28.2.18

Ο Δον Κιχώτης στο Elniplex




 Γράφει ο Απόστολος Πάππος στο http://www.elniplex.com



Τον έπιασαν πολλοί τεχνίτες στον κόσμο τον Δον Κιχώτη του Μιγκέλ Θερβάντες. Τον σεργιάνισαν σε βιβλιοπωλεία, σε θέατρα και σινεμά, σε στούντιο κινουμένων σχεδίων και ηχογραφήσεις, σε χορούς και όπερες, σε κόμιξ. Οι εικονογραφημένες διασκευές του δε για μικρά παιδιά  πρέπει να συνιστούν παγκόσμιο ρεκόρ. Τον Δον Κιχώτη τον αντάμωσαν όλες οι τέχνες, όχι πάντοτε με προσοχή και σύνεση.

Ο Θερβάντες τον έγραψε λένε οι μελετητές πρωτίστως για να σατιρίσει την ακμάζουσα ιπποσύνη της Ισπανίας του 16ου αιώνα. Βέβαια, ο έχων ελάχιστη αναγνώριση στην εποχή του μάστορας Μιγκέλ, δημιούργησε με την δύναμη των ευφυών διαλόγων του, το σπαρταριστό χιούμορ  και τους αυθεντικούς συμβολισμούς, κάτι πολύ περισσότερο από μια σάτιρα της φορεμένης ιπποσύνης της εποχής.

Έχουμε και στην Ελλάδα τεχνίτες. Ο Μάνος Κοντολέων είναι «πιστοποιημένος» της γλώσσας. Η φροντίδα που χαρίζει στα γραπτά του, η προσοχή με την οποία παλεύει τις λέξεις του, η ζωντάνια με την οποία ντύνει τις εικόνες του, κάνουν την εμφάνισή τους σε όλα του τα γραπτά, σε όποιο ηλικιακό κοινό κι αν απευθύνεται.

Με τον εμβληματικό ιππότη και την αποδεδειγμένη διαχρονικότητά του, ο Κοντολέων δεν πάει να γράψει μια ακόμα διασκευή πάνω σε μια πεπατημένη. Αλλάζοντας ήδη τον τίτλο, σηματοδοτεί ότι ο σκοπός του ήταν –ή έγινε μελετώντας το- να μεταπλάσει το πλούσιο υλικό του Θερβάντες, όχι απλά ανασκευάζοντας τη βασική δομή και τις επιλογές του Ισπανού συγγραφέα, αλλά αναδύοντας εκ του ιπποτικού βυθού μια φρέσκια αντίληψη για τον Δον Κιχώτη. Το δικαιολογώ: ο Δον Κιχώτης του Μ. Κοντολέων είναι ένας Δον Κιχώτης των ιδεών, της εσωτερικότητας, των ψυχολογικών ελατηρίων. Πλάι στον ρομαντισμό, την αγνότητα και τις διαστάσεις της αληθινής ζωής, ο συγγραφέας τοποθετεί και μεταθέτει το κέντρο βάρους από τα γεγονότα και τη δράση στη σκέψη και το κίνητρο.

Το κλασικό, όχι απλά ως επαναπροσδιορισμός των θεμελιωδών αξιών, αφού αυτές ούτως ή άλλως ως διαχρονικές και οικουμενικές δεν αλλάζουν και δεν αποσύρονται, αλλά ως αναζωπύρωσή τους στο σύγχρονο αποψιλωμένο δάσος από τη σπίθα των λέξεων. Με ωραίο ρυθμό, την παραστατική πρωτοπρόσωπη αφήγηση του σκύλου του Δον Κιχώτη, Τριστάνο, και τις ιδέες του ήρωα αμετάβλητες, ο Μ. Κοντολέων καλεί, με σεβασμό στο πρωτότυπο, κάθε παιδί από 9 ετών να διαβάσει τον Δον Κιχώτη και να ζήσει όπως εκείνος… Μια αυθεντική προτροπή ελευθερίας.

Θέλει αρετή και τόλμη να πιάσεις τους κλασικούς. Ο Μ. Κοντολέων τις έχει.

Η εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη με τα αγαπημένα του κόμικ, ασπρόμαυρα σκίτσα ξεκουράζει το βλέμμα και εμπλουτίζει τις έτσι κι αλλιώς πολλές εικόνες του κειμένου.

«Όποιος πιστεύει στο όνειρο που γίνεται ζωή και όποιος αγαπά τη ζωή που ξέρει να ονειρεύεται, αυτός δεν ξεγελιέται μήτε και ο ίδιος κοροϊδεύει τον εαυτό του».


