30.6.23

Συνέντευξη στο Ταλκ

 

Η Ανίκα ζει μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε μια χώρα του Βορρά. Η ίδια, όπως βέβαια και οι δικοί της, έχει γεννηθεί σε μακρινή χώρα της Ανατολής, αλλά ένα τραγικό γεγονός, που συνέβη όταν ήταν ακόμα δύο χρονών, ανάγκασε όλη την οικογένεια να μεταναστεύσει και να μετακομίζει διαρκώς ολοένα πιο βόρεια. Η Ανίκα καταπιέζεται από τα αυστηρά ήθη της πατρίδας της, τα οποία οι δικοί της θέλουν να της επιβάλουν. Είναι στην εφηβεία, αναζητά τρόπους να εκπληρώσει τα προσωπικά της όνειρα, ο έρωτας μπαίνει στη ζωή της… Κι ενώ προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της Γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο. Ο Μάνος Κοντολέων, εξαιρετικός όπως πάντα, έγραψε το Ποτέ πιο πριν, μια ιστορία για τις ατομικές ελευθερίες και την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, που στάθηκε η αφορμή για μια βαθιά και ουσιαστική συζήτηση.Κ. Κοντολέων, πιστή στο ετήσιο ραντεβού μας, φέτος θα σας «ανακρίνω» για το crossover μυθιστόρημά σας με τίτλο «Ποτέ πιο πριν». Χαίρομαι πολύ που το κείμενο αυτό το έγραψε άνδρας και θέλω καταρχάς να ρωτήσω πώς μπορείτε (γιατί ισχύει στο σύνολο της δουλειάς σας) να συλλαμβάνετε και να αποδίδετε με τόση ακρίβεια τη γυναικεία ψυχοσύνθεση.

Η ερώτησή σας μου θυμίζει μιαν άλλη, κάπως παρόμοια, που συχνά μου θέτουν. Πώς μπορείτε και άλλοτε γράφετε για μικρής ηλικίας αναγνώστες, άλλοτε για νεαρούς ενήλικους και άλλοτε για ενήλικους;  Βέβαια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σας απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Σχετικά με τη δική σας, έχω να σας πω πως, ως άνδρα, με ενδιαφέρει πολύ να πλησιάζω την ψυχοσύνθεση του άλλου φύλου. Άμα έχεις καταλάβει καλά τον άλλον, εκείνον μέσα από τον οποίον αυτόπροσδιορίζεσαι, τελικά ζεις μέσα σε μια συναισθηματική και πολιτιστική ισορροπία. Πάντα έτσι αισθανόμουν. Για να καταλάβετε, το πρώτο μου «ενήλικο» διήγημα, με το οποία μάλιστα έκανα το 1969 την επίσημη είσοδό μου στη λογοτεχνία, είχε ως ηρωίδα του μια γυναίκα που βίωνε το τέλος της περιόδου της. Και τότε είχαν σταθεί στο παράξενο φαινόμενο ένας εικοσιτριάχρονος νεαρός άνδρας να στέκεται σε ένα καθαρά «γυναικείο» θέμα. Αλλά… Ναι, ας αναλογιστούμε πως άνδρας έπλασε τη Μαντάμ Μποβαρύ, άνδρας και την Άννα Καρένινα…  Για μένα, λοιπόν, είναι κάτι όχι απλώς φυσιολογικό· εκφράζει την ουσία της ισότητας των φύλων. Αγαπώ και κατανοώ τη γυναίκα σημαίνει σέβομαι και κατανοώ τον εαυτό μου.

 

Γιατί επιλέξατε να μπει το βιβλίο στην κατηγορία 16+ (μυθιστόρημα ενηλικίωσης) και όχι στα αμιγώς εφηβικά. Έχω την αίσθηση ότι όχι μόνο θα γίνει απολύτως κατανοητό και από παιδιά γυμνασίου, αλλά ότι θα είναι και ένα σπουδαίο μάθημα πάνω στα στερεότυπα. Θα βάλει κορίτσια και αγόρια να αναστοχαστούν πάνω στις άδικες παραδόσεις, να τις κρίνουν, να τις κατακρίνουν, να τις απορρίψουν. Να έρθουν σε σύγκρουση με τους ενήλικους που έχουν δυσαρεστηθεί με τη γυναικεία χειραφέτηση και της βάζουν διαρκώς τρικλοποδιές. Φυσικά και είναι σκληρό το κείμενο σε πολλά σημεία, όμως νομίζω ότι η σκληρότητά του αυτή είναι που αφυπνίζει. Γιατί αυτή η αφύπνιση να μην έρθει πιο νωρίς;

