22.6.23

Αθηνόραμα - Συνέντευξη στο Παύλο Μεθενίτη

 


1)Η πρώτη σας παρουσία στα γράμματα έγινε το 1969, σε μια ανθολογία διηγημάτων νέων συγγραφέων από τις εκδόσεις Καλβος. Η επίσημη εννοείται, γιατί δίνατε, παιδί ων, μικρά κείμενα στο ιστορικό περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων». Η εργογραφία σας, με τις δεκάδες των τίτλων, πιάνει δυο σελίδες.  Έχετε γράψει κυριολεκτικά, εκατομμύρια λέξεις, σε κάθε είδος γραπτού λόγου, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, νουβέλες, θεατρικά, δημοσιογραφικά άρθρα, κριτικές, τα πάντα, εκτός από ποιήματα. Γιατί; Γιατί γράφετε τόσο καιρό, και τόσο πολύ; Γράφετε από επιθυμία, από ανάγκη, από κεκτημένη ταχύτητα, από τι;

- Νομίζω πως η γραφή, μα και η ανάγνωση, είναι οι τρόποι με τους οποίους αντιμετωπίζω τον κόσμο. Η ανάγνωση είναι ο δρόμος  με τον οποίο μπορώ να επικοινωνώ με τους άλλους. Και η γραφή από τη μια μου προσφέρει τη δυνατότητα να καταθέτω θέσεις, απόψεις, ιδεολογίες, μα και από την άλλη είναι  και ο καθρέφτης μέσα από τον οποίο καταλαβαίνω τον ίδιο μου τον εαυτό. Αλλά πέρα απ΄ όλα αυτά , η γραφή είναι και μια προσωπική επιλογή… μάσκας. Δημιουργώ χαρακτήρες και τους προικίζω -ή τους επιβαρύνω- με στοιχεία δικά μου. Κρύβομαι πίσω από αυτούς… Ή και αποκαλύπτομαι. Ανάλογα πως με διαβάζει κανένας.

 

2)Είσαστε από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς λογοτεχνίας για νέους, έφηβους  και παιδιά, εκτός φυσικά από τα έργα σας για ενήλικες.  Τι προσέχετε, ποιες είναι οι προτεραιότητές σας, τί έχετε κατά νου όταν γράφετε για πιο μικρούς αναγνώστες; Τί επιδιώκετε;

- Δεν είναι η ηλικία του υποψήφιου αναγνώστη που με κάνει να επιλέγω τον τρόπο γραφής μου κάθε φορά. Αντίθετα είμαι πάντα εγώ. Εγώ που παραμένω και παιδί και έφηβος και σαραντάρης και εβδομηντάρης. Εκτός από κάποια, ελάχιστα βιβλία μου που είναι γραμμένα με στόχευση ηλικιακή, όλα τα υπόλοιπα -αυτά στην ουσία που καθορίζουν και το πλήρες συγγραφικό μου αποτύπωμα- είναι γραμμένα με διάθεση να εκφράσουν το ‘εγώ’ μου. Κι άλλοτε επιλέγω αυτήν την έκφραση να την υλοποιήσω με μια παιδικότητα, άλλοτε με μια εφηβικότητα κι άλλοτε με μια  ασταθή ενηλικότητα. Και χρησιμοποίησα το επίθετο ‘ασταθή’ ακριβώς γιατί θέλω να τονίσω πως πάντα παραμένω ένα ενήλικο, πλέον, άτομο που δεν κατασταλάζει, μα αναζητά, πειραματίζεται, συχνά ζητά την διάψευση του.

