12.5.08

Η Μαρία των Μογγόλων


Μαριάννα Κορομηλά
«Η Μαρία των Μογγόλων»

Εκδόσεις Πατάκη

Στη σειρά των Εκδόσεων Πατάκη ‘Η κουζίνα του συγγραφέα’ που διευθύνει ο Μισέλ Φάις, περιλαμβάνονται κείμενα γνωστών ελλήνων λογοτεχνών που με ένα ιδιότυπο τρόπο αυτοβιογραφούνται ενώ παράλληλα φωτίζουν και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν τα θέματά τους και τα αναπτύσσουν.
Η σειρά διευρύνεται καθώς και ζωγράφο (τον Χρόνη Μπότσογλου) έχει προσκαλέσει να καταθέσει τη σχέση της ζωής του με το έργο του και τώρα μια ιστορικό –τη Μαριάννα Κορομηλά.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα σειρά και τα κείμενα τα οποία φιλοξενεί αν και δύσκολα μπορεί κανείς να τα κατατάξει σε ένα γραμματολογικό είδος, εντούτοις είναι κείμενα που χαρακτηρίζονται από την αμεσότητα της προσωπικής κατάθεσης.
«Η Μαρία των Μογγόλων» είναι, λοιπόν, ένα αφήγημα, μέσα από το οποίο η γνωστή, σε ένα ευρύτερο κοινό, ιστορικός από τη μια καταθέτει τον τρόπο με τον οποίο ερευνά τα ιστορικά γεγονότα και από την άλλη δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή της.
Στην ουσία επιχειρεί μια μείξη του παρελθόντος με το παρόν και αυτό το κάνει μέσα από ένα ιδιαιτέρως επιτυχημένο συγγραφικό εύρημα.
Φέρνει στην επιφάνεια τόσο της ιστορικής έρευνας, όσο και της συναισθηματικής φόρτισης μια πριγκίπισσα του Βυζαντίου, την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και ετεροθαλή αδελφή του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, η οποία χρησιμοποιείται για λόγους εξωτερικής πολιτικής και στέλνεται να παντρευτεί ένα εγγονό του Τσεγκίς Χαν.
«Τη βλέπω καθ΄ οδόν, Σεπτέμβριο του 1264 (ή μήπως Οκτώβριο;), να ανυπομονεί να πάει στη χώρα των Μουγουλίων. Ίσως ο αρχάγγελος Μιχαήλ να σταμάτησε τις άμαξες κάπου στα μισά του δρόμου, ώστε να μη φτάσει εγκαίρως το κοριτσάκι και πέσει πάνω στην κηδεία του υποψήφιου συζύγου»
Ιστορικό πρόσωπο η Μαρία Κομνηνή Παλαιογονίνα που ελάχιστα γι αυτήν θα βρει ο ερευνητής στα ιστορικά ντοκουμέντα, γίνεται για την Μαριάννα Κορομηλά ένα ιδιότυπο alter ego.
Και καθώς θα ψάχνει για τη Μαρία μέσα σε ιστορίες και θρύλους, παράλληλα θα πλησιάζει όχι μόνο με την τεκμηρίωση του επιστήμονα, αλλά και το πάθος της συμπάσχουσας γυναίκας, τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε και τα γεγονότα που άλλαξαν τις σχέσεις Ανατολής και Δύσης.
Αφήγημα πλούσιο σε πληροφορίες, μεστό σε κριτικές επισημάνσεις, γραμμένο με την αμεσότητα μιας σχεδόν προφορικής ροής.
Κι γι αυτό μπορεί να αγγίζει τον μέσο σημερινό αναγνώστη, που με έκπληξή του θα ‘πιάσει’ τον εαυτό του να αναζητά κι αυτός τα ίχνη της χαμένης πριγκίπισσας που η εικόνα της ίσως να είναι αυτή μιας μοναχής, έτσι όπως απεικονίζεται σε ένα ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη.
Η Μαριάννα Κορομηλά περιγράφει τον τρόπο που ερευνά. Αλλά ενώ δεν ξεχνά τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς του επιστήμονα, από την άλλη τολμά να αφεθεί στις υποκειμενικές απόψεις του ανθρώπου που την ιστορία δεν την αντιμετωπίζει μόνο ως ψυχρή έρευνα, αλλά και ως ανθρώπινο πάθος που διαθέτει συνέχεια και διαχρονικότητα.
Και από αυτή τη σκοπιά, το αφήγημά της μπορεί να διαβαστεί τόσο ως εγχειρίδιο συγγραφής ιστορικών μυθιστορημάτων, αλλά και άλλο τόσο ως τρόπος ανάγνωσης και βίωσης της ιστορίας.
“…Εξοικειώθηκα σταδιακά με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις* να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς –με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου.”
‘Ενα κείμενο, λοιπόν, που προσκαλεί τον αναγνώστη του στα ενδότερα του εργαστηρίου μιας γυναίκας που βλέπει την Ελλάδα και την Ορθοδοξία, με συνθήματα και πάθη, αλλά όχι με προκαταλήψεις.
Βιβλίο απολαυστικά διδακτικό. Θα το χαρακτήριζα και ως πρωτότυπο.. Γραμμένο, πάντως, χωρίς συγγραφικούς συμβιβασμούς. Γι αυτό, ίσως, και με την ικανότητα να μπορεί να αγγίξει ένα πλατύ κοινό.
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το βιβλίο του Ε. Τ. της Κυριακής, 11/5/08)