Επιλογή του εκδότη η αναφορά σε ηλικία. Προσωπικά, πάντα ήμουν αντίθετος με την όποια αναγραφή στο εξώφυλλο της προτεινόμενης ηλικίας αναγνώστη. Αλλά όσο κι αν την πολέμησα, όσο κι αν (μαζί με κάποιους ακόμα συγγραφείς της γενιάς μου) κατάφερα τουλάχιστον να μην υπάρχει το «από…  έως…», εντούτοις δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε από αυτή τη συνήθεια. Για μένα το αληθινό λογοτεχνικό κείμενο δεν πρέπει να αυτοπεριορίζεται από κατατάξεις. Το γνήσια λογοτεχνικό κείμενο απλώς υπάρχει και ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τη διάθεσή του, τις γνώσεις του, τα ενδιαφέροντά του, την ωριμότητά του, το πλησιάζει ή όχι.

Αυτό, βέβαια, απαιτεί ένα ενημερωμένο κοινό, που θα μπορεί αμέσως να κατανοεί σε ποιον απευθύνεται ένα βιβλίο. Και στις προηγμένες λογοτεχνικά χώρες κάτι τέτοιο συμβαίνει. Αλλά, ας το παραδεχτούμε, το δικό μας κοινό είναι λογοτεχνικά μη επαρκές. Μα υπάρχει και ο παράλογος φόβος των γονιών –και όχι μόνο αυτών– μήπως το παιδί τους πληγωθεί από ένα κείμενο. Εδώ, αναρωτιέμαι αν θα κρύψουμε από το παιδί μας έναν πίνακα του Μποτιτσέλι ή θα το εμποδίσουμε να ακούσει τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι. Μάλλον ο λόγος θεωρείται περισσότερο μη ελεγχόμενος. Οπότε αν κρίνουν πως κάτι τέτοιο έχει συμβεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο, τότε στρέφονται ενάντια ή στον εκδότη ή στον συγγραφέα ή στον βιβλιοπώλη. Κάτω από μια τέτοια σκιά, οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες επιλέγουν την αναγραφή της ηλικίας. Κι όχι μόνο γι αυτόν τον λόγο. Ας δούμε και την εμπορικότητα. Ό, τι ταξινομείται κατά είδος πουλά περισσότερο. Προσωπικά στις αναγνωστικές επιλογές (για μένα ή για κάποιον άλλον) δεν κοιτώ την ένδειξη, μα προτιμώ να ξεφυλλίσω το βιβλίο. Κι έτσι να αποφασίσω αν θα το πάρω ή όχι.

 

Επιλέγετε να μην προσδιορίσετε ούτε τη χώρα καταγωγής της οικογένειας της Ανίκα ούτε τη χώρα όπου ζουν πλέον. Φυσικά, μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, αλλά γιατί δεν γίνατε πιο συγκεκριμένος;

Κάτι παρόμοιο έκανα, αν θυμάστε, και στη «Μάσκα του Καπιτάνο». Δεν θέλω τα θέματα που θίγω να χαρακτηρίζονται από εντοπιότητα, αλλά από την ίδια τους την ιδεολογική θέση. Από τη μια προοδευτικότητα, από την άλλη συντηρητισμός. Επέλεξα ένα γενικότερο διαχωρισμό βορά και νότου. Και με τη χρήση κάποιων ονομάτων και περιγραφών της φύσης αφήνω ένα στίγμα. Μου αρέσει στα κείμενα μου να υπάρχουν και… «σιωπές».  Κενά, αν θέλετε, τα οποία θα τα γεμίσει μόνος του ο κάθε αναγνώστης, ανάλογα με τις δικές του προσλαμβάνουσες. Γενικά, πιστεύω πως στη λογοτεχνία δεν πρέπει όλα να τα εξηγεί ο συγγραφέας. Στην ουσία, μια από τις αρχές μου είναι πως με κάθε ανάγνωση το κάθε βιβλίο ξαναγράφεται.

