1.7.21

Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης: «Τίγκρε, με τα χέρια γυμνά»

 

Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης: «Τίγκρε, με τα χέρια γυμνά»


Έχω σχετικά πρόσφατα σημειώσει πως στη σύγχρονη λογοτεχνία μας για παιδιά και νέους η ανδρική παρουσία τείνει να υποσκελίσει –ίσως και να το έχει κάνει– τη γυναικεία.

Στο παρελθόν ο χώρος αυτός του βιβλίου είχε έντονο «άρωμα γυναίκας», κι αυτό γιατί η όποιας μορφής ενασχόληση με θέματα που αφορούσαν το παιδί εθεωρείτο ως βασικά γυναικεία υπόθεση. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και στο πλαίσιο της ανανέωσης τόσο της λογοτεχνίας για παιδιά όσο και της γενικότερης αλλαγής σε θέματα ισότητας των φύλων, κείμενα της Π.Λ. που τα υπέγραφαν άντρες όχι μόνο είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά και διακρίθηκαν δίπλα ασφαλώς σε έργα γραμμένα από γυναίκες συγγραφείς.

Ήμουνα ένας από αυτούς τους συγγραφείς που χρησιμοποίησα την αρσενική ματιά μου στο να γραφτούν ιστορίες για παιδιά. Και βέβαια δεν ήμουνα ο μόνος. Αξίζει να αναφέρω τον Παντελή Καλιότσο, τον Ευγένιο Τριβιζά, τον Χρήστο Μπουλώτη, τον Ι.Δ. Ιωαννίδη, τον Χρήστο Δημόπουλο και άλλους, που δεν είναι ο στόχος του παρόντος σημειώματος να τους αναζητήσει, απλώς να σημειώσω πως θα είχε ενδιαφέρον εντός των πανεπιστημίων μας να εκπονηθούν μελέτες ως προς το πώς επηρέασε η είσοδος αντρών στον γυναικοκρατούμενο χώρο του παιδικού βιβλίου. Την ίδια, πάντως, περίοδο οι γυναικείες φωνές δεσπόζανε – Ζέη, Σαρή, Πέτροβιτς, Βαρελλά, Λοΐζου, Σίνου, Μάστορη, Κλιάφα, Τίγκα, Βαλάση και πολλές άλλες ακόμα.

Από την είσοδο του 21ου αιώνα, νέα πλέον ονόματα και έργα ήρθαν να ανανεώσουν με τη σειρά τους την παιδική λογοτεχνία, ενώ παράλληλα της προσφέρανε τη δυνατότητα να χαρακτηρίζεται με περισσότερη σαφήνεια και ως εφηβική. Και πάλι η γυναικεία γραφή δίνει το έντονο «παρών» της, αλλά είναι βέβαιο πως πλέον ισοδύναμα τόσο σε ποιότητα όσο και ποσότητα το «παρών» της δίνει επίσης και μια ομάδα νέων αντρών που σχεδόν αποκλειστικά γράφουν για παιδιά και για νέους. Και στην αναγνωστική προσέγγιση ενός προσεκτικού αναγνώστη γίνεται εμφανής η διαφορά τόσο στη γραφή όσο και στη θεματολογία ανάμεσα στα βιβλία εκείνα που γράφονται από γυναίκες και σε όσα γράφονται από άντρες.

Ο σημερινός συγγραφέας, εκπρόσωπος του «ισχυρού φύλου», όταν εκφράζεται λογοτεχνικά απευθυνόμενος σε ένα παιδί ή σ’ έναν έφηβο το κάνει χωρίς (ή έστω με ελάχιστη) διάθεση διδακτισμού και παράλληλα αφήνει την ανδρική του ταυτότητα να επιλέξει λέξεις, να συνθέσει φράσεις, να προβάλει θέσεις. Και, βέβαια, θέμα. Και στο σημείο αυτό πλέον μπορώ να σταθώ και στην αφορμή με την οποία γράφτηκαν όλες οι παραπάνω σκέψεις. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτάκη Τίγκρε.

Ο Παναγιωτάκης ήδη έχει κερδίσει μια εξέχουσα θέση στη σύγχρονη ελληνική παιδική και εφηβική λογοτεχνία. Η έντονη φαντασία, που όμως λες και φορώντας κοντά παντελονάκια πήγαινε να ενωθεί από τη μια με την απρόοπτη δράση και από την άλλη με μια συγκροτημένη γλωσσική ενσάρκωση, του χάρισε και την αγάπη ενός πλατύτερου κοινού και την αναγνώριση των ειδικών μέσα από σημαντικές βραβεύσεις. Έχοντας βασικές εμπειρίες της κινηματογραφικής αφήγησης και μάλλον με την απόφαση να παραμένει πιστός σε λογοτεχνικά έργα για αναγνώστες παιδιά του Δημοτικού, έχει γράψει μια σειρά αξιόλογων έργων, όπου και οι διαπροσωπικές σχέσεις καταγράφονται και οι οικολογικές και άλλες σύγχρονες ανησυχίες εκφέρονται. Με το τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα κάνει κάτι που, στον βαθμό της δικής μου γνώσης, δεν έχει γίνει στο παρελθόν.

