30.10.21

Μπέρνχαρντ Σλινκ «Χρώματα του αποχαιρετισμού»

 Μπέρνχαρντ Σλινκ

«Χρώματα του αποχαιρετισμού»
Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
Εκδόσεις Κριτική
Διαβάζω με ιδιαίτερο πάντα ενδιαφέρον λογοτεχνικά κείμενα που ασχολούνται με την τρίτη ηλικία και είναι γραμμένα από δόκιμους συγγραφείς οι οποίοι διανύουν πλέον κι αυτοί οι ίδιοι την βιολογική τους ωριμότητα. Τα θεωρώ ως ένα ιδιαίτερα πολύτιμο λογοτεχνικό ντοκουμέντο.
Αλλά δεν συναντώ συχνά στις αναγνωστικές μου περιπλανήσεις τέτοια έργα, τα οποία στηρίζονται σε προβληματισμούς και οπτικές γωνίες που αφορούν τα άτομα τα οποία έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους καριέρα και τις οικογενειακές τους ανησυχίες και με ειλικρίνεια όσο και αμεσότητα στέκονται κριτικά απέναντι στα όσα είχαν σε προηγούμενα χρόνια ζήσει.
Παράλληλα διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον τα έργα που έχει γράψει ο Γερμανός πεζογράφος Μπέρνχαρντ Σλινκ. Κι αυτό γιατί μέσα στους συγγραφικούς του προβληματισμούς πολύ συχνά υπάρχει η επανεξέταση του παρελθόντος ή και ακόμα η υπόγεια επιβολή του χτες στο σήμερα.
Ο ίδιος γεννημένος το 1944, αυτή του την διάθεση, βιωμένα πλέον, την χρησιμοποίησε και αυτή τη φορά ως βάση που πάνω της συνέθεσε εννέα διηγήματα -μελέτες αποχαιρετισμών.
Ο Σλινκ ξέρει τους τρόπους εκείνους με τους οποίους ενώ αφηγείται μια ιστορία με ενδιαφέρουσα πλοκή, παράλληλα καταθέτει φιλοσοφικούς στοχασμούς και ψυχολογικές ανασκαφές.
Η συλλογή αυτή -κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2020- είναι το έργο το οποίο και λόγω συγγραφικής εμπειρίας του δημιουργού του, αλλά και λόγω ηλικίας του θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως αποτελεί συμπύκνωση όλης της λογοτεχνικής πορείας του.
«Η μνήμη είναι ένα ποτάμι το οποίο παρασύρει όλο και πιο μακριά το καραβάκι των αναμνήσεων που ρίχνουμε μέσα» -νομίζω πως η φράση αυτή, από ένα διήγημα παρμένη, μπορεί να αποτελέσει και το συμπύκνωμα όλης της συλλογής.
Και καθώς οι αναμνήσεις κινδυνεύουν να χαθούν, αναζητάμε με ποια χρώματα θα τις αποχαιρετήσουμε. Γιατί είναι άλλη χρωματικής απόχρωσης ο οριστικός αποχαιρετισμός ενός φίλου που πρόδωσες, άλλη ενός έρωτα που άφησες να ξεθυμάνει, άλλη ενός αδελφού που δεν δέχτηκες ποτέ πως τον ανταγωνιζόσουνα, άλλη ενός πάθους που αν και εκδηλώθηκε ποτέ δεν αναγνωρίστηκε…
Ο Σλινκ επιλέγει κυρίως άντρες να κρατάνε τον κεντρικό ρόλο σε κάθε διήγημα του -μόνο σε ένα από τα εννέα η οπτική της αφήγησης είναι από την πλευρά μιας γυναίκας. Και είναι άτομα σε μια λιγότερο ή περισσότερο προχωρημένη ηλικία, με αναγνωρισμένη κοινωνική θέση και με καλλιτεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις. Άντρες και γυναίκες του εικοστού αιώνα και γι αυτό δεν μπορούν να συνταιριαστούν με την ταχύτητα της νέας εποχής. Αναζητούν και τον βρίσκουν το χρόνο της περισυλλογής και της επανεξέτασης των όσων έζησαν. Και στο σημείο αυτό είναι που ο Σλινκ δείχνει το πόσο καλός ανατόμος της σχέσης παρελθόντος και παρόντος είναι.
Οι επανεξετάσεις του ξεφεύγουν από την όποια προκατασκευασμένη ανάλυση. Λες και σχίζει ένα πέπλο που διαχωρίζει το ‘ήταν’ από το ‘φαινότανε’ και αποκαλύπτει τους άλλοτε ασταθείς κι άλλοτε φοβισμένους βηματισμούς των ηρώων του μέσα στην καθημερινότητα τους.
Και τον καθένα του τον οδηγεί στο να βιώσει τον αποχαιρετισμό που τελικά και θα τον λυτρώσει. Γιατί αυτό που είναι -πιο σωστά αυτό που θα έπρεπε να είναι- το μέγιστο επίτευγμα της ωριμότητας της τρίτης ηλικίας έχει να κάνει με την ανασύνθεση του παρελθόντος και τη συγκεκριμενοποίηση όσων είχαν παραμείνει στην ασάφεια της ταχύτητας με την οποία κινείται η νεότητα.
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, λοιπόν, για να το επιτύχει αυτό χρησιμοποιεί μια γλώσσα φαινομενικά απλή, μα παράλληλα ικανή άλλοτε να δημιουργεί συμβολισμούς κι άλλοτε απροσδόκητες θέσεις.
«Ήταν η απόλυτη ευτυχία. Την αρνήθηκε τότε υπό την πίεση του ηθικού καθήκοντος να μην εγκαταλείψει την έγκυο γυναίκα και το αγέννητο παιδί. Τώρα μόνο, με την ανάμνησή της, ήταν σε θέση να αποδεχτεί ότι δεν είχε σταματήσει μια απιστία, αλλά είχε καταστρέψει μια ευτυχία»
Μια ιδιόμορφη, λοιπόν, γλωσσική ενσάρκωση που θεωρώ πως την ελληνική της μεταφορά με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα την υπογράφει ο Απόστολος Στραγαλινός.
Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του χρήστη Μάνος Κοντολέων
Αιμίλιος Σολωμού, Giorgos Hatzopoulos και 1 ακόμη

