Για την πατρίδα (1909) και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911). Ενδιάμεσα, και συγκεκριμένα στα 1910, θα κυκλοφορήσει το αλληγορικό μυθιστόρημα Παραμύθι χωρίς όνομα, στο οποίο οι δομές μιας παραμυθιακής αφήγησης υπηρετούν μια αρκετά απλοϊκή άποψη βασιλευόμενης δημοκρατίας. Αλλά στα δυο ιστορικά της μυθιστορήματα οι περιγραφές είναι απολύτως ρεαλιστικές και τα πρόσωπα που κινούνται στο προσκήνιο της υπόθεσης είναι όλα τους εκπρόσωποι της βυζαντινής άρχουσας τάξης, και είναι για την τάξη αυτή και μόνο που ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάθη και τα δεινά όσων σε αυτήν ανήκουν, από τις επιθέσεις των Βουλγάρων. Εκπρόσωποι μεσαίας τάξης, ή και κατώτερης, μάλλον διακοσμητικό ρόλο παίζουν. Οι αντίπαλοι, δε, μονοσήμαντοι παρουσιάζονται. Τα δικά τους πάθη, μόνο όσα ως μίσος προς τους Βυζαντινούς γνωρίζουμε. Δεν έχω τον απαιτούμενο χώρο (στο πλαίσιο αυτού του άρθρου) να επεκταθώ περισσότερο, αλλά θα πρέπει να σημειώσω τη βεβαιότητά μου πως η Δέλτα έχει γράψει αυτά τα δύο έργα της απόλυτα επηρεασμένη από τις απόψεις του Ίωνα Δραγούμη. Η ερωτική αυτή και καθοριστική για εκείνη σχέση κράτησε από το 1905 έως το 1908, όσο δηλαδή σχεδόν είχε διαρκέσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Με το τέλος αυτού του αγώνα, μα και της σχέσης της με τον Δραγούμη, η Δέλτα εκδίδει τα δυο πρώτα της έργα. Τα υπόλοιπα σημαντικά, τουλάχιστον, έργα που θα ακολουθήσουν θα έχουν να κάνουν κυρίως με τις παιδικές και οικογενειακές της αναμνήσεις. Και θα είναι πολύ αργότερα, το 1937, που θα επιστρέψει στο ιστορικό μυθιστόρημα και θα γράψει Τα μυστικά του βάλτου, που και σε αυτό τα αφηγούμενα γεγονότα στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα διαδραματίζονται. Κι όμως στο ενδιάμεσο διάστημα είχε συμβεί η Μικρασιατική Καταστροφή, για την οποία η Δέλτα συγγραφικά δεν έχει γράψει τίποτε, αν και η κοινωφελής δράση της προς τους πρόσφυγες υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική. Να σημειωθεί πως εκείνη ακριβώς την περίοδο η Δέλτα γράφει το ανολοκλήρωτο τελικό μυθιστόρημα Το γκρέμισμα, που και πάλι με την εποχή του Βυζαντίου ασχολείται. Όπως επίσης δεν φαίνεται –συγγραφικά τουλάχιστον– να ασχολήθηκε με την εξάπλωση του Ναζισμού. Κι όμως, ως άτομο με έντονο πολιτικό ενδιαφέρον και στενή φίλη πολιτικών προσώπων εκείνης της εποχής, θα περίμενε κανείς πως η μυθιστορηματική της φλέβα θα την έκανε να στρέψει την προσοχή της σε γεγονότα που έδειχναν πως θα ήθελαν να υποδουλώσουν και τη χώρα της, μα και να αμφισβητήσουν τα δημοκρατικά ιδεώδη. Γιατί δεν ασχολήθηκε λοιπόν με τα δυο αυτά θέματα; Η απάντηση –εντελώς προσωπική– που δίνω έχει να κάνει με το γεγονός πως η Δέλτα δεν θέλησε να μιλήσει για μια ήττα των Ελλήνων ούτε και για την αποτυχία των σχεδίων του φίλου της Βενιζέλου – στην ουσία την αποτυχία του οράματος της Μεγάλης Ελλάδας. Παράλληλα παρέμενε τόσο αφοσιωμένη στις απόψεις του Δραγούμη που η συγγραφική της έμπνευση μέχρι τέλους από