3)Η ανατροφή των παιδιών σας πόσο σας βοήθησε να εξειδικευτείτε στη λογοτεχνία CROSS OVER, που γεφυρώνει, κατά κάποιον τρόπο, το χάσμα μεταξύ εφηβείας και ενήλικης ζωής;

-Με βοήθησε στα πρώτα μου συγγραφικά βήματα. Μέσα από τα παιδιά μου επέστρεφα κατά κάποιον τρόπο στα παρελθόντα χρόνια μου και τα επανακάλυπτα. Μα κάποια στιγμή, αυτή η διαδικασία μπόρεσε να ενεργοποιείται χωρίς τη βοήθεια των άλλων. Όσο κι αν φαίνεται ασυνήθιστο ή περίεργο, εντούτοις συμβαίνει. Μπορώ και κατανοώ όλους τους άλλους που ηλικιακά με ακολουθούν. Κι αν κάτι προσπαθώ μέσα από τα cross over μυθιστορήματά μου είναι να βοηθήσω τους ενήλικες να θυμηθούν το πως σκεφτόντουσαν όταν οι ίδιοι ήταν έφηβοι.

4)Τιμηθήκατε πρόσφατα με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το έργο σας με τίτλο «Η Μάσκα του Καπιτάνο». Βέβαια έχετε βραβευτεί και το παρελθόν: το 1997  και το 2009 με το Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας , το  2002 είσασταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν, ενώ ένα από τα μυθιστορήματά σας έχει αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, το ελληνικό τμήμα της οποίας σας βράβευσε και για το «Φεύγει, Έρχεται». Τί σημαίνουν όλες αυτές οι βραβεύσεις για σας; Εάν δεν υπήρχαν, θα συνεχίζατε να γράφετε;

-Μα και ασφαλώς θα συνέχιζα. Ξέρετε τα βραβεία δίνουν αναμφισβήτητα μια χαρά και μια ικανοποίηση… Δέχομαι και την αναγνώριση. Αλλά δεν είναι αυτά που σε κάνουν να γράφεις. Κι αν μάλιστα γνωρίζεις πόσο συχνά μια βράβευση είναι στην καλύτερη περίπτωση απόφαση πέντε ή έξι ανθρώπων, ενώ μιας άλλης σύνθεσης επιτροπή μπορεί το ίδιο αυτό βιβλίο να το έχει αγνοήσει, τότε γνωρίζεις και τη σχετικότητα κάθε βράβευσης. Αλλά, ας μην παριστάνω τον υπεράνω παθών συγγραφέα -κάθε βραβείο το χαίρομαι. Αλλά, βαθιά μέσα μου κρατώ πολύτιμη θέση για τα βιβλία μου που αν και εγώ πιστεύω πως θα άξιζαν μια διάκριση, κανείς δεν τα πρόσεξε.

5) Για να μη μιλήσουμε για τους γονείς τους, που διαβάζουν κατά μέσο όρο πέντε βιβλία το χρόνο, τα ελληνόπουλα γενικώς δεν πολυδιαβάζουν λογοτεχνία. Δεν είναι και τόσο εξοικειωμένα με τον γραπτό λόγο, ρέπουν περισσότερο προς την εικόνα. Πώς, και σε ποιον βαθμό έχει επηρεάσει αυτό το γεγονός το έργο σας;  Νιώθετε καμιά φορά σαν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω;»

- Λυπάμαι. Όχι τόσο για το ότι η λογοτεχνία δεν είναι η πρώτη επιλογή των παιδιών και των νέων, όσο για το τι σημαίνει που δεν είναι. Το τι σημαίνει, δηλαδή,  για ένα νέο άνθρωπο, που κάποια στιγμή θα ενηλικιωθεί και θα περάσει τη ζωή του χωρίς να χαίρεται και να αξιώνεται τη συντροφιά χαρακτήρων που ζούνε -σκέπτονται και συναισθάνονται- μέσα στις σελίδες καλών βιβλίων. Η ανάγνωση καλλιεργεί τη σύνθετη σκέψη. Και μια τέτοια σκέψη μόνο το ανθρώπινο γένος μπορεί να τη χαρεί. Αλλά και η λογοτεχνία, κατά κύριο λόγο, να του την προσφέρει.