28.10.21

Βασίλης Τσιαμπούσης "Ο κήπος των ψυχών"

 



Μια ουσιαστικά συνεπής παρουσία στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι ο Βασίλης Τσιαμπούσης.

Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα και πάντα από την πόλη αυτή δείχνει να παίρνει τις περισσότερες από τις εμπνεύσεις του, τις οποίες και τις ολοκληρώνει άλλοτε με τη μορφή μυθιστορημάτων, άλλοτε ως διηγήματα, πολύ συχνά και ως έρευνες γύρω από τη λαογραφία  αυτής της πόλης.

Τη γραφή του τη διακρίνει η απλότητα, μια απλότητα που θα τη χαρακτήριζα και σεμνότητα, με την έννοια πως ο Β. Τ. αποφεύγει τους λεκτικούς ακκισμούς, αφηγείται με τρόπο καθαρό, τρόπο που σε κάνει να αισθάνεσαι πως στα χέρια σου κρατάς τις αφηγήσεις ενός φίλου.

Μα πίσω από την απλότητα της αφήγησης εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει πως τα κείμενά του έχουν άποψη και θέση και αναζητούν τρόπους να φωτίσουν το παρελθόν, όσο και το παρόν.

Το τελευταίο του αυτό βιβλίο -ο ίδιος το ονομάζει νουβέλα- αν και βασικά εξιστορεί μέσα από τα γεγονότα της ζωής ενός εφήβου που ζει στη Δράμα τα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά τον ελληνοαλβανικό πόλεμο, τόσο την κατοχή της πόλης από τον Βουλγαρικό στρατό όσο και τα μετέπειτα συμβάντα της εμφύλιας σύρραξης στην περιοχή, παράλληλα κάνει αφηγηματικά άλματα και μέσα από τις σκέψεις του κεντρικού αφηγητή -σε ώριμη πλέον ηλικία- κρίνεται το παρελθόν, το παρόν, μα και φωτίζεται -αυτό κυρίως- η δυναμική των διαπροσωπικών σχέσεων που μπορούν να αμφισβητήσουν εθνικές και ιδεολογικές διαφορές.

Παράλληλα και με τη βοήθεια από τη μια της απλής εξιστόρησης και από την άλλη με την καλή γνώση των ιστορικών λεπτομερειών, η μυθιστορηματική υπόσταση του έργου εμπλουτίζεται με τις επεμβάσεις των γεγονότων πάνω στην πλοκή και στη ζωή των κεντρικών ηρώων.  

