16.4.22

Μαρί Ντιάι "Η εκδίκηση είναιι δική μου"

 

Marie Ndiaye

 

«Η εκδίκηση είναι δική μου»

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου

Εκδόσεις Πόλις

 

 

                                   

 

Η Μαρί Ντιάι γεννήθηκε το 1967 στη Γαλλία από Γαλλίδα μητέρα και Σενεγαλέζο  πατέρα.

Είναι μια από τις πλέον γνωστές -όσο και ιδιότυπες- σύγχρονες συγγραφείς της Γαλλίας.  Γράφει και εκδίδει από την ηλικία των δεκαεπτά ετών. Έχει κερδίσει τα βραβεία Femina (2001) και Goncourt (2009).

Εκτός από μυθιστορήματα, γράφει διηγήματα, θεατρικά και παιδικά βιβλία, ενώ παράλληλα εκφράζει και δημόσια τις προοδευτικές αρχές της και μάλιστα συχνά με τρόπους έντονους και χαρακτηριστικούς μιας προσωπικότητας που τολμά να υπερασπίζεται τα πιστεύω της.

Στην Ελλάδα ένα μόνο ακόμα μυθιστόρημά της έχει κυκλοφορήσει –«Η μάγισσα» (Εκδόσεις Αστάρτη, 1997)

Αν και «Η μάγισσα» είναι από τα πρώτα της έργα, εντούτοις διαθέτει στοιχεία που ο αναγνώστης και του «Η εκδίκηση είναι δική μου» θα συναντήσει.

Αναφέρομαι στην επιφανειακά άναρχη δομή* στην φαινομενικά ασύνδετη καταγραφή συναισθημάτων και  γεγονότων* στην συχνά απρόσμενα ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας

«…Αλλά πόσο αγαπούσα τον πρωτότοκο γιο μου! Αλλά υπολόγιζα πως δεν θα πάλευε, ότι η θέληση της μητέρας του θα εκμηδένιζε το ένστιχτο της επιβίωσης. Αλλά δώσαμε μάχη.» (σελ. 130)

Η βασική υπόθεση ενός τόσο ανορθόδοξου μυθιστορήματος είναι δύσκολο να δοθεί σε μια περίληψη. Από το οπισθόφυλλο πάντως μπορεί κάποιος να ενημερωθεί:

Ένας άνδρας που ονομάζεται Ζιλ Πρενσιπό επισκέπτεται τη δικηγόρο Σιζάν και της ζητά  να αναλάβει την υπεράσπιση της συζύγου του, που έχει σκοτώσει τα τρία τους παιδιά. Αλλά γιατί  ο Πρενσιπό επέλεξε αυτήν, μια άσημη δικηγόρο, για μια υπόθεση που βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και θα

την αναλάμβαναν πρόθυμα όλα τα μεγάλα γραφεία του Μπορντώ; Και η δική της αντίδραση πως ερμηνεύεται; Είναι πράγματι ο Πρενσιπό ο έφηβος που η δικηγόρος είχε συναντήσει ένα απόγευμα πριν από τριάντα χρόνια και καθόρισε την εξέλιξη της ζωής της;

Η ροή του μυθιστορήματος παρακολουθεί την κυρία Σιζάν ( της οποίας πότε δε θα μάθουμε το μικρό της όνομα), σε διάφορες μέρες της καθημερινότητάς της – την επικοινωνία με την πελάτισσά της Μαρλίν Πρενσιπό, τη σχέση με τους γονείς της, με την οικιακή βοηθό της, με τον πρώην εραστή της και τη μικρή κορούλα του. Αλλά όσο προστίθενται νέα στοιχεία και πληροφορίες τόσο πληθαίνουν τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες τόσο για τα συναισθήματα της ίδιας της πρωταγωνίστριας, όσο και των άλλων προσώπων.

Οι αμφιβολίες της κυρίας Σιζάν για το παρελθόν αλλά και για το παρόν γίνονται αμφιβολίες και της ίδιας της αφήγησης για να φτάσει το τέλος όπου με ένα τρόπο ευρηματικά ‘εσώκλειστο’ φωτίζεται  ο αποπνικτικός μικρόκοσμος της οικογένειας, όπως επίσης των όποιων διαπροσωπικών σχέσεων και εν τέλει στην τελευταία πλέον σελίδα προσφέρεται μια διευκρίνιση :

«… Τι γνωρίζουμε απ΄ αυτά που συνέβησαν μέσα σ’  αυτό το σπίτι και ποιους καημούς, ποιους φόβους και πικρίες, ποια αποστροφή, ποιες κακίες κρατάει στη μνήμη του. Το σπίτι τα ξέρει όλα και δεν ξεχνάει τίποτε» (σελ. 254)

Το σπίτι ,λοιπόν. Αλλά ποιο σπίτι; Αυτό που έχει με οικοδομικά υλικά χτιστεί και μόνο; Ή μήπως και ο κάθε άλλος συναισθηματικός, ψυχολογικός, ιδεολογικός χωροτόπος, όπως επίσης και ο κάθε ατομικός, οικογενειακός, πολιτιστικός περίκλειστος χώρος στους οποίους φιλοξενήθηκαν ή και δημιουργήθηκαν, ρίζωσαν ή σάπισαν  καημοί, προσδοκίες, διαψεύσεις;

Από τα πλέον ερεβώδη και κλειστά μυθιστορήματα που μπορεί κανείς να συναντήσει στην αναγνωστική του περιπλάνηση, απαιτεί όχι μόνο μια συνεχή επαγρύπνηση εκ μέρους εκείνου που το διαβάζει, αλλά και μια διαρκή αιώρηση της σκέψης του ανάμεσα στο τι ήδη γνώριζε και στο τι νέο του προσφέρεται να γνωρίσει.

Αλλά, αν η προσπάθεια ολοκληρωθεί, τότε θα προσφέρει μια πληρέστατη ικανοποίηση, καθώς θα διατυπωθεί η τελευταία πρόταση: Τώρα νομίζουμε ότι ξέρουμε, αλλά παρ’ όλα αυτά αναρωτιόμαστε: κι αν έκανα λάθος;

Το απολύτως σχετικό, το γοητευτικό όσο και τραυματισμένο ‘εγώ’, το παρεξηγημένο όσο και αναζητούμενο ‘εμείς’, το συχνά εχθρικό μα και επίσης συχνά τρυφερό ‘εσείς’ -όλα συμβαδίζουν και άλλοτε ανατρέπουν δεδομένα, άλλοτε υποκύπτουν σε κάποια άλλα.

Λογοτεχνία της αφύπνισης.

Δεν γνωρίζω το γαλλικό κείμενο. Αλλά αυτό δεν με έκανε να μη θεωρήσω μεταφραστικό άθλο αυτό που έχει επιτελέσει η Αλεξάνδρα Κωσταράκου.

 

(654 λέξεις)

 

Τα Νέα, 16/4/2022