6)Ποια είναι η γνώμη σας για τις νέες τάσεις της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας στη θεματολογία, το ύφος και τη δομή;

-Κάθε εποχή έχει την Τέχνη που η ίδια μπορεί να δημιουργήσει. Ο δημιουργός παιδί της εποχής του είναι. Η δικιά μας εποχή είναι εποχή παρακμιακή… Στην Ελλάδα ίσως και ακόμα περισσότερο. Οπότε…  Ναι, έχουμε αποκτήσει καλά εφόδια για το ύφος και τη δομή. Αλλά η θεματολογία δεν είναι απαρίθμηση θεμάτων, αλλά ανάλυσής τους. Και η ελληνική σημερινή πραγματικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως ικανή στις αναλύσεις.

7)Ποιαν, ή ποιον νέο ‘Έλληνα λογοτέχνη θα ξεχωρίζατε σήμερα; Και ποιο βιβλίο σας έκανε εντύπωση;

- Έχω ξεχωρίσει κάποιους. Έχω και σε κάποια βιβλία σταθεί. Αλλά σίγουρα δεν έχω διαβάσει όλα τα βιβλία και δεν μπορώ να ισχυριστώ πως γνωρίζω όλες τις νέες φωνές. Μα, αν θέλετε και κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις να σας πως δυο ονόματα, τότε σημειώστε: Ασημένια Σαράφη στην ενήλικη λογοτεχνία και Γιώργος Παναγιωτάκης στην εφηβική/παιδική.

8)Πιστεύετε πως η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εκφράζει τις αγωνίες, τους προβληματισμούς, τα όνειρα και τους εφιάλτες της ελληνικής κοινωνίας; Κι αν όχι, ποια  ευθύνη φέρουν οι συγγραφείς γι’ αυτή την κατάσταση;

- Νομίζω πως και από τα όσα προηγούμενα είπα, γίνεται σαφές πως είμαι κάπως διστακτικός στο να απαντήσω με απόλυτη θετικότητα. Τώρα, σχετικά με την ευθύνη των συγγραφέων, παρακαλώ να μη μου ζητάτε να μιλήσω για τις ευθύνες των άλλων. Αναλαμβάνω τις δικές μου και μόνο αυτές.

9) Η «Μάσκα του Καπιτάνο» χτίζεται, σε γενικές γραμμές,  με τα δραματουργικά στοιχεία του  μπούλινγκ, του ερωτικού σκιρτήματος, της γονικής αδιαφορίας, της  εκδίκησης  και των υπερηρώων. Πώς καταλήξατε σ’ αυτό το μύθο; Και τί θέλετε να πείτε μ’ αυτόν, ποιο είναι το μήνυμα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο;

- Στην ουσία η «Μάσκα του Καπιτάνο» έχει ως βασικό της πρόγονο το μυθιστόρημα του Στήβενσον «Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ». Αφορά την πάλη ανάμεσα στο κακό και στο καλό, ανάμεσα στην διαπραγμάτευση και την αποδοχή. Πίσω από μια μάσκα άλλοτε κρύβεται ο εχθρός μας κι άλλοτε εμείς. Οι ρόλοι και η αξία που έχουν στην καθημερινότητα όλων μας και κυρίως των εφήβων. Αυτό που ήθελα να καταθέσω ήταν η αξία της αναγνώρισης του Άλλου. Κι αυτός ο Άλλος μπορεί να είναι και ο ίδιος μας ο εαυτός.

10)Τι σας εμπνέει, τί αγαπάτε, τί φοβόσαστε, τι επιθυμείτε και τί απεχθάνεστε περισσότερο στη ζωή σας;

- Δεν αναζητώ την έμπνευση γιατί όποτε το έκανα, αυτή μου κρυβότανε. Απλώς την περιμένω. Όσον αφορά το τι φοβάμαι… Λοιπόν από τη μια την ατομική ανημποριά σώματος και νου και από την άλλη τον αποχωρισμό από πρόσωπα αγαπημένα. Αυτό που απεχθάνομαι είναι πολύ εύκολο να σας το πω. Τη χυδαιότητα μέσα στην όποιας μορφής καθημερινότητα.


https://www.athinorama.gr/texnes/3018199/deka-erotiseis-ston-mano-kontoleon/?fbclid=IwAR1Klrp-CgKSC5uo2NwA6k8HNcQNbkJnJGRkcL8NFZUTN2tg8VWYrQ78Sno