Όλο το έργο το διακρίνει επίσης η ματιά, τα συναισθήματα, οι ιδεολογικοί προβληματισμοί και οι ποικίλες ορμές ενός εφήβου, έτσι ώστε να μπορεί κανείς άφοβα να το κατατάξει και στο είδος του cross over μυθιστορήματος, με άλλα λόγια ενός ιδανικού αναγνώσματος για νέους που μέσα από αυτό θα  γνωρίσουν ένα ουσιαστικό μέρος της Ιστορίας εκείνων των χρόνων.

Κρατώντας πάντα τις αποστάσεις από μια αυθαίρετη και τυχόν επιφανειακή σύγκριση έργων που γραφτήκανε σε άλλες εποχές και ίσως από διαφορετικές αφορμές, μπορώ να ισχυριστώ πως "Ο κήπος των ψυχών" συχνά με έκανε να φέρνω στη μνήμη μου το πεζογράφημα "Τζιοκόντα" του Νίκου Α. Κοκάντζη,  ένα από τα βασικά έργα που πριν από σαράντα πέντε περίπου χρόνια ανέπτυξε τις αντιδράσεις της εφηβείας απέναντι τόσο στο θέμα του φασισμού/ ναζισμού, όσο και του Ολοκαυτώματος, μα και των εφηβικών ερωτικών αναταράξεών.

Με δυο λόγια - η νουβέλα αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση έτσι ώστε οι σημερινοί έφηβοι να γνωρίσουν με αμεσότητα μια σημαντική περίοδο της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

(https://www.fractalart.gr/o-kipos-ton-psychon/


11.10.21

Αφιέρωμα στο Culture Book

 