αυτές επηρεάζεται. Η Δέλτα πεθαίνει λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Στην ουσία ο θάνατός της ήταν αποτέλεσμα μιας ακόμα αποτυχημένης προσπάθειάς της να αυτοκτονήσει. Στον τάφο της χαράζεται η λέξη ΣΙΩΠΗ – μια λέξη που ήταν και η τελευταία στο τελευταίο γράμμα που ο μεγάλος της έρωτας της είχε στείλει. Η Δέλτα δημιούργησε το έργο της κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Σε εκείνη την περίοδο η Οθωμανική Αυτοκρατορία έδειχνε με σαφήνεια πως διαλυόταν. Άρα, κίνδυνος για το μέλλον της Ελλάδας δεν ήταν τόσο αυτή όσο η Βουλγαρία, που έδιωχνε κι αυτή από τα εδάφη της τον οθωμανικό ζυγό. Κάπως έτσι ήταν και οι απόψεις του Δραγούμη. Που η Δέλτα τις ενστερνίστηκε και μέχρι την τελευταία στιγμή τις υπερασπίστηκε. Κι όταν πλέον μετά την απελευθέρωση και το τέλος του Εμφυλίου η χώρα βημάτιζε δίπλα στους δυτικούς της συμμάχους, το έργο της Δέλτα και η αυτοκτονία της, καθώς στην Αθήνα ακουγόταν ο ναζιστικός βηματισμός, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βασικό λογοτεχνικό εργαλείο διάπλασης εθνικής συνείδησης των νέων γενεών. Άλλωστε η Δέλτα ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η οικογένεια Μπενάκη ήταν από τις οικογένειες εκείνες που ποικιλοτρόπως επηρέαζαν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Στο πρόσωπο, μα και στο άρτια γλωσσικά δομημένο έργο της Πηνελόπης Δέλτα, η φιλοπατρία θα ενωνόταν με τον αντικομμουνισμό, ακόμα και με την όποια αντιαριστερή ιδεολογία. Κι όπως ομολογουμένως υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες συγγραφείς για να διεκδικήσουν τον ρόλο του ιδρυτή της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, το έργο της Δέλτα –με τη σαφέστατη, επαναλαμβάνω, ενδιαφέρουσα γλωσσική υπόστασή του– μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως αρχή της ποιοτικής λογοτεχνίας για παιδιά. Κάπως έτσι και με μια κάπως, ομολογώ, ανορθόδοξη προσέγγιση, επανατοποθετώ την Πηνελόπη Δέλτα στη θέση που ήδη –αλλά για τους λόγους που προανέφερα– κατέχει. Και αυτές οι σκέψεις μου αυτομάτως με οδηγούν σε ένα άλλο συμπέρασμα: στο πόσο τελικά μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Έγραψα –και όχι τυχαία– κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Αλλά θα πρέπει να δεχτούμε πως ένα τέτοιο ρεύμα δεν είναι πάντα και αυτό που διοικεί τη χώρα. Στο δεύτερο τουλάχιστον μισό του 20ού αιώνα και κυρίως στα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια του, ως κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα νομίζω ότι είναι εκείνο που μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ως ρεύμα μιας πλατύτερης αστικής προοδευτικής σκέψης που συχνά εισερχόταν και εντός του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε την Άνοιξη του ’60, που, αν και βίαια ακρωτηριάστηκε από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, μετά τη σκοτεινή επταετία επανέρχεται με την εμφάνιση νέων κομμάτων, την απελευθέρωση της παρουσίας αριστερών πολιτικών ομάδων, την άνοδο των Σοσιαλιστών και τις σκέψεις και τα έργα που μέσα σε αυτά τα χρόνια γεννήθηκαν – από κάποιους αμφισβητήθηκαν, από άλλους υποστηρίχθηκαν, τελικά άνθισαν και έδωσαν καρπούς. Να φέρουμε π.