 

Γράφετε ότι η ιστορία (όχι φυσικά τα πρόσωπα ή η ακριβής πλοκή) βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Από πού την αλιεύσατε και πώς την εντάξατε σε έναν νέο, δικό σας χωροχρόνο;

Συνηθίζω να κρατώ σημειώσεις από διάφορα γεγονότα, είτε διάβασα γι’ αυτά είτε μου τα αφηγήθηκαν είτε τα είδα. Και συχνά από αυτόν τον κατάλογο αντλώ τα θέματά μου. Για πολλά χρόνια παρακολουθούσα το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους. Εκεί είχα δει αρκετές ταινίες που στηρίζονταν στους διαφορετικούς ηθικούς κανόνες από χώρα σε χώρα, από πολιτισμό σε πολιτισμό. Θέμα πολύ δυνατά παρουσιαζόμενο στην εποχή μας, όπου υπάρχουν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Η μετανάστευση, όπως και η προσφυγιά, φέρνει στην επιφάνεια και τέτοιου είδους συγκρούσεις, αλλά και την πρόθεση αυτές να ξεπεραστούν. Από εκεί και πέρα (όπως και στον «Καπιτάνο»), άφησα τη φαντασία μου να αναπτυχθεί προς όφελος της αφηγούμενης ιστορίας.

 

Πόσο εύκολο είναι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο να ξεφύγουν από αυτό; Ο Αγκίπ μοιάζει να τα καταφέρνει, αντλώντας δύναμη από την κόρη του και ενθυμούμενος τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην εξορία –και τη σύζυγό του στον θάνατο. Όμως, η Νεράν, καίτοι γυναίκα, προτιμάει να χάσει την οικογένειά της, παρά να προδώσει τα συντηρητικά, επικίνδυνα, θανατηφόρα έθιμα του τόπου της. Μια γυναίκα που δεν δέχεται μια άλλη γυναίκα, η αγαπημένη της ανιψιά, να έχει δικαιώματα και της έχει προκαθορίσει ένα μέλλον, χωρίς καν να τολμάει να της το αποκαλύψει…

Γιατί υπάρχουν άνθρωποι προοδευτικοί κι άλλοι συντηρητικοί; Οι πρώτοι είναι οι τολμηροί, αυτοί που αναγνωρίζουν πως το μέλλον αλλάζει και πως θα πρέπει να το ακολουθήσουν, αν θέλουν να συνεχίσουν να ζουν. Οι δεύτεροι είναι όσοι φοβούνται την αλλαγή. Δεν τολμούν να γκρεμίσουν τις αρχές, τις δοξασίες που τους μεγάλωσαν. Ό,τι η νέα εποχή χαρακτηρίζει ως δικαίωμα, αυτοί το αντιμετωπίζουν ως κατάρρευση όλου του κόσμου τους.  Συγγραφικά αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τραγικά πρόσωπα, καθώς δεν μπορούν να ξεφύγουν από κάτι που στην ουσία τους καταπιέζει και τους πληγώνει. Η Νεράν είναι μια από τις πλέον ζωντανές και αγαπημένες ηρωίδες μου, καθώς υποκύπτει στις αδυναμίες της. Προτού τη χαρακτηρίσω σκληρή προς τους άλλους, είδα πόσο σκληρά συμπεριφέρθηκε στον ίδιο της τον εαυτό.

 

Ο Γιαν και η Ντάφνη δρουν ως καταλύτες για την «επανάσταση» της Ανίκα. Τι, άραγε, θα γινόταν αν δεν τους γνώριζε;

Ο Γιαν και η Ντάφνη, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε, λειτουργούν ως καταλύτες. Και η παρουσία τους στη ζωή της Ανίκα ανατρέπει τα πάντα. Αλλά, αργά ή γρήγορα, αυτή η ανατροπή θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς. Η Ανίκα κοιτά προς τα εμπρός. Διστάζει, ματώνεται, αλλά προχωρά. Η παρουσία δυο νέων ανθρώπων τη βοηθά. Μα και μόνη της κάποια στιγμή θα κατάφερνε την απελευθέρωση… Από την άλλη, μυθιστόρημα έγραφα. Έπρεπε να έχει και μια πλοκή και λίγο έρωτα και… Ξέρετε τώρα –η κουζίνα του συγγραφέα.