9.5.08

Λυσσασμένες Αλεπούδες



Δημήτρης Πετσετίδης

"Λυσσασμένες αλεπούδες"

Διηγήματα

Κέδρος

Αν και δεν είναι δίκαιο να καταγράφεται ένα πεζογράφος ως εκφραστής μιας και μόνο μορφής της πεζογραφίας, εντούτοις στην περίπτωση του Δημήτρη Πετσετίδη η τοποθέτησή του στο χώρο των καλών διηγηματογράφων μας δεν μπορεί να θεωρηθεί μήτε τυχαία μήτε και άδικη.
Με τα επτά έως τώρα βιβλία του που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο εκ Σπάρτης, με σπουδές μαθηματικών, πεζογράφος έδειξε τη σαφή προτίμησή του στο σύντομο είδος του πεζού λόγου και θα τολμούσα να ισχυριστώ πως ακόμα και τότε που το εγκατέλειψε για να εκφραστεί μέσα στην άνεση της νουβέλας, ακόμα και τότε η γραφή του κρατούσε εκείνο το περιεκτικό που απαιτεί η περιγραφή μέσα στα όρια ενός διηγήματος.
Η τελευταία του συλλογή κρατά πολλά από τα στοιχεία που έχουν και οι προηγούμενες συγγραφικές του δουλειές, ενώ παράλληλα δίνει και νέα, έτσι ώστε ο αναγνώστης που τον έχει παρακολουθήσει από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 80 μέχρι πριν από λίγα χρόνια, να πεισθεί πως κρατά στα χέρια του μια συλλογή που επιβεβαιώνει την εκτίμηση του και επαυξάνει την αναγνωστική του ικανοποίηση.
Ο κόσμος του Πετσετίδη είναι συνήθως ο κόσμος των απλών, καθημερινών ανθρώπων. Και ο τρόπος που τους περιγράφει από τη μια δείχνει τη συμπόνια του συγγραφέα προς τα πρόσωπα που επιλέγει να αναπτύξει τα πάθη τους και από την άλλη την σκωπτική ματιά με την οποία έχει αποφασίσει πως θα πρέπει να αντιμετωπίζεται το παρελθόν και το παρόν.
Εδώ, στις «Λυσσασμένες αλεπούδες» τα γεγονότα που πάνω τους θα στηριχτούν τα διηγήματα έχουν να κάνουν με τα χρόνια του ‘40 έως ’45 περίπου.
Και ο Πετσετίδης αποδεικνύει πως είναι ένας πολιτικός συγγραφέας, όχι τόσο γιατί στα περισσότερα, αν όχι και σε όλα τα κείμενα της συλλογής, τα αφηγούμενα γεγονότα άπτονται πολιτικών καταστάσεων , όσο κυρίως γιατί αποφασίζει μέσα στη δίνη μιας παρακμής ιδεών και ουμανισμού όπως είναι τα όσα μέχρι τώρα ο 21ος αιώνας έχει γνωρίσει, αυτός να μιλήσει για καταστάσεις που δείχνουν να μην αφορούν μήτε το παραπλανημένο σήμερα, ούτε και το ανέμελο αύριο.
Αλλά δεν είναι έτσι –ο Δ. Π. ξέρει πολύ καλά πως αυτό που σήμερα συμβαίνει, όσο κι αν μέσα στα κείμενα του υποτονικά παρουσιάζεται ή και συχνά αποσιωπάται, εντέλει είναι δημιούργημα του χτες, πράξεις που έχουν ξεκινήσει από το παρελθόν.
Ένα παρελθόν που λησμονήθηκε ή με λάθος τρόπο πέρασε στη συλλογική μνήμη.
Γι αυτό και τα λάθη του τότε κάλλιστα μπορεί να επαναληφθούν, όχι όμως πλέον ως λάθη, αλλά ως διαστρεβλώσεις κοινωνικές και πολιτικές .
Όπως ο κουρέας, πρόσωπο από το διήγημα «Κομμωτήριον ανδρών» αναρωτιέται –«Του αϊτού ο γιος… τι είναι; Δημοτικό;»
Η γλώσσα των διηγημάτων κρατά σταθερούς τους δεσμούς της με την παράδοση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, αλλά με άνεση και επιτυχία μπαίνει μέσα στις δομές μιας αφήγησης που είναι ελλειπτική και ταχεία –ως πλάνα μιας καλής σύγχρονης κινηματογραφικής ταινίας.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβαζω, τεύχος Απριλίου 2008)