Πρώτη δημοσίευση: http://www.elniplex.com/%CE%B6%CE%AE%CF%83%CE%B5-%CF%8C%CF%80%CF%89%CF%82-%CE%BF-%CE%B4%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CE%B9%CF%87%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD/

25.2.18

Σκέψεις για το βιβλίο «Φιλαράκια»



Σκέψεις για το νέο βιβλίο «Φιλαράκια» του Μάνου Κοντολέων


Τα «φιλαράκια», ένα βιβλίο, μια παρακαταθήκη, ένα «δώρο» στην τρίτη ηλικία. Η σχέση του παιδιού με τον παππού του, μία αξία μοναδική. Ιστορίες που παρουσιάζουν τον κύκλο της ζωής, μιας ζωής με πολλούς ομόκεντρους εντός της.
Μετά την έκδοση του αγαπημένου μου «Μανόλο και Μανολίτο» εκδόθηκε το «Νησί της Ροδιάς». Η αλήθεια είναι ότι περίμενα να διαβάσω τη συνέχεια του «Μανόλο και Μανολίτο», τότε… μετά την ανάγνωσή του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου κατάλαβα ότι ήταν μία ακόμη ιστορία, μία εκδοχή αυτής της σχέσης, του παππού και του εγγονού.
Τα «φιλαράκια ενέχουν τρία παλαιότερα βιβλία του Μάνου Κοντολέων, τρεις ιστορίες (αν θέλουμε να τις ονομάσουμε έτσι) οι οποίες επανεμφανίζονται πιο ώριμες, διαφορετικές. Κάποια λόγια που ο συγγραφέας θέλει να ξαναπεί στο φιλαράκι του. Μπορεί να είναι και πιο αγαπημένες….
Το «Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα» συνθέτει όλες μαζί σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο που μόνο ο Κοντολέων μπορεί να γράψει. Οι ιστορίες ζωντανεύουν μέσα από την εξιστόρηση του παππού στον εγγονό σαν να ξεκινά ένα έργο κλασσικής μουσικής που έχει διάφορα μέρη. Το «Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα» συντονίζει, δίνει το ρυθμό πότε Crescendo πότε Diminuendo. Το «κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο», δεν προδίδει εξαρχής τα επίκαιρα ζητήματα που θίγει, Το «Νησί της ροδιάς» δημιουργεί ένα ντιμινουέντο στη σύνθεση, διακοπές στο νησί μαζί με τον παππού, τι άλλο να αναζητήσει ένα παιδί. Ο Μάνος Κοντολέων έχει το χάρισμα να γράφει λογοτεχνικά έργα που κεντρίζουν την καρδιά του αναγνώστη. Όπως η άρπα ή το βιολοντσέλο είναι αυτά που μαγεύουν τους ακροατές με την ερμηνεία τους στο μουσικό έργο, έτσι και εδώ οι ήρωες του λογοτεχνικού έργου…. τα φιλαράκια, ένας παππούς και ένα παιδί. Οι τελευταίες σελίδες του έργου και η συγγραφή της ιστορίας του παππού από τον εγγονό είναι αυτές που με άγγιξαν περισσότερο. Δεν θα ξεχάσω τα βουρκωμένα μάτια μίας μαθήτριάς μου όταν διάβασα ένα απόσπασμα στην τάξη μου από τα «Φιλαράκια».
Οι ιστορίες που κάποτε εκδόθηκαν υπάρχουν, παραμένουν όπως τις ήξεραν οι αναγνώστες, όπως και τα έργα κλασσικής μουσικής. Αν όμως τα ερμηνεύσει και πάλι μια ορχήστρα δείχνουν την αριστουργηματική τους αξία. Εδώ ο συγγραφέας ξαναπαίρνει στα χέρια του ένα, ένα παλαιότερα «παιδιά» του όπως συνηθίζει να τα ονομάζει και θέλει να τα «ερμηνεύσει» ξανά.
Πρόσφατα ένας μαθητής μου διάβασε το «Μανόλο Μανολίτο και Μανουήλ», όταν τον ρώτησα πως του φάνηκε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε υπέροχο. Τα μάτια του έδειχναν την τέρψη από την ανάγνωση….
Τα «Φιλαράκια» ένα ακόμη βιβλίο, ένα ακόμη ταξίδι. Σας ευχαριστούμε!
Βασιλική Ρεσβάνη
Εκπαιδευτικός
Υπ. Διδ. του Παν/μίου Πατρών

