Βρέθηκα -απογευματάκι ήταν- σε εργαστήρι μοδιστρικής. Περίμενα να με εξυπηρετήσουν. Κι όπως έτσι αφηρημένα η ματιά μου κυκλοφορούσε ανάμεσα σε κομμάτια υφάσματος και ψαλίδια, βελόνες, κλωστές, ξαφνικά έπεσε πάνω σε ένα γαρύφαλλο. Ψεύτικο, χάρτινο. Κόκκινο. Έπεσε πάνω του η ματιά μου κι εκεί στάθηκε. Μαγνητίστηκε. Και ξαφνικά μέσα μου κάτι δημιουργήθηκε, κάτι σαν λίγωμα ευχάριστο, πολύ ευχάριστο.
Και η μνήμη μου μπόρεσε να ανακαλέσει την εικόνα ένος άλλου γαρύφαλλου, κόκκινου και χάρτινου -κόκκινο γκοφρέ χαρτί για τα πέταλα και πράσινο τυλισμένο άτσαλα σε λεπτή συρματόβεργα για να θυμίζει κοτσάνι.
Μια εικόνα. Χαμένη στο παρελθόν. Αδύνατον να την τοποθετήσω χρονικά. Αδύνατον να τη συνδυάσω με τόπο, ανθρώπους, γεγονότα. Αλλά το συναίσθημα είχε επανέλθει. Κ αι με λίγωνε.
Έφυγα. Περάσαν δυο μέρες. Το λίγωμα πάντα κυρίαρχο. Αλλά μόνο αυτό. Η μνήμη μου αυτό μόνο μπορεί να ανακαλέσει.
Μνήμη αδύναμη. Ανίκανη να με βοηθήσει να θυμηθώ όλη μου τη ζωή. Ανάπηρη μνήμη.