χ. στον νου τις μελοποιήσεις στίχων του Ρίτσου και του Λειβαδίτη, τις ιδιόμορφα ανατρεπτικές συνθέσεις του Χατζιδάκι σε στίχους του Γκάτσου, αλλά και γενικότερα τα τραγούδια που στηρίχτηκαν σε ποιήματα μεγάλων ποιητών, Ελλήνων και ξένων, κι ακόμα τις καινοτόμες θεατρικές παραστάσεις, τους ναύτες του Τσαρούχη, τις ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, το πολιτικά βιβλία που εκδόθηκαν, τα ποικίλα νέα περιοδικά που διαμόρφωναν νέες αντιλήψεις, τα Φεστιβάλ Νεολαίων στα διάφορα άλση της πρωτεύουσας, και διάφορα άλλα παρόμοια. Κι αν θυμηθούμε έτσι γρήγορα αυτά όλα, αμέσως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τη θέση που πιο πάνω σημείωσα: στο πόσο δηλαδή μπορεί η Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία να χρησιμοποιηθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Οπότε και κατανοούμε το πώς τη θέση της Πηνελόπης Δέλτα καταλαμβάνουν –χωρίς να την εκδιώκουν από αυτήν– η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή. Όπως η Δέλτα, έτσι κι αυτές γράφουν σε πολύ καλή γλώσσα, περιγράφουν ζωντανά την πολιτική κατάσταση των ημερών τους, συνθέτουν μυθιστορήματα στα οποία μια νέα μορφωμένη μεσοαστική και με στοιχεία προοδευτικών και αστικά αριστερών απόψεων τάξη πρωταγωνιστεί. Κι όπως η Δέλτα είχε στενές σχέσεις με πρόσωπα θρύλους της εποχής της, έτσι η Ζέη και η Σαρή έχουν στενές σχέσεις με πολιτικά και πνευματικά –με την ευρύτερη αλλά και όχι μόνο– πρόσωπα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Μα ας μη μείνει ασχολίαστο και το γεγονός πως στα μυθιστορήματα των Ζέη και Σαρή δεν επισημαίνει κανείς όσα παρατηρήσαμε στα έργα της Δέλτα. Στο Το καπλάνι της βιτρίνας, για παράδειγμα, όπως και στο Όταν ο ήλιος –και σε όλα τα άλλα μυθιστορήματα των δυο συγγραφέων– ο εθνικισμός απουσιάζει και οι ήρωες ζούνε την εποχή στην οποία τα έργα γράφτηκαν και με αξιοσημείωτο πλουραλισμό την εκφράζουν. Θα έλεγα πως μια τέτοια συγγραφική στάση ήταν αναμενόμενη, μιας και από τον μονοσήμαντο εθνικισμό του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έχουμε πλέον φτάσει στην εμφάνιση προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων. Μα ας σταθούμε στην αφορμή συγγραφής αυτού του άρθρου και τελικά ας παραδεχτούμε πως κατά τη διάρκεια της δημιουργικής ζωής τους και οι τρεις αυτές γυναίκες συγγραφείς επίδρασαν στη διαμόρφωση των πολιτιστικών και πολιτικών απόψεων της μέσης κοινής γνώμης πολύ περισσότερο από τον όποιον άλλον Έλληνα συγγραφέα δημιούργησε στις αντίστοιχες χρονικές περιόδους. Γεγονός που φωτίζει και μια άλλη δυναμική των κειμένων για παιδιά και νέους, όταν αυτά γράφονται από επαρκέστατους λογοτέχνες. Καθώς ολοκληρώνω αυτή τη σίγουρα σύντομη και –επαναλαμβάνω– εντελώς προσωπική άποψή μου πάνω στη σχέση κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος με την προβολή/επίδραση έργων και δημιουργών της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας, θέλω να τονίσω και να υπογραμμίσω πως με τίποτε δεν επιχειρώ να μειώσω το κύρος των βιβλίων αυτών των τριών συγγραφέων. Κι αν ως παιδί με κράτησε απόμακρα η Δέλτα, αργότερα χάρηκα όταν διέκρινα πίσω από την εθνική στράτευσή της να σιγοκαίει ένα ερωτικό πάθος. Ως νέος, δε, συγγραφέας θήτευσα, διδάχτηκα, θαύμασα και θαυμάζω τις γραφές των Ζέη και Σαρή. Αλλά από ένα σημείο και μετά αναζητώ υπόγειες διαδρομές σκέψεων, ακόμα κι αν κινδυνεύω να βρεθώ σε αδιέξοδα. Γιατί βέβαια τα λογοτεχνικά έργα και οι δημιουργοί τους διεκδικούν τη διαχρονικότητά τους όταν αποδέχονται τις επαναγνώσεις τους. Μα και μια ακόμα σκέψη οφείλω να καταθέσω – έναν προβληματισμό, πιο σωστά. Καθώς έχουμε ήδη μπει σε εποχές που το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο οι νέοι συγγραφείς γράφουν έχει πάψει να έχει πολιτική ταυτότητα, ποιες ή ποιοι τάχα μπορεί να είναι εκείνοι που θα έρθουν να συγκατοικήσουν με την Πηνελόπη Δέλτα, την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή; Θέλω, δηλαδή, να καταθέσω τον προβληματισμό μου στο κατά πόσο οι σημερινοί Έλληνες συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, που ανάμεσά τους υπάρχουν ιδιαίτερα σημαντικά ταλέντα, θα μπορέσουν να βρεθούν δίπλα στις Δέλτα, Ζέη και Σαρή και το έργο τους να έχει –και να αναγνωριστεί πως έχει– μια δυναμική και πολυδύναμη σχέση με το σύγχρονό του κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Μάλλον δεν θα μπορέσουν, μιας και η εποχή μας δεν καλλιεργεί πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες. Οπότε, από τη σημερινή γενιά των καλών συγγραφέων, είναι πιστεύω κάπως δύσκολο κάποια ή κάποιος να αναδειχθεί σε εκφραστή της εποχής τους. Κι αυτό δεν είναι θέμα ταλέντου. Καθόλου μάλιστα. Απλούστατα οι σημερινοί συγγραφείς –κάθε κατηγορίας– έχουν μια υπαρξιακή μοναχικότητα. Επομένως, αν κάποιος ή κάποια αναρριχηθεί σε αυτή τη θέση, το πιθανότερο είναι πως θα το πετύχει επειδή θα προέρχεται και θα υποστηρίζεται από τον χώρο της επικοινωνίας. Στην εποχή των Μέσων Μαζικής Δικτύωσης και της Τεχνητής Νοημοσύνης, που ήδη έχει ανατείλει, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, μα ούτε και άτομα που να διαθέτουν, πέρα από ένα σημαντικό πολιτικό προφίλ, και μια καλώς εμπεδωμένη κουλτούρα για να συμπορευθούν και να υποστηρίξουν τους δημιουργούς. Θα υπάρχουν –υπάρχουν ήδη– άτομα απλώς ικανά να διαχειρίζονται με επάρκεια την αυτοπροβολή τους. Και από αυτά, λοιπόν, θα προέλθει εκείνο που θα μετατρέψει –ψευτίζοντάς το;– το υπάρχον συγγραφικό τρίγωνο σε τετράγωνο; Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε, τουλάχιστον, να χειρίζονται καλά την ελληνική γλώσσα… Αν και μάλλον ουτοπικό κάτι τέτοιο θα πρέπει να θεωρηθεί, μιας και η ίδια αυτή γλώσσα υποτιμάται από τον διεθνή χαρακτήρα της σχέσης τεχνολογίας και νέων μορφών αφηγήσεων.