17.2.18

Ο "Γουργούρης" της Τασούλας Επτακοίλη


Τασούλα Επτακοίλη
«Ο Γουργούρης»
Εικονογράφηση: Τόμεκ Γιοβάνης
Εκδόσεις Πατάκη

   

Όταν –εκεί κάπου στα δεκατέσσερα μου χρόνια- αποφάσιζα πως μεγαλώνοντας θα ήθελα να γίνω συγγραφέας, δεν μπορούσα να φανταστώ πως μετά από δεκαπέντε χρόνια, τα πρώτα μου βιβλία που θα κυκλοφορούσαν θα ανήκαν στο είδος της λογοτεχνίας για παιδιά.
Οι λόγοι που με έφεραν να θελήσω να εκφραστώ  -στις πρώτες μου επίσημες, τρόπον τινά, συγγραφικές εμφανίσεις- με αυτό το είδος του κειμένου, είχαν να κάνουν τόσο με την ένταξή μου στο χώρο των πολιτικοποιημένων ενηλίκων όσο και με την απόκτηση της ιδιότητας του γονιού.
Το να είμαι πολίτης ενεργός στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και παράλληλα πατέρας δυο παιδιών, σήμαινε για μένα μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ανίχνευση των δυνατοτήτων μου, αλλά και μια εξίσου ερεθιστική ανακάλυψη των πυρηνικών συνθηκών που καθόριζαν αυτούς τους δυο ρόλους.
Η λογοτεχνία για παιδιά –ως τρόπος συγγραφικής έκφρασης-  ποτέ δεν μου ζήτησε να διαφοροποιήσω το εφηβικό μου εκείνο όνειρο. Συγγραφέας ήθελα να γίνω και συγγραφέας έγινα. Κι αν τα πρώτα μου βιβλία δεν ήταν μήτε κάποιο μυθιστόρημα, μήτε μια συλλογή διηγημάτων ή ένα θεατρικό έργο, αλλά παραμύθια που μιλούσαν για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, την υπεράσπιση της ατομικής αξιοπρέπειας και στην υποστήριξη των βασικών αρχών μιας οικολογικής συνείδησης, για μένα παρέμεναν  καταθέσεις συγγραφικών οραματισμών και  επιβεβαιώσεις νεανικών ονείρων.
Εκείνα τα χρόνια γινότανε μια προσπάθεια να καθιερωθεί ο όρος «Λογοτεχνία και για παιδιά» -κι αυτό όχι μόνο από εμένα, αλλά και από μια ομάδα συνομήλικων, λίγο – πολύ, συγγραφέων που πολύ γρήγορα θεωρήθηκε πως ανανέωνε τη μορφή και το περιεχόμενο της λογοτεχνίας αυτού του είδους.
Μα στην ουσία δεν ήταν τόσο θέμα ονομασίας, όσο περιεχομένου. Θεωρούσαμε, και με τα έργα μας το υποστηρίζαμε, πως το να χρησιμοποιείς ένα τρόπο για να μιλήσεις σε ένα παιδί  και να του αφηγηθείς την αλήθεια της προσωπικής σου ιστορίας και εφικτός ήταν, αλλά και κυρίως  πρόσφερε τη δυνατότητα το κείμενο που θα έγραφες να έχει μια πλατιά αναγνώριση από αναγνώστες ποικίλων ηλικιών, αλλά –ακόμα πιο ουσιαστικό αυτό- να φτάνει μέχρι την ουσία του κεντρικού θέματος και γι αυτό να την περιγράφει με απλότητα. Ό,τι περισσότερο απλά λέγεται, τόσο και πιο κοντά στην αρχική πρωτογενή του κατάσταση βρίσκεται.
 Αυτό είναι το μάθημα των λαϊκών παραμυθιών και των παλαιών μύθων και αξίζει να το δούμε να ανανεώνεται μέσα στα έργα επώνυμων δημιουργών.
Διατήρησα αυτήν την θέση –όπως και οι περισσότεροι που εκείνη την εποχή την υποστηρίζαμε-  και στα επόμενα κείμενά μου, και σε αυτά που θα τα έβλεπα να εκδίδονται σε εκδοτικές σειρές που θα τις κάλυπτε η ένδειξη «ελληνική λογοτεχνία»
Η απλότητα με την οποία αντιμετωπίζεις το θέμα –εννοώ την ίδια τη σύλληψή του.  Αυτή τη θέση εννοώ.
Όχι μόνο  -και καθόλου υποχρεωτικά-  η απλότητα στη γλώσσα. Σ΄ αυτή, μάλιστα, μπορείς και να της παραχωρείς  το δικαίωμα να αναζητά ένα πιο πλούσιο, ακόμα και εξεζητημένο λεξιλόγιο, μια σύνταξη κάπως ανατρεπτική. Ουσία και περιεχόμενο όμως δε θα πρέπει να χάνουν την αμεσότητά τους.
Και στη συνέχεια είναι πια ευθύνη του αναγνώστη να μπορεί να αναγνωρίζει την γνησιότητα μιας ουσιαστικής  συγγραφικής κατάθεσης ακόμα και σε ένα –φαινομενικά- απλό παραμύθι, σε μια –εκ πρώτης όψεως- απλή εξιστόρηση.