 

Άνδρες και γυναίκες θα διαβάσουν με διαφορετικό βλέμμα το βιβλίο. Όταν γράφατε, είχατε αυτή τη διάκριση στον νου σας και πώς σας επηρέασε; Και ως συνέχεια, θεωρείτε αυτό το βιβλίο –όχι λογοτεχνικά, μα ως εργαλείο αποδόμησης στερεοτύπων– πιο «χρήσιμο», ας μου επιτραπεί η έκφραση, για άντρες ή για γυναίκες;

Γιατί να το διαβάσουν διαφορετικά οι άνδρες από ότι οι γυναίκες; Σε μια κοινωνία φυλετικών ανισοτήτων θύματα δεν είναι μόνο οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες. Όχι μόνο η Λούρα θύμα, αλλά και ο Μουρχάμ. Και θύτης η Νταμπέμπ, μα θύμα και ο Αγκίπ. Εγώ κάπως έτσι μάχομαι για την ισότητα των φύλων. Αρσενικό και θηλυκό συνυπάρχουν, πρέπει να συνυπάρχουν. Και η ισότητα, που είναι το ζητούμενο, δεν σημαίνει πως διαγράφει τη διαφορετικότητα. Προσπάθησα να τονίσω την ύπαρξη θυμάτων ανάμεσα και στα δυο φύλα. Κι αν θέλετε να συμφωνήσω με τη σκέψη σας, θα έλεγα πως ναι, θέλησα να βοηθήσω όσους άντρες το έχουν ανάγκη να δουν τον ασφυχτικό και άδικο κόσμο μέσα στον οποίο ζουν κάποιες γυναίκες, έστω και σε τόπους μακρινούς. Αλλά και τον ατιμωτικό για τη δική τους ύπαρξη κόσμο, μέσα στον οποίο ζουν αυτοί οι ίδιοι άνδρες.

 

Το θέμα της γυναικείας τιμής, της διατήρησης της παρθενίας μέχρι τον γάμο, θεωρητικά στην Ελλάδα είναι ξεπερασμένο. Είναι, όμως, στην πραγματικότητα; Διότι καθημερινά οι γυναίκες ερχόμαστε αντιμέτωπες με σεξιστικές συμπεριφορές, ενώ ακόμα οι γονείς μεγαλώνουν διαφορετικά τα αγόρια από τα κορίτσια και συνεχίζουν να καλλιεργούν, σε μια διόλου ευκαταφρόνητη πλειονότητα, στερεότυπα όπως ο μάτσο άντρας (ο ανδρισμός μεγαλώνει ανάλογα με τον αριθμό των γυναικών που θα περάσουν από το κρεβάτι του) και η σεμνή γυναίκα (που κρίνεται σαφώς αρνητικά αν έχει μεγάλο αριθμό ερωτικών συντρόφων).

Το θέμα της  παρθενίας είναι ξεπερασμένο. Αλλά, ναι, διαφορετικά αντιμετωπίζεται ο πολυγαμικός άντρας από την πολυγαμική γυναίκα. Τα στερεότυπα σαφώς και υπάρχουν και είναι αυτά που έχουν οδηγήσει σε τόσους φόνους και κακοποιήσεις γυναικών. Ελάτε, τώρα, να σκεφτούμε αν υπάρχει αρσενικό που θα θεωρήσει τον εαυτό του θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Σίγουρα μια τέτοιου είδους παρενόχληση υπάρχει, υπόγεια. Ή, πιο σωστά, δεν δηλώνεται. Αλλά από ποιον να δηλωθεί; Αν το κάνει ένας άνδρας, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί μα…ας.  Θέλουμε ακόμα πολύ δρόμο σε αυτό το θέμα. Και δεν προλαβαίνουμε να συζητήσουμε τίποτα και για τα πρόσωπα που αναζητούν να εκφραστούν μέσα από το φύλο που τα ίδια έχουν επιλέξει. Ξεπερασμένο, λοιπόν, το θέμα της παρθενίας, αλλά ας πιάσουμε το νήμα από εκεί για να πάμε και πιο πέρα.

 

Εσείς, ως πατέρας, «πιάσατε» τον εαυτό σας να ανατρέφει διαφορετικά την Άννα από τον Δομήνικο, σε μια εποχή ακόμα πιο «δύσκολη» για τα κορίτσια απ’ ό,τι η σημερινή;

Ξεκάθαρα σας απαντώ. Όχι! Για μένα η κόρη μου είναι το πλάσμα που έχει μέσα στις φλέβες της το αίμα της μητέρας μου και της συντρόφου μου. Σεβάστηκα και καμάρωσα και προφύλαξα αυτήν τη συνέχεια της ζωής –μάνα, σύντροφος, κόρη. Κάτι αντίστοιχο και με τον γιο μου. Ο πατέρας μου, εγώ, εκείνος –πόσο υπέροχη κι αυτή η αλυσίδα!