Η ιστορία που αφηγείται έχει να κάνει όχι με τη χώρα μας, αλλά με μια φαβέλα της Βραζιλίας και όλοι οι ήρωές του δεν είναι Έλληνες, αλλά Βραζιλιάνοι. Για να περιγράψει με αληθοφάνεια γεγονότα, περιοχές και συνθήκες ζωής κατέφυγε σε βιβλία και ταινίες που έχουν να κάνουν με τις φαβέλες και τα παιδιά που ζούνε σε αυτές. Και μπόρεσε τελικά να ολοκληρώσει μια ιστορία που αν και –έστω σε μικρό βαθμό– τη διακρίνει η ματιά εκείνου που δεν έχει βιώσει στο μεδούλι του τις περιγραφόμενες συνθήκες (είναι χαρακτηριστική η διαφορά ανάμεσα στις περιγραφές του χώρου και των ανθρώπων στο Τίγκρε από αυτές του βιβλίου Τα αστέρια του Σιντί Μουμέν του Μαχί Μπινμπίν, κι αυτό ασχέτως αν το δεύτερο απευθύνεται κυρίως σε ενήλικο κοινό), εντούτοις πείθει για τον ρεαλισμό της. Κι αυτό θεωρώ πως ο Παναγιωτάκης το πέτυχε γιατί στηρίχτηκε σε μια διαχρονική και δοκιμασμένη τεχνική δόμησης μιας ιστορίας που απευθύνεται σε μεγάλα παιδιά.

Ο κεντρικός ήρωας –ο Τίγκρε– διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αγοριού που εισέρχεται στην εφηβεία. Αναζητά να κατανοήσει τις αλλαγές που συμβαίνουν εντός του, θέλει να εκτονωθεί με τρόπους όπου η αρρενωπότητά του θα εκφράζει την ενηλικίωσή της, γίνεται ριψοκίνδυνος, υποστηρίζει εκείνους που θεωρεί πως αξίζουν, τους εμπιστεύεται, όταν τύχει να πλησιάζει την αποδοχή της εύκολης αλλαγής στη ζωή του ενεργοποιεί αρχές και συναισθήματα που τον προστατεύουν. Δίπλα του, τα υπόλοιπα πρόσωπα ανασαίνουν κάτω από τις ίδιες προδιαγραφές συγγραφής. Η γιαγιά του, οι φίλοι του και το κορίτσι που έχει ερωτευτεί, η μυστηριώδης μορφή ενός ηλικιωμένου που ορθώνεται απέναντι στον –με ύποπτες ασχολίες– εκμαυλιστή των νέων, όλοι τους περιγράφονται με αποτελεσματικότητα ως προς τον ρόλο που έχουν κληθεί να παίξουν. Και τελικά η δικαιοσύνη επιβάλλεται, ενώ το συναίσθημα μήτε μια στιγμή δεν χάνει τον αυτοέλεγχό του.

Μια κλασική και δοκιμασμένης δομής τεχνική αφήγησης που έχει δώσει και στο παρελθόν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα έργα, τα οποία έχουν να κάνουν ή και αγγίζουν την εφηβεία. Μέσα άλλωστε και στο ίδιο το μυθιστόρημα, κάποιες επεμβάσεις στις σκέψεις του Τίγκρε προέρχονται από την ανάγνωση, εκ μέρους του, του μυθιστορήματος του Ντίκενς Μεγάλες προσδοκίες. Υπήρξαν, δε, στιγμές στην ανάγνωση όπου θυμήθηκα τον Πόλεμο των κουμπιών του Λουί Περγκό, αλλά και τα 400 χτυπήματα του Φρανσουά Τριφό (τόνισα και πιο πάνω τη σχέση του Παναγιωτάκη με τον κινηματογράφο).

Πέρα όμως από αυτή την ίδια την εξελισσόμενη ιστορία και τα πάλλοντα από ζωή πρόσωπα του έργου, αυτό που θεωρώ πως έχει σε μέγιστο βαθμό πετύχει ο Παναγιωτάκης είναι οι περιγραφές των ποδοσφαιρικών αγώνων ανάμεσα σε ερασιτεχνικές ομάδες φτωχών, πάμφτωχων παιδιών των εξαθλιωμένων περιοχών του Ρίο. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί συνθέτουν φράσεις και αυτός που τις διαβάζει είναι ωσάν μπροστά στα μάτια του να βλέπει να στήνονται ποδοσφαιρικές μονομαχίες στα πρόχειρα γήπεδα-αλάνες εκείνων των περιοχών.

Προσωπικά δεν είμαι λάτρης του ποδοσφαίρου. Αλλά τις «ποδοσφαιρικές» σελίδες στο Τίγκρε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις διάβαζα, κι όχι μόνο γιατί πίσω από το κυνήγι μιας μπάλας κρυβότανε η ανάγκη να υλοποιηθεί το όνειρο του κάθε αγοριού που η μοίρα –και όχι μόνο αυτή– το έχει καταδικάσει να ζει μέσα σε τόσο άθλιες συνθήκες. Ο Γιώργος Παναγιωτάκης μετατρέπει το λασπωμένο γήπεδο σε πεδίο όπου το νέο άτομο διεκδικεί –δεν έχει άλλωστε και άλλες επιλογές– μια θέση στη ζωή.

Ναι, θεωρώ μια από τις καλές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας για μεγάλα παιδιά το Τίγκρε. Κι αυτόgio k panagiotakis και για τη στιβαρή αφήγησή του και για το εύπλαστο των διαφόρων χαρακτήρων του, αλλά κυρίως γιατί στρέφει τη ματιά προς μια άλλη κοινωνία, όχι φανταστική, μα ρεαλιστική, υπαρκτή και σίγουρα με τους δικούς της τρόπους να παρεμβαίνει, τελικά, στη διαμόρφωση της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας μας.

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/16552-tigkre