Κοντεύουν να περάσουν σαράντα χρόνια από τότε που πρωτοεμφανίστηκα στη  λογοτεχνία του τόπου μου και αυτές τις βασικές θέσεις μου δεν τις έχω εγκαταλείψει.
Ασφαλώς και δέχτηκα –όπως και όσοι τα ίδια μ΄ εμένα συνέχισαν να υποστηρίζουν- τον έπαινο ενός μεγάλου –του μεγαλύτερου, στην ουσία- μέρους του συνειδητοποιημένου αναγνωστικού κοινού.
Ασφαλώς και δέχτηκα – όπως και όσοι τα ίδια μ΄ έμενα συνέχισαν να υποστηρίζουν- την μερική ή ολική σκωπτική ματιά μιας ομάδας αναγνωστών που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την αξία της Παιδικότητας ως στάση ζωής και ερμηνεία της.
Αλλά όταν κάτι το πιστεύεις,  ο πρώτος κριτής είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Και επίσης είσαι και ο πρώτος που σπεύδει να χαιρετήσει την παρουσία νέων φωνών στο χώρο  που εσύ κυκλοφόρησες και κυκλοφορείς πάντα.
Με μια τέτοια , λοιπόν, διάθεση διάβασα το βιβλίο της Τασούλας Επτακοίλη «Ο Γουργουρής»
Η Επτακοίλη είναι γνωστή ως δημοσιογράφος. Μόλις πριν από ένα περίπου χρόνο είχε κυκλοφορήσει ένα πεζογράφημα με τον τίτλο «Το άλλο μου ολόκληρο.
Ένα πεζογράφημα  -καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων μετά από μια μεγάλη προσωπική της απώλεια.  H αγάπη δύο ανθρώπων, η κοινή πορεία τους επί δύο και πλέον δεκαετίες, η δυσκολία ενός τόσο επώδυνου αποχωρισμού, ο δύσβατος δρόμος προς την αποδοχή.
Κείμενο σπαραχτικό μέσα στην αμεσότητά του. Δίχως περιττές λογοτεχνικές εξάρσεις. Κατευθείαν στο στόχο κατευθυνότανε η γραφή.
Και μετά από ένα χρόνο, να που η Τασούλα Επτακοίλη επανέρχεται στο ίδιο θέμα, αλλά αυτή τη φορά με δυο διαφορετικής υφής προσεγγίσεις.
Τώρα ο πόνος του αποχωρισμού έχει πάρει τις διαστάσεις που μια ζωή πλέον θα κρατήσει –την αποδοχής της θνητότητας των όντων. Και παράλληλα αυτός ο ίδιος ο πόνος, αποφασίζει να προσφέρει χώρο ύπαρξης και σε μια χαρά. Αναφέρομαι στη χαρά της συνέχειας. Η πιο σωστά στην υποστήριξη της θέσης – Ό,τι κάτι δημιουργήθηκε, πάντα επιστρέφει.
Μια απλά ανθρώπινη, μα και βαθιά φιλοσοφημένη άποψη που η Επτακοίλη  -πόσο σοφή η επιλογή της!- την κάνει μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί και από παιδιά.
Ο γάτος Γουργουρής  στα βαθιά του γεράματα αναπολεί τις όμορφες στιγμές που έζησε μέσα στην τριμελή οικογένεια και έτσι πλήρης ημερών και συναισθημάτων κλείνει τα μάτια σε ύπνο που για πάντα θα διαρκέσει.
Τις ίδιες περίπου μέρες, σε κάποιο χωριό, θα γεννηθεί ένα σκυλάκι που θα έχει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά. Τόσο ιδιόμορφα που θα αναγκαστεί να αναζητήσει άλλο χώρο για να επιβιώσει. Και θα είναι μέσα στην οικογένεια του Γουργουρή που θα βρει την ζεστασιά και την φροντίδα.
Το κενό της αγάπης καλύφθηκε. Η ζωή που έφυγε δίνει το δικαίωμα να υπάρξει μια άλλη.
Αυτοί που μάθανε  να προσφέρουν την αγάπη, πάντα θα πέφτουν πάνω σε κάποιο πλάσμα που θα την έχει ανάγκη.
Τόσο ουσιαστικό, το απλά γραμμένο. Τρυφερά.
Δακρύζεις και χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος και μπορείς να αισθάνεσαι το τι σημαίνει δάκρυ.
Χαμογελάς και αναστενάζεις με ανακούφιση γιατί κάποιος σου υπενθύμισε πως μήτε ότι αγάπησες θα ξεχαστεί, μήτε και για ότι σε κάνει να χαίρεσαι πρέπει να αισθάνεσαι ενοχές.
Μια σχεδόν διπλή ιστορία … και για παιδιά.
Μια απόδειξη πως οι τεχνικές αφήγησης που συνθέτουν το είδος της παιδικής  λογοτεχνίας  πάντα μπορούν να ενεργοποιούν εκείνους που θέλουν να μιλήσουν για το διαχρονικά βαθύ με τρόπο διαχρονικής απλότητας.

