5.6.18

Καλέ πνίγομαι!!!



Καλέ πνίγομαι, του Μάνου Κοντολέων
 -

Ο μπαμπάς της είναι από νησί, από μωρό μέσα σε μια θάλασσα. Η μαμά από το ορεινό χωριό, όμως, ούτε καν ξέρει να κολυμπά. Μπορεί ο μεγάλος της αδερφός να παραθέριζε στο πατρικό του μπαμπά και να έμαθε να κολυμπάει, αλλά όταν γεννήθηκε εκείνη, άρχισαν να παραθερίζουν στο ορεινό πατρικό της μαμάς. Και κατά την παράδοση του σογιού της μαμάς, ούτε η ξαδέρφη της η Ευδοκία ήξερα να κολυμπά αν και ήταν ήδη δεκατριών χρόνων.
Κάπως έτσι, οι τρεις τους, μαμά, ξαδέρφη και εκείνη η χαριτωμένη 7χρονη που αφηγείται, κινδυνεύουν να πνιγούν. Η μαμά δεν πατώνει, η μικρή παρασυρόταν με το σωσίβιο και η Ευδοκία ήθελε ντε και καλά να μάθει το ανάσκελο και… τα έμπλεξε τα πράγματα. Θα σωθούν από τον αδερφό της μικρής και την παρέα του. Αυτό ήταν. Όλο τις κορόιδευε από εκείνη την ημέρα. Και όταν θα βρεθούν στο χώρο υπεροχής της μικρής, το βουνό, εκείνη θα πάρει την μικρή καλοκαιρινή «εκδίκησή» της.
Μια αυθεντική καλοκαιρινή ιστορία, δίχως τάμπλετ, κινητά, τεχνολογία και κωδικούς, δίχως μυστήρια προς επίλυση και γνώσεις που κρέμονται σε κάθε τσαμπί σταφύλι. Μια ιστορία με θάλασσα και βουνό, με σωσίβιο και αμμουδιές, με σκορπιούς και μπάμπουρες, με χυμό αχλαδιών και ρίγανες, αδερφικά πειράγματα και φάρσες.
Γιατί μέχρι πρόσφατα ζούσαμε όλοι ή μας ήμασταν ακροατές τέτοιων στιγμών. Ζούσαμε. Δεν αναρτούσαμε. Γελάγαμε, θυμώναμε και δεν το κάναμε στα καπάκια βούκινο με κάποιο περισπούδαστο απόφθεγμα από πάνω. Το αληθινό καλοκαίρι, δίχως να υποτιμώ την θαυμάσια τεχνολογία που όλους μας βοηθάει, ζει σε ιστορίες σαν αυτή του Μάνου Κοντολέων.
Πατάκης. Από το καλοκαίρι του 2009, ξανά εδώ.