'Ένα μικρό αφιέρωμα του Culture Book στην εφημερίδα "Πελοπόννησος"
1.Ποιο ήταν το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο που θυμάστε να κρατήσατε στα χέρια σας ως παιδί και με ποια αφορμή;
- Έχω ακόμα σε ράφι μιας από τις βιβλιοθήκες μου τα πρώτα μου βιβλία. Και για ένα παιδί εκείνης την εποχής είναι πολλά. Προτού ακόμα μάθω μόνος μου να διαβάζω η μητέρα μου μου διάβαζε παραμύθια κι ο πατέρας μου όταν τον ρωτούσα κάτι για τους ιππότες που λαχταρούσα να μοιάσω, ξεφύλλιζε την εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου και μαζί διαβάζαμε για τις ζωές και τα κατορθώματά τους.
2. Υπάρχουν συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, που επηρέασαν καθοριστικά
τον τρόπο γραφής σας;
-Νομίζω ναι. Από ποιητές ο Ρίτσος και ο Ουράνης. Από πεζογράφους ο Καραγάτσης, ο Κοσμάς Πολίτης και ο Σόμερσετ Μώμ, όπως και η Άννε-Μαρί Σελίνκο. Από το χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη και αργότερα η Άλκη Ζέη.
3. Η πεζογραφία απαιτεί σχεδιασμό και μεγάλη διάρκεια συγγραφικής
αφοσίωσης. Πώς ακριβώς γράφετε μια ιστορία; Κάνετε ένα προσχέδιο,
κρατάτε σημειώσεις, υιοθετείτε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασίας;
-Ξεκινώ από μια ιδέα. Ένα θέμα πιο σωστά. Και αναζητώ τους ανθρώπους -τους ήρωες του μυθιστορήματος, δηλαδή- που θα μπορούσαν να το υλοποιήσουν. Έχω ένα γενικό, αλλά αρκούντως αναλυτικό πλάνο της εξέλιξης. Μπορεί -αν και σπάνια- να το τροποποιήσω. Μα στην ουσία από μια στιγμή και μετά ακολουθώ και περιγράφω τις πράξεις και τις σκέψεις των ηρώων μου. Και βέβαια γράφω πάντα στο γραφείο μου, στο laptop μου (εδώ και χρόνια αυτό) και πάντα κατά τη διάρκεια της μέρας.
4. Οι χαρακτήρες των έργων σας είναι προϊόν μυθοπλασίας ή εμπνέονται από βιωμένες εμπειρίες της προσωπικής σας ζωής; Υπάρχουν κάποιοι που
συγγενεύουν με εσάς;
-Σπάνια, πολύ σπάνια οι ήρωές μου στηρίζονται εξολοκλήρου σε υπαρκτά πρόσωπα ή σε προσωπικές μου καταστάσεις. Μου αρέσει να οδηγώ τα πρόσωπα των έργων μου σε καταστάσεις που εγώ μάλλον δεν έζησα. Κι αυτοί -λογικό δεν είναι;- μου ανταποδίδουν τη δωρεά. Μετά από κάθε έργο μου αισθάνομαι πιο πλούσιος σε εμπειρίες ζωής.
5. Οφείλει ο σύγχρονος πεζογράφος να «αποδράσει» από το ιδιωτικό του
όραμα και να γίνει συμμέτοχος ή δημιουργός ενός κοινωνικού οράματος;
-Ανήκω σε εκείνους τους συγγραφείς που θεωρούν το ιδιωτικό τους όραμα ως μέρος του κοινωνικού. Και δεν μπορώ διαφορετικά να δω τη δημιουργία της λογοτεχνίας. Άλλωστε και ως αναγνώστης αυτό αναζητώ σε έργα άλλων συγγραφέων. Να με αφήνουν να τοποθετήσω το δικό μου όραμα (αλλά και φόβο) εντός του οράματος (ή του φόβου) του έργου τους που διαβάζω.
6. Κατά πόσο και σε ποιο βαθμό επηρεάζει το διαδίκτυο έναν ανάλογο τρόπο σκέψης;
-Μεγάλο θέμα αυτό. Η παρουσία του διαδικτύου στην καθημερινότητα όλων μας, αλλάζει συνεχώς όλα όσα θεωρούσαμε ως δεδομένα εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Προσωπικά δεν έχω καταφέρει να γράψω μια ιστορία όπου τα νήματα θα τα κινεί το διαδίκτυο. Και ούτε έχω πολλά τέτοια έργα διαβάσει. Ίσως να είναι πολύ νωρίς ακόμα για να αποκτήσουμε εκείνη τη βιωμένη γνώση που θα καρποφορήσει το όποιο συγγραφικό μας ταλέντο. Το περιμένω από μια επόμενη γενιά συγγραφέων.
6. Ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που θεωρείτε ότι «κάνουν»
ένα βιβλίο να είναι πολύ σημαντικό και να «αντέχει» στον χρόνο;
-Θα έλεγα η διαχρονικότητα των ιδεών του και η αθανασία των ηρώων του. Αλλά αυτά τα διαπιστώνουμε εκ των υστέρων. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως γνωρίζει εκ των προτέρων αν ένα λογοτεχνικό έργο θα αντέξει στο χρόνο.
7. Η πεζογραφία μπορεί να «θρέψει» τον συγγραφέα; Πώς αντιμετωπίζετε
επαγγελματικά τον βίο σας;
-Ελάχιστους ναι. Αλλά ελάχιστους -στην ελληνική πραγματικότητα αναφέρομαι. Και ίσως και αυτούς όχι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι όσοι ή γράφουν με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να ‘επικοινωνούν’ με ένα πλατύ κοινό ή που για κάποιο λόγο έχουν καταφέρει να γίνουν γνωστοί για κάποιο άλλο (όχι κατ΄ ανάγκη λογοτεχνικό) λόγο. Οι περισσότεροι συγγραφείς κάνουμε κάποια άλλη βιοποριστική εργασία -συνήθως γραφείου, εκπαιδευτική ή δημοσιογραφική
8. Ο χώρος της λογοτεχνίας γενικότερα και της πεζογραφίας ειδικότερα,
όπως έχει δείξει η ιστορία, συνιστά τόπο μικρών και μεγάλων αψιμαχιών.
Εσείς πώς τις βιώνετε;
-Οι αψιμαχίες υπάρχουν. Υπάρχουν και …μάχες. Μικρός ο τόπος μας για να χωρέσει τόσους πολλούς συγγραφείς. Προσωπικά αν και παρακολουθώ τέτοιες καταστάσεις, αν και πολύ συχνά αισθάνομαι πως φτάνουν και ως εμένα …τα βόλια, νομίζω πως καταφέρνω να τις αποφεύγω. Έχω λίγους φίλους από το συγγραφικό χώρο… Η μάλλον σε πιο σωστή διατύπωση, αποφεύγω να κυκλοφορώ στα συγγραφικά στέκια.
9. Ποιες συμβουλές θα επιθυμούσατε να δώσετε σε νεότερους συγγραφείς;
-Αν ένας νέος άνθρωπος θέλει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, θα βρει μόνος του τον τρόπο που θα τον βοηθήσει να οδηγήσει το όνειρό του σε μια πραγμάτωση. Εγώ συνήθως συμβουλεύω να διαβάζει κανείς πάρα πολύ και με πάθος και να γράφει επίσης πάρα πολύ και με έντονο πάθος. Αλλά -πιστέψτε με- δεν είναι βέβαιος αν αυτές οι συμβουλές έχουν αποτέλεσμα στη σημερινή εποχή μας. Είπαμε και πιο πριν πως η παρουσία του διαδικτύου αλλάζει ραγδαία τις συνθήκες. Στη θέση του κόπου του χειρόγραφου, έχουμε την άνεση του word.