ΥΓ Να σημειώσω και την εικονογράφηση. Μαυρόασπρη, με χιουμοριστική διάθεση  υποβοηθά το κείμενο να δείξει τον αυθορμητισμό του.

Πρώτη ανάρτηση: http://diastixo.gr/kritikes/paidika/9152-gourgouris

1.2.18

Οι ιστορίες είναι σαν τους ανθρώπους –καθώς περνούνε τα χρόνια ωριμάζουν.
Αλλάζουν συχνά πορεία, η μια απομακρύνεται από την άλλη, μπορεί να συναντηθούνε ξανά. Πιο ώριμες, ίσως.
Το βιβλίο αυτό μιλά για τη σχέση δύο ανθρώπων –ενός παιδιού που ξεκινά τη ζωή του κι ενός ηλικιωμένου που ολοκληρώνει τη δική του.
Στην ουσία αναφέρεται σε αυτό που η μια γενιά κληροδοτεί στην επομένη της.
Αυτή η κληρονομιά μέσα σε αυτό εδώ το βιβλίο έχει τη μορφή κάποιων ιστοριών και κάποιων παραμυθιών που στόλισαν την καθημερινότητα των δυο ηρώων.
Συμβολικές απεικονίσεις  του κύκλου της ζωής, των ονείρων κάθε ατόμου, της αγάπης που συνδέει.
Οι ιστορίες αυτές είχαν πάρει την πρώτη τους μορφή πριν από κάποια χρόνια.
Είχαν κυκλοφορήσει ξεχωριστά και με άλλο τίτλο η καθεμιά τους.
«Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο», «Στο νησί της Ροδιάς», «Ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα»
Αγαπηθήκανε, εκτιμηθήκανε, μπήκανε σε αναγνωστικά και ανθολογίες..
Τώρα τα τρία αυτά βιβλία συναντιόνται ξανά -όχι ξεχωριστά το ένα από τα άλλα, μα όλα μαζί-  με στόχο να υποστηρίξουν κάποιες βασικές αξίες, κυρίως να βοηθήσουν να διατηρηθεί η σχέση που συνδέει το παλιό με το νέο.
Με άλλα λόγια η μνήμη ή αν προτιμάται η  εμπειρία –αυτό είναι το κουκούτσι τούτου του βιβλίου. 
Δηλαδή ό,τι σημαντικότερο ίσως εννοούμε όταν, καθώς παίζουμε κρυφτό, φωνάζουμε στο φιλαράκι μας:
«Φτου, ξελευτερία, φίλε! Σε βλέπω!»


      *************************************************************
  

Ένας παππούς και ο εγγονός του.
Ο ένας προσφέρει την πείρα της ζωής. Ο άλλος το παιχνίδι της.
Μαζί μαθαίνουν το τι σημαίνει να προσφέρεις βοήθεια και αγάπη σε όσους υποφέρουν.
Συμπαράσταση σε όσους πονάνε.
Μα και ακόμα τη γοητεία των φανταστικών ταξιδιών, τη δύναμη των ονείρων.
Και στο τέλος καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν και την μεγάλη απώλεια –απλώς την καταργούνε. Ίδια όπως όταν παίζει κανείς κρυφτό και βρίσκει αυτόν που έχασε και του φωνάζει: «Φτου ξελευτερία! Σε βλέπω!»

Ένα μυθιστόρημα σε τρία κεφάλαια.
Ένα παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο. Ένας συγγραφέας που τον μαθαίνει γράφοντας τις δικές του ιστορίες.