Αλώσεις
Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Μάνος Κοντολέων, «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο», εκδ.
Πατάκη, 2018, σελ. 290
Το αρχαία θέματα ποτέ δεν κλείνουν. Έρχονται και
επανέρχονται στο προσκήνιο της γραφής γιατί περιέχουν οριακές εντάσεις,
πρωτοθέτουν τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα, κουβαλούν την αίγλη της παλιάς σοφίας
και προσφέρουν τη δυνατότητα μιας σχετικά ελεύθερης ή εν πάση περιπτώσει
ανοιχτής επεξεργασίας. Σε τούτη ακριβώς την επεξεργασία υπάρχει πάντα η ευκολία
ενός ήδη δοσμένου υλικού, που διατίθεται έτοιμο από τον μύθο, αλλά και ο
κίνδυνος να παρασυρθείς, να υπερβάλεις και να μη σταθείς αντάξιός του. Όπως
και να τα αντιμετωπίζεις, είτε ως κύρια ή πρόσθετη αφηγηματική ύλη είτε ως
αφήγηση που μιλάει για τον εαυτό της ή που χρησιμοποιείται για να μιλήσει για
κάτι άλλο, τα αρχαία θέματα προσφέρονται για λογής λογής αναμετρήσεις.
Η Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου και της Εκάβης, αδελφή του
Έκτορα, ιέρεια του Απόλλωνα, είναι από τα πλέον τραγικά αλλά όχι αρκούντως
φωτισμένα πρόσωπα του αρχαίου μύθου. Απολύτως λοιπόν εμπνευσμένη η επιλογή του
Κοντολέων να την κάνει ηρωίδα του καινούριου του βιβλίου. Στο πρόσωπό της
συγκεντρώνονται μικροί κύκλοι τραγικού, που συστεγάζονται μέσα στην τραγική
μοίρα της Τροίας. Τούτους τους κύκλους σχεδιάζει ο ταυτισμένος με το πρόσωπο
της ηρωίδας αφηγητής από την πρώτη στιγμή της αιχμαλωσίας της μέχρι και την
επικείμενη θανάτωσή της, δηλαδή ένα ταξίδι δρόμος από την Τροία μέχρι τις
Μυκήνες, οπότε ο κύκλος της συλλογικής τραγωδίας κλείνει με τον κύκλο της
ατομικής τραγωδίας.
Η επιβιβασμένη στο πλοίο του Αγαμέμνονα Κασσάνδρα βλέπει
πίσω της την Τροία να καίγεται, οραματίζεται τον εαυτό της να θανατώνεται σε
λίγο και ανακαλεί τη μνήμη σαν το τελευταίο καταφύγιό της. Ο Κοντολέων
παρακολουθεί αυτή τη μνήμη όπως διαρκώς πυροδοτείται, ξεδιπλώνεται και
ελίσσεται με κάθε ευκαιρία ανάμεσα στα μικρά περιστατικά του πλου, τις ερωτικές
δηλαδή ορέξεις του μισητού Αγαμέμνονα, τα ξερατά της ηρωίδας και τη φροντίδα
που της παρέχεται από μια γριά ιερόδουλη.
Τα γνωστά εδώ περιστατικά με την πολιορκία της Τροίας, τη
μήνι του Αχιλλέα, τον σκοτωμό του Πατρόκλου, τη μονομαχία με τον Έκτορα, την
κατασκευή του Δούρειου Ίππου, πλαισιώνονται απ’ άλλα που ο ίδιος Κοντολέων
επινοεί ή αντλεί από παραλλαγές του μύθου, όπως οι δολοπλοκίες του Έλενου, ο
έρωτας της Κασσάνδρας για τον αδελφό της Έκτορα, η συνάντησή της με τον Αχιλλέα
κτλ. κτλ., με τέτοιο τρόπο ώστε το μυθολογικό υλικό να προεκτείνεται εντελώς
αβίαστα προσθέτοντας διαρκώς κι άλλες επιστρώσεις του τραγικού ή βαθαίνοντας
τις ήδη υπάρχουσες.
Κι ενώ το πιο φυσικό θα ήταν να δούμε τη γραφή του Κοντολέων
να παρασύρεται, να περιδινείται και να εγκλωβίζεται στις συσπάσεις αυτού του
τραγικού καταφέρνει και ελέγχει απολύτως το συναισθηματικό φορτίο αποφεύγοντας
τον εύκολο συναισθηματισμό και τις ακρότητες του μελοδραματισμού. Υπάρχει μια
υποταγμένη μοιρολατρία σε όσα γράφει, μια αφαιρετική αυτοσυγκράτηση, μια
στοχαστική ενατένιση της ανθρώπινης πορείας που συγκρατεί το συναίσθημα στην
άκρη κάθε λέξης, ώστε να μην ξεχειλίζει και να μη ζεματάει την ανάγνωση. Έτσι
ό,τι καταφέρνει να αποδώσει ο Κοντολέων είναι κάτι πολύ παραπάνω από την
υπόθεση της Κασσάνδρας: διαμέσου της Κασσάνδρας απεικονίζει την τραγωδία του
αδύναμου ανθρώπου όλων των τόπων και όλων των εποχών, που όσο και αν το θέλει,
όσο κι αν το προσπαθεί είναι αδύνατο να σταματήσει τους άνωθεν σχεδιασμούς, που
τόσο καταλυτικά επηρεάζουν τη δική του τη ζωή ή αποβαίνουν σε βάρος του
κοινού καλού.
Αλλά η πιο σημαντική αρετή του Κοντολέων είναι ότι σε αυτό
το βιβλίο διοχετεύει τη συγγραφική εμπειρία δεκαετιών δίχως να χαρίζεται σε
καμιά ευκολία, δίχως να ενδίδει σε καμιά υπερβολή, μόνο και μόνο για να πάρει
τον αναγνώστη από το χέρι να τον επιβιβάσει στο πλοίο του Αγαμέμνονα και να τον
καταστήσει ωτακουστή στις πιο μύχιες σκέψεις της Κασσάνδρας. Πράγματι, ο
ήσυχος παφλασμός των κυμάτων, καθώς χτυπάνε στα πλαϊνά του πλοίου, φτάνει στα
αυτιά του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος αυτού του οδυνηρά απολαυστικού
ταξιδιού.
13/11/2018, 11:08 ΜΜ