https://www.culturebook.gr/grafeio-pezografias/pezografika-portreta/2021-10-11-12-51-13.html

8.10.21

Ήλίας Φραγκάκης "Μαρίκες"

 




Ηλίας Φραγκάκης: «Μαρίκες» Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Ο γεννημένος το 1963 στην Αθήνα, Ηλίας Φραγκάκης είναι βασικά ένας άνθρωπος του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Στη λογοτεχνία έκανε την εμφάνισή του μόλις το 2019 με μια ποιητική συλλογή.

Και τώρα εισέρχεται και στο χώρο της πεζογραφίας με ένα ιδιόμορφο ως προς την ροή της αφήγησης μυθιστόρημα.

Σε ένα κάμπινγκ αποκλήρων της κοινωνίας βρίσκεται το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας. Δυο από τους ηλικιωμένους κατοίκους του κάμπινγκ το ανακαλύπτουν και τόσο αυτοί όσο και ο αναγνώστης αναρωτιούνται για το πως και το γιατί βρέθηκε εκεί το πτώμα.

Αλλά ο συγγραφέας έχει επιλέξει τον δικό του τρόπο ξεδίπλωσης των γεγονότων κι αυτός στηρίζεται στις κάπως ανορθόδοξες διαδρομές στους δρόμους της Αθήνας ενός γάτου, του Τιτάκου. Και ο αναγνώστης -που θα πρέπει να αποδεχτεί πως ο γάτος είναι το alter ego του συγγραφέα- θα συναπαντηθεί με μια σειρά διαφορετικών τύπων που μπορεί κανείς να συναντήσει τη νύχτα στους δρόμους της πόλης: δυο ασυνόδευτα προσφυγόπουλα και τον άνθρωπο που στη δομή όπου ζούνε με ιδιαίτερη έγνοια και αγάπη τα προσέχει, μιας και ο ίδιος με κάποιο παρόμοιο τρόπο έζησε την παιδική του ηλικία* κάτι νεοναζί τύπους που έχουν βάλει στο μάτι σκουρόχρωμους αλλοδαπούς* αστυνομικούς που χρησιμοποιούν τη στολή τους για να καλύψουν την βίαιη συμπεριφορά τους* κι ακόμα μια πόρνη που προσπαθεί να ζήσει χωρίς την απάνθρωπη ματιά εκείνου που την ελέγχει.

Όλοι αυτοί θα φωτίσουν το σκοτεινό πρόσωπο μιας πόλης που για τους περισσότερους από τους κατοίκους της δεν υπάρχει.

Ο Ηλίας Φραγκάκης, καταφέρνει να συνδέσει όλα αυτά τα πρόσωπα μέσα σε μια κατ΄ επίφαση αστυνομική πλοκή, αλλά στην ουσία γράφει ένα μυθιστόρημα πολιτικού και κοινωνικού στοχασμού, μα και καταγγελίας.

Με μια γραφή απόλυτα λες καθημερινού λόγου και με συχνές, αλλά εντελώς σωστά τοποθετημένες μέσα στη ροή των φράσεων, ρήσεις άλλων στοχαστών και λογοτεχνών, μετατρέπει τη δράση σε σκέψη. Οι διάλογοι μεταξύ των διαφόρων προσώπων ολοζώντανοι. Και βέβαια, αξίζει να σημειώσει κανείς το χιούμορ που διαπερνά όλο το έργο.

Τελικά και με τον επίλογο που κλείνει και ολοκληρώνει όχι τόσο την υπόθεση όσο τη πολιτική και κοινωνική στάση του συγγραφέα (μα και του γάτου), ο Φραγκάκης κατέθεσε ένα έξυπνο και απόλυτα σύγχρονο πεζογράφημα που διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Πρώτη ανάρτηση:

https://www.fractalart.gr/marikes/