 

Τέλος, είστε αισιόδοξος για την πολυπόθητη ολοκληρωτική κατάκτηση της ισότητας των φύλων; Και όχι μόνο στον Δυτικό Κόσμο…

Η ολοκληρωτική κατάκτηση της ισότητας των φύλων είναι συνάρτηση μιας ολόκληρης σειράς άλλων κατακτήσεων. Όλες έχουν στραμμένο το βλέμμα προς την αναγνώριση της αξιοπρέπειας του άλλου και του εαυτού μας. Όλες απαιτούν δικαιοσύνη. Καλύπτεται αυτή η απαίτηση –κι όχι μόνο στον Δυτικό Κόσμο; Νομίζω πως όχι. Θα καλυφθεί; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι… Μπαίνουμε στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, οπότε ίσως έπειτα από μερικά χρόνια αυτό το αίτημα της ισότητας να μην έχει κανένα νόημα. Τουλάχιστον με τον τρόπο που εμείς συζητάμε γι αυτό. Προς το παρόν πάντως αγωνιζόμαστε. Όπως και ο πατέρας της Ανίκα λέει στην τελευταία φράση του μυθιστορήματος, ελπίζω κι εγώ πως «Το πότε… Εσύ το αποφασίζεις».

https://www.talcmag.gr/hot/pote-pio-prin/

 

Ποτέ πιο πριν - Ο Κωστής Μακρής στο iport

 

Σε μερικά μέρη του κόσμου μας, την πρώτη νύχτα του γάμου τους οι νιόπαντροι κοιμούνται σε λευκό σεντόνι που την άλλη μέρα το πρωί πρέπει να έχει ματωθεί και να επιδειχθεί στους συγγενείς και του γαμπρού και της νύφης ως απόδειξη της “αγνότητας” της νύφης.

Αυτό ίσχυε (αν δεν ισχύει ακόμα) και σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Ένα από τα προβλήματα που πρέπει να λύσω όταν γράφω τις εντυπώσεις μου για ένα νεοεκδοθέν βιβλίο, είναι το πώς θα μιλήσω/γράψω γι’ αυτό χωρίς να αποκαλύψω τα σημαντικά σημεία της πλοκής και χωρίς να προϊδεάσω με λεπτομέρειες την αναγνώστρια και τον αναγνώστη για τις “εκπλήξεις” και το τέλος (με την αμφίσημη έννοια του «τερματισμού» αλλά και του «σκοπού») του βιβλίου.

Ο Μάνος Κοντολέων έχει αποδείξει έμπρακτα ότι θέλει και μπορεί να εμβαθύνει στα δράματα και τις τραγωδίες του κόσμου μας. Με την λέξη δράματα δεν αναφέρομαι μόνο σε θλιβερά γεγονότα αλλά και στον τρόπο δράσης μερικών ανθρώπων που σκοπό έχουν (η δράση ή οι δράσεις τους) να ξεφύγουν από τραγωδίες που τους έχουν σημαδέψει, να προλάβουν ή και ―αν μπορέσουν― να αποφύγουν να εμπλακούν σε νέες.

Στο βιβλίο του «Ποτέ πιο πριν», οι βασικοί ήρωες του Μάνου Κοντολέων είναι η Ανίκα, ο Αγκίπ Ζατάν (πατέρας της Ανίκα) και η Ντόνα Νεράν, αδερφή του πατέρα (περισσότερο τίτλος παρά όνομα).

Αυτοί οι κάπως “σκούροι” (ώς απόχρωση δέρματος) ήρωες έχουν φύγει από μια ηλιοκαμμένη χώρα στην Ανατολή και έχουν επιλέξει να πάνε σε μια πολύ βόρεια, πολύ ευρωπαϊκή, πολύ άσπρη και πολύ διαφορετική (από την πατρίδα τους) χώρα. Οι χώρες δεν αναφέρονται και αυτό νομίζω ότι το κάνει επίτηδες ο συγγραφέας· ίσως για να αποφύγει την καταφυγή των αναγνωστών-αναγνωστριών του σε στερεότυπα.