11.12.24

Νίκος Βόπης «Στο φως»

Νίκος Βόπης «Στο φως» Μικρές αφηγήσεις» Κάπα Εκδοτική Ο Νίκος Βόπης είναι Αθηναίος με καλές σπουδές στη ψυχοθεραπεία. Στο σύντομο βιογραφικό του, κάπου προς το κάτω μέρος του οπισθόφυλλου του βιβλίου, διαβάζουμε και πως έχει περιπλανηθεί -η επιλογή της λέξης δική του- σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Κι ακόμα, στο ίδιο πάντα βιογραφικό, θα διαβάσουμε πως στηρίζεται πολύ τόσο στην επιστήμη όσο και στη λογοτεχνία. Πιστεύει πως μέσα από τη συνύπαρξη αυτών των δύο, το άτομο οδηγείται σε μια δική του μεν, αλλά και παράλληλα καθολική αλήθεια. Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα των δώδεκα αφηγήσεων του συγκεκριμένου τόμου. Αφηγήσεις -όχι διηγήματα. Ο Βόπης επιλέγει να ξεδιπλώνει τις ιστορίες των ανθρώπων / ηρώων του με τη μορφή μιας αποστασιοποιημένης κατανόησης. Στην ουσία καταγράφει περιπτώσεις ανθρώπων που τον εμπιστεύθηκαν ως ψυχοθεραπευτή για να τους οδηγήσει από το αδιέξοδο τους προς μια φωτεινή διέξοδο. Άλλωστε έχει διαμορφώσει και το συγγραφικό του alter ego. Ο επαγγελματίας ψυχοθεραπευτής Πέτρος θα είναι εκείνος που θα υποδέχεται το κεντρικό πρόσωπο της κάθε ιστορίας, ενώ ο ίδιος ο Βόπης κρατά σταθερά τον ρόλο του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Έτσι ο αναγνώστης έχει στα χέρια του την εξιστόρηση δώδεκα ιστοριών ανθρώπων που είχαν κάνει τη λάθος επιλογή και που αναζητούσαν την επανεκκίνηση της ζωής τους. Συνήθης τακτική πολλών ανθρώπων που η επαγγελματική τους ενασχόληση με την ψυχή των άλλων τους έδωσε την ευκαιρία να καταγράψουν περιστατικά ψυχοθεραπείας. Και επίσης, συνήθως τέτοια μορφής έργα ‘γέρνουν’ κατά κάποιο τρόπο προς μια αφήγηση κάπως ουδέτερη, ακόμα και εκλαϊκευμένη Ο Νίκος Βόπης όμως μαζί με τη ψυχοθεραπεία θέλει να υπηρετήσει και τη λογοτεχνία. Και αναζήτησε τον δικό του τρόπο αφήγησης για να το επιτύχει αυτό. «Ο Κωνσταντίνος ένιωσε την πιο ηχηρή σφαλιάρα της ζωής του να προσγειώνεται στο πρόσωπό του. Ξαφνικά κενό. Το σακάκι του έμεινε φορεμένο στο ένα του χέρι και το άλλο μισό να κρέμεται. Κρατούσε το τηλέφωνο με το χέρι στο αυτί του και το βλέμμα του χάθηκε. Στην άλλη γραμμή η μητέρα του έκλαιγε και του έλεγε πως πηγαίνουν στο νοσοκομείο γιατί ο πατέρας του είχε πάθει μάλλον εγκεφαλικό». Μια περιγραφή αντίδρασης με λεπτομέρειες που ταιριάζουν σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και που λίγες σελίδες πιο κάτω θα δώσουν τη θέση τους σε μια πλέον ‘επιστημονική’ περιγραφή: «Ίσως ήταν η συνειδητοποίηση της απουσίας των συναισθημάτων που υπήρχε σε πρωτογενές πλάνο σε αυτή τη σχέση πατέρα-γιου» Κάπου εδώ νομίζω πως μπορεί κανείς να εντοπίσει το προσωπικό στοιχείο που ο Νίκος Βόπης φέρνει στη λογοτεχνία μας. Την συνύπαρξη της ταύτισης με την παρατήρηση. Και βέβαια με τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει ανθρώπους και περιπτώσεις , προσφέρει μια συλλογή αφηγήσεων οι οποίες κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ παράλληλα και φέρνουν κοντά του δώδεκα περιπτώσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας που αν και μπορεί καθημερινά να τους συναντούμε, στην ουσία τους αγνοούμε μιας και όχι μόνο εμείς δεν δείχνουμε διάθεση να τους προσέξουμε, αλλά και οι ίδιοι -αυτό είναι το βασικό πρόβλημα- επιζητούν να παραμείνουν εγκιβωτισμένοι στο κελί που χωρίς να το καταλάβουν έχουν εγκλωβιστεί. Ενδιαφέρουσα -και μάλιστα πολλαπλά- συλλογή αφηγήσεων… Τελικά και γιατί όχι και διηγημάτων. https://www.fractalart.gr/sto-fos/ (510 λέξεις)