Το «Ποτέ πιο πριν» ―που οι αναγνώστριες/αναγνώστες θα υποψιαστούν γρήγορα και θα μάθουν λίγο αργότερα τι ακριβώς σημαίνει― τους καταδιώκει ως εντολή, ως κατάρα και ως στίγμα στην πορεία τους αυτή προς την βόρεια δυτικο-Ευρωπαϊκή χώρα που επιλέγουν να εγκατασταθούν.

Ο Μάνος Κοντολέων νοιάζεται για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και όλες και όλους του “διωκώμενους” ή “αδικημένους”.

Σχεδόν 74 χρόνια μετά από την έκδοση του «Δεύτερου φύλου», της Σιμόν Ντε Μποβουάρ (1949, Γαλλία), ο Μάνος Κοντολέων επιμένει εμμέσως ―ή τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση μου προκαλεί―, μαζί με την ρηξικέλευθη Σιμόν Ντε Μποβουάρ, ότι οι γυναίκες «γίνονται και δεν γεννιούνται». Ότι οι κοινωνίες ―ανδροκρατούμενες εν πολλοίς― παράγουν, διαιωνίζουν και προβάλλουν ως θέσφατα ή νόμους απαράβατους τις ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο «Το δεύτερο φύλλο» είχε συναντήσει τόσο την αντίδραση των (τότε) κομμουνιστών (ως «αφήγημα της μπουρζουαζίας») αλλά και την σφοδρή επίθεση πολλών Χριστιανών και κυρίως των Ρωμαιοκαθολικών, καθώς το Βατικανό το είχε κατατάξει στα «Απαγορευμένα Βιβλία». Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραμένει εμβληματικό και αποτέλεσε ισχυρό σύμμαχο του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος.

Ας γυρίσουμε όμως στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων:

Όπως έγραψα πιο πάνω, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει, και μέσα από τα γραπτά του αλλά και με τον δημόσιο λόγο του, ότι τον απασχολεί έντονα το μεταναστευτικό/προσφυγικό πρόβλημα.

Μέσα όμως από το νέο του βιβλίο, το «Ποτέ πιο πριν», δείχνει ότι νοιάζεται κάπως περισσότερο για τις γυναίκες που είναι θύματα προκαταλήψεων, ιδεοληψιών, διωγμών, απειλών και εθίμων που καθιστούν την (πολλές φορές κακολογημένη ως “άσπλαχνη”) “Δύση” πολύ πιο ασφαλές καταφύγιο και σίγουρα πολύ πιο πολιτισμένο τόπο διαμονής γι’ αυτές, ό,τι κι αν σημαίνει «πολιτισμένος» για τον καθένα και την καθεμιά.

Μέσα από το βιβλίο του, ο Μάνος Κοντολέων δείχνει να νοιάζεται ακόμα και για τις γυναίκες εκείνες που μην έχοντας εφόδια μόρφωσης, γνώσεων ή ανοιχτού μυαλού, υπερασπίζονται (ως “πάτριον” έδαφος) εκείνες τις προκαταλήψεις και τα έθιμα που τις κρατάνε δέσμιες μιας απολύτως ανδροκρατικής αντίληψης για τον κόσμο και τις καθιστούν κατά κάποιον τρόπο εχθρικές απέναντι στην γυναικεία χειραφέτηση. 

Από το τεκμήριο της παρθενίας (την ημέρα ―ή νύχτα― του γάμου), μέχρι την κλειτοριδεκτομή και την απόλυτη υποταγή στους άνδρες και τα άλλα πρόσωπα εξουσίας που ορίζουν τη ζωή μιας γυναίκας: πατέρα, αδερφούς, σύζυγο, πεθερό αλλά και Πεθερά!

Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο «ενώ η Ανίκα προσπαθεί να βρει τον δικό της βηματισμό, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της γης, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο».

Το μυστικό αυτό αργεί κάπως ο συγγραφέας να μας το αποκαλύψει αλλά αυτό αποτελεί μια από τις αρετές του βιβλίου καθώς δεν μας φορτώνει εξαρχής με συναισθήματα που θα έκαναν κάπως πιο προβληματική την παρακολούθηση, από εμάς, του φλερτ της Ανίκα με τον (ντόπιο) Γιαν.

Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση, ο Μάνος Κοντολέων το αποκαλύπτει σταδιακά αλλά χωρίς να ταλαιπωρεί την αναγνώστρια και τον αναγνώστη του.

Διάβασα με απόλαυση αλλά και χαρμολύπη (χαρούμενη λύπη ή λυπημένη χαρά) το βιβλίο. Λύπη επειδή η ζωή των γυναικών σε μερικές χώρες είναι (απ’ όσο ξέρω) όπως την περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων· και χαρά επειδή ο Μάνος Κοντολέων υπερβαίνει εαυτόν και προβάλλει την επιλογή τής (πολλές φορές συκοφαντημένης, όπως ήδη έγραψα) “Ευρωπαϊκής Δύσης” ως αναλογικά πολύ πιο ασφαλή τόπο καταφυγής κατατρεγμένων ανθρώπων ―κυρίως γυναικών― απ’ όσο άλλες περιοχές του πλανήτη μας.

Όλα αυτά, μαζί με τις πολλές λογοτεχνικές, μυθοπλαστικές, δομικές (με την διάρθρωση των κεφαλαίων να θυμίζει σενάριο ή “μοντάζ” ταινίας) και γλωσσολογικές αρετές του βιβλίου, με έκαναν να το αγαπήσω και να θέλω να το προτείνω ως ανάγνωσμα σε νέους αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες.

Ο λόγος του Μάνου Κοντολέων, όσο οικείος κι αν μου είναι, πολλές φορές με εκπλήσσει ευχάριστα.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μάνος Κοντολέων πλέκει την ιστορία της «Βασίλισσας του Χιονιού», του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ―χωρίς να την εξιστορεί ή να την «εγκιβωτίζει», θεωρώντας ότι οι αναγνώστριες/αναγνώστες την ξέρουν ή μπορούν εύκολα να την ανακαλύψουν― μέσα σ’ ένα βιβλίο που μυρίζει προκαταλήψεις ανατολίτικες, «κάρι, κουρκουμά και κάρδαμο» και περιγράφει βάρβαρα (για εμένα) έθιμα και ήθη, με εντυπωσίασε και με γοήτευσε. Όπως με είχε γοητεύσει και η Βασίλισσα του Χιονιού όταν την είχα πρωτοδιαβάσει και είχα χαρεί που η αγάπη της Γκέρντα για τον Κάι είχε νικήσει την παγωνιά των συναισθημάτων, την παραμορφωτική δύναμη των θραυσμάτων ενός μαγικού καθρέφτη και τις μαγικές δυνάμεις της Βασίλισσας του Χιονιού. 

Με την μορφή θεατρικής πράξης ―και με το θέατρο έχει πολύ αγαθές και γόνιμες σχέσεις ο Μάνος Κοντολέων από παλιά―, το παραμύθι θα πλεχτεί στις συναισθηματικές ιστορίες των εφήβων ηρώων του και τελικά θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την τελική έκβαση της ιστορίας του.

Αγοράστε ή με όποιον άλλον τρόπο κρατήστε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο, διαβάστε το και προτείνετέ το σε νεαρά κορίτσια και αγόρια.

Όσα περισσότερα ξέρουμε και ξέρουν για τις αμαρτίες του κόσμου μας, τόσο πιο έγκαιρα θα μπορούν να τις ελέγξουν, να τις δουν κριτικά, να τις χαλιναγωγήσουν ή ―ακόμα― και να τις εξουδετερώσουν. Μέσω της γνώσης, της κατανόησης, της ενσυναίσθησης, της δράσης και ―ίσως― και της συγχώρεσης.

Έτσι κι αλλιώς, η αγάπη-έρωτας (ή ο έρωτας-αγάπη) παραμένει ο πιο ισχυρός και ο πιο διαδεδομένος τρόπος που έχει ―μέχρι αυτή την στιγμή― ο άνθρωπος για να συνεχίσει να υπάρχει. Και ως είδος και ως άτομα.

Ευχαριστώ τον φίλο Μάνο Κοντολέων για την αναγνωστική απόλαυση.

Ευχαριστώ και τις Εκδόσεις Πατάκη για τις επιλογές τους.

Ευχαριστώ και την iporta.gr για την πάντα φιλόξενη ανοιχτοσύνη της.

Κωστής Α. Μακρής

27